Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
Περίληψη:
Στοιχεία αποδοχής προϊόντων εγκλήματος. Υπαλλακτικά μικτό έγκλημα. Δόλος. Δεν απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει από ποία ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει το παράνομο της προέλευσής του. Αιτιολογημένη η καταδίκη για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος του αναιρεσείοντος, ο οποίος ενώ διατηρούσε μάνδρα παλαιών σιδηρικών αγόρασε από πρόσωπα αντικείμενα από αλουμίνιο και χαλκό κλαπέντα από εργαστήρια, καταστήματα, εργοστάσια και αποθήκες φυσικών και νομικών προσώπων, σε σημαντικές ποσότητες ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, έναντι «ευτελούς τιμήματος» της αγοραίας αξίας τους. Αιτιολογημένη η απόφαση, όσον αφορά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περίστασης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της αξιόποινης πράξης της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος Η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ελλείψεως αιτιολογίας καθό μέρος απορρίπτεται ο αυτοτελής ισχυρισμός περί καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξης, αφού δεν εκτίθενται τα αρνητικά περιστατικά που δικαιολογούν τη μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2373/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Βασίλειο Λυκούδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Παπαγεωργίου, περί αναιρέσεως της 1437/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ2, 2. Χ3 και 3. Χ4. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ......, που δεν παραστάθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1665/2006.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου κατά το άρθρο 394 παρ. 1 και 4 ΠΚ "όποιος με πρόθεση αποκρύπτει αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση... Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενήργησε από ιδιοτέλεια ή αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι στοιχείο του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, ως δυνάμενο να συντελεσθεί με έναν από τους αναφερόμενους σ' αυτήν τρόπους και προϋποθέτει προηγούμενη τέλεση αξιόποινης πράξης, από την οποία προήλθε το πράγμα που μεταβιβάστηκε σε τρίτο, είναι εκτός άλλων, ο δόλος του αποδεχομένου το προϊόν του εγκλήματος, δηλαδή η γνώση αυτού ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής του. Δηλαδή, ο αποδέκτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει από ποια ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει την παράνομη προέλευσή του. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι για να είναι κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τις συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της, από αξιόποινη πράξη, προελεύσεως του πράγματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 περ. στ' κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικά μεν είτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, είτε πρώτη φορά τέλεση της πράξεως όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, ήτοι όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης πράξεων αποδοχής προϊόντων προερχομένων από αξιόποινες πράξεις, προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1437/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος κατ' εξακολούθηση πράξη που φέρεται απ' αυτόν τελεσθείσα, κατ' επάγγελμα κατά το χρονικό διάστημα από 13-6-2000 έως 29-3-2001, στην κρίση της δε αυτή κατέληξε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μνημονεύει (χωρίς όρκο καταθέσεις πολιτικώς εναγόντων, καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων). Ειδικότερα, από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης που αλληλοσυμπληρώνονται προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος. Ότι αυτός κατά το χρονικό διάστημα από 13-6-2000 μέχρι 29-3-2001 με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, στην περιοχή Σχιστού στον Κορυδαλλό Αττικής, όπου διατηρούσε μάνδρα παλαιών σιδηρικών, αγόρασε και αποπειράθηκε να αγοράσει από τους τρεις πρώτους συγκατηγορουμένους του (Χ3, Χ2 και Χ4) τα υπό τους αριθμούς 1 έως 14 στ διατακτικό αναφερόμενα αντικείμενα από αλουμίνιο και χαλκό, γνωρίζοντας ότι αυτά προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα των προαναφερομένων, δηλαδή, ότι είχαν κλαπεί από τους κατόχους τους. Τούτο δε διότι δεν επρόκειτο περί μικροποσοτήτων και ανόμοιων αντικειμένων τα οποία συνήθως συγκεντρώνουν και πωλούν αθίγγανοι ως παλιοσίδερα, αλλά περί μεγάλων ποσοτήτων των οποίων δεν εδικαιολογείτο η κατοχή τους από τους πωλητές οι οποίοι τα παρέδιδαν έναντι ευτελούς τιμήματος. Ο κατηγορούμενος διαπράττει το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κατ' επάγγελμα, διότι από την επανειλημμένη τέλεση αυτού προκύπτει σκοπός διαρκούς και σταθερού εισοδήματος. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 και 394 παρ. 1 και 4 του ΠΚ που εφάρμοσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν έχει η προσβαλλόμενη απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τη γνώση του περί της προέλευσης των προϊόντων από αξιόποινη πράξη, αφού δεν αναφέρεται σ' αυτή επακριβώς η τιμή κτήσης είτε όλης της ποσότητας αλουμινίου και χαλκού είτε εν μέρει αυτής, ώστε να καθίσταται εφικτή η σύγκρισή της με την πραγματική αξία των εν λόγω ποσοτήτων από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί η από μέρος του γνωστή της προέλευσης των αντικειμένων, είναι αβάσιμη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η γνώση του αποδεχόμενου ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά που καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως αυτήν (γνώση) και εν προκειμένω στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, μεταξύ των οποίων και το ευτελές του καταβληθέντος τιμήματος από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της από αξιόποινης πράξης (κλοπής) προέλευσης των αγορασθέντων αντικειμένων, ο δε μη ακριβής προσδιορισμός του ευτελούς τιμήματος δεν δημιουργεί ασάφεια, δεδομένου ότι από τη χρήση της φράσης "έναντι ευτελούς αξίας" συνάγεται η ύπαρξη πολύ μεγάλης δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την συνδρομή στο πρόσωπο αυτού της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης της αξιόποινης πράξης της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, είναι αβάσιμη, καθόσον με τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή ότι "ο κατηγορούμενος διαπράττει δε το έγκλημα αυτό κατ' επάγγελμα, διότι από την επανειλημμένη τέλεση αυτού προκύπτει σκοπός πορισμού διαρκούς και σταθερού εισοδήματος", θεμελιώνεται πλήρως και αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η παραπάνω επιβαρυντική περίσταση. Η επιβαρυντική αυτή περίσταση, δεν παύει να συντρέχει και όταν ο δράστης ασκεί νόμιμα επάγγελμα ή διατηρεί επιχείρηση, ποριζόμενος από τις δραστηριότητές του αυτές σταθερό εισόδημα. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, ποινής. Πρέπει όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, αν έχουν προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το δικαστήριο να απαντήσει ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά δια του συνηγόρου του εκτός άλλων, και τον αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, δηλαδή της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, επικαλεσθείς, ειδικότερα, τα εξής: "Όπως αποδεικνεύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ουδέποτε έπαψα να εργάζομαι μετά την διακοπή της προσωρινής μου κρατήσεως και ουδέποτε παραβίασα οιονδήποτε όρο που μου επιβλήθηκε είτε από το Δικαστήριο είτε από τον Ανακριτή, ουδέποτε έκτοτε έχω απασχολήσει την Δικαιοσύνη και τις Αρχές εν γένει, έχω πλήρη κοινωνική ένταξη, είμαι παντρεμένος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου ηλικίας έξι ετών σήμερα". Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε το Δικαστήριο με την αιτιολογία "
Απορρίπτει το αίτημα για αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης του κατηγορουμένου Χ1". Ετσι όμως η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον άνω ισχυρισμό, που ήταν πλήρης και ορισμένος, δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης αναιτιολόγητα, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα και μόνον καθόσον αφορά την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπό του (αναιρεσείοντος) της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρ. 84 παρ. 2ε' ΠΚ, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξή της, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το παραπάνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων, που την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 1437/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Χ1 και μόνον καθόσον αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο τούτου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξή της και απορρίπτει την αναίρεση κατά τα λοιπά.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το παραπάνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που την είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ