Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα με ένορκη βεβαίωση που χρησιμοποιήθηκε στο πολιτικό Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (έκδοση κληρονομητηρίου). Δεν απαιτεί-ται η κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που ζήτησε τη σύνταξη της ένορκης αυτής βεβαίωσης, όπως απαιτείται για τις λοιπές διαδικασίες (άρθρο 270 § 2 περ. β΄ ΚΠΔ). Ποιος έχει δικαίωμα να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη. Λόγοι αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης εκ του άρθρου 510 § 1 περ. Α΄, Δ΄, Ε΄ και Η΄ ΚΠΔ. Απόρριψη αυτών ως αβασίμων και των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναίρεσης καταδικασθέντων συγκατηγορουμένων (φυσικού και ηθικού αυτουργού) στο σύνολό τους.
Αριθμός 378/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Χειρδάρη, για αναίρεση της 2589/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορουμένη την Χ3, και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κέμο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Σεπτεμβρίου 2009 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1572/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 25-9-2009 αιτήσεις του Χ1, κατοίκου ... και Χ2, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2589/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με ξεχωριστές δηλώσεις τους προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ). Επομένως είναι παραδεκτές και πρέπει, συνεκδικαζόμενες λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, να εξετασθούν περαιτέρω. Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ, με την ποινή της παρ. 1 αυτού τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη θεμελίωση των εγκλημάτων αυτών απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλο ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως στην περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα τη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε ο κατηγορούμενος είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Περαιτέρω, από τα άρθρα 63 ΚΠΔ, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει, ότι δικαίωμα να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έχει εκείνος που αμέσως ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από το αξιόποινο αδίκημα και όχι κάθε άλλος στον οποίο αντανακλούν οι υλικές ή ηθικές συνέπειες του εγκλήματος, όπως είναι οι κληρονόμοι του καθού στρέφεται το έγκλημα, σε περίπτωση αποβιώσεως του. Ειδικότερα, στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα σε πολιτική δίκη παθών και επομένως άμεσα ζημιούμενος είναι ο διάδικος στην περιουσία του οποίου επέρχεται βλάβη από τη δικαστική απόφαση ή προκειμένου για υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας ως είναι εκτός άλλων, και η δημιουργουμένη με αίτηση κάποιου για την έκδοση κληρονομητηρίου (άρθρα 809 επ. Κ.Πολ.Δ) ο κυρίως παρεμβαίνων, σε βάρος του οποίου χρησιμοποιήθηκε η ένορκη βεβαίωση κατά τη διαδικασία έκδοσης του κληρονομητηρίου υπέρ του προσκομίσαντος στο δικαστήριο την ένορκη αυτή βεβαίωση που αποδείχθηκε ψευδής εν όλω ή εν μέρει ως προς το περιεχόμενο της, αν το δικαστήριο μπορούσε να παραπλανηθεί από την επίκληση και προσαγωγή προς το σκοπό αυτό, από τον αντίδικό του ψευδών εν γένει αποδεικτικών μέσων προς απόδειξη των ψευδών ισχυρισμών του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 744 Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Κατά το άρθρο 759 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι στην εκουσία δικαιοδοσία ισχύει το σύστημα της ελεύθερης απόδειξης και το δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Ακόμη και οι περιορισμοί που ισχύουν κατά το άρθρο 270 Κ.Πολ.Δ δεν εφαρμόζονται ανελέγκτως στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας (ΑΠ 131/2009 Δ' Πολ.Τμήμα). Επομένως στην περίπτωση που η ένορκη βεβαίωση προσκομισθεί κατά τη συζήτηση μιας υπόθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της σύνταξης και κατάθεσης της και εντεύθεν μπορεί να στοιχειοθετεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σ' αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 2589/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που παραδεκτώς διορθώθηκαν με την υπ' αριθμ. 8492/2009 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε την παράσταση του Ψ ως πολιτικώς ενάγοντος για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας κατά συρροή στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα που είχε τελέσει ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ1, με την με αίτησή του σύνταξη της υπ' αριθμ. ... ένορκης βεβαίωσης του Χ2 και της Χ3 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και την προσκόμισή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 31-5-2002 κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας για την έκδοση κληρονομητηρίου επ' ονόματί του (αναιρεσείοντος Χ1), με την ακόλουθη, κατά λέξη, αιτιολογία: "Ο Ψ ως πατέρας και εξ αδιαθέτου κληρονόμος της εν ζωή συζύγου του 1ου κατηγορουμένου (Χ1), ΑΑ, είναι άμεσα βλαπτόμενος από τις υπό εκδίκαση αξιόποινες πράξεις που κατατείνουν στη θεμελίωση κληρονομικού συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπέρ του 1ου κατηγορουμένου, Χ1, και νομιμοποιείται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην προκείμενη δίκη. Επομένως, πρέπει το αίτημα αποβολής της πολιτικής αγωγής να απορριφθεί". Η ως άνω αιτιολογία μετά και τα αναφερόμενα ως προς την αξιολόγηση ως αποδεικτικού μέσου της ένορκης βεβαίωσης στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, χωρίς την τήρηση των οριζομένων στο άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β' Κ.Πολ.Δ, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Εντεύθεν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Η' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, που περιέχονται στον πρώτο λόγο των κρινόμενων αιτήσεων του Χ1 και του Χ2 με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω της παράνομης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ και του Χ2 αυτού και της υπέρβασης εξουσίας επιδικάζοντας υπέρ αυτού χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην περίπτωση του ως άνω αναφερόμενου εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση των ψευδών περιστατικών εκ μέρους του δράστη και στον πρόσθετο σκοπό του να παραπλανήσει το δικαστήριο, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση όσο και το σκοπό του, ανεξάρτητα του αν πράγματι επηρέασαν τα περιστατικά αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση τελικά το αποτέλεσμα (την κρίση) του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2589/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (για τους δύο αναιρεσείοντες και για την τρίτη συγκατηγορουμένη τους Χ3, μη διάδικο στην παρούσα αναιρετική δίκη): "Ο 1ος κατηγορούμενος - εκκαλών Χ1 υπήρξε σύζυγος της κόρης του μηνυτή, ΑΑ, από 27-7-1992 και η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε οριστικά στις 12-8-1995, χωρίς να αποκτήσουν τέκνα. Επί αγωγής της δεύτερης και ανταγωγής του πρώτου εκδόθηκε η 7180/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους για λόγους που αφορούνε και τους δύο συζύγους. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την 6715/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε από την εκκαλούσα ΑΑ αίτηση αναίρεσης, η οποία δεν συζητήθηκε, επειδή αποβίωσε η αναιρεσείουσα στις 7-12-2001 και έτσι ο γάμος της με τον 1ο κατηγορούμενο λύθηκε λόγω του θανάτου της και όχι με την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, που δεν είχε ακόμη καταστεί αμετάκλητη. Στις 21-3-2002 ύστερα από σχετική αίτηση του 1ου κατηγορουμένου, ο 2ος κατηγορούμενος-εκκαλών Χ2 και η 3η κατηγορουμένη-εκκαλούσα Χ3 εμφανίστηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και με την 5085/2002 ένορκη βεβαίωσή τους βεβαίωσαν ενόρκως τα ακόλουθα: "... Η ΑΑ σύζυγος Χ1 ... την ημέρα που πέθανε άφησε πιο κοντινούς συγγενείς και στη ζωή ευρισκόμενους 1) τον νόμιμο από α' γάμο σύζυγό της Χ1 με τον οποίο έζησε μέχρι την ημέρα που πέθανε χωρίς να λυθεί ο γάμος τους με διαζύγιο ... 2) Τον αμφιθαλή αδελφό του ΓΓ ... τον πατέρα της Ψ και τη μητέρα της ΒΒ συζ. Ψ ..." Η εν λόγω ένορκη βεβαίωση έγινε ενώπιον Δικαστικής Αρχής (Ειρηνοδίκη), αρμόδιας για τη λήψη τέτοιων ενόρκων βεβαιώσεων κατά το άρθρο 1 του ν. 1540/1944 και προορίστηκε για να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε από τον 1° κατηγορούμενο ενώπιον διοικητικών αρχών και δικαστικών αρχών, οι οποίες μπορούσαν να τη λάβουν υπόψη ως παραδεκτό αποδεικτικό μέσο (και χωρίς προγενέστερη κλήτευση του αντιδίκου λόγω της φύσης της τηρητέας διαδικασίας) κατά τη διοικητική πιστοποίηση έννομης σχέσης και κατά την απόφανση επί συγκεκριμένης διαφοράς, αντίστοιχα (βλ. σχετικά Μαργαρίτη σε Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα άρθρο 224 σελ. 559 επ. αρ. 19-24 με παραπομπές σε νομολογία, ΑΠ 1695/98 ΠΧρ. ΜΘ σελ. 942, ΑΠ 256/97 ΠΧρ. ΛΖ σελ. 412, ΑΠ 265/83 ΠΧρ. ΛΓ σελ. 740, 81/89 ΠΧρ. ΛΘ σελ. 775 και Λ. Μαργαρίτη ΠΧρ. ΛΓ σελ. 991). Ειδικότερα η ένορκη βεβαίωση αυτή προορίστηκε να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε (αυθημερόν) ενώπιον της Δημοτικής Αρχής ... για την έκδοση του από 21-3-2002 πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, που αναγνώστηκε και αξιοποιήθηκε για τη διεκδίκηση συνταξιοδοτικών και κληρονομικών δικαιωμάτων του 1ου κατηγορουμένου. Επίσης αυτή προορίστηκε να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε από τον 1° κατηγορούμενο: α) Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 31-5-2002, κατά την οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η αναγνωσθείσα 4905/2002 απόφαση, που απέρριψε την κύρια παρέμβαση του 1ου κατηγορουμένου και δέχτηκε την αίτηση των αντιδίκων του, Ψ, ΒΒ συζ. Ψ και ΓΓ, διατάζοντας την έκδοση κληρονομητηρίου υπέρ των τελευταίων ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων της ΑΑ. β) Ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών αρχών, στις οποίες ο 1ος κατηγορούμενος απευθύνθηκε, για να κανονιστεί και να του χορηγηθεί ως επιζώντα χήρο σύζυγο σύνταξη από το Ελληνικό Δημόσιο και το εφάπαξ βοήθημα από το ασφαλιστικό ταμείο (Τ.Π.Δ.Υ.) της συζύγου του, τακτικής υπαλλήλου με βαθμό Α' του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. την 1176/2003 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων που αναγνώστηκε, με την οποία ακυρώθηκε η ... πράξη της 42ης Δ/νσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και επιστράφηκε ο συνταξιοδοτικός φάκελος του 1ου κατηγορουμένου για επανάκριση στην ίδια Δ/νση, η οποία εξέδωσε την ... εκτελεστική πράξη συνταξιοδότησης αυτού, καθώς και την 1055/2006 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που επίσης αναγνώστηκε, με την οποία ακυρώθηκε η προαναφερόμενη 1176/2003 απόφαση με το σκεπτικό ότι ο 1ος κατηγορούμενος, λόγω της υπερεξαετούς διάστασης και της δικαστικής αντιδικίας του με τη θανούσα σύζυγό του για έκδοση διαζυγίου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως επιζών χήρος σύζυγος - μέλος της οικογένειας της θανούσας και δικαιούχος συνταξιοδότησης κατά την έννοια του άρθρου 5 του π. δ. 166/2000. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε ότι η περικοπή της επίδικης ένορκης βεβαίωσης ότι ο 1ος κατηγορούμενος συζούσε με τη σύζυγό του μέχρι την ημέρα που αυτή πέθανε είναι ψευδής και η αλήθεια είναι ότι αυτός από τις 12-8-1995 και εφεξής ήταν σε διάσταση με τη θανούσα σύζυγό του και διέμενε στην οικία των γονέων του, γεγονός το οποίο με βεβαιότητα γνώριζαν οι 2ος και 3η των κατηγορουμένων, οι οποίοι είχαν στενή φιλική σχέση και συχνές επαφές με τον 1° κατηγορούμενο. Άλλωστε και οι ίδιοι δεν επικαλούνται άγνοια της πραγματικής αυτής κατάστασης, αλλά άγνοια από αμέλεια του επίμαχου εντύπου κειμένου της ένορκης βεβαίωσης, ισχυρισμός που δεν συμπορεύεται με τη ρητή διαβεβαίωση που υπάρχει στο τέλος του σχετικού κειμένου ελάχιστα πάνω από το σημείο των υπογραφών τους, ότι η βεβαίωση διαβάστηκε, επιβεβαιώθηκε και υπογράφεται. Σημειώνεται δε ότι το ψευδές αυτό γεγονός ήταν ιδιαίτερα ουσιώδες για την κατά μεταβίβαση χορήγηση σύνταξης από το Δημόσιο Ταμείο στον 1° κατηγορούμενο σαν χήρο σύζυγο και προστατευόμενο μέλος της οικογένειας θανόντος σε υπηρεσία δημοσίου υπαλλήλου κατά την έννοια του νόμου. Επίσης αποδείχτηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος, για να εμφανιστεί ενώπιον των αρμοδίων οργάνων που θα έκριναν το ζήτημα της συνταξιοδότησής του σαν δήθεν ενεργού μέλους της οικογένειας της θανούσας συζύγου του που συμβίωνε μ' αυτή μέχρι τον θάνατό της, με πρόθεση προκάλεσε με προτροπές και παραινέσεις στους συγκατηγορουμένους του την απόφαση να βεβαιώσουν το προαναφερόμενο ψευδές γεγονός, παρότι ως φίλοι του είχαν άμεση και διαπιστωμένη γνώση της πραγματικής κατάστασης. Αντίθετα, η περικοπή της ένορκης βεβαίωσης ότι ο γάμος του 1ου κατηγορουμένου με τη σύζυγό του ΑΑ δεν είχε λυθεί με διαζύγιο δεν είναι ψευδής, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η απόφαση διαζυγίου δεν είχε καταστεί αμετάκλητη κατά τον χρόνο που η τελευταία αποβίωσε και η λύση του γάμου δεν επήλθε με διαζύγιο αλλά λόγω του θανάτου της. Επομένως και ανεξάρτητα αν οι κατηγορούμενοι είχαν ή όχι γνώση των νομίμων προϋποθέσεων λύσης του γάμου με δικαστική απόφαση κατά τον χρόνο της ένορκης βεβαίωσης, δεν στοιχειοθετείται ως προς αυτό το σκέλος της αντικειμενικά η κατηγορία της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα. Για το άλλο σκέλος της, όμως, η κατηγορία της ψευδορκίας μάρτυρα στοιχειοθετείται κατά το αντικειμενικό και υποκειμενικό σκέλος της. Κατόπιν αυτών, πρέπει ο 2ος και η 3η των κατηγορουμένων-εκκαλούντων να κηρυχθούν ένοχοι ψευδορκίας μάρτυρα, ο δε 1ος κατηγορούμενος - εκκαλών να κηρυχθεί ένοχος ηθικής αυτουργίας στις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα των συγκατηγορουμένων του, ως προς το σκέλος της κατηγορίας που αναφέρεται στη δήθεν συμβίωση του 1ου κατηγορουμένου και της συζύγου του μέχρι τον θάνατό της, ενώ πρέπει αυτοί να κηρυχθούν αθώοι ως προς το σκέλος της κατηγορίας που αναφέρεται στη μη λύση του γάμου τους με διαζύγιο, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί υπέρ των κατηγορουμένων η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, αφού αποδείχτηκε ότι αυτοί μέχρι τον χρόνο τέλεσης των πράξεων τους έζησαν έντιμη ατομική και κοινωνική ζωή". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες τον μεν πρώτο για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μαρτύρων το δε δεύτερο για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και επέβαλε σ' αυτούς ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών στον πρώτο συνολικά, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση για τρία έτη, και πέντε (5) μηνών στο δεύτερο αναιρεσείοντα και ακόμη επιδίκασε υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος χρηματική ικανοποίηση εκ 30 ευρώ από κάθε αναιρεσείοντα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ. 1α, 27 ν παρ. 1, 46 παρ. 1α. 84 παρ. 2α, 94 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την χωρίς ... κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και τις δύο ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας (ΒΒ συζύγου Ψ και ΔΔ). Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) που χρησιμοποιήθηκε η κρίσιμη υπ' αριθμ. ... ένορκη βεβαίωση του Χ2 (και της Χ3) με την ιδιαίτερη επισήμανση της χρήσης της σύννομα στις 31-5-2002 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, β) ποία ήταν τα ψευδή περιστατικά και πως το γνώριζαν αυτοί οι ψευδώς ορκισθέντες γι' αυτό μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων Χ2, γ) η κρισιμότητα των περιστατικών ως προς την έκδοση κληρονομητηρίου υπέρ του αναιρεσείοντος Χ1, ανεξάρτητα ότι τελικά αυτό δεν έγιναν αποδεκτά από το Δικαστήριο, όχι από ενέργειες των αναιρεσειόντων, αλλά του πολιτικώς ενάγοντος, κυρίως παρεμβάντος στην σχετική πολιτική δίκη, και δ) ο τρίτος και τα μέσα με τα οποία έπεισε ο πρώτος αναιρεσείων το δεύτερο να ψευδομαρτυρήσει, αναφέροντας έτσι με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που τέλεσε καθένας των αναιρεσειόντων.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των δύο κρινομένων, με το ίδιο περιεχόμενο κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αιτήσεων αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναίρεσης, πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις στο σύνολό τους, να καταδικασθεί καθένας των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 176 και 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 25 Σεπτεμβρίου 2009 αιτήσεις: 1) του Χ1 και 2) του Χ2, κατοίκων αμφοτέρων ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2589/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει καθένα των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ