Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Υπεξαγωγή εγγράφων, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφου. Πλαστογραφία με χρήση σε βαθμό πλημμελήματος. Στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών. Απόρριψη αιτήματος αναβολής δίκης για προσέλευση μαρτύρων. Αιτιολογία σχετικής απόφασης. Πότε αναγιγνώσκεται το Δελτίο Ποινικού Μητρώου. Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Απόρριψη των λόγων αυτών και της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.
Αριθμός 414/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2010,με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...,που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο,για αναίρεση της 5256/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1419/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 2009 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή δικαστηρίων του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας Αττικής ..., η πολιτικώς ενάγουσα Χ κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Αυτή όμως δεν εμφανίσθηκε όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση και έγινε η συζήτηση αυτής, ενώ αντίθετα εμφανίσθηκε και παρέστη νόμιμα ο αναιρεσείων. Επομένως πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας υπό τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν νόθευση εγγράφου κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή σημείων του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτήν και επιπροσθέτως τον σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει, με τη χρήση του νοθευμένου εγγράφου, άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες είναι δυνατόν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτευχθεί ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση και μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο χρησιμοποιείται το έγγραφο αμέσως ή εμμέσως. Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχε. έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του Α.Κ, προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον, δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή του συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού, που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοση του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι έγκλημα διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, αφού η υπεξαγωγή είναι έγκλημα διακινδύνευσης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή, είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο ή και απλώς ηθική. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 5256/2009 απόφασης το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στη μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα Ψ, που είναι υπάλληλος στο κοσμηματοπωλείο του γαμβρού της στην ..., είχε χορηγηθεί από την ..., όπου διατηρούσε λογαριασμό καταθέσεων, ένα καρνέ επιταγών. Συνδικαιούχος του λογαριασμού είναι ο εξετασθείς μάρτυρας, Ζ, ανεψιός της εγκαλούσας, που διατηρεί κατάστημα κινητής τηλεφωνίας στην .... Ο ανωτέρω είχε συναλλαγές με τον κατηγορούμενο, και συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος αγόραζε πολλές κάρτες και άλλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό, ο δε Ζ έκανε κάποιες καταχωρήσεις διαφημιστικές των καταστημάτων του στις τοπικές εφημερίδες που εξέδιδε ο κατηγορούμενος. Οι πληρωμές στον κατηγορούμενο από μέρους του Ζ, γινόντουσαν με επιταγές. Κάποιες εξ αυτών εσύροντο από μπλοκ επιταγών της εγκαλούσας Ψ και του Ζ συνδικαιούχων του προαναφερθέντος με αριθμ. ... λογαριασμού της .... Ο κατηγορούμενος, που επισκεπτόταν συχνά, λόγω επαγγελματικής συνεργασίας τον Ζ στο κατάστημά του, βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 2002 και με σκοπό να βλάψει το μηνυτή, απέκρυψε, αφού προηγουμένως το αφαίρεσε, έγγραφο του οποίου δεν ήταν κύριος και συγκεκριμένα προφασιζόμενος ότι δεν αισθάνεται καλά, έστειλε τον τελευταίο στο περίπτερο για να αγοράσει παυσίπονα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αφαίρεσε από το προαναφερόμενο μπλοκ της εγκαλούσας, την με αριθμό ... επιταγή, που ήταν ασυμπλήρωτη (λευκή) και ανυπόγραφη, με σκοπό να βλάψει την περιουσία του μηνυτή. Ακολούθως κατάρτισε, στον ίδιο τόπο και χρόνο, πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την πολιτικώς ενάγουσα. Συγκεκριμένα, στην ... περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 2002, πλαστογράφησε κατ' απομίμηση της αληθινής γραφής και υπογραφής της εγκαλούσας σε βιβλιάριο επιταγών που εκδόθηκε επ' ονόματι της και σε χρέωση λογαριασμού της με αριθμό ... της ... όλο το κείμενο της υπ' αριθμ. ... επιταγής αναγράφοντας σ' αυτήν το όνομα της εταιρείας του "Εκδόσεις ΑΝΤ. Χ" σε διαταγή της οποίας η επιταγή, ως ημερομηνία έκδοσης την "25 Απριλίου 02", ως τόπο έκδοσης ..., ως ποσό πληρωμής αριθμητικώς και ολογράφως ευρώ "7.812,66 επτά χιλιάδες οκτακόσια δώδεκα και εξήντα έξι Λεπτά", και έθεσε στη θέση του εκδότη κατ' απομίμηση της αληθινής υπογραφής την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ. Την παραπάνω επιταγή πλαστογράφησε με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση της άλλους σχετικά με το γεγονός ότι εκδόθηκε και μεταβιβάσθηκε από την εγκαλούσα, γεγονός που είχε έννομες συνέπειες. Στη συνέχεια έκανε χρήση της επιταγής αυτής μεταβιβάζοντάς την στο δανειστή του Ξ, προς εξόφληση οφειλής του. Έπραξε δε τα ανωτέρω με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι καταθέτουν με σαφήνεια και τα λεχθέντα τους δεν ανατρέπονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Το γεγονός δε της πλαστογραφίας επιβεβαιώνεται και από την προσκομιζόμενη και αναγνωσθείσα με αριθμό 43/2.005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί σχετικής ανακοπής της εγκαλούσας κατά εκδοθείσας σε βάρος της διαταγής πληρωμής, ύστερα από διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Κατ' ακολουθία τούτων στοιχειοθετούνται πλήρως οι πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, όπως τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία αυτής αναλύονται στην μείζονα σκέψη και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, κατά το διατακτικό".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για τις πράξεις της υπεξαγωγής εγγράφου και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών για την πρώτη των πράξεων αυτών εκ δέκα πέντε (15) μηνών για τη δεύτερη και συνολική ποινή φυλάκισης δέκα επτά (17) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισής του, ακόμα δε επιδίκασε στην παραστάσα στη δίκη εκείνη πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την κατά τα ανωτέρω αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 222 ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα από τις παραδοχές της αποφάσεως προκύπτει ότι περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2002 ότι ο αναιρεσείων βρίσκοντας την κατάλληλη ευκαιρία δηλονότι την πρόσκαιρη απουσία του Ζ με τον οποίο είχε επαγγελματική συνεργασία, αφαίρεσε από το μπλόκ των επιταγών της εγκαλούσας Ψ και του ανεψιού της Ζ, συνδικαιούχων του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού στην ... και είχε μαζί της στο κοσμηματοπωλείο του γαμβρού της στην ..., στο οποίο εργαζόταν ως υπάλληλος, της με αριθμ. ... επιταγή που ήταν ασυμπλήρωτη (λευκή) και ανυπόγραφη, με σκοπό να βλάψει ουσιαστική την περιουσία της μηνύτριας. Στη συνέχεια στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο πλαστογράφησε κατ' απομίμηση της αληθινής γραφής και υπογραφής της εγκαλούσας και ειδικότερα μετά την υπεξαγωγή της ως άνω τραπεζικής επιταγής αυτός ανέγραψε σ' αυτήν το όνομα της εταιρείας του "Εκδόσεις ΑΝΤ. Χ" σε διαταγή της οποίας η επιταγή, ως ημερομηνία έκδοσης "25 Απριλίου 02", ως τόπο έκδοσης ... ως ποσό πληρωμής αριθμητικώς και ολογράφως "7.812,66 επτά χιλιάδες οκτακόσια δώδεκα και εξήντα έξι λεπτά" κατέθεσε στη θέση του εκδότη κατ' απομίμηση της αληθινής υπογραφής την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ. Την παραπάνω επιταγή ο αναιρεσείων πλαστογράφησε με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση της άλλους σχετικά με το γεγονός ότι εκδόθηκε και μεταβιβάσθηκε από την εγκαλούσα, γεγονός που είχε έννομες συνέπειες. Στη συνέχεια ο ίδιος έκανε χρήση της επιταγής αυτής μεταβιβάζοντας την στο δανειστή του Ξ, προς εξόφληση οφειλής του. Έπραξε δε τα ανωτέρω με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος.
Συνεπώς με βάση τις παραπάνω παραδοχές, στοιχειοθετούνται κατά τα ανωτέρω, αντικειμενικώς και υποκειμενικώς οι πράξεις της υπεξαγωγής εγγράφου και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, που προβλέπεται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 222 ΠΚ σε βαθμό πλημμελήματος. Περαιτέρω ως προς την απόρριψη του αιτήματος της αναβολής της δίκης που υπέβαλε ο αναιρεσείων στο Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να προσέλθουν και να καταθέσουν οι νομίμως κλητευθέντες μάρτυρες Ξ και Ω, για την οποία απαιτείται η παρεμπίπτουσα σχετική με την απόρριψη απόφαση και έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα, όπως προκύπτουν από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου της ουσίας. Ο εκπροσωπών τον εκκαλούντα συνήγορος ζήτησε αρχικά από το Δικαστήριο τη διακοπή ή την αναβολή της δίκης προκειμένου να κληθούν οι ως άνω δύο μάρτυρες, άλλως την ανάγνωση των προκριματικών τους καταθέσεων (Βλ. σελ. 6 προσβαλλόμενης απόφασης). Το Δικαστήριο στη συνέχεια με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το κύριο ως άνω αίτημα του συνηγόρου του τότε εκκαλούντος, κρίνοντας ότι δεν ήταν αναγκαία η προσέλευση και εξέταση τους, αφού τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα είναι επαρκή για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, έκανε δε δεκτό το επικουρικό αίτημα αυτού (συνηγόρου εκκαλούντος) περί ανάγνωσης των προανακριτικών καταθέσεων των δύο ως άνω μαρτύρων, χωρίς να έχει αντιρρήσεις ως προς αυτές ο εκπροσωπών τον εκκαλούντα συνήγορος (βλ. σελ. 7 πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης), στην οποία (ανάγνωση των δύο καταθέσεων) και προέβη. Περαιτέρω ο αυτός συνήγορος του εκκαλούντος λαμβάνοντας τελευταίος το λόγο για την ενοχή ή την απαλλαγή του κατηγορουμένου ζήτησε την απαλλαγή του, άλλως την αναβολή της δίκης, προκειμένου να κληθούν οι μάρτυρες κατηγορίας: 1)Ξ και 2) Ω (βλ. σελίδα 9η της προσβαλλόμενης απόφασης). Το Δικαστήριο και αύθις καταλήγοντας στην περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση απέρριψε λόγο της επανυποβολής του το αίτημα περί αναβολής για την προσέλευση του μάρτυρα Ξ (φερομένου ως εμπλεκομένου στην πληρωμή της επίμαχης επιταγής), από πρόδηλη δε παραδρομή δεν ανέφερε και το δεύτερο μάρτυρα Ω, χωρίς τούτο να επάγεται κάποια απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ενόψει και της απόρριψης του μετά την αρχική αποβολή του, όπως παραπάνω αναφέρεται και έτσι ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. στ' Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το ότι δε δεν αναφέρονται ιδιαίτερα οι ως άνω δύο αναγνωσθείσες προανακριτικές ένορκες καταθέσεις στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν σημαίνει ότι αυτές δεν λήφθηκαν ουδόλως υπόψη και δεν συναξιολογήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων πλήττοντας ως προς αυτό την απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί μη λήψεως υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας της προανακριτικής απολογίας του κατηγορουμένου και των κατ' αυτήν υποβληθέντων από αυτόν εγγράφων όπως ζήτησε ο συνήγορός του εκθέτοντας τις απόψεις αυτού, κατά το σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον ουδαμώς προκύπτει ότι τούτο δεν έλαβε υπόψη του και αυτά χωρίς όμως να επηρεάσουν την κρίση του για διαφορετικό συμπέρασμα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ, και Ε λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, όλες οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες υπό την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες. Ακόμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 577 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δελτίο ποινικού μητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικώς με ευθύνη του αρμοδίου γραμματέα σε κάθε δικογραφία για εγκλήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και άνω, μέσα σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο και αποσφραγίζεται μόνο μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου, γενομένης ειδικής μνείας στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, το δελτίο ποινικού μητρώου σφραγίζεται και πάλι με ευθύνη του γραμματέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, σε αδιαφανή φάκελο, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά του προηγουμένου εδαφίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως το ποινικό μητρώο του αναιρεσείοντος και τότε εκκαλούντος διαβάστηκε μετά την απαγγελία της περί ενοχής του απόφασης (βλ. 12η σελίδα των ως άνω πρακτικών), ήτοι σύμφωνα με τα οριζόμενα από την ως άνω διάταξη του ΚΠΔ. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος αναίρεσης από τα άρθρα 171 παρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση απόλυτη ακυρότητα λόγω αναγνώσεως του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος πριν την έκδοση της περί ενοχής του αποφάσεως είναι κατ' ουσίαν αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από όλα αυτά και αφού δεν υπήρχε άλλος λόγος αναίρεσης παραδεκτός για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Οκτωβρίου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5256/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ