Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
Περίληψη:
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση - έννοια - στοιχεία υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως. Αιτιολογία αποφάσεως - πότε ειδική και εμπεριστατωμένη (ΑΠ 370/2010). Αβάσιμοι οι λόγοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 985/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδογιάννη, περί αναιρέσεως της 70837/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 792/09.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 α ΠΚ όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος, από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα, τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ δύο ετών. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμον αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πολιτικώς ενάγων είχε εκμισθώσει στον κατηγορούμενο ως διαχειριστή της εταιρείας "ΠΛΑΣΜΑ ΕΠΕ" ένα ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στην οδό ..., για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι από 1-6-2000 έως 1-6-2002, μετά τη λήξη της η μίσθωση παρατάθηκε ως εμπορική, λύθηκε όμως στις 10-10-2003. Κατά τη διάρκεια της μίσθωσης ο κατηγορούμενος κατά παράβαση του μισθωτηρίου συμβολαίου τοποθέτησε στους δύο πλαϊνούς κοινόχρηστους τοίχους του ισογείον δύο διαφημιστικές πινακίδες, διαστάσεων 2,50 μ. Χ 1 μ., τις οποίες μετά τη λύση της μίσθωσης και την αποχώρησή του από το μίσθιο δεν απομάκρυνε και γι αυτό ο πολιτικώς ενάγων άσκησε σε βάρος του την από 19-5-2003 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στις 16-3-2004 εξετάστηκε ανωμοτί ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατέθεσε εν γνώσει τον ψευδώς "ότι έχει απομακρύνει τις ταμπέλες, τις πέταξε στα σκουπίδια", ενώ η αλήθεια είναι ότι οι πινακίδες εξακολουθούσαν να είναι αναρτημένες στους κοινόχρηστους τοίχους της οικοδομής. Εν όψει των ανωτέρω ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της πράξεως της ανώμοτης κατάθεσης και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός (1) μηνός, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι : "Στην Αθήνα την 16-3-2004, εξεταζόμενος, ως διάδικος, από αρμόδια αρχή να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώση του κατέθεσε ψέματα. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, εξεταζόμενος χωρίς όρκο ως εναγόμενος, ενώπιον της Κας Ειρηνοδίκου Αθηνών, κατά τη συζήτηση αγωγής που είχε ασκήσει σε βάρος του ο εγκαλών ... για φθορές στην ιδιοκτησία του, κατέθεσε εν γνώση του ψευδώς ότι "έχω απομακρύνει τις ταμπέλες, τις πέταξα στα σκουπίδια", ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αφαιρέσει τα πλαίσια των διαφημιστικών του ταμπελών, που παρέμεναν καρφωμένα στους τοίχους ιδιοκτησίας του εγκαλούντος.". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 α του ΠΚ, την οποία διάταξη, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, η γνώση δε του ψευδούς περιεχομένου της καταθέσεως του (άμεσος δόλος) του αναιρεσείοντος αιτιολογείται πλήρως, αφού αυτό που κατέθεσε ότι έγινε (αφαίρεση των διαφημιστικών πινακίδων και απόρριψή τους), το έπραξε, κατά την ψευδή κατάθεσή του, ο ίδιος. Δεν παράγεται δε αντίφαση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, εκ του ότι, στο μεν σκεπτικό αναφέρεται ότι οι διαφημιστικές πινακίδες εξακολουθούσαν να βρίσκονται αναρτημένες στους κοινόχρηστους τοίχους της οικοδομής, και έτσι αυτός ψευδώς κατέθεσε χωρίς όρκο, εξεταζόμενος ως διάδικος (εναγόμενος) στην αναφερομένη αγωγή, ότι τις είχε αφαιρέσει και απορρίψει στα σκουπίδια, στο δε διατακτικό ότι καρφωμένα στους τοίχους εξακολουθούσαν να παραμένουν τα πλαίσια των πινακίδων, διότι οι πινακίδες αποτελούνται από το πλαίσιο και τον διαφημιστικό πίνακα που είναι στερεωμένος σ αυτό και δεν νοείται αφαίρεση της πινακίδας χωρίς απομάκρυνση και του πλαισίου, το οποίο είναι καρφωμένο στον τοίχο, άλλωστε ο αναιρεσείων, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, δεν ανέφερε ότι τα πλαίσια των πινακίδων εξακολουθούσαν να παραμένουν αναρτημένα στους τοίχους. Επίσης δεν προκαλείται αντίφαση και ασάφεια ούτε υφίσταται εκ πλαγίου παράβαση, εκ του ότι στο σκεπτικό αναφέρεται ότι η εμπορική μίσθωση λύθηκε στις 10-10-2003, στη συνέχεια δε παρατίθεται, ως χρονολογία της αγωγής, που ασκήθηκε, μετά την λύση της μίσθωσης, από τον πολιτικώς ενάγοντα στο Ειρηνοδικείο, για να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων μισθωτής να απομακρύνει τις μεγάλου μεγέθους (2,50Χ1 μ.) διαφημιστικές πινακίδες, η 19-5-2003, διότι κρίσιμος για την στοιχειοθέτηση της πράξεως τυγχάνει ο χρόνος κατά τον οποίο εξετάσθηκε χωρίς όρκο ο αναιρεσείων και αυτός ήταν ο της συζητήσεως της αγωγής στο Ειρηνοδικείο που αναφέρεται σαφώς και είναι η 16-3-2004.
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως τυγχάνουν αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του ως Εφετείου δικάσαντος Τριμελούς Πλημ/κειου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την με αριθμό εκθέσεως 42/11-5-2009 αίτηση του ... για αναίρεση της με αριθμ. 70837/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 14 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ