Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1499 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Πολιτική αγωγή.




Περίληψη:
Πλαστογραφία κακουργηματική. Αιτιολογημένη κατ’ έφεση παραπομπή για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους και βλάβης τρίτου ποσού άνω των 73.000 ευρώ. Ο εξουσιοδοτηθείς ειδικά ασκούμενος δικηγόρος για λογαριασμό του εντολέα της πολιτικώς ενάγουσας εξεκκάλεσε νομότυπα το απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.





Αριθμός 1499/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 958/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 310/28.8.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 326 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 106/10-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αρ. 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα:
Ι) Κατά του ανωτέρω ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους και βλάβη τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ (αρ. 216 παρ. 3α-1 Π.Κ.) βάσει της από 7-4-2005 εγκλήσεως της Ψ1. Μετά το πέρας της κυρίας ανακρίσεως που διενήργησε η ανακρίτρια του 17ου Τμ. Αθηνών εξεδόθη το υπ' αρ. 3867/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που απεφάνθη όπως μη γίνει κατηγορία κατ' αυτού για την καταγγελθείσα πράξη.

ΙΙ) Κατά του ανωτέρω βουλεύματος η πολιτικώς ενάγουσα άσκησε έφεση και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα έκανε δεκτή την έφεση και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για την περιγραφομένη σ'αυτό πράξη.


ΙΙΙ) Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε εμπροθέσμως την υπό κρίση αίτηση (αρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) διότι ασκήθηκε την 10η Μαΐου 2007 η δε επίδοση έλαβε χώρα στην αντίκλητο του κατηγορουμένου την 30-4-2007 και στον ίδιο την 14-5-2007 (βλ. αποδεικτικά). Η αναίρεση είναι νομότυπη διότι στρέφεται κατά βουλεύματος που υπόκειται σ'αυτήν (αρ. 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και στην σχετική έκθεση διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε (αρ. 474 παρ. 2, 484 παρ. 1 β' και δ' Κ.Π.Δ.). Συνίσταται δε εις τους ακόλουθους:
α) 'Ασκηση εφέσεως από την πολιτικώς ενάγουσα δι'ειδικώς εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου, ο οποίος όμως ήταν ασκούμενος, ενώ κατά το άρθρο 465 Κ.Π.Δ. αντιπρόσωπος του διαδίκου έχων εντολή να ασκήσει ένδικο μέσο κατά αποφάσεως ή βουλεύματος μπορεί να είναι μόνο συνήγορος και όχι έτερο πρόσωπο μη δικηγόρος.
β) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι ουδόλως εκτίθενται (σελ. 13) στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του αρ. 216 Π.Κ. και τούτο διότι ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας απεδείχθη πλήρως ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι αυτός προέβη στην υπογραφή της επίμαχης επιταγής θεωρώντας ότι είχε την συναίνεση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας, εν τούτοις το εκδόν το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο έκρινε ως αβάσιμο τον άνω ισχυρισμό του με την αιτιολογία ότι δήθεν η συνομολόγηση της πολιτικώς ενάγουσας δεν συμπλέει με την μεταγενέστερη της καταθέσεως της ασκήσεως εφέσεως. Ομοίως και η υιοθετούμενη από το προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση με ταυτόσημο σκεπτικό, πλην όμως χωρίς την ολοκλήρωση του δικανικού συλλογισμού. Όλα αυτά χωρίς να έχει προβάλει η πολιτικώς ενάγουσα δια της εφέσεως ουδένα ισχυρισμό που να πλήττει την ορθότητα των παραδοχών του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος ούτε ανεκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπο τις προηγούμενες καταθέσεις της, ούτε παρεπονέθη για την μη ρύθμιση της υποθέσεως μετά την κατάρτιση του ιδιωτικού συμφωνητικού.
γ) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 216 Π.Κ.) διότι (σελ. 17 αιτήσεως αναιρέσεως) στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταται διάσταση μεταξύ του φερομένου και αληθούς εκδότη του επίμαχου εγγράφου (επιταγής) και συνεπώς, ελλειπούσης της βασικής προϋποθέσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της πλαστογραφίας, ήτοι της καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού.
Η εκδότρια της επιταγής εταιρεία MAKERS COMM AE εκπροσωπούμενη εν τοις πράγμασι κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο της εκδόσεως της επιταγής από τον αναιρεσείοντα και εκφράζοντας την βούλησή της μέσω αυτού, προδήλως ανελάμβανε την προκύπτουσα από την εν λόγω επιταγή δέσμευσή της και επιθυμούσε την εξ αυτής παραγωγή των νομίμων αποτελεσμάτων στο όνομά της και συνεπώς υπήρξε η αληθής εκδότρια της επιταγής. Η επίμαχη επιταγή εκδιδόμενη από την αληθή εκδότρια αυτής εταιρεία "MAKERS COMM A.E." η οποία πράγματι ανελάμβανε την εξ αυτής δέσμευση είναι πέραν για πέραν γνήσια.
Συνεπώς δεν υφίσταται εν προκειμένω διάσταση μεταξύ φερομένου και αληθούς εκδότη και συνεπώς δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της πλαστογραφίας αφού ελλείπει η βασική προϋπόθεση αυτού, ήτοι η κατάρτιση πλαστού εγγράφου.
Υποστηρίζει ο αναιρεσείων (σελ. 27) ότι η μη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πλαστογραφίας, δεν θίγεται από το γεγονός της θέσεως εκ μέρους του της υπογραφής της πολιτικώς ενάγουσας, ενέργεια που έγινε αποκλειστικά και μόνο για λόγους διευκόλυνσης των αναγκών της εταιρείας καθ'όσον δεν είχαν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες κατά τον νόμο ενέργειες δημοσιεύσεως της νέας εκπροσωπήσεως αυτής και πάντως με την πεποίθηση ότι η πολιτικώς ενάγουσα συναινούσε στην ενέργειά του αυτή.
Ανεξαρτήτως του ποιός υπέγραψε κάτω από την σφραγίδα της εταιρείας γεγονός παραμένει ότι η εταιρεία αυτή ανελάμβανε την εκ της επιταγής δέσμευση.
δ) 'Ελλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση του αρ. 216 Π.Κ. καθ'όσον ενώ δέχεται ότι η επιταγή προεξοφλήθη αντί ποσού 67.700 ευρώ εν τούτοις εντελώς αυθαίρετα ανεβίβασε το ποσό σε 73.730 ευρώ απορρίπτοντας ταυτόχρονα τους περί πλημμεληματικής μορφής ισχυρισμούς του.
IV) α) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ'αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π 727/88, Α.Π 179/87 Π.Χρ. 1987/507).
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004 Π.χρ. ΝΕ/535, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου σελ. 12-13, 42-43, 50).
β) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και, χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται ν' αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τί προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. 1303/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/496, Α.Π. 14205/2002 σε Συμβ. Π.χρ. ΝΓ/510).
Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/2005 σελ. 408).
V) Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξ αρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας ή της αποδεικτικής του ισχύος με μεταβολή του περιεχομένου του με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων αριθμών ή σημείων υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει την γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπός του δράστη όπως με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος (Α.Π. 224/2001 Π.Χρ. ΝΒ 426).
Επί πλαστογραφίας που τελείται με την μορφή της καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, αμέσως παθών είναι ο φερόμενος ως εκδότης του πλαστού εγγράφου καθώς και ο ζημιούμενος από την χρήση του (Α.Π. 1715/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2006 σελ. 394). Εκδότης είναι το πρόσωπο από το οποίο φέρεται ότι προέρχεται το έγγραφο, δηλ. το πρόσωπο που υπογράφει το έγγραφο, αφού δεν είναι νοητό, συνήθως έγγραφο χωρίς υπογραφή, εκτός αν από το περιεχόμενό του καθίσταται εμφανής ο εκδότης (Τούσης - Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. αρ. 216 αρ. 8).
'Εγγραφο είναι κατά την διάταξη του αρ. 13 εδαφ. γ' Π.Κ. κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός (Γάφου Ειδ. Ποινικό Τεύχος Β "η έννοια του εγγράφου σελ. 71-78, Α.Π. 725/2000 Π.Χρ. ΝΑ/59, Α.Π. 1389/97 Π.Χρ. ΜΗ/480). Προέχουσα είναι η εγγυητική λειτουργία του εγγράφου, που συνίσταται στον προσδιορισμό του προσώπου που δεσμεύεται από το έγγραφο (Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. υπ'αρ. 216 σελ. 216 περ. 5).
Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (η παρ. 3 αρ. 216 Π.Κ. ως ετροποποιήθη με αρ. 14 παρ. 2 Ν. 2721/99 και ισχύει από 3-6-1999). Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστου ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για την θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ'αρ. 216 σελ. 556 επόμ., Γάφου Ειδ. Ποινικό, Τεύχος Β σελ. 79 επ. Α.Π. 1320/2005 Ποιν. Δ/σύνη 2006 σελ. 120, Α.Π. 1146/2006 Ποιν. Δ/σύνη 2006 σελ. 1466).
VΙ) Ως προς τον α' αναιρετικό λόγο (ως εκτίθεται στην παρ.

ΙΙΙ α της παρούσας, που υποδηλώνει υπέρβαση εξουσίας) ότι δηλ. ασκήθηκε δι' εξουσιοδοτηθέντος ασκουμένου δικηγόρου ενώ κατά το αρ. 465 Κ.Π.Δ. μόνο δικηγόρος μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο κατ' εξουσιοδότηση.
Ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος είναι αβάσιμος για τους ακολούθους λόγους:
Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του αρ. 96 παρ. 2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 παρ. 1, 96 παρ. 2, 42 παρ. 2 Κ.Π.Δ. συνάγεται με σαφήνεια ότι το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση, αρκεί να βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέως από οποιαδήποτε δημοτική, δημόσια, κοινοτική αρχή ή δικηγόρο (Α.Π. 529/99 Ποιν. Δικ/σύνη 1999/655, Α.Π. 660/88 Π.Χρ. 1988/750). Εάν ο αντιπρόσωπος είναι συνήγορος του διαδίκου, αρκεί και γενική εντολή εφ'όσον αυτή περιλαμβάνει ρητά και την άσκηση των ενδίκων μέσων και αφορά συγκεκριμένη ποινική υπόθεση με την έννοια ότι προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη έστω και με την γενική και τον Π.Κ. νομική ορολογία της (Α.Π. 183/88 Π.Χρ. 1988/489). Όταν υπάρχει μία τέτοια πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται ούτε συγκεκριμενοποίηση του ενδίκου μέσου ούτε μνεία του αριθμού της αποφάσεως ή του βουλεύματος που θα προσβληθεί.
Αντιπρόσωπος ωστόσο, μπορεί να είναι όχι μόνο ο συνήγορος αλλά και άλλο πρόσωπο (δικηγόρος ή μη), αφού ο νόμος (αρ. 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) το μεν επεδίωξε την διευκόλυνση της ασκήσεως ενδίκων μέσων το δε παρέπεμψε εις το άρθρο 96 παρ. 2 Κ.Π.Δ. για να ρυθμίσει θέματα ειδικά με τον τόπο της πληρεξουσιότητας και το περιεχόμενό της όταν αυτή δίδεται σε συνήγορο (Κονταξή Κωδ. Ποιν. Δικον. 1997 σελ. 1878, Παπασπύρου: Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων (σελ. 85 παραγρ.
ΙΙ και υποσημείωση 4).
Όταν αντιπρόσωπος είναι άλλο πλην του συνηγόρου πρόσωπο, η σχετική πληρεξουσιότητα πρέπει να είναι ειδική. Ειδική είναι η εντολή όταν εξειδικεύεται το ένδικο μέσο και ορίζεται ατομικά η κολάσιμη πράξη.
Αριθμός του βουλεύματος ή της αποφάσεως δεν χρειάζεται να αναφέρεται, γι'αυτό και μπορεί να χορηγηθεί πριν από την έκδοσή τους (Α.Π. 1506/84 Π.Χρ. 1985/479, Α.Π. 1413/84 Π.Χρ. 1985/398, Κονταξής Κ.Π.Δ. έκδοση 1997 σελ. 1879). 'Εχει υποστηριχθεί (Α.Π. 1262/86 Π.Χρ. 1987/80) ότι ειδική είναι η εντολή όταν δίδεται μετά την έκδοση του βουλεύματος ή της αποφάσεως, μνημονεύει συγκεκριμένα το είδος του ενδίκου μέσου που πρόκειται να ασκηθεί και αναφέρει τον αριθμό του βουλεύματος ή της αποφάσεως που θα προσβληθεί (Αρβανίτη - Καλφέλη - Καράμπελα -Μαργαρίτη Κ.Π.Δ. υπ' αρ. 465 περ. 6 σελ. 998).
Σύμφωνα με τ' ανωτέρω, η από 22-1-2007 εξουσιοδότηση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας (με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της από τον δικηγόρο Αθηνών Σ. Σωτηριάδη) προς τον ασκούμενο δικηγόρο Αθηνών Α. Αργύρη (..... να προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την άσκηση εφέσεως κατά του υπ'αρ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά του Χ1), συνιστά ειδική εξουσιοδότηση προς τρίτο (αφού ο εξουσιοδοτηθείς ήταν ασκούμενος δικηγόρος ενεργών μόνος).
Από επισκόπηση της εκθέσεως εφέσεως ο ως άνω εξουσιοδοτηθείς (για λογαριασμό της εντολέως του - πολιτικώς ενάγουσας) εξεκκάλεσε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το υπ'αρ. 3867/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διότι δεν εξετιμήθησαν ορθώς οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε να μην γίνει κατηγορία................. ενώ κατ' ορθή εκτίμηση αυτών και των άλλων στοιχείων της δικογραφίας θα έπρεπε να παραπέμψει..........." (δηλ. προκύπτει το νομότυπη αυτής (αρ. 465 παρ. 1, 474 παρ. 2, 480 παρ. 1 -479 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Εξ άλλου η δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους της πολιτικώς ενάγουσας βάσει ειδικής εξουσιοδοτήσεως δια τρίτου μη δικηγόρου (επομένως και δι' ασκουμένου δικηγόρου συνάδει προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει η διάταξη του αρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974) διότι δεν θα πρέπει να στερηθεί του δικαιώματός της που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις. Περαιτέρω για την διατύπωση λόγων εφέσεως εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος δεν είναι απαραίτητη ειδικότερη εκτενής ανάπτυξη, ώστε να απαιτούνται εξειδικευμένες νομικές γνώσεις.
VII) Ως προς τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως.
Α) Η εισαγγελική πρόταση με πλήρη αιτιολογία εκθέτει όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση έκρινε όμως (φύλλο 5 σελ. β) ότι η πράξη είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα, δηλαδή, ενώ το ποσόν της επιταγής ήταν 73.370 ευρώ, εδέχθη ότι η βλάβη ανήλθε στο ποσό των 67.700 ευρώ που αντιστοιχούσε στο ποσό που έλαβε ο κατηγορούμενος από την Τράπεζα Κύπρου όπου προεξόφλησε την επιταγή. Γι'αυτό πρότεινε η Εισαγγελέας να γίνει δεκτή η έφεση και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για πλαστογραφία σε πλημμεληματική μορφή. Το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη πρόταση της Αντεισαγγελέως Εφετών εδέχθη τα κατωτέρω, εις το οικείο μέρος εκτιθέμενα, πραγματικά περιστατικά διαφοροποιώντας μόνο το ύψος του παρανόμου οφέλους και βλάβης τρίτου - πολιτικώς ενάγουσας δεχόμενο ότι υπερέβαινε τις 73.000 ευρώ (ότι δηλ. δεν ανήρχετο στο ποσό των 67.700 ευρώ που αντιστοιχούσαν στην προεξόφληση της επιταγής) συνεπώς η πράξη της πλαστογραφίας ήταν κακουργηματική (216 παρ. 3α-1 Π.Κ.) έκανε δεκτή την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για την συγκεκριμένη πράξη.
Το Συμβούλιο Εφετών για να στηρίξει την άποψή του ως προς το ύψος του παρανόμου οφέλους και αντιστοίχου οικονομικής βλάβης εκ της πλαστογραφίας και της θεμελιώσεως της κακουργηματικής κατηγορίας διέλαβε ίδιες σκέψεις (φύλλο 7 σελ. β προσβαλλομένου βουλεύματος).
Β) Το Συμβούλιο με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση η οποία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 222/96 Π.Χρ./1624) με βάση τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα εδέχθη ότι:
Από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, και πολιτικώς ενάγοντα, την απολογία του κατηγορουμένου και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα λαμβανόμενα τα στοιχεία αυτά υπόψη μεμονωμένα και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των εξετασθέντων προσώπων και της ακρίβειας των εγγράφων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ1, δικηγόρος, από του έτους 1993 έως και του έτους 2001 υπήρξε στενός συνεργάτης του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος είναι δημοσιογράφος και ίδρυσε την Ανώνυμη Εκδοτική Εταιρία με την επωνυμία "LIAISON MEDIA Α.Ε.", της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος. Παράλληλα με την ανωτέρω ιδιότητα ο κατηγορούμενος υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "MAKERS CΟMM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - MEDIA NET WORK ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ", οποία ιδρύθηκε στις 16.3.2001. Με την ίδρυση της τελευταίας αυτής εταιρείας ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε την εγκαλούσα σ' αυτήν ως Σύμβουλο Διοίκησης και εκ της θέσεως της ανέλαβε καθήκοντα διοικητικής φύσεως τα οποία ρυθμίζονταν από το άρθρο 11 του καταστατικού της εταιρείας. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων της εγκαλούσης ήταν και το δικαίωμα υπογραφής για λογαριασμό της εταιρείας τραπεζικών επιταγών κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου. Μετ' ολίγους μήνες την 25.6.2001 η εγκαλούσα απεχώρησε από την εταιρεία και την 11-5-2001 ανέλαβε ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ο Χ1 αλλά ο κατηγορούμενος αμέλησε να δημοσιεύσει τις αλλαγές αυτές στη Νομαρχία και να ενημερώσει τις τράπεζες. Έτσι οι τράπεζες θεωρούσαν την μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών και την 31-7-2002 ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσης χωρίς να λάβει την έγκριση της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς δεν έλαβε την έγκριση της πριν ενεργήσει, ως ώφειλε.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς: α) ότι η επιταγή καλώς εξεδόθη και δεν είναι πλαστή αφού εξεδόθη από το νομικό πρόσωπο και β) ότι το επιδιωχθέν όφελος δεν ήταν το αναγραφόμενο αλλά 67.700 ευρώ δηλαδή το ποσό που έλαβε από την Τράπεζα Κύπρου κατά την προεξόφληση της επιταγής.
Συνεπώς είναι ερευνητέα α) εάν ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η μηνύτρια διαφωνούσε με την χρήση της υπογραφής της και β) εάν το επιδιωχθέν από τον κατηγορούμενο όφελος είναι ισότιμο και το ποσόν που αναγράφεται στην επιταγή ή άλλο μικρότερο, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος.
Α) Το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην πράξη θεωρώντας ότι είχε την συναίνεση της εγκαλούσας για την υπογραφή της επιταγής αλλά ο άμεσος δόλος του αποδεικνύεται από τις διαδοχικές πράξεις και παραλείψεις του, οι οποίες κατατείνουν στην μετακύλιση των οικονομικών βαρών της εταιρείας του σε τρίτους. Ο κατηγορούμενος παρότι άλλαξε η διοίκηση της εταιρείας παρέλειψε να το ανακοινώσει στην Νομαρχία και άφησε τις τράπεζες να θεωρούν ότι η διοίκηση ήταν η ίδια. Αυτό σε συνδυασμό με την θέση της υπογραφής της μηνύτριας καταδεικνύει σκοπιμότητα παραλείψεων. Τελικά περί τα μέσα του 2002 και οι δύο εταιρίες του κατηγορουμένου άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή είναι γνήσια διότι εξεδόθη από την εταιρεία δεν ευσταθεί, διότι θα έπρεπε να είχε υπογραφεί από τον έχοντα δικαίωμα εκδόσεως επιταγών για λογαριασμό της εταιρείας κατά τον χρόνο της έκδοσής της και όχι από πρόσωπο που την στιγμή της έκδοσης ήταν εντελώς ξένο προς αυτήν. Έτσι θα ήταν ορθός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου εάν είχαν τεθεί οι υπογραφές είτε του ιδίου είτε του νέου διευθύνοντος συμβούλου Χ1. Όπως έγιναν όμως τα πράγματα, οι τράπεζες θεωρούσαν την μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών την 31-7-2002 ενώ ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσης χωρίς να λάβει την έγκριση της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς δεν έλαβε την έγκριση της πριν ενεργήσει, ως όφειλε. Πράγματι η εγκαλούσα στην από 27.7.2006 συμπληρωματική ανωμοτί κατάθεση της ενώπιον της ανακρίτριας, δηλώνει ότι δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι δεν είχε δόλο ο κατηγορούμενος όμως η θέση της αυτή δεν συμπλέει με την άσκηση εφέσεως κατά του απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι προέβη στην δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς και δεν ερυθμίσθη. Για τον λόγο αυτόν προφανώς ασκεί και έφεση.
Γ) Το δε συμβούλιο με ίδιες σκέψεις:
Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση καθώς και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, την ένορκη εξέταση του μάρτυρα, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου περί τελέσεως απ' αυτόν του αδικήματος της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ (αρθρ. 26 § 1α, 27, 216 §§3α, 1, όπως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14§2 του ν. 2721/1999) διότι, μετά τη συμπληρωματική από 27-7-2006 ανωμοτί κατάθεση της εγκαλούσας ενώπιον της ανακρίτριας στην οποία δηλώνει ότι "δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δόλο", η θέση της αυτή δεν (συμπλέει) με τη μεταγενέστερη της παραπάνω καταθέσεως, άσκηση εφέσεως, κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι η εγκαλούσα προέβη στη δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ...... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς δεν ερυθμίσθη. Για το λόγο αυτό προδήλως ασκεί την κρινόμενη έφεση.
Συνεπώς, ο αντίθετος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αυτός εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας και θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή και, διότι θεωρούσε ότι είχε την συναίνεση της εγκαλούσας είναι, κατά τα προαναφερόμενα, αβάσιμος.
Περαιτέρω προέκυψε, ότι το σκοπούμενο όφελος εκ μέρους του κατηγορουμένου, ανέρχεται στο αναφερόμενο στην επίμαχη επιταγή ποσό ήτοι στο ποσό των 73.370, ευρώ απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού αυτού (ότι δηλαδή το επιδιωχθέν όφελος ανέρχεται στο όφελος ανέρχεται στο ποσό των 67700 ευρώ, δηλαδή στο ποσό που έλαβε από την προεξόφληση της επιταγής από την τράπεζα Κύπρου) ως αβασίμου. Κατά τα λοιπά το συμβούλιο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της προπαρατεθείσης εισαγγελικής προτάσεως και πρέπει, υφισταμένων επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος, δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 δραχμών].
Δ) 'Ετσι απεφάνθη όπως γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας που εκρίνετο, εξαφάνισε το εκκληθέν βούλευμα και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο όπως δικασθεί (αρ. 309 παρ. 1ε και 313 ΚΠΔ) ενώπιον του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για παράβαση των άρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 216 παρ. 31-1 Π.Κ. ως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 2α Ν. 2721/1999.
Ε) Οι παραδοχές αυτές σε συνδυασμό και με το διατακτικό του προβαλλομένου βουλεύματος προσδίδουν σ' αυτό την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 216 παρ. 3α-1 Π.Κ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις της αιτήσεως αναιρέσεως (αρ. 484 παρ. 1β, δ ΚΠΔ) είναι αβάσιμες. Επίσης με επαρκή αιτιολογία αντέκρουσε τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος.
ΣΤ) Ειδικότερα:
Ο αναιρεσείων σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια πάντως περί την 15-7-2002 συμπλήρωσε την υπ'αρ. ........ επιταγή της Γενικής Τράπεζας με ημερομηνία εκδόσεως 31-7-2002, τόπο εκδόσεως την Αθήνα και ποσό 73.370 ευρώ με εκδότρια την ανώνυμη εταιρεία ""MAKERS COMM AΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - MEDIA NETWORK ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ", της οποίας ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και λήπτρια των LIAISON MEDIA AE της οποίας επίσης ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, κύριος μέτοχος, έθεσε ιδιόχειρη υπογραφή ως δήθεν προερχομένη από την εγκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 που είχε διατελέσει Σύμβουλος Διοικήσεως της φερομένης ως εκδότριας εταιρείας με δικαίωμα υπογραφής επιταγών εκδόσεως της εταιρείας. Ενώ αυτή παραιτήθηκε και τα γνωστοποίησε με εξώδικο που κοινοποιήθηκε την 26-6-2001, ο αναιρεσείων δεν προέβη στην τήρηση των απαιτουμένων διατυπώσεων δημοσιότητας, εν αγνοία της, χωρίς την συγκατάθεσή της, αποτέλεσμα αυτού ήταν να παρέχεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι η επιταγή έφερε την γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και συνεπώς είχε εκδοθεί εγκύρως από την εταιρεία, αφού προκαλείτο η πλάνη πως εκείνη τυπικά εξακολουθούσε να έχει την εξουσία για να εκδίδει επιταγές για λογαριασμό της εταιρείας. Στην συνέχεια ο αναιρεσείων μετεβίβασε την επιταγή στην λήπτρια εταιρεία του και ακολούθως στην Τράπεζα Κύπρου, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση της άλλον και συγκεκριμένα την ανωτέρω Τράπεζα για γεγονός που είχε έννομες συνέπειες ότι δηλαδή έφερε την γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και με αυτή της την ιδιότητα δέσμευε την εταιρεία, ώστε να προβεί στην προεξόφλησή της. Με τις ενέργειές του δε αυτές (κατάρτιση και χρήση πλαστού εγγράφου) αποσκοπούσε να προσπορίσει στην ανωτέρω λήπτρια της επιταγής εταιρεία παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας και δη στο ποσό της επιταγής (73.370 ευρώ) που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ και προσδίδει στην πράξη κακουργηματική μορφή. Ο αναιρεσείων εγνώριζε ότι ο λογαριασμός από τον οποίο συρόταν δεν διέθετε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της και εξ αυτού του λόγου πράγματι δεν πληρώθηκε όταν την 18-7-2002 εμφανίστηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή, με συνέπεια να γεννάται ευθέως αξίωση της Τράπεζας κατά της εγκαλούσας προς καταβολή όλου του ποσού της επιταγής κατά τις διατάξεις του Α.Κ. (αρ. 71, 297, 298, 914) αλλά και ποινική άρ. 79 Ν. 5960/33, διότι όταν εκδότης επιταγής είναι εταιρεία υπέγγυος προς αποζημίωση είναι και το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την επιταγή.
V

ΙΙΙ) Κατά συνέπεια ορθώς το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα έκανε δεκτή και κατ' ουσία την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του υπ' αρ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εξαφάνισε αυτό και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο. Για όλους τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσία η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
ΙΧ)
Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω
Α) Να απορριφθεί κατ'ουσίαν η υπ'αρ 106/2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αρ. 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 16 Ιουλίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 465 παρ.1 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτός προσωπικά είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 παρ. 1, 96 παρ 2, και 42 παρ. 2 του ΚΠΔ συνάγεται με σαφήνεια, ότι το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση, αρκεί να βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέως από οποιαδή- ποτε δημοτική, δημόσια, κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Εάν ο αντιπρόσωπος είναι συνήγορος του διαδίκου, αρκεί και γενική εντολή, εφ' όσον αυτή περιλαμβάνει ρητά και την άσκηση των ενδίκων μέσων και αφορά συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, με την έννοια ότι προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη έστω και με τη γενική κατά τον ΠΚ νομική ορολογία της. Όταν υπάρχει μία τέτοια πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται ούτε συγκεκριμενοποίηση του ενδίκου μέσου, ούτε μνεία του αριθμού της αποφάσεως ή του βουλεύματος που θα προσβληθεί.
Αντιπρόσωπος ωστόσο, μπορεί να είναι όχι μόνο ο συνήγορος αλλά και άλλο πρόσωπο (δικηγόρος ή μη), αφού ο νόμος (αρ. 465 παρ. 1 ΚΠΔ) το μεν επεδίωξε τη διευκόλυνση της ασκήσεως ενδίκων μέσων, το δε παρέπεμψε στο άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ για να ρυθμίσει θέματα ειδικά με τον τύπο της πληρεξουσιότητας και το περιεχόμενό της όταν αυτή δίδεται σε συνήγορο. Όταν αντιπρόσωπος είναι άλλο πλην του συνηγόρου πρόσωπο, η σχετική πληρεξουσιότητα πρέπει να είναι ειδική. Ειδική δε είναι η εντολή όταν εξειδικεύεται το ένδικο μέσο και εξατομικεύεται η αξιόποινη πράξη.
Σύμφωνα με τ' ανωτέρω, η από 22-1-2007 εξουσιοδότηση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της από το δικηγόρο Αθηνών Σ. Σωτηριάδη, προς τον ασκούμενο δικηγόρο Αθηνών Α. Αργύρη, να προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την άσκηση εφέσεως κατά του υπ' αριθμ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Χ1, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους και βλάβη τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ, συνιστά ειδική εξουσιοδότηση. Επομένως η εν λόγω έφεση, που ασκήθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, δια του ειδικά εξουσιοδοτημένου ασκουμένου δικηγόρου Ανέστη Αργύρη, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, είναι τυπικά δεκτή, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο υπό στοιχ. Γα λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα.
Κατά το άρθρο 216 παρ.1 εδ. α' και 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως η παρ. 3 εδ. α' συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ.7α του Ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.2 α του Ν.2721/1999, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν δε ο υπαίτιος της πράξεως αυτής σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του, ή σε άλλο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται, αντικειμενικώς, είτε η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, είτε η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και συγχρόνως τον σκοπό του υπαιτίου: α) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως και β) να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον με βλάβη τρίτου περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, εάν το συνολικό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, (χωρίς να απαιτείται και η επίτευξή του) ή η συνολική ζημία που επέφερε στον παθόντα, υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή των 73.000 ευρώ. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν στο πόρισμα αυτού, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, (αρκούσης της κατ' είδος αναφοράς τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από τον καθένα χωριστά), από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά εκείνα που πείστηκε το συμβούλιο για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κρίση του, διέλαβε τα εξής: "Από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, και πολιτικώς ενάγοντα, την απολογία του κατηγορουμένου και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα, λαμβανόμενα τα στοιχεία αυτά υπόψη μεμονωμένα και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των εξετασθέντων προσώπων και της ακρίβειας των εγγράφων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα, Ψ1, δικηγόρος, από του έτους 1993 έως και του έτους 2001 υπήρξε στενός συνεργάτης του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος είναι δημοσιογράφος και ίδρυσε την Ανώνυμη Εκδοτική Εταιρία με την επωνυμία "LIΑΙSΟΝ ΜΕDΙΑ Α.Ε.", της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος. Παράλληλα, με την ανωτέρω ιδιότητα ο κατηγορούμενος υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΜΑΚΕΡS CΟΜΜ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - ΜΕDΙΑ ΝΕΤ WΟRΚ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ",η οποία ιδρύθηκε στις 16.3.2001. Με την ίδρυση της τελευταίας αυτής εταιρείας ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε την εγκαλούσα σ' αυτήν ως Σύμβουλο Διοίκησης και εκ της θέσεώς της ανέλαβε καθήκοντα διοικητικής φύσεως τα οποία ρυθμίζονταν από το άρθρο 11 του καταστατικού της εταιρείας. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων της εγκαλούσης ήταν και το δικαίωμα υπογραφής για λογαριασμό της εταιρείας τραπεζικών επιταγών κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου. Μετ' ολίγους μήνες την 25.6.2001 η εγκαλούσα απεχώρησε από την εταιρεία και την 11-5-2001 ανέλαβε ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ο Χ1, αλλά ο κατηγορούμενος αμέλησε να δημοσιεύσει τις αλλαγές αυτές στη Νομαρχία και να ενημερώσει τις τράπεζες. Έτσι οι τράπεζες θεωρούσαν την μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών και την 31-7-2002 ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσας, χωρίς να λάβει την έγκριση της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς δεν έλαβε την έγκρισή της πριν ενεργήσει, ως όφειλε.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς: α) ότι η επιταγή καλώς εξεδόθη και δεν είναι πλαστή, αφού εξεδόθη από το νομικό πρόσωπο και β) ότι το επιδιωχθέν όφελος δεν ήταν το αναγραφόμενο αλλά 67.700 ευρώ, δηλαδή το ποσό που έλαβε από την Τράπεζα Κύπρου κατά την προεξόφληση της επιταγής.
Συνεπώς είναι ερευνητέα α) εάν ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η μηνύτρια διαφωνούσε με την χρήση της υπογραφής της και β) εάν το επιδιωχθέν από τον κατηγορούμενο όφελος είναι ισότιμο με το ποσό που αναγράφεται στην επιταγή ή άλλο μικρότερο, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος.
Α) Το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην πράξη θεωρώντας ότι είχε τη συναίνεση της εγκαλούσας για την υπογραφή της επιταγής, αλλά ο άμεσος δόλος του αποδεικνύεται από τις διαδοχικές πράξεις και παραλείψεις του, οι οποίες κατατείνουν στη μετακύλιση των οικονομικών βαρών της εταιρείας του σε τρίτους. Ο κατηγορούμενος παρότι άλλαξε η διοίκηση της εταιρείας παρέλειψε να το ανακοινώσει στην Νομαρχία και άφησε τις τράπεζες να θεωρούν ότι η διοίκηση ήταν η ίδια. Αυτό σε συνδυασμό με την θέση της υπογραφής της μηνύτριας καταδεικνύει σκοπιμότητα παραλείψεων. Τελικά περί τα μέσα του 2002 και οι δύο εταιρίες του κατηγορουμένου άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή είναι γνήσια διότι εξεδόθη από την εταιρεία δεν ευσταθεί, διότι θα έπρεπε να είχε υπογραφεί από τον έχοντα δικαίωμα εκδόσεως επιταγών για λογαριασμό της εταιρείας κατά τον χρόνο της έκδοσής της και όχι από πρόσωπο που τη στιγμή της έκδοσης ήταν εντελώς ξένο προς αυτήν. Έτσι, θα ήταν ορθός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου εάν είχαν τεθεί οι υπογραφές του ιδίου του νέου διευθύνοντος συμβούλου Χ1. Όπως έγιναν όμως τα πράγματα, οι τράπεζες θεωρούσαν τη μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών την 31-7-2002, ενώ ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσας χωρίς να λάβει την έγκρισή της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς, δεν έλαβε την έγκρισή της πριν ενεργήσει, ως όφειλε. Πράγματι η εγκαλούσα στην από 27.7.2006 συμπληρωματική ανωμοτί κατάθεσή της ενώπιον της ανακρίτριας, δηλώνει ότι δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι δεν είχε δόλο ο κατηγορούμενος, όμως η θέση της αυτή δεν συμπλέει με την άσκηση εφέσεως κατά του απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι προέβη στη δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ...... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς και δεν ρυθμίσθηκε. Για το λόγο αυτόν προφανώς ασκεί και έφεση".
Β) Το δε συμβούλιο με ίδιες σκέψεις δέχτηκε τα ακόλουθα:
"Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, καθώς και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, την ένορκη εξέταση του μάρτυρα, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου περί τελέσεως απ' αυτόν του αδικήματος της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό το όφελος, δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ (αρθρ. 26 § 1α, 27, 216 §§3α, 1, όπως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14§2 του ν. 2721/1999) διότι, μετά τη συμπληρωματική από 27-7-2006 ανωμοτί κατάθεση της εγκαλούσας ενώπιον της ανακρίτριας στην οποία δηλώνει ότι "δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δόλο", η θέση της αυτή δεν (συμπλέει) με τη μεταγενέστερη της παραπάνω καταθέσεως, άσκηση εφέσεως, κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι η εγκαλούσα προέβη στη δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ..... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς δεν ρυθμίσθηκε. Για το λόγο αυτό προδήλως ασκεί την κρινόμενη έφεση.
Συνεπώς, ο αντίθετος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αυτός εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας και θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή και, διότι θεωρούσε ότι είχε τη συναίνεση της εγκαλούσας είναι, κατά τα προαναφερόμενα, αβάσιμος.
Περαιτέρω προέκυψε, ότι το σκοπούμενο όφελος εκ μέρους του κατηγορουμένου, ανέρχεται στο αναφερόμενο στην επίμαχη επιταγή ποσό, ήτοι στο ποσό των 73.370 ευρώ, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού αυτού, (ότι δηλαδή το επιδιωχθέν όφελος ανέρχεται στο ποσό των 67.700 ευρώ, δηλαδή στο ποσό που έλαβε από την προεξόφληση της επιταγής από την τράπεζα Κύπρου) ως αβασίμου. Κατά τα λοιπά το συμβούλιο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της προπαρατεθείσας εισαγγελικής προτάσεως και πρέπει, υφισταμένων επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό το όφελος, δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 δραχμών", να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος.
Γ) Έτσι απεφάνθη, όπως γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας που κρινόταν, εξαφάνισε το εκκληθέν βούλευμα και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο όπως δικαστεί, (αρ. 309 παρ. 1ε και 313 Κ Π Δ), ενώπιον του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για παράβαση των αρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 216 παρ. 3α-1 ΠΚ ως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 2α Ν. 2721/1999.
Οι παραδοχές αυτές, σε συνδυασμό και με το διατακτικό του προβαλλομένου βουλεύματος προσδίδουν σ' αυτό την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρ. 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 και 2, 216 παρ. 3α-1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου και, επομένως, οι αντίθετες αιτιάσεις της αιτήσεως αναιρέσεως (αρ. 484 παρ. 1β, δ ΚΠΔ) είναι αβάσιμες. Επίσης με επαρκή αιτιολογία αντέκρουσε τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος.
ΣΤ) Ειδικότερα: Ο αναιρεσείων, σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια, πάντως περί την 15-7-2002, συμπλήρωσε την υπ' αρ. ...... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, με ημερομηνία εκδόσεως 31-7-2002, τόπο εκδόσεως την Αθήνα και ποσό 73.370 ευρώ, με εκδότρια την ανώνυμη εταιρεία ""ΜΑΚΕRS CΟΜΜ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΜΕDΙΑ ΝΕΤWΟRΚ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ", της οποίας ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και λήπτρια των LΙΑΙSΟΝ ΜΕDΙΑ ΑΕ, της οποίας επίσης ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, κύριος μέτοχος, έθεσε ιδιόχειρη υπογραφή, ως δήθεν προερχομένη από την εγκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, που είχε διατελέσει Σύμβουλος Διοικήσεως της φερομένης ως εκδότριας εταιρείας, με δικαίωμα υπογραφής επιταγών εκδόσεως της εταιρείας. Ενώ αυτή παραιτήθηκε, και το γνωστοποίησε με εξώδικο, που κοινοποιήθηκε την 26-6-2001, ο αναιρεσείων δεν προέβη στην τήρηση των απαιτουμένων διατυπώσεων δημοσιότητας, εν αγνοία της, χωρίς τη συγκατάθεσή της. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να παρέχεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι η επιταγή έφερε τη γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και συνεπώς είχε εκδοθεί εγκύρως από την εταιρεία, αφού προκαλείτο η πλάνη πως εκείνη τυπικά εξακολουθούσε να έχει την εξουσία για να εκδίδει επιταγές για λογαριασμό της εταιρείας. Στη συνέχεια ο αναιρεσείων μεταβίβασε την επιταγή στη λήπτρια εταιρεία του και ακολούθως, στην Τράπεζα Κύπρου, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση της άλλον και συγκεκριμένα την ανωτέρω Τράπεζα για γεγονός που είχε έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή έφερε τη γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και με αυτή της την ιδιότητα δέσμευε την εταιρεία, ώστε να προβεί στην προεξόφλησή της. Με τις ενέργειες του δε αυτές, (κατάρτιση και χρήση πλαστού εγγράφου), αποσκοπούσε να προσπορίσει στην ανωτέρω λήπτρια της επιταγής εταιρεία παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας και δη στο ποσό της επιταγής (73.370 ευρώ), που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ και προσδίδει στην πράξη κακουργηματική μορφή. Ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξεως αυτής του αναιρεσείοντος προσδιορίζεται με βάση την αξία του οφέλους των 73.370 ευρώ, που σκοπήθηκε, κατά το χρόνο τελέσεως της ως άνω πράξεως και της αντίστοιχης βλάβης της πολιτικώς ενάγουσας. Δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πράξεως αυτής από κακούργημα σε πλημμέλημα από το ότι ο αναιρεσείων μεταγενέστερα για δικούς του λόγους επεδίωξε την προεξόφληση της επιταγής και έλαβε 67.700 ευρώ. Η διαφορά αποτελεί την προμήθεια που έλαβε η τράπεζα για την προεξόφληση της επιταγής, ο δε κατηγορούμενος βαρύνεται μ' αυτήν και με την κατ' αυτόν τον τρόπο εκπλήρωση της σχετικής υποχρεώσεώς του. Ο αναιρεσείων γνώριζε ότι ο λογαριασμός στον οποίο συρόταν δεν διέθετε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της και εξ αυτού του λόγου πράγματι δεν πληρώθηκε όταν την 18-7-2002 εμφανίστηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή, με συνέπεια να γεννάται ευθέως αξίωση της Τράπεζας κατά της εγκαλούσας προς καταβολή όλου του ποσού της επιταγής κατά τις διατάξεις του Α.Κ. (αρ. 71, 297, 298, 914), αλλά και ποινική ευθύνη, άρθρ. 79 Ν. 5960/33, διότι όταν εκδότης επιταγής είναι εταιρεία υπέγγυος προς αποζημίωση είναι και το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την επιταγή.
Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η πολιτικώς ενάγουσα, (η οποία ήσκησε έφεση) δεν παραπονέθηκε για τη μη ρύθμιση της υπόθεσης μετά την κατάρτιση του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού, ούτε ανακάλεσε τις προηγούμενες καταθέσεις της. Υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ο αναιρεσείων απαραδέκτως πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του Συμβουλίου, διότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του βουλεύματος, στα πλαίσια των προβλεπόμενων στο νόμο λόγων αναιρέσεως και δεν ερευνά την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες κρίνει κυριαρχικά το Συμβούλιο της ουσίας.
Κατά συνέπεια, ορθώς το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα έκανε δεκτή και κατ' ουσία την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του υπ' αρ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εξαφάνισε αυτό και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του ΚΠΔ. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-5 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή