Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1084 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορίας μεταβολή, Υπεξαγωγή εγγράφων.




Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφων. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού. Επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας από κλοπή σε υπεξαγωγή εγγράφων. Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για υπεξαγωγή εγγράφων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για απόλυτη ακυρότητα (ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας). Απόρριψη αμφοτέρων των λόγων αυτών και απόρριψη της αίτησης στο σύνολό της.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1084/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη. Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Επαμεινώνδα Αμπατζή, περί αναιρέσεως της 1599/2009 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενης ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 808/09.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του Α.Κ., προς παραδοχή, επίδειξη σε άλλον, δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή του συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού, που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι έγκλημα διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, αφού η υπεξαγωγή είναι έγκλημα διακινδύνευσης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή, είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο ή και απλώς ηθική. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, η μεταβολή της κατηγορίας, προκαλεί σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, γιατί παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την αίτηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα και ιδρύει σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης της απόφασης. Τέτοια παράβαση υπάρχει, όταν η πράξη, για την οποία έγινε η καταδίκη του κατηγορουμένου είναι διαφορετική από εκείνη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και εισήχθηκε αυτός σε δίκη ως προς το χρόνο, τόπο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, ή που η πράξη διαπράχθηκε με τις ίδιες περιστάσεις, αλλά αποτελείται από διαφορετικά γεγονότα από την αρχική κατηγορία. Αυτό όμως δεν συμβαίνει όταν με την απόφαση προσδιορίζονται σαφέστατα τα αποτελούντα την πράξη πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα με τον ακριβέστερο χαρακτηρισμό του τρόπου τέλεσής της. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1599/2009 απόφασή του, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στον ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και την απολογία της κατηγορουμένης, δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα περιστατικά: "Η κατηγορούμενη και ο εγκαλών ήταν συνεργάτες και διατηρούσαν γραφείο στην οδό ..., όπου ήταν και η έδρα της ΕΠΕ με την επωνυμία "EGIS ΕΠΕ" της οποίας διαχειριστής και εκπρόσωπος ήταν ο εγκαλών. Στην ίδια διεύθυνση και στο ίδιο γραφείο στεγάζονταν και το μη κερδοσκοπικό σωματείο με την επωνυμία "Ε.ΚΑ.ΤΟ." του οποίου τη διαχείριση και εκπροσώπηση είχε η κατηγορουμένη. Στο προαναφερόμενο γραφείο υπήρχαν παραστατικά έγγραφα τόσο της ΕΠΕ όσο και του σωματείου. Την 21-9-2003 η κατηγορουμένη τις νυκτερινές ώρες με την βοήθεια και άλλων δύο ατόμων εισήλθε κρυφά από τον εγκαλούντα στο εν λόγω γραφείο από το οποίο διέθετε κλειδιά και πήρε από το χώρο αυτό διάφορα έγγραφα από τα οποία ορισμένα ανήκαν στο σωματείο ΕΚΑΤΟ και τα οποία δικαιούταν να παραλάβει γιατί ήταν η νόμιμη εκπρόσωπος του εν λόγω σωματείου και εκτός αυτών όμως παρέλαβε και άλλα έγγραφα που ανήκουν στον εγκαλούντα και στην προαναφερόμενη ΕΠΕ τα οποία και απέκρυψε και τα οποία αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Με την απόκρυψη των εν λόγω εγγράφων επεδίωκε να αποστερήσει στον εγκαλούντα και την ΕΠΕ από τη δυνατότητα έγγραφης απόδειξης των απαιτήσεών τους σε βάρος της από δάνεια που έλαβε αυτή από εκείνες καθόσον τα εν λόγω έγγραφα αφορούσαν αποδείξεις δανεισμού χρηματικών ποσών που η κατηγορουμένη είχε συνάψει με τον εγκαλούντα και την ΕΠΕ από το έτος 2001 έως τον Μάιο του 2003. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών σαφής υπήρχε η κατάθεση του εγκαλούντα στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, η οποία ενισχύεται και από όλες τις άλλες αποδείξεις, μεταξύ των οποίων και η από 21-12-2003 βεβαίωση της ΥΕΒΕ, η οποία μετά από επιτόπια εξερεύνηση στα προαναφερόμενα γραφεία αποφάνθηκε ότι δεν διαπιστώθηκαν ίχνη παραβίασης. Αλλά και η κατηγορούμενη απολογούμενη δέχθηκε ότι αυτή είχε κλειδιά του γραφείου και ότι υπήρχαν διενέξεις μεταξύ αυτής και του εγκαλούντα για τις αποδείξεις και γενικά για τη διαχείριση του σωματείου και της ΕΠΕ... Πρέπει όμως να κηρυχθεί ένοχη μόνο για το αδίκημα της υπεξαγωγής των αναφερομένων ειδικότερα στο διατακτικό εγγράφων, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας σχετικά με το αδίκημα της κλοπής των εγγράφων για τα οποία κατηγορείται ότι αφαίρεσε παράνομα, καθόσον όπως αναφέρθηκε παραπάνω η κατηγορουμένη συνεργαζόταν με τον εγκαλούντα και ήταν μάλιστα και έταιρος στην προαναφερόμενη ΕΠΕ κατά ποσοστό 25% και είχε δικαίωμα πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα, δεν είχε όμως δικαίωμα να αποκρύψει αυτά, απορριπτόμενον ως αβάσιμον τον ισχυρισμόν που πρόβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της κατηγορουμένης περί μηδενικής αξίας των υπεξαχθέντων εγγράφων". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη της υπεξαγωγής των αναφερομένων στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με υπ' αριθ. 1 έως 10 εγγράφων (το οποίο διατακτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, που παραδεκτά αλληλοσυμπ-ληρώνονται) και της επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέβαλε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τη ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 222 του ΠΚ. Τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Περαιτέρω προκύπτει ότι από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με επάρκεια και σαφήνεια προσδιορίζονται ο αριθμός και το περιεχόμενο των εγγράφων που υπεξαίρεσε η αναιρεσείουσα και ο σκοπός της τοιαύτης ενέργειάς της, ήτοι η αποστέρηση του εγκαλούντος και της εταιρίας με την επωνυμία "EGIS ΕΠΕ" εγγράφων αποδείξεων σε σχέση με τις απαιτήσεις των δύο τελευταίων σε βάρος της από τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων δανείων μεταξύ αυτών ως δανειστών και της αναιρεσείουσας ως οφειλέτριας. Δεν απαιτείτο δε να διαλάβει το ως άνω δικαστήριο ειδική αιτιολογία για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση για την αναιρεσείουσα ως προς την ύπαρξη και το ύψος των εν λόγω δανειακών συμβάσεων λόγω της άρνησής τους από την αναιρεσείουσα, καθόσον αυτό αποτελεί αντικείμενο της αστικής διαφοράς μεταξύ αυτών, που δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη της από την παράνομη αφαίρεση ξένων εγγράφων. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που με την επίκληση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Με βάση τα όσα έχουν εκτεθεί ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης (υπ' αριθ. 1 και 2 της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης περί απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ) λόγω της ανεπίτρεπτης μεταβολής της σε βάρος της (αναιρεσείουσας) κατηγορίας από κλοπή που είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη και κατηγορηθεί σε υπεξαγωγή εγγράφων, αφού παραμένει αμετάκλητη η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την σε βάρος της αναιρεσείουσας κατηγορία και διαφοροποιείται μόνο ο σκοπός της δράστιδας, όπως προαναφέρθηκε, κατέτεινε όχι στην ιδιοποίηση αλλά την απόκρυψη των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων, στοχεύοντας μόνο στην πρόκληση βλάβης στον εγκαλούντα και στην εταιρεία "EGIS ΕΠΕ", με την απόκρυψη των εγγράφων αυτών.
Μετά από αυτά, αφού δεν υπήρχε άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Μαΐου 2009 αίτηση της ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1599/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή