Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1527 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Συρροή εγκλημάτων, Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών.




Περίληψη:
Διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Έννοια στοιχεία κατ' άρθρο 290 ΠΚ. Ενδεχόμενος δόλος. Έννοια. Αμέλεια Έννοια. Διακρίσεις σε ενσυνείδητη και χωρίς συνείδηση. Θάνατος και σωματικές βλάβες ως αποτέλεσμα της διατάραξης. Πότε υπάρχει αληθινή ή φαινόμενη συρροή μετά της πράξεως του άρθρου 290 παρ.1 β που τελέσθηκε με ενδεχόμενο δόλο και εκείνων των άρθρων 302 και 314 ΠΚ. Δεν υφίσταται γενικώς και αδιακρίτως φαινόμενη συρροή, αλλά το ζήτημα θα ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Κριτήρια της διακρίσεως (ΑΠ Ολ 4/2010). Δεν υφίσταται αντίφαση των αιτιολογιών όταν η αυτή συμπεριφορά εντάσσεται στον ενδεχόμενο δόλο και στην ενσυνείδητη αμέλεια, λόγω διαφορετικού αντικειμένου αποδοχής στην μια και την άλλη περίπτωση (ΑΠ 2313/2004). Απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 1 β ΚΠΔ, που αφορά την προδικασία, πρέπει να προτείνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή, αν προταθεί το πρώτον στο ακροατήριο ο ισχυρισμός τυγχάνει απαράδεκτος. Απόλυτη ακυρότητα όταν δεν δίδεται ο λόγος στον συνήγορο του κατηγορουμένου να υποβάλλει ερωτήσεις στον μάρτυρα και όχι όταν ο μάρτυρας αρνείται να απαντήσει. Όχι απόλυτη ακυρότητα εκ του ότι δεν επιτράπηκε στον συνήγορο υπεράσπισης να υποβάλλει ερωτήσεις στον πελάτη του. Έγγραφα των οποίων αμφισβητήθηκε η γνησιότητα. Πότε επιτρέπεται η ανάγνωση. Φορτηγό ρυμουλκό μετά ρυμουλκούμενου. Κακή φόρτωση, στοιβασία και πρόσδεση του φορτίου από μοριοσανϊδες ΜDF και φύλλα μελανίνης. Υπέρβαρο κατά 5.031 κιλά. Φθαρμένα ελαστικά. Ταχογράφος με ροοστάτη που έδειχνε μικρότερη ταχύτητα εκείνης με την οποία κινούταν. Κίνηση με υπερβολική και μεγαλύτερη της νόμιμης ταχύτητα. Στην κοιλάδα των Τεμπών και στο σημείο όπου δύο συνεχείς αντίρροπες στροφές εξακολούθησε να κινείται με την υπερβολική ταχύτητα των 84 χ/ω και δεν την μείωσε, όπως υποχρεούταν, κάτω και του ανωτάτου ορίου των 70 χ/ω. Είσοδος στο αντίθετο ρεύμα, σύγκρουση πλαγιομετωπικά με αντιθέτως κινούμενο λεωφορείο, απελευθέρωση του ανεπαρκώς και επικινδύνως προσδεμένου και παρανόμως στοιβαγμένου φορτίου, πτώση του φορτίου στο οδόστρωμα και είσοδος στο λεωφορείο φύλλων μελαμίνης, που λειτούργησαν ως "μαχαίρια", σιδηράς δοκού ρυμουλκούμενου, που το διαπέρασε, σύγκρουση με ακολουθούντα ΙΧΕ αυτοκίνητα, θάνατος 21 μαθητών και τραυματισμός 33 ατόμων. Καταδίκη για διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών από ενδεχόμενο δόλο, ενσυνείδητη και χωρίς συνείδηση, αμέλεια, ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες κατά συρροή από αμέλεια, ενσυνείδητη και χωρίς συνείδηση. Αληθινή κατ' ιδέα συρροή μεταξύ διατάραξης από ενδεχόμενο δόλο και των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από αμέλεια. Πέντε αιτήσεις αναιρέσεως. Ερήμην ο ένας αναιρεσείων. Παρόντες οι λοιποί. Λόγοι εκ του άρθρου 510 παρ. 1Α σε συνδ. με 171 παρ. 1 β, δ, Δ, Ε ΚΠΔ. Αβάσιμοι. Απορρίπτονται όλες.




Αριθμός 1527/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσείοντων-κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ..., που δεν παραστάθηκε, 2) Χ2, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βασιλάκη, 3) Χ3, κατοίκου ..., 4) Χ4, κατοίκου ... και 5) Χ5, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, για: 1) αναίρεση της 12, 16, 16α, 17, 2, 25, 36, 37, 39, 40, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57/2007, 66, 67, 68, 68α, 68β, 68γ/2006, 7, 9/2007, 92/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης και 2) διόρθωση της 51/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ6 και πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, που δεν παρέστη, 2) Ψ2, 3) Ψ3, 4) Ψ4, 5) Ψ5, 6) Ψ6, 7) Ψ7, 8) Ψ8, 9) Ψ9, που δεν παραστάθηκαν, 10) Ψ10, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κεχαγιόγλου, 11) Ψ11, 12) Ψ12, 13) Ψ13, κάτοικοι ..., 14) Ψ14, που δεν παρέστησαν, 15) Ψ15, 16) Ψ16, 17) Ψ17, 18) Ψ18, 19) Ψ19, 20) Ψ20, 21) Ψ21, 22) Ψ22, 23) Ψ23, 24) Ψ24, κάτοικοι ..., 25) Ψ25, που δεν παρέστησαν, 26) Ψ26, 27) Ψ27, 28) Ψ28, 29) Ψ29, κάτοικοι ..., που δεν παραστάθηκαν, 30) Ψ30, κάτοικος ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κεχαγιόγλου, 31) Ψ31, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κεχαγιόγλου, 32) Ψ32, 33) Ψ33, 34) Ψ34, 35) Ψ35, 36) Ψ36, 37) Ψ37, 38) Ψ38, κάτοικοι ..., 39) Ψ39, που δεν παρέστησαν, 40) Ψ40, 41) Ψ41, 42) Ψ42, που δεν παραστάθηκαν, 43) Ψ43, κάτοικος ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κεχαγιόγλου, 44) Ψ44, 45) Ψ45, 46) Ψ46, κάτοικοι .., 47) Ψ47, που δεν παρέστησαν, 48) Ψ48, 49) Ψ49, 50) Ψ50, κάτοικοι ..., 51) Ψ51, που δεν παρέστησαν, 52) Ψ52, 53) Ψ53, 54) Ψ54 και 55) Ψ55, κάτοικοι ..., που δεν παραστάθηκαν.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Ιουλίου 2008, 21 Ιουλίου 2008, 24 Ιουλίου 2008 (τρείς) αιτήσεις τους αναιρέσεως και τη διόρθωση της 51/2007 απόφασης, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1421/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η αίτηση του Χ1, όπως επίσης και να απορριφθεί το αίτημα για διόρθωση της πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης του Χ2.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου κατά το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου κώδικα αν υπόθεση αναβληθεί κατά την μετ αναβολή δικάσιμο οφείλουν οι διάδικοι να εμφανισθούν χωρίς νέα κλήτευση, ακόμη και αν δεν ήσαν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής αποφάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠοινΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 6 Οκτωβρίου 2008 αποδεικτικό επιδόσεως του ..., υπαλλήλου του καταστήματος κράτησης ... ο αναιρεσείων Χ1, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα (155 παρ. 3 και 166 ΚΠΔ), για να παραστεί στο Δικαστήριο προς υποστήριξη της από 29-7-2008 αιτήσεως (δηλώσεως) αναιρέσεως του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (473 παρ. 2 ΚΠΔ), αφού επιδόθηκε στον ίδιο η κλήση στο ανωτέρω κατάστημα κράτησης, όπου τότε εκρατείτο, για να εμφανισθεί κατά τη δικάσιμο της 10-3-2009, που ορίσθηκε από τον Εισαγγελέα, για την εκδίκασή της. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο η συζήτηση αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος του εν λόγω αναιρεσείοντος, για την σημερινή δικάσιμο. Ο αναιρεσείων όμως αυτός, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν παρέστη, ούτε εκπροσωπήθηκε για την εκδίκαση της ανωτέρω αιτήσεώς (δηλώσεώς) του αναιρέσεως. Κατά συνέπεια, η αίτησή (δήλωσή) του αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο εν λόγω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΙΙ. Οι: 1. Με αριθμό εκθέσεως 1/21-7-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ2, 2. από 24-7-2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ3, 3. από 24-7-2008 αίτηση (δήλωση) του Χ4 και 4. από 24-7-2008 αίτηση (δήλωση) του Χ5 στρέφονται κατά της αυτής και με αριθμούς 66, 67, 68, 68 α-γ και 92/2006, 2, 7, 9, 12, 16, 16 α, 17, 25, 36, 37, 39, 40, και 51-57/2007 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Λαρίσης, με την οποία κηρύχθηκαν οι αναιρεσείοντες, ένοχοι: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών, με ασυνείδητη αμέλεια, β) ανθρωποκτονιών, κατά συρροή, με ασυνείδητη αμέλεια και γ) σωματικών βλαβών, κατά συρροή, με ασυνείδητη αμέλεια (ο πρώτος), α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών, με ασυνείδητη αμέλεια, β) ανθρωποκτονιών, κατά συρροή, με ασυνείδητη αμέλεια και γ) σωματικών βλαβών, κατά συρροή, με ασυνείδητη αμέλεια (ο δεύτερος), α) Διατάραξης ασφαλείας συγκοινωνιών, με ενσυνείδητη αμέλεια, β) ανθρωποκτονιών, κατά συρροή, με ενσυνείδητη αμέλεια και γ) σωματικών βλαβών, κατά συρροή, με ενσυνείδητη αμέλεια (ο τρίτος), α) Διατάραξης ασφαλείας συγκοινωνιών, με ενδεχόμενο δόλο, β) ανθρωποκτονιών, κατά συρροή, με ενσυνείδητη αμέλεια και γ) σωματικών βλαβών, κατά συρροή, με ενσυνείδητη αμέλεια (ο τέταρτος), ασκήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα (473 παρ. 2 και 3, 509 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ).
Συνεπώς, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συναφείας, πρέπει να συνεκδικασθούν.
ΙΙΙ. 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος". Ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας νοείται η πράξη που "καθιστά τη διεξαγωγή της συγκοινωνίας μη ασφαλή, δημιουργώντας συνθήκες που καθιστούν τη συνέχιση της ασφαλούς κίνησης αδύνατη ή πολύ δυσχερή, που καθιστούν δηλαδή τη συγκοινωνία επικίνδυνη". Στο μέτρο που η κίνηση στους δρόμους ούτως ή άλλως περικλείει κινδύνους, η έννοια της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στοιχειοθετείται όταν η πράξη έχει ως αποτέλεσμα την επαύξηση του συνηθισμένου κινδύνου που ενυπάρχει σε κάθε κίνηση στους δρόμους. Η διάταξη προστατεύει κυρίως την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας. Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί μόνο η διατάραξη -όταν δηλ. δημιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της άνω συγκοινωνίας- αλλά πρέπει, επί πλέον από αυτή να μπορεί να προκύψει κίνδυνος (θανάτου ή σωματικής βλάβης) για άνθρωπο (ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος). Η ελεγχόμενη πράξη διατάραξης μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση ή, αντιθέτως, να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξ αιτίας της εντάσεως, ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Κάθε επικίνδυνη παρατεινόμενη συμπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόμους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς μέθης, κακή συντήρηση του κινούμενου οχήματος, υπερβολική ταχύτητα, υπερφόρτωση του αυτοκινήτου, κακή πρόσδεση του φορτίου σε καρότσες φορτηγών ή πορτ- μπαγκάζ αυτοκινήτων κλπ.) αποτελεί καθαυτή αξιόποινη πράξη διατάραξης, κατά την ανωτέρω έννοια, διότι: α) θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού επί της οποίας κινείται το όχημα και β) δημιουργεί με την κίνησή του στους δρόμους έναν εν δυνάμει κίνδυνο για αόριστο αριθμό προσώπων, αφού η πιθανή πτώση του φορτίου από την αστάθεια του φορτηγού κλπ. μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση σε αυτό άλλων αυτοκινήτων και την προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αόριστου αριθμού ατόμων. Υποκείμενο του αδικήματος της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών μπορεί να είναι όχι μόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου ή άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με την κίνησή του, όπως οι ιδιοκτήτες του, αλλά και όσοι έχουν υποχρέωση ελέγχου της ασφαλείας του αυτοκινήτου του τρόπου φορτώσεως του και του φορτίου του, την οποία παραβιάζουν. Υποκειμενικώς δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Με άμεσο δόλο, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, ενεργεί όποιος επιδιώκει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της πράξεως ή παραλείψεώς του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως ενδεχόμενο το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η απαιτούμενη κατά τον νόμο πρόθεση, πρέπει να καλύπτει, όχι τον θάνατο ή τη σωματική βλάβη, ή ακόμη τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα είτε των επιβατών του συγκοινωνιακού μέσου, είτε των χρησιμοποιούντων την οδό, αλλά τη διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας και τη δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου από αυτήν. Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχομένου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά τούτο, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας "της αποδοχής" του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Εξ άλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η "ελπίδα" και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ' αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο καθ' όσον, η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά τούτο, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει. (ΑΠΟλ 4/2010). Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχομένου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πίστη ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 28 ΠΚ, όπως θα λεχθεί κατωτέρω, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και ενδεχομένου δόλου, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό στοιχείο και των δύο. Δηλαδή ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια μοιάζουν στο γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο, αφού και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης πιθανολογεί την επέλευση του αποτελέσματος. Διαφέρουν όμως ριζικά στο βουλητικό στοιχείο, διότι στην ενσυνείδητη αμέλεια ο δράστης αποκρούει εσωτερικά το αποτέλεσμα, ενεργεί όμως, γιατί εσφαλμένα πιστεύει ότι θα το αποφύγει, ενώ στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή της παράλειψής του δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Ώστε λοιπόν ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει το αποτέλεσμα ως πιθανό (ενδεχόμενο) και το αποδέχεται, υπό την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή συμβιβάζεται με αυτό, δηλαδή προχωρεί στην επιδίωξη του στόχου του παρά τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του, αδιαφορεί για την τύχη του εννόμου αγαθού, ενώ συγχρόνως δεν έχει λόγους να πιστεύει σε μια επιτυχή έκβαση του πράγματος και στη μη επέλευση του αποτελέσματος. Σ' ότι αφορά ειδικά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, για την κατάφαση του δόλου αρκεί να γνωρίζει και να αποδέχεται ο δράστης, έστω κι ως ενδεχόμενο, ότι παραβιάζει τους κανόνες ασφαλούς φόρτωσης και κίνησης και ότι από την παραβίαση αυτή μπορεί το αυτοκίνητο να εκτραπεί της πορείας του και να συγκρουσθεί με άλλο όχημα, η ανατραπεί ή να πέσει το φορτίο και να δημιουργηθεί έτσι κίνδυνος ανθρώπου. Όταν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, κατά την κατωτέρω έννοια και διακρίσεις αυτής, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με φυλάκιση. Τέλος παραυτουργία υπάρχει, όταν, στον ίδιο τόπο και χρόνο λαμβάνει χώρα δράση περισσοτέρων μη συναιτίων, δηλαδή η παραυτουργία προϋποθέτει ταυτότητα πράξης, όχι όμως και συναπόφαση των δραστών, σε τρόπο ώστε να υπάρχει μόνο το αντικειμενικό στοιχείο, χωρίς την ύπαρξη κοινού δόλου και ο καθένας ευθύνεται για το εγκληματικό αποτέλεσμα που προέκυψε με δική του ενέργεια ή παράλειψη. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, ή μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η διάταξη αυτή προβλέπει το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα, το οποίο θεωρείται υφιστάμενο οσάκις αυτός που παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση αποτελέσματος, ανήκοντος στην αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος τελέσεως, τιμωρείται όπως αυτός που δι' ενεργείας παρήγαγε το αποτέλεσμα, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος τελέσεως. Πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος, δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόστασή του τελείται όχι μόνο δι' ενεργείας, αλλά και δια παραλείψεως, που εξομοιώνεται νομικώς με την δι' ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη (αρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδρομή της ανωτέρω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου (ΑΠΟλ4/2010, ΑΠ 1530/2008). 2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, 302§1 και 314§1 ΠΚ συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση, στο μεν έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια συνίσταται στην πρόκληση θανάτου άλλου, στο δε έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια η αξιόποινη συμπεριφορά συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται να βεβαιώνονται όλα τα στοιχεία της αμέλειας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 28 ΠΚ ως προς την πρόκληση του θανάτου και των σωματικών κακώσεων ή βλαβών. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμέλειάς του. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 14§2, 15 και 28 ΠΚ προκύπτει ότι, εφόσον η ανθρωποκτονία από αμέλεια και η σωματική βλάβη από αμέλεια είναι εγκλήματα ουσιαστικά ή αποτελέσματος μπορούν να τελεσθούν είτε με ενέργεια, η οποία συνιστά τη θετική εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε με παράλειψη, η οποία συνιστά την αρνητική τοιαύτη. Σε περίπτωση που η ανθρωποκτονία τελείται με παράλειψη ή αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ δηλ. ο δράστης να μην προβαίνει σε ενέργεια που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να πράξει και η παράλειψη αυτή να αποτελεί αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος. Για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ήδη προαναφέρθηκε. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατά την εκτέλεση χερσαίας εμπορευματικής μεταφοράς επιβάλλει στα πρόσωπα, που καθ' οιονδήποτε τρόπο εμπλέκονται σ' αυτήν, πέραν των άλλων διατάξεων που θα αναφερθούν παρακάτω: α) η διάταξη του άρθρου 32§§1,2,3,5,8 ΚΟΚ (βλ. ήδη και άρθρα 3 και 4 Ν. 3446/2006) που ορίζει ότι το μικτό βάρος του οχήματος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος του, ότι το φορτίο πρέπει να τακτοποιείται και να στοιβάζεται κατά τρόπο ώστε να μην εκτίθενται σε κίνδυνο πρόσωπα, να μην προκαλούνται ζημιές από την πτώση αυτού στην οδό, να μην εμποδίζεται η οδήγηση του οχήματος, να μη μειώνεται η σταθερότητα αυτού, ότι τα εξαρτήματα (καλώδια, σχοινιά, αλυσίδες κλπ.) που χρησιμοποιούνται για εξασφάλιση του φορτίου πρέπει να σφίγγονται και να στερεώνονται καλά, ότι τα προεξέχοντα φορτία από το πίσω τμήμα του αυτοκινήτου πρέπει να επισημαίνονται με σταθερή προσαρμοσμένη πινακίδα και τέλος ότι τιμωρείται με τα ίδια πρόστιμα που τιμωρείται ο οδηγός ή ο κάτοχος όποιος συνεργεί στις υπερφορτώσεις β) η διάταξη του άρθρου 81§§13,15 ΚΟΚ που ορίζει ότι οι τροχοί των μηχανοκινήτων οχημάτων, των ρυμουλκούμενων κλπ. επιβάλλεται να φέρουν ελαστικά με ή χωρίς αεροθάλαμο ή άλλα ελαστικά ανάλογης αποτελεσματικότητας που να είναι σε τέτοια κατάσταση ώστε να εξασφαλίζονται συνθήκες ασφάλειας και η πρόσφυση, ακόμη και επί υγρού οδοστρώματος και ότι αυτοκίνητο όχημα, που μπορεί να υπερβεί τα 40 χ/ω σε ευθεία οδό, επιβάλλεται να είναι εφοδιασμένο με μετρητή ταχύτητας που να λειτουργεί σωστά, γ) η διάταξη του άρθρου 19§2 ΑΝ 412/36, η οποία ορίζει ότι ο κάτοχος ή ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου τιμωρείται με χρηματική ποινή αν το μεταφερόμενο ωφέλιμο φορτίο υπερβαίνει το ωφέλιμο φορτίο που αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας και ότι σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται η επί τόπου αφαίρεση της αδείας κυκλοφορίας και της αδείας οδήγησης που κατάσχονται αμέσως από την αρχή που βεβαιώνει την παράβαση δ) η διάταξη του άρθρου 53 Ν. 1591/86, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 11 Ν. 1959/91, η οποία ορίζει ότι τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο κάθε φυσικό πρόσωπο (και ως τέτοιο θεωρείται και ο υπεύθυνος βιομηχανίας) ή νομικό πρόσωπο που συνεργεί στην υπερφόρτωση φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσης κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 10% του μικτού βάρους του αυτοκινήτου, το οποίο χρησιμοποιεί συστηματικά για τη διακίνηση των παραγομένων ή εμπορευόμενων προϊόντων του, ε) η διάταξη του άρθρου 7§1 ΠΔ 17/96, που εκδόθηκε για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας σε σχετικές διατάξεις οδηγιών της ΕΟΚ, και ορίζει ότι ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα που να εξασφαλίζουν τόσο την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων της επιχείρησής του όσο και των τρίτων και στ) τη διάταξη του άρθρου 13 του με αριθμό 3821/20-12-1985 Κανονισμού της ΕΟΚ σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών που επιβάλει να έχουν φροντίσει οι ιδιοκτήτες του οχήματος για την καλή λειτουργία της συσκευής καταγραφής της ταχύτητας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης και για τον καταλογισμό μιας τελικά άδικης ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης σε ενοχή του δράστη απαιτείται, όπως λέχθηκε, να υπάρχει αμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 28 ΠΚ. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από τη διάταξη συνάγεται ότι η ποινική αμέλεια διακρίνεται σε συνειδητή και μη συνειδητή, συνειδητή δε είναι αν ο υπαίτιος πρόβλεψε ότι από τη συμπεριφορά του ήταν δυνατό να προέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν, ενώ μη συνειδητή αμέλεια υπάρχει αν ο υπαίτιος δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα, καίτοι όφειλε και μπορούσε να το προβλέψει, εφόσον είχε καταβάλει την προσήκουσα προσοχή, που κατ' αντικειμενική κρίση απαιτείται. Εάν δε στην επέλευση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης συντέλεσαν περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις διαφόρων προσώπων, τότε για τον προσδιορισμό της ευθύνης του καθένα σε σχέση προς το επελθόν αποτέλεσμα, γίνεται δεκτό, ότι εκείνη η πράξη ή παράλειψη του υποκειμένου είναι δυνατόν να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το αποτέλεσμα, όταν αυτή, από μόνη της ή μαζί με άλλη προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή η συμπεριφορά του υποκειμένου να υπήρξε ένας από τους πολλούς παραγωγικούς του αποτελέσματος όρους, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν, αδιάφορα αν συνέβαλαν σ' αυτό και άλλοι όροι όπως λ.χ. αμέλεια του παθόντα ή τρίτου. Διακοπή δε της αιτιώδους συνάφειας υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η παρεμβαλλόμενη συμπεριφορά του παθόντος ή του τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργή την αρχική συμπεριφορά του δράστη (Α.Π. 1441/2002).
Συνεπώς, αν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια είναι απότοκο της αμέλειας πολλών, το κάθε πρόσωπο υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τα άλλα, κατά το λόγο της αμέλειάς του που αποδείχθηκε και εφόσον πάντως το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με αυτήν (ΑΠΟλ4/2010). 3. Αν από την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών επέλθει θάνατος ή σωματική βλάβη, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με αυτή, υπάρχει συρροή κατ' ιδέα του εγκλήματος αυτού και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια, αποτέλεσμα το οποίο οφείλεται σε αμέλειά του, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις αυτής (29 ΠΚ), αφού ο δόλος του, όπως η έννοια αυτού δόθηκε ανωτέρω, κατευθυνόταν στην τέλεση του βασικού εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Το αν όμως η συρροή αυτή είναι αληθινή ή φαινομένη, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις. Ειδικότερα έχουν, στην νομική επιστήμη και νομολογία, υποστηριχθεί δύο αντίθετες απόψεις: Α) Κατά τη μια η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών χερσαίων, θαλασσίων κλπ. από δόλο ή αμέλεια, συνιστά έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, που στρέφεται εναντίον αόριστου αριθμού εννόμων αγαθών, ατόμων δηλ. που χρησιμοποιούν τις συγκοινωνίες, χερσαίες, θαλάσσιες, αεροπλοΐα κλπ. Εάν από την πράξη αυτή του δράστη προκληθεί θάνατος ή σωματική βλάβη ενός ή περισσοτέρων ατόμων στοιχειοθετούνται επιπλέον τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματα βλάβης του εννόμου αγαθού της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων ατόμων. Η συρροή όμως ενός εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης με ένα έγκλημα βλάβης, κατά την άνω άποψη, είναι πάντα αληθινή εξαιτίας της ετερότητας των προσβαλλομένων εννόμων αγαθών.
Β) Κατά την ετέρα άποψη η θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών αποτελεί έγκλημα εκ του αποτελέσματος δηλ. σύνθετο ιδιώνυμο έγκλημα και ότι τα εγκλήματα "εκ του αποτελέσματος", όταν τελούνται, συρρέουν φαινομενικά (και όχι αληθινά) με τα επιμέρους δύο εγκλήματα (δόλου και αμέλειας) που τα αποτελούν. Έτσι η ανθρωποκτονία από αμέλεια που αποτελεί παράλληλα και αυτοτελές έγκλημα χάνει την αυτοτέλειά της μπροστά στη θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών απορροφούμενη από αυτήν. Η διάταξη που θα εφαρμοστεί είναι αυτή του άρθρου του 290 παρ. 1β ΠΚ, που τιμωρεί την πράξη σε βαθμό κακουργήματος και όχι αυτή του άρθρου 302 ΠΚ, αφού η πρώτη περιλαμβάνει τη δεύτερη και συνεπώς την απορροφά. Φαινομένη ακόμη, κατά την άποψη αυτή, είναι η συρροή ανάμεσα στη σωματική βλάβη και στο από το αποτέλεσμα έγκλημα της θανατηφόρας διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, θαλασσίων κλπ. ή χερσαίων κατά περίπτωση. Τούτο δε διότι ο νομοθέτης έχει ακριβώς, λόγω της φύσης του εγκλήματος αυτού, συνεκτιμήσει την επέλευση περισσοτέρων του ενός θανατηφόρων αποτελεσμάτων και συνακόλουθα αν το αποτέλεσμα του κινδύνου από το παραπάνω έγκλημα (και γενικά από τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα) για άλλα πρόσωπα εξελίχθηκε σε θάνατο και για άλλα σε σωματικές βλάβες, οι τελευταίες απορροφώνται από το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο θανατηφόρο έγκλημα, αφού το έλασσον εμπεριέχεται στο μείζον. Κατ ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις: Όταν, επί διαταράξεως από δόλο (άμεσο ή ενδεχόμενο, κατά την ανωτέρω έννοια) της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, επέλθει θάνατος και σωματικές βλάβες, οπότε τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ, όπως αναλύθηκε ανωτέρω και για τον θάνατο και για τις σωματικές βλάβες, που αποτελούν, το έλασσον σε σχέση με αυτόν, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, γενικώς και αδιακρίτως, ότι υφίσταται φαινομένη συρροή μεταξύ των εγκλημάτων της διατάραξης της χερσαίας συγκοινωνίας από πρόθεση, που προβλέπεται και τιμωρείται, σε βαθμό κακουργήματος, από την διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 β, και εκείνων των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από αμέλεια, που τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα οι δεύτερες να απορροφώνται από την πρώτη, με την οποία μόνον θα τιμωρείται ο δράστης, αλλά τούτο πρέπει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα: α) Αν η από πρόθεση διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, με πράξεις ή παραλείψεις οφειλομένων ενεργειών και γενικότερα όπως αποδίδεται στον κατηγορούμενο, από μόνη της, χωρίς όμως να μεσολαβήσει άλλη αμελής συμπεριφορά αυτού, ανεξάρτητη αυτοτελής και μεταγενέστερη εκείνων ή εκείνης, με τις οποίες τελέσθηκε η διατάραξη, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ή τους θανάτους και τις σωματικές κακώσεις, θα εφαρμοσθεί μόνον η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1β ΠΚ που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη αυτή και όχι και εκείνες των άρθρων 302 και 314 ΠΚ, που προβλέπουν και τιμωρούν τα εγκλήματα των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από αμέλεια, τα οποία συρρέουν φαινομενικά με εκείνη και απορροφώνται από αυτή. β) Όταν όμως οι θάνατοι και οι σωματικές βλάβες προκλήθηκαν κατόπιν αυτοτελούς, ανεξάρτητης και πέραν εκείνης που προκάλεσε την διατάραξη αμελούς συμπεριφοράς, κατά την ανωτέρω έννοια, μετά της οποίας, όπως και με την προκαλέσασα την από δόλο διατάραξη, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια, τότε υφίσταται αληθινή συρροή μεταξύ της πράξεως που προβλέπει και τιμωρεί η διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 β και εκείνων που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 302, 314 ΠΚ. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, λόγω της αληθινής κατ ιδέα συρροής των ανωτέρω εγκλημάτων, θα τύχουν εφαρμογής όλες οι ανωτέρω διατάξεις, κατά τις οποίες θα τιμωρηθεί ο δράστης, χωρίς να συντρέχει, κατά τα προλεχθέντα, περίπτωση διπλής τιμώρησης της αυτής πράξης. Το πότε υπάρχει τέτοια αμελής συμπεριφορά και σε ποιες πράξεις ή παραλείψεις συνίσταται αυτή, που την διαφοροποιούν, κατά την προαναφερθείσα έννοια, σε τρόπο ώστε να μη εντάσσεται στην συμπεριφορά που προκάλεσε την διατάραξη, είναι ζήτημα που πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι αξιόποινες πράξεις της κρινόμενης κάθε φορά υπόθεσης (ΑΠΟλ 4/2010, που εκδόθηκε στη παρεμφερή περίπτωση της διαταράξεως της θαλάσσιας συγκοινωνίας, όπου και παράθεση μειοψηφουσών γνωμών).
Κατά την γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου και δη του Αρεοπαγίτη Παναγιώτη Ρουμπή έπρεπε να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: " Από το συνδυασμό των άρθρων 290 παρ.1 περ.β', 302 και 314 ΠΚ προκύπτει ότι μεταξύ της πράξης της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών στους δρόμους από την οποία επέρχεται θάνατος (πράξης τιμωρουμένης με κάθειρξη) και των πράξεων της εξ αμελείας ανθρωποκτονίας και σωματικής βλάβης υφίσταται φαινομένη συρροή, πρέπει δε στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του αυτού προσώπου για τα ως άνω εγκλήματα (κακούργημα και πλημμελήματα αντίστοιχα) και έχει καταδικασθεί ο δράστης από το Δικαστήριο της ουσίας γι'όλα τα ως άνω εγκλήματα, και έχει ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης, πρέπει ο Άρειος Πάγος, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ...του ΚΠΔ προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, να κάνει αυτόν δεκτό και να κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο των πλημμελημάτων των εξ αμελείας ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, για τα οποία είχε καταδικασθεί, κατ'εφαρμογή του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠΔ, απαλείφοντας από τις διατάξεις της καταδικαστικής απόφασης περί των ποινών τις επιβληθείσες ποινές που αφορούσαν τα ως άνω πλημμελήματα. Ειδικότερα στην περίπτωση τέλεσης του κακουργήματος του άρθρου 290 παρ.1 περ.β'του ΠΚ, το φερόμενο ως τελούμενο ταυτόχρονα, κυρίως από τις αυτές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά του αυτού προσώπου απορροφάται από το πρώτο (κακούργημα), αφού και στις δύο αυτές περιπτώσεις προσβάλλεται το ίδιο έννομο αγαθό, ήτοι η ανθρώπινη ζωή, η οποία άπαξ μπορεί να αφαιρεθεί και δεν μπορεί να νοηθεί στάδιο εγκληματικής συμπεριφοράς, έστω και ηπιότερης μορφής, κατά της ζωής του ίδιου προσώπου, το τέλος της οποίας επέρχεται με τη διάπραξη του βαρύτερου εγκλήματος του άρθρου 290 παρ.1 περ.β' του ΠΚ. Δήλον ότι με την παραδοχή ότι ο δράστης τέλεσε το έγκλημα του άρθρου 290 παρ.1 περ.β'του ΠΚ και κηρυχθεί ένοχος από το αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο για την πράξη αυτή δεν μπορεί ταυτόχρονα να κηρυχθεί ένοχος και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με θύμα τον ίδιο άνθρωπο και στην περίπτωση που έχει ασκηθεί δίωξη συγχρόνως και για τα δύο ως άνω εγκλήματα, πρέπει το Δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας το νόμο να δεχθεί ότι το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απορροφάται από το κακούργημα της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους, από την οποία επήλθε θάνατος, για το οποίο και μόνο θα καταδικάσει τον δράστη αυτόν. Έτσι δεν χωρεί διπλή ποινική αξιολόγηση από την προσβολή του ίδιου εννόμου αγαθού του ίδιου ανθρώπου, με το ίδιο αποτέλεσμα (θάνατό του). Τα ανωτέρω ισχύουν και επί ταυτόχρονης δίωξης και καταδίκης του αυτού δράστη για το κακούργημα του άρθρου 290 παρ.1 περ.β' του ΠΚ και του πλημμελήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρο 314 ΠΚ) που επέρχεται σε άλλα πρόσωπα εκτός του θανάτου ή θανάτων από τον ίδια πράξη της με πρόθεση διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους." Αντιθέτως υπάρχει αληθής κατ ιδέα συρροή μεταξύ των πράξεων που προβλέπουν και τιμωρούν οι διατάξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ και της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών από αμέλεια (290 παρ. 2 ΠΚ, ΑΠ 1576/2004).
4. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά και ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή περιλαμβάνουν τα στοιχεία που κατά την οικεία διάταξη νόμου τους απαρτίζουν. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ούτε εκ του ότι το δικαστήριο εξαίρει κάποιο απ αυτά σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη τα υπόλοιπα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει, είτε από το σκεπτικό είτε από το σύνολο της αποφάσεως, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ, πραγματογνωμοσύνη είναι ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα και αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν πρόκειται για θέμα που απαιτεί ειδικές γνώσεις, όπως είναι και τα ζητήματα που απαιτούν ιατρικές ή τεχνικές γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη, τέτοια δε είναι και η ιατροδικαστική έκθεση, αν δεν μνημονεύεται στο προοίμιο του σκεπτικού, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο πρέπει να προκύπτει από το σύνολο του σκεπτικού ότι λήφθηκε υπόψη και εκτιμήθηκε από το δικαστήριο, ελευθέρως, σύμφωνα με το άρθρο 177 ΚΠΔ, με την έννοια ότι δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να αποδεχθεί το συμπέρασμά της. Η ελεύθερη όμως εκτίμησή της και η επ αυτής κρίση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να οδηγήσει και στην αναιτιολόγητη απόρριψη ή αποδοχή του αποτελέσματός της, αλλά το Δικαστήριο, ιδιαίτερα όταν δεν αποδέχεται το πόρισμα της, πρέπει να αιτιολογήσει την αντίθετη κρίση του, διαφορετικά η απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
IV. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Μ.Ο.Ε. Λαρίσης, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος και κατ εξειδίκευση αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στους αναιρεσείοντες, αλλά και στον μη ασκήσαντα αίτηση αναιρέσεως Χ6, ως άνω αξιόποινες πράξεις (στον τελευταίο αποδίδονταν οι αυτές με εκείνες του Χ5): "Η βιομηχανία παραγωγής και επεξεργασίας προϊόντων τεχνητού ξύλου, με την επωνυμία "Ε-1 Α.Ε" έχει εγκαταστήσει το εργοστάσιο της στον ..., 45 χιλιόμετρα βορείως της ..., όπου και η έδρα της βιομηχανίας και τα Γραφεία Διοίκησης του εργοστασίου, ενώ παράλληλα έχει και Γραφεία Διοίκησης στην ... . Τον Απρίλιο 2003 Γενικός Διευθυντής αυτής ήταν ο κατηγορούμενος Χ2, Διευθυντής εργοστασίου της ήταν ο κατηγορούμενος Χ4 και αποθηκάριος του ίδιου εργοστασίου ο κατηγορούμενος Χ3. Ο κατηγορούμενος Χ5 ήταν υπάλληλος του ανωτέρω εργοστασίου, υπεύθυνος για τη φόρτωση και μεταφορά των εμπορευμάτων της. Η εταιρεία διενεργούσε και διενεργεί μεταφορές των προϊόντων της σε όλη την Ελλάδα με ιδιόκτητα Ι.Χ φορτηγά αυτοκίνητα και με ΔΧ φορτηγά αυτοκίνητα, τα οποία εντάσσονται στον επιχειρηματικό κύκλο της εν λόγω βιομηχανίας και ανήκουν σε ιδιώτες και σε μεταφορικές εταιρείες. Τα Δ.Χ. φορτηγά αυτοκίνητα πραγματοποιούσαν κυρίως τα μακρινά δρομολόγια (Αθήνα-Πειραιάς κ.λ.π) ενώ τα ιδιόκτητα Ι.Χ φορτηγά εκτελούσαν τα κοντινά δρομολόγια, κυρίως προς διάφορες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΔΧΦ αυτοκίνητο, αποτελούσε συρμό (ρυμουλκό με ρυμουλκούμενο) αγοράστηκε το έτος 1992 μεταχειρισμένο από τον Χ5, δεύτερο κατηγορούμενο, και τον ..., ο οποίος το έτος 1999 μεταβίβασε το μερίδιό του (50%) στον τρίτο κατηγορούμενο Χ1, και είχε ενταχθεί το εν λόγω αυτοκίνητο από το έτος 1996 στον επιχειρηματικό κύκλο της ανωτέρω βιομηχανίας μεταφέροντας αποκλειστικά προϊόντα ξύλου παραγωγής της εταιρείας. Το ρυμουλκό του ανωτέρω συρμού ήταν τύπου "SCANIA R 142 H" ισχύος 420 ΗΡ περίπου, είχε κατασκευαστεί το έτος 1986, η καρότσα του είχε μήκος 7,38 μ. ύψος 2,50 μ και το ύψος των πλευρικών πλαισίων (παραπέτων) ήταν 0,80 μ. Το έτος 1998 μετά από ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη το αυτοκίνητο αυτό, τροποποιήθηκε η καρότσα του ρυμουλκού από τον ..., που διατηρεί βιοτεχνία αμαξωμάτων στη ... και ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας. Μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίησή του το αμάξωμα του ρυμουλκού έφερε υπερκατασκευή με συμπαγή μετώπη και κάθετους και οριζόντιους πλευρικούς σιδηροδοκούς και ξύλινα ή μεταλλικά συμπληρωματικά στοιχεία (παραπέτα). Ειδικότερα έφερε μία μεταλλική κολώνα στο μέσον της κάθε πλευρικής εξωτερικής επιφάνειας, η οποία ήταν αρθρωτή, μετακινούμενη δεξιά και αριστερά σε ράουλα, μία μεταλλική σταθερή κολώνα στο τέλος της κάθε πλευρικής εξωτερικής επιφάνειας, όπου υπήρχε και η πίσω πόρτα του οχήματος και μία πίσω μεταλλική οριζόντια δοκό. Ακόμα στο τελικό ύψος της υπερκατασκευής έφερε δύο πλευρικές οριζόντιες μεταλλικές δοκούς. Εξωτερικά του προστατευτικού πλαισίου τοποθετούνταν μουσαμάς για την προστασία των προϊόντων από τη βροχή ο οποίος δένονταν στα πλευρικά μεταλλικά στοιχεία της καρότσας. Το ρυμουλκούμενο ήταν τύπου " JYNGE" είχε κατασκευαστεί το έτος 1997, το μήκος του ήταν 7,10 μ (το μήκος 9,78 μ που αναγράφεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης ΗΗ-ΘΘ, περιλαμβάνει και το μήκος του τριγώνου-τιμονιού) το πλάτος του ήταν 2,50 μ. και το ύψος των παραπέτων του 0,80 μ. Τα παραπέτα του ρυμουλκού και του ρυμουλκούμενου ήταν κατασκευασμένα από αλουμίνιο, δεν ήταν σταθερά στις θέσεις τους, αλλά πτυσσόμενα και είχαν τη δυνατότητα να ανοίγουν και να κλείνουν, ακόμα και να αφαιρούνται από τη θέση τους. Το συνολικό ύψος από το δάπεδο της καρότσας ήταν 2,50 μ. και το ύψος από το έδαφος μέχρι το ανώτερο σημείο της υπερκατασκευής 3,82 μ. ενώ το συνολικό μήκος του συρμού μαζί με την καμπίνα του οδηγού ήταν 18 μέτρα. Οδηγός του οχήματος αυτού ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος Χ6, ο οποίος προσλήφθηκε από τους συνιδιοκτήτες του οχήματος περί τα τέλη Μαρτίου 2003, χωρίς να έχει μέχρι τότε οποιαδήποτε εμπειρία στην οδήγηση ρυμουλκού μετά ρυμουλκούμενου, ούτε στη μεταφορά των βιομηχανικών προϊόντων ξύλου που παρήγαγε η ανωτέρω βιομηχανία (μοριοπλάκες επενδεδυμένες με ρητίνη μελαμίνης, MDF επενδεδυμένες με ξυλόφυλλα, σχετικά έπιπλα κουζίνας κ.λ.π). Ο οδηγός αυτός πραγματοποίησε μέχρι στις 13-4-2003 συνολικά 6 δρομολόγια (τα δύο πρώτα με άλλο έμπειρο οδηγό ) όλα για ... . Ο δεύτερος κατηγορούμενος συνιδιοκτήτης του ανωτέρω οχήματος ήταν και υπάλληλος της εταιρείας "Ε-1 Α.Ε." όπως προαναφέρθηκε και εργαζόταν στο εργοστάσιό της ως προϊστάμενος φόρτωσης και μεταφοράς των εμπορευμάτων από την 08.00 πρωινή μέχρι τις 16.00 απογευματινή ώρα. Στο χρονικό διάστημα της εργασίας του, αφού ελάμβανε μέσω υπολογιστή τις παραγγελίες, τις διαμοίραζε ορίζοντας τα φορτηγά που θα έκαναν τις μεταφορές, ενώ μετά το πέρας του ωραρίου του ανελάμβανε τη φόρτωση των εμπορευμάτων, κατ' εντολή του, ο αποθηκάριος συγκατηγορούμενός του Χ3, ο οποίος εργαζόταν από την 16.00 μέχρι 22.00 ώρα. Την 10 Απριλίου 2003 καταρτίστηκε σύμβαση μεταξύ της ανωτέρω εταιρίας και της εδρεύουσας στον ... ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ε-2 Α.Ε." με την οποία η πρώτη πώλησε στη δεύτερη και ανέλαβε την υποχρέωση να της παραδώσει στις εγκαταστάσεις της στον ... φύλλα μελαμίνης διαστάσεων 3,66 μ. μήκος Χ 1,83 μ πλάτος και φύλλα MDF, διαστάσεων 3,05 μ μήκος Χ 1,22 μ πλάτος συνολικού βάρους 28.901 Kg. Περί ώρα 16.00 ο έκτος κατηγορούμενος Χ3 έδωσε την εντολή στον χειριστή του κλαρκ ΑΑ και στους εργάτες ΒΒ και ΓΓ να ετοιμάσουν την παραγγελία. Η παραγγελία συσκευάστηκε σε δέματα (παλέτες), με την τοποθέτηση ξύλου "σαγρέ" στην επάνω και κάτω πλευρά κάθε δέματος. Το κάθε δέμα δέθηκε καθέτως ως προς το μήκος του με δύο μεταλλικές ζωστήρες (μεταλλικά τσέρκια) με το ειδικό μηχάνημα "τσερκομηχανή", και οι συσκευασίες ελέγχθηκαν από τον αποθηκάριο Χ3. Η πρόσδεση των δεμάτων ("παλετών") έγινε όπως πάντα, καθέτως κατά το μήκος τους διότι κατά μήκος ο συντελεστής τριβής είναι μεγαλύτερος αφού ακουμπά μεγαλύτερη επιφάνεια μεταξύ των πλακών, ενώ ο συντελεστής τριβής κατά πλάτος είναι μικρότερος αφού ακουμπά μικρότερη επιφάνεια. Αν ληφθούν υπόψη οι διαστάσεις του εμπορεύματος, ο μικρός συντελεστής τριβής των μελαμινών ,που είναι 0,20 δηλ. πολύ κοντά σ' αυτόν του πάγου, που είναι 0,17-0,23, και το βάρος εκάστου δέματος, η συσκευασία των παλετών με δύο μεταλλικά τσέρκια ανά δέμα ήταν ανεπαρκής, τόσο όσον αφορά τις μελαμίνες όσο και το MDF. Στοιχειώδης λοιπόν επιμέλεια, επέβαλε στη συγκεκριμένη περίπτωση τη χρησιμοποίηση περισσοτέρων μεταλλικών τσερκιών για λόγους ασφαλείας, ενόψει βεβαίως και της μεγάλης διαδρομής που θα έκανε το φορτίο, δεδομένου ότι τα μεταλλικά τσέρκια προορισμό έχουν να μοναδοποιούν και να παρέχουν συνοχή στα συσκευασμένα εμπορεύματα. Ο μάρτυρας ΔΔ, πρώην διευθυντής του εργοστασίου, κατά την εξέτασή του ενώπιον της ανακρίτριας, κατέθεσε ότι οι συγκεκριμένες παλέτες απαιτούσαν τουλάχιστον πέντε (5) μεταλλικά τσέρκια και όχι δύο που χρησιμοποιήθηκαν. Για την ανάγκη πρόσδεσης με περισσότερα τσέρκια κατέθεσαν και οι μάρτυρες, ΕΕ και ΣΤ στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου, που έκαναν λόγο για περισσότερα τσέρκια, ο δεύτερος δε κατέθεσε επιπροσθέτως ότι σήμερα η "Ε-1 Α.Ε." χρησιμοποιεί τρία τσέρκια. Εξάλλου για τρία τσέρκια τουλάχιστον έκανε λόγο και ο μάρτυρας ΖΖ, κατά την ένορκη εξέτασή του ενώπιον του Δικαστηρίου. Για τρία τσέρκια έκανε λόγο και ο μάρτυρας υπεράσπισης του τετάρτου κατηγορουμένου ΚΚ, πρώην διευθυντής της SELMAN. Περαιτέρω και αναφορικά με τη συγκεκριμένη μεταφορά, ενώ η παραγγελία αφορούσε ξυλεία βάρους 28.901 Kg, που θα παραδίδονταν στην ίδια εταιρεία, εντούτοις εκδόθηκαν δύο φορτωτικές, ήτοι η αριθμ. .../11-4-2003, στην οποία αναγράφηκε βάρος φορτίου 24.202 Kg (με ωφέλιμο 23.870 Kg), ήτοι ποσοστό υπερφόρτωσης μικρότερο του 10% και η αριθμ. .../11-4-2003 στην οποία αναγράφηκε βάρος φορτίου το υπόλοιπο μεταφερόμενο εμπόρευμα από 4.699 Kg., δεδομένου ότι σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο (11-4-2003) άδεια κυκλοφορίας του οχήματος είχε την εξής τεχνική ικανότητα μεταφοράς: Ρυμουλκό: Μικτό βάρος 26.000 Kg, απόβαρο 9.780 Kg, ωφέλιμο βάρος 16.220 Kg. Ρυμουλκούμενο: Μικτό βάρος 12.000 Kg, απόβαρο 4350 Kg, ωφέλιμο βάρος 7.650 Kg και αθροιστικά Μικτό βάρος 38.000 Kg, απόβαρο 14130 Kg και ωφέλιμο βάρος 23.870 Kg. Ακόμη εκδόθηκαν και δύο δελτία αποστολής ήτοι τα αριθμ. .../11-4-2003 και .../11-4-2003. Η έκδοση δύο δελτίων αποστολής και δύο φορτωτικών-που αποτελούσε σχεδόν μόνιμο φαινόμενο για την εταιρία Ε-1 - έγινε για την παραπλάνηση των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων (αστυνομικών της τροχαίας, μεικτών κλιμακίων ελέγχου του άρθρου1 ΠΔ 319/89 και ήδη άρθρου 1 Ν. 3446/2006, τα οποία μπορούν να επιβάλουν σε υπέρβαση πάνω από 10% ακινητοποίηση του οχήματος κατ' άρθρο 32§9 ΚΟΚ), που τυχόν θα έκαναν έλεγχο για υπέρβαρο φορτίο, αφού ο οδηγός, όπως είχε εντολή από τους συνιδιοκτήτες του συρμού, θα τους επεδείκνυε την πρώτη φορτωτική που ανέγραφε το φορτίο που κανονικά μπορούσε να φορτωθεί παρουσιάζοντας έτσι ότι μεταφέρονταν κανονικό και όχι υπέρβαρο φορτίο. Ο κατηγορούμενος Χ6 στο πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δηλώσει ότι δεν θυμάται ποιος του είπε να κρύβει τη δεύτερη φορτωτική και μάλιστα σε όλα τα δρομολόγια. Στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, τόσο με ειδική δήλωσή του στις 6-12-2006 που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, την οποία διευκρίνισε στις 7-12-2006, όσο και στην απολογία του, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος Χ5 του είχε πει να δείχνει στην Τροχαία το ένα μόνο δελτίο αποστολής ενώ το άλλο να το κρύβει. Ο ισχυρισμός των δευτέρου, τρίτου και έκτου κατηγορουμένων ότι εκδόθηκαν δύο φορτωτικές και δύο δελτία αποστολής γιατί δόθηκαν δύο παραγγελίες από την αγοράστρια εταιρεία μία στις 10-4-2003 και μία άλλη συμπληρωματική στις 11-4-2003 κρίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια για τον λόγο ότι: 1) η αγοράστρια έδινε παραγγελία για αγορά φύλλων μελαμίνης από την Ε-1 Α.Ε. σχεδόν ανά δεύτερη ημέρα και ως εκ τούτου δεν υπήρχε ανάγκη συμπληρωματικής παραγγελίας, 2) δεν προσκομίστηκαν δύο τιμολόγια αγοράς, 3) στις εκθέσεις εφέσεων του δευτέρου και έκτου κατηγορουμένων κατά του 130/2004 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημ/κών Λάρισας αναφέρεται ότι επρόκειτο για μία παραγγελία και 4) η έκδοση διπλών φορτωτικών και δελτίων αποστολής ήταν επαναλαμβανόμενη τακτική της εν λόγω εταιρίας για την παραπλάνηση των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων όπως προαναφέρθηκε. Την 11 Απριλίου 2003, ημέρα Παρασκευή, ο υπεύθυνος φόρτωσης και μεταφοράς των εμπορευμάτων της εταιρείας "Ε-1 Α.Ε." δεύτερος κατηγορούμενος Χ5, αν και γνώριζε από τα δελτία παραγγελίας ότι το συνολικό βάρος των εμπορευμάτων ήταν 28.901 Κg και λόγω της ιδιότητός του ως συγκύριου του οχήματος ότι το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος που μπορούσε να μεταφέρει το φορτηγό (συρμός) 23.870 Κg και συνεπώς ότι το φορτίο ήταν υπέρβαρο κατά 5.031 Κg και άρα επικίνδυνο, έδωσε εντολή στον συγκατηγορούμενό του Χ3 να φορτωθεί η παραγγελία στο παραπάνω ρυμουλκό μετά ρυμουλκούμενου. Το αυτοκίνητο οδήγησε στον τόπο φόρτωσης, το απόγευμα της ίδιας παραπάνω ημέρας, ο πρώτος κατηγορούμενος. Στην είσοδο του εργοστασίου υπήρχε ζυγαριά για τη ζύγιση των φορτηγών, πλην όμως στην πραγματικότητα ζύγιση δε γινόταν και δεν εκδίδονταν ζυγολόγια. Ο πρώτος κατηγορούμενος εισήλθε στις αποθήκες για τη φόρτωση. Τη φόρτωση, η οποία αποτελεί την έναρξη της μεταφοράς, διενήργησε το συνεργείο φόρτωσης της εταιρείας δηλ. ο χειριστής του κλαρκ ΑΑ και οι εργάτες ΓΓ και ΒΒ. Παρών ήταν φυσικά ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος λόγω της πρόσφατης πρόσληψής του, δεν είχε γνώσεις του τρόπου φόρτωσης, γνώριζε όμως το υπέρβαρο του φορτίου και δεν έφερε αντίρρηση στη φόρτωσή του. Κατά τη φόρτωση τοποθετήθηκαν στο ρυμουλκό δέκα (10) δέματα (πέντε μπροστά και πέντε πίσω) και στο ρυμουλκούμενο έξι (6) (τρία μπροστά και τρία πίσω), οι παραπάνω δε εργάτες είχαν τοποθετήσει στις καρότσες πηχάκια, πάνω στα οποία ο χειριστής του κλαρκ απέθεσε τα δέματα. Το ύψος κάθε παλέτας με τις μοριοσανίδες που μπαίνουν κάτω και πάνω ήταν 41,6 εκ., μεταξύ αυτών δε μεσολαβούσαν πηχάκια που διευκόλυναν τη φόρτωση πάχους 2,4 εκ. περίπου (βλ. διευκρίνιση Χ3 στο ΜΟΔ σελ. 299). Το βάρος και το ύψος των δεμάτων στο ρυμουλκό ήταν 18.630 Kg και 2,20 μ., αντιστοίχως ενώ στο ρυμουλκούμενο 10.271 Kg και 1,67 μπροστά και 1,10 πίσω αντιστοίχως. Το ωφέλιμο βάρος του ρυμουλκού ήταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, 16.220 Κg και συνεπώς το φορτίο ήταν υπέρβαρο κατά 2.410 Κg ήτοι κατά ποσοστό 9,26% ενώ το ωφέλιμο βάρους του ρυμουλκούμενου ήταν 7.650 Kg και συνεπώς αυτό ήταν υπέρβαρο κατά 2.621Kg ήτοι κατά ποσοστό 21,8%. Συνολικά ρυμουλκό και ρυμουλκούμενο ήταν υπέρβαρα κατά 5.031 Kg δηλ. σε ποσοστό 13,2%. To ύψος του φορτίου, που ήταν τοποθετημένο στο ρυμουλκό ήταν κατά πολύ ανώτερο από αυτό που ενδείκνυται (δεν έπρεπε δηλαδή να ξεπερνά το 1,60-1,80 μ.) με πολύ σημαντικές συνέπειες στην ασφαλή οδήγηση αφού μετατοπίζονταν προς τα πάνω το κέντρο βάρους του αυτοκινήτου. Πράγματι το επιπλέον βάρος του συρμού επηρέαζε το ύψος του φορτίου, αφού ήταν δεδομένες οι διαστάσεις των παλετών και της καρότσας τόσο του ρυμουλκού όσο και του ρυμουλκούμενου, καθόσον το ύψος υπερέβη κατά πολύ στο ρυμουλκό, το παραπάνω επιτρεπτό ύψος φόρτωσης (1,60- 1,80 μ), με συνέπεια την προς τα πάνω μετατόπιση του κέντρου βάρους του όλου οχήματος και την ως εκ τούτου επιβάρυνση της οδικής συμπεριφοράς του. Η συσκευασία και ο τρόπος πρόσδεσης του φορτίου έπρεπε να είναι τέτοια, ώστε φορτίο και όχημα να αποτελούν ένα συμπαγές σώμα με ενιαία συμπεριφορά στις συνθήκες κυκλοφορίας δηλ. στην επιτάχυνση, στην πέδηση, στην εκτέλεση ελιγμών κλπ. Έτσι, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για τη συσκευασία, τη φόρτωση και την πρόσδεση φορτίων μελαμίνης και ΜDF και παρά το ότι τα παραπάνω εμπορεύματα δεν περιλαμβάνονται στα χαρακτηριζόμενα από το νόμο ως επικίνδυνα υλικά κατά τη μεταφορά, εν τούτοις, εξαιτίας του πολύ μικρού δείκτη τριβής των υλικών αυτών, που επιτρέπει να γλιστρούν πολύ εύκολα, έπρεπε η συσκευασία τους να γίνει πιο σταθερή, με τη χρησιμοποίηση περισσοτέρων τσερκιών, όπως ήδη αναφέρθηκε, κάτι το οποίο δεν συνέβη. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, έδεσε τα δέματα με καταφανώς φθαρμένους ιμάντες και συγκεκριμένα έδεσε με 6 ιμάντες τα δέματα που είχαν φορτωθεί στο ρυμουλκό και με 4 ιμάντες τα δέματα που είχαν φορτωθεί στο ρυμουλκούμενο. Η πρόσδεση ήταν ανεπαρκής, αφενός μεν λόγω του ύψους του φορτίου στο ρυμουλκό, αφετέρου δε, λόγω της κατάστασης των ιμάντων, της μη χρησιμοποίησης γωνιών στα μέρη που οι ιμάντες εφάπτονταν του φορτίου και έτσι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος μετατόπισής του, αλλά και του γεγονότος ότι έλειπαν από το συρμό δύο επιδαπέδιοι κρίκοι και για το λόγο αυτό δεν τέντωναν καλά οι ιμάντες κατά την πρόσδεση του φορτίου. Η έλλειψη των κρίκων ήταν σημαντική, διότι έτσι η πρόσδεση των ιμάντων δεν γινόταν σ' αυτούς, αλλά στις τραβέρσες εσωτερικά της καρότσας δηλ. στους γάντζους της καρότσας που ήταν για τη σταθεροποίηση της κουκούλας (μουσαμά), με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η γωνία πρόσδεσης και να μην είναι σωστή η πρόσδεση και η τάνυσή τους. Εξαιτίας των παραπάνω έπρεπε να χρησιμοποιηθούν επιπλέον ιμάντες για την πρόσδεση των δεμάτων στο δάπεδο της καρότσας του συρμού, έτσι ώστε να υπάρχει ασφάλεια κατά τη μεταφορά του φορτίου. Το φορτίο είχε προγραμματιστεί να φθάσει στον Πειραιά και παραδοθεί στον παραλήπτη την Κυριακή το βράδυ. Για τον λόγο αυτό ο οδηγός Χ6 δεν έφυγε κατ' ευθείαν για το ταξίδι προς ..., αλλά πήγε με το έμφορτο όχημα στο χωριό ..., όπου διέμενε η οικογένειά του, την επόμενη ημέρα (Σάββατο 12-3-2003) πήγε με το όχημα σε συνεργείο όπου κόλλησε την πίσω αριστερή δοκίδα του ρυμουλκούμενου και την επόμενη ημέρα Κυριακή (13-4-2003) και περί ώρα 12.50 ξεκίνησε το ταξίδι προς ... . Περί ώρα 19.20 έφθασε στα ... και στη Χ.Θ 384+850. Η κατάσταση της οδού ήταν καλή, το οδόστρωμα ξηρό, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, υπήρχε φως ημέρας και η κυκλοφορία ήταν αυξημένη. Στο τμήμα αυτό η οδός έχει κατηφορική κλίση, στροφές, διπλή συνεχόμενη διαχωριστική των ρευμάτων κυκλοφορίας γραμμή, είναι στενή, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση πλάτους 3,85 μ. εκάστη, υπήρχε πινακίδα ρυθμιστική της κυκλοφορίας Ρ-32 που όριζε όριο ταχύτητας μέχρι 80 χ/ω για τα κινούμενα από ... προς ... οχήματα και επί πλέον πινακίδα αναγγελίας κινδύνου Κ-2α, που προειδοποιούσε για την ύπαρξη δύο επικίνδυνων αντίρροπων στροφών και τρεις πληροφοριακές πινακίδες Π-75, ήτοι διαδοχικά βέλη κατεύθυνσης που τοποθετούνται σε επικίνδυνες καμπύλες κυρίων αρτηριών. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα ρυθμιστική της ταχύτητας πινακίδα Ρ-32 την 14-4-2003 αντικαταστάθηκε (μετά το ένδικο ατύχημα) με άλλη φωτεινή πινακίδα που όριζε όριο ταχύτητας για τα κινούμενα προς ... οχήματα 50 χ/ω και για τα αντιθέτως κινούμενα (προς ...) 60 χ/ω. Ο πρώτος κατηγορούμενος, παρά τις, κατά τα ανωτέρω, συνθήκες επικινδυνότητας της οδήγησης στην ανωτέρω οδό, οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και συγκεκριμένα οδηγούσε με υπερβολική, για τις εν λόγω συνθήκες, ταχύτητα που ξεπερνούσε και το ανωτέρω αναγραφόμενο στην πινακίδα ανώτατο όριο ταχύτητας των 80 χ/ω των προς ... κινουμένων οχημάτων, το οποίο όμως όριο είναι και αυτό υπερβολικό για την κίνηση του οχήματος (ρυμουλκό με ρυμουλκούμενο) που οδηγούσε, δεδομένου ότι με το άρθρο 20§2 του ΚΟΚ ορίζεται γι' αυτό ανώτατη ταχύτητα, εκτός κατοικημένων περιοχών, όπως εν προκειμένω, 70 χ/ω. Λαμβανομένων όμως υπόψη ότι το όχημα αυτό είχε, πέραν του επιτρεπομένου ορίου, βάρος φορτίου, με στoιβασία του φορτίου όχι με τρόπο που να εξασφαλίζει την μοναδοποίηση και την συνοχή του και ακόμη είχε ψηλό κέντρο βάρους λόγω και της καθ' ύψος υπερφόρτωσης, ότι εκινείτο σε οδό με κατωφέρεια, αρκετές επικίνδυνες αντίρροπες στροφές και στενό οδόστρωμα, έπρεπε ο οδηγός αυτού που γνώριζε τις εν λόγω συνθήκες, να μειώσει την ταχύτητά του κάτω και του ορίου των 70χ/ω, ώστε να διέλθει με ασφάλεια το ανωτέρω επικίνδυνο τμήμα της οδού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 και 2 ΚΟΚ. Επί πλέον ο κατηγορούμενος οδηγός καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του μέχρι τα ..., δεν πραγματοποίησε στάση για να ξεκουραστεί, να ελέγξει το φορτίο και να προβεί στην απαιτούμενη τάνυση των ιμάντων. Έτσι με τις προαναφερόμενες συνθήκες ο πρώτος κατηγορούμενος οδηγός του οχήματος έφθασε στην πρώτη από τις ανωτέρω αναφερόμενες δύο αντίρροπες στροφές που είχε αριστερή κλίση σε σχέση με την πορεία του, αφού ολοκλήρωσε δε αυτή, με την κατά τα άνω υπερβολική ταχύτητα, εισήλθε στη δεξιά στροφή κινούμενος πλησίον της διαχωριστικής γραμμής. Τότε στην προσπάθειά του να κρατήσει το όχημα στο δικό του ρεύμα κυκλοφορίας πραγματοποίησε ελιγμό προς τα δεξιά, για να κρατήσει το όχημά του σε κανονική πορεία στο κέντρο του ρεύματος πορείας του. Όμως αυτό δεν μπόρεσε να το επιτύχει, για τον λόγο ότι η μεγάλη ταχύτητα με την οποία εκινείτο, το υπέρβαρο του φορτίου, το ψηλό κέντρο βάρους και η χαλαρότητα των ιμάντων που δημιουργήθηκε από την αμέσως προηγηθείσα κίνηση αυτού σε δρόμο με στροφές (περιοχή ... και ...) προκάλεσαν μικρή μετακίνηση προς τα αριστερά της πίσω ντάνας του ρυμουλκού, η οποία πίεσε τα αριστερά πλευρικά προστατευτικά στοιχεία του οχήματος, μετακινήθηκε ως εκ τούτου κατά λίγα εκατοστά του μέτρου το κέντρο βάρους του φορτίου προς την κατεύθυνση της φυγόκεντρης δύναμης, η οποία, λόγω των ανωτέρω συνθηκών, ήταν αυξημένη στο σημείο εκείνο της οδού, αφού όπως είναι γνωστό είναι ανάλογη της μάζας του οχήματος, του τετραγώνου της ταχύτητας στο καμπύλο τμήμα της οδού και αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας της οδού στο συγκεκριμένο καμπύλο τμήμα (Fφ=m.υ²/R), είναι δε αυτή (φυγόκεντρη δύναμη) που σε συνδυασμό με το ύψος εφαρμογής του κέντρου βάρους δημιουργούν τη ροπή ανατροπής του οχήματος. Έτσι το ανωτέρω όχημα, όχι μόνο δεν μετακινήθηκε δεξιότερα προς το κέντρο του ρεύματος πορείας του, αλλά αντίθετα, κινούμενο στα όρια κατάστασης ανατροπής, εκτράπηκε της πορείας του προς τα αριστερά, έλαβε κλίση 14ο περίπου ( βλ. τεχνική έκθεση ..., σελ. 27), εισήλθε μερικώς, κατά 90 περίπου εκατοστά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με ανασηκωμένους του δεξιούς τροχούς, πατούσε δηλαδή μόνο στους αριστερούς τροχούς, διαγράφοντας με τα ίχνη των έντονα πιεζομένων ελαστικών, μερικώς κατά το πέλμα και μερικώς κατά το εξωτερικό πλευρικό τους τοίχωμα, ευθύγραμμη τροχιά, παράλληλη σχεδόν προς τη διπλή διαχωριστική γραμμή της οδού και σε απόσταση 90 εκ. από αυτή. Η τριβή αυτή των ελαστικών δημιούργησε των υπερθέρμανσή τους τόσο έντονα ώστε να βγάζουν μεγάλη ποσότητα άσπρου καπνού. Για τον άσπρο αυτόν καπνό κατέθεσε ο μάρτυρας ΛΛ, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει με βεβαιότητα από πού προήλθε, καθώς και ο μάρτυρας ΖΖ. Ο οδηγός του συρμού είδε σε απόσταση 50 περίπου μέτρων το με αριθμ. κυκλοφορίας ... ΔΧ λεωφορείο του ΚΤΕΛ Ημαθίας που εκινείτο προς ...και όπισθεν αυτού (λεωφορείου) Ι.Χ αυτοκίνητα και προσπάθησε να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση με το εν λόγω λεωφορείο και να κινηθεί προς τα δεξιά, πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό, ο συρμός συνέχισε να κινείται εντός του αντιθέτου ρεύματος κυκλοφορίας στους αριστερούς μόνο τροχούς και κεκλιμένη όπως προαναφέρθηκε σημαντικά περί τις 14ο την αριστερή πλευρά του διανύοντας στην κατάσταση αυτή 50 μ. περίπου. Ο οδηγός του λεωφορείου κινούμενος μέχρι τότε εντός του ρεύματος πορείας του και προς το δεξιότερο τμήμα αυτού, επιχείρησε ενστικτωδώς ελιγμό προς τα δεξιά, αντιλαμβανόμενος τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε τον ίδιο και τους επιβαίνοντες του λεωφορείου. Όμως και ενώ το λεωφορείο βρισκόταν σε ελαφρώς διαγώνια θέση, ο συρμός κατέφθασε και το ρυμουλκό, με ανασηκωμένους ακόμα τους δεξιούς τροχούς του, συγκρούσθηκε πλαγιομετωπικά με το εν λόγω λεωφορείο. Συγκεκριμένα προσέκρουσε η άνω αριστερή γωνία της μετώπης του ρυμουλκού με την άνω αριστερή γωνία του λεωφορείου. Κατά τη σύγκρουση αποκολλήθηκε η αριστερή κατά μήκος οριζόντια μεταλλική δοκός της υπερκατασκευής της καρότσας του ρυμουλκού, αποξηλώθηκαν δε και τα μεταλλικά και ξύλινα παραπέτα της αριστερής πλευράς αυτού λόγω της εκ των έσω πίεσης του φορτίου προς τα αριστερά, αφού το φορτίο δέχθηκε μεγάλη φυγόκεντρη δύναμη λαμβανομένων υπόψη της μεγάλης ταχύτητας του οχήματος, της μεγάλης μάζας και του βάρους του φορτίου και εξ αυτού κόπηκαν οι ιμάντες και τα μεταλλικά τσέρκια. Η αριστερή κατά μήκος οριζόντια μεταλλική δοκός κατά την αποκόλλησή της εισήλθε πίσω από τη θέση του οδηγού του λεωφορείου στο χώρο των επιβατών αυτού, διαπέρασε το εσωτερικό του λεωφορείου και εξήλθε διαγώνια από την πίσω δεξιά πλευρά αυτού. Είναι δε η εν λόγω δοκός, αυτή που ο μάρτυρας πυροσβέστης ... κατέθεσε ότι την έκοψε σε τρία κομμάτια που τα χρησιμοποίησε για την στήριξη της οροφής του λεωφορείου προκειμένου να προβούν στον απεγκλωβισμό των επιβατών, και είναι αυτή που τραυμάτισε θανάσιμα τα πρόσωπα που βρίσκονταν στις θέσεις απ' όπου διήλθε. Στη συνέχεια τα αριστερά οριζόντια παραπέτα του ρυμουλκού και οι κάθετοι δοκοί (πίσω αριστερά και μεσαία αριστερά) που έσπασαν, εισχώρησαν και αυτά στο λεωφορείο από την πίσω θέση του οδηγού προς τον χώρο των επιβατών. Από τις εν λόγω δοκούς η κάθετη μεσαία αφού εισήλθε στο λεωφορείο έσπασε την εμπρόσθια αριστερή κολώνα αυτού, όλα τα κολωνάκια και παράθυρα της αριστερής πλευράς προξενώντας θανατηφόρες κακώσεις σε όσους βρίσκονταν στα αριστερά καθίσματα, τα οποία δεν είχαν χτυπηθεί από την πρώτη ανωτέρω δοκό. Παράλληλα ένα μέρος του φορτίου που είχε όπως προαναφέρθηκε ελευθερωθεί από τσέρκια και ιμάντες, εκτινάχθηκε στον χώρο των επιβατών του λεωφορείου ενώ το υπόλοιπο φορτίο μελαμινών διασκορπίστηκε επί της οδού από τη θέση του λεωφορείου μέχρι την τελική θέση του φορτηγού. Το γεγονός ότι στο λεωφορείο μπήκαν και μελαμίνες επιβεβαίωσαν με τις καταθέσεις τους και οι μάρτυρες Ψ13, Δ/ντής του ανωτέρω Λυκείου, συνοδός καθηγητής, ο οποίος καθόταν στην πρώτη δεξιά σειρά των καθισμάτων, ο ΩΩ-31, οδηγός του Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου εργοστασίου ROVER, ο ΩΩ-32, συνοδηγός του ανωτέρω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, ο ΩΩ-35, Δ/ντής του ανωτέρω Λυκείου και ο ΩΩ-36, Δήμαρχος τότε του Δήμου ..., οι δύο τελευταίοι των οποίων κατέφθασαν αμέσως στον τόπο του ατυχήματος και κατέθεσαν με κατηγορηματικότητα ότι είδαν κομμάτια μελαμίνης μέσα το λεωφορείο, το ίδιο δε επιβεβαίωσαν με τις καταθέσεις τους οι μάρτυρες τεχνικοί σύμβουλοι ΩΩ-34 και ΖΖ, η βασιμότητα δε της κατάθεσής τους επιβεβαιώνεται και από τις καταθέσεις μαρτύρων, όπως ΩΩ-28, ΩΩ-36, ΩΩ-37, ΩΩ-38 και ΩΩ-39, ΩΩ-40, ΩΩ-41, ΩΩ-42, οι οποίοι κατηγορηματικά κατέθεσαν ότι στα μαλλιά τους οι δύο πρώτοι και τα μαλλιά των τέκνων τους οι λοιποί υπήρχαν τμήματα μελαμίνης και τελικά όλα αυτά επιβεβαιώνονται και από την οπτική θεώρηση των βιντεοκασετών και DVD. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν από τους επιβάτες του λεωφορείου από τους οποίους 49 ήταν μαθητές και 3 συνοδοί καθηγητές του Λυκείου ... που επέστρεφαν από σχολική εκδρομή, 21 μαθητές να υποστούν πολλαπλές κακώσεις σε διάφορα σημεία του σώματός τους, κυρίως στο κεφάλι και τη θωρακική χώρα, συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατός τους και 33 πρόσωπα να τραυματιστούν. Ειδικότερα συνεπεία του τραυματισμού τους, υπέκυψαν οι εξής: 1) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 2) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος, 3) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 4) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 5) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. 6) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 7) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 8) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 9) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω αποκεφαλισμού. 10) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 11) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών κακώσεων σώματος. 12) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 13) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 14) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. 15) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. 16) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφσλικής κάκωσης. 17) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. 18) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 19) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω αποκεφαλισμού. 20) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. 21) ..., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. Σωματικές βλάβες και κακώσεις υπέστησαν οι εξής: 1) Ψ39 (οδηγός του λεωφορείου), ο οποίος "υπέστη κάκωση θωρακικής πλευράς (βλ. το από 16-4-2003 πιστοποιητικό του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας), 2) Ψ13 (διευθυντής του Λυκείου -συνοδός), κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κάκωση λεκάνης με πιθανό κάταγμα αριστερής κοτύλης και θλάση αριστερού υποχόνδριου (βλ. το από 2-2-2004 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνης), 3) ΩΩ-3 (συνοδός καθηγητής), κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη πνευμονικές θλάσεις, σπληνεκτομή (βλ. το από 16-4-2003 πιστοποιητικό του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας), 4) Ψ-7, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη οίδημα ζυγωματικής χώρας (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 5) ΩΩ-5, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα κεφαλής (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 6) Ψ24, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και θλάση αυχένα (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό και το σχετικό πληροφοριακό σημείωμα του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας καθώς και το ιατρικό σημείωμα του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας), 7) ΩΩ-7, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και το σχετικό ιατρικό σημείωμα του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας), 8) ΩΩ-8, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και τραύματα σπλαχνικού κρανίου (βλ. το σχετικό ενημερωτικό σημείωμα του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 9) Ψ36, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάταγμα ωλένης και κερκίδας αντιβραχίου (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 10) ΩΩ-10, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάταγμα δεξιάς ποδοκνημικής, κάταγμα δεξιάς πηχεοκαρπικής, κάκωση κεφαλής (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 11) Ψ38, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακα, κάκωση κοιλίας, θλάση κοιλίας (βλ- το από 15-4-2003 πιστοποιητικό, το σχετικό ιατρικό σημείωμα του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 12) Ψ12, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κλειστή κάκωση θώρακα, κατάγματα πλευρών και αριστεράς κλείδας (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό και τη σχετική ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 13) ΩΩ-13, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη πολλαπλές κακώσεις (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 14) Ψ19, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακα (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 15) ΩΩ-13, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη πολλαπλά θλαστικά τραύματα και θλαστικό αριστερού οφρύος (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 16) Ψ28, κάτοικος ..., η οποία υπέστη σπληνεκτομή, κάκωση θώρακος και θλαστικά τραύματα (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 17) Ψ37, κάτοικος ..., η οποία υπέστη υποκεφαλικό κάταγμα δεξιού βραχιονίου (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 18) ΩΩ-18, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής και άνω χείλους, θλάση άνω πνευμονικού πεδίου, θλαστικό τραύμα δεξιού ΠΧΚ (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 19) ΩΩ-19, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα κάτω χείλους κάκωση δεξιού γόνατος και δεξιάς ΠΧΚ (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και τα από 15 και 16-4-2003 πιστοποιητικά του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας), 20) ΩΩ-20, κάτοικος ..., η οποία υπέστη πολλαπλές θλάσεις (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 21) Ψ48, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση ΟΜΣΣ (βλ. το από 30-1-2004 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 22) ΩΩ-22, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη οίδημα άνω κοιλίας (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 23) Ψ18, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάταγμα ρινικών (βλ το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 24) Ψ35, κάτοικος ..., η οποία υπέστη βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερής οφθαλμικής χώρας (βλ. το από 5-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 25) Ψ22, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακος (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 26) Ψ15, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κάταγμα μηριαίου (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 27) ΩΩ-27, κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακος και θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας), 28) ΩΩ-28, κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα κεφαλής (βλ. την από 20-6-2003 κατάθεση του), 29) ΩΩ-29, κάτοικος ..., η οποία υπέστη πολλαπλές θλάσεις (βλ. το από 15-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας).
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω συρμός συνεχίζοντας την πορεία του, εντελώς ανεξέλεγκτα, συγκρούστηκε διαδοχικά με Ι.Χ.Ε αυτοκίνητα που ακολουθούσαν το λεωφορείο και συγκεκριμένα αρχικά επέπεσε επί της αριστερής πλευρά του ...Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο ΩΩ-29, κάτοικος ..., στο οποίο επέβαινε και η σύζυγός του ΩΩ-30, το οποίο αφού το παρέσυρε ο συρμός προς τα πίσω, προσέκρουσε με την οπίσθια πλευρά του στο χωμάτινο πρανές και κάηκε ολοσχερώς. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν να τραυματιστεί ο οδηγός ΩΩ-29, ο οποίος υπέστη εκχύμωση βρεγματικής χώρας (βλ. το από 13-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας). Στη συνέχεια συγκρούσθηκε με την αριστερή πλευρά του υπ' αριθ. ... ΙΧΕ. αυτοκινήτου που οδηγούσε ο ΩΩ-31, κάτοικος ..., ιδιοκτησίας ΩΩ-31, ο οποίος επέβαινε στη θέση του συνοδηγού και κινούνταν πίσω από το αυτοκίνητο του ΩΩ-29. Αφού παρασύρθηκε από το συρμό προς τα πίσω, προσέκρουσε σε δένδρο και κάηκε και αυτό ολοσχερώς. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν να τραυματιστεί ο οδηγός ΩΩ-31, ο οποίος υπέστη κάκωση θώρακος και τραύμα τριχωτού κεφαλής (βλ. το από 16-4-2003 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας) και τέλος συγκρούσθηκε με το υπ' αριθ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ΛΛ, κάτοικος ..., στο οποίο επέβαινε η σύζυγος του ΩΩ-33, κάτοικος επίσης ..., το οποίο αυτοκίνητο εκινείτο όπισθεν του προηγούμενου αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο αυτό εισχώρησε, με την εμπρόσθια αριστερή πλευρά του, κάτω από το αμάξωμα του ρυμουλκού και στη συνέχεια παρασύρθηκε και προσέκρουσε με το πίσω τμήμα και αριστερά, σε δένδρο. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν να τραυματιστεί ο οδηγός ΛΛ, ο οποίος υπέστη κάταγμα αριστερής επιγονατίδας, κάταγμα αριστερής ωλένης και κάταγμα έξω κνημιαίων κονδύλων, καθώς και η συνεπιβάτης ΩΩ-33, η οποία υπέστη κάταγμα αριστερών πλευρών και κάταγμα ηβοϊσχιακών κλάδων (βλ. το από 30-1-2004 πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας). Περαιτέρω καθ' όσο αφορά τις συνθήκες και τα αίτια του πολύνεκρου αυτού ατυχήματος πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: 1) Καθ' όσο αφορά την ταχύτητα του συρμού, ο πραγματογνώμονας ΗΗ αναφέρει στην έκθεσή του ότι αμέσως πριν από τη σύγκρουση του συρμού με το λεωφορείο στο δίσκο ταχογράφου καταγράφηκε ταχύτητα 64χ/ω. Το ίδιο δε αναγράφεται στο .../9/33-1ζ/15-4-2003 έγγραφο της Τροχαίας Λάρισας. Από τη μελέτη του δίσκου αυτού προκύπτει ότι η μέση ταχύτητα που έχει καταγράψει ο ταχογράφος είναι 60χ/ω. Όμως από τον ίδιο δίσκο ταχογράφου προκύπτει ότι το όχημα διέτρεξε από τον τόπο αναχώρησης μέχρι τον τόπο του ατυχήματος 501 χιλιόμετρα σε χρόνο 6 ωρών και 19 λεπτών.
Συνεπώς έβαινε με μέση ταχύτητα 79,3 χιλιομέτρων την ώρα. Από αυτό προκύπτει ότι ο οδηγός έθεσε σε λειτουργία ροοστάτη ο οποίος έκλεβε 24% περίπου και επομένως η πραγματική ταχύτητα του συρμού αμέσως πριν τη σύγκρουση ήταν 84 χ/ω περίπου και όχι η αναγραφόμενη στον δίσκο ταχογράφου 64 χ/ω, 2) Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που προαναφέρθηκε γίνεται εκτίμηση ότι δεν μετατοπίστηκε το φορτίο αλλά ίσως μόνο το κέντρο βάρους αυτού. Όμως όπως προαναφέρθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ψ13, Ψ39, ΩΩ-31 και ΩΩ-32, που ήταν αυτόπτες μάρτυρες καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ΕΕ, ΩΩ-34 και ΖΖ προκύπτει ότι η μετατόπιση του φορτίου συνέβη πριν τη σύγκρουση. Και είναι μεν αλήθεια ότι ο μαθητής ΩΩ-19, ο οποίος καθόταν δίπλα στον οδηγό του λεωφορείου και η καθηγήτρια ΩΩ-36, η οποία βρίσκονταν στην εμπρόσθια θέση του λεωφορείου, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες δεν κατέθεσαν ότι είδαν το φορτίο μετατοπισμένο. 3) Στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης διαλαμβάνεται η κρίση ότι τα αριστερά παραπέτα και οι κάθετες αριστερές κολώνες εισχώρησαν στο λεωφορείο και ήταν αυτά που έκοψαν τους ιμάντες και τα τσέρκια του συρμού. Όμως όπως προαναφέρθηκε την θραύση των ιμάντων και των τσερκιών στο ρυμουλκό προκάλεσε η μετατόπιση του φορτίου που έγινε λόγω της μεγάλης φυγόκεντρης δύναμης, που αναπτύχθηκε από τη μεγάλη ταχύτητα και το υπέρβαρο.
4) Τέλος στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης γίνεται η εκτίμηση ότι οι δεξιοί τροχοί του ρυμουλκού πρέπει να ήταν ανασηκωμένοι διαρκώς κατά την ώρα όλων των συγκρούσεων. Όμως από το δικαστήριο τούτο κρίνεται ότι δεν θα ήταν δυνατόν να κινηθεί ο συρμός σε απόσταση 105 μέτρων με ανασηκωμένες τις δεξιές ρόδες του ρυμουλκού και μάλιστα μετά την επαφή των δύο οχημάτων, γεγονός που έδωσε την απαιτούμενη ώθηση ώστε το ρυμουλκό να πατήσει και στις δεξιές ρόδες του ...". Πρέπει να σημειωθεί ότι 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος κατηγορούμενοι είναι οι Χ6, Χ5, Χ1, Χ2, Χ4 και Χ3, αντίστοιχα.
V. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μ.Ο.Ε. έκρινε ότι ο θάνατος των 21 μαθητών, που κατονομάζονται και η πρόκληση σωματικών βλαβών στα άλλα ως άνω 33 άτομα, οφείλεται στην συγκλίνουσα αμέλεια όλων των κατηγορουμένων, η οποία συνίστατο όχι σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, η οποία ως αίτιο προηγήθηκε του αποτελέσματος, είχαν δε (οι κατηγορούμενοι) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψουν το αποτέλεσμα. Στην συνέχεια δε το Δικαστήριο εξειδικεύει την αμέλεια εκάστου κατηγορουμένου, όσον αφορά τις πράξεις των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών κατά συρροή, από αμέλεια. Καθορίζοντας και το είδος αυτής για τον καθένα, εκ των οποίων ο πρώτος, όπως λέχθηκε, δεν άσκησε αίτηση αναιρέσεως, του δε τρίτου η αίτηση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, πλην όμως παρατίθενται οι κρίσεις του Δικαστηρίου και γι αυτούς, διότι, πέραν του ότι η ποινική ευθύνη τους συμπλέκεται, θα αξιολογηθούν κατωτέρω σε σχέση με τους λόγους αναιρέσεως εκάστου των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα το Δικαστήριο αναφέρει, αρχικά, όσον αφορά τους 1ο, 2ο, 3ο και 5ο, ότι, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις, ο πρώτος, ως επαγγελματίας οδηγός του ανωτέρω οχήματος συρμού, ο δεύτερος, ως συνιδιοκτήτης του εν λόγω οχήματος και ο υπεύθυνος φορτώσεων υπάλληλος της εταιρείας "Ε-1 Α.Ε.", ο τρίτος, ως συνιδιοκτήτης του εν λόγω οχήματος και ο πέμπτος ως ο Δ/ντής του εργοστασίου της εν λόγω εταιρείας, και μπορούσαν να καταβάλουν, προέβλεψαν μεν ως δυνατό το ανωτέρω αξιόποινο αποτέλεσμα, πίστεψαν όμως ότι δεν θα επερχόταν, ενώ, καθ'όσο αφορά τους 4ο και 6ο κατηγορουμένους, ότι, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις ο πρώτος ως ο γενικός Δ/ντής και ο δεύτερος ως ο αποθηκάριος της ανωτέρω εταιρείας, και μπορούσαν να καταβάλουν δεν προέβλεψαν το ανωτέρω αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν. Στη συνέχεια δε εξειδικεύει το σύνολο της αμελούς συμπεριφοράς κάθε κατηγορουμένου, η οποία προκάλεσε το θάνατο και τον τραυματισμό των προαναφερόμενων προσώπων, αφού, όπως ανέλεγκτα δέχθηκε, με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας δεν θα επέρχονταν αν οι κατηγορούμενοι ενεργούσαν επιμελώς. Ειδικότερα, για τους ανωτέρω κατηγορουμένους-αναιρεσείοντες Χ5, και τον αναιρεσείοντα Χ1, του οποίου η αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, ενόψει του ότι οι παραδοχές και για τους δύο είναι κοινές, ως και τον κατηγορούμενο μη αναιρεσείοντα οδηγό του φορτηγού Χ6, οι παραδοχές για τον οποίο έχουν άμεση σχέση με τον Χ5 συνιδιοκτήτη του φορτηγού και εργοδότη του Χ6, Χ4, Χ2 και Χ3, δέχθηκε τα ακόλουθα: "1) Ο κατηγορούμενος Χ6όφειλε να μη επιτρέψει τη φόρτωση του οχήματος με φορτίο που υπερέβαινε το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος και ύψος του συρμού, δεδομένου ότι ως έμπειρος επαγγελματίας οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων που ήταν, γνώριζε ότι η οδική συμπεριφορά του οχήματος εξαρτάται άμεσα από το βάρος του μεταφερόμενου φορτίου και από τον τρόπο φόρτωσής του, και επομένως το φορτίο πρέπει να είναι στα όρια του επιτρεπτού βάρους και να καταμερίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο χαμηλά στην επιφάνεια του δαπέδου για να χαμηλώνει το κέντρο βάρους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συρμός φορτώθηκε με φύλλα μελαμίνης, MDF και μοριοσανίδες, το φορτίο δε αυτό, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. .../11-4-2003 και .../11-4-2003 φορτωτικές και τα υπ' αριθμ. .../11-4-2003 και .../11-4-2003 δελτία αποστολής εκδόσεως της "Ε-1 Α.Ε." ήταν βάρους 24.202 και 4.699 kg αντίστοιχα, συνολικά δε 28901 kg. Από την άδεια κυκλοφορίας του συρμού προκύπτει ότι το ρυμουλκό μετά του ρυμουλκουμένου μπορούσαν να μεταφέρουν ωφέλιμο φορτίο 16220 kg και 7.650 kg αντίστοιχα, συνολικά δηλαδή 23870 kg.
Συνεπώς, ο συρμός ήταν υπέρβαρος συνολικά κατά 5.031 kg . Τα δέματα των εμπορευμάτων ήταν 16. Από αυτά τα 10 φορτώθηκαν στο ρυμουλκό και 6 στο ρυμουλκούμενο. Το μέσο ύψος κάθε παλέτας (δέματος) μαζί με τις σαγρέ σανίδες που τοποθετήθηκαν στις πάνω και κάτω πλευρές αυτού ήταν 41,6 εκ. μεταξύ δε αυτών μεσολαβούσαν πηχάκια που διευκόλυναν τη φόρτωση πάχους 2,4 εκ, περίπου. Λαμβανομένου υπόψη ότι κατά μήκος του ρυμουλκού μπορούσαν να τοποθετηθούν δύο σειρές δεμάτων (μήκος των φύλλων μελαμίνης 3,66 Χ 2 = 7,32 μ. ενώ το μήκος της πλατφόρμας ήταν 7,38 και το πλάτος των μελαμινών και μοριοσανίδων ήταν 1,80 μ. ενώ το πλάτος της πλατφόρμας 2,50 μ.) συνάγεται το συμπέρασμα ότι στο ρυμουλκό τοποθετήθηκαν καθ' ύψος 5 σειρές δεμάτων οι οποίες έφθαναν συνολικά στο ύψος 2,20 μ. περίπου και όχι στο ύψος 1,60-1,80 μ. όπως θα έπρεπε. Στο ρυμουλκούμενο τοποθετήθηκαν καθ' ύψος 3 σειρές δεμάτων που είχαν ύψος 1,30 μ.περίπου. Το υπέρβαρο, κατά τα ανωτέρω, φορτίο του οχήματος αύξησε αναλογικά την κινητική ενέργεια αυτού, με αποτέλεσμα, στην περίπτωση σύγκρουσης να έχει αντίστοιχα μεγαλύτερα καταστρεπτικά αποτελέσματα, ενώ η καθ' ύψος αύξηση του όγκου του ρυμουλκού μετατόπισε καθ' ύψος το κέντρο βάρους, μειώνοντας έτσι την ευστάθεια του οχήματος. Επί πλέον ο κατηγορούμενος προσέδεσε το φορτίο με παλαιούς καταπονημένους και εμφανώς φθαρμένους ιμάντες, συγκεκριμένα με 6 ιμάντες στο ρυμουλκό και 4 στο ρυμουλκούμενο, ενώ όφειλε, λόγω του βάρους και του ύψους του φορτίου να χρησιμοποιήσει περισσότερους ιμάντες και σε καλή κατάσταση, που να φέρουν γωνίες στα σημεία επαφής, ή να χρησιμοποιήσει άλλα βοηθητικά εξαρτήματα (σκοινιά, καλώδια) για την ασφάλιση του φορτίου, ώστε να αποκλειστεί η δυνατότητα μετατόπισης αυτού. Ακόμη η πρόσδεση των ιμάντων δεν ήταν κανονική, διότι έλειπαν δύο κρίκοι πρόσδεσης πατώματος και έτσι η πρόσδεση των ιμάντων έγινε όχι στους κρίκους όπως έπρεπε αλλά στις τραβέρσες εσωτερικά της καρότσας. Η υποχρέωση της ασφαλούς φόρτωσης και μεταφοράς φορτίων επιβάλλεται από το άρθρο 32 Ν. 2696/1999. Ο τρόπος της ασφαλούς πρόσδεσης και της ασφαλούς συσκευασίας των εμπορευμάτων δεν προσδιορίζεται ειδικά στο νόμο, αλλά προκύπτει από τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης. Το γεγονός ότι το φορτίο ήταν υπέρβαρο κατά 5.031 kg το γνώριζε ο κατηγορούμενος προτού ξεκινήσει για την διαδρομή και τούτο διότι του παραδόθηκαν όπως προαναφέρθηκε δύο φορτωτικές και δύο δελτία αποστολής εκδόσεως της "Ε-1 Α.Ε." το ένα με βάρος 24.202 kg και το άλλο με βάρος 4.699 kg που αφορούσαν μία παραγγελία του ίδιου παραλήπτη και εκδόθηκαν τα δύο αυτά δελτία και όχι ένα με σκοπό να εξαπατούν αστυνομικούς της Τροχαίας σε ενδεχόμενο σχετικό έλεγχο, ασφαλώς δε γνώριζε και έπρεπε να γνωρίζει ο κατηγορούμενος το αναφερόμενο σε έκαστο των δελτίων αυτών βάρος για να είναι σε θέση να επιδεικνύει το κατάλληλο για την περίπτωση δελτίο κατά τον σχετικό έλεγχο στη συγκεκριμένη δηλαδή περίπτωση για τον έμφορτο αυτόν συρμό δεν θα ήταν σκόπιμο να επιδείξει σε γενόμενο έλεγχο το δελτίο των 4.699 kg. Όμως πέραν αυτού προέκυψε ότι ο αποθηκάριος Χ3 είχε αναφέρει στον κατηγορούμενο οδηγό πριν την εκκίνηση για τον τόπο προορισμού ότι το φορτίο ήταν "λίγο παραπάνω από 28 τόνους". Ακόμη ο κατηγορούμενος οδηγός γνώριζε ότι το ύψος του φορτίου υπερέβαινε το επιτρεπόμενο γεγονός που αποδέχεται στην απολογία του από 14-4-2003 αλλά και ενώπιον του δικαστηρίου τούτου στην απολογία του από 15-2-2007. Ακόμη ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν σταμάτησε την οδήγηση όπως όφειλε προκειμένου: 1) να ελέγξει τη σταθερότητα πρόσδεσης του φορτίου και να τεντώσει τους ιμάντες πρόσδεσης, οι οποίοι λασκάρουν όταν το φορτίο μετακινείται με τις επιταχύνσεις, τα φρεναρίσματα, τις λακκούβες του δρόμου και τη φυγόκεντρο δύναμη (βλ. το εγχειρίδιο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, Θεωρητική εκπαίδευση υποψηφίων οδηγών φορτηγών έκδοση 2000 σελ. 31), και 2) να ξεκουραστεί, σύμφωνα με το άρθρο 7 του υπ' αριθμ. 3820/20-12-85 Κανονισμού της ΕΟΚ για την εναρμόνιση κοινοτικών διατάξεων στο τομέα των οδικών μεταφορών, το οποίο ορίζει ότι μετά οδήγηση 4 1/2 ωρών ο οδηγός πρέπει να κάνει διάλειμμα τουλάχιστον 45' ή να αντικαταστήσει το διάλειμμα αυτό με διαλείμματα 15' τουλάχιστον το καθένα. Ο ταχογραφικός δίσκος εμφανίζει ως ώρα εκκίνησης του συρμού την 12.56' της 13-4-2003. Στις 19.15'-19.20' έγινε η προαναφερθείσα σύγκρουση των οχημάτων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος οδηγός του συρμού οδηγούσε συνεχώς επί 6 ώρες και 19 λεπτά χωρίς διάλειμμα ξεκούρασης, ενώ οι μόνες στάσεις που έκανε ήταν διάρκειας ενός ή δύο λεπτών σε φανάρια ή διόδια που βρέθηκαν στην πορεία του. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι αντοχές του και τα αντανακλαστικά του, η ικανότητά του δηλαδή να αντιλαμβάνεται έγκαιρα και να αντιδρά κατάλληλα σε περίπτωση κινδύνου. Τέλος ο κατηγορούμενος οδηγός αν και γνώριζε όλα τα ανωτέρω ότι δηλαδή το φορτίο του συρμού ήταν υπέρβαρο, ότι το κέντρο βάρους είχε μετακινηθεί προς τα άνω, ότι η πρόσδεση του φορτίου με τους ιμάντες δεν ήταν κανονική, ότι τα ελαστικά του αυτοκινήτου ήταν φθαρμένα, τουλάχιστον των πίσω αξόνων και επομένως δεν είχαν επαρκή πρόσφυση στο οδόστρωμα, ότι εκινείτο σε τμήμα οδού υψηλού κινδύνου επέλευσης ατυχήματος καθ' όσο η οδός ήταν στενή με μόνο ένα ρεύμα πορείας ανά κατεύθυνση και με κατηφορική κλίση, είχε δε συνεχείς στροφές και πριν την τοποθεσία του ατυχήματος αλλά και ακριβώς στην τοποθεσία του ατυχήματος είχε δύο συνεχείς αντίρροπες στροφές, η πρώτη των οποίων αριστερά, που επισημαίνονταν με υπάρχουσα στην πορεία του συρμού πινακίδα αναγγελίας κινδύνου Κ- 2 α και επί πλέον η οδός παρουσίαζε αυξημένη κίνηση οχημάτων, δεν μείωσε στο ελάχιστο την ταχύτητα του συρμού όπως είχε υποχρέωση κατά το άρθρο 19 του ΚΟΚ, δηλαδή δεν μείωσε την ταχύτητα και κάτω του τότε επιτρεπομένου, για την εν λόγω οδό, ορίου ταχύτητας των 70 χ/ω (άρθρ. 20§2β ΚΟΚ) αλλά εκινείτο με την υπερβολική, για τις ανωτέρω συνθήκες, ταχύτητα των 84 χ/ω. Και είναι μεν αλήθεια ότι στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης των ΗΗ-ΘΘ, καθώς και στο υπ' αριθμ. πρωτ. .../9/33-1ζ/15-4-2003 έγγραφο της Τροχαίας Λάρισας αναφέρεται ότι αμέσως πριν από τη σύγκρουση στο δίσκο ταχογράφου του συρμού καταγράφηκε ταχύτητα 64 χ/ω. Η ταχύτητα όμως αυτή δεν ήταν η πραγματική και τούτο διότι από τη μελέτη του δίσκου του ταχογράφου προκύπτει ότι η μέση ταχύτητα που είχε καταγράψει αυτός είναι 60 χ/ω. Λαμβανομένου όμως υπόψη της ώρας εκκίνησης του συρμού για τον τόπο προορισμού των χιλιομέτρων που διέτρεξε μέχρι τον τόπο του ατυχήματος και της ώρας που προκλήθηκε το ατύχημα, όπως ανωτέρω προσδιορίστηκαν, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος διέτρεξε 501 χιλιόμετρα σε χρόνο 6 ωρών και 19 λεπτών, και συνακόλουθα προκύπτει ότι η πραγματική μέση ταχύτητα του συρμού ήταν 79,3 χ/ω. Η διαφορά δηλαδή μεταξύ πραγματικής και εικονικής μέσης ταχύτητας είναι 24% και επομένως όταν ο ταχογράφος κατέγραψε ταχύτητα 64 χ/ω η πραγματική ήταν 84 χ/ω, την οποία δεν κατέγραψε ο δίσκος του ταχογράφου γιατί ο κατηγορούμενος οδηγός είχε θέσει σε λειτουργία το ροοστάτη που υπήρχε στο όχημα. Την ύπαρξη του ροοστάτη είχε ομολογήσει ο κατηγορούμενος οδηγός, απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στο ακροατήριο όμως του δευτεροβάθμιου αυτού Δικαστηρίου αρνήθηκε ότι γνώριζε την ύπαρξή του, ισχυρισμός που κρίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αφού για έναν έμπειρο επαγγελματία οδηγό, όπως ο κατηγορούμενος, ήταν εύκολο να αντιληφθεί ότι η πραγματική ταχύτητα του οχήματος ήταν μεγαλύτερη εκείνης που έδειχνε ο ταχογράφος και ότι υπήρχε ροοστάτης. Τελικά ο κατηγορούμενος οδηγός έλαβε ανοιχτά τη δεξιά στροφή και εισήλθε στο αντίθετο με την κατεύθυνσή του ρεύμα κυκλοφορίας παραβιάζοντας τη διπλή, κατά μήκος, συνεχόμενη διαγράμμιση της οδού, με αποτέλεσμα το πολύνεκρο ατύχημα που προαναφέρθηκε, το οποίο είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει, συμμορφούμενος προς τις υποχρεώσεις του για τη σύννομη φόρτωση και πρόσδεση του μεταφερόμενου φορτίου και σύννομη οδήγηση του οχήματος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4, 12§1, 13§2, 19§1,2 και 3, 20§2 περ. 1γ και 10, 32§1, 2α και 3, Ν. 2696/1999 και με τις διατάξεις του άρθρου 7 του υπ' αριθμ. 3820/20-12-1985 κανονισμού της ΕΟΚ και του άρθρου 13 του υπ' αριθμ. 3821/20-12-1985 Κανονισμού της ΕΟΚ (που επιβάλλει την καλή χρήση και λειτουργία της συσκευής του ταχογράφου). 2) Οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ1 ήταν συνιδιοκτήτες του ανωτέρω συρμού και ως τοιούτοι επέτρεψαν την μεταφορά υπέρβαρου κατά 5.031 kg φορτίου από τον ... στον ..., γνωρίζοντας ότι η εν λόγω διαδρομή έχει και τμήματα υψηλού κινδύνου επέλευσης ατυχήματος, ότι το μεταφερόμενο φορτίο ήταν πλάκες μελαμίνης που ήταν εξαιρετικά ολισθηρές και απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή κατά την μεταφορά τους, την στοιβασία και την πρόσδεσή τους και παρά ταύτα επέτρεψαν να φορτωθεί υπέρβαρο φορτίο χωρίς μάλιστα να διαθέσουν αυτοί, ως συνιδιοκτήτες του αυτοκινήτου, τους απαραίτητους σε αριθμό ιμάντες και συγκεκριμένα, λόγω του υπέρβαρου φορτίου 10 για το ρυμουλκό και 7 για το ρυμουλκούμενο όπως αναφέρεται και στην τεχνική έκθεση ... (σελ. 36), ο οποίος έλαβε υπόψη δύναμη τάνυσης ιμάντων 500 DAN (που είναι η ανώτερη) και με συντελεστή τριβής φορτίου 0,35 όπως του μεταφερόμενου φορτίου μελαμινών και οι οποίοι ιμάντες να είναι κατάλληλοι για τη συγκεκριμένη πρόσδεση, δηλαδή να μη είναι φθαρμένοι και να διαθέτουν προστατευτικές γωνίες στις άνω πλευρικές ακμές στις ντάνες των προϊόντων μοριοπλακών μελαμίνης, ώστε να επιτυγχάνεται προστασία των ιμάντων από τη φθορά της τριβής τους επί των ακμών και ακόμη να επιτυγχάνεται δυνατότητα μεγαλύτερης τάνυσης των ιμάντων, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι με το συγκεκριμένο αυτοκίνητο πραγματοποιούνταν κατά σύστημα μεταφορές υπέρβαρων φορτίων. Αντίθετα οι ως άνω κατηγορούμενοι διέθεσαν για τη μεταφορά του εν λόγω υπέρβαρου φορτίου 6 ιμάντες για το ρυμουλκό και 4 ιμάντες για το ρυμουλκούμενο, οι οποίοι ήταν καταπονημένοι και σε μερικά σημεία εμφανώς φθαρμένοι και χωρίς γωνίες προστατευτικές και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα πρόσδεσής τους σε κρίκους δαπέδου, όπως έπρεπε, αφού έλειπαν δύο τέτοιοι κρίκοι και γι' αυτό η πρόσδεση έγινε από την τραβέρσα κατά τα προαναφερθέντα. Επί πλέον, ενώ οι κατηγορούμενοι είχαν υποχρέωση να φροντίσουν για την αντικατάσταση των φθαρμένων ελαστικών του οχήματός τους, δεν έπραξαν τούτο, αν και γνώριζαν ότι τα φθαρμένα ελαστικά δεν έχουν επαρκή πρόσφυση στο οδόστρωμα και ως εκ τούτου καθιστούν την οδήγηση επικίνδυνη. Και τέλος, ενώ οι κατηγορούμενοι αυτοί είχαν υποχρέωση να φροντίσουν για την καλή λειτουργία του ταχογράφου του οχήματός τους, όχι μόνο δεν έπραξαν αυτό αλλά τοποθέτησαν ροοστάτη (κλέφτη), ο οποίος ρυθμίζεται από τον οδηγό, έτσι ώστε να καταγράφεται στον δίσκο ταχογράφου όχι η πραγματική ταχύτητα αλλά μικρότερη που να βρίσκεται μέσα στα νόμιμα εκάστοτε όρια, αν και γνώριζαν ότι η μεγαλύτερη, των νομίμων ορίων, ταχύτητα, σε συνάρτηση με τα υπέρβαρα φορτία ενίσχυε το βαθμό επικινδυνότητας επέλευσης τροχαίου ατυχήματος. Ειδικότερα καθ' όσο αφορά τη μεταφορά του φορτίου την ημέρα του ατυχήματος την εντολή για τη φόρτωσή του στον ανωτέρω συρμό έδωσε ο εκ των κατηγορουμένων Χ5, συνιδιοκτήτης του συρμού, ο οποίος είχε και την ιδιότητα του υπαλλήλου της εταιρίας "Ε-1 Α.Ε." υπευθύνου για τη φόρτωση και τη μεταφορά των εμπορευμάτων της, αν και γνώριζε ότι το βάρος του φορτίου υπερέβαινε το ωφέλιμο βάρος του οχήματός του και μάλιστα κατά σημαντικό ποσοστό, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Το γεγονός του κατά τα ανωτέρω υπέρβαρου φορτίου γνώριζε και ο έτερος συνιδιοκτήτης του συρμού κατηγορούμενος Χ1, ο οποίος συναίνεσε στη φόρτωση. Το γεγονός της γνώσης και συναίνεσής του αποδεικνύεται από το ότι το προηγούμενο έτος οδηγούσε ο ίδιος τον εν λόγω συρμό και μετέφερε με αυτό το όχημα υπέρβαρα φορτία καθώς και από το ότι το μετέπειτα χρονικό διάστημα, που δεν οδηγούσε ο ίδιος το όχημα αυτό, ελάμβανε γνώση του βάρους του μεταφερόμενου υπέρβαρου φορτίου που αναγράφονταν στις σχετικές φορτωτικές αφού το ποσοστό κέρδους του διαμορφώνονταν και με βάση το βάρος του φορτίου (9.000 δρχ. ανά τόνο) και ως εκ τούτου είχε τη γνώση των υπέρβαρων φορτίων και τη δυνατότητα να δώσει εντολή να μη μεταφέρονται με το όχημα συνιδιοκτησίας του υπέρβαρα φορτία, πράγμα που δεν έπραξε, όπως προκύπτει από φορτωτικές σειράς προηγουμένων δρομολογίων του εν λόγω οχήματος όπου αναφέρονται υπέρβαρα φορτία, ήτοι υπ' αριθμ. ... και .../8-4-2003 φορτωτικές και το αντίστοιχο υπ' αριθμ. .../9-4-2003 ημερήσιο δελτίο δρομολογίων, υπ' αριθμ. .../4-4-2003 φορτωτική και το αντίστοιχο υπ'αριθμ. .../5-4-2003 δελτίο δρομολογίων, υπ'αριθμ. ..., .../1-4-2003 φορτωτικές, υπ' αριθμ. ..., .../27-3-2003 φορτωτικές και το αντίστοιχο .../27-3-2003 δελτίο δρομολογίων, υπ' αριθμ. ..., .../24-3-2003 φορτωτικές και το αντίστοιχο .../25-3-2003 δελτίο δρομολογίων, υπ' αριθμ. ..., .../20-3-2003 και ..., ..../17-3-2003 φορτωτικές, αντ' αυτού μάλιστα αμφότεροι έδιναν εντολή όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση να επιδεικνύει ο οδηγός σε τυχόν νόμιμο έλεγχο καθ' οδό τη μία από τις φορτωτικές και το αντίστοιχο δελτίο αποστολής και να κρύβει το έτερο που είχε εκδοθεί για την ίδια παραγγελία ώστε να εμφανίζεται το φορτίο μέσα στα επιτρεπτά όρια, κατά τα προαναφερθέντα. Εξ άλλου δεν είναι απαραίτητο ο δράστης για το αποτέλεσμα το οποίο ήλεγχε με την ενέργεια ή την παράλειψή του, να είχε μέσα του καθημερινά ενεργή τη γνώση και τη βούληση, αρκεί ότι υπήρχε η επίγνωση στο περιθώριο της συνειδήσεώς του. Γνώριζε δε και ο εν λόγω κατηγορούμενος Χ1, όπως και ο πρώτος Χ5, ως επαγγελματίες μεταφορείς και επιπλέον ο δεύτερος και ως επαγγελματίας οδηγός ότι το υπέρβαρο φορτίο καθιστά την οδήγηση πλέον επικίνδυνη και είναι ενδεχόμενο το όχημα που μεταφέρει υπέρβαρο φορτίο να προκαλέσει εξ αυτού, ατύχημα. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις των κατηγορουμένων Χ5 και Χ1 προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 20§10 και 13, και 32§1 και 3 Ν. 2696/1999 καθώς και από το άρθρ. 13 του υπ' αριθμ. 3821/20-12-1985 Κανονισμού της ΕΟΚ.
3) Ο κατηγορούμενος Χ4, με σπουδές δασολογίας και φυσικού περιβάλλοντος, προσλήφθηκε από την εταιρεία Ε-1 Α.Ε. το έτος 1995, ως δασολόγος, στο τμήμα συρραφής. Από τον Μάιο 2002 μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 2002 ήταν διευθυντής παραγωγής της ανωτέρω εταιρείας και είχε την ευθύνη τόσο του τμήματος αποθήκης όσο και του τμήματος φορτώσεων, το οποίο τμήμα είχε την ευθύνη, μεταξύ των άλλων, της ορθής φόρτωσης σύμφωνα με τις παραγγελίες των πελατών της εταιρείας καθώς και της οργάνωσης και του προγραμματισμού των δρομολογίων όλων των οχημάτων της εταιρείας. Από 1-1-2003 του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του διευθυντή εργοστασίου της εταιρείας στον ... και σύμφωνα με τον από 29-3-2003 ισχύοντα εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της εταιρείας, που ίσχυε ατύπως και τον προηγούμενο χρόνο, ήταν ο άμεσος προϊστάμενος του διευθυντή παραγωγής, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε είχε την ευθύνη, μεταξύ των άλλων και των τμημάτων αποθήκης και φορτώσεων. Όμως παρ' ότι είχε την εποπτεία μεταξύ των άλλων και των εργαζομένων στα προαναφερθέντα τμήματα και την υποχρέωση να εκδίδει οδηγίες προς τους εργαζομένους αυτούς προς την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδιαιτέρως όταν αυτά αφορούσαν την ασφάλεια τρίτων προσώπων παρέλειψε κάθε έλεγχο και εποπτεία των εν λόγω τμημάτων και των υπαλλήλων που είχε υποχρέωση να επιβλέπει, με βάση τον προαναφερθέντα εσωτερικό κανονισμό, παρ' ότι ο ίδιος και με την προηγούμενη ιδιότητά του, του διευθυντή παραγωγής, αλλά και με τη νέα του ιδιότητα του διευθυντή του εργοστασίου, βρισκόταν καθημερινά στο χώρο του εργοστασίου και είχε προσωπική αντίληψη και γνώση για τον τρόπο φόρτωσης και μεταφορά των προϊόντων της εταιρείας, τόσο με τα ιδιόκτητα αυτοκίνητά της όσο και με τα φορτηγά τρίτων και ότι τα τελευταία συστηματικά μετέφεραν υπέρβαρα φορτία. Ειδικότερα αν και γνώριζε ότι με το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο συνιδιοκτησίας των δευτέρου και τρίτου κατηγορουμένων Χ5 και Χ1, ο πρώτος των οποίων, ως υπεύθυνος φόρτωσης της εταιρείας, ήταν υφιστάμενός του, μεταφέρονταν συστηματικά υπέρβαρα φορτία, παρέλειψε να δώσει οδηγία στον εν λόγω υπεύθυνο φόρτωσης και στους άλλους υπαλλήλους φόρτωσης, για τη μη υπερφόρτωση του φορτηγού. Η γνώση του για την μεταφορά με το ανωτέρω φορτηγό υπέρβαρων φορτίων, όπως και του συγκεκριμένου μεταφερόμενου την 13-4-2003, προκύπτει από το γεγονός ότι, ως εκ της ιδιότητάς του, ελάμβανε γνώση των παραστατικών, για τις μεταφορές εμπορευμάτων, εγγράφων (φορτωτικές, δελτίων αποστολής) και σε κάθε περίπτωση μπορούσε και έπρεπε να λάβει γνώση αυτών, όπως θα έπραττε σε ανάλογη περίπτωση κάθε μέσος συνετός υπάλληλος των δικών του αρμοδιοτήτων. Εξ άλλου λόγω της πείρας του από την πολυετή υπηρεσία του εποπτείας των τμημάτων μεταφοράς και φορτώσεων, μπορούσε από τον αριθμό και μόνο των μεταφερομένων παλετών να υπολογίσει εκ του ασφαλούς το βάρος του μεταφερόμενου φορτίου, με δεδομένο δε ότι γνώριζε τα στοιχεία του ανωτέρω φορτηγού, το οποίο από ετών μετέφερε αποκλειστικά εμπορεύματα της εταιρίας, μπορούσε να υπολογίσει κατά πόσο υπερέβαινε το εν λόγω φορτίο το επιτρεπόμενο βάρος και ακόμη να υπολογίσει ότι έτσι το ύψος του μεταφερόμενου φορτίου υπερέβαινε το επιτρεπόμενο τοιούτο. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, δεν προμήθευσε το συνεργείο φόρτωσης με επαρκή αριθμό μεταλλικών τσερκιών για την πρόσδεση του φορτίου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, λαμβανομένων υπόψη του μικρού συντελεστή τριβής των μελαμινών που είναι 0,20, δηλαδή όσο περίπου και ο συντελεστής τριβής του πάγου που είναι 0,17, του μεγάλου βάρους των μεταφερομένων παλετών και των διαστάσεων αυτών. Τα ανωτέρω γνώριζε ο κατηγορούμενος από την πείρα του, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές του εργασίας στην εν λόγω εταιρεία, αλλά και από τις σπουδές του που προαναφέρθηκαν. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη νόμου στην ελληνική νομοθεσία για τον τρόπο συσκευασίας και πρόσδεσης φορτίων, δεν ασκεί επιρροή, αφού ο νόμος υποχρεώνει να χρησιμοποιείται κάθε μέσο που θα καθιστά τη συσκευασία και μεταφορά των εμπορευμάτων ασφαλή σε κάθε περίσταση (άρθρ. 7 Π.Δ 17/1996, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλεια των τρίτων, άρθρ. 53 Ν. 1591/1986 σύμφωνα με το οποίο, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνεργεί στην υπερφόρτωση φορτηγών δημόσιας χρήσης κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 10% του μικτού βάρους του οχήματος είναι συνυπεύθυνο για τις μεταφορές αυτές και άρθρ. 32§§2,3 ΚΟΚ), είχε δε τη δυνατότητα και την υποχρέωση να λάβει γνώση των σύγχρονων μεθόδων, σχετικά με την ασφαλή συσκευασία και μεταφορά των φορτίων. Τέλος έκαστος των προαναφερθέντων κατηγορούμενων Χ6, Χ5, Χ1 και Χ4, γνώριζε, λόγω της προαναφερθείσας για τον καθένα εργασιακής ιδιότητας και της εξ αυτής πείρας από τις σπουδές (ο 4ος) και γενικά από τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι, συνεπεία των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων, όπως για τον καθένα τους προσδιορίστηκαν, ήταν δυνατό το ανωτέρω αξιόποινο αποτέλεσμα των θανάτων και των τραυματισμών και συγκεκριμένα ότι η υπερβολική ταχύτητα του οχήματος (1ος) σε συνδυασμό με τα φθαρμένα ελαστικά του οχήματος (1ος ,2ος και 3ος ) το υπέρβαρο φορτίο και τη μη κανονική κατά τα ανωτέρω στοιβασία του, ήταν δυνατόν να εκτρέψουν το όχημα της πορείας του, δεδομένου μάλιστα ότι εκινείτο σε οδό με τμήματα υψηλού βαθμού επικινδυνότητας, και να συγκρουσθεί αυτό με αντιθέτως κινούμενα αυτοκίνητα, καθώς και να αποσυναρμολογηθεί και να καταπέσει το φορτίο επί της οδού με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή και το θάνατο προσώπων, όπως και έγινε, πίστεψε όμως έκαστος εξ αυτών ότι δεν θα επερχόταν το αποτέλεσμα αυτό (των θανάτων και των τραυματισμών).
4) Ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ2, πτυχιούχος Χημικός Μηχανικός του Πολυτεχνείου και με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο ΒERLINE της Αγγλίας με αντικείμενο χρηματοοικονομικό σχεδιασμό, προσλήφθηκε στην εταιρεία Ε-1 Α.Ε. τον Δεκέμβριο του 1998 ως διευθυντής σχεδιασμού και αμέσως μετά ανέλαβε και τα καθήκοντα γενικού διευθυντή της εταιρείας. Σύμφωνα με τον από 19-3-2003 εσωτερικό κανονισμό της εταιρείας, ο οποίος ίσχυε άτυπα και για το προηγούμενο χρονικό διάστημα, στις αρμοδιότητες και στα καθήκοντα του γενικού διευθυντή συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ των άλλων α) η διαμόρφωση και τροποποίηση του οργανογράμματος της εταιρείας και υποβολή προς έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο, β) ο συντονισμός και έλεγχος των διευθύνσεων και του προσωπικού της εταιρείας, γ) η έγκριση δαπανών, υπερωριών και αδειών τμημάτων, δ) η παρακολούθηση προϋπολογιστικών και απολογιστικών μεγεθών όσον αφορά τα έξοδα της εταιρείας, ε) η παρακολούθηση της τήρησης των οδηγιών και αποφάσεων της γενικής διεύθυνσης προς τις επί μέρους διευθύνσεις και τα τμήματα της εταιρείας, στ) η αξιολόγηση της απόδοσης των διευθύνσεων και του προσωπικού της εταιρείας, ζ) η άσκηση άμεσης εποπτείας των διευθυντών, σύμφωνα δε με το οργανόγραμμα της εταιρείας αυτής άμεσος προϊστάμενος του Γενικού Διευθυντή ήταν το Διοικητικό Συμβούλιο. Παράλληλα όμως με τις αρμοδιότητες αυτές ο κατηγορούμενος ανέλαβε και τον οικονομικό σχεδιασμό και τις αναγκαίες εργασίες από κοινού με τον οικονομικό διευθυντή της εταιρείας, για την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο, και για τον λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαίο, να διαμένει ο κατηγορούμενος στην ... ορισμένες ημέρες της εβδομάδας για να έχει τις απαραίτητες για τον εν λόγω σκοπό, προσωπικές επαφές και διαπραγματεύσεις, προς τούτο δε η εταιρεία εκτός των συμφωνηθέντων αποδοχών του, του παραχώρησε κατοικία στην ... και ΙΧΕ αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις του. Ο κατηγορούμενος άσκησε με επιτυχία τα καθήκοντά του καθ' όσο αφορά την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο Αθηνών, που επιτεύχθηκε τον Απρίλιο του έτους 2000, παράλληλα δε ασκούσε και τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή της εταιρείας, μεταβαίνοντας προς τούτο στην ... όπου τα κεντρικά γραφεία αυτής και στον ..., όπου ήταν το εργοστάσιό της, αλλά και επικοινωνώντας τηλεφωνικά κυρίως με τον υφιστάμενό του διευθυντή του εργοστασίου κατηγορούμενο Χ4. Και ισχυρίζεται μεν ο κατηγορούμενος Χ2 ότι τυπικά κατείχε τη θέση του διευθυντή της εταιρείας για να έχει το απαιτούμενο κύρος κατά τις επαφές και τις διαπραγματεύσεις με Τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες και επενδυτές, κύρος που δεν θα είχε αν τα καθήκοντα τον περιόριζαν στον οικονομικό σχεδιασμό για την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο, αλλά και για τον λόγο ότι έπρεπε η εταιρεία να προχωρήσει στη σύνταξη οργανογράμματος. Όμως όπως αποδείχθηκε και προ του από 29-3-2003 ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας της εταιρείας, ίσχυε άτυπα ο αυτός εσωτερικός κανονισμός με τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες του γενικού διευθυντή καθώς και οργανόγραμμα (βλ. και το με αριθμ. 320/29-3-03 πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ της εταιρείας όπου καθόσον αφορά τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή, γίνεται ρητή αναφορά σε ισχύοντα άτυπο εσωτερικό κανονισμό εργασίας). Όμως για το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε παράλληλα και τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή, μεταβαίνοντας προς τούτο και στο εργοστάσιο στον ..., προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων ΔΔ, ΜΜ, ΝΝ και του ηλεκτρολόγου του εργοστασίου ΞΞ, αλλά και απ' όσα απολογούμενοι υποστήριξαν επ' αυτού οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ4, ο πρώτος των οποίων δήλωσε ότι ο κατηγορούμενος Χ2 ερχόταν κάθε εβδομάδα στο εργοστάσιο και τις ημέρες που δεν ερχόταν είχε καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, για επίλυση προβλημάτων του εργοστασίου, και ο δεύτερος δήλωσε ότι ο Πρόεδρος της εταιρείας Ε-3 παρουσίασε τον κατηγορούμενο Χ2 ως γενικό διευθυντή σε όλα τα τμήματα, τον έβλεπε στο εργοστάσιο και μάλιστα και στο τμήμα φορτώσεων. Η κρίση του Δικαστηρίου τούτου ότι στον κατηγορούμενο Χ2 ανατέθηκαν ουσιαστικά και όχι μόνο τυπικά τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή της εταιρείας, ενισχύεται και από το γεγονός ότι: α) όταν ευθύς μετά το ατύχημα ειδοποιήθηκε να έλθει από την ... και να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας αστυνομικής αρχής στην ..., ως ο διευθυντής της εταιρείας, το έπραξε χωρίς καμία επιφύλαξη, β) απολογούμενος ενώπιον της Ανακρίτριας Λάρισας και πάλι δέχθηκε ότι ήταν ο γενικός διευθυντής της εταιρείας, χωρίς και πάλι καμία επιφύλαξη, ως προς τα καθήκοντα που κατά τον νόμο και με βάση τη σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της εταιρείας είχε, γ) ο κατηγορούμενος, μετά την απόλυσή του από την εταιρεία, Ε-1 Α.Ε. άσκησε αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά της εταιρείας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, στηρίζοντας τις αξιώσεις του στο πραγματικό γεγονός ότι ήταν γενικός διευθυντής αυτής, ενώ αν τούτο δεν ήταν αληθές έπρεπε να στηρίξει τις αξιώσεις του, στην επικαλούμενη από τον ίδιο ως πραγματική εργασιακή σχέση που είχε με την εταιρεία, με βάση την μεταξύ τους σύμβαση. Και είναι μεν αλήθεια ότι οι μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα οι ΠΠ, κάτοικος ..., πρώην πρόεδρος του Επιμελητηρίου Αθηνών, ΚΚ, κάτοικος ..., πρώην διευθυντής της εταιρείας "ΣΕΛΜΑΝ" που είχε όμοια εμπορική δραστηριότητα με την εταιρεία Ε-1 Α.Ε., ΡΡ, δικηγόρος, κάτοικος ..., ΣΣ, οδοντίατρος, κάτοικος ..., ΤΤ, έμπορος, κάτοικος ... και ΥΥ, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, μητέρα του, κατέθεσαν για τις σπουδές του στην Ελλάδα στο Πολυτεχνείο και για τις μεταπτυχιακές χρηματοοικονομικές σπουδές του στην Αγγλία, καθώς και για την προϋπηρεσία του επί τρία και πλέον έτη σε υποκατάστημα Γαλλικής εταιρείας που είχε έδρα του στην Ελλάδα και αντικείμενο marketing και τις πωλήσεις των προϊόντων της εν λόγω εταιρείας, καθώς και την προϋπηρεσία του μετά την ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών σπουδών του, σε Αγγλική Τράπεζα, ότι διέμενε στην ..., ότι είχε αναλάβει επιτυχώς την εισαγωγή της εταιρείας Ε-1 Α.Ε. στο χρηματιστήριο Αθηνών, και ότι τα καθήκοντά τους, ως γενικού διευθυντή, ήταν τυπικά, προκειμένου να εισαχθεί η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Όμως για το τελευταίο αυτό γεγονός δεν έχουν δική τους αντίληψη και κατέθεσαν όσα επ' αυτού τους είχε αναφέρει ο κατηγορούμενος, δεν μπόρεσαν δε να δώσουν στο δικαστήριο τούτο πειστική εξήγηση, γιατί ο κατηγορούμενος δέχθηκε την ανάληψη των, εκ του νόμου και της συμβάσεως με την εταιρεία, ευθυνών που προέκυπταν από την ανάληψη, χωρίς καμία επιφύλαξη, των καθηκόντων του γενικού διευθυντή της εταιρείας, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της που ίσχυε άτυπα κατά τον χρόνο ανάθεσης σ' αυτόν των εν λόγω καθηκόντων, χωρίς μάλιστα να οριστεί αναπληρωτής του και χωρίς να έχει ζητήσει να προσδιορίζεται εγγράφως ότι τα καθήκοντά του, ως γενικού διευθυντή, περιορίζονται τυπικά και ουσιαστικά στις εργασίες και την εκπροσώπησή της, για την είσοδό της στο χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς επίσης δεν μπόρεσαν να δώσουν πειστική εξήγηση γιατί ο κατηγορούμενος, μετά την επίτευξη του στόχου εισόδου της εταιρείας στο χρηματιστήριο, παρέμεινε ως γενικός διευθυντής αυτής και δεν ζήτησε να προσδιοριστούν τα επικαλούμενα από τον ίδιο ως μόνα καθήκοντά του και υποχρεώσεις έναντι της εταιρείας και συγκεκριμένα η μετά την είσοδο στο χρηματιστήριο παρακολούθηση των χρηματοοικονομικών θεμάτων της εταιρείας (όπως πορεία της μετοχής της στο χρηματιστήριο) και ακόμη δεν ζήτησε να προσδιοριστούν, τα εν λόγω, επικαλούμενα από τον ίδιο, ως άνω μόνα καθήκοντά του και στον από 29-3-2003, ισχύοντα πλέον και τυπικά, εσωτερικό κανονισμό και οργανόγραμμα της εταιρείας, αλλά δέχθηκε, χωρίς και πάλι επιφύλαξη ή διευκρίνιση, να φέρεται ως ο γενικός διευθυντής της εταιρείας, έχοντας γνώση, ως εκ των σπουδών του τις εργασιακής και κοινωνικής του πείρας των, εκ της αναλήψεως των εν λόγω καθηκόντων, ευθυνών του. Είπε μάλιστα ο εκ των ανωτέρω μαρτύρων υπερασπίσεως, καταθέτοντας ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ότι τη μόνη εξήγηση που μπορεί να δώσει για τα ανωτέρω είναι ότι ο κατηγορούμενος αισθάνθηκε κολακευμένος από την ανάθεση σ' αυτόν, έστω και τυπικά, και των καθηκόντων του γενικού διευθυντή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν επέδειξε την προσοχή και επιμέλεια που όφειλε, σύμφωνα με το νόμο και τη σύμβασή του με την εταιρεία Ε-1 Α.Ε. και ειδικότερα για εποπτεία και έλεγχο, μεταξύ των άλλων και του τμήματος φορτώσεων, δίδοντας σχετικές έγγραφες και προφορικές σαφείς εντολές στους υφισταμένους του κατηγορουμένους Χ4, Χ5, Χ3, για μη μεταφορά υπέρβαρων φορτίων με Δ.Χ φορτηγά αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσε η εταιρεία, καθώς και για χρησιμοποίηση ικανού αριθμού, περισσότερων των δύο τσερκιών για κάθε ντάνα και παρακολουθώντας την εφαρμογή των οδηγιών του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 Ν. 2696/1999, 7 Π.Δ 17/1996 και 53 Ν. 1591/1986 και ακόμη δεν προέβλεψε, εξ αιτίας της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του, που εν μέρει ήταν απότοκη από το ότι δεν είχε συνεχή επαφή με το εργοστάσιο, λόγω του ότι ήταν επιφορτισμένος και με τα προαναφερθέντα καθήκοντα που αφορούσαν την χρηματοοικονομική πορεία της εταιρείας, ότι συνεπεία των παραπάνω παραλείψεών του, το ανωτέρω αυτοκίνητο-συρμός, κινούμενο υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, θα προκαλούσε το ένδικο ατύχημα και τους εξ αυτού θανάτους και τραυματισμούς των προαναφερθέντων προσώπων. Το ανωτέρω ατύχημα και τα εξ αυτού αποτελέσματα δεν θα είχαν επέλθει αν ο κατηγορούμενος είχε καταβάλει την προσοχή την οποία όφειλε ως γενικός διευθυντής της εταιρείας Ε-1 Α.Ε. και την οποία μπορούσε να καταβάλει, δίδοντας στο τμήμα φορτώσεων και μεταφοράς της εν λόγω εταιρείας τις εντολές που προαναφέρθηκαν και εποπτεύοντας την εφαρμογή τους.
5) Ο κατηγορούμενος Χ3, προσλήφθηκε από την εταιρεία Ε-1 Α.Ε. το έτος 1997 ως αποθηκάριος στο εργοστάσιό της στον ... και επί πλέον αναλάμβανε τη φόρτωση των εμπορευμάτων κατ' εντολή του προϊσταμένου φόρτωσης, δευτέρου κατηγορουμένου, καθημερινά από την 16.00 απογευματινή μέχρι την 22.00 βραδινή ώρα, και ενώ από την εργασιακή του σύμβαση και από τον νόμο (άρθρ. 32 §§2,3 ΚΟΚ) είχε υποχρέωση να επιβλέπει και να καθοδηγεί τους εργάτες της ίδιας εταιρείας για τη συσκευασία των φορτίων που θα μεταφέρονταν με οχήματα, ώστε η συσκευασία να είναι ασφαλής και να αποκλείεται κάθε περίπτωση αποσυσκευασίας σε πιθανό ελιγμό του οχήματος ή εμπλοκής του σε ατύχημα, αυτός, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν καθοδήγησε στη συγκεκριμένη περίπτωση τους εργάτες συσκευασίας του ανωτέρω φορτίου και δεν επέβλεψε τον τρόπο συσκευασίας, με αποτέλεσμα αυτή να είναι επισφαλής, διότι χρησιμοποιήθηκαν για τη συσκευασία κάθε δέματος δύο μόνο μεταλλικές δέστρες (τσέρκια), οι οποίες τοποθετήθηκαν κάθετα προς το μήκος των φύλλων ξυλείας ενώ, λαμβανομένου υπόψη ότι κάθε δέμα ήταν μεγάλο σε μήκος και ιδιαίτερα βαρύ κατά τα προαναφερθέντα, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν περισσότερα από δύο. Αποτέλεσμα της πλημμελούς συσκευασίας ήταν να σπάσουν τα μεταλλικά τσέρκια, να διαλυθούν ορισμένα από τα δέματα αυτά και να ελευθερωθούν μελαμίνες, οι οποίες εισήλθαν στο λεωφορείο και επέφεραν τα προαναφερθέντα αποτελέσματα, τα οποία προκάλεσε μεν η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου, πλην όμως αυτός δεν προέβλεψε το εν λόγω αξιόποινο αποτέλεσμα. Η κατά τα ανωτέρω ευθύνη του κατηγορουμένου επιτείνεται από το γεγονός ότι ενώ μπορούσε από τη σύγκριση των φορτωτικών και των δελτίων αποστολής με την άδεια κυκλοφορίας του ανωτέρω οχήματος- συρμού να αντιληφθεί ότι το φορτίο υπερέβαινε σε βάρος το επιτρεπόμενο από το νόμο, από έλλειψη της προσοχής του την οποία όφειλε κατ' άρθρ. 53 Ν. 1591/1986 να καταβάλει, δεν έπραξε τούτο και δεν απέτρεψε τη φόρτωση του υπέρβαρου φορτίου με τα προαναφερθέντα αξιόποινα αποτελέσματα, τα οποία και πάλι δεν προέβλεψε".
VI. Στη συνέχεια το Δικαστήριο, ως προς την αξιόποινη πράξη της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών, δέχθηκε τα ακόλουθα, ως προς καθένα κατηγορούμενο:
"Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η προαναφερθείσα συμπεριφορά του κάθε κατηγορουμένου (πράξεις και παραλείψεις αυτών), όπως ως σύνολο εξειδικεύεται και περιγράφεται πιο πάνω, στοιχειοθετεί εκτός από τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις (ανθρωποκτονίας από αμέλεια και σωματικές βλάβες από αμέλεια) και την αξιόποινη πράξη της διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών (άρθρ. 290 Π.Κ). Το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ4 και Χ3 δεν είχαν άμεσο σύνδεσμο με την οδήγηση του ανωτέρω οχήματος, όπως ο οδηγός αυτού συγκατηγορούμενός τους Χ6, ή έμμεσο σύνδεσμο όπως οι συνιδιοκτήτες αυτού, συγκατηγορούμενοί τους Χ5 και Χ1, δεν αποκλείει από αυτούς τη δυνατότητα να είναι υποκείμενα του αδικήματος. Η προαναφερθείσα συμπεριφορά του κάθε κατηγορουμένου για το λόγο ότι είχε άμεση επιρροή στην ασφαλή κίνηση του οχήματος συνιστούσε έναν εν δυνάμει κίνδυνο για την οδική κυκλοφορία και καθιστούσε αυτήν επικίνδυνη, δημιουργώντας συνθήκες ανωμαλίας, οι οποίες έκαναν τη συνέχιση της ασφαλούς κυκλοφορίας, πολύ δυσχερή, αφού μπορούσε να προκληθεί οδικό ατύχημα και περαιτέρω κίνδυνος για άνθρωπο που χρησιμοποιούσε την οδό. Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη τους, χωριστά χωρίς συναπόφαση, με ενδεχόμενο δόλο οι τρεις πρώτοι (Χ6, Χ5, Χ1), με ενσυνείδητη αμέλεια ο πέμπτος (Χ4) και με ασυνείδητη αμέλεια οι τέταρτος και έκτος κατηγορούμενοι (Χ2 και Χ3, αντίστοιχα). Ειδικότερα γνώριζε ο καθένας εκ των τριών πρώτων καθώς και ο πέμπτος ως ενδεχόμενο να καταστεί επικίνδυνη για άνθρωπο η οδήγηση του ανωτέρω οχήματος-συρμού και η μεταφορά του φορτίου υπό τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν και αποδέχθηκαν ένα τέτοιο κίνδυνο, οι τρεις πρώτοι. Πράγματι οι ανωτέρω τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι ο ανωτέρω συρμός μετέφερε το κατά τα άνω υπέρβαρο φορτίο, ότι το ύψος του φορτίου υπερέβαινε το επιτρεπτό τοιούτο, ότι τα μεταφερόμενα εμπορεύματα είχαν μεγάλη ολισθηρότητα και αυτό καθιστούσε επικίνδυνη τη μεταφορά τους και ότι, παρά ταύτα, η πρόσδεση αυτών με τσέρκια και ιμάντες ήταν ανεπαρκής, σύμφωνα με όσα εκτενώς προαναφέρθηκαν ότι τα ελαστικά του πίσω άξονα του φορτηγού ήταν φθαρμένα και αναμφίβολα γνώριζαν ως εκ της επαγγελματικής τους πείρας, καθ' όσον ο πρώτος και ο τρίτος ήταν επαγγελματίες οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων από πολλού και μάλιστα ο τρίτος και του ανωτέρω συρμού και ο δεύτερος ως από πολλών ετών υπεύθυνος του τμήματος φορτώσεων της εταιρείας Ε-1, ότι από την κίνηση του οχήματος που υπερφορτώνεται και μάλιστα σε ποσοστό άνω του 10% του επιτρεπομένου βάρους, με στοιβασία φορτίου άνω του επιτρεπόμενου ύψους και συνακόλουθα ανύψωση του κέντρου βάρους του, κινούμενου μάλιστα με ταχύτητα μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου που του επέτρεπε η εγκατάσταση σ' αυτό και η χρήση ροοστάτη, και με φθαρμένα ελαστικά ενδέχεται να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας με συνέπεια τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο και ότι η επισφαλής κατά τα ανωτέρω πρόσδεση του φορτίου με τσέρκια και ιμάντες επέτεινε τον εν λόγω κίνδυνο ατυχήματος. Το γεγονός ότι οι τρεις εν λόγω κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν ένα τέτοιο κίνδυνο αποδεικνύεται ιδίως από το γεγονός ότι κατ' επανάληψη αυτοί προέβαιναν και συνεργούσαν στην υπερφόρτωση του συγκεκριμένου οχήματος, υπερφόρτωση που συντελούσε, ως εκ του είδους του φορτίου και στην καθ' ύψος υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου φόρτωσης και συνακόλουθα στη μετατόπιση προς τα πάνω του κέντρου βάρους του οχήματος και τη μείωση της οδικής συμπεριφοράς του, γνωρίζοντας όπως προαναφέρθηκε ότι ένα όχημα υπό τις ανωτέρω συνθήκες κίνησης στους δρόμους, όχι μόνο ενδέχεται, αλλά ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει ατύχημα και να καταστεί γενικότερα επικίνδυνο για την οδική κυκλοφορία. Η ανυποχώρητη εμμονή τους στην ανωτέρω κινδυνώδη κατάσταση είχε ως κίνητρο το κέρδος. Συγκεκριμένα οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι, συνιδιοκτήτες του συρμού αμείβονταν με το ποσό των 9.000 δραχμών για κάθε μεταφερόμενο τόνο. Το ανωτέρω οικονομικό κέρδος ήταν σημαντικό γι' αυτούς, αφού όπως αποδείχθηκε τα δρομολόγια ήταν πολύ συχνά (φρόντιζε γι' αυτό ο Χ5) και πάντοτε υπέρφορτα, είχαν δε αυτοί κέρδος, όπως αποδείχθηκε, μόνο από τις υπερφορτώσεις του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, κατά το χρονικό διάστημα από 20-12-2002 μέχρι 11-4-2003, 1.401.783 δραχμών. Ακόμη με την υπερφόρτωση του οχήματος και την κίνησή του με μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητα, την οποία επέτρεπε η χρήση ροοστάτη, επιτυγχάνονταν η συντόμευση του χρόνου παραδόσεως του εμπορεύματος, που έτσι καθιστούσε πλέον ανταγωνιστική την εταιρεία Ε-1 Α.Ε. με άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις όπως π.χ. την εταιρεία ΣΕΛΜΑΝ Α.Ε., που έχει την έδρα της στη ... και μείωση του κόστους μεταφοράς, αφού στα 30 δρομολόγια, εξοικονομούντο περίπου πέντε, με αποτέλεσμα οι εν λόγω συνιδιοκτήτες του συρμού κατηγορούμενοι να καθίστανται αρεστοί στους εργοδότες τους με ευνοϊκά για την υπηρεσιακή κατάσταση του Χ5 αποτελέσματα και ευνοϊκή περαιτέρω συνεργασία με την εταιρεία για αμφοτέρους. Καθόσο αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, οδηγό του συρμού, το οικονομικό του όφελος συνίσταται στη διατήρηση της εργασιακής του σχέσης με τους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους, με αμοιβή μεγαλύτερη από εκείνη που ελάμβανε από τον προηγούμενο εργοδότη του, η οποία θα επιτυγχάνονταν αν κέρδιζε την ευαρέσκειά τους, πραγματοποιώντας τα υπέρβαρα δρομολόγια, από τα οποία αυτοί εξοικονομούσαν κέρδος. Και υποστηρίζουν μεν οι εν λόγω κατηγορούμενοι ότι, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι συστηματικά με το ανωτέρω όχημα πραγματοποιούνταν υπέρβαρα δρομολόγια, τούτο τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι θα εξακολουθούσαν τα εν λόγω δρομολόγια χωρίς να διαταράξουν την ασφάλεια των συγκοινωνιών και επομένως η κατ' επανάληψη κατά τα ανωτέρω συμπεριφορά τους αποτελεί ενδείκτη ότι δεν συντρέχουν οι προυποθέσεις για τον ενδεχόμενο δόλο τους στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η κατά τα άνω εμμονή των κατηγορουμένων στην ακραία παράνομη απ' αυτούς κίνηση του συρμού στους ελληνικούς δρόμους, που ήταν ως να προκαλούσαν την επέλευση ατυχήματος, θα αποτελούσε λογικό έρεισμα ελπίδας τους ότι δεν θα συμβεί το εγκληματικό αποτέλεσμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αποδοχή αυτού του κινδύνου δεν έρχεται σε αντίθεση με την απουσία ενδεχόμενου δόλου για το τελικό αποτέλεσμα των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, που στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε εξαιτίας της διατάραξης της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας από τους τρεις ανωτέρω κατηγορουμένους και οι οποίοι θάνατοι και τραυματισμοί οφείλονταν σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέλειά τους (ενσυνείδητη), και τούτο διότι το αντικείμενο της αποδοχής σε καθένα από τα αδικήματα αυτά είναι διαφορετικό. Η πίστη τους για την ενδεχόμενη ή όχι βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής ή της υγείας τρίτων, έχει μεν σχέση με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης κατά συρροή, αλλά είναι αδιάφορη για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 ΠΚ, διότι στο εν λόγω άρθρο ο ενδεχόμενος δόλος αναφέρεται στην αποδοχή του κινδύνου και όχι στην ενδεχόμενη βλάβη του εννόμου αγαθού. Ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ4 γνώριζε και αυτός ως εκ των σπουδών του και της επαγγελματικής του πείρας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ότι το όχημα που υπερφορτώνεται, με φορτίο μάλιστα μελαμινών που έχει μεγαλύτερη ολισθηρότητα και του οποίου φορτίου η συσκευασία ήταν επισφαλής (έλλειψη επαρκούς αριθμού τσερκιών), σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ενδέχεται να προκαλέσει ατύχημα και γενικά να καταστεί επικίνδυνο για την οδική κυκλοφορία. Όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος αποδέχθηκε ένα τέτοιο κίνδυνο με την έννοια ότι το επιδοκίμαζε ή έστω συμβιβάζονταν με αυτό, καθ' όσο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε κάποιο κίνητρο για την εν λόγω αποδοχή. Τέλος, καθ' όσο αφορά τους τέταρτο και έκτο κατηγορουμένους Χ2 και Χ3, αποδείχθηκε ότι, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από το νόμο και την εργασιακή τους σύμβαση και μπορούσαν να καταβάλουν σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, για έκαστο τούτων, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών που προκάλεσαν οι παραλείψεις τους, δεδομένου ότι ο πρώτος δεν είχε και έντονη φυσική παρουσία στο εργοστάσιο, για τον λόγο ότι ασχολούνταν και με τα χρηματοοικονομικά της εταιρείας, παραμένοντας προς τούτο τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας στην ..., ο δε τελευταίος ως προς τη πρόσδεση των δεμάτων με δύο τσέρκια ακολουθούσε την προϋπάρχουσα τακτική της εταιρείας και δεν προβληματίστηκε για την αλλαγή της τακτικής αυτής και την πρόσδεση των δεμάτων με περισσότερα των δύο τσέρκια, όπως έπρεπε και ως προς το υπέρβαρο του φορτίου δεν γνώριζε επακριβώς το επιτρεπόμενο βάρος φορτίου για το επίδικο όχημα και το ποσοστό του υπέρβαρου φορτίου ώστε να απαγορευτεί η κίνηση αυτού στο δρόμο, ενώ αν είχαν δείξει την εκ του νόμου και της συμβάσεως οφειλόμενη από έκαστο εξ αυτών επιμέλεια, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν για έκαστο εξ αυτών, θα προέβλεπαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών και θα απέτρεπαν τον εν λόγω κίνδυνο μη επιτρέποντας τη μεταφορά υπέρβαρου φορτίου το οποίο μάλιστα δεν είχε συσκευασθεί επιμελώς κατά τα προαναφερθέντα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μ.Ο.Ε. κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, ομοφώνως και κατά πλειοψηφία, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις, των ακολούθων πράξεων: "Τον Χ6: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, ομόφωνα και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, ομόφωνα. Τον Χ5: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. Τον Χ1: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. Τον Χ2: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. Τον Χ4: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία. και Τον Χ3: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία.". Σημειώνεται ότι αναφέρονται οι παραδοχές και η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου, όπως εξειδικεύεται, κατά τα ανωτέρω στο σκεπτικό, και ως προς τον μη ασκήσαντα αίτηση αναιρέσεως οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου Χ6, αφού είναι ο κύριος υπεύθυνος και της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, αλλά και της κατά τα ανωτέρω από ενσυνείδητη αμέλεια συγκρούσεως των δύο οχημάτων και των συνεπεία αυτών επισυμβάντων, κατά τα άνω, θανάτων και σωματικών βλαβών, που συνδέονται αιτιωδώς με τις παρατιθέμενες στις παραδοχές του Δικαστηρίου πράξεις και παραλείψεις του, οι οποίες πραγμάτωσαν τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, με την ευθύνη δε αυτού συνδέεται άρρηκτα, όπως θα λεχθεί, ο ενδεχόμενος δόλος του αναιρεσείοντος Χ5, για την πράξη της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών, αλλά και των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών με ενσυνείδητη αμέλεια. Επίσης παρατίθενται οι παραδοχές και η καταδικαστική κρίση ως προς τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ1, συνιδιοκτήτη κατά 50% του φορτηγού και οδηγό αυτού στο παρελθόν, του οποίου η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη, αφού οι παραδοχές αυτές είναι κοινές μετά του ετέρου συνιδιοκτήτη κατά 50% και αναιρεσείοντα Χ5.
VΙα. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Μ.Ο.Ε. διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 εδ. β', 28, 29, 94 παρ. 2, 290 παρ. 1 εδ. β, 2, 302 παρ. 1, 314 παρ. 1 εδ. α' και 315 παρ. 1 Π.Κ., τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με τις, στο αμέσως κατωτέρω κεφάλαιο σχολιασμού των αιτιάσεων του αναιρεσείοντος Χ5, υπό στοιχείο 1ι', διαφοροποιήσεις και επισημάνσεις, ως προς το ζήτημα της αληθινής συρροής μεταξύ των πράξεων του άρθρου 290 παρ. 1 β και των άρθρων 302 και 314 ΠΚ και τους παράγοντες που, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, προκάλεσαν την διατάραξη της ασφάλειας των χερσαίων συγκοινωνιών. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσειβαλλομένης, που προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων, για τις οποίες κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, αλλά και τον μη ασκήσαντα αίτηση αναιρέσεως Χ6. Ειδικότερα δέχεται το Δικαστήριο αιτιολογημένα ότι ο θάνατος των 21 μαθητών και η πρόκληση σωματικών βλαβών σε άλλα 33 άτομα οφείλεται στην συγκλίνουσα αμέλεια όλων των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, την οποία εξειδικεύει για τον καθένα και προσδιορίζει το είδος της (ενσυνείδητη-χωρίς συνείδηση) και ότι η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, προσδιορίζοντας τις κατ ιδίαν πράξεις και παραλείψεις τους και τον αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, το οποίο, ανάλογα του είδους της αμελείας τους, προέβλεψαν ως δυνατόν, πίστεψαν όμως ότι δεν θα επερχόταν ή δεν το προέβλεψαν, καθώς και την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή τους να αποτρέψουν το αποτέλεσμα αυτό, όπως και τους επιτακτικούς κανόνες από τους οποίους πηγάζει η ύπαρξη τέτοιας νομικής υποχρέωσης. Επίσης αιτιολογημένα δέχθηκε το Δικαστήριο, ως προς την πράξη του άρθρου 290 ΠΚ, συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων, που, κατά τα ανωτέρω, απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση της, εξειδικεύοντας την συμπεριφορά του καθενός των αναιρεσειόντων, με την οποία, κατά τις αναλυτικές και επιστηριζόμενες με πλήρεις αιτιολογίες παραδοχές της, πραγματώθηκε η εν λόγω πράξη με ενδεχόμενο δόλο, ενσυνείδητη και χωρίς συνείδηση αμέλεια, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις για καθένα των αναιρεσειόντων. Συγκεκριμένα, επί των αιτιάσεων των αναιρεσειόντων σε σχέση με τους εξεταζόμενους στο κεφάλαιο αυτό λόγους αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, τόσο ως προς το κεφάλαιο της διατάραξης της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, με ενδεχόμενο δόλο και από αμέλεια, ενσυνείδητη και χωρίς συνείδηση, όσον και ως προς εκείνο των κατά συρροή από αμέλεια, ενσυνείδητη και χωρίς συνείδηση, ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: 1. Του αναιρεσείοντος Χ5: α) Δεν δημιουργείται αντίφαση, όπως αιτιολογημένα έκρινε η προσβαλλομένη, εκ του ότι θεμελιώνει την ενσυνείδητη αμέλεια του για τους θανάτους και τις σωματικές βλάβες κατά συρροή, ως και τον ενδεχόμενο δόλο του για την διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στα αυτά πραγματικά περιστατικά, αφού, όπως, ορθώς, έκρινε το Δικαστήριο, το αντικείμενο αποδοχής σε καθένα των εγκλημάτων αυτών είναι διαφορετικό και δη ότι η πίστη του για την ενδεχόμενη ή όχι βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής ή της υγείας τρίτων, έχει μεν σχέση με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης κατά συρροή, αλλά είναι αδιάφορη για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 Π.Κ, διότι στην εν λόγω διάταξη ο ενδεχόμενος δόλος αναφέρεται στην αποδοχή του κινδύνου και όχι στην ενδεχόμενη βλάβη του εννόμου αγαθού. β) Η αναφορά στην απόφαση ότι δεν υπάρχει στην ελληνική νομοθεσία ειδική διάταξη για τον τρόπο πρόσδεσης και συσκευασίας φορτίων, ουδόλως καθιστά ελλιπή την αιτιολογία της, ως προς την γνώση του αναιρεσείοντος του κινδύνου για την ασφάλεια των συγκοινωνιών και κατ επέκταση και για τους λοιπούς χρησιμοποιούντες τους δρόμους, που δημιουργούσε ο παρατιθέμενος αναλυτικά στις παραδοχές της αποφάσεως τρόπος φόρτωσης πρόσδεσης και στοιβασίας του συγκεκριμένου φορτίου και η μεταφορά του με το ΔΧΦ αυτοκίνητο συνιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει αυτός, αφού ευθύς αμέσως αναφέρεται ότι τούτο δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι από τις διατάξεις που παραθέτει η απόφαση (άρθρο 7 Π.Δ. 17/1996, 53 Ν. 1591/1986, όπως και η αναφερόμενη αμέσως κατωτέρω διάταξη του άρθρου 32 Κ.Ο.Κ.) καθιερώνεται υποχρέωση, το μεν όλων των ατόμων που εμπλέκονται στην όλη διαδικασία χερσαίας μεταφοράς εμπορευμάτων, όπως είναι και ο αναιρεσείων, να χρησιμοποιούν κάθε μέσο που θα καθιστά την συσκευασία και μεταφορά των εμπορευμάτων ασφαλή σε κάθε περίπτωση, το δε του εργοδότη, όπως και ο αναιρεσείων, σε σχέση με τον οδηγό Χ6, να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, αλλά και των τρίτων, και τέλος κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, να μη συνεργεί στην υπερφόρτωση κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 10% του μικτού βάρους του οχήματος, πράγμα το οποίο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως και συνέβη στην συγκεκριμένη μεταφορά, σε τρόπο ώστε ο αναιρεσείων, πέραν όλων των άλλων που αναλυτικά αναφέρονται υποχρεώσεων, που επέβαλαν επίσης παρατιθέμενες διατάξεις νόμων, για ορισμένες των οποίων θα γίνει λόγος κατωτέρω, παρέβη και τις γνωστές σ αυτόν, όπως δέχθηκε η απόφαση, υποχρεώσεις αυτές, γνωρίζοντας, κατά τις παραδοχές της, ότι έτσι μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, ενδεχόμενο το οποίο και αποδέχθηκε, όπως ανωτέρω αναλυτικά αναφέρεται στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, σε σχέση με τον ενδεχόμενο δόλο, αλλά και στις λεπτομερείς παραδοχές της αποφάσεως, επί του ζητήματος αυτού, που αφορά ειδικά μόνον τον συγκεκριμένο αναιρεσείοντα, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, όσον αφορά τους άλλους δύο (Χ6 και Χ1), ο μεν πρώτος δεν άσκησε αίτηση αναιρέσεως, του δε δεύτερου η αίτηση απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη.
γ) Η απόφαση, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της, σε σχέση πάντοτε με τον συγκεκριμένο αναιρεσείοντα, δέχεται ότι, από την όλη συμπεριφορά του, που αναλυτικά παραθέτει, υπήρχε υψηλό ποσοστό επελεύσεως του κινδύνου ως ενδείκτη του ενδεχόμενου δόλου. Τούτο δε δεν αναιρείται από την παραδοχή ότι μέχρι τότε, παρά την επί μακρό χρονικό διάστημα ως άνω τακτική της εταιρίας, ως προς τον τρόπο φόρτωσης και μεταφοράς των φορτίων, δεν είχε συμβεί κάποιο ατύχημα. Τούτο δε διότι, όπως δέχθηκε η προσβαλλομένη, γνώριζε ο αναιρεσείων ως ενδεχόμενο ότι, από τις παρατιθέμενες παραλείψεις του και την όλη συμπεριφορά του, η οδήγηση του οχήματος και η μεταφορά του φορτίου δια του οδικού δικτύου θα καθιστούσε την συγκοινωνία επικίνδυνη και, συγκεκριμένως, πολύ δυσχερή την ασφαλή κίνηση του ρυμουλκού μετά του ρυμουλκουμένου και ειδικότερα ότι, όλες αυτές οι πράξεις και παραλείψεις, ήταν δυνατόν να εκτρέψουν το όχημα της πορείας του, δεδομένου μάλιστα ότι εκινείτο σε οδό με τμήματα υψηλού βαθμού επικινδυνότητας, και να συγκρουσθεί αυτό με αντιθέτως κινούμενα οχήματα, καθώς και να αποσυναρμολογηθεί και να καταπέσει το φορτίο επί της οδού, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή και το θάνατο προσώπων, όπως και έγινε. Αποδέχθηκε δε έναν τέτοιο κίνδυνο γιατί πίστευε ότι δεν θα υλοποιηθεί και δεν θα συμβεί τελικώς ατύχημα, με την έννοια, όχι ότι το επιδοκίμαζε ή το επιθυμούσε, αλλά ότι συμβιβάσθηκε με αυτό, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, που ήταν η μείωση του κόστους φορτώσεως και μεταφοράς, και η επίτευξη του οικονομικού οφέλους που αναφέρεται στην απόφαση, αλλά συγχρόνως και η μείωση του χρόνου παραδόσεως των εμπορευμάτων, γεγονός που θα καθιστούσε πλέον συμφέρουσα την διενέργεια της μεταφοράς με το συνιδιοκτησίας του φορτηγό, και τον έφερε σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές του. Η πεποίθησή του αυτή είχε ενισχυθεί, εσφαλμένως βέβαια και από την, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, κατ' επανάληψη παραβίαση των ιδίων υποχρεώσεων, αλλά και την επίδειξη της αυτής συμπεριφοράς στην όλη διαδικασία της μεταφοράς των φορτίων χωρίς να έχει προκληθεί κάποιο ατύχημα και χωρίς να υλοποιηθεί ο ανωτέρω κίνδυνος, που συνεπαγόταν η όλη συμπεριφορά του και οι συνιστώσες αυτή πράξεις και παραλείψεις του. Δεν πάσχει λοιπόν, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η προσβαλλομένη από έλλειψη αιτιολογίας, ως προς το στοιχείο της γνώσεως της κινδυνώδους κατάστασης που δημιουργούσε για τους άλλους ανθρώπους που κινούνταν στο οδικό δίκτυο που χρησιμοποιούσε και το συνιδιοκτησίας του ΔΧΦ αυτοκίνητο, το οποίο λεπτομερώς περιγράφεται στην προσβαλλομένη, η διενέργεια της μεταφοράς, κάτω από τις ανωτέρω συνθήκες από τεχνικής απόψεως της καταστάσεως του φορτηγού, υπερφορτώσεως, στοιβασίας, προσδέσεως του φορτίου και υπερβολικής ταχύτητας κινήσεως αυτού.
δ) Η προσβαλλομένη δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς το βουλητικό στοιχείο του ενδεχομένου δόλου του αναιρεσείοντος, διότι, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, το Δικαστήριο περιορίσθηκε προς τούτο μόνον στο γνωστικό στοιχείο, ενόψει του ότι δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά δηλωτικά ότι είχε εναργή στη συνείδησή του την παράσταση του ανωτέρω εγκληματικού αποτελέσματος και δεν το απώθησε, αλλά το αποδέχθηκε. Τούτο δε διότι ακριβώς, με τις ανωτέρω παραδοχές της, η προσβαλλομένη δέχεται εναργή στην συνείδηση του αναιρεσείοντος την δυνατότητα του ανωτέρω εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς να απαιτείται, όπως λέχθηκε, αυτή να είναι διαρκής, το οποίο και δεν το απώθησε, αλλά το αποδέχθηκε, κατά την ανωτέρω έννοια. Η πλήρης αιτιολόγηση του βουλητικού στοιχείου του αναιρεσείοντος προκύπτει από την παράθεση στο σκεπτικό του ενδείκτη της επιδιώξεως οικονομικού οφέλους εκ μέρους του, ως και εκείνου του υψηλού κινδύνου επέλευσης, οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής και του προκαθορισμένου και γνωστού σ αυτόν δρομολογίου του φορτηγού αυτοκινήτου, του αποτελέσματος, το οποίο και δεν απώθησε αλλά το αποδέχθηκε και συμβιβάσθηκε με αυτό. Τον εν λόγω ενδείκτη δεν αποδυναμώνει, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η παραδοχή ότι δεν επήλθε ο κίνδυνος, παρότι επί μακρό χρόνο ακολουθούταν η ίδια τακτική υπερφορτώσεως του αυτοκίνητου, στοιβασίας προσδέσεως του φορτίου και μεταφοράς με το φορτηγό που έφερε ροοστάτη για να κινείται με μεγαλύτερη της κανονικής, αλλά και της επιβαλλόμενης από τις κυκλοφοριακές συνθήκες τις ιδιαιτερότητες της διαδρομής και της οδού, ταχύτητα, αλλ αντιθέτως, όπως λέχθηκε ανωτέρω, αλλά και δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, τον ενισχύει, αφού, όπως σαφώς προκύπτει, από τις επί του ζητήματος αυτού παραδοχές του Δικαστηρίου, η επί μακρό χρόνο επανάληψη της αυτής κινδυνώδους για την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας συμπεριφοράς δεν απομακρύνει τον κίνδυνο προκλήσεως ατυχήματος και τα δυσμενή αποτελέσματα αυτού για την ζωή και την υγεία των χρησιμοποιούντων το οδικό δίκτυο ανθρώπων, αλλ αντιθέτως αυξάνει τις πιθανότητες υλοποιήσεως αυτού. Ένα βέβαια από τα στοιχεία υψηλού ποσοστού κινδύνου επελεύσεως του αποτελέσματος και ενδείκτη του βουλητικού στοιχείου, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ήταν και η ταχύτητα με την οποία κινούταν ο οδηγός του φορτηγού και πρώτος κατηγορούμενος Χ6, η οποία προσδιορίζεται και τύγχανε υπερβολική και ανώτερη της νόμιμης, όπως δε κρίθηκε, περαιτέρω, από την απόφαση η ταχύτητα αυτή ήταν ανώτερη και της ενδεικνυόμενης από τις περιστάσεις στο συγκεκριμένο σημείο της διαδρομής, όπου και έλαβε χώρα η σύγκρουση των δύο οχημάτων, στην οποία, κατώτερη και αυτού του ανωτάτου κατά νόμο ορίου, έπρεπε, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 ΚΟΚ, να την μειώσει ο οδηγός. Η γνώση, εκ μέρους αναιρεσείοντος και του στοιχείου αυτού και ειδικότερα της υπερβολικής ταχύτητας με την οποία κινούταν ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου, συνιδιοκτησίας του κατά 50% μετά του κατηγορουμένου Χ1, προκύπτει από την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων και ο έτερος συνιδιοκτήτης Χ1 είχαν τοποθετήσει στον ταχογράφο του φορτηγού ροοστάτη (κλέφτη), προκειμένου να παρέχεται στον οδηγό του αυτοκινήτου, με τον κατάλληλο χειρισμό, να εμφανίζει μικρότερη ταχύτητα εκείνης με την οποία πραγματικά κινούταν και μάλιστα, στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως δέχεται το Δικαστήριο, καθόλη τη διαδρομή το αυτοκίνητο κινούταν με μέση ωριαία ταχύτητα 79,3 χ/ω με ανώτατη επιτρεπόμενη 70 χ/ω, λίγο δε πριν το ατύχημα, ενώ κατά την ένδειξη του ταχογράφου, η ταχύτητά του ήταν 64 χ/ω, η πραγματική δε, με δεδομένο, όπως ανέλεγκτα δέχθηκε το Δικαστήριο, ότι, με την χρήση του ροοστάτη, επιτυγχανόταν εμφάνιση μειωμένης ταχύτητας κατά 24% περίπου, ανερχόταν σε 84 χ/ω, περίπου. Τούτο γνώριζε ο αναιρεσείων, όπως δέχθηκε η απόφαση, όπως τούτο προκύπτει εκ της παραδοχής ότι είχε τοποθετήσει τον ροοστάτη στον ταχογράφο για να επιτρέπει στον οδηγό συγκατηγορούμενό του να κινείται με την μεγαλύτερη της νόμιμης ως άνω ταχύτητα καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής (δεν προέκυψε ούτε δέχθηκε το Δικαστήριο ότι η τοποθέτηση έγινε για κάποιο άλλο σκοπό) και κατ ακολουθία και στο συγκεκριμένο τμήμα της, όπως και έπραξε αυτός, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, διότι, κατά τον τρόπο αυτό, θα επιτυγχάνονταν οι ανωτέρω στόχοι (οικονομικός και ανταγωνισμού), που είχε θέσει και έπρεπε να επιτευχθούν με την συνδρομή βέβαια και του οδηγού-συγκατηγορουμένου του Χ6, ο οποίος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό, προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του εργοδότη του - αναιρεσείοντος και να γίνει σ αυτόν αρεστός, όπως δέχθηκε το Μ.Ο.Ε, γνωρίζοντας, όπως και εκείνος, ότι, κινούμενος με την ανωτέρω υπερβολική και ανώτερη του νομίμου ορίου, αλλά και της επιβαλλόμενης από τις συνθήκες που δημιούργησαν τόσο η κατάσταση του φορτηγού, όσον και ο τρόπος φόρτωσης στοιβασίας και πρόσδεσης του μεταφερόμενου φορτίου, αλλά και η ύπαρξη των δύο αντίρροπων στροφών της οδού σε σχέση με την πορεία του, ταχύτητα, υπήρχε ενδεχόμενο να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας και να προκληθεί κίνδυνος για ανθρώπους, ενδεχόμενο το οποίο και δεν απώθησε στη συνείδησή του, αλλά το αποδέχθηκε και συμβιβάστηκε με αυτό, όπως τούτο συνάγεται σαφώς από την παραδοχή ότι προείχε γι αυτόν η επίτευξη των ανωτέρω στόχων που είχε θέσει, όπως και ο έτερος συνιδιοκτήτης, κατά την διενέργεια της εν λόγω μεταφοράς. Δεν πάσχει λοιπόν η προσβαλλομένη απόφαση, από έλλειψη αιτιολογίας, τόσο ως προς το γνωστικό, όσο και ως προς το βουλητικό στοιχείο του ενδεχομένου δόλου του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει αυτός.
ε) Η αιτίαση αυτή, είναι αναλόγου περιεχομένου με την υπό στοιχείο γ', αφού ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση, ότι περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες, ενόψει του ότι, ενώ δέχεται ως ενδείκτη του ενδεχόμενου δόλου του την εμμονή στην κινδυνώδη κατάσταση (επανειλημμένες μεταφορές εμπορευμάτων με το ίδιο φορτηγό αυτοκίνητο, κατά τον αυτό ακριβώς, όπως και η επίμαχη, τρόπο), με κίνητρο το κέρδος, δεν προέκυψε, κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου, ότι επισυνέβη ο κίνδυνος αυτός, καθόλο το χρονικό διάστημα, που διενεργούνταν οι εν λόγω μεταφορές. Στην αιτίαση αυτή προσήκει η δοθείσα στο ανωτέρω σημείο απάντηση, πέραν των ανωτέρω υπό στοιχείο VI παραδοχών της αποφάσεως του Μ.Ο.Ε., ως προς τους τρείς πρώτους κατηγορουμένους (Χ6, Χ5-αναιρεσείοντα και Χ1).
στ) Η προσβαλλομένη απόφαση, με τις ανωτέρω πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, δέχθηκε, ως ενδείκτη του βουλητικού στοιχείου του ενδεχομένου δόλου του αναιρεσείοντος, το οικονομικό κίνητρο, το οποίο αναλύει και τεκμηριώνει πλήρως σε τι συνίστατο, αφού δέχεται ότι, με την τακτική αυτή, που συστηματικά ακολουθούσε ο αναιρεσείων και οι λοιποί εμπλεκόμενοι στην όλη διαδικασία της φόρτωσης και μεταφοράς, επιτυγχάνονταν η εξοικονόμηση στα τριάντα (30) δρομολόγια πέντε (5) δρομολογίων, περίπου, ότι η αμοιβή του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου - συνιδιοκτήτη Χ1 ανερχόταν σε 9.000 δραχμές/τόνο μεταφερομένων εμπορευμάτων, μειωνόταν το κόστος μεταφοράς κάθε τόνου, αφού με τα ίδια έξοδα μεταφέρονταν 5 τόνοι επιπλέον του νομίμου φορτίου, κάθε φορά, παραθέτει μάλιστα η απόφαση στο σκεπτικό της και το τέχνασμα που χρησιμοποιούσε ο αναιρεσείων, και οι λοιποί εμπλεκόμενοι στην διαδικασία της μεταφοράς για να καλύπτουν το υπέρβαρο φορτίο (έκδοση δύο φορτωτικών, μία με το πραγματικό φορτίο και μία με κανονικό που θα επιδεικνύονταν σε ενδεχόμενο έλεγχο, όπως και δύο δελτίων αποστολής, για τον αυτό ακριβώς σκοπό), τέλος δε με την υπερβολική και πέραν του κατά νόμο ανωτάτου ορίου των 70 χ/ω, αλλά και την επιβαλλόμενη από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κατώτερη και αυτού του νομίμου ορίου, ταχύτητα επιτυγχανόταν η συντόμευση της διαδρομής και η παράδοση των εμπορευμάτων σε μικρότερο χρόνο, γεγονός που καθιστούσε πλέον ανταγωνιστική την πωλήτρια των εμπορευμάτων επιχείρηση Ε-1 Α.Ε., έναντι ομοειδών επιχειρήσεων, όπως και η αναφερόμενη στην απόφαση. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, κατά τις αβάσιμες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, να αναφέρει το Δικαστήριο γιατί το κέρδος των (5Χ9.000:2) 22.500 δραχμών που επιτύγχανε κάθε φορά με την υπερφόρτωση αποτελεί σοβαρό οικονομικό κίνητρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ενδείκτης βουλητικού στοιχείου αποδοχής, κατά την προκτεθείσα έννοια, ενδεχομένου διαταράξεως της ασφαλείας της χερσαίας συγκοινωνίας και προκλήσεως κινδύνου για την ζωή, την σωματική ακεραιότητα και την υγεία εν γένει ανθρώπων, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε με τον θάνατο 21 παιδιών και τον τραυματισμό 33 ατόμων, ούτε χρειαζόταν περαιτέρω εξειδίκευση η μείωση του κόστους μεταφοράς με την υπερφόρτωση του φορτηγού, ούτε η με αυτή (υπερφόρτωση) συντόμευση του χρόνου παραδόσεως της ποσότητας εμπορευμάτων που είχε παραγγείλει ο αγοραστής, διότι, για μεν την πρώτη (μείωση του κόστους) έχουν ήδη αναφερθεί τα ανωτέρω, που προκύπτουν σαφώς από τις παραδοχές της αποφάσεως, από τις οποίες επίσης προκύπτει με σαφήνεια και η δεύτερη (συντόμευση χρόνου παράδοσης), αφού, με την παράδοση μεγαλύτερης ποσότητας, ικανοποιούνταν, κατά το υπέρβαρο, που εν προκειμένω ήταν 5 τόνοι, συντομότερα οι ανάγκες του αγοραστού, σε περίπτωση δε τυχόν μεγάλης παραγγελίας, επιτυγχανόταν η συντομότερη εκτέλεσή της. Ούτε τέλος δημιουργείται αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αποφάσεως σε σχέση με την επίτευξη συντόμευσης του χρόνου μεταφοράς και παραδόσεως του φορτίου που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι επιτύγχαναν οι κατηγορούμενοι και ο αναιρεσείων, από την παραδοχή ότι το φορτηγό, ενώ η φόρτωση περατώθηκε στις 11-4-2003 (Παρασκευή), αναχώρησε για τον προορισμό του, που ήταν ο ..., στις 13-4-2003, αφού προηγουμένως στις 12-4-2003 διενεργήθηκε σε συνεργείο της κατοικίας του οδηγού (...), η αναφερόμενη συγκόλληση στο ρυμουλκούμενο, διότι την ημέρα εκείνη (Κυριακή) το φορτίο, κατά την παραγγελία, έπρεπε να παραδοθεί στις εγκαταστάσεις του αγοραστού στον ... . Τούτο δε διότι η παραδοχή αυτή, εκ της οποίας δεν συνάγεται αναγκαίως μη επείγουσα περίπτωση εκτελέσεως της συγκεκριμένης παραγγελίας, ενόψει του ότι τα παραδοτέα την Κυριακή εμπορεύματα φορτώθηκαν από τις αποθήκες την ..., ημέρα που έπαυε η λειτουργία της επιχείρησης, για τις δύο επόμενες μη εργάσιμες μέρες, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή περί συντόμευσης, με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν και με σκοπό την επίτευξη οικονομικού οφέλους, του χρόνου της διαδρομής και παραδόσεως των εμπορευμάτων.
ζ) Όπως ήδη λέχθηκε το Δικαστήριο έκρινε, με βάση τις παραδοχές του που προαναφέρθηκαν, σε σχέση με την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, ότι οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ5-αναιρεσείων και Χ6 τέλεσαν την πράξη αυτή, χωρίς συναπόφαση, με ενδεχόμενο δόλο, κατά παραυτουργία, στην συνέχεια δε, όπως ήδη λέχθηκε, αιτιολογεί πλήρως, με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τόσο το γνωστικό, όσο και το βουλητικό στοιχείο του ενδεχόμενου δόλου τους. Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, που συνίσταται στις ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις του, ήταν ικανή να επιφέρει, χωρίς την παρεμβολή της συμπεριφοράς οποιουδήποτε από τους άλλους ως άνω συγκατηγορουμένους του - παραυτουργούς, από μόνη της την διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας και να δημιουργήσει κίνδυνο για ανθρώπους, σε τρόπο ώστε να στοιχειοθετεί σε βάρος του την πράξη του άρθρου 290 ΠΚ με ενδεχόμενο δόλο, όπως έκρινε η προσβαλλομένη απόφαση, η κρίση της οποίας, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω υπό στοιχείο δ', δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, ούτε χρειαζόταν για την πληρότητα της αιτιολογίας επί του κεφαλαίου αυτού, να διαλάβει και άλλα πραγματικά περιστατικά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τον κίνδυνο ατυχήματος επέτεινε η ανώτερη του ανώτατου ορίου των 70 χ/ω, για το συγκεκριμένο φορτηγό αυτοκίνητο, ως άνω κριθείσα υπερβολική ταχύτητα, με την οποία εκινείτο ο οδηγός αυτού, ως και το ότι δεν φρόντισε να την μειώσει κατ άρθρο 19 ΚΟΚ, στο συγκεκριμένο σημείο της διαδρομής όπου και επισυνέβη η σύγκρουση με τα ανωτέρω τραγικά αποτελέσματα, κάτω και του επιτρεπόμενου ορίου, διότι η ταχύτητα αυτή από μόνη της δεν υπήρξε, κατά τις παραδοχές του Μ.Ο.Ε., ο μοναδικός παράγων της δημιουργίας της κινδυνώδους κατάστασης για την ασφάλεια της χερσαίας συγκοινωνίας και για τους ανθρώπους που κινούνταν στο αυτό οδικό δίκτυο, αφού αυτή (κινδυνώδης κατάσταση) είχε προκληθεί και από την κυκλοφορία του συγκεκριμένου φορτηγού αυτοκινήτου, φορτωμένου, κατά τον τρόπο που λεπτομερώς εκτίθεται στην απόφαση, αλλ απλώς την κινδυνώδη αυτή κατάσταση επέτεινε η κίνηση με την ανωτέρω υπερβολική, όπως έκρινε το Δικαστήριο, ταχύτητα, γεγονός το οποίο, όπως λέχθηκε ανωτέρω, υπό στοιχείο δ', γνώριζε ο αναιρεσείων, ως πρόσθετο, διαταρακτικό της ασφάλειας της συγκοινωνίας και προκλήσεως κινδύνου για ανθρώπους, παράγοντα και το αποδέχθηκε, κατά την ανωτέρω έννοια. Η περαιτέρω παράλειψη της οφειλομένης κατά νόμο (άρθρο 19 ΚΟΚ) ενέργειας μειώσεως της ταχύτητας από τον οδηγό στο συγκεκριμένο σημείο της διαδρομής πριν από την μοιραία σύγκρουση, η οποία αποδίδεται από το Δικαστήριο σ αυτόν, ως στοιχείο της αμελούς συμπεριφοράς του, που συνδέεται αιτιωδώς με την σύγκρουση των δύο οχημάτων, το προκληθέν ατύχημα και τους επισυμβάντες θανάτους 21 μαθητών και τραυματισμούς 33 ατόμων, θα αξιολογηθεί κατωτέρω, κατά την έρευνα του λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορά την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 290, 302, 314 και 94 ΠΚ, ως εκ του ότι το Δικαστήριο δέχθηκε αληθινή, κατ ιδέα συρροή μεταξύ των εγκλημάτων που προβλέπουν και τιμωρούν οι ανωτέρω διατάξεις.
η) Από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης υπό στοιχείο IV προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, εκτίμησε και αξιολόγησε το πόρισμα της από 14-4-2003 τεχνικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων ΗΗ και ΘΘ και κατέληξε σε κρίση διαφορετική του πορίσματός της περί μη μετατοπίσεως του φορτίου πριν την σύγκρουση, με την ανωτέρω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Οι επί του ζητήματος αυτού αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, υπό την επίφαση ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση από το Δικαστήριο του ιδιαίτερου αυτού αποδεικτικού μέσου και την επί της ουσίας κρίση του Μ.Ο.Ε. και τυγχάνουν απαράδεκτες Από την αναφορά στο προοίμιο της αποφάσεως της βεβαίωσης ότι αναγνώσθηκαν οι τεχνικές εκθέσεις καθίσταται βέβαιο ότι το Δικαστήριο ανέγνωσε, έλαβε υπόψη και εκτίμησε μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων και την από 15-10-2003 τεχνική έκθεση του ΦΦ, καθηγητή του Ε.Μ.Π., που διενεργήθηκε κατόπιν αιτήματος της Α.Ε. Ε-1 και δεν συνάγεται το αντίθετο εκ του ότι το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε πλήρως το πόρισμά της, ούτε την μνημονεύει ιδιαιτέρως στο σκεπτικό της αποφάσεως, αφού δεν έχει τέτοια υποχρέωση, ούτε υποχρεούταν, όπως λέχθηκε ανωτέρω, να προβεί σε συγκριτική αξιολόγησή της με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ούτε να αντικρούσει αιτιολογημένα το πόρισμά της. Το αυτό πρέπει να λεχθεί και για την από 17-4-2005 τεχνική έκθεση ανάλυσης ατυχήματος των μηχανολόγων μηχανικών ... και ..., ως και την βεβαίωση της εταιρίας STRAPTECH Α.Ε., ως και τον πίνακα ανάλωσης γωνιών συσκευασίας παλετών της αυτής ως άνω εταιρίας και τα συνημμένα σ' αυτόν τιμολόγια πώλησης και Δελτία Αποστολής, με την σημείωση ότι η αγορά κατά τον μήνα Απρίλιο 2003 γωνιών προστατευτικών της συσκευασίας παλετών εμπορευμάτων, από την πωλήτρια εταιρία Ε-1 Α.Ε., δεν σημαίνει ότι η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στην συσκευασία και πρόσδεση του συγκεκριμένου φορτίου τέτοιες γωνίες τυγχάνει αυθαίρετη και αντικρουόμενη από τα εν λόγω έγγραφα, για να συναχθεί ασφαλώς το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δεν τα έλαβε υπόψη, ούτε τα εκτίμησε και τα αξιολόγησε. Τέλος, όσον αφορά τις ιατροδικαστικές εκθέσεις νεκροψίας-νεκροτομής, που, όπως λέχθηκε, αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να αναφέρονται κεχωρισμένως στο προοίμιο μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων, εκ του ότι δεν γίνεται η αναφορά αυτή στην προσβαλλομένη, δεν συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο, αφού, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, προκύπτει το αντίθετο, όπως τούτο καθίσταται σαφές από την περιγραφή των σωματικών κακώσεων που υπέστησαν τα θύματα, οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις προκάλεσαν το θάνατο 21 ατόμων και σε άλλες τον τραυματισμό 33, σοβαρό ή μη, κατά περίπτωση. Οι κακώσεις αυτές προκύπτουν από το περιεχόμενο των ιατροδικαστικών εκθέσεων και εκείνων νεκροψίας-νεκροτομής.
Συνεπώς η αιτίαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα.
θ) Το Δικαστήριο, με τις ανωτέρω πλήρεις και εμπεριστατωμένες, αφορώσες ειδικά τον αναιρεσείοντα παραδοχές του, αιτιολογεί πλήρως και την ενσυνείδητη αμέλεια αυτού, ως προς τους επελθόντες θανάτους των 21 μαθητών και τις σωματικές βλάβες των 33 ατόμων, αφού το γνωστικό στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας για τα εγκλήματα αυτά ταυτίζεται, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, με εκείνο του ενδεχόμενου δόλου για το έγκλημα της διαταράξεως της χερσαίας συγκοινωνίας, για δε τα εγκλήματα αυτά το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων πίστευε ότι, παρά τις ενέργειες και παραλείψεις οφειλομένων από τον νόμο ενεργειών που παραθέτει, του ιδίου, αλλά και των λοιπών συγκατηγορουμένων του, τελικά δεν θα συνέβαινε το ατύχημα, που προέβλεψε ως δυνατό, ούτε συνεπεία αυτού θα προέκυπτε κίνδυνος για ανθρώπους, η πίστη του όμως αυτή δεν επαληθεύθηκε, διότι και το ατύχημα συνέβη και το ανωτέρω αποτέλεσμα επήλθε, το οποίο το Δικαστήριο απέδωσε στην συγκλίνουσα αμέλεια του αναιρεσείοντος και των λοιπών συγκατηγορουμένων του, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, ως προς το είδος και το περιεχόμενό της, για καθένα απ αυτούς. Για την επισημαινόμενη και πάλι από αυτόν αντιφατικότητα των παραδοχών της αποφάσεως, όσον αφορά την έλλειψη ειδικών νομικών κανόνων που ρυθμίζουν τον τρόπο συσκευασίας, φόρτωσης, και πρόσδεσης φορτίων μελαμίνης και MDF, αλλά και την εμμονή στην κινδυνώδη κατάσταση, ως και την μη πραγματοποίηση, στο χρονικό διάστημα που αναφέρει, του κινδύνου ατυχήματος, ισχύουν τα ανωτέρω υπό στοιχεία β' και ε', αντιστοίχως εκτεθέντα. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται στο κεφάλαιο της καταδικαστικής κρίσης για τις 21 ανθρωποκτονίες και τις 33 σωματικές βλάβες από ενσυνείδητη αμέλεια, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Μ.Ο.Ε. και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ι) Όπως λέχθηκε ανωτέρω υπό στοιχείο γ' ο αναιρεσείων γνώριζε, για όλους τους εκεί εκτιθέμενους λόγους, ότι ο συγκατηγορούμενος του και μη αναιρεσείων Χ6, παρότι η ένδειξη του ταχογράφου, λόγω ροοστάτη, ήταν 64 χ/ω, δηλαδή κατώτερη και του ανωτάτου ορίου στο συγκεκριμένο σημείο της διαδρομής των 70 χ/ω, κινούταν πραγματικά με την ανωτέρω υπερβολική ταχύτητα των 84 χ/ω, περίπου, που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, το γεγονός δε αυτό, ως στοιχείο προκλήσεως κινδύνου για την ασφάλεια της χερσαίας συγκοινωνίας και επαύξησης του ενδεχομένου προκλήσεως ατυχήματος και κινδύνου για τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν το οδικό δίκτυο, αποδέχθηκε, κατά την ανωτέρω έννοια. Η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε, ως στοιχείο αμελούς συμπεριφοράς του οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου και την μη μείωση της υπερβολικής ταχύτητας των 84 χ/ω, με την οποία, στο συγκεκριμένο σημείο της διαδρομής, κινούταν κάτω και από το ανώτατο όριο των 70 χ/ω, αφού τούτο επέβαλε η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1,2 ΚΟΚ, ενόψει της αναφερομένης στο σκεπτικό κατάστασης του οδικού δικτύου (ύπαρξης δύο συνεχόμενων αντίρροπων στροφών), σε συνδυασμό και με την εν γένει κατάσταση του οχήματος, το υπέρβαρο του μεταφερομένου φορτίου, τον μη νόμιμο τρόπο στοιβασίας και πρόσδεσης αυτού. Η παράλειψη της κατά νόμο οφειλομένης ενέργειας του οδηγού Χ6 να μειώσει την υπερβολική ως άνω ταχύτητα, με την οποία στο σημείο εκείνο κινούταν των 84 χ/ω, κάτω του ανωτάτου ορίου των 70 χ/ω, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, συνιστά περαιτέρω αμελή ενέργεια αυτού, πέραν και ανεξάρτητη της μέχρις εκείνου του σημείου διαταρακτικής της ασφάλειας της συγκοινωνίας συμπεριφοράς του, μετά της οποίας, συνδέεται αιτιωδώς η σύγκρουση των δύο οχημάτων (φορτηγού και λεωφορείου), αλλά και η σύγκρουση του φορτηγού με τα ακολουθούντα ΙΧΕ αυτοκίνητα, όπως και οι επελθόντες εκ του λόγου αυτού 21 θάνατοι και 33 σωματικές βλάβες, αποτέλεσμα το οποίο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, και τον εκεί εκτιθέμενο τρόπο της πρώτης επαφής των δύο οχημάτων στο αναφερόμενο σημείο αυτών και της εξελίξεως της συγκρούσεως τους, συνδέεται αιτιωδώς και με την προηγηθείσα εν γένει διαταρακτική συμπεριφορά του ιδίου, αλλά και όλων των συγκατηγορουμένων του και του αναιρεσείοντος, όπως εξειδικεύεται στην απόφαση. Συνιστά δε η αμέσως προ της συγκρούσεως εν λόγω παράλειψη του οδηγού να μειώσει την ταχύτητα, όπως υποχρεούταν από τον ΚΟΚ, κάτω και του ανώτατου ορίου των 70 χ/ω περαιτέρω αμελή συμπεριφορά, ανεξάρτητη και πέραν της μέχρι του σημείου εκείνου πραγματωθείσης με τους αναφερόμενους στην απόφαση τρόπους διαταράξεως της ασφάλειας των χερσαίων συγκοινωνιών, μεταξύ των οποίων και η κίνηση με ταχύτητα ανώτερη των ορίου των 70 χ/ω, διότι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η μη μείωση, στο συγκεκριμένο σημείο της διαδρομής, της ταχύτητας κινήσεως του αυτοκινήτου, κάτω του ανώτατου ορίου των 70 χ/ω, η τήρηση του οποίου δεν αποτελούσε διαταρακτικό της ασφάλειας της συγκοινωνίας παράγοντα, ως και η, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, εκ του λόγου αυτού, ως αποκλειστικής αιτίας, λήψη της δεύτερης αντίρροπης δεξιάς στροφής ''ανοικτά'', με περαιτέρω συνέπεια την, κατόπιν παραβίασης της συνεχόμενης διπλής διαχωριστικής γραμμής, είσοδό του στο αντίθετο με την κατεύθυνσή του ρεύμα πορείας και αδυναμίας επαναφοράς του στο ρεύμα πορείας του, σύγκρουση των δύο οχημάτων, αποτελούσε αμελή συμπεριφορά, κείμενη πέραν εκείνης με την οποία είχε ήδη συντελεσθεί η διατάραξη και ανεξάρτητη εκείνης και όχι παράγοντα διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, η οποία (αμελής συμπεριφορά) αποτέλεσε και το αίτιο της επελθούσης συγκρούσεως των δύο οχημάτων, τα δε περαιτέρω ως άνω αποτελέσματά της, οφείλονται, κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου, τόσον σ αυτήν, όσο και στους αναφερόμενους στην απόφαση παράγοντες της διατάραξης, που είχε ήδη πραγματώσει, τόσον αυτός, όσον και οι λοιποί συγκατηγορούμενοι του με ενδεχόμενο δόλο, ενσυνείδητη και χωρίς συνείδηση αμέλεια, κατά τις διακρίσεις της αποφάσεως. Την περαιτέρω αυτοτελή και ανεξάρτητη της συμπεριφοράς που προκάλεσε την διατάραξη της ασφαλείας των χερσαίων συγκοινωνιών ως άνω αμελή συμπεριφορά του οδηγού βέβαια το Δικαστήριο συμπεριέλαβε, μεταξύ των παραγόντων που αναφέρει και επέφεραν την διατάραξη και δη εκείνο της ταχύτητας, με την οποία κινούταν το ΔΧ φορτηγό αυτοκίνητο. Τούτο έγινε, πλεοναστικώς και εκ περισσού, αφού η διατάραξη, όπως λέχθηκε, σύμφωνα με τις παραδοχές του Δικαστηρίου, ήδη είχε συντελεσθεί με όλες τις αναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις, που αποτελούν σύνολο συμπεριφοράς, εκάστου των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και η μέση ωριαία ταχύτητα των 79,3 χ/ω, που υπερέβαινε το, για το συγκεκριμένο όχημα, ανώτατο όριο των 70 χ/ω, με την οποία κινούταν ο οδηγός του Χ6, καθόλη τη διαδρομή και πριν την επέλευση του θανατηφόρου ατυχήματος. Το ανωτέρω αποτέλεσμα της περαιτέρω ως άνω αυτοτελούς και ανεξάρτητης αμελούς συμπεριφοράς του προέβλεψε μεν ως δυνατόν, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν, με συνέπεια η αμελής αυτή περαιτέρω συμπεριφορά του να εντάσσεται στην ενσυνείδητη αμέλεια του, που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι τον βαρύνει για τις πράξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ. Την, περαιτέρω, αυτοτελή και ανεξάρτητη της διαταρακτικής, αμελή αυτή συμπεριφορά του οδηγού γνώριζε και ο αναιρεσείων, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, με την εγκατάσταση από τον ίδιο και τον άλλο συνιδιοκτήτη Χ1 του ροοστάτη στον ταχογράφο επιδίωκε και το επέτυχε ο οδηγός να κινείται με ανώτερη της νόμιμης ταχύτητας, χωρίς να εμφανίζεται αυτή, αλλά κανονική ταχύτητα, όπως δέχθηκε και η απόφαση του Μ.Ο.Ε., σε όλη τη διαδρομή και φυσικά και σε σημεία του οδικού δικτύου, που παρουσίαζαν ιδιαιτερότητες, όπως γνώριζε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, που απαιτούσαν περαιτέρω μείωση της ταχύτητας, όπως το συγκεκριμένο, διότι διαφορετικά δεν θα επιτυγχάνονταν οι ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενοι σκοποί της ενέργειας του αυτής (τοποθέτηση ροοστάτη στον ταχογράφο), προέβλεψε δε, όπως και ο οδηγός, ότι υπήρχε με τον τρόπο αυτό κίνδυνος τροχαίου ατυχήματος και περαιτέρω αποτέλεσμα θανάτου και σωματικών βλαβών, που αποτελούν το έλασσον σε σχέση με αυτόν (θάνατο), των ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν το οδικό δίκτυο, πίστευε όμως ότι δεν συνέβαινε αυτό.
Συνεπώς στην ενσυνείδητη αμέλεια του για τις πράξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ, που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, περιλαμβάνεται και η γνώση της αμελούς αυτής συμπεριφοράς. Τούτο δε διότι στοιχείο της εν λόγω αμελείας του, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, συνιστά και η, με την εγκατάσταση του ροοστάτη (''κλέφτη'') στον ταχογράφο, γνώση του ότι ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου συνιδιοκτησίας του και υπάλληλος του θα κινείται καθόλη τη διαδρομή με μεγαλύτερη της νόμιμης των 70 χ/ω ταχύτητα και συνεπώς και στα σημεία που έπρεπε να την μειώνει κάτω του ανωτάτου αυτού ορίου, όπως και το συγκεκριμένο, όπως γνώριζε, χωρίς να εμφανίζεται αυτή στον ταχογράφο και έτσι να μη διατρέχει κινδύνους μηνύσεων κατά τους ενδεχόμενους τροχαίους ελέγχους, όπως έγινε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, εν προκειμένω, που, κατά την ένδειξη του ταχογράφου, η ταχύτητα ήταν 64 χ/ω, ενώ η πραγματική ανερχόταν σε 84 χ/ω, περίπου. Κατ ακολουθία τούτων, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, σύμφωνα και με τα όσα έγιναν δεκτά από την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου με αριθμό 4/2010 σε σχέση με την παρεμφερή πράξη του άρθρου 291 ΠΚ, στην συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ των πράξεων που προβλέπουν και τιμωρούν οι διατάξεις του άρθρου 290 παρ. 1 β ΠΚ, και των άρθρων 302 και 314 του ίδιου κώδικα, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, υπάρχει αληθινή κατ ιδέαν συρροή. Εφόσον λοιπόν και η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε ότι η συρροή μεταξύ των πράξεων αυτών είναι αληθινή και όχι φαινομένη, όπως υποστήριζαν οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι, έστω και με διαφορετική θεμελίωση της κρίσεως της, και τους κήρυξε ενόχους όλων των πράξεων αυτών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις και εκείνη του άρθρου 94 παρ. 2 ΠΚ, η δε σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος, κατά την οποία η συρροή είναι φαινομένη και έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως μόνον του άρθρου 290 παρ. 1 β ΠΚ, η οποία απορροφά τις πράξεις των άρθρων 302 και 314 του ίδιου κώδικα, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, τυγχάνει αβάσιμη.
Κατά την γνώμη όμως του Αρεοπαγίτη Παν. Ρουμπή, όπως διατυπώθηκε ανωτέρω, έπρεπε ο λόγος αυτός της αναιρέσεως να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα και κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 518 ΚΠΔ, να κηρυχθεί αθώος των πράξεων των κατά συρροή 21 ανθρωποκτονιών και 33 σωματικών βλαβών, να απαλειφθούν οι ποινές που του επιβλήθηκαν για τις πράξεις αυτές, ως και η διάταξη περί συνολικής ποινής και να παραμείνει προς έκτιση μόνον η ποινή που του επιβλήθηκε για την πράξη του άρθρου 290 παρ. 1 β ΠΚ. Κατ ακολουθία τούτων όλοι οι λόγοι αναιρέσεως του εν λόγω αναιρεσείοντος, με τους οποίους αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας (510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ), τόσον ως προς το αδίκημα της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, όσον και τα αδικήματα των κατά συρροή ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών με ενσυνείδητη αμέλεια, ως προς την λήψη υπόψη και εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και ως προς την παραυτουργία, αλλά και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 27 παρ. 1, 94 παρ. 2, 290 παρ. 1 β, 302 και 314 ΠΚ (510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ), τυγχάνουν αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν, ομόφωνα, εκτός του, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ, λόγου, οποίος απορρίπτεται, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντος του Αρεοπαγίτη Παν. Ρουμπή.
2. Του αναιρεσείοντος Χ4.
α) Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές του δέχθηκε ότι τόσον οι πράξεις των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών κατά συρροή, όσον και η διατάραξη της ασφαλείας της χερσαίας συγκοινωνίας τελέσθηκαν από τον αναιρεσείοντα με ενσυνείδητη αμέλεια, πράγμα το οποίο και ρητώς αναφέρει και ότι η αμέλεια του δεν συνίστατο σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, προσδιορίζει δε τις συγκεκριμένες παραλείψεις του και τον αιτιώδη σύνδεσμο αυτών με το αποτέλεσμα που επήλθε, το οποίο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, οφείλεται στην συγκλίνουσα αμέλεια όλων των κατηγορουμένων, αυτός δε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Δέχθηκε δηλαδή το Δικαστήριο, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο οποιαδήποτε αμφισβήτηση ούτε δημιουργούντα ερωτηματικά, συνδρομή στο πρόσωπό του όλων των στοιχείων της ενσυνείδητης αμέλειας, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω. Δεν δημιουργείται δε ασάφεια, ως προς το είδος της αμέλειας που δέχθηκε γι αυτόν, εκ της επικουρικής και ως εκ περισσού αναφοράς, μετά την αιτιολογημένη παραδοχή ότι γνώριζε την μεταφορά υπέρβαρων φορτίων με το συγκεκριμένο φορτηγό αυτοκίνητο, αφού, λόγω της ιδιότητας ως διευθυντού του εργοστασίου της εταιρίας Ε-1 Α.Ε. στον ..., λάμβανε γνώση των παραστατικών εγγράφων που εκδίδονταν για τις μεταφορές, ότι: ''... σε κάθε περίπτωση μπορούσε και έπρεπε να λάβει γνώση αυτών ...''. Τούτο δε διότι, από την αναφορά αυτή, ως εκ της κατ επανάληψη παραδοχής θετικής γνώσεως από τον αναιρεσείοντα του υπέρβαρου του μεταφερομένου φορτίου και της πλημμελούς πρόσδεσης των δεμάτων, αφού, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, δεν φρόντισε να προμηθεύσει το συνεργείο φόρτωσης με τον επαρκή, κατά την γνώση του, αριθμό μεταλλικών τσερκιών που θα χρησιμοποιούταν προς τούτο, δεν προκύπτει οποιαδήποτε ασάφεια ως προς το είδος της αμελείας ως ενσυνείδητης που δέχθηκε γι αυτόν, την οποία ρητώς και κατηγορηματικώς αναφέρει. Ειδικότερα το Δικαστήριο δέχθηκε γνώση αυτού, λόγω της προαναφερθείσας εργασιακής ιδιότητάς του και της εξ αυτής πείρας από τις σπουδές και γενικά από τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι, συνεπεία των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων του, όπως προσδιορίστηκαν, ήταν δυνατόν να επέλθει το ανωτέρω αξιόποινο αποτέλεσμα των θανάτων και των τραυματισμών και συγκεκριμένα ότι, όλες αυτές οι πράξεις και παραλείψεις του, ήταν δυνατόν να εκτρέψουν το όχημα της πορείας του, δεδομένου μάλιστα ότι εκινείτο σε οδό με τμήματα υψηλού βαθμού επικινδυνότητας, και να συγκρουσθεί με αντιθέτως κινούμενα οχήματα, καθώς και να αποσυναρμολογηθεί και να καταπέσει το φορτίο επί της οδού, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή και το θάνατο προσώπων, όπως και έγινε, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν το αποτέλεσμα αυτό (των θανάτων και των τραυματισμών). Ούτε τέλος, ενόψει όλων των ανωτέρω παραδοχών ως προς το είδος της αμέλειας που δέχθηκε για τον αναιρεσείοντα, δημιουργείται ασάφεια επί του ζητήματος τούτου, από την ως εκ περισσού αναφορά: ''... είχε δε τη δυνατότητα και την υποχρέωση να λάβει γνώση των σύγχρονων μεθόδων, σχετικά με την ασφαλή συσκευασία και μεταφορά των φορτίων ...''.
Συνεπώς οι επί του ζητήματος τούτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος τυγχάνουν αβάσιμες και απορριπτέες.
β) Σύμφωνα με τις παραδοχές τις αποφάσεως αιτιολογείται πλήρως η γνώση εκ μέρους του αναιρεσείοντος της δυνατότητος επελεύσεως του αμέσως ανωτέρω αποτελέσματος και αναφέρεται ότι πίστευε ότι θα το αποφύγει. Αιτιολογείται πλήρως η γνώση του ότι το φορτίο των εμπορευμάτων που μεταφερόταν με το συγκεκριμένο φορτηγό ήταν υπέρβαρο, ως και ότι ήταν πλημμελώς και παρά τον νόμο προσδεδεμένο. Δεν δημιουργείται δε αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλομένης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, εκ της διαφοροποιήσεως του χαρακτηρισμού από απόψεως ποσότητος, των τσερκιών που παράλειψε ο αναιρεσείων να χορηγήσει στο τμήμα φορτώσεων, όπως όφειλε από την ανωτέρω θέση που κατείχε στην ιεραρχία των στελεχών της Α.Ε Ε-1 και των τομέων ευθύνης του (Διευθυντής του εργοστασίου στον ..., που είχε την ευθύνη των τμημάτων αποθήκης και φορτώσεως), δια της αναφοράς, ''επαρκούς αριθμού τσερκιών'', ''επαρκούς αριθμού'', ''περισσοτέρων'', ''τριών (3)'', ''ικανού αριθμού'', αφού σαφώς προκύπτει, από το σύνολο των παραδοχών της, ότι ο αριθμός αυτός ήταν μεγαλύτερος των δύο (2) τσερκιών που χρησιμοποιήθηκαν για την συγκεκριμένη πρόσδεση του φορτίου και την μεταφορά αυτού. Όσον αφορά την δήθεν αντίθεση και ασάφεια, λόγω της παραδοχής ότι δεν υφίστατο διάταξη καθορίζουσα τον τρόπο συσκευασίας και πρόσδεσης των φορτίων γενικώς, αλλά και των συγκεκριμένων (μελαμίνης και MDF) ισχύουν τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα με αριθμό 1 και υπό στοιχείο β' για τον αναιρεσείοντα Χ5.
Συνεπώς η συναφής αιτίαση του αναιρεσείοντος, τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα, ανεξάρτητα του ότι με αυτή πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και η ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. γ-δ) Το Μ.Ο.Ε. αιτιολογεί πλήρως και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των ανωτέρω παραλείψεων του αναιρεσείοντος και του επελθόντος, κατά τα άνω αποτελέσματος, το οποίο όπως δέχθηκε οφείλεται στην συγκλίνουσα αμέλεια όλων των κατηγορουμένων, ο καθένας των οποίων ευθύνεται, όπως λέχθηκε ανωτέρω, για την αμέλεια που τον βαρύνει, η οποία, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ανεξάρτητα εκείνης εκάστου των συγκατηγορουμένων του, ως αίτιο, προκάλεσε το ανωτέρω αποτέλεσμα των 21 θανάτων και 33 σωματικών βλαβών, το οποίο με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητος, δεν θα επερχόταν, αν ο αναιρεσείων ενεργούσε με επιμέλεια και δεν παρέλειπε τις ως άνω οφειλόμενες ενέργειες. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται εκ του ότι η προσβαλλομένη δέχεται ότι τον συγκατηγορουμένο του Χ2, Γενικό Διευθυντή της Α.Ε. και συνεπώς ιεραρχικό προϊστάμενο του αναιρεσείοντος, βάρυνε η ως άνω αμελής συμπεριφορά, συνισταμένη, μεταξύ των άλλων, στο ότι δεν έδωσε, στον αναιρεσείοντα και τους επίσης υφισταμένους του Χ5, συνιδιοκτήτη κατά 50% του φορτηγού αυτοκινήτου, αλλά και υπάλληλο της Α.Ε. και υπεύθυνο φορτώσεων και Χ3, αποθηκάριο της εταιρίας, σχετικές έγγραφες και προφορικές σαφείς εντολές για μη υπερφόρτωση των Δ.Χ. φορτηγών αυτοκινήτων με τα οποία διενεργούνταν οι μεταφορές των εμπορευμάτων της εταιρίας, όπως και το επίμαχο, συνιδιοκτήσιας του Χ5, καθώς και για την χρησιμοποίηση ικανού αριθμού περισσότερων των δύο τσερκιών ανά σωρό μεταφερομένων εμπορευμάτων (μελαμίνη - MDF), παρακολουθώντας την εφαρμογή των οδηγιών του και ότι τέλος το ανωτέρω ατύχημα και τα εξ αυτού αποτελέσματα δεν θα είχαν επέλθει αν ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε καταβάλει την προσοχή την οποία όφειλε ως γενικός διευθυντής της εταιρείας Ε-1 Α.Ε. και μπορούσε να καταβάλει, δίδοντας στο τμήμα φορτώσεων και μεταφοράς της εν λόγω εταιρείας τις εντολές που προαναφέρθηκαν και εποπτεύοντας την εφαρμογή τους. Τούτο δε διότι, η αποδοθείσα στον Γενικό Διευθυντή ως άνω αμελής συμπεριφορά, είναι εκείνη που βάρυνε τον ίδιο και επέφερε, ως ένας εκ των περισσοτέρων όρων, το ανωτέρω αποτέλεσμα, οφειλόμενο, κατά τις παραδοχές της απόφασης, στην συγκλίνουσα αμέλεια όλων, με την προεκτεθείσα έννοια, έκαστος δε εξ αυτών ευθύνεται για τη δική του αμέλεια, κρινόμενη αυτοτελώς και ανεξάρτητα προς την αμέλεια των άλλων. Έτσι και στην κρινόμενη περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής της εταιρίας κρίθηκε ότι ευθύνεται για την ως άνω αμελή συμπεριφορά του, απότοκο της οποίας ήταν το ως άνω αποτέλεσμα, η αμέλεια δε η δική του, η οποία, όπως δέχθηκε η απόφαση συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα, με την έννοια ότι χωρίς αυτή, ως ένα των πολλών παραγωγικών όρων του, δεν θα επερχόταν αυτό, δεν αναιρεί την αμέλεια των λοιπών συγκατηγορουμένων του, όπως και την του αναιρεσείοντος, αφού εκείνος ευθύνεται, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, γιατί δεν έδωσε τις του ανωτέρω περιεχομένου εντολές, ούτε φρόντισε να ελέγξει την τήρησή τους, όπως όφειλε εκ των αναποσπάστως συνδεομένων μετά της ανωτέρω θέσεως του καθηκόντων του, αυτός δε διότι, παρότι γνώριζε εκ της ως άνω θέσεως του Διευθυντού του εργοστασίου και υπευθύνου του τμήματος αποθήκης και φορτώσεων, την υπερφόρτωση των Δ.Χ. φορτηγών αυτοκινήτων, κατά την μεταφορά εμπορευμάτων της εταιρίας, άλλα και την πλημμελή πρόσδεση των φορτίων, όπως συνέβη και στην κρινόμενη περίπτωση, το μεν δεν απέτρεψε την πρώτη τούτων, το δε δεν φρόντισε για την εξάλειψη της δεύτερης. Δεν χρειαζόταν δε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, να ενημερωθεί από οποιονδήποτε για την ανάγκη αλλαγής της ακολουθουμένης τακτικής υπερφορτώσεως των αυτοκινήτων, συσκευασίας και προσδέσεως των φορτίων, η οποία, όπως δέχθηκε η απόφαση, μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο της χερσαίας συγκοινωνίας, προκλήσεως ατυχήματος, αλλά και κίνδυνο για την ζωή και την σωματική ακεραιότητα και υγεία των χρησιμοποιούντων το οδικό δίκτυο ανθρώπων, ούτε χρειαζόταν για την ενεργοποίησή του προς μεταβολή της τακτικής αυτής, η οποία αποτελούσε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, όπως γνώριζε, ως εκ της ανωτέρω θέσεως του στην εταιρία, καθημερινό εν δυνάμει κίνδυνο, ο οποίος, όπως και τα ανωτέρω αποτελέσματα για ανθρώπους, μπορούσαν να επέλθουν ανά πάσα στιγμή, όπως και δυστυχώς συνέβη, ούτε έπρεπε, προκειμένου να αντιληφθεί την κατάσταση αυτή και τους κινδύνους που συνεπαγόταν, να ασκούσε περισσότερο χρόνο τα ως άνω καθήκοντά του. Ούτε περαιτέρω, εκ του λόγου αυτού, αίρεται η ύπαρξη της αυτής ως άνω αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της δικής τους αμέλειας και βεβαίως και του αναιρεσείοντος και του επελθόντος αποτελέσματος, εκτός βέβαια αν το Δικαστήριο είχε δεχθεί την αμέλεια εκείνου ή οποιουδήποτε εκ των λοιπών συγκατηγορουμένων του, ως αποκλειστικό όρο του αποτελέσματος, πράγμα όμως το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, το Δικαστήριο έκρινε ότι τούτο υπήρξε απότοκο της συγκλίνουσας αμέλειας όλων, την οποία, ως αίτιο του αποτελέσματος, εξειδικεύει για τον καθένα απ αυτούς.
Συνεπώς οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος τυγχάνουν αβάσιμες κα απορριπτέες. ε-στ) Το Δικαστήριο, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως αναφέρθηκε και αμέσως ανωτέρω, έκρινε ότι η αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, για την οποία έγινε αναφορά ανωτέρω υπό στοιχεία, α', β', γ' και δ', στοιχειοθετεί και την πράξη της με ενσυνείδητη αμέλεια τελέσεως της πράξεως της διαταράξεως της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας και δεν χρειαζόταν, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να γίνει ειδικώς αναφορά και να παρατίθεται σχετική περί τούτου αιτιολογία για την επάρκεια ή μη του χρόνου της 3μηνης μόνον υπηρεσίας του ως Διευθυντού του εργοστασίου της εταιρίας και υπευθύνου των τμημάτων φορτώσεων και αποθήκης προς ενημέρωσή του και μεταβολή του ακολουθουμένου τρόπου φορτώσεως, συσκευασίας και προσδέσεως των φορτίων, αφού η προσβαλλομένη δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι ο χρόνος αυτός ασκήσεως των καθηκόντων του, ενόψει της μορφώσεως του και εμπειρίας του, των επαγγελματικών του γνώσεων, ήταν επαρκής για να γνωρίζει το τι συνέβαινε κατά την φόρτωση, στοιβασία και πρόσδεση των φορτίων και να προβεί στις ενέργειες που του επέβαλαν τα καθήκοντά του αυτά και οι νομικές διατάξεις που παραθέτει η απόφαση, προκειμένου να μεταβάλλει άμεσα την κατάσταση αυτή, η οποία, όπως δέχθηκε, όπως και η συμπεριφορά που αναφέρει και την αποδίδει σε ενδεχόμενοι δόλο (1ος, 2ος και 3ος κατηγορούμενοι), σε ασυνείδητη αμέλεια (4ος και 6ος), συνιστούσε εν δυνάμει κίνδυνο, για όλους τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, και δημιουργούσε κινδυνώδη κατάσταση, για την ασφάλεια της χερσαίας συγκοινωνίας και την ζωή και υγεία των χρησιμοποιούντων το οδικό δίκτυο ανθρώπων. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται εκ του ότι, από το αναγνωσθέν έγγραφο που επικαλείται ο αναιρεσείων, προέκυπτε ότι η κατονομαζόμενη ομοειδούς δραστηριότητος εταιρία χρησιμοποιούσε τον αυτό τρόπο συσκευασίας και προσδέσεως των φορτίων (2 μεταλλικά τσέρκια), διότι το Δικαστήριο, κατά την πλήρως αιτιολογημένη και ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, την οποία υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επιχειρεί να ελέγξει ο αναιρεσείων, έκρινε ότι, για την πρόσδεση του συγκεκριμένου υπέρβαρου και παρανόμως στοιβαγμένου φορτίου, απαιτούνταν περισσότερα των χρησιμοποιηθέντων δύο (2) τσερκίων, ούτε εκ του ότι, κατά την διάρκεια λειτουργίας της εταιρίας δεν πραγματοποιήθηκε ο κίνδυνος αυτός, όπως ήδη αναλύθηκε εκτενώς ανωτέρω υπό αριθμό 1 και στοιχείο γ'. Περαιτέρω οι λοιπές διαταρακτικές της ασφάλειας των χερσαίων συγκοινωνιών ενέργειες ή παραλείψεις των λοιπών συγκατηγορουμένων από ενδεχόμενο δόλο, η ασυνείδητη αμέλεια, κατά τις διακρίσεις της αποφάσεως, δεν αίρουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δικών του παραλείψεων και της διαταράξεως της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει αυτός, για όλους τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω υπό στοιχείο γ' - δ'. Τέλος η παραδοχή της προσβαλλομένης ότι ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου στο συγκεκριμένο σημείο έπρεπε να μειώσει την ταχύτητα και κάτω του ανωτάτου ορίου των 70 χ/ω, αναλύθηκε ανωτέρω υπ αριθ. 1 και στοιχείο ι' κατά την έρευνα της αληθούς ή φαινομένης συρροής μεταξύ των πράξεων της διαταράξεως της ασφάλειας των χερσαίων συγκοινωνιών από ενδεχόμενο δόλο, για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι, ο Χ6, ο Χ1 και ο αναιρεσείων Χ5 και των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από ενσυνείδητη αμέλεια για τις οποίες επίσης κηρύχθηκαν ένοχοι. Στο σημείο εκείνο δόθηκε ο προσήκων χαρακτηρισμός της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του οδηγού και ποια επίδραση είχε στο ερευνώμενο ως άνω ζήτημα, το οποίο δεν αφορά τον αναιρεσείοντα, αφού η πράξη για την οποία καταδικάσθηκε είναι η του άρθρου 290 παρ. 2 ΠΚ, η οποία, κατά τα ανωτέρω στην νομική σκέψη, εκτεθέντα, συρρέει αληθώς, πάντοτε, με τις πράξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ. Εφόσον δε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, το αποτέλεσμα των, κατά συρροή, ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών υπήρξε απότοκο, τόσο της ως ανωτέρω χαρακτηρισθείσης αμελούς αυτής συμπεριφοράς, όσον και των αμελών συμπεριφορών των λοιπών κατηγορουμένων και του αναιρεσείοντος, η εν λόγω αμελής συμπεριφορά δεν αίρει την δική του ευθύνη, ούτε διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς των άλλων κατηγορουμένων, αλλά και της δικής του και του ανωτέρω αποτελέσματος των θανάτων και σωματικών βλαβών.
ζ) Όσον αφορά την αιτίαση του αναιρεσείοντος για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και δη της από 14-4-2003 εκθέσεως τεχνικής πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων ΗΗ και ΘΘ, της από 15-10-2003 τεχνικής έκθεσης του ΦΦ και τέλος των ιατροδικαστικών εκθέσεων και εκείνων νεκροψίας - νεκροτομής, ισχύουν τα ανωτέρω υπ αριθ. 1 και στοιχ. η' εκτεθέντα. Κατ ακολουθία τούτων όλοι οι λόγοι αναιρέσεως του εν λόγω αναιρεσείοντος, με τους οποίους αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας (510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ), τόσον ως προς το αδίκημα της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών, όσον και τα αδικήματα των κατά συρροή ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, από ενσυνείδητη αμέλεια και ως προς την λήψη υπόψη και εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τυγχάνουν αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν.
3. Του αναιρεσείοντος Χ3.
α) Το Δικαστήριο αιτιολογεί πλήρως, την αμέλεια του αναιρεσείοντος, τόσον ως προς την πράξη του άρθρου 290 παρ. 2 ΠΚ, όσον και ως προς κείνες των άρθρων 302 και 314 ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα, κατά τα ανωτέρω δέχεται, ως προς τις παραλείψεις οφειλομένων κατά νόμο ενεργειών του αναιρεσείοντος, αυτές συνίσταντο στο ότι, λόγω της ιδιότητός του ως αποθηκάριου από το έτος 1997 του εργοστασίου της εταιρίας Ε-1 Α.Ε. στο ..., ως εκ της οποίας αναλάμβανε τη φόρτωση των εμπορευμάτων κατ' εντολή του προϊσταμένου φόρτωσης, Χ5, καθημερινά από την 16.00 έως την 22.00 ώρα, και ενώ από την εργασιακή του σύμβαση και από τον νόμο (άρθρ. 32 §§2,3 ΚΟΚ) είχε υποχρέωση να επιβλέπει και να καθοδηγεί τους εργάτες της ίδιας εταιρείας για τη συσκευασία των φορτίων που θα μεταφέρονταν με οχήματα, ώστε η συσκευασία να είναι ασφαλής και να αποκλείεται κάθε περίπτωση αποσυσκευασίας σε πιθανό ελιγμό του οχήματος ή εμπλοκής του σε ατύχημα, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε, κατά την αναφερομένη στο σκεπτικό διάταξη και μπορούσε να καταβάλλει, δεν αντιλήφθηκε, όπως μπορούσε από την σύγκριση των φορτωτικών και των δελτίων αποστολής με την άδεια κυκλοφορίας του συγκεκριμένου φορτηγού αυτοκινήτου, ότι το φορτίο, που κατόπιν εντολής του συγκατηγορουμένου του Χ5, με επιμέλεια του φορτώθηκε, υπερέβαινε το κατά νόμο επιτρεπόμενο για το όχημα αυτό βάρος και έτσι δεν απέτρεψε την υπέρβαρη φόρτωση, ούτε περαιτέρω καθοδήγησε τους εργάτες συσκευασίας του συγκεκριμένου φορτίου και δεν επέβλεψε στον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθούν για την συσκευασία κάθε δέματος δύο μεταλλικά τσέρκια, όπως γινόταν μέχρι τότε στην συσκευασία των δεμάτων των εμπορευμάτων, ενώ, ενόψει του μεγάλου μήκους και βάρους εκάστου δέματος, έπρεπε να προβληματισθεί για την αλλαγή της πρακτικής αυτής και να χρησιμοποιηθούν για την ασφαλή πρόσδεση περισσότερα των δύο, όπως επιβαλλόταν. Σε συνέχεια των παραλείψεων του αυτών επέτρεψε την αναχώρηση από την αποθήκη του φορτηγού και την κυκλοφορία του στο οδικό δίκτυο, με το υπέρβαρο και πλημμελώς προσδεδεμένο φορτίο και δεν προέβλεψε, όπως όφειλε και μπορούσε το αξιόποινο αποτέλεσμα της διαταράξεως της χερσαίας συγκοινωνίας και τον κίνδυνο που προκαλούταν για την ζωή και την υγεία των ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν την οδό, με αποτέλεσμα να συμβεί, κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην απόφαση, το ατύχημα και να επέλθουν, κατά τον τρόπο που εκεί περιγράφεται, οι 21 θάνατοι των μαθητών και οι 33 τραυματισμοί τρίτων, αποτέλεσμα το οποίο προκάλεσε η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του, το οποίο όμως αυτός δεν προέβλεψε. Οι ανωτέρω παραλείψεις οφειλόμενες στην έλλειψη την προσοχής την οποία μπορούσε και όφειλε, λόγω της ανωτέρω επαγγελματικής του ιδιότητας, της εμπειρίας του και των εν γένει συνθηκών, να καταβάλλει αποτελούν το περιεχόμενο της ασυνείδητης αμέλειας που, όπως έκρινε, τον βάρυνε, τόσον ως προς το αδίκημα της διαταράξεως της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, όσον και ως προς τις πράξεις των κατά συρροή ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών. Η παραδοχή της προσβαλλομένης ότι η χρησιμοποίηση δύο τσερκιών αποτελούσε προϋπάρχουσα τακτική της εταιρίας δεν αίρει την αμέλεια που δέχθηκε κατά τα άνω η απόφαση ότι επέδειξε ως προς το ζήτημα της συσκευασίας των δεμάτων των εμπορευμάτων που μεταφέρθηκαν με το συγκεκριμένο φορτηγό αυτοκίνητο, αφού δέχθηκε ότι έπρεπε, λόγω της επαγγελματικής ιδιότητάς του και της εμπειρίας που είχε αποκτήσει, να προβληματισθεί επί της αλλαγής της τακτικής αυτής και να χρησιμοποιήσει περισσότερα των δύο τσέρκια και δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την μεταβολή της πρακτικής αυτής και την αύξηση του αριθμού των τσερκίων το γεγονός ότι δεν ήταν στέλεχος της εταιρίας, αλλά απλός αποθηκάριος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, αφού αυτή ακριβώς η ιδιότητά του και η άμεση εμπλοκή του στην διαδικασία φόρτωσης τον καθιστούσε κατάλληλο άτομο να επιχειρήσει την μεταβολή αυτή στον τρόπο συσκευασίας, χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις από τους προϊσταμένους του, υπευθύνους του τμήματος αποθήκης και φορτώσεων, όπως ήταν ο Χ4, ο Γεν. Διευθυντής, υπεύθυνος για την παρακολούθηση όλων των τμημάτων της εταιρίας Χ2, αλλά και ο Χ5, συνιδιοκτήτης του φορτηγού, υπάλληλος της εταιρίας και υπεύθυνος φορτώσεων. Επίσης δεν επιδρά στην αμέλεια που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι τον βαρύνει, κατά τα ανωτέρω, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, το ότι δεν προέκυψε ότι υλοποιήθηκε μέχρι τότε ο κίνδυνος που προκλήθηκε από τις ανωτέρω παραλείψεις του, όπως και των λοιπών συγκατηγορουμένων του, ούτε χρειαζόταν να ενημερωθεί για την ανάγκη επαύξησης προστατευτικών μέτρων, αφού η προσβαλλομένη δεν δέχεται ότι υπήρχε τέτοια ανάγκη, αλλ απλώς έκρινε τα ανωτέρω ως προς την χρησιμοποίηση περισσοτέρων των δύο τσερκιών. Όσον αφορά την δήθεν αντίθεση και ασάφεια, λόγω της παραδοχής ότι δεν υφίστατο διάταξη καθορίζουσα τον τρόπο συσκευασίας και πρόσδεσης των φορτίων γενικώς, αλλά και των συγκεκριμένων (μελαμίνης και MDF) ισχύουν τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα με αριθμό 1 και υπό στοιχείο β' για τον αναιρεσείοντα Χ5.
Συνεπώς η συναφής αιτίαση του αναιρεσείοντος, τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα, ανεξάρτητα του ότι με αυτή πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και η ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου.
β-γ) Η κατά τα άνω αμελής συμπεριφορά του δεν αίρεται, όπως αυτός αβάσιμα υποστηρίζει, εκ του ότι, κατά τις παραδοχές του Μ.Ο.Ε., την συγκεκριμένη φόρτωση διενήργησε και επιμελήθηκε αυτής κατόπιν εντολής του συγκατηγορουμένου του Χ5, υπαλλήλου της εταιρίας και προϊσταμένου των φορτώσεων, αφού όπως αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο 2 γ-δ λέχθηκε, καθένας των συγκατηγορουμένων κρίνεται και ευθύνεται για τις δικές του πράξεις και παραλείψεις, που για τον αναιρεσείοντα είναι οι αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο α' εκτεθείσες, αφού το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το επελθόν αποτέλεσμα οφείλεται στην συγκλίνουσα αμέλεια όλων των κατηγορουμένων. Περαιτέρω δεν δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση εκ της ανωτέρω παραδοχής του Δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων όφειλε και μπορούσε να αντιληφθεί το υπέρβαρο της επίμαχης φορτώσεως, αλλά από έλλειψη της προσοχής που έπρεπε να επιδείξει, κατά την σύμβαση και τον νόμο, δεν το αντιλήφθηκε, και εκ της στην συνέχεια παραδοχής ότι δεν γνώριζε επακριβώς το επιτρεπόμενο βάρος φορτίου για το επίδικο όχημα και το ποσοστό του υπέρβαρου φορτίου. Τούτο δε διότι το Δικαστήριο και με την πρώτη παραδοχή αυτό ακριβώς δέχεται ότι δηλ., από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε, ως εκ της επαγγελματικής του ιδιότητας και των ως άνω καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί και ασκούσε ως εξ αυτής, να επιδείξει, δεν αντιλήφθηκε, παρότι όφειλε και μπορούσε με τον τρόπο που αναφέρει το Δικαστήριο, ότι το συγκεκριμένο φορτίο ήταν υπέρβαρο, η δε στη συνέχεια παραδοχή ότι δεν γνώριζε το επιτρεπόμενο βάρος φορτίου και το ποσοστό του υπέρβαρου αυτού συμπορεύεται και με το είδος της αμέλειας (ασυνείδητη) για τα ως άνω αδικήματα που δέχθηκε η απόφαση γι αυτόν, διότι, αν γνώριζε το υπέρβαρο του φορτίου και την πλημμελή πρόσδεση αυτού και κατ ακολουθία και τον κίνδυνο που δημιουργούσε η κίνηση του φορτηγού στο δρόμο για την ασφάλεια της χερσαίας συγκοινωνίας, αλλά και για την ζωή και την υγεία των χρησιμοποιούντων το οδικό δίκτυο ανθρώπων και παρόλα αυτά επέτρεψε την αναχώρησή του από τις αποθήκες, πιστεύοντας ότι δεν θα πραγματοποιούταν ο κίνδυνος αυτός και το ως άνω αποτέλεσμα, τότε η αμέλεια που θα τον βάρυνε ήταν η ενσυνείδητη και όχι η χωρίς συνείδηση όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, κατά τα προλεχθέντα.
Συνεπώς οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος τυγχάνουν αβάσιμες και απορριπτέες.
δ) Ως προς την αιτίαση αυτή (υπ αριθμό 4 στην αίτηση αναιρέσεως) ισχύουν τα όσα ανωτέρω υπ αριθ. 2 και στοιχ. γ'-δ' εξετέθησαν για την αντίστοιχη αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ4.
Συνεπώς και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
ε) Οι λοιπές διαταρακτικές της ασφάλειας των χερσαίων συγκοινωνιών ενέργειες ή παραλείψεις των λοιπών συγκατηγορουμένων από ενδεχόμενο δόλο, ή ενσυνείδητη αμέλεια, κατά τις παραδοχές και διακρίσεις της αποφάσεως, δεν αίρουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δικών του παραλείψεων και της διαταράξεως της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει αυτός, για όλους τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω υπό στοιχείο 2 γ'-δ'. Τέλος η παραδοχή της προσβαλλομένης ότι ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου στο συγκεκριμένο σημείο έπρεπε να μειώσει την ταχύτητα και κάτω του ανωτάτου ορίου των 70 χ/ω, αναλύθηκε ανωτέρω υπ αριθ. 1 και στοιχείο ι' κατά την έρευνα της αληθούς ή φαινομένης συρροής μεταξύ των πράξεων της διαταράξεως της ασφάλειας των χερσαίων συγκοινωνιών από ενδεχόμενο δόλο, για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι, ο Χ6, ο Χ1 και ο αναιρεσείων Χ5 και των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από ενσυνείδητη αμέλεια για τις οποίες επίσης κηρύχθηκαν ένοχοι. Στο σημείο εκείνο δόθηκε ο προσήκων χαρακτηρισμός της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του οδηγού και ποια επίδραση είχε στο ερευνώμενο ως άνω ζήτημα, το οποίο δεν αφορά τον αναιρεσείοντα, αφού η πράξη για την οποία καταδικάσθηκε είναι η του άρθρου 290 παρ. 2 ΠΚ, η οποία, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, συρρέει αληθώς πάντοτε με τις πράξεις των άρθρων 302 και 314 ΠΚ. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα ανωτέρω υπ αριθ. 2 και στοιχ. ε-στ', εκτεθέντα.
Συνεπώς και η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
στ) Όσον αφορά την αιτίαση του αναιρεσείοντος για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και δη της από 14-4-2003 εκθέσεως τεχνικής πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων ΗΗ και ΘΘ, της από 15-10-2003 τεχνικής έκθεσης του ΦΦ και τέλος των ιατροδικαστικών εκθέσεων και των νεκροψίας -νεκροτομής, ισχύουν τα ανωτέρω υπ αριθ. 1 και στοιχ. η' εκτεθέντα. Κατ ακολουθία τούτων όλοι οι λόγοι αναιρέσεως του εν λόγω αναιρεσείοντος, με τους οποίους αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας (510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ), τόσον ως προς το αδίκημα της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών, όσον και τα αδικήματα των κατά συρροή ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, από ασυνείδητη αμέλεια και ως προς την λήψη υπόψη και εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων τυγχάνουν αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν.
4. Του αναιρεσείοντος Χ2.
Ι. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος συνίσταται σε συγκεκριμένες παραλείψεις οφειλομένων ως εκ της θέσεως του στην εταιρία (Γεν Δ/ντης), αλλά και από τις νομικές διατάξεις που παραθέτει, ενεργειών, οι οποίες, κατά τις παραδοχές του, ανεξάρτητα από τις ενέργειες και παραλείψεις των λοιπών κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων, όπως οι Χ5, Χ1, Χ4 και Χ3, αλλά και του μη αναιρεσείοντος Χ6, μετά μεγάλης πιθανότητας που άγγιζε τα όρια της βεβαιότητας, ως αίτιο, επέφεραν το ανωτέρω εγκληματικό αποτέλεσμα, πράγμα το οποίο όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ο αναιρεσείων, λόγω των γνώσεων του, της θέσεως του στην εταιρία και της εμπειρίας του, πλην όμως δεν το προέβλεψε από έλλειψη της επιμέλειας και προσοχής που μπορούσε να καταβάλλει και έτσι δεν ενήργησε ως όφειλε προς αποτροπή του. Το Δικαστήριο απέκρουσε, με πλήρη και εκτενή αιτιολογία, τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι τυπικά μόνον έφερε τον τίτλο του Γεν. Δ/ντη, τα καθήκοντα του οποίου και δεν ασκούσε και έτσι δεν είχε τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός της Α.Ε., τις οποίες και παρέλειψε να τηρήσει (παράλειψη παροχής των κατάλληλων οδηγιών ως προς τη φόρτωση του αυτοκινήτου και ασκήσεως εποπτείας για την τήρηση των εντολών). Δεν χρειαζόταν δε να αντιμετωπισθεί και να αιτιολογηθεί η μη ενημέρωση του αναιρεσείοντος, ως προς τα ζητήματα αυτά, αφού, λόγω της ανωτέρω θέσεως του στην διοικητική ιεραρχία της εταιρίας και της γενικής εποπτείας που όφειλε να ασκεί επί όλων των τμημάτων αυτής και επομένως και εκείνο των φορτώσεων, όφειλε να γνωρίζει τον τρόπο διενέργειας αυτών και να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες και εντολές, όπως εξειδικεύονται στην απόφαση και περαιτέρω να επιβλέψει για την τήρησή τους. Η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των συμπεριφορών όλων των άλλων, απετέλεσε έναν από τους πολλούς όρους του εγκληματικού αποτελέσματος, άνευ του οποίου και δεν θα επερχόταν αυτό, κατά τις πλήρως αιτιολογημένες, παραδοχές της αποφάσεως. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού της αναιρέσεως, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων και την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου και τυγχάνουν απαράδεκτες. Ορθώς λοιπόν ερμήνευσε και εφάρμοσε το Δικαστήριο τις διατάξεις των άρθρων 28, 290, 302 και 314 ΠΚ και δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, διέλαβε δε πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, τόσον ως προς το υποκειμενικό, όσον και ως προς το αντικειμενικό στοιχείο των πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και οι συναφείς αιτιάσεις του πρώτου λόγου της αναιρέσεως είναι αβάσιμες και απορριπτέες.
ΙΙ. Αιτιάται, περαιτέρω, ο αναιρεσείων την προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, αφού δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων που του αποδόθηκαν και των αποτελεσμάτων που επήλθαν, διότι, είτε προηγήθηκε, είτε παρενεβλήθη, δόλια και αμελής συμπεριφορά άλλων κατηγορουμένων, η οποία και διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο. Η οποιαδήποτε ευθύνη άλλων προσώπων, όπως του Προέδρου του Δ.Σ. της Ε-1 Α.Ε., και της διευθύνουσας συμβούλου αυτής, οι οποίοι παραπέμφθηκαν αμετακλήτως με τα αναφερόμενα βουλεύματα, για τις αυτές πράξεις με ενσυνείδητη αμέλεια, εφόσον δεν είναι κατηγορούμενοι στην παρούσα δίκη δεν μπορεί να αξιολογηθεί σε σχέση με την ευθύνη του αναιρεσείοντος, όπως αυτός αβάσιμα υποστηρίζει και επικαλείται. Περαιτέρω από την αμελή, αλλά και την από ενδεχόμενο δόλο συμπεριφορά των λοιπών συγκατηγορουμένων, οι οποίοι, όπως δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ενήργησαν χωρίς κοινό δόλο, κατά παραυτουργία, η οποία (συμπεριφορά), όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, για τον καθένα, θα επέφερε το ως άνω εγκληματικό αποτέλεσμα μετά μεγάλης πιθανότητος που άγγιζε τα όρια της βεβαιότητος, πράγμα το οποίο, κατά τις διακρίσεις της αποφάσεως, ορισμένοι από τους κατηγορουμένους, όπως και ο αναιρεσείων, δεν το προέβλεψαν (Χ3), άλλοι το προέβλεψαν πίστευαν όμως ότι δεν θα επερχόταν (Χ5, Χ1, Χ6 και Χ4) και τέλος άλλοι, όσον αφορά όμως μόνον την διατάραξη της χερσαίας συγκοινωνίας, το αποδέχθηκαν με την έννοια ότι συμβιβάσθηκαν με αυτό, όπως οι Χ5, Χ1 και Χ6, δεν διακόπτεται, όπως αβάσιμα υποστηρίζει αυτός, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των δικών του παραλείψεων και του επελθόντος αποτελέσματος, αφού το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η συμπεριφορά εκείνων απετέλεσε το αποκλειστικό αίτιο επελεύσεως του αποτελέσματος, αλλ' αντιθέτως, με την ανωτέρω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι τούτο οφείλεται στην συγκλίνουσα συμπεριφορά (αμέλεια ή και ενδεχόμενο δόλο) όλων των συγκατηγορουμένων. Η οποιαδήποτε ευθύνη άλλων προσώπων όπως του Προέδρου του Δ.Σ. της Ε-1, και της διευθύνουσας συμβούλου αυτής, οι οποίοι κατά τα προλεχθέντα, παραπέμφθηκαν, αμετακλήτως, με τα αναφερόμενα βουλεύματα, για τις αυτές πράξεις με ενσυνείδητη αμέλεια, χωρίς να αποδεικνύεται και αμετάκλητη καταδίκη τους γι αυτές, όπως ήδη λέχθηκε, εφόσον δεν είναι κατηγορούμενοι στην παρούσα δίκη, δεν μπορεί να αξιολογηθεί σε σχέση με την ευθύνη του αναιρεσείοντος, όπως αυτός αβάσιμα υποστηρίζει. Οι ενέργειες και παραλείψεις των άλλων καταδικασθέντων, όπως ήδη λέχθηκε, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, συνέκλιναν στην παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος. Οι δικές του δε ως άνω παραλείψεις, που αποτελούν περιεχόμενο της δικής του αμελούς συμπεριφοράς, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, συνδέονται αιτιωδώς, τόσον με την πράξη του άρθρου 290, όσον και με εκείνες των άρθρων 302 και 314 ΠΚ. Οι σχετικές λοιπόν αιτιάσεις του δευτέρου λόγου τυγχάνουν αβάσιμες και απορριπτέες.
ΙΙΙ. Η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολογία, ως προς όλες τις πράξεις για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε και δεν χρειαζόταν για την πληρότητά της να διαλαμβάνει και αυτά που εκτίθενται στις αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο με πλήρη αιτιολογία δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ασκούσε ουσιαστικά καθήκοντα Γενικού Διευθυντή και απέρριψε με την ίδια αιτιολογία το ισχυρισμό του ότι τυπικά έφερε τον τίτλο αυτό. Οι επί του ζητήματος αυτού αιτιάσεις του, υπό την επίφαση ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω το Δικαστήριο δέχθηκε ότι εκ του εσωτερικού κανονισμού της εταιρίας, που ίσχυε και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, στον αναιρεσείοντα ανήκε, μεταξύ των άλλων καθηκόντων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, και ο συντονισμός και έλεγχος των διευθύνσεων και του προσωπικού της εταιρείας, η παρακολούθηση της τήρησης των οδηγιών και αποφάσεων της γενικής διεύθυνσης προς τις επί μέρους διευθύνσεις και τα τμήματα της εταιρείας.
Συνεπώς, από τη θέση, που, όπως δέχεται η προσβαλλομένη, κατείχε στην ιεραρχία της εταιρίας, απέρρεαν οι υποχρεώσεις του για παρακολούθηση και του τμήματος φορτώσεων, προς τούτο δε, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, ανελέγκτως, μετέβαινε από την ..., όπου το κέντρο της δραστηριότητάς του για επίτευξη του άλλου τομέα και δη του χρηματοοικονομικού αυτής, στην ..., όπου τα κεντρικά γραφεία αυτής και στον ..., όπου ήταν το εργοστάσιό της, αλλά και επικοινωνώντας τηλεφωνικά κυρίως με τον υφιστάμενό του διευθυντή του εργοστασίου κατηγορούμενο Χ4. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται, όπως αβάσιμα υποστηρίζει, η διάρκεια και η συχνότητα των μεταβάσεων αυτών, ούτε και αν το αντικείμενο των συναντήσεων που πραγματοποιούσε με τους ανωτέρω υφισταμένους του, είχε σχέση με τις φορτώσεις, συσκευασίες και μεταφορές των εμπορευμάτων, αφού σαφώς τούτο προκύπτει από την παραδοχή των τηλεφωνικών επικοινωνιών με τον αναιρεσείοντα Χ4, διευθυντή του εργοστασίου στο ... και υπεύθυνο των τμημάτων αποθήκης και φορτώσεων. Περαιτέρω δέχθηκε το Δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων δεν επέδειξε την προσοχή και επιμέλεια που όφειλε, σύμφωνα με το νόμο και τη σύμβασή του με την εταιρεία και ειδικότερα για εποπτεία και έλεγχο, μεταξύ των άλλων και του τμήματος φορτώσεων, δίδοντας σχετικές έγγραφες και προφορικές σαφείς εντολές στους υφισταμένους του κατηγορουμένους Χ4, Χ5, Χ3, για μη μεταφορά υπέρβαρων φορτίων με Δ.Χ φορτηγά αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσε η εταιρεία, καθώς και για χρησιμοποίηση ικανού αριθμού, περισσότερων των δύο τσερκιών για κάθε δέμα μεταφερομένων εμπορευμάτων και παρακολουθώντας την εφαρμογή των οδηγιών του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 Ν. 2696/1999, 7 ΠΔ 17/1996 και 53 Ν. 1591/1986 και ακόμη δεν προέβλεψε, εξ αιτίας της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του, που εν μέρει ήταν απότοκη και του ότι δεν είχε συνεχή επαφή με το εργοστάσιο, λόγω του ότι ήταν επιφορτισμένος και με τα προαναφερθέντα καθήκοντα που αφορούσαν την χρηματοοικονομική πορεία της εταιρείας, ότι, συνεπεία των παραπάνω παραλείψεών του, το ανωτέρω αυτοκίνητο-συρμός κινούμενο, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, μπορούσε να προκαλέσει το ένδικο ατύχημα και τους εξ αυτού θανάτους και τραυματισμούς των προαναφερθέντων προσώπων. Το ανωτέρω ατύχημα και τα εξ αυτού αποτελέσματα δεν θα είχαν επέλθει αν ο κατηγορούμενος είχε καταβάλει την προσοχή, την οποία όφειλε ως γενικός διευθυντής της εταιρείας και θα κατέβαλε, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της, κάθε μέσης συνέσεως άτομο που θα βρισκόταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, την οποία και αυτός μπορούσε να καταβάλει, δίδοντας, στο τμήμα φορτώσεων και μεταφοράς της εν λόγω εταιρείας, τις εντολές που προαναφέρθηκαν και εποπτεύοντας την εφαρμογή τους. Δέχθηκε λοιπόν το Δικαστήριο ασυνείδητη αμέλεια με το ανωτέρω περιεχόμενο του αναιρεσείοντος, ως προς το επελθόν αποτέλεσμα, το οποίο δεν θα επερχόταν αν εκτελούσε με δέουσα επιμέλεια και προσοχή τα εκ της θέσεως του στην εταιρία και εκ των νομικών διατάξεων που αναφέρονται στην απόφαση, επιβαλλόμενα σ αυτόν καθήκοντα της παρακολουθήσεως της δραστηριότητος του τμήματος φορτώσεων, στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε να παράσχει γραπτές και προφορικές οδηγίες με το περιεχόμενο που αναφέρει, προς τους κατονομαζόμενους υφισταμένους του και απασχολούμενους άμεσα με το αντικείμενο αυτό για την μη υπερφόρτωση των ΔΧ αυτοκινήτων που χρησιμοποιούσε η εταιρία για την μεταφορά των εμπορευμάτων της και το ενδιαφέρον εν προκειμένω και για την ασφαλή πρόσδεση των δεμάτων με την χρησιμοποίηση ικανού αριθμού και πάντως περισσότερων των δύο τσερκίων. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται στο σκεπτικό αν υπήρχε καθορισμένο πλαίσιο εντολών από το Δ.Σ. της εταιρίας και αν είχε ανακύψει ζήτημα με το θέμα των φορτώσεων ή αλλαγής τακτικής φορτώσεων, αφού ο αναιρεσείων, κατέχοντας την ανωτέρω πρώτη θέση στην διοικητική ιεραρχία της εταιρίας, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και ενεργειών που αυτός έκρινε ότι έπρεπε να γίνουν προς επίλυση των προβλημάτων, που όφειλε και μπορούσε, ως εκ της θέσεως του, να εντοπίσει, ανεξάρτητα από το τυχόν πλαίσιο εντολών που θα είχε ή όχι καθορισθεί, επί του αντικειμένου αυτού, από τον πρόεδρο του Δ.Σ. και την διευθύνοντα σύμβουλο, οι οποίοι θα έφεραν την ευθύνη της δικής τους πράξης ή παράλειψης για το ζήτημα αυτό. Τούτο συνάγεται σαφώς από το ότι, κατά τον εσωτερικό κανονισμό της εταιρίας, αυτός έδιδε τις κατά την κρίση του αναγκαίες και επιβαλλόμενες από τις περιστάσεις οδηγίες και εντολές και ο ίδιος επέβλεπε για την τήρηση των οδηγιών και εντολών που έδιδε προς τους διευθυντές και τα διάφορα τμήματα, όπως και το τμήμα φορτώσεων, ούτε χρειαζόταν να αναφέρει η απόφαση ότι υπήρχε σχετική ενημέρωση του από τους υφισταμένους του, αφού ο ίδιος, ασκώντας, όπως υποχρεούταν, την άμεση εποπτεία επί των τμημάτων της εταιρίας, όπως και το των φορτώσεων, όφειλε και μπορούσε, ως εκ της θέσεως του και των ικανοτήτων του, να διαπιστώσει μόνος τα ως άνω προβλήματα του εν λόγω τμήματος, άλλως να έχει την απαιτούμενη, κατά περίπτωση, ενημέρωση. Περαιτέρω το Δικαστήριο προσδιορίζει από ποιες διατάξεις απέρρεε η υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς παροχή των εντολών και οδηγιών, ως προς τον τρόπο φορτώσεως και συσκευασίας των εμπορευμάτων της εταιρίας, αναφέροντας τις σχετικές διατάξεις, πάντως η υποχρέωση του αυτή προέκυπτε και από τον εσωτερικό κανονισμό προσωπικού, ενόψει της θέσης του Γενικού Διευθυντού, που κατείχε στην εταιρία, οπότε, όπως λέχθηκε, στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν χρειαζόταν η αναφορά των σχετικών νομικών διατάξεων. Εξάλλου, όπως τονίσθηκε ανωτέρω υπό στοιχείο Ι, η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογεί πλήρως τον αιτιώδη σύνδεσμο των συγκεκριμένων παραλείψεων του αναιρεσείοντος με το επελθόν αποτέλεσμα, όσον δε αφορά την διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου εκ του ότι για να επέλθει αυτό απαιτήθηκε και η αμελής συμπεριφορά των συγκατηγορουμένων του, που επικαλείται, όπως οι Χ6, Χ5, Χ1, Χ4 και Χ3, ισχύουν τα ανωτέρω υπό στοιχείο Ι, αλλά και υπ αριθμό 2 και στοιχείο ε'-στ'εκτεθέντα. Κατ ακολουθία τούτων και οι τρεις λόγοι αναιρέσεως του εν λόγω αναιρεσείοντος, με τους οποίους αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28, 290, 302 και 314 ΠΚ (510 παρ. 1 Δ και Ε ΚΠΔ), τόσον ως προς το αδίκημα της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών, όσον και τα αδικήματα των κατά συρροή ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών, από ασυνείδητη αμέλεια τυγχάνουν αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων και την επί της ουσίας κρίση του Μ.Ο.Ε. και τυγχάνουν απαράδεκτες.
VII. Από τις περί ασκήσεως της ποινικής δίωξης διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43 και 49 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ., 246 επ. 250, 321 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο μπορούν να αποφαίνονται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε για άλλη, έστω και συναφή, διότι διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ. Περίπτωση τέτοιας ακυρότητας ανακύπτει όταν έχουμε μεταβολή της κατηγορίας που συνεπάγεται κατ' άρθρο 484 § 1Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171 § 1β ΚΠΔ, την αναίρεση του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα από τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση της ποινικής διώξεως, η οποία και επέρχεται, όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, είναι διάφορη εκείνης για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις, ώστε να πρόκειται για αντικειμενικώς διαφορετική πράξη. Στην περίπτωση όμως αυτή πρόκειται για ακυρότητα που αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, όπως είναι και η άσκηση της ποινικής διώξεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171 όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προταθεί στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, ούτε να ληφθεί υπόψη, αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Έτσι αν η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, έγινε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δημιουργείται ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως (484 § 1Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171 § 1β ΚΠΔ), ο οποίος πρέπει και να προταθεί με αίτηση αναίρεσης, που θα ασκηθεί κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος. Αν δεν προταθεί κατά τον τρόπο αυτό καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο και δη το πρώτον στο ακροατήριο του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της εκδικάσεως της υποθέσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, κατά του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ5 ασκήθηκε ποινική δίωξη για: 1) ανθρωποκτονία κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο, 2) επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο και 3) διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία μπορεί για να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (πλημμέλημα). Ακολούθως παραπέμφθηκε αυτός και οι συγκατηγορούμενοι του στο ακροατήριο του ΜΟΔ με το 130/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας. Κατά του βουλεύματος αυτού οι κατηγορούμενοι μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων άσκησαν εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε το 179/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο κρίθηκε ότι οι πράξεις της ανθρωποκτονίας κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο φέρουν, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, το χαρακτήρα της ανθρωποκτονίας από ενσυνείδητη αμέλεια κατά συρροή και της σωματικής βλάβης από ενσυνείδητη αμέλεια κατά συρροή και ακόμη έκρινε ότι η πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών σε βαθμό πλημμελήματος συνιστά κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό κακούργημα, αφού οι θάνατοι, που οφείλονταν σε αμέλεια, επήλθαν εξαιτίας της διατάραξης της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας και παρέπεμψε τους κατηγορουμένους να δικαστούν για διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε θάνατος (κακούργημα), για ανθρωποκτονίες κατά συρροή και για σωματικές βλάβες κατά συρροή με ενσυνείδητη αμέλεια, σε αληθινή κατ' ιδέα συρροή μεταξύ τους. Κατά του ανωτέρω 179/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας ορισμένοι από τους κατηγορουμένους και δη ο αναιρεσείων, οι Χ4, Χ2 και Χ3 άσκησαν αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες απορρίφθηκαν με την 2313/2004 απόφαση (σε συμβούλιο) του Αρείου Πάγου. Στις ανωτέρω εκθέσεις αναίρεσης οι ως άνω κατηγορούμενοι, αλλά και ο αναιρεσείων Χ5, δεν περιέλαβαν λόγο αναίρεσης του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω του ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα (484 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171§1β' Κ.Π.Δ) για το λόγο ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κίνηση ποινικής δίωξης για το βασικό έγκλημα του άρθρο. 290 παρ. 1α' Π.Κ δεν αρκεί για την παραπομπή των κατηγορουμένων για το σύνθετο εκ του αποτελέσματος έγκλημα του άρθρ. 290 παρ. 1 εδ. β' Π.Κ., χωρίς να έχει ασκηθεί ενδιάμεσα συμπληρωματική ποινική δίωξη σε βάρος τους για το ανωτέρω σε βαθμό κακουργήματος τιμωρούμενο σύνθετο έγκλημα, τον οποίο ισχυρισμό οι συνήγοροι των ανωτέρω κατηγορουμένων, αλλά και του αναιρεσείοντος προέβαλαν κατά τις αγορεύσεις τους ενώπιον του Μ.Ο.Ε. Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, απαραδέκτως, ως αφορών πράξη της προδικασίας, προτάθηκε στο ακροατήριο του Μ.Ο.Ε., αφού δεν συμπεριλήφθηκε μεταξύ των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε ο αναιρεσείων κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία, όπως και οι αιτήσεις αναίρεσης των λοιπών ως άνω συγκατηγορουμένων του, απορρίφθηκαν, όπως λέχθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το Δικαστήριο τούτο, με την ανωτέρω απόφασή του, έκρινε, χωρίς να υπάρχει ειδικός λόγος αναιρέσεως, ότι, κατά παραδεκτή μεταβολή της κατηγορίας, αφού μεταβλήθηκε μόνον το υποκειμενικό στοιχείο αυτής, το Συμβούλιο Εφετών τους παρέπεμψε για να δικασθούν ως υπαίτιοι των ανωτέρω πράξεων. Εφόσον και η προσβαλλομένη απόφαση έτσι έκρινε, κατά την κύρια αιτιολογία της και απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, το δε Δικαστήριο, που προχώρησε στην έκδοση της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του και δεν δημιουργήθηκε ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 Η ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα συναφής λόγος του αναιρεσείοντος Χ5 τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
VIII. 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Από την άποψη δε αυτή, στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνονται και οι προανακριτικές και ανακριτικές καταθέσεις μαρτύρων, καθώς και η προανακριτική και ανακριτική απολογία του κατηγορούμενου (ΑΠ 896/2006). Αν δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο έγγραφο στο οικείο σημείο των πρακτικών, όπου γίνεται μνεία των αναγνωσθέντων εγγράφων, προκύπτει όμως από το σκεπτικό της αποφάσεως και από το όλο περιεχόμενό της, ότι το έγγραφο αναγνώσθηκε και έτσι ο κατηγορούμενος είχε την δυνατότητα να ασκήσει τα κατά τα άνω δικαιώματά του, πληρούται ο σκοπός των ανωτέρω διατάξεων και δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως. Το ίδιο ισχύει και όταν το τμήμα της ανακριτικής καταθέσεως του μάρτυρα που λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο απετέλεσε μέρος και του περιεχομένου της καταθέσεως του στο ακροατήριο. Στην κρινόμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι εξετάσθηκε στο ακροατήριο ο μάρτυρας ΔΔ, πρώην διευθυντής του εργοστασίου της εταιρίας Ε-1 Α.Ε., η κατάθεση του οποίου περιέχεται στις σελ. 158 έως 167. Στη σελ. 159 των πρακτικών ο μάρτυρας παρέχει διευκρινήσεις επί της καταθέσεως του ενώπιον της Ανακριτρίας, καταθέτοντας επί λέξει: '' Όπως κατέθεσα και πρωτοδίκως έγινε λανθασμένη αναγραφή των όσων κατέθεσα στην Ανακρίτρια. Εγώ είπα στην Ανακρίτρια ότι αν έμπαιναν πέντε τσέρκια θα ήταν καλύτερα''. Από την περικοπή αυτή της καταθέσεως του μάρτυρα προκύπτει ότι αναγνώσθηκε η οικεία περικοπή της καταθέσεως του στην ανακρίτρια και κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για την διαφορά μεταξύ της καταθέσεως εκείνης στην οποία γινόταν αναφορά για πέντε τσέρκια για το δέσιμο των δεμάτων της μελαμίνης και της καταθέσεως στο ακροατήριο στην οποία έκανε αναφορά για δύο τσέρκια προκειμένου να δεθούν τα δέματα (βλ. σελ. 158 πρακτικών).
Συνεπώς αναγνώσθηκε το τμήμα αυτό της καταθέσεως του μάρτυρα στην Ανάκριση και από παραδρομή δεν αναφέρθηκε στα πρακτικά και οι αναιρεσείοντες Χ5, Χ4 και Χ3, είχαν την δυνατότητα να ασκήσουν τα κατ άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά τους. Κατ ακολουθία τούτων ορθώς το Δικαστήριο έκανε χρήση της περικοπής αυτής της καταθέσεως στο σκεπτικό του (βλ. σελ. 508, 509), προκειμένου να ενισχύσει την ανέλεγκτη κρίση του ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν περισσότερα των δύο που είχαν χρησιμοποιηθεί, τσέρκια, για το δέσιμο των δεμάτων των προς μεταφορά εμπορευμάτων, κρίση την οποία στήριξε, όπως προκύπτει από το ίδιο σημείο των πρακτικών, και στις καταθέσεις άλλων τριών μαρτύρων κατηγορίας και ενός υπεράσπισης τους οποίους αναφέρει ονομαστικώς και όχι μόνον στην περικοπή της ανακριτικής καταθέσεως του μάρτυρα ΔΔ. Περαιτέρω, όσον αφορά τον κατηγορούμενο οδηγό Χ6, η ομολογία του ότι γνώριζε ότι το ύψος του φορτίου υπερέβαινε το νόμιμο, αποτελεί περιεχόμενο όχι μόνον της απολογίας του ενώπιον της Ανακρίτριας, αλλά και της απολογίας του ενώπιον του Δικαστηρίου στο ακροατήριο, κατά τη συνεδρίαση της 15-2-2007 (βλ. σελ. 379), όπως δέχθηκε και το Δικαστήριο στο σκεπτικό του (σελ. 522), οπότε, κατά τα ανωτέρω, η μη ανάγνωση του αποσπάσματος αυτού της ανακριτικής απολογίας, την οποία, ως εκ περισσού, ανέφερε το Δικαστήριο, δεν παράγει ακυρότητα. Τέλος, όσον αφορά τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα Χ2, η αναφορά στο σκεπτικό (σελ. 530 υπό στοιχείο β') ότι παραδέχθηκε στην απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας ότι ήταν γενικός διευθυντής της εταιρίας Ε-1 Α.Ε., δεν χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεως περί της ενοχής του αναιρεσείοντος Χ5, ούτε του Χ4, ούτε και του Χ3, όπως αυτοί αβάσιμα υποστηρίζουν, οπότε είναι αδιάφορο γι αυτούς αν αναγνώσθηκε ή όχι το σχετικό απόσπασμα της ανακριτικής απολογίας του ανωτέρω συγκατηγορουμένου τους, αλλά και περαιτέρω η αναφορά αυτή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, που παραδεκτά επισκοπούνται, αποτελεί ένα από τα τρία επιχειρήματα που παρέθεσε το Δικαστήριο (βλ. σελ. 530 στοιχεία α' και γ') προς θεμελίωση της κρίσεως του ότι στον εν λόγω αναιρεσείοντα είχαν ανατεθεί ουσιαστικά τα καθήκοντα του γενικού διευθυντού της εταιρίας Ε-1 Α.Ε. και όχι μόνον τυπικά, όπως ισχυριζόταν αυτός, ισχυρισμό τον οποίο και απέρριψε το Δικαστήριο ως αβάσιμο. Ανεξάρτητα όμως τούτου το σχετικό απόσπασμα της ανακριτικής απολογίας αναγνώσθηκε και από παραδρομή δεν έγινε μνεία στα πρακτικά, αφού, όπως προκύπτει από την απολογία του εν λόγω κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, που περιέχεται στις σελ. 401-408 των πρακτικών, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, στη σελ. 406 ο κατηγορούμενος, κληθείς, όπως συνάγεται από την απάντηση που αμέσως έδωσε, να παράσχει εξήγηση γιατί στο Ανακριτή είπε ότι του είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή, ενώ ο ίδιος ισχυριζόταν ότι δεν του είχαν ανατεθεί ουσιαστικά, αλλά μόνον τυπικά τέτοια καθήκοντα, είπε: '' Ουσιαστικά εγώ δεν ήμουν γενικός διευθυντής ... ήμουν υπάλληλος μιας εταιρίας που βρέθηκε σε δεινή θέση, είχα στενή σχέση μαζί τους, γι αυτό είπα στον Ανακριτή, όπως και προανακριτικά, ότι είμαι γενικός διευθυντής. Δεν ήθελα την κρίσιμη στιγμή να έρθω αντιμέτωπος με την εταιρεία, γι αυτό είπα ότι είμαι γενικός διευθυντής''.
Συνεπώς δεν γεννάται ζήτημα ακυρότητας εκ της μη αναγνώσεως, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται οι κατωτέρω αναιρεσείοντες, του εν λόγω αποσπάσματος της απολογίας του ανωτέρω. Κατ ακολουθία τούτων δεν δημιουργήθηκε εκ των λόγω αυτών, απόλυτη ακυρότητα, ούτε, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ανωτέρω αναιρεσείοντες Χ5, Χ4, Χ3, ιδρύθηκε ο κατά τα ανωτέρω λόγος αναιρέσεως.
2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 326 παρ.1 εδ. γ', 353 παρ.1 και 502 παρ.1 εδ. β' ΚΠΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί, υστέρα από αίτηση του Εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει, εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν και άλλους μάρτυρες, την μαρτυρία των οποίων θεωρεί αναγκαία, αν είναι παρόντες και αν ακόμη δεν κλητεύθηκαν ή τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν και ασχέτως αν εξετάσθηκαν ή μη κατά την πρωτόδικη δίκη ή την προδικασία και ναι μεν εάν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην εξέταση τέτοιων μαρτύρων και το δικαστήριο αρνηθεί να τον ακούσει ή παραλείψει να αποφανθεί, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο. 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ (ΑΠ 1499/009). Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, κατά την συνεδρίαση της 17-1-2007 ο Εισαγγελέας της έδρας ζήτησε, προκειμένου να διαπιστωθεί η αμφισβητηθείσα από τους κατηγορουμένους γνησιότητα οπτικού υλικού (DVD) που προσκομίσθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, να εξετασθεί ως μάρτυρας ο εικονολήπτης του τηλεοπτικού σταθμού ... CHANNEL, ο οποίος βρισκόταν στο Δικαστήριο και τον είχε επισκεφθεί στο γραφείο του, είχε δε προβεί στη λήψη του υλικού αυτού. Επί της αιτηθείσης εξετάσεως του μάρτυρα πρόβαλαν αντιρρήσεις οι συνήγοροι των αναιρεσειόντων Χ5, Χ4 και Χ3, το δε δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει. Κατά τη συνεδρίαση της επομένης (18-1-2007) με την 9/2007 απόφασή του, στην οποία, εσφαλμένως. γίνεται επίκληση της διατάξεως του άρθρου 353 παρ. 1 ΚΠΔ, αφού ο μάρτυρας βρισκόταν στο ακροατήριο, όπως το ίδιο δέχθηκε και εφαρμογής τύγχανε η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 β του ίδιου Κώδικα, διέταξε την άμεση εξέταση του εν λόγω μάρτυρα, με το όνομα, ..., ο οποίος και εξετάσθηκε ευθύς αμέσως. Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο απάντησε στις αντιρρήσεις των ανωτέρω αναιρεσειόντων για την εξέταση του μάρτυρα και τις απέρριψε, αφού, παρά τις αντιρρήσεις τους, επί των οποίων επιφυλάχθηκε να απαντήσει, διέταξε την εξέταση του μάρτυρα και δεν χρειαζόταν να συμπεριλάβει στην απόφαση και ρητή περί τούτου διάταξη.
Συνεπώς δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, κατά τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ούτε ιδρύθηκε ο κατά τα άνω λόγος αναιρέσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εν λόγω αναιρεσείοντες.
3. Από το άρθρο 357 παρ.3 του ΚΠΔ, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος και οι άλλοι διάδικοι, όπως και οι συνήγοροί τους, έχουν δικαίωμα να απευθύνουν απευθείας στον μάρτυρα κ.λ.π. ερωτήσεις χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας, σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 333 παρ.2, 335 παρ.2 και 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, αν ο διευθύνων τη συζήτηση πολυμελούς δικαστηρίου δεν δώσει τον λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, για να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες κ.λ.π. ή αν απαγορεύσει σ' αυτόν περαιτέρω ερωτήσεις, ως άσκοπες, άσχετες και γενικώς μη χρήσιμες για την ανακάλυψη της αλήθειας, επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακρόασης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, αν έγινε αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο για την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος και τούτο παρέλειψε να αποφανθεί επί της προσφυγής ή παρά τον νόμο την απέρριψε (ΑΠ 1480/2005). Στην κρινόμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι εξετάσθηκαν, ως μάρτυρες, μεταξύ των άλλων και οι πολιτικώς ενάγοντες Ψ14 και Ψ54. Η κατάθεση του πρώτου περιέχεται στις σελ. 41, 42, 43. Μετά το πέρας της καταθέσεως του μάρτυρα και μετά την προηγηθείσα διακοπή η Πρόεδρος του Δικαστηρίου έδωσε τον λόγο στους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων για να υποβάλλουν ερωτήσεις και ο μάρτυρας, με επίκληση του ότι οι συνήγοροι επιζητούσαν την αθώωση των κατηγορουμένων για τον θάνατο του παιδιού του και ότι δεν ήταν σε νηφάλια θέση για να απαντήσει, αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις (βλ. σελ. 44 πρακτικών). Η κατάθεση της δευτέρας περιέχεται στη σελ. 49, στη σελ. δε 50, όταν δόθηκε από την Πρόεδρο ο λόγος στους συνηγόρους για να υποβάλλουν ερωτήσεις, όπως τούτο προκύπτει από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεως της, καταχωρήθηκε η άρνηση της να απαντήσει με την ακόλουθη δήλωση: ''Δεν μπορώ να προβώ στη διαδικασία ερώτησης-απάντησης''. Και στις δύο περιπτώσεις οι συνήγοροι των κατηγορουμένων και αναιρεσειόντων με δηλώσεις που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά επισήμαναν ότι παραβιάζεται το κατ άρθρο 6 παρ. 4 της ΕΣΔΑ δικαίωμά τους. Το Δικαστήριο έκρινε, ανελέγκτως, ότι, επειδή οι εν λόγω μάρτυρες δεν ολοκλήρωσαν τις καταθέσεις τους εξαιτίας της ταραχής τους, οι καταθέσεις τους θα αξιολογηθούν αναλόγως (βλ. σελ. 506 πρακτικών).
Συνεπώς εφόσον η Πρόεδρος του Δικαστηρίου έδωσε το λόγο στους συνηγόρους να υποβάλλουν ερωτήσεις και οι μάρτυρες δεν απάντησαν, λόγω της πρόδηλης ταραχής τους, όπως ανέλεγκτα δέχθηκε το Δικαστήριο και έτσι η κατάθεσή τους δεν ολοκληρώθηκε και εκτιμήθηκε, αναλόγως, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ούτε ιδρύθηκε ο από το άρθρου 510 παρ 1 Α'σε συνδυασμό με 171 παρ. 1δ ΚΠΔ και άρθρο 6 παρ. 3 δ της ΕΣΔΑ, λόγος αναιρέσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες Χ5, Χ4 και Χ3.
4. Από τις διατάξεις των άρθρων 364 παρ. 1 α και 170 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης, δημιουργείται όταν, παρά την αμφισβήτηση από τον κατηγορούμενο της γνησιότητας εγγράφων και την εναντίωση του στην ανάγνωση ή κατά περίπτωση την επισκόπηση τους το Δικαστήριο προχώρησε στην ανάγνωση ή επισκόπησή τους και στη συνέχεια στην λήψη υπόψη και εκτίμηση τους, χωρίς να αποφανθεί επί της εναντιώσεως του κατηγορουμένου. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης, οι κατηγορούμενοι αναιρεσείοντες Χ5, Χ4 και Χ3, αμφισβήτησαν την γνησιότητα των προασκομισθείσων από τους πολιτικώς ενάγοντες φωτογραφιών, όπως και του οπτικού υλικού (DVD) του τηλεοπτικού σταθμού ... και εναντιώθηκαν στην επισκόπηση των φωτογραφιών, που είχαν προκύψει από την εκτύπωση του οπτικού υλικού και στην προβολή του DVD. Το εκ τακτικών δικαστών Δικαστήριο, αρχικά και αφού εξετάσθηκε, κατόπιν της ανωτέρω αναφερθείσης 9/2007 αποφάσεως, ο εικονολήπτης ..., ο οποίος ήταν αυτός που είχε εγγράψει με την κάμερά του το οπτικό υλικό, με την 16/2007 απόφαση (βλ. σελ. 266, 267), με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, απέρριψε τον ισχυρισμό περί μη γνησιότητας των φωτογραφιών, που αναφέρει και προσδιορίζει στο διατακτικό και διέταξε την επισκόπησή τους από το Δικαστήριο και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, η οποία και επακολούθησε, αυτές δε ήταν και οι φωτογραφίες που στη συνέχεια έλαβε υπόψη και εκτίμησε μετά του λοιπού αποδεικτικού υλικού για τον σχηματισμό της κρίσεως περί της ενοχής των κατηγορουμένων και όχι, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται οι εν λόγω κατηγορούμενοι-αναιρεσείοντες, και οι υπόλοιπες για τις οποίες έκρινε ότι δεν ήσαν απαραίτητες για την ανεύρεση της αλήθειας και εκ τούτου δεν έπρεπε να επιδειχθούν. Για την αμφισβητηθείσα γνησιότητα του οπτικού υλικού επιφυλάχθηκε να αποφασίσει. Στη συνέχεια το εκ τακτικών δικαστών Δικαστήριο, με την 17/2007 απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό των ίδιων κατηγορουμένων για μη γνησιότητα του ανωτέρω οπτικού υλικού και βέβαια και την εναντίωσή τους στην προβολή του, την οποία και διέταξε, αμέσως δε μετά την έκδοση της αποφάσεως προβλήθηκε το DVD του ανωτέρω τηλεοπτικού σταθμού με πλάνα από το ατύχημα. Κατ ακολουθία τούτων το Δικαστήριο, αφού αποφάσισε επί του ισχυρισμού των εν λόγω αναιρεσειόντων περί μη γνησιότητας των φωτογραφιών και του οπτικού υλικού και τον απέρριψε ως αβάσιμο, και στην συνέχεια προχώρησε στην επισκόπηση των πρώτων και στην οπτικοακουστική θεώρηση του δεύτερου και στην αξιολόγηση τους ως αποδεικτικών μέσων, μετά των λοιπών, για τον σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής των, ουδεμία δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ούτε ιδρύθηκε ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ανωτέρω τρεις αναιρεσείοντες.
5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδάφ. γ' και δ' του ΚΠΔ, αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνο που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής:
α) Ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει δικαίωμα να απευθύνει ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο μετά την απολογία του, ούτε με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση.
β) Ο συγκατηγορούμενος του απολογουμένου, είτε ο ίδιος, είτε ο συνήγορός του, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με την μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να υποβληθεί από αυτούς σχετικό αίτημα. Αν παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού δεν επιτραπεί στον συγκατηγορούμενο του απολογουμένου ή στο συνήγορό του να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του τελευταίου, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα, διότι παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως (AΠ 821/2008). Τέτοια όμως ακυρότητα δεν παράγεται, ούτε ιδρύεται ο κατά τα ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, όταν το αίτημα αυτό υποβληθεί από τον συνήγορο του κατηγορουμένου για να του υποβάλλει ερωτήσεις, διότι τούτο δεν επιτρέπεται, ούτε προβλέπεται από τον ΚΠΔ, παρέχεται μόνον δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων, μέσω του διευθύνοντος την συζήτηση, προς συγκατηγορούμενο. Η μη αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος στο συνήγορο του κατηγορουμένου δεν παραβιάζει ούτε το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχείο δ' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), ούτε το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ. ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), τα οποία αναφέρονται στο δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να εξετάσει ή να ζητήσει την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και να εξασφαλίσει την παρουσία και την εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους μάρτυρες κατηγορίας (ΑΠ 1149/2006). Το ΕΔΔΑ περαιτέρω έχει δεχθεί, ερμηνεύοντας το άρθρο 6 παρ. 3 δ της ΕΣΔΑ (βλ. απόφαση της 19-2-1996 Isgro κατά Ιταλίας), ότι αν ο συγκατηγορούμενος προέβη στο ακροατήριο, απολογούμενος, σε αποδεικτικής αξίας δήλωση δυσμενή για τον κατηγορούμενο, ο συνήγορος του τελευταίου ή ο ίδιος προσωπικά, μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις απ ευθείας και όχι με την μεσολάβηση του διευθύνοντος την συζήτηση ερωτήσεις στον εν λόγω κατηγορούμενο. Διαφορετικό βέβαια είναι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, κατά το άρθρο 368 του ίδιου κώδικα, οπότε αν αρνηθεί ο διευθύνων την συζήτηση, μπορεί να παραχθεί απόλυτη ακυρότητα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 170 παρ. 2 ΚΠΔ (ΑΠ 1734/2002). Η υποστηριζόμενη άποψη ότι δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων στο κατηγορούμενο έχει και ο συνήγορός του (βλ. επικαλούμενη ΑΠ 2359/2005), κείται εκτός του γράμματος της ανωτέρω διατάξεως, η οποία, ορίζοντας αυτούς που, εκτός του διευθύνοντος την συζήτηση, τον εισαγγελέα και τους δικαστές, έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις στον απολογηθέντα κατηγορούμενο, μέσω του διευθύνοντος την συζήτηση, κάνει λόγο για τους υπόλοιπους διαδίκους, όπως είναι ο πολιτικώς ενάγων, αστικώς υπεύθυνος, συγκατηγορούμενος και τους συνηγόρους τους και όχι και για τον συνήγορο του απολογηθέντος κατηγορουμένου. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά την απολογία του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ4, ο συνήγορος του ζήτησε από την Πρόεδρο τον λόγο για να υποβάλλει ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο πελάτη του, όπως έκαναν ο Εισαγγελέας, η πολιτική αγωγή και οι λοιποί διάδικοι. Μετά την υποβολή του αιτήματος και της διακοπής της συνεδριάσεως για 20' ο εν λόγω κατηγορούμενος συνεχίζοντας την απολογία του είπε '' Στις καθημερινές συσκέψεις δεν μετείχε ο Χ2 (συγκατηγορούμενος)''. Στην σημείο αυτό και, όπως σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά, περαιωθείσης της απολογίας του κατηγορουμένου, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ζήτησε από τον συνήγορό του να διευκρινίσει το αίτημα που είχε υποβάλλει διαρκούσης της απολογίας του πελάτη του, πριν την διακοπή, και δη αν ζητάει να υποβάλλει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, η να προβεί ο τελευταίος σε διευκρινίσεις, όπως και σε ποιόν απευθύνει το αίτημα. Ο συνήγορος απάντησε ότι ζητάει να υποβάλλει ερωτήσεις και ότι το αίτημα απευθύνεται στην Πρόεδρο του Δικαστηρίου, άλλως στο Δικαστήριο. Επακολούθησε η έκδοση της 36/2007 διατάξεως της Προέδρου με την οποία, για τους κατά τα ανωτέρω, νομίμους και βασίμους λόγους, απορρίφθηκε το αίτημα (βλ σελ. 414, 415). Επακολούθησε η απολογία του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ3, διαρκούσης της οποίας υποβλήθηκε, από τον αυτό πληρεξούσιο δικηγόρου του, προς την Προέδρο, άλλως προς το Δικαστήριο, το αυτό ως άνω αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε με την 37/2007 απόφαση της Προέδρου του Δικαστηρίου. Μετά την απαγγελία της αποφάσεως ο κατηγορούμενος, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας την απολογία του είπε: ''Ο Χ5δεν ήταν στον χώρο φόρτωσης, στα δέματα έμπαιναν γωνίες χάρτινες'', στη συνέχεια δε διακόπηκε η συνεδρίαση για την επομένη 8-3-2007 (σελ. 418, 419, 420). Επαναληφθείσης της συνεδριάσεως η Πρόεδρος θεώρησε ότι εκκρεμούσε προσφυγή στο Δικαστήριο του συνηγόρου των εν λόγω κατηγορουμένων κατά των ανωτέρω απορριπτικών του ανωτέρω αιτήματός τους διατάξεων της και έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, που πρότεινε την απόρριψή της. Το εκ των τακτικών Δικαστών Δικαστήριο, με την 39/2007 απόφασή του απέρριψε τις προσφυγές (βλ. σελ. 421,422). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει στον συνήγορο των ως άνω αναιρεσειόντων να υποβάλλει σ αυτούς ερωτήσεις μετά την απολογία τους, κατά τα ανωτέρω, δεν δημιούργησε απόλυτη ακυρότητα, ούτε ιδρύθηκε ο κατά τις ανωτέρω διατάξεις λόγος αναιρέσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εν λόγω αναιρεσείοντες Χ4 και Χ3. Επίσης από τα ανωτέρω πρακτικά (βλ. σελ. 414) σαφώς προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ4 είχε ολοκληρώσει την απολογία του όταν η Πρόεδρος, μετά από τις διευκρινήσεις που ζήτησε και έλαβε από τον συνήγορό του περί του περιεχομένου του αιτήματός του, εξέδωσε την ανωτέρω διάταξή της, για τον λόγο δε αυτό αμέσως μετά κάλεσε σε απολογία τον τελευταίο κατηγορούμενο Χ3, στον οποίο, επειδή ακριβώς δεν είχε ολοκληρώσει την απολογία του όταν εκδόθηκε η επίσης απορριπτική ως άνω του ιδίου αιτήματος διάταξη, δόθηκε ο λόγος προκειμένου να συνεχίσει και ολοκληρώσει την απολογία του ως άνω.
Συνεπώς η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ4 ότι έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα, κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, και ιδρύθηκε ο, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α του ίδιου κώδικα, λόγος αναιρέσεως, διότι, μετά την έκδοση της 36/2007 διατάξεως της Προέδρου, δεν του δόθηκε ο λόγος για να συνεχίσει και ολοκληρώσει την απολογία του, τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα. Κατ ακολουθία τούτων όλοι οι λόγοι των αναιρέσεων των αναιρεσειόντων Χ5 τέσσερεις, Χ4 έξι και Χ3, πέντε, για απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα στο ακροατήριο, για τους ανωτέρω εκτιθέμενους λόγους, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΧ. Επί της από 21-7-2008 αιτήσεως του Χ2 περί συμπληρώσεως της 51/30-3-2007 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. 1. Κατά το άρθρο 145 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε και στην περίπτωση που κατ' αυτής έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, το δικαστήριο το οποίο αποφαίνεται για το ένδικο μέσο, εφόσον δεν το απέρριψε ως απαράδεκτο, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, διατάσσει τη διόρθωση ή συμπλήρωσή της, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίσθηκαν, εφόσον απ' αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της απόφασης και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται, ότι και επί ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, εφόσον δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ο 'Αρειος Πάγος είναι αρμόδιος να προβεί, συντρεχόντων των νόμιμων προς τούτο όρων, στη διόρθωση ή συμπλήρωση της καθής η αίτηση αναιρέσεως αποφάσεως (ΑΠΟλ 365/1982, ΑΠ 104/2003). Κατ' ακολουθία η από 21 Ιουλίου 2008 αίτηση του ως άνω αναιρεσείοντος, με την οποία ζητείται η συμπλήρωση της 51/2007 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε Λαρίσης, διότι, από προφανή παραδρομή, μεταξύ των δικαστών που μειοψήφισαν υπέρ της αθωότητας του αναιρεσείοντος για την πράξη της διαταράξεως της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας δεν συμπεριλήφθηκε, πέραν των εφετών Αργ. Βογιατζάκη και Αικ. Τσιγκρέλη, και ο ένορκος Ευρ. Λύτρας, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κατά της αυτής ως άνω αποφάσεως, αλλά και πολλών άλλων του ως άνω Δικαστηρίου ασκηθείσα με αριθ. εκθ. καταθ. 1/21-7-2008 αίτηση αναιρέσεως του ιδίου αιτούντος, η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Συνεπώς πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητάς της.
2. Όπως προκύπτει από την σελ. 536 των πρακτικών της αποφάσεως, όπου παρατίθενται οι καταδικαστικές κρίσεις για καθένα από τους κατηγορουμένους, αναφέρονται, όσον αφορά τον αιτούντα, τα ακόλουθα: ''... Δ) Ο Χ2: α) Διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία (μειοψηφούν Αργυρώ Βογιατζάκη και Αικατ. Τσιγκρέλη- αθώος) β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, κατά πλειοψηφία (μειοψηφούν Ευριπίδης Λύτρας, Αργυρώ Βογιατζάκη και Αικατ. Τσιγκρέλη-αθώος) και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή με ασυνείδητη αμέλεια, (μειοψηφούν Ευριπίδης Λύτρας, Αργυρώ Βογιατζάκη και Αικατ. Τσιγκρέλη-αθώος). Κατά τον ίδιο τρόπο απαγγέλθηκε και η απόφαση στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από την ιδιόγραφη σημείωση της Προέδρου του Δικαστηρίου επί του οικείου σημείου του φακέλου της ενώπιον του Μ.Ο.Ε. δικογραφίας.
Συνεπώς, από τα πρακτικά της αποφάσεως, προκύπτει ότι στην καταδικαστική για την πράξη της διατάραξης των χερσαίων συγκοινωνιών απόφαση μειοψήφησαν μόνον οι δύο ανωτέρω εφέτες, οι οποίες και καταχώρησαν τις σκέψεις τους στις σελ. 537 στο τέλος έως και 542 όσον αφορά τον αιτούντα- αναιρεσείοντα. Στις σελ. δε 536 και 537 υπό στοιχείο Α' καταχωρήθηκε η αθωωτική μειοψηφήσασα γνώμη του ενόρκου Ευριπίδη Λύτρα, όσον αφορά τις πράξεις των ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών κατά συρροή, μόνον, τόσον για τον αιτούντα, όσον και για τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, εκτός του Χ6. Στη σελ. δε 537 των πρακτικών υπό στοιχ. Γ', καταχωρήθηκε η μειοψηφία του αυτού ενόρκου για το αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας, όσον αφορά τον κατηγορούμενο Χ1 (ένοχος με ενσυνείδητη αμέλεια και όχι ενδεχόμενο δόλο) και υπό στοιχείο Δ', όσον αφορά τον κατηγορούμενο Χ4 (ένοχος με ασυνείδητη και όχι ενσυνείδητη αμέλεια). Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω ένορκος μειοψήφησε και για το αδίκημα της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών και για τον αιτούντα και δη ότι είχε αθωωτική γνώμη, αντιθέτως από τα πρακτικά, αλλά και το φάκελο της δικογραφίας, προκύπτει ότι η αθωωτική του γνώμη, η οποία και αναγράφηκε, περιορίσθηκε μόνον στα αδικήματα των κατά συρροή ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών. Ούτε, ενόψει των προεκτεθέντων, μπορεί να συναχθεί το αντίθετο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει, εκ του ότι ο εν λόγω ένορκος μειοψήφισε, υπέρ της αθωότητας του αιτούντος, για τις λοιπές αξιόποινες πράξεις.
Συνεπώς η αίτησή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Χ. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, στα πλαίσια που ορίζει το πρώτο άρθρο, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σε αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξετάσεως της ουσιαστικής βασιμότητας ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία δ και ε, ήτοι: 1) ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (στοιχ. δ), και 2) ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε'). Για τη δεύτερη (υπό ε') πρέπει η καλή συμπεριφορά να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία αρμονική κοινωνική διαβίωσή του μετά την πράξη, την οποία και πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος για να θεμελιώσει τον σχετικό ισχυρισμό του, σ αυτή δε τη συμπεριφορά απέβλεψε ο νομοθέτης.
Συνεπώς η επίκληση ήσυχης και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωσης του κατηγορουμένου, κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή, με παράλληλη προσφορά εργασίας απ' αυτόν, δεν συνιστά, από μόνη της, την ελαφρυντική περίσταση της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, όπως λέχθηκε.
Στην κρινόμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως με αριθμό 52/2007, προκύπτει ότι στους κατωτέρω κατηγορουμένους αναγνωρίσθηκαν, κατά παραδοχή εν μέρει των σχετικών αυτοτελών ισχυρισμών τους, οι ακόλουθες ελαφρυντικές περιστάσεις: Α) Καθόσον αφορά τον κατηγορούμενο Χ5, (κατά πλειοψηφία) ότι: Ι) έζησε ως το χρόνο που τέλεσε τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (84 παρ. 2 α ΠΚ ) και ΙΙ) επέδειξε ειλικρινή μετάνοια για τις πράξεις του αυτές (84 παρ. 2 δ ΠΚ). Αντίθετα το Δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρ. 84§2ε', με την ακόλουθη αιτιολογία: ''δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, μετά την πράξη του που να συνιστούν καλή συμπεριφορά και μάλιστα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και ανάλογο με τη βαρύτητα της πράξης, ενώ μόνη η απλή καλή συμπεριφορά στη φυλακή κατά την κράτησή του για τις ως άνω πράξεις δεν αρκεί κατά τα προαναφερθέντα, για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του ως κατ' ουσία αβάσιμος''. Ειδικότερα προς θεμελίωση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ, επικαλέσθηκε την καλή συμπεριφορά του εντός των φυλακών κατά την διάρκεια της προσωρινής του κρατήσεως και μετά την αντικατάστασή της με περιοριστικούς όρους ότι επανήλθε στην εργασία του στην εταιρία Ε-1 Α.Ε. και τήρησε αυτούς εμφανισθείς στο ΜΟΔ Βόλου.
Συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός, κατά το σκέλος της καλής συμπεριφοράς εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, κατά τον χρόνο της κρατήσεως του, δεν μπορούσε να θεμελιώσει τον ισχυρισμό αυτό, κατά το σκέλος δε της μετά την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως του, η επάνοδος στην εργασία του και η τήρηση των περιοριστικών όρων που του επιβλήθηκαν, ως και η εμφάνισή του στο ΜΟΔ δεν αρκούσαν για στοιχειοθέτηση της επικληθείσης ελαφρυντικής περιστάσεως, αφού η επάνοδος στην εργασία του δεν συνιστά από μόνη της την απαιτούμενη προϋπόθεση της επί μακρό χρόνο καλής συμπεριφοράς, εφόσον δεν συνοδεύεται και από επίκληση και άλλων πραγματικών περιστατικών, που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ελαφρυντική αυτή περίσταση, η δε τήρηση των περιοριστικών όρων που του επιβλήθηκαν και η εμφάνισή του στο ΜΟΔ Βόλου για να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων που του αποδόθηκαν, αποτελούσε υποχρέωση εκ του νόμου, η μη συμμόρφωση στην οποία θα οδηγούσε στην επάνοδό του στη φυλακή, σε τρόπο ώστε δεν αποτελούσε αποτέλεσμα της ελεύθερης βουλήσεως του, ούτε μία από τις περισσότερες επιλογές που μπορούσε ελεύθερα και συνειδητά χωρίς συνέπεια να κάνει.
Συνεπώς, όπως προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός, όσον αφορά το, μετά την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως του με περιοριστικούς όρους, χρονικό διάστημα, γιατί για το προηγούμενο του εγκλεισμού του, όπως ορθώς δέχθηκε το δικαστήριο, τύγχανε μη νόμιμος, ήταν αόριστος και το Δικαστήριο, όπως λέχθηκε ανωτέρω, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απορριπτική αυτού απόφασή του, ως εκ περισσού δεν τον απέρριψε με την ανωτέρω αιτιολογία, στην οποία ορθώς διέλαβε, σε κάθε περίπτωση, ότι δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που να εντάσσονται στην έννοια της καλής μετά την τέλεση της πράξης επί μακρό χρόνο συμπεριφοράς, αφού, κατά τα προλεχθέντα, δεν έλαβε χώρα επίκληση τέτοιων πραγματικών περιστατικών, δεν ήταν δε υποχρεωμένο το Δικαστήριο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να παραθέσει τα μη επικληθέντα πραγματικά περιστατικά και συνεπώς μη αποδειχθέντα που επικαλείται στην αιτιολογία του, ούτε περαιτέρω έπρεπε να αναφέρονται τα επικληθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, αφού αυτά, όπως λέχθηκε, δεν αρκούσαν προς θεμελίωση του ισχυρισμού του, πάντως γίνεται αναφορά στην συμπεριφορά εντός των φυλακών.
Συνεπώς ο υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως αυτού τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Β) Όσον αφορά τον κατηγορούμενο Χ4 ότι: Ι) έζησε ως το χρόνο που τέλεσε τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (84 παρ. 2 α ΠΚ ) και ΙΙ) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του υπό καθεστώς ελεύθερης στην κοινωνία διαβίωσης και η συμπεριφορά είναι προϊόν συνειδητής επιλογής του (84 παρ. 2ε ΠΚ). Αντίθετα το Δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρ. 84§2δ', με την ακόλουθη αιτιολογία: '' δεν αποδείχθηκε ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και προέβη σε οιαδήποτε πράξη για να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του ως κατ' ουσία αβάσιμος''. Προς θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού ο εν λόγω κατηγορούμενος επικαλέσθηκε την καταβολή ορισμένων χρηματικών ποσών από την εταιρία Ε-1 Α.Ε. στους συγγενείς των θυμάτων που τους επιδικάσθηκαν με την επικαλούμενη τελεσίδικη δικαστική απόφαση και δη 150.000 και 131.840 €, κατόπιν παραδοχής των αγωγών που άσκησαν ορισμένοι απ αυτούς, όπως και τα ποσά που θα υποχρεωθεί η ίδια εταιρία να καταβάλλει στο μέλλον επί αγωγών που πρόκειται να εγερθούν. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν προσπάθεια εκ μέρους του εν λόγω κατηγορουμένου να άρει ή να μειώσει τις συνέπιες των πράξεων του, αφού οι επικληθείσες καταβολές χρηματικών ποσών, παρεκτός του ότι δεν έγιναν από τον ίδιο, δεν έγιναν αυτοβούλως, και ως αποτέλεσμα ελεύθερης βουλήσεως και επιθυμίας εξαλείψεως ή μειώσεως των συνεπειών των πράξεων του, αλλά σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως και προκειμένου να αποφευχθεί η αναγκαστική εκτέλεσή της. Την πληρωμή των αποζημιώσεων που τυχόν επιδικάσθηκαν στο θύμα μπορεί να θέσει άλλωστε το Δικαστήριο ως όρο χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως της ποινής, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 99 παρ. 1 και 100 παρ. 1 και 3 ΠΚ.
Συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό και ως εκ περισσού τον απέρριψε με την ανωτέρω αιτιολογία, η οποία, σε κάθε περίπτωση, τυγχάνει πλήρης και εμπεριστατωμένη και δεν χρειαζόταν, για την πληρότητά της, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων προς θεμελίωση του αιτήματός του, αφού αυτά δεν ήσαν ικανά προς τούτο, ούτε περαιτέρω χρειαζόταν να παρατίθενται τα περιστατικά που δικαιολογούν την απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου, αφού, σαφώς, από την ανωτέρω αιτιολογία, προκύπτει ότι δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά που να αποδεικνύουν ότι επιδίωξε να άρει να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ. Κατ ακολουθία τούτων ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεώς του τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Γ) Για τους αυτούς ακριβώς ως άνω λόγους τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος ο ταυτόσημος σχετικός, από την αυτή ως άνω διάταξη του ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ3, ως προς τον οποίο ταυτίζονται οι παραδοχές του Δικαστηρίου από απόψεως δεκτών γενομένων ελαφρυντικών περιστάσεων και απορρίψεως, με την αυτή ως άνω αιτιολογία, εκείνης του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ, προς θεμελίωση της οποίας ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε τα αυτά ακριβώς ως άνω πραγματικά περιστατικά. ΧΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής, κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Εξάλλου κατά το άρθρο 100 του ίδιου κώδικα αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99, το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής με τις προϋποθέσεις που περαιτέρω ορίζονται σ αυτό και τέλος κατά το άρθρο 100Α αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προυποθέσεις των άρθρων 99 και 100 Π.Κ το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής με τους όρους που ορίζονται σ αυτό. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ως ποινή, της οποίας μπορεί να ανασταλεί η εκτέλεση, νοείται, επί συρρεόντων εγκλημάτων, η συνολική, διότι η ποινή αυτή, μέσω της οποίας εκτελούνται και οι προσμετρούμενες ποινές, οι οποίες, παρά τη διατήρηση της αυτοτέλειάς τους, δεν είναι δεκτικές αυτοτελούς εκτελέσεως, είναι εκείνη που επιβάλλεται τελικά, και αυτής μόνο την αναστολή μπορεί να αποφασίσει το δικαστήριο αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Περαιτέρω η κατ άρθρο 100 Α ΠΚ αναστολή είναι δυνητική για το δικαστήριο. Εκτιμώνται προς τούτο και τα στοιχεία που παρατίθενται στην παραγ. 2 του άρθρου 100 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα το δικαστήριο χορηγεί αυτή με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του, αν από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασθέντος, κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Στην κρινόμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Α) ο κατηγορούμενος Χ4 κηρύχθηκε ένοχος: α) διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών από ενσυνείδητη αμέλεια, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή από ενσυνείδητη αμέλεια και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή από ενσυνείδητη αμέλεια, και αφού αναγνωρίσθηκαν, όπως λέχθηκε στην προηγουμένη παράγραφο, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε του Π.Κ, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών για την πράξη της παράβασης του άρθρου 290 παρ. 2 ΠΚ , δέκα οκτώ (18) μηνών για κάθε ανθρωποκτονία και έξι (6) μηνών για κάθε σωματική βλάβη και μετά επιμέτρηση των επί μέρους ποινών, συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, έντεκα (11) μηνών και δεκαπέντε (15) ημερών και Β) ο κατηγορούμενος Χ3 κηρύχθηκε ένοχος: α) διατάραξης ασφάλειας συγκοινωνιών από ασυνείδητη αμέλεια, β) ανθρωποκτονιών κατά συρροή από ασυνείδητη αμέλεια και γ) σωματικών βλαβών κατά συρροή από ασυνείδητη αμέλεια και αφού του αναγνωρίσθηκαν, όπως λέχθηκε στην αυτή ως άνω παράγραφο οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε του Π.Κ, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών την πράξη της παράβασης του άρθρου 290 παρ. 2 ΠΚ, δώδεκα (12) μηνών για κάθε ανθρωποκτονία και τεσσάρων (4) μηνών για κάθε σωματική βλάβη. και μετά επιμέτρηση των επί μέρους ποινών, συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και έντεκα (11) μηνών. Οι εν λόγω κατηγορούμενοι μετά την απαγγελία των συνολικών ποινών, δια των συνηγόρων των, υπέβαλαν αίτημα αναστολής εκτελέσεως των ποινών, κατ΄άρθρο 99, άλλως 100, άλλως 100 Α ΠΚ, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα, όσον αφορά την θεμελίωση του αιτήματός τους επί των διατάξεων των άρθρων 99 και 100 ΠΚ, ότι κρίσιμη είναι όχι η συνολική ποινή που τους επιβλήθηκε αλλά εκείνη που επιβλήθηκε για καθένα από τα συρρέοντα εγκλήματα. Το αίτημα αυτό, κατά την θεμελίωσή του επί των ανωτέρω διατάξεων του ΠΚ, τύγχανε μη νόμιμο και, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή αυτών, το δικαστήριο το απέρριψε, ως τέτοιο. Το Δικαστήριο επίσης απέρριψε το αίτημα και κατά την θεμελίωσή του επί της διατάξεως του άρθρου 100 Α ΠΚ, με την ακόλουθη αιτιολογία: '' Ναι μεν η επιβληθείσα σε έκαστο των αιτούντων κατηγορουμένων συνολική ποινή φυλακίσεως δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια, πλην όμως, από τις προαναφερθείσες περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκαν από έκαστο των κατηγορουμένων οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι, όπως στο σκεπτικό της περί της ενοχής τους απόφασης αυτής αναφέρονται, αλλά κυρίως για τον λόγο ότι ουδόλως συμπαραστάθηκαν έστω και ηθικά στις οικογένειες εκείνων που έχασαν τη ζωή τους στο ατύχημα αλλά και στους τραυματισθέντες (άρθ. 100 Α παρ. 1, 100 §1 εδαφ. β' Π.Κ.), το δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής για έκαστο των αιτούντων είναι αναγκαία''. Η αιτιολογία αυτή παρίσταται πλήρης και εμπεριστατωμένη, το δε δικαστήριο ορθώς έκανε αναφορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι οι εν λόγω κατηγορούμενοι και έκρινε, ανελέγκτως, ότι οι κατηγορούμενοι δεν συμπαραστάθηκαν ούτε ηθικώς, γιατί υλικώς οι ίδιοι επικαλέσθηκαν ότι δεν ήταν δυνατόν, λόγω των περιορισμένων αποδοχών τους να συμπαρασταθούν, επικαλεσθέντες, όπως λέχθηκε και στην προηγουμένη παράγραφο, σχετικά με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ, τις καταβολές από την εταιρία Ε-1 Α.Ε. των ανωτέρω ποσών αποζημιώσεων στους οικείους των θυμάτων σε εκτέλεση τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Κατ ακολουθία ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, σχετικός λόγος των αιτήσεων αναιρέσεως των εν λόγω αναιρεσειόντων τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων και την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙΙ. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί καθένας από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στην δικαστική δαπάνη όσων από τους πολιτικώς ενάγοντες παραστάθηκαν και δη των με αυξ. αριθμούς εκθέματος 10 (Ψ10), 30 (Ψ30), 31 (Ψ31) και 43 (Ψ43) (176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-7-2008 αίτηση (δήλωση) του Χ1 για αναίρεση των 66, 67, 68, 68 α-γ και 92/2006, 2, 7, 9, 12, 16, 16 α, 17, 25, 36, 37, 39, 40, και 51-57/2007 αποφάσεων του Μ.Ο.Ε. Λαρίσης. (ανυποστήρικτη). Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) €.
Απορρίπτει την από 21-7-2008 αίτηση του Χ2 για συμπλήρωση της 51/30-3-2007 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε Λαρίσης.
Απορρίπτει τις: α) με αριθμό εκθέσεως 1/21-7-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ2, β) από 24-7-2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ3, γ) από 24-7-2008 αίτηση (δήλωση) του Χ4 και δ) από 24-7-2008 αίτηση (δήλωση) του Χ5, για αναίρεση των 66, 67, 68, 68 α-γ και 92/2006, 2, 7, 9, 12, 16, 16 α, 17, 25, 36, 37, 39, 40, και 51-57/2007 αποφάσεων του Μ.Ο.Ε. Λαρίσης. Και.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη των ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων ποσού πεντακοσίων (500) €, για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21, 26 Απριλίου και 30 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 20 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή