Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 847 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση - στοιχεία του εγκλήματος. Έννοια γεγονότος. Όταν ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου, είναι αυτονόητη η γνώση και δεν απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με αυτήν, περιστατικών. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 363 ΠΚ. Αιτίαση για παραβίαση άρθρων 6 και 10 της ΕΣΔΑ είναι απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 847/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων :1)Χ1, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Καννελόπουλο, 2)Χ2, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ναούμ Τζίφρα και 3)Χ3, κατοίκου ..., που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 11385/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγων τον Ψ1, κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Ιανουαρίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 218/10.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παραστάντων αναιρεσειόντων και τον αυτοπροσώπως παραστάντα ως δικηγόρος πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 27 Ιανουαρίου 2010 αίτηση του Χ3.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155 -161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανιστεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 23 Φεβρουαρίου 2010 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ..., ο αναιρεσείων Χ3 κλητεύθηκε, με επίδοση της κλήσεως στη σύνοικη ενήλικη αδελφή του Χ1, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην δεν εμφανίστηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπειαν, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει, ως προς αυτόν, να απορριφθεί. Στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και, αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για συκοφαντική δυσφήμηση αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, αλλά περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από το ως άνω άρθρο 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 11385/2009 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του Ψ1, πράξη που τέλεσαν οι από αυτούς Χ1 και Χ2 με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 2 μηνών τη Χ2 και 3 μηνών τον καθένα από τους Χ1 και Χ3 (ως προς τον οποίο η αίτηση απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω, λόγω της ερημοδικίας του), ανασταλείσα. Κατά το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος του Ψ1, την οποία τέλεσαν με όσα, εν γνώσει τους, ψευδή ισχυρίσθηκαν γι' αυτόν στις 11.7.2002, ενώπιον πελατών και συνεργατών του, εντός του γραφείου του. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκε ότι: Η πρώτη κατηγορουμένη, Χ1, είχε αναθέσει στον εγκαλούντα, Ψ1, Δικηγόρο Αθηνών, τον χειρισμό των υποθέσεών της, που αφορούσαν στη διαφορά της με τον εν διαστάσει σύζυγό της Τ και πιο συγκεκριμένα την διεξαγωγή των δικών για την επιδίκαση διατροφής στην ίδια ατομικά και στην ανήλικη θυγατέρα της, την έγερση αγωγής διαζυγίου, αλλά και τον δικαστικό χειρισμό της διαφοράς της με τον εργοδότη της ... για την είσπραξη δεδουλευμένων αποδοχών, υπερωριών, δώρων, επιδομάτων κλπ. Πράγματι ο εγκαλών άσκησε για λογαριασμό της πρώτης κατηγορουμένης την αγωγή διαζυγίου και δύο αγωγές για διατροφή δύο διετιών (1999 έως 2003). Τον Δεκέμβριο του 2001 η πρώτη κατηγορουμένη είχε εξοφλήσει τις μέχρι τότε οφειλές της προς τον εγκαλούντα σχετικά με τον χειρισμό των υποθέσεών της. Μετά τον Δεκέμβριο του 2001 ο εγκαλών εδικαιούτο αμοιβής και εξόδων α) για την κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του ως άνω εργοδότη της και την παράστασή του κατά την εκδίκασή της στις 8.1.2002 το ποσό των 293,40 ευρώ, β) για άσκηση αγωγής κατά του ιδίου προσώπου και παράστασή του κατά την εκδίκαση αυτής στις 14.1.2002 το ποσό των 381,44 ευρώ και γ) για πέντε παραστάσεις του κατά την διεξαγωγή των μαρτυρικών αποδείξεων που βρίσκονταν σε εξέλιξη στη δίκη του διαζυγίου της, οι οποίες άρχισαν τον Μάιο του 2001 και συνεχίστηκαν μέχρι τον Απρίλιο του 2002, για τις οποίες θα πληρωνόταν συνολικά, το ποσό των 367 ευρώ (5 διεξαγωγές επί 73,40 ευρώ εκάστη) και συνολικά εδικαιούτο το ποσό των 1041,84 ευρώ. Για τις εν λόγω δικαστικές ενέργειες η πρώτη κατηγορουμένη δεν είχε καταβάλει στον εγκαλούντα καμία αμοιβή, ισχυριζόμενη ότι δεν είχε χρήματα, αφού είχε λυθεί η σύμβαση εργασίας και βρισκόταν σε δικαστική διαμάχη με τον εργοδότη της. Έτσι, περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2001, συμφώνησε με τον εγκαλούντα να προχωρήσει στις ανωτέρω δικαστικές ενέργειες και να λάβει την αμοιβή του από το επί πλέον ποσό της διατροφής, που θα επιδικαζόταν, το οποίο αναμενόταν να είναι μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο. Επί της πρώτης αγωγής διατροφής εκδόθηκε η 1319/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδίκασε στην πρώτη κατηγορουμένη μηνιαία διατροφή 100.000 δραχμών συνολικά γι' αυτήν ατομικά και για την ανήλικη θυγατέρα της, ενώ επί της δεύτερης αγωγής εκδόθηκε η 587/2002 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία της επιδικάστηκαν για την ίδια ως άνω αιτία, το ποσό των 410,85 ευρώ συνολικά μηνιαίως (ή 140.000 δραχμές ήτοι 50000 δραχμές για την ίδια και 90.000 δραχμές για την ανήλικη θυγατέρα της), δηλαδή 117,39 ευρώ επιπλέον του επιδικασθέντος με την προηγούμενη 11319/2000 απόφαση. Ο εν διαστάσει σύζυγος της πρώτης κατηγορουμένης Τ δεν κατέβαλε τις διαφορές διατροφών που προέκυψαν, οπότε ο εγκαλών έλαβε απόγραφο της αποφάσεως και του κοινοποίησε αντίγραφο εξ απογράφου μετ' επιταγής προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας επιτάσσετο να καταβάλει τις οι διαφορές μεταξύ καταβαλλομένης και καταβλητέας διατροφής από 22.7.2001 έως 21.5.2002 ποσού 1.173,90 ευρώ, τόκους περιοδικών παροχών μέχρι την 21.5.2002 (ημερομηνία συντάξεως της επιταγής), λόγω δε αρνήσεως του εν διαστάσει συζύγου της πρώτης κατηγορουμένης να καταβάλει τα ως άνω ποσά, ο εγκαλών επεδίωξε την δι` αναγκαστικής εκτελέσεως είσπραξη του οφειλομένου ποσού. Ενόψει της διενεργείας πλειστηριασμού στις 19.6.2002 σε βάρος του ακινήτου του, εν διαστάσει σύζυγος της πρώτης κατηγορουμένης κατέβαλε στον εγκαλούντα στις 14.6.2002 ολόκληρο το επιτασσόμενο ποσό καθώς και τα έξοδα εκτελέσεως, δηλαδή κατέβαλε συνολικά, το ποσό των 1808,56 ευρώ. Από το ποσό αυτό η πρώτη κατηγορούμενη εδικαιούτο το ποσό των 1548,26 ευρώ, ήτοι 1173,90 ευρώ που αποτελούσε τις διαφορές διατροφών από 22.7.2001 έως 21.5.2002, ποσό 80,66 ευρώ για νομίμους τόκους και 293,70 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα, το εναπομείναν δε υπόλοιπο κάλυπτε το δικαστικό ένσημο και τα έξοδα εκτελέσεως (έξοδα απογράφου, τέλη αυτού, αντίγραφο κλπ). Την επομένη ημέρα της εισπράξεως του εν λόγω ποσού, ήτοι στις 15.6.2002, ο εγκαλών ενημέρωσε τηλεφωνικά την πρώτη κατηγορούμενη για το σύνολο του εισπραχθέντος ποσού, καθώς και για το ποσό που εκείνη εδικαιούτο να λάβει εξ αυτού δυνάμει της συμφωνίας τους, παράλληλα την κάλεσε να παραλάβει το ποσό των 247,22 ευρώ, που, κατά τους υπολογισμούς του, ήταν το ποσό που εδικαιούτο. Μάλιστα στις 15.6.2002 ο εγκαλών, βέβαιος ότι η πρώτη κατηγορουμένη θα τηρούσε τις συμφωνίες τους, εξέδωσε και την 3865/15.6.2002 απόδειξη παροχής υπηρεσιών ποσού 1301,04 ευρώ που, κατά τους υπολογισμούς του, εδικαιούτο για τις παραπάνω αναφερόμενες δικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη. Βέβαια, το ποσό που εδικαιούτο ο εγκαλών, με βάση τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του, ανήρχετο σε 1041,84 ευρώ, και συνακόλουθα το ποσό που όφειλε να καταβάλει στην πρώτη κατηγορουμένη ανήρχετο στο ποσό των 506,42 ευρώ, πλην όμως, από τον λανθασμένο αυτό υπολογισμό δεν μπορεί να συναχθεί, ούτε αποδείχθηκε πρόθεση του εγκαλούντος να ιδιοποιηθεί παράνομα το υπερβάλλον ποσό. Αργότερα, δυνάμει της από 15.7.2002 εξώδικης δήλωσης, που κοινοποιήθηκε στην πρώτη κατηγορούμενη στις 19.7.2002, ο εγκαλών εξέθετε το όλο ιστορικό των μεταξύ τους επαγγελματικών σχέσεων και επικαλούμενος την, βάσει της συμφωνίας του, παρακράτηση του ποσού των 1301,04 ευρώ, προσέφερε στην πρώτη κατηγορουμένη το ποσό των 247,22 ευρώ με την εξοφλητική απόδειξη και τους φακέλους με τα έγγραφα των υποθέσεών της. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η πρώτη κατηγορουμένη μετέβη στο γραφείο του εγκαλούντος κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 19.6 έως 11.7.2002 μόνη, αλλά και με τον αδελφό της, τρίτο κατηγορούμενο, ζητώντας την καταβολή ολοκλήρου του ποσού, αρνούμενη τη συμφωνία περί εισπράξεως των αμοιβών του από τη διαφορά των διατροφών, όταν δε αυτός της προσέφερε την εξοφλητική απόδειξη των αμοιβών του και το ποσό των 247,22 ευρώ, εκείνη αρνήθηκε να το παραλάβει, αξιώνοντας την καταβολή ολοκλήρου του ποσού. Στις 11.7.2002 και περί ώραν 19.30' η πρώτη κατηγορουμένη, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον εγκαλούντα και συνοδευόμενη από την δεύτερη κατηγορούμενη Χ2 - αδελφή της και τον τρίτο κατηγορούμενο Χ3 - αδελφό της, τον εξετασθέντα μάρτυρα ..., την θυγατέρα της και δύο ακόμη άτομα αγνώστων στοιχείων, τα οποία παρέμειναν εκτός γραφείου, προκειμένου να αξιώσει την καταβολή ολοκλήρου του εισπραχθέντος ποσού, που αφορούσε τις διατροφές. Κατά την μετάβαση των ως άνω προσώπων στο γραφείο τού εγκαλούντος δημιουργήθηκε έντονο επεισόδιο. Πιο συγκεκριμένα οι κατηγορούμενοι, αφού εισήλθαν στο χώρο αναμονής του γραφείου του εγκαλούντος και εις επήκοον των παρευρισκομένων εκεί πελατών αυτού, ήτοι των κυριών ...μετά της θυγατέρας της, καθώς και των κυρίων ... (μετά της συζύγου του), αλλά και των συνεργατών του ..., απευθυνόμενοι προς αυτόν, άρχισαν να φωνάζουν"είσαι κλέφτης, κρατάς τα λεφτά του, παιδιού και δεν τα δίνεις", αυτός είναι ο κ. Ψ1 που καρπώθηκε τα λεφτά του παιδιού", η δε πρώτη κατηγορούμενη φώναζε λέγοντας για τον εγκαλούντα ότι "με κάλεσε στο γραφείο ένα βράδυ και μου την έπεσε". Οι ισχυρισμοί αυτοί, που οι κατηγορούμενοι απηύθυναν σε βάρος του εγκαλούντος, ήταν ψευδείς, δεδομένου ότι ο εγκαλών ουδέποτε έπραξε τα ανωτέρω, ήταν έντιμος και ηθικός ως άνθρωπος και ως δικηγόρος, οι δε κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναληθείας αυτών, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων, που παρευρίσκοντο εκεί και προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και επαγγελματία δικηγόρου. Πιο συγκεκριμένα, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, διέδωσαν όλοι οι κατηγορούμενοι ότι ο εγκαλών είναι κλέφτης, καθόσον παρακρατεί τα χρήματα της διατροφής του ανήλικης θυγατέρας της πρώτης εξ αυτών, χωρίς δικαίωμα, ενώ οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν ψευδείς, διότι ο εγκαλών είχε αφαιρέσει τις απαιτήσεις του, κατά τα άνω, από έξοδα και αμοιβές από τις επιδικασθείσες διαφορές διατροφών, κατόπιν συμφωνίας του με την πρώτη κατηγορούμενη, συμφωνία που σε κάθε περίπτωση ήταν έγκυρη, διότι η απαίτηση της πρώτης κατηγορουμένης δεν είχε έναντι του εγκαλούντος διατροφικό χαρακτήρα, αλλά αντιστοιχούσε στην εκ του άρθρου 719 του ΑΚ απορρέουσα υποχρέωση αυτού, ως πληρεξουσίου δικηγόρου και εντολοδόχου της πρώτης να αποδώσει στην ίδια (εντολέα) ο,τιδήποτε απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, δηλαδή το ποσό της επιδικασθείσης διατροφής, που έλαβε από τον εν διαστάσει σύζυγο της πρώτης κατηγορουμένης, συμψηφισμός που δεν απαγορεύετο από τις διατάξεις των άρθρων 451 του ΑΚ και 982 παρ. 2γ'του ΚΠολΔικ, οι δε κατηγορούμενοι γνώριζαν περί της συμφωνίας αυτής, η μεν πρώτη διότι η ίδια την είχε προτείνει, οι δε λοιποί λόγω της συγγενείας τους με την τελευταία και της παρουσίας τους στις διάφορες δίκες. Επίσης η πρώτη κατηγορούμενη διέδωσε ψευδές γεγονός σε βάρος του εγκαλούντος και συγκεκριμένα ότι ο εγκαλών την κάλεσε στο γραφείο του ένα βράδυ (για να της αποδώσει δήθεν το επιδικασθέν ποσό) και ότι την παρενόχλησε σεξουαλικά. Με τη διάδοση των παραπάνω ψευδών περιστατικών ενώπιον τρίτων, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν σε βάρος του εγκαλούντος την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημίσεως, (άρθρα 363-362 ΠΚ...) εφόσον τα προαναφερθέντα αποτελούν ψευδή περιστατικά του εξωτερικού κόσμου, που ανάγονται στο παρελθόν του εγκαλούντος, υποπίπτουν στις αισθήσεις και αντίκεινται στην ηθική και την ευπρέπεια και όχι αξιολογική κρίση ή χαρακτηρισμό πραγματικών περιστατικών που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος και δη εκφράσεις γνώμης ενέχουσες καταφρόνηση, πρέπει δε να απορριφθεί ο συναφής ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους πράξη είναι η εξύβριση και να κηρυχθούν ένοχοι της αποδιδόμενης σ' αυτούς αξιοποίνου πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν την πράξη για την οποία καταδικάσθηκαν. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για το οποίο πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, παρατίθενται στην απόφαση τα δυσφημιστικά για τον εγκαλούντα γεγονότα, τα οποία συνίσταντο στο ότι οι κατηγορούμενοι τον απεκάλεσαν κλέφτη και φώναξαν ότι είχε καρπωθεί τα λεφτά που προορίζονταν για τη διατροφή της ανήλικης κόρης της από αυτούς Χ1, η δε ... είπε ότι αυτός την είχε καλέσει στο γραφείο του και την παρενόχλησε σεξουαλικά, τα οποία προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ότι δηλαδή τα παραπάνω γεγονότα ήταν ψευδή. Περαιτέρω, η γνώση των αναιρεσειόντων ως προς το ψευδές των ισχυρισμών τους περί των ανωτέρω γεγονότων αιτιολογείται πλήρως από την παραδοχή ότι οι αναιρεσείοντες είχαν προσωπική αντίληψη για τη συμφωνία μεταξύ της από αυτούς Χ1 και του εγκαλούντος για την καταβολή σ` αυτόν της οφειλομένης δικηγορικής αμοιβής, αφού η ίδια την είχε προτείνει, ενώ οι λοιποί αναιρεσείοντες τη γνώριζαν λόγω της συγγενείας τους με την τελευταία και της παρουσίας τους στις διάφορες δίκες. Εκτίθεται, ακόμη, ότι τα λεχθέντα αποτελούν γεγονότα, που ανάγονται στο παρελθόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, και όχι αξιολογικές κρίσεις ή χαρακτηρισμό πραγματικών περιστατικών ή εκφράσεις γνώμης ενέχουσες καταφρόνηση, για τον οποίο λόγο και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων ότι η πράξη που τους αποδίδεται είναι η εξύβριση. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 363 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η μερικότερη αιτίαση ότι στο σκεπτικό της αποφάσεως υπάρχει αντίφαση, η οποία συνίσταται στο ότι ενώ έγινε δεκτό ότι ο εγκαλών έπρεπε να επιστρέψει στην αναιρεσείουσα Χ1 το ποσό των 506,42 ευρώ και όχι των 247,22 ευρώ, εν τούτοις θεωρήθηκε ψευδής και συκοφαντικός ο περί παρανόμου παρακρατήσεως των χρημάτων ισχυρισμός αυτής, είναι αβάσιμη, γιατί, πέραν του ότι το Δικαστήριο της ουσίας θεώρησε ότι ο εσφαλμένος υπολογισμός του ποσού που έπρεπε να δοθεί στην αναιρεσείουσα οφειλόταν σε λάθος και όχι σε συνειδητή δόλια πράξη του εγκαλούντος, η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, συνίστατο, κατά τα προαναφερθέντα, στο ότι αυτοί αποκάλεσαν τον εγκαλούντα, εις επήκοον τρίτων, κλέφτη και τον κατηγόρησαν ότι παρακρατούσε και καρπώθηκε τα λεφτά του παιδιού της Χ1, ενώ η τελευταία του απέδωσε ότι προέβη σε σεξουαλική παρενόχληση αυτής. Οι συκοφαντικές, δηλαδή, φράσεις λέχθηκαν, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, γιατί η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Χ1 διεκδικούσε ολόκληρο το ποσό που είχε επιδικασθεί για διατροφή της κόρης της, αρνούμενη την ειρημένη συμφωνία της με τον εγκαλούντα, και όχι εξαιτίας του ως άνω εσφαλμένου υπολογισμού, οπότε καμιά ασάφεια δεν δημιουργείται. Τέλος, και η συναφής με τα ανωτέρω αιτίαση ότι το Δικαστήριο, ενόψει των επικαλουμένων σφαλμάτων και πλημμελειών, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρου 6 και 10 της Ε.Σ.Δ.Α. για δίκαιη δίκη και για την ελευθερία της εκφράσεως, αντιστοίχως, είναι προεχόντως απαράδεκτη, γιατί η παραβίαση των διατάξεων της ΕΣΔΑ δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, πέραν των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγων, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, τους οποίους, όμως, δεν ιδρύουν οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προαναφέρθηκαν, αφού, όπως αναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη και το Τριμελές Εφετείο δεν υπέπεσε σε καμιά πλημμέλεια και δεν στέρησε τον αναιρεσείοντα από κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα., ανεξαρτήτως του ότι είναι και αβάσιμη, γιατί το δικαίωμα του προσώπου στην ελευθερία της εκφράσεως δεν φθάνει μέχρι το σημείο να έχει αυτό τη δυνατότητα να απευθύνει εναντίον άλλου συκοφαντικές ή και απλώς εξυβριστικές φράσεις.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και ως προς τις αναιρεσείουσες Χ1 και Χ2 και να καταδικασθούν (όλοι) οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27 Ιανουαρίου 2010 (υπ' αριθ. πρωτ. 667/2010) αίτηση των Χ1, Χ2 και Χ3, για αναίρεση της υπ` αριθ. 11385/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 από πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Απριλίου 2010. Η

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή