Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 394 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση Τάμπλετ.
Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς ενοχή και για έλλειψη νόμιμης βάσης.




Αριθμός 394/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Θ. Σ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα, για αναίρεση της υπ'αριθ.198/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1040/2014.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, είτε κατόπιν συμβατικής σχέσεως είτε εξ αιτίας άλλων τυχαίων περιστατικών και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παρανόμως, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο αφότου ο δράστης επεχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παρανόμως.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του αιτιολογικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα. Η αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως δεν δύναται να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα, που εισφέρθηκαν σ' αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν είναι μια τέτοια αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογή. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ. Βεβαίως, το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποίο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην όμως, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείστηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο ή διαφορετικό.
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθ. 198/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρουπόλεως, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετ'αναίρεση προηγούμενης αποφάσεώς του για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αστυνομικό υπάλληλο υπεξαιρέσεως ενός κινητού Η/Υ τύπου TABLET σε βάρος του κρατουμένου αλλοδαπού N. J., αναγνωρίζοντάς του την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 15-11-2011 και περί ώρα 09.30'συνελήφθησαν στην Αλεξανδρούπολη, από αστυνομικούς υπαλλήλους της ομάδας ΔΙΑΣ της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αλεξανδρούπολης, οι Ιρανοί υπήκοοι K. A. και J. Ν., διότι κατά τον γενόμενο αστυνομικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχαν εισέλθει παράνομα στη χώρα, στερούμενοι άδειας εισόδου και ταξιδιωτικών εγγράφων. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο Α.Τ. Αλεξανδρούπολης και εν συνεχεία παραδόθηκαν στους αστυνομικούς του Τ.Σ.Φ. Φερών, οι οποίοι τους οδήγησαν περί ώρα 20.15'της ίδιας ημέρας για φύλαξη στο κέντρο υποδοχής λαθρομεταναστών στον Πόρο Φερών Έβρου. Στο κέντρο αυτό, από ώρα 14.00' μέχρι 22.00' της αυτής ημέρας (15-11-2011) είχε διατεταγμένη υπηρεσία σκοπού κρατητηρίων ο αστυνομικός Θ. Σ. (κατηγορούμενος). Κατά την παραμονή των αλλοδαπών και επειδή δημιουργούνταν οχλαγωγία στον χώρο φύλαξης, όπου βρίσκονταν ήδη άλλοι 28 αλλοδαποί, ο κατηγορούμενος ζήτησε από τον J. Ν., επειδή αυτός γνώριζε την αγγλική γλώσσα και μπορούσε να συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους αλλοδαπούς, να περισυλλέξει τα κινητά τηλέφωνα αυτών και να του τα παραδώσει στο γραφείο υπηρεσίας, χωρίς όμως να συντάξει, ως όφειλε, έκθεση κατασχέσεως των κινητών ή έστω κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει ότι τα αφαιρεί για φύλαξη. Πράγματι, ο J. Ν. συγκέντρωσε σε μία σακούλα τέσσερα κινητά τηλέφωνα, ιδιοκτησίας άλλων προσώπων, και ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή αφής (tablet), ιδιοκτησίας του, και τα παρέδωσε στον κατηγορούμενο. Η υπηρεσία του τελευταίου έληξε στις 22.00'της Ίδιας ημέρας, οπότε και αποχώρησε από το κέντρο υποδοχής λαθρομεταναστών με προορισμό την οικία του, παίρνοντας μαζί του τον Η/Υ (tablet) του προαναφερθέντος αλλοδαπού, τον οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Την επόμενη ημέρα (16-11-2011) ο J. Ν. ζήτησε από τους αστυνομικούς υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων και τον Ι. Ν., που είχε υπηρεσία κατά τις ώρες 07.30'έως 15.00', να του αποδώσουν το tablet που αυτός είχε παραδώσει στον κατηγορούμενο το προηγούμενο βράδυ, πλην όμως οι αστυνομικοί δήλωσαν άγνοια του γεγονότος και κατόπιν έρευνας στα γραφεία βρήκαν τη σακούλα με τα τέσσερα κινητά τηλέφωνα που είχαν παραδοθεί το προηγούμενο βράδυ στον κατηγορούμενο, πλην όμως, δεν βρήκαν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του J. Ν.. Ο διοικητής του κέντρου υποδοχής, που ενημερώθηκε σχετικά στο μεταξύ, ειδοποίησε τον κατηγορούμενο να μεταβεί στο κέντρο, μόλις δε έφτασε ο τελευταίος, τον αναγνώρισε ο J. Ν. και τον κατονόμασε ρητά ως το πρόσωπο που του υπεξαίρεσε τον υπολογιστή, ενώ στη συνέχεια, κατήγγειλε το γεγονός στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα το προαναφερθέν κινητό πράγμα. Ακολούθησε έρευνα από αστυνομικούς που ανέλαβαν υπηρεσία στο κέντρο υποδοχής, από ώρα 14.00'της 16ης-11-2011, μεταξύ των οποίων και από τον Γ. Γ., οι οποίοι, παρά την έρευνα που διενήργησαν στους χώρους του κέντρου, δεν βρήκαν τον Η/Υ (tablet) του J. Ν.. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ο κατηγορούμενος εκλήθη να καταθέσει στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης, από τον αστυνομικό Α. Δ., ο οποίος τον κάλεσε τηλεφωνικώς 6-7 φορές, από ώρα 20:10' έως 21:10', για να προσέλθει στην υπηρεσία και να δώσει κατάθεση, πλην όμως ο κατηγορούμενος του απαντούσε συνεχώς ότι έψαχνε να βρει θέση στάθμευσης για το αυτοκίνητο του, ενώ στην πραγματικότητα, γνωρίζοντας ήδη τα σε βάρος του καταγγελλόμενα και προκειμένου να αποσείσει την ευθύνη, είχε μεταβεί στο κέντρο υποδοχής (που απέχει μισή ώρα περίπου από την Αλεξανδρούπολη) και είχε τοποθετήσει τον Η/Υ (tablet) πλησίον των χημικών τουαλετών του χώρου, στη συνέχεια δε, αφού επέστρεψε στην Αλεξανδρούπολη, αρχικώς τηλεφώνησε στον συνάδελφο του Φ. Γ., που είχε υπηρεσία, και τον παρότρυνε να ερευνήσει τον ευρύτερο χώρο υποδοχής για την ανεύρεση του αντικειμένου, ούτως ώστε να βρεθεί αυτό και να απαλλαγεί ο ίδιος των κατηγοριών, και ακολούθως, γύρω στις 21.40', μετέβη στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης. Κατά την ώρα που κατέθετε, του τηλεφώνησε στο κινητό τηλέφωνο ο Γ. και τον ενημέρωσε ότι βρέθηκε το tablet πλησίον των χημικών τουαλετών, μαζί με δύο κινητά τηλέφωνα και μία ξυριστική μηχανή. Αμέσως, ο αστυνομικός Α. Δ. μετέβη στο κέντρο υποδοχής και παρέδωσε εντός κυτίου, τα δυο κινητά, την ξυριστική μηχανή και το tablet, και όταν επέστρεψε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης, τα παρέδωσε στον αξιωματικό υπηρεσίας για να ακολουθήσει η διαδικασία δακτυλοσκόπησης. Κατά τη δακτυλοσκοπική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια, βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του κατηγορουμένου στο tablet του J. Ν.. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αρνήθηκε την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη, διατεινόμενος ότι ουδέποτε ο J. Ν. του παρέδωσε το tablet, ισχυρίσθηκε, μάλιστα, ότι δεν γνώριζε καν τι είναι tablet, ενώ, περαιτέρω, προσπάθησε να εξηγήσει την εύρεση του δακτυλικού αποτυπώματος του επί του αντικειμένου αυτού, διατεινόμενος ότι το είδε και το άγγιξε για πρώτη φορά μέσα στο γραφείο του αστυνομικού Α. Δ., όπου του το επέδειξε ο τελευταίος, πλην όμως, ο Δ., κατά την επ' ακροατηρίω κατάθεση του, επεσήμανε κατηγορηματικά ότι δεν επέδειξε κανένα αντικείμενο στον κατηγορούμενο, αλλά ότι τα παρέδωσε όλα (συμπεριλαμβανομένου και του tablet) κατευθείαν στον αξιωματικό υπηρεσίας για να ακολουθήσει η διαδικασία δακτυλοσκόπησης.
Τέλος, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα όσα κατήγγειλε ο J. Ν. ήταν ψευδή, διότι ουδέποτε του παρέδωσε το tablet, αποσκοπούσαν δε στην αποτροπή της απέλασης του καθόσον πίστευε ότι αν καταγγείλει κλοπή ή άλλο αδίκημα σε βάρος του θα καθυστερήσει την επαναπροώθηση στη χώρα του, διαψεύδονται από το προαναφερθέν αποτέλεσμα της δακτυλοσκοπικής έρευνας. Με βάση όλα τα ανωτέρω, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται και, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 198/2014 απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, την οποία παραβίασε εκ πλαγίου, στερώντας την απόφασή του και νόμιμης βάσης και καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή όχι εφαρμογή της. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο παραπάνω αιτιολογικό του: α) δεν εξηγεί γιατί και πως ο κατηγορούμενος αστυνομικός κατά τον χρόνο που επρόκειτο να δώσει κατάθεση "20.10' έως 21.10'" της 16-11-2011 μετέβη στον χώρο υποδοχής λαθρομεταναστών και τοποθέτησε τον αφαιρεθέντα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή σε κρύπτη πλησίον στις χημικές τουαλέτες, ενώ ήδη μετά την καταγγελία του J. Ν. πραγματοποιούνταν έρευνες στον ίδιο χώρο από την 14.00'ώρα. β)δεν εξηγεί αν είχε ερευνηθεί προηγουμένως και ο συγκεκριμένος χώρος, όπου τελικά βρέθηκε ο υπολογιστής, ούτε και τον τρόπο και τις συνθήκες εισόδου του αναιρεσείοντα στον ως άνω χώρο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. γ)δεν αιτιολογεί τον δόλο του αναιρεσείοντα αστυνομικού να ιδιοποιηθεί τον ηλεκτρονικό υπολογιστή τύπου TABLET, αφού δέχεται ότι, η ανεύρεση του υπολογιστή οφείλεται σε πρόσθετη έρευνα που προκλήθηκε μετά από τηλεφωνική παρότρυνση του ίδιου του αναιρεσείοντα στον συνάδελφό του αστυνομικό να ερευνήσει και τον ανωτέρω προαύλιο χώρο του Κέντρου Υποδοχής. δ)ενώ η προσβαλλόμένη απόφαση δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα το στοιχείο της οριστικής αποστέρησης του TABLET από τον αλλοδαπό ιδιοκτήμονα J. Ν. αναφέροντας στο αιτιολογικό "ενώ στην πραγματικότητα, γνωρίζοντας ήδη τα σε βάρος του καταγγελλόμενα και προκειμένου να αποσείσει την ευθύνη, είχε μεταβεί στο κέντρο υποδοχής.... και είχε τοποθετήσει τον Η/Υ πλησίον των χημικών τουαλετών του χώρου .....αρχικώς τηλεφώνησε στον συνάδελφο του Φ. Γ. .... του τηλεφώνησε στο κινητό τηλέφωνο ο Γ. και τον ενημέρωσε ότι βρέθηκε το TABLET ....", κατέληξε στην κρίση ότι, ιδιοποιήθηκε ξένο ολικό κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του. ε)δεν εξηγεί γιατί η εύρεση δακτυλικού αποτυπώματος του κατηγορουμένου στο TABLET σημαίνει, άνευ ετέρου ελέγχου, ότι αυτός ιδιοποιήθηκε παρανόμως τούτο, αφού ο ίδιος στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι ακούμπησε αυτό κατά την επίδειξή του μετά την ανεύρεση και ενώπιον του συναδέλφου του Λ. και Δ., οι οποίοι και δεν τον διαψεύδουν και στ)από τα πρακτικά και την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβαλε στο δικαστήριο με την απολογία του τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ότι, όπως του εξήγησε ο παθών λαθρομετανάστης ο J. Ν. για να παραμείνει στην Ελλάδα έπρεπε να πει ή ότι τον έδειραν ή ότι τον βίασαν ή ότι του αφαίρεσαν κάτι. Ο ισχυρισμός αυτός ενισχύονταν, α)από την υπό χρονολογία 20-6-2013 μεταφρασμένη Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/1986, του ίδιου του παθόντος J. Ν., που κατατέθηκε ως έγγραφο και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητά της, η οποία και αναφέρει "υπό τον φόβο λοιπόν της άμεσης απέλασής μου ισχυρίστηκα ψευδώς ότι ο κ. Σ. μου ζήτησε το tablet μου και ότι δεν το επέστρεψε ποτέ, ενώ εγώ ο ίδιος μετά το ως άνω επεισόδιο το απέκρυψα κάτω από τις χημικές τουαλέτες του φυλακίου του Πόρου" και β)από τις καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών Φ. Γ. "Είχαμε ακούσει ότι ο κρατούμενος είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά τον κατηγορούμενο και στο τέλος ο κατηγορούμενος τον απώθησε...." και του Ι. Ν. "Κατόπιν άκουσα ότι ο ίδιος ο φίλος και συμπατριώτης του Ιρανού, ανέφερε ότι συνήθιζε να λέει ψέματα". Πλην όμως, παρά την στην αρχή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπάρχουσα ρηματική αναφορά στα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δίκασαν δικαστήριο, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι προκειμένου αυτό να καταλήξει στο ανωτέρω καταδικαστικό αποδεικτικό πόρισμα συνεκτίμησε και αξιολόγησε, το παραπάνω έγγραφο και τις επί του ισχυρισμού αυτού καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων, που κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, ήσαν καταλυτικά της κατηγορίας αποδεικτικά στοιχεία τα οποία και ουδόλως αντικρούονται στο αιτιολογικό. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 198/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρουπόλεως. Και
Παραπέμπει την κατά του Θ. Σ. του Σ. υπόθεση υπεξαιρέσεως για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή