Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1606 / 2012    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.




Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ποινική ευθύνη οφειλέτη. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Προσδιορίζονται α) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών, το ύψος των χρεών, ο τρόπος πληρωμής τους και ο ακριβής χρόνος που το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη αιτήματος αναβολής. Αιτιολογημένη η απόρριψη. Έλλειψη ακροάσεως για μη λήψη υπόψη εγγράφου. Ο λόγος αυτός ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση γιατί τέτοιο έγγραφο δεν προσκομίστηκε στο δικαστήριο για ανάγνωση. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1606/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη -Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Ν. Ο. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Κακαντώνη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. ΒΤ 7232/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Δεκεμβρίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 18/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό".
Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές στα δέκα χιλιάδες (10.000) Ευρώ. Επομένως, με το άρθρο 34§1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η αιτίαση για αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της απόφασης, είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 841/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 7232/2011 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, της πράξης, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε κατά το διάστημα από 28-2-2005 έως 31-5-2006, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος κατά το χρονικό διάστημα από 28-2-2005 μέχρι και 31-1-2006 δεν κατέβαλε στο δημόσιο οφειλές που είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του και οι οποίες ανέρχονται μαζί με τις πρόσθετες επιβαρύνσεις σε 177.994,61 ευρώ. Οι οφειλές αυτές αναλύονται ειδικότερα ως εξής: ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΕΩΝ Α/Α ΑΦΜ Ιδιότητα Στοιχεία βεβαιώσεως Αριθ. Ημερ. Οικονομικό έτος Είδος φόρου Αρχική βεβαίωση Διαγραφέν Εισπραχθέν Υπόλ. οφειλής Ληξιπρ.κεφάλαιο Συνεισπραττόμενα ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΑΙΤΗΤΟ Τρόπος πληρωμής Αριθ. ληξιπρ. δόσεων Ημ/νία λήξης Α'δόσης Ημ/νία λήξης τελ. δόσης 1 004524505 596/28.01.2005 2004 ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ 146,74 0,00 0,00 146,74 146,74 34,34 181,08 Εφάπαξ 1 28/02/2005 28/02/2005 2 004524505 80199/08.03.2005 2003 ΕΙΣΟΔΗΜΑ Φ.Π. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΒΕΒ. ΑΠΟ ΔΗΛΩΣΗ 12.068,02 0,00 0,00 12.068,02 12.068,02 2.292,92 14.360,94 Εφάπαξ 1 28/04/2005 28/04/2005 3 004524505 9197/05.12.2005 2005 Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ 147,36 0,00 0,00 147,36 147,36 16,21 163,57 Εφάπαξ 1 30/12/2005 30/12/2005 4 004524505 9585/19.12.2005 2005 Ε.Δ.Ε. ΕΞΟΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ 10,60 0,00 0,00 10,60 10,60 1,06 11,66 Εφάπαξ 1 31/01/2006 31/01/2006 158.189,28 0,00 15.529,47 142.659,81 142.659,81 35.334,80 177.994,61 ΣΥΝΟΛΑ ΣΥΝΟΛΟ: ΕΚΑΤΟΝ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΠΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΠΤΑΚΟΣΙΑ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΕΞΗΝΤΑ ΕΝΑ ΛΕΠΤΑ.
Από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Επίσης, το δικαστήριο δεν πείθεται περί του ότι πρόκειται να εκποιηθεί ακίνητο της επιχείρησης προκειμένου να εξοφληθεί το χρέος, δοθέντος ότι δεν προσδιορίστηκε για ποιο ακίνητο πρόκειται, ποια η αξία του και ποιος ο ενδιαφερόμενος αγοραστής αυτού έναντι ποιού τιμήματος. Ως εκ τούτου το αίτημα αναβολής για να προσκομισθεί εξοφλητική απόδειξη πρέπει ν' απορριφθεί. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση (άρθρα 473§1, 489§1 εδ.β ΚΠΔ) και να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος".
Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "Στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 29-2-2005 μέχρι 31-5-2006, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου, καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία, χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 4 μηνών. Το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία συντάξεως του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη προς το Δημόσιο σε βάρος του κατηγορουμένου, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την από 1-12-2006 μήνυση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε' Πειραιά, συνολικού ποσού 177.994,61 ευρώ, ηθελημένα δεν το κατέβαλε μέσα στη νόμιμη προθεσμία". (Ακολουθεί στο διατακτικό ο πίνακας χρεών που αναφέρθηκε παραπάνω).
Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25§1, 2 Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34§1 Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (ΔΟΥ Ε' Πειραιά), το είδος αυτών, το ύψος τους, ο τρόπος πληρωμής τους, ο χρόνος καταβολής τους, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, μπορούσαν και έπρεπε να καταβληθούν και η καθυστέρηση καταβολής τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από το χρόνο καταβολής τους. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα, που περιέχεται στον αυτό, ως άνω, 2ο λόγο αναίρεσης, ότι υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης και για το λόγο ότι, το εκδόν αυτήν δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του, το από 20-5-2005, εκκαθαριστικό σημείωμα, του οικονομικού έτους 2005, από το οποίο προκύπτει επιστροφή φόρου στον αναιρεσείοντα ύψους 47.570,02 Ευρώ, και συνεπώς η συνολική οφειλή του προς το Δημόσιο δεν ανερχόταν, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, στο προαναφερθέν ποσό των 177.994,61 Ευρώ, που την αναβιβάζει ο πίνακας χρεών της Ε' ΔΟΥ Πειραιά και δέχθηκε και η προσβαλλομένη απόφαση, αλλά υπολείπεται αυτού, κατά το ως άνω ποσό των 47.570,02 Ευρώ, είναι αβάσιμη, το μεν, γιατί ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού τέτοιο έγγραφο (εκκαθαριστικό σημείωμα), δεν προσκομίστηκε στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, και δεν αναγνώστηκε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, το δε γιατί, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω αιτίαση παρίσταται, άνευ εννόμου επιρροής, αφού μόνο η οριστική εξόφληση του χρέους προς το Δημόσιο, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, σε οποιονδήποτε βαθμό, παρέχει δυνατότητα (όχι υποχρέωση) στο δικαστήριο της ουσίας, να αθωώσει τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, που στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκε, γεγονός που δε συμβαίνει εν προκειμένω, αφού οριστική εξόφληση του χρέους δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνομολογεί ο αναιρεσείων. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστήριο, κάποιο ισχυρισμό και αίτημα που να συνδέεται με το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου, ήτοι ισχυρισμό περί απομείωσης του συνολικού χρέους, κατά το ποσό των 47.570,02 Ευρώ, και συμψηφισμού του ποσού αυτού προς το συνολικό χρέος και αίτημα, παραδοχής κάποιου ελαφρυντικού, ερειδόμενου στον ως άνω ισχυρισμό και συνεπώς και εξ αυτού του λόγου παρίσταται, άνευ εννόμου επιρροής, η εν λόγω αιτίαση. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, με το υπόμνημά του, που νόμιμα κατατέθηκε, προβάλει την ειδικότερη αιτίαση, για αντίθεση συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου, προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της απόφασης, και ειδικότερα του υπ' αριθμό πρωτ. 28550/16-11-2011 β εγγράφου της Ε' ΔΟΥ Πειραιά, που αναγνώστηκε στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, από το οποίο προκύπτει, ότι κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης, το χρέος του προς το Δημόσιο ανερχόταν σε 153.498,48 Ευρώ, λόγω διαγραφής μέρους του χρέους και όχι σε 177.994,61 Ευρώ που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Η αιτίαση αυτή, για εσφαλμένη εκτίμηση από το δικαστήριο, του αναγνωσθέντος εγγράφου, και η αντίθεση του περιεχομένου του προς τις παραδοχές της απόφασης δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια, σύμφωνα με όσα στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν και είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 841/2010). Επιπρόσθετα, η αιτίαση αυτή, δεν ασκεί έννομη επιρροή, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, κατά την ανάλυση της προηγούμενης αιτίασης, αφού ο αναιρεσείων και κατά το σημείο αυτό, δεν προέβαλε στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστήριο, κάποιο αίτημα που να συνδέεται με το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου, ήτοι την διαγραφή του χρέους από το ποσό των 177.994,61 Ευρώ στο ποσό των 153.498,48 Ευρώ, όπως λ.χ. παραδοχή κάποιου ελαφρυντικού, ερειδόμενου στον ως άνω ισχυρισμό. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, 2ος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένο, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένο. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δια του εκπροσωπούντος αυτόν συνηγόρου του, υπέβαλε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, με το παρακάτω περιεχόμενο. "Θέλουμε την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης για κρείσσονας γιατί έχει εκποιηθεί το ακίνητο της επιχείρησης που ο εκκαλών είναι κύριος του 1/4 και μέχρι σήμερα δεν συναινούσε ο γιός του που ήταν κύριος του υπόλοιπου ποσοστού. Το τίμημα του ακινήτου ανέρχεται στα 400.000 Ευρώ. Υπήρχε το ποσό των 54.000 ευρώ από επιστροφή ΦΠΑ για να συμψηφιστεί η οφειλή αλλά δεν έγινε". Το αίτημα αυτό, για το οποίο το δικαστήριο επιφυλάχθηκε ν' αποφασίσει, το απέρριψε τελικά, παρά το ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζονται επακριβώς οι κρείσσονες αποδείξεις (έγγραφα, μάρτυρες) και επί ποίου σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου θέματος θα αφορούσαν, με την απόφαση επί της ενοχής, με την ακόλουθη αιτιολογία: "Από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Επίσης, το δικαστήριο δεν πείθεται περί του ότι πρόκειται να εκποιηθεί ακίνητο της επιχείρησης προκειμένου να εξοφληθεί το χρέος, δοθέντος ότι δεν προσδιορίστηκε για ποιο ακίνητο πρόκειται, ποια η αξία του και ποιος ο ενδιαφερόμενος αγοραστής αυτού έναντι ποιού τιμήματος. Ως εκ τούτου το αίτημα αναβολής για να προσκομισθεί εξοφλητική απόδειξη πρέπει ν' απορριφθεί".
Όπως προκύπτει από την ανωτέρω αιτιολογία το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εξηγεί τον λόγο για τον οποίο έκρινε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε κατέστη δυνατή η κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως και ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποιθήσεως περί της ερευνώμενης κατηγορίας και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία, για την ανεύρεση της αληθείας, η αναβολή της υπόθεσης. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο και απέρριψε το ως άνω αίτημά του, είναι αβάσιμη καθόσον όπως προαναφέρθηκε, η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αυτό, ήταν σε συνέχεια της περί ενοχής κρίσης του δικαστηρίου, κατά την οποία είχαν ληφθεί και συνεκτιμηθεί όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα τα οποία αφορούσαν και την περί απόρριψης του ως άνω αιτήματος αναβολής κρίση του δικαστηρίου.
Κατ' ακολουθία δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού, ως άνω, παρεμπίπτουσα απόφαση, από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και συνεπώς, ο 1ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη 364 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η μη ανάγνωση στο ακροατήριο των αναφερομένων στο άρθρο αυτό εγγράφων, μεταξύ των οποίων και αυτά που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, δε συνεπάγεται ακυρότητα, εκτός εάν ζητήθηκε η ανάγνωση κάποιου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε ν' αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, η οποία αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης, που συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το οποίο παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται η αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο η προσβολή τους για πλαστότητα και διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υποβλήθηκε στο ακροατήριο από τον εκπροσωπήσαντα τον αναιρεσείοντα συνήγορό του, αίτημα για ανάγνωση του αναφερομένου στον 3ο λόγο αναίρεσης, εγγράφου και ειδικότερα του αντιγράφου της υπ' αριθμό Α 4308/2009 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε επί ανακοπής του αναιρεσείοντα, με την οποία αυτός ζητούσε την ακύρωση του προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού που επέσπευδε η Ε' ΔΟΥ Πειραιά, σε βάρος ακινήτου, στο οποίο ήταν συγκύριος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, για την αναγκαστική είσπραξη του επίδικου χρέους, και με την οποία τροποποιήθηκε το ως άνω πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού, όσον αφορά την αξία και την τιμή πρώτης προσφοράς, του ακινήτου που εκτίθετο σε πλειστηριασμό.
Συνεπώς ο λόγος αυτός, με τον οποίο προβάλλει ο αναιρεσείων, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, έλλειψη ακροάσεως από τη μη ανάγνωση και τη μη λήψη υπόψη του εγγράφου αυτού (υπ' αριθμό Α4308/2009 απόφασης), από το Δικαστήριο, για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-12-2011 υπ' αριθμό πρωτ. 18/2011 αίτηση του Ν. Ο. του Χ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. ΒΤ 7232/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή