Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2399 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Τοκογλυφία.




Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και συνήθεια. Δεν έχει αιτιολογία για το κατ’ επάγγελμα και συνήθεια τέλεσης της πράξης. Αναιρεί και παραπέμπει. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2399/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ και του αναιρεσείοντος-πολιτικώς ενάγοντος Ψ, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 102/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, o αναιρεσείων-κατηγορούμενος Χ ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, καθώς και ο αναιρεσείων-πολιτικώς ενάγων Ψ με την από 19 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, που καταχωρίσθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 536/2008.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 319/10-6-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, α) την από 15-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 102/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, και β) την από 19-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Ψ, ως πολιτικώς ενάγοντος, κατά του ιδίου, ως άνω, βουλεύματος, εκθέτω τα εξής:
Α) Διά του ως άνω εκκαλουμένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 909/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή διά τοκογλυφία κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ'εξακολούθηση.
Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, την υπέρβαση εξουσίας και την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Επειδή, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως των Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσονται εν όλω ή εν μέρει και οι κρίσεις των Συμβουλίων (βλ. ΑΠ 1242/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220). Πρέπει δε η αιτιολογία αυτή να υπάρχη εις όλες τις δικαστικές αποφάσεις, χωρίς εξαίρεση, περιλαμβανομένης και της παρεμπιπτούσης με την οποία απορρίπτεται το αίτημα να κηρυχθή έγγραφο ως πλαστό (βλ. ΑΠ 845/2002). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρ. 309 § 2 Κ.Π.Δ. σαφώς προκύπτει ότι μόνο αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθή αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότης (άρθρ. 171 § 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ.), ιδρύουσα τον κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, καθώς και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ιδρύουσα τον κατά το ίδιο άρθρο, στοιχ. δ', αναιρετικό λόγο, εφ'όσον απορριφθή το ανωτέρω αίτημα χωρίς επαρκή αιτιολογία (βλ. ΑΠ 1567/2002). Εξ άλλου, η κατά το άρθρο 183 Κ.Π.Δ. διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, υπόκειται στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου, του συμβουλίου ή του ανακρίνοντος και δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο, ενώ η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο κατά τα άρθρα 510 και 484 Κ.Π.Δ. (ΑΠ 874/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/414). Τέλος, κατά το άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής συρροής. Δεν απαιτείται δε να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες (βλ. ΑΠ 384/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής, συμπληρωματικώς, στο πρωτόδικο βούλευμα, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, κατ'είδος προσδιοριζομένων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών Ψ, ο οποίος ήταν βιοτέχνης και έμπορος ενδυμάτων, έχοντας εγκαταστήσει στον Πειραιά τις επαγγελματικές και βιοτεχνικές του δραστηριότητες, βρέθηκε αντιμέτωπος με προβλήματα υγείας και επαγγελματικών δυσλειτουργιών, προς αντιμετώπιση των οποίων αναγκάσθηκε να προσφύγει στον εξωτραπεζικό δανεισμό από ιδιώτη και συγκεκριμένα από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο, Χ, από τον οποίο ζήτησε δάνειο χρηματικού ποσού 3.550.000 δραχμών. Ο εκκαλών κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος αυτή την ανάγκη του εγκαλούντος, στις 20-2-2000 δέχθηκε να του δανείσει για ένα χρόνο αυτό το χρηματικό ποσό και συνομολόγησε να λάβει για τον εαυτό του παράνομους και αθέμιτους τόκους που ανέρχονταν σε ποσοστό 8% μηνιαίως και 96% ετησίως (2.882.000 δρχ), αντί του νομίμου κατά την σύναψη της συμβάσεως επιτοκίου της τάξεως του 1,3% μηνιαίως και 16% ετησίως (568.000 δρχ.), δυνάμει της υπ' αριθ. 29/ Π.Σ.Ν.Π.. Έτσι ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων και ο κατηγορούμενος εσύναψαν την σχετική ετήσιας διάρκειας δανειακή σύμβαση, σε εκτέλεση της οποίας ο εγκαλών ενεχείρισε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο δια οπισθογραφήσεως ως προεξόφληση για την κάλυψη του κεφαλαίου τις υπ' αριθμ. ..... και ..... τραπεζικές επιταγές της "Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος". Για την επιστροφή δε του δανείου αυτού, που έληγε στις 20-2-2001, ο λαμβάνων την πίστωση Ψ (εγκαλών) παρέδωσε στον κατηγορούμενο Χ τις υπ' αριθ. ....., ....., ....., ....., τραπεζικές επιταγές της "ΑΝΖ Grindlays Bank, με ημερομηνία εκδόσεως 28-2-2001, 31-3-2001 και 30-4-2001, χρηματικού ποσού 2.000.000, 2000.000, 2.000.000, 1.000.000 δραχμών αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτό ο εγκαλών επέστρεψε στον Χ το συνολικό ποσό των 7.000.000 δραχμών, που περιλαμβάνει το ανωτέρω κεφάλαιο των 3.550.000 δραχμών, τους νόμιμους τόκους των 568.000 δραχμών και τους ως άνω τοκογλυφικούς τόκους των 2.882.000 δραχμών.
Τα ανωτέρω τεκμηριώνονται από τα έγγραφα της δικογραφίας (φωτοτυπίες τραπεζικών επιταγών) και τις καταθέσεις των μαρτύρων Α, Β και Γ, εκ των οποίων ο τελευταίος αποδέχεται το γεγονός ότι εξέδωσε τις ανωτέρω δύο επιταγές συνολικού ποσού 3.550.000 προς τον εγκαλούντα, προκειμένου αυτός να εξοφλήσει τις οφειλές του προς τον εκκαλούντα κατηγορούμενο, ενώ την αποδοχή των επιταγών αυτών δεν αρνείται στην απολογία του και ο εκκαλών κατηγορούμενος, αλλά εκθέτει ότι αυτές περιήλθαν εις χείρας του ένεκα ετέρας αιτίας και δη ένεκα εμπορικών οφειλών, κάτι όμως που δεν τεκμηριώνεται σε κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας. Οι δε ισχυρισμοί του κατηγορουμένου Χ, που με την κρινόμενη έφεση του επικαλείται αρνούμενος την κατηγορία, κρίνονται αβάσιμοι αφού δεν στηρίζονται σε αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών εδέχθη, με τον ως άνω τρόπο, την επανειλημμένη παροχή πιστώσεων του αναιρεσείοντος προς έτερα πρόσωπα με συμφωνημένο υπέρ του δέοντος ποσοστό τόκου. Περαιτέρω, αυτό δέχεται, με δικές του σκέψεις, ότι όσα επικαλείται ο κατηγορούμενος για πλαστότητα των επίμαχων επιταγών, πέραν του ότι δεν κατατείνουν στην άρση του αξιοποίνου του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δεν θεωρούνται βάσιμα, διότι έρχονται σε αντίθεση με τους μέχρι τώρα ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ότι οι επίμαχες δόθηκαν σε αντικατάσταση άλλων έγκυρων επιταγών στα πλαίσια κάποιων εμπορικών συναλλαγών που δεν προσδιορίζονται, συνακολούθως δε, ότι δεν συντρέχει λόγος διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος. Εν σχέσει δε προς το αίτημα του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον αυτού, εδέχθη, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, ότι ο αναιρεσείων έχει διεξοδικώς εκθέσει τις απόψεις του στο απολογητικό υπόμνημά του και δεν χρειάζονται άλλες διευκρινίσεις. Μετά από αυτά, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών έκρινε ότι συντρέχουν αποχρώσες ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος, δια την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ'εξακολούθηση, απέρριψε δε κατ'ουσίαν την έφεση αυτού κατά του ανωτέρω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκύρωσε τούτο, ενώ απέρριψε και το ως άνω αίτημα του αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του ανωτέρω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Με τις ανωτέρω παραδοχές, η αιτιολογία αυτή εκτείνεται και στην κρίση περί κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της ως άνω αξιοποίνου πράξεως, επίσης δε και στην απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο Εφετών, ως και στην απόρριψη του ισχυρισμού αυτού περί πλαστότητος των ανωτέρω επιταγών, αλλά και του αιτήματός του περί διενεργείας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, αν και εκ της αναιτιολογήτου απορρίψεως του τελευταίου δεν ιδρύεται, κατά τα προεκτεθέντα, λόγος αναιρέσεως. Εξ άλλου, με τις ως άνω παραδοχές, δεν παρεβιάσθη ούτε εκ πλαγίου η εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρ. 404 § 2 Π.Κ. και, έτσι, δεν καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής αυτής.
Επομένως, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ', στ' Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμοι, ενώ, κατά τα προεκτεθέμενα, δεν συντρέχει ούτε περίπτωση απολύτου ακυρότητος. Περαιτέρω, η περί αναιτιολογήτου απορρίψεως του αιτήματος γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης αιτίαση, ως και οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, είναι απαράδεκτες. Επίσης, απαράδεκτη είναι και η αιτίαση περί παραβιάσεως του άρθρ. 6 της ΕΣΔΑ, αφού η παράβαση τούτου καθ'εαυτή δεν ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 544/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ/19). Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Τέλος, το αίτημα του ανωτέρω αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθή κατ'ουσίαν, διότι οι περιλαμβανόμενες στο αναιρετήριο αιτιάσεις δεν έχουν ανάγκη προφορικών διευκρινίσεων.
Β) Κατά το άρθρ. 482 § 1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι'άρθρ. 41 § 1 Ν.3160/2003, μόνον ο κατηγορούμενος, εκ των διαδίκων, δικαιούται να ζητήση την αναίρεση του βουλεύματος, υπό τις διακρίσεις που ορίζονται από την εν λόγω διάταξη. Εξ άλλου, συμφώνως προς το άρθρ. 463 εδ. α' Κ.Π.Δ., ένδικο μέσο δύναται να ασκήση μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίδει ρητώς αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρ. 476 § 1 του ιδίου κώδικα, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος διά τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (εν συμβουλίω), ύστερα από πρόταση του εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγουμένη ειδοποίηση, προ 24 ωρών, από τον γραμματέα της εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος το ένδικο μέσο (ΑΠ 402/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του Ψ ησκήθη από τον εν λόγω αναιρεσείοντα, υπό την ιδιότητά του ως πολιτικώς ενάγοντος, και στρέφεται κατά του ανωτέρω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθ'ό μέρος δι'αυτού απερρίφθη η έφεση τούτου κατά του προαναφερομένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επομένως, η αίτηση αυτή, ασκηθείσα από διάδικο ο οποίος δεν δικαιούται να ασκήση το ένδικο τούτο μέσο κατά του ανωτέρω βουλεύματος, πρέπει να απορριφθή ως απαράδεκτη, κατ'άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ. Επίσης, πρέπει να καταδικασθή ο εν λόγω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς τα άρθρ. 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.
Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω
Να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως, α) από 15-2-2008 του Χ, κατοίκου Αθηνών, και β) από 19-2-2008 του Ψ, κατοίκου Πειραιώς, κατά του υπ'αριθμ. 102/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να απορριφθή το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Και
Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 16 Μαΐου 2008Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 482 παρ. 1 ΚΠΔ πριν από την τροποποίηση του α' εδαφίου της παραγράφου 1 αυτού με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν.3160/30.6.2003, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 61 αυτού), μεταξύ των προσώπων που είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν αναίρεση κατά βουλευμάτων περιελάμβανε και τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος δικαιούνταν να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο, κατά τους όρους, του άρθρου 480 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά των βουλευμάτων που: α) παύουν προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, β) αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή κηρύσσουν την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Μετά την αντικατάσταση όμως του α' εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου ι αυτού με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, και από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (30-6-2003), μόνο ο κατηγορούμενος δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά βουλευμάτων υπό τις διακρίσεις που τάσσονται από την εν λόγω διάταξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 463 εδ. α' ΚΠΔ, ένδικο μέσο, μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (σε συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν (μετά από προηγούμενη ειδοποίηση, προ 24 ωρών, από το Γραμματέα της Εισαγγελίας) κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου, που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση υπ'αριθ. 30/19-2-2008 αίτηση αναίρεσης του Ψ, που δεν εμφανίστηκε ενώπιον του συμβουλίου τούτου, αν και η πληρεξούσια δικηγόρος του ειδοποιήθηκε από το Γραμματέα της Εισαγγελίας 24 ώρες πριν, ασκείται με την ιδιότητα του ως πολιτικώς ενάγοντος και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 102/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ειδικότερα κατά του μέρους αυτού με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση του κατά του υπ'αριθμ. 909/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η αίτηση όμως αυτή, ασκούμενη από διάδικο που δεν δικαιούται να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο πρέπει, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ που εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 του ίδιου κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει, υποχρεωτικώς, την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνηση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικώς στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ, που διατυπώνεται στο δικόγραφο της αναιρέσεως, με το οποίο ζητεί την εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις για ζητήματα που αφορούν την κατηγορία, πρέπει να απορριφθεί, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως ο αναίρεσε ίων διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους της αναιρέσεώς του, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του στο Συμβούλιο για παροχή διευκρινίσεων. Κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 εδ. α' και β' σε συνδυασμό με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 404 του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και όποιος επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση, τιμωρούμενος, αν επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά την τροποποίηση τους με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του Ν. 2721/1999 με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Σύμφωνα με το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Έτσι, επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας συντρέχει και όταν αυτό πραγματώνεται με περισσότερους από έναν από τους αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 404 Π.Κ. τρόπους τέλεσής του. Κατά συνήθεια τέλεση του ίδιου εγκλήματος νοείται η, από την κατ' επανάληψη τέλεσή του, συναγωγή συμπεράσματος, ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' (πρώην ε') του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές (αποχρώσες) ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα και του συγκεκριμένου περιστατικού που προέκυψε από το μέσο αυτό, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διάφορων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται, ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνο μερικά από αυτά, για να μορφώσει την κρίση του για το ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Αλλά δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η παραπάνω αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα των Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσονται εν όλω ή εν μέρει και οι κρίσεις των Συμβουλίων. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα συμπεριλαμβανομένης και της παρεμπιπτούσης, με την οποία απορρίπτεται ο ισχυρισμός που αναφέρεται στην πλαστότητα εγγράφου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 309 παρ.2 ΚΠΔ σαφώς συνάγεται ότι μόνο αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει επί του αιτήματος του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα(άρθρο 171 παρ,1 εδ. δ' ΚΠΔ) ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, καθώς και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ιδρύουσα τον από το ίδιο άρθρο στοιχ δ', αναιρετικό λόγο, εφόσον απορριφθεί το αίτημα χωρίς επαρκή αιτιολογία. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου ή του ανακρίνοντος και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ενώ η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο, κατά τα άρθρα 510 και 484 ΚΠΔ. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία συντρέχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ, μετά από έγκληση του Ψ για τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Σχετικά εκδόθηκε το 909/2007 πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της ως άνω αξιόποινης πράξεως. Με το προσβαλλόμενο δε υπ' αριθμό 102/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκε η ασκηθείσα κατ' αυτού έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με το βούλευμα αυτό έγιναν δεκτά, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής, συμπληρωματικώς, στο πρωτόδικο βούλευμα τα εξής: Ο εγκαλών Ψ, ο οποίος ήταν βιοτέχνης και έμπορος ενδυμάτων, έχοντας εγκαταστήσει στον Πειραιά τις επαγγελματικές και βιοτεχνικές του δραστηριότητες, βρέθηκε αντιμέτωπος με προβλήματα υγείας και επαγγελματικών δυσλειτουργιών, προς αντιμετώπιση των οποίων αναγκάστηκε να προσφύγει στον εξωτραπεζικό δανεισμό από ιδιώτη και συγκεκριμένα από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο, Χ, από τον οποίο ζήτησε δάνειο χρηματικού ποσού 3.350.000 δραχμών. Ο εκκαλών κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος αυτή την ανάγκη του εγκαλούντος, στις 20-2-2000 δέχθηκε να του δανείσει για ένα χρόνο αυτό το χρηματικό ποσό και συνομολόγησε να λάβει για τον εαυτό του παράνομους και αθέμιτους τόκους που ανέρχονταν σε ποσοστό 8% μηνιαίως και 96% ετησίως (2.882.000 δρχ), αντί του νομίμου κατά τη σύναψη της συμβάσεως επιτοκίου της τάξεως του 1,3% μηνιαίως και 16% ετησίως, δυνάμει της υπ'άριθμ. 29 Π.Σ.Ν.Π. Ετσι ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων και ο κατηγορούμενος σύναψαν την σχετική ετήσιας διάρκειας δανειακή σύμβαση, σε εκτέλεση της οποίας ο εγκαλών ενεχείρισε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο δια οπισθογραφήσεως, ως προεξόφληση για την κάλυψη του κεφαλαίου, τις υπ'αριθμ. ..... και ..... τραπεζικές επιταγές της "Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος". Για την επιστροφή δε του δανείου αυτού, που έληγε στις 20-2-2001, ο λαμβάνων την πίστωση Ψ (εγκαλών) παρέδωσε στον κατηγορούμενο Χ τις υπ'αριθμ. ....., ....., ....., ....., τραπεζικές επιταγές της "ΑΝΖ Grindlays Bank" με ημερομηνία εκδόσεως 28-2-2001,31-3-2001 και 30-4-2001, χρηματικού ποσού 2.000.000, 2.000.000, 2.000.000, 1.000.000 δραχμών, αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτό ο εγκαλών επέστρεψε στον Χ το συνολικό ποσό των 7.000.000 δραχμών, που περιλαμβάνει το ανωτέρω κεφάλαιο των 3.550.000 δραχμών, τους νόμιμους τόκους των 568.000 δραχμών και τους ως άνω τοκογλυφικούς τόκους των 2.882.000 δραχμών. Τα ανωτέρω τεκμηριώνονται από τα έγγραφα της δικογραφίας (φωτοτυπίες τραπεζικών επιταγών) και τις καταθέσεις των μαρτύρων Α, Β και Γ, εκ των οποίων ο τελευταίος αποδέχεται το γεγονός ότι εξέδωσε τις ανωτέρω δύο επιταγές συνολικού ποσού 3.550.000 προς τον εγκαλούντα, προκειμένου αυτός να εξοφλήσει τις οφειλές του προς τον εκκαλούντα κατηγορούμενο, ενώ την αποδοχή των επιταγών αυτών δεν αρνείται στην απολογία του και ο εκκαλών κατηγορούμενος, αλλά εκθέτει ότι αυτές περιήλθαν εις χείρας του ένεκα ετέρας αιτίας και δη ένεκα εμπορικών οφειλών, κάτι όμως που δεν τεκμηριώνεται σε κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας. Οι δε ισχυρισμοί του κατηγορουμένου Χ, που με την κρινόμενη έφεση του επικαλείται αρνούμενος την κατηγορία, κρίνονται αβάσιμοι, αφού δεν στηρίζονται σε αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε την, με τον ως άνω τρόπο, επανειλημμένη παροχή πιστώσεων του αναιρεσείοντος, με συμφωνημένο επιτόκιο, που υπερβαίνει το νόμιμο ποσοστό τόκου. Ακόμα, με δικές του σκέψεις δέχθηκε ότι, όσα επικαλείται ο κατηγορούμενος για πλαστότητα των επίμαχων επιταγών πέραν του ότι δεν κατατείνουν στην άρση του αξιόποινου του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δεν θεωρούνται βάσιμα, διότι έρχονται σε αντίθεση με τους μέχρι τώρα ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ότι οι επιταγές δόθηκαν σε αντικατάσταση άλλων έγκυρων επιταγών στα πλαίσια κάποιων εμπορικών συναλλαγών που δεν προσδιορίζονται. Συνακόλουθα δεν συντρέχει λόγος διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος. Τέλος σχετικά με το αίτημα του κατηγορουμένου, αναιρεσειόντος, περί αυτοπρόσωπου εμφανίσεως του ενώπιον αυτού, δέχθηκε, αναφερόμενο στην Εισαγγελική πρόταση, ότι ο αναιρεσείων έχει διεξοδικώς εκθέσει τις απόψεις του στο απολογητικό του υπόμνημα και δεν χρειάζονται άλλες διευκρινίσεις. Μετά από αυτά το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι συντρέχουν αποχρώσες ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος, για την παραπομπή του στο ακροατήριο για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, απέρριψε δε κατ' ουσίαν την έφεση και το αίτημα του περί αυτοπρόσωπου εμφανίσεως του. Με τις παραδοχές όμως αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ελλιπείς αιτιολογίες σχετικά με τα στοιχεία του αποδιδόμενου στον αναιρεσείοντα εγκλήματος της τοκογλυφίας σε βαθμό κακουργήματος, καθόσον, ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα, στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και στο δι' αυτής πρωτόδικο βούλευμα, δεν αναφέρονται καθόλου περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από τον αναιρεσείοντα της αποδιδόμενης ως άνω αξιόποινης πράξεως, υπό την έννοια που αναφέρθηκε αρχικά, η δε σχετική με το ζήτημα αυτό αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη της φρασεολογίας της διάταξης του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ. Ενόψει της πιο πάνω ελλείψεως το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και γι' αυτό πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί κατά το μέρος που αναφέρεται στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο το ως άνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, διότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 485 παρ.1 και 519 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμ.30/19-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Ψ και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα αυτόν στα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Απορρίπτει την αίτηση του Χ για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.

Δέχεται την υπ'αριθμ.28/15-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ.

Αναιρεί, εν μέρει, και ειδικότερα ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν το υπ' αριθμ. 102/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008.

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή