Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Δεδικασμένο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Πράξη εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης.
Περίληψη:
Ο αναιρεσείων δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου του ως ουσία αβάσιμου, αντί νόμω αβάσιμου αόριστης (αρθ. 68, 74, 75, 556 και 558 ΚΠολΔ). Για το ορισμένο διεκδικητικής αγωγής ακινήτου από κληρονομική διαδοχή πρέπει να αναφέρεται η αποδοχή και μεταγραφή της κληρονομιάς. Κατά τα άρθρα 12 του Ν. 1337/1983 και 49 παρ. 2 του Ν. 947/79 (για την επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη και περί οικιστικών περιοχών) με την κύρωση της Πράξης Εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σε αυτή εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής αποκτούν πρωτότυπη κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους. Διαφορετικά ο αληθινός κύριος του βασικού ακινήτου μπορεί να το διεκδικήσει. Η χρηματική αποζημίωση του άρθρου 12 Ν. 1337/83 αφορά στο μέγεθος της εισφοράς σε γη και στο μέγεθος της ιδιοκτησίας και όχι στην κυριότητα του διαμορφωθέντος ακινήτου. Δεν είναι επιτρεπτή η επάνοδος της διοικήσεως επί του περιεχομένου της Πράξεως Εφαρμογής υπό την ισχύ του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 3212 /2003, όπως ίσχυε πριν τις 31-12-2003 (αρθρ. 24 Ν. 3212/2003). Εξουσία των πολιτικών δικαστηρίων για παρεμπίπτοντα έλεγχο των διοικητικών πράξεων (Άρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ). Πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών του Ρυμοτομικού Σχεδίου, το βασικό ακίνητο είναι δεκτικό συναλλαγής, καθόσον έως τότε δεν είχαν αναιρεθεί τα επ’ αυτού ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Το οριζόμενο στο άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο κατατίθεται μια φορά και όταν ακόμη υπάρχει ομοδικία.
Αριθμός 2248/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. Μ. - Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φαίδωνα Δημόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Χ. του Ι., κατοίκου ..., 2)Θ., χήρας Π. Χ., το γένος Α. Σ., 3)Τ. Χ. του Π. και 4)Ι. Χ. του Π., κατοίκων ..., των τριών τελευταίων ως κληρονόμων του Π. Χ.. Όλοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/8/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14247/2012 του ιδίου Δικαστηρίου και 162/2013 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/5/2013 αίτησή της. Η Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 556 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, η αναίρεση του εναγομένου πρέπει να απευθύνεται κατά των ομοδίκων - εναγόντων, έναντι των οποίων ο αναιρεσείων - εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει υπέρ αυτού την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν αυτή περιέχει δυσμενή διάταξη ή αιτιολογία κατ'αυτού και υπέρ του αναιρεσίβλητου, ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε, οπότε αν και νίκησε, έχει έννομο συμφέρον να στρέψει την αναίρεση και κατά του ενάγοντος εκείνου ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε (αρθρ.556 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει αν η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη ενώ - κατά τον αναιρεσείοντα - έπρεπε να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Εφόσον επομένως στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και κατά το τρίτο τμήμα του, ότι με την προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα απορρίφθηκε ως αόριστη η αγωγή των δεύτερης, τρίτης και τετάρτου των αναιρεσιβλήτων, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμη, παραδεκτής στρέφεται η αναίρεση και κατ'αυτών.
Επειδή επί διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται καθόσον αφορά τον τρόπο κτήσης της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, στην κληρονομική διαδοχή, αποτελούν στοιχεία του κύρου αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, τόσο η αποδοχή της κληρονομίας, όσο και η μεταγραφή της ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή αυτού. Επίσης απαιτείται και η μνεία, ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος ήταν κύριος και, αν αμφισβητείται ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του είχε το δικαίωμα, οφείλει, επίσης να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση κάποτε του δικαιώματος στο πρόσωπό του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε πρωτότυπη κτήση (χρησικτησία). Η έλλειψη των αμέσως πιο πάνω στοιχείων στη διεκδικητική αγωγή, καθιστά το δικόγραφό της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη διεκδικητική αγωγή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) απορρίφθηκε ως τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων, ως αόριστη, γιατί ενώ αυτοί επικαλούνται με το αγωγικό δικόγραφο και κατά το μέρος που τους αφορά, την κληρονομική διαδοχή, ως παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, εν τούτοις δεν αναφέρουν ότι αποδείχθηκαν την κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους Π. Χ., ο οποίος απεβίωσε στις 21.1.1992 και ότι μετέγραψαν την αποδοχή αυτή. Τα στοιχεία αυτά πράγματι δεν αναφέρονται στην αγωγή, το έγγραφο της οποίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΚΠολΔ 561 παρ.2) προς βεβαίωση του αναιρετικού λόγου. Επομένως ορθώς η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη και ο ερευνώμενος λόγος, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του οποίου η αγωγή ήταν ορισμένη ως επικαλούμενη πρωτότυπο τρόπο απαιτήσεως κυριότητας από χρησικτησία, οπότε θα έπρεπε να κριθεί ορισμένη και να απορριφθεί κατ'ουσίαν, δεν είναι βάσιμος.
Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ.2 και 3 του Ν.947/1979 περί οικιστικών περιοχών, συνάγεται ότι με την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ'αυτήν εδαφικές μεταβολές, σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ο αληθινός κύριος του ως άνω βασικού ακινήτου δύναται να διεκδικήσει το αντίστοιχο που διαμορφώθηκε, ασκώντας τη σχετική αγωγή κατά του φερόμενου στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου ή των διαδόχων του (Ολ.ΑΠ 1236/1982, Ολ.ΣτΕ 1730/2000). Τούτο σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις του προαναφερομένου άρθρου 12 του Ν.1337/1983, κατά το πνεύμα των οποίων η οριστικοποίηση της πράξεως εφαρμογής που επέρχεται με την κύρωσή της, αναφέρεται στις περιεχόμενες σ'αυτήν μεταβολές που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού, γι'αυτό και ορίζεται ότι τυχόν διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνεται με απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση όπως ειδικότερα ορίζεται με την κανονιστική απόφαση με τον τίτλο "Διαδικασία και τρόπος σύνταξης της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης (υπ'αριθμ.79881/3445/6.12.1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ Β'862) που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση της παρ.10 του αυτού άρθρου 12. Δηλαδή η χρηματική αποζημίωση δεν αφορά στην κυριότητα του διαμορφούμενου ακινήτου, αλλά στο μέγεθος της εισφοράς σε γη και στο μέγεθος της ιδιοκτησίας. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου 12 και ειδικότερα της διατάξεως της περ.ε της παρ.7, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 4 του Ν.1772/1988 και ίσχυε προ της εκ νέου αντικαταστάσεως της περιπτώσεως αυτής με την παρ.1 του άρθρου 11 του Ν.3212/2003 δεν είναι επιτρεπτή, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου, η επάνοδος της Διοικήσεως επί του περιεχομένου πράξεως εφαρμογής, μετά την οριστικοποίησή της, ήτοι μετά το πέρας της ειδικής διοικητικής διαδικασίας εκδόσεώς της, μη υποκειμένης έκτοτε σε ανασύνταξη ούτε για λόγους νομιμότητος. Δεν επιτρέπεται κατά τις αυτές διατάξεις, οι οποίες κατά τα ήδη κριθέντα είναι συνταγματικώς επιτρεπτές (Ολ.ΣτΕ 1732/2000 3826/2007, 2601/2008) η ανάκληση ή ανασύνταξη κυρωθείσας πράξεως εφαρμογής ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία, με απόφαση των αρμοδίων κατά το Σύνταγμα δικαστηρίων βεβαιώνονται διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γή και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, γιατί όπως προαναφέρθηκε, ο νόμος στην περίπτωση αυτή προβλέπει την μετατροπή των διαφορών αυτών σε χρηματική αποζημίωση (ΑΠ 1429/2010, ΣτΕ 4489/2009). Και ναι μεν με το ως άνω άρθρο 11 παρ.1 του Ν.3212/2003 αντικαταστάθηκαν οι εν λόγω ρυθμίσεις και επετράπει η κατ'εξαίρεση για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα, εν όλω ή εν μέρει ανάκληση κυρωθείσας πράξεως εφαρμογής. Η διάταξη όμως αυτή δεν έχει, όπως προκύπτει από το γράμμα της και την επ'αυτής εισηγητική έκθεση, ερμηνευτικό χαρακτήρα, ούτε αναδρομική ισχύ και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να προσδώσει κύρος σε προγενέστερες της θέσεώς της σε ισχύ (31.12.2003 - άρθρο 24 Ν.3212/2003-) ατομικές πράξεις με τις οποίες είχε επιχειρηθεί, ανεπιτρεπτώς κατά τα ανωτέρω, η ανάκληση ή τροποποίηση κυρωθεισών πράξεων εφαρμογής (ΣτΕ 4573/2009). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια όταν κρίνουν τις υπαγόμενες σε αυτά κατά το άρθρο 1 του ίδιου κώδικα ιδιωτικές διαφορές επιτρέπεται να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων της διοικήσεως, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία να δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Τα τελευταία περιορίζονται να ερευνήσουν, εάν τα όργανα τα διοικήσεως ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών, ως προς την ύπαρξη, ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων. Έλεγχο δε της νομιμότητας συνιστά και η εξέταση της ύπαρξης ή μη αιτιολογίας της διοικητικής πράξης, όταν τούτο επιβάλλεται ειδικώς από το νόμο ή από τη φύση της υποθέσεως, καθώς και η εξέταση της παραβιάσεως του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος ακροάσεως. Ο παρεμπίπτων έλεγχος δεν αποκλείεται, όταν η υπό κρίση διοικητική πράξη κατέστη απρόσβλητη, επειδή έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την προσφυγή ή την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 1354/2014). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του εδαφίου 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αποτελεί κύρωση του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού και εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή για την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Τέλος από τη διάταξη αυτή του 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγος είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, παραβιάσθηκε, εκ πλαγίου, κανόνας δικαίου να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς τη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων επί ακινήτου, το οποίο στα Κτηματογραφικά διαγράμματα και τους Πίνακες που συνοδεύουν την εκδοθείσα Πράξη Εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης του Ρυμοτομικού Σχεδίου της περιοχής Επέκτασης του Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης (που είναι σε ισχύ μετά την ακύρωση από το αρμόδιο δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο της πράξεως του πρωτοβαθμίου που την ακύρωσε) φέρεται να ανήκει στην από κληρονομιά δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας - εναγομένης, ήτοι στην Έ. Μ.: "Στον Α. Ζ. του Μ. παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, για αγροτική του αποκατάσταση το με αριθμό … αγροτεμάχιο κατηγορίας, εκτάσεως 1.187 τ.μ., που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος Ωραιοκάστρου Νομού Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε δε στη συνεχεία στο όνομα του ο με αριθμό .../29.10.1955 τίτλος κυριότητας της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο εν λόγω κληρούχος απεβίωσε στις 12.10.1940 και με την υπ' αριθμ. .../18.8.1938 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Ρούσου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθμ. 126/13.5.1940 πρακτικό δημοσιεύσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατέλιπε το αγροτεμάχιο αυτό στη θυγατέρα του, Σ. Ζ.. Η διαθήκη αυτή θεωρείται έγκυρη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 16 του Ν. 3194/1955, αφού η κληρονομιά αυτή δεν είχε ρυθμιστεί με πράξη της διοικήσεως ή με απόφαση του δικαστηρίου ή της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων (Ολ.Α.Π. 6/1995 Ελλ.Δνη 36. 591, Α.Π. 723/2001 Ελλ.Δνη). Η κληρονόμος του ως άνω κληροτεμαχίου υπεισήλθε στην κληρονομιά του πατέρα της στη συνέχεια και το έτος 1981 με το υπ' αριθμ. .../14-7-1981, πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Κωτούλα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (τόμος …, με α/α/ 130/30-7-1981) μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή του αγροτεμαχίου αυτού στον Γ. Μ. Μ.. Μετά το θάνατο του τελευταίου οι κληρονόμοι του, με το υπ' αριθμ. .../30-7-1990 διανεμητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Αικατερίνης Ιωαννίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης Θεσσαλονίκης, διένειμαν την κληρονομιά ία περιουσία του και το αγροτεμάχιο αυτό περιήλθε στην κυριότητα του γιου του, Π. Μ. Μ., ο οποίος, στη συνέχεια, με το υπ' αριθμ. .../11-3-1991 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Πασχαλιάς Μάσιου-Χουλιάρα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης (τόμος … με α/α 398/19-3-1991), μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή αυτού, κατ' ισομοιρία, στο πρώτο εκκαλούντα και στον αδελφό του, Π. Χ.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με το από 28-3-1988 Π. Δ/γμα (ΦΕΚ τεύχος Δ' αριθμ. Φ. 434/1988) τροποποιήθηκε το συγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της τότε κοινότητας και μετέπειτα Δήμου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης και το πιο πάνω αγροτεμάχιο εντάχθηκε στο ρυμοτομικό αυτό σχέδιο. Για την εφαρμογή του ρυμοτομικού αυτού σχεδίου συντάχθηκε η με αριθμό 19 πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης περιοχής επέκτασης κοινότητας Ωραιοκάστρου, που κυρώθηκε διορθωμένη με την υπ' αριθμ. πρωτ. ΔΠ/ΤΑ/01.6802/652/8-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης (τόμος … με α/α 125). Στα κτηματογραφικά διαγράμματα και τους πίνακες που συνοδεύουν την πράξη αυτή το πιο πάνω αγροτεμάχιο καταχωρήθηκε με κωδικό αριθμό κτηματογραφησης …, αριθμό οικοπέδου 02 του οικοδομικού τετραγώνου …, ως έχον εμβαδό 894,86 τμ, μετά την εισφορά γης, και με ιδιοκτήτρια την Έ. Μ. και τίτλο κτήσης την υπ' αριθμ. .../23-2-1972 δημόσια διαθήκη της Σ. Ζ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Μιλένας Βαθυλοπούλου, που δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 764/3-9-1982 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στη διαθήκη της αυτή η αποβιώσασα, την 13-5-1982, Σ. Ζ., εγκατέστησε γενική και καθολική κληρονόμο της την ανεψιά της, Έ. Μ., στην κινητή και ακίνητη περιουσία, μετά το θάνατό της, την οποία δεν προσδιορίζει. Στην κληρονομιαία όμως περιουσία της, δεν περιλαμβανόταν το πιο πάνω αγροτεμάχιο, αφού η διαθέτης με το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../14-7-1981 πωλητήριο είχε μεταβιβάσει προηγουμένως την κυριότητα της στον Γ. Μ. Μ.. Η εφεσίβλητη, εκμεταλλευόμενη το γεγονός, ότι στα κτηματογραφικά διαγράμματα και στους πίνακες της πράξης εφαρμογής φερόταν ως ιδιοκτήτρια του πιο πάνω οικοπέδου, με την υπ' αριθμ. .../18-6-2004 δήλωση της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελισάβετ Καλπάκη - Πετίδου, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης (τόμος … με α/α 524/21-6-2004), αποδέχθηκε την κληρονομιά της αποβιωσάσης την 3-10-1997 Έ. Μ., η οποία με την από 28-8-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 468/2004 πρακτικά δημοσιεύσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 6347/2004 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, εγκατέστησε αυτήν μοναδικό κληρονόμο στην περιουσία της, που, κατά δήλωση της, συνίστατο στο οικόπεδο αυτό. Ο πρώτος εκκαλών με την υπ' αριθμ. πρωτ. 5948/30-1-2007 αίτηση του προς τον Νομάρχη Θεσσαλονίκης ζήτησε την ακύρωση της υπ' αριθμό 19 πράξη εφαρμογής. Επί της ασκήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμό πρωτ. 29/5948/26-2-2007 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία ακυρώθηκε η εν λόγω πράξη κατά το μέρος των εγγραφών του πίνακα για την ιδιοκτησία του οικοπέδου αυτού και κυρώθηκε ο πίνακας με ιδιοκτήτες του οικοπέδου τον πρώτο εκκαλούντα σε ποσοστό 50% και τον αδελφό του Π. Χ. κατά το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου ποσοστό. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εφεσίβλητη με την από 29-3-2007 προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ο οποίος με την υπ' αριθμ. πρωτ. 18270/29-5-2007 απόφαση του, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης Θεσσαλονίκης (τόμος … με α/α 104/7-9-2007) δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη με το αιτιολογικό ότι 1) δεν προηγήθηκε κλήτευση της προσφεύγουσας για να εκθέσει τις απόψεις της, 2, με την απόφαση αυτή ανακλήθηκε στην ουσία η υπ' αριθμό ΔΠ/ΤΆ/οικ. 6802/652/8-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης μετά την πάροδο του εν λόγου χρόνου της πενταετίας, χωρίς να συντρέχει καμμία από τις προϋποθέσεις για τις οποίες επιτρέπεται ανάκληση. Με την κύρωση της Πράξης Εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης του Δήμου Θεσσαλονίκης οριστικοποιήθηκε η αναφερόμενη σ' αυτή εδαφική μεταβολή σε συσχετισμό με την φερόμενη ως ιδιοκτήτρια του επιδίκου ακινήτου Έ. Μ., την κληρονομία της οποίας αποδέχθηκε η εφεσίβλητη, πλην όμως η Έ. Μ., δεν ήταν η πραγματική κυρία του επιδίκου ακινήτου, αφού η δικαιοπάροχός της, Σ. Ζ. μετά την σύνταξη της διαθήκης της (.../23-2-1972), με το ως άνω υπ' αριθμό .../14-7-1981 πωλητήριο συμβόλαιο, μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, το προαναφερόμενο αρχικό αγροτεμάχιο, εκτάσεως 1.187 τ.μ. στον Γ. Μ., το οποίο (αγροτεμάχιο) στη συνέχεια εντάχθηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο Ωραιοκάστρου και διαμορφώθηκε το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 894,86 τ.μ. Πραγματικοί συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου είναι, όπως αναφέρεται παραπάνω, ο πρώτος εκκαλών με τον αδελφό του Π. Χ., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς και όχι η εφεσίβλητη. Το επίδικο δεν αφορά τμήμα ακινήτου (οικοπέδου) που έπρεπε να είχε χορηγηθεί με την Πράξη Εφαρμογής στον πραγματικό ιδιοκτήτη ούτε μέρος εισφοράς σε γη, το οποίο δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την απόδοση του από την εφεσίβλητη ο πρώτος εκκαλών, για το λόγο ότι στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα κυριότητας του, μετά την οριστικοποίηση της Πράξης Εφαρμογής, μετατράπηκε σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, αλλά αφορά ολόκληρο το επίδικο, αληθινός συγκύριος του οποίου είναι ο πρώτος εκκαλών κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση της κυριότητας και την απόδοση αυτού, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η Σ. Ζ., ουδέποτε παραχώρησε το αρχικό αγροτεμάχιο, εκτάσεως 1187 τμ. άτυπα, κατά πλήρη κυριότητα στη θεία της εσίβλητης, Έ. Μ., ούτε ποτέ η τελευταία έγινε κυρία αυτού με πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο. Η Σ. Ζ. μεταβίβασε, κατά πλήρη κυριότητα τον ως άνω αγρό, στον Γ. Μ., με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο (.../1981). Μέχρι το χρόνο της μεταβιβάσεως, η Σ. Ζ. ήταν κυρία νομέας, και κάτοχος αυτού και ουδέποτε μέχρι τότε τον είχε παραχωρήσει άτυπα, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, στην Έ. Μ., όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ότι, εφόσον το επίδικο οικόπεδο καταχωρήθηκε στα κτηματογραφικά διαγράμματα και στους πίνακες που συνοδεύουν την πράξη αυτή, ως ιδιοκτησία της Έ. Μ., την κληρονομιά της οποίας αποδέχθηκε η εφεσίβλητη, οι εκκαλούντες δεν δικαιούνται να ζητήσουν την αναγνώριση της κυριότητας και την απόδοση αυτού, διότι το δικαίωμα κυριότητας αυτών μετατράπηκε σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, την ικανοποίηση της οποίας μπορούν να επιδιώξουν δικαστικώς, και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, και, κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος εφέσεως που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτός, ως και κατ' ουσίαν βάσιμος". Στη συνέχεια το Εφετείο αφού δέχθηκε κατ'ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που κατά τα προεκτεθέντα είχε απορρίψει την αγωγή και αφού δίκασε αυτήν (αγωγή) εκ νέου την δέχθηκε κατά το μέρος που αφορούσε τον πρώτο αναιρεσίβλητο ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού τον αναγνώρισε συγκύριο κατά 50% του ακινήτου που διαμορφώθηκε με την ένδικη πράξη εφαρμογής, σε αντικατάσταση του παραγώγως, από αγορά, αποκτηθέντος εξ αδιαιρέτου βασικού ακινήτου του, υποχρέωσε την εναγομένη να του το αποδώσει. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ήταν αρκετά για την πλήρωση των, περί παραγώγου, από αγορά, τρόπου αποκτήσεως συγκυριότητας, ουσιαστικών διατάξεων και συνακόλουθα για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ο τρόπος αποκτήσεως από τον πρώτο αναιρεσίβλητο ενάγοντα της συγκυριότητας του ενδίκου ακινήτου, καθώς και ο τρόπος αποκτήσεως της συγκυριότητας αυτής από τον άμεσο δικαιοπάροχο του Π. Μ. και τους απώτερους Γ. Μ., Σ. Ζ. και Α. Ζ.. Προσέτι αναφέρεται ότι η εναγομένη - αναιρεσείουσα δεν απέκτησε το ακίνητο από κληρονομική διαδοχή της Έ. Μ., που φέρεται ως δικαιούχος στην πράξη εφαρμογής, αφού η τελευταία δεν είχε γίνει κυρία του ακινήτου είτε με παράγωγο, είτε με πρωτότυπο τρόπο, αφού ούτε από κληρονομιά της Σ. Ζ. το είχε αποκτήσει, ούτε η νομή του της είχε ποτέ από αυτήν (Σ. Σ.) παραδοθεί. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 τρίτος λόγος της αναιρέσεως περί ελλείψεως νομίμου βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως νομίμου βάσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι οι παραδοχές της ως προς τη διενέργεια επί του επιδίκου πράξεων νομής έρχονται σε αντίθεση με τα προκύπτοντα από τις αποδείξεις, είναι απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά τη αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Εξάλλου οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το πωληθέν στον ενάγοντα το 1991 βασικό ακίνητο, δεν υπήρχε και δεν μπορούσε ως εκ τούτου να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής, αφού ήδη από το 1990 στη θέση του υπήρχε το διαμορφωθέν με την πράξη Εφαρμογής ακίνητο, είναι απαράδεκτες κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ γιατί αφορούν σε ισχυρισμό που για πρώτη φορά υποβάλλεται στον Άρειο Πάγο, ανεξάρτητα από το ότι είναι και αλυσιτελείς αφού πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών του Ρυμοτομικού Σχεδίου, τα επί του βασικού ακινήτου ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν έχουν αναιρεθεί και τούτο εξακολουθεί να είναι δεκτικό συναλλαγής.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ'αριθμ.19 Πράξη Εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης του ένδικου Ρυμοτομικού Σχεδίου, κατά την οποία το ένδικο διαμορφωθέν ακίνητο αποδίδεται στην Έ. Μ. και συνακόλουθα στην εκ διαθήκης κληρονόμο της αναιρεσείουσα - εναγόμενη. Ότι η πράξη αυτή παράγει δεδικασμένο γιατί έχει καταστεί αμετάκλητη, καθόσον η υπ'αριθμ.πρωτ.29/5948/26.2.2007 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που την διόρθωνε, ακυρώθηκε με την υπ'αριθμ.πρωτ.18270/29.5.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο εντός των νομίμων προθεσμιών, που ήδη έχουν παρέλθει. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, γιατί ο επίμαχος ισχυρισμός προβάλλεται το πρώτον στον Άρειο Πάγο, αλλά προσέτι είναι και αλυσιτελής, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη οι ένδικες διοικητικές πράξεις δεν παράγουν δεδικασμένο, τα δε πολιτικά δικαστήρια ερευνούν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητά τους. Άλλωστε, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη η αναφορά της αναιρεσείουσας στην επίμαχη πράξη εφαρμογής ως ιδιοκτήτριας της διαμορφωθείσας ιδιοκτησίας, δεν είναι δεσμευτική για τα πολιτικά δικαστήρια, στα οποία νόμιμα προσφεύγει ο επικαλούμενος δικαιώματα στο βασικό ακίνητο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (1ος) πρέπει να απορριφθεί, ενώ απορριπτέος επίσης ως απαράδεκτος και μάλιστα έλλειψει εννόμου συμφέροντος είναι και ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως. Ειδικότερα με το λόγο αυτό και κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε ως νόμιμη την υπ'αριθμ.18270/29.5.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που εκδόθηκε κατ'εφαρμογή του άρθρου 12 παρ.7 του Ν.1337/1983, όπως ισχύε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ.1 του Ν.3212/2003, με την οποία ακυρωνόταν η προεκδοθείσα πράξη του Νομάρχη που διόρθωνε την Πράξη Εφαρμογής, η οποία ως εκ τούτου διατηρείται ισχυρή, αναγνωρίζουσα ως δικαιούχο του διαμορφωθέντος ακινήτου την αναιρεσείουσα. Πλήν όμως η αποδοχή της αποφάσεως αυτής από το Εφετείο, μετά από παρεμπίπτοντα, κατά το άρθρο 2 ΚΠολΔ έλεγχο είναι υπέρ της αναιρεσείουσας και συνακόλουθα αυτή δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για να προσβάλλει τη νομιμότητα της εφαρμογής της (ΑΠ 1360/2014). Άλλωστε η επικαλούμενη πλημμέλεια είναι αβάσιμη, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθεί περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως το δευτεροβάθμιο όργανο (Γενικός Γραμματέας) εφάρμοσε την επικαλούμενη διάταξη, (12 παρ.7 Ν.1337/83) όπως ίσχυε πριν από την προαναφερθείσα αντικατάστασή της, δεδομένου ότι η πληττόμενη υπ'αριθμ.19 Πράξη Εφαρμογής είχε εκδοθεί πριν από την ισχύ του Ν.3212/2003 (31.12.2003). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (3ος) ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αλλά και ως ερειδόμενος επί εσφαλμένως προϋποθέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή κατά την παρ.4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/12.3.2012 το ένδικο μέσο, μεταξύ άλλων και της έφεσης, που έχει ασκηθεί μετά τις 2.4.2012 είναι παραδεκτό, εφόσον επισυνάπτεται στην έκθεση που έχει συντάξει ο γραμματέας κατά την άσκησή της παράβολο 200 Ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Ο σκοπός της επιβολής του τέλους αυτού ήταν ο περιορισμός του φαινομένου της καταχρηστικής ασκήσεως ενδίκων μέσων, παρά το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν τεκμηριωμένες και είχαν επιλύσει, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα νομικά και ουσιαστικά ζητήματα. Εάν ο ασκών το ένδικο μέσο νικήσει κατά τη δίκη, που με δική του πρωτοβουλία άνοιξε, τότε το καταβληθέν παράβολο θα του επιστραφεί, διαφορετικά το δικαστήριο θα διατάξει την εισαγωγή τούτου στο Δημόσιο Ταμείο. Ο παραπάνω σκοπός ικανοποιείται σε περίπτωση ομοδικίας και ανεξάρτητα του είδους αυτής, με την καταβολή ενός και μόνο παραβόλου από την ομάδα των ομοδίκων. Διαφορετική ερμηνεία και θεώρηση του ζητήματος (ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχει πολυάριθμη ομοδικία ενεργητική και παθητική) θα οδηγούσε στην επιβολή δυσβάστακτων οικονομικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση ενός πολίτη στη δικαιοσύνη, ήτοι σε συνέπεια που έρχεται σε αντίθεση με το κατοχυρωμένο από τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αφού με τέτοιες οικονομικές προϋποθέσεις, ουσιαστικά αναιρείται ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο κατά παραβίαση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ, δεν κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα στις 20.7.2012 έφεση, για την οποία κατατέθηκε από τους τέσσερεις εκκαλούντες ένα παράβολο από κοινού, ενώ θα έπρεπε να καταβληθεί από τον καθένα τους χωριστό παράβολο. Ο λόγος αυτός ως αφορών σε δικονομικό απαράδεκτο υπάγεται στη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι στην επικαλούμενη του αριθμού 1 και πρέπει κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως αρκούσε η καταβολή ενιαίου παραβόλου για τους συνδεομένους με τον θεσμό της απλής ομοδικίας εκκαλούντες. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει, να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου (άρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ), η οποία (αναιρεσείουσα), ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21.5.2013 αίτηση της Ε. Μ. Μ. - Κ. κατά των Γ. Χ. του Ι., Θ. χας Π. Χ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.162/2013 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ