Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση. Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση με σκοπό προσπόριση οφέλους άνω των 73.000 €. Καταδικαστική απόφαση. Πρώτη αίτηση αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα από τη συμμετοχή στο Ποινικό Δικαστήριο ως μέλους του Δικαστή που είχε συμμετάσχει στη σύνθεση του πολιτικού Δικαστηρίου για το αστικό μέρος της υπόθεσης. Δεύτερη αίτηση αναίρεσης από πολιτικώς ενάγουσα που αποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Απαράδεκτο της αίτησης αυτής λόγω μη προσβολής της τελεσίδικης οριστικής απόφασης αυτού, αλλά μόνο της παρεμπίπτουσας. Απόρριψη αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1277/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλίου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αλέξανδρο Δημάκη και Νικόλαο Ανδρουλάκη, περί αναιρέσεως των αποφάσεων 206Α, 213, 231/2009 και 887, 904α, 1843, 1191, 1193/2009 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με αναιρεσείουσα - πολιτικώς ενάγουσα την Ψ χήρα Ζ, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Αναγνωστάκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από: α) 17 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση αναιρέσεως και στο από 15 Ιανουαρίου 2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου και β) την από 11 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσείουσας - πολιτικώς ενάγουσας, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1297/09.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρο των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης του Χ και να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης της Ψ.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της υπ' αριθμ. 887, 904α, 1191, 1193 και 1843/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ..., άσκησε την από 17-9-2009 αίτηση αναίρεσής του με δήλωση που νόμιμα και εμπρόθεσμα επέδωσε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί με την ως άνω αίτηση αναίρεσης θα συνεξετασθεί και ο από 15-1-2010 πρόσθετος επ' αυτής λόγος αναίρεσης, που παραδεκτά ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο και σύμφωνα με τις οριζόμενες από το άρθρο 509 §2 ΚΠΔ προϋποθέσεις. Ακόμη μαζί με την ως άνω αίτηση και πρόσθετο επ' αυτής λόγο πρέπει να εξετασθεί και η από 11-9-2009 αίτηση αναίρεσης της αρχικά πολιτικώς ενάγουσας Ψ χήρας Ζ, που στρέφεται κατά την υπ' αρ. 206Α/2009, 213/2009, 887 και 904Α/2009 αποφάσεων του ιδίου ως άνω ποινικού δικαστηρίου, με τις οποίες αποβλήθηκε από τη δευτεροβάθμια δίκη της πολιτικώς ενάγουσας και δεν ανακλήθηκε η περί αναβολής της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
Για καθεμία των ανωτέρω αιτήσεων αναίρεσης πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Α) όσον αφορά την αίτηση αναίρεσης του Χ και τον επ' αυτής πρόσθετο λόγο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 220 §1 περ. α' του ΠΚ, "όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση, για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα, κατά τις διατάξεις, για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν η, με εξαπάτηση του δημόσιου υπαλλήλου, με οποιαδήποτε, δηλαδή, απατηλή ενέργεια του δράστη, εξαιτίας της οποίας παρασύρεται ο υπάλληλος από ευπιστία ή και αμέλειά του, σε βεβαίωση ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη θέληση να προκαλέσει ο δράστης με οποιοδήποτε απατηλό μέσο την ψευδή βεβαίωση, και στη γνώση ότι το βεβαιούμενο σε δημόσιο έγγραφο περιστατικό είναι αναληθές και μπορεί να έχει έννομες συνέπειες για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο, δηλαδή να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσεως. Ενώ δημόσιο έγγραφο, κατά το άρθρο 438 του Κ.Πολ.Δ., που έχει εφαρμογή και στην περιοχή του ποινικού δικαίου, για το άρθρο 13γ του ΠΚ που δεν προσδιορίζει την έννοιά του, είναι εκείνο που έχει συνταχθεί από τον καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή από πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη για όλους κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό, ότι έγινε από το πρόσωπο που συνέταξε ως άνω το έγγραφο ή ότι έγινε ενώπιόν του. Δεν τελείται δε η πράξη αυτή, αν ο υπάλληλος απλώς καταχωρεί τη δήλωση του εμφανισθέντος, χωρίς να βεβαιώνει κάτι επί πλέον τούτου διαπιστωτικά περί της αληθείας, όπως όταν ο συμβολαιογράφος στηρίχτηκε απλώς στη δηλωθείσα βούληση των εμφανισθέντων ενώπιόν του να συνάψουν κάποια αδικοπραξία. Ο δόλος συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι, το βεβαιούμενο περιστατικό είναι αναληθές και μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, είτε για τον εαυτό του είτε για τρίτο και ότι η βεβαίωση αυτή γίνεται σε δημόσιο έγγραφο, ως και να υπάρχει πρόθεση εξαπατήσεως του υπαλλήλου, γιατί αν ο υπάλληλος τελεί εν γνώσει ότι βεβαιώνει ψευδώς, πρόκειται για το αδίκημα του άρθρου 242 του ΠΚ και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση. Η ως άνω πράξη στη βασική της μορφή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών. Αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 216 §3 του ΠΚ επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών, που συμβαίνει αν ο υπαίτιος της πράξης σκόπευε να προσκομίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 5 του Ν.2943/2001, με το οποίο δόθηκε επίσημη αντιστοιχία της δραχμής σε ευρώ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 386 §1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρουση ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παραγωγή αίτιο παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Περαιτέρω κατά την §3 του ίδιου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ... β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ". Στην τελευταία περίπτωση, αν το έγκλημα της απάτης τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 98 §2 του ΠΚ χαρακτηρίζεται ως κακούργημα, όταν το σύνολο του από το δράστη σκοπουμένου όφελος ή της επελθούσας ζημίας τρίτου στην οποία απέβλεπε αυτός, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έστω και αν τα αντικείμενα των μερικοτέρων πράξεων υπολείπονται του ανωτέρου χρηματικού ποσού. Ακόμη, κατά το άρθρο 98 ΠΚ κατ' εξακολούθηση έγκλημα υπάρχει όταν αυτό τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που περιβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της υπό εκτέλεση πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που πρόεκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 §2 και 333 §2 Κ.Ποιν.Δ., και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης που αίρει τον καταλογισμό της πράξης στο δράστη (άρθρο 30 ΠΚ) ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 887, 904α, 1191, 1193 και 1843/2009 αποφάσεώς του, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει συνεκτίμησε και συναξιολόγησε με ιδιαίτερη μνεία τις εκθέσεις της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης από τους ψυχιάτρους Γ1 και Γ2 (άρθρο 178 περ. γ' ΚΠΔ) τις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων και τα ιατρικά πιστοποιητικά - ιατρικές βεβαιώσεις που αφορούν τον Ζ, αποδέχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις αρχές του έτους 2000 και συγκεκριμένα στις 26-2-2000 ο κατηγορούμενος (αναιρεσείων) που εμφανιζόταν ως επιχειρηματίας με βλέψεις αν ασχοληθεί με την πολιτική, μίσθωσε από τον Ζ, ηλικίας τότε 82 ετών, συνταξιούχο πολιτικό μηχανικό και πρώην βουλευτή (για τις περιόδους 1981-1985 και 1985-1989 με το ΠΑΣΟΚ), ο οποίος απεβίωσε μεταγενέστερα στις 1-8-2003, αφού ενδιαμέσως είχε τεθεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση με την 2280/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μία υπόγεια αίθουσα 162 τ.μ., ιδιοκτησίας του άνω εκμισθωτή στην πολυκατοικία που είχε κτισθεί από τον Ζ στα μέσα της δεκαετίας μετά το 1960, επί της οδού .... Κατά τα αναφερόμενα ως συμφωνηθέντα στο συνταχθέν από τον ίδιο τον Ζ σχετικό από 26-2-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό αυτή η υπόγεια αίθουσα μισθώθηκε για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών αντί μηνιαίου μισθώματος, που θα κατέβαλλε ο υπογράφων αυτό ως μισθωτής κατηγορούμενος από 250.000 δραχμές, του έδωσε και ένα μίσθωμα. Ο Ζ εμφάνιζε από τότε συμπτώματα γεροντικής άνοιας και έκπτωση των πνευματικών του λειτουργιών, καθόσον έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο αγγειακής αιτιολογίας. Η έκπτωση των πνευματικών λειτουργιών του άνω ηλικιωμένου συνίσταντο έκπτωση της μνήμης του (πρόσφατης και απώτερης), του προσανατολισμού του στο χώρο και στο χρόνο της προσοχής του, της συγκεντρώσεως και της αντιλήψεώς του. Έγινε αναφορά από τον εξετασθέντα πρωτοδίκως μάρτυρα Α, ανηψιό της Ψ, (συζύγου από το έτος 1979 του Ζ), και την εξετασθείσα τόσο πρωτοδίκως όσο και στο παρόν Δικαστήριο μάρτυρα Β αλλά και τον έτερο μάρτυρα Δ καθώς και του μάρτυρα που εξετάσθηκε πρωτοδίκως και στο παρόν Δικαστήριο Ε, που αναφέρθηκαν στην κατάσταση της υγείας του Ζ και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Ζ στη μνήμη του και στην επαφή με το χρόνο και τα γεγονότα και ότι δεν πήγαινε μόνος του πουθενά χωρίς κάποιος να τον συνοδεύει και ότι αν κάποιος ενδιαφερόταν και προχωρούσε τη συζήτηση με τον Ζ μπορούσε να αντιληφθεί την κατάστασή του όπως και ότι ήταν η μνήμη, η βούλησή του και η αντίληψή του επηρεασμένη σε βαθμό που να μην επιτρέπει την παρακολούθηση του συνομιλητή του και να μη θυμάται πρόσωπα που είχε συναντήσει προσφάτως. Σχετικά με την κατάσταση του Ζ, ο πραγματογνώμων ψυχίατρος Γ1 που εξέτασε τον Φεβρουάριο του 2002, αναφέρει στην έκθεσή του υπό ημερομηνία 22-2-2002 ότι ο εξετασθείς, πάσχει από χρόνιο ψυχοσύνδρομο (γεροντική άνοια) και διαπίστωσε διαταραχές μνήμης βαρειάς μορφής τόσο της βραχείας όσο και της μνήμης μακράς διάρκειας, διαταραχές του προσανατολισμού στο χρόνο, στο χώρο και στα πρόσωπα, διαταραχές της αναιρετικής σκέψης και της κριτικής ικανότητας, διαταραχές της προσοχής και της ικανότητας για συγκέντρωση και διαταραχές του συναισθήματος με διαπίστωση ψευδοευφορίας και απάθειας. Επισημαίνει ο άνω ψυχίατρος πραγματογνώμων ότι οι κύριες εκδηλώσεις του ανωτέρω ψυχοσυνδρόμου, ήταν ενδεικτικές ψυχοδιανοητικής έκπτωσης και η ανοϊκή συνδρομή από την οποία έπασχε ο Ζ, είχε αρχίσει πριν από πολλά έτη (5 έως 10) για να οδηγηθεί στην κατάσταση της πλήρους άνοιας κατά την 23-10-2001 και συμπεραίνει ότι ο Ζ στον κρίσιμο αυτό χρόνο είχε διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και της συνείδησης λόγω χρόνιου οργανικού ψυχοσυνδρόμου σε βαθμό που να μην είναι σε θέση να προβεί σε δικαιοπραξία. Ο νευρολόγος ψυχίατρος Γ2, στην από 26-2-2002 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε σχετικά με την εκτίμηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας του Ζ κατά την 21-10-2001, ως τεχνικός σύμβουλος της Θ, κατά την προδικασία στην προκείμενη υπόθεση και είχε παραστεί μαζί με άλλους συναδέλφους τεχνικούς συμβούλους στην εξέτασή του από τον άνω πραγματογνώμονα Γ1, ανέφερε ότι ο έλεγχος της μνήμης του Ζ, έδειξε σοβαρή εξασθένηση αυτής και για τα παλαιά και για τα πρόσφατα ιδίως γεγονότα αλλά ο εξεταζόμενος είχε σε μεγάλο βαθμό επίγνωση της εξασθενημένης μνήμης του και είχε δυνατότητα να αποφεύγει σε ερωτήματα μνήμης απαντήσεις χονδροειδώς λανθασμένες και ακόμη ότι παρουσίαζε και σοβαρές διαταραχές αυτός στον προσανατολισμό σε τόπο, χρόνο, συνθήκες του περιβάλλοντος καθώς και στην αναγνώριση προσώπων ακόμη δε ότι σε καλύτερη κατάσταση ευρισκόταν η δυνατότητα της προκλήσεως και της συντηρήσεως της προσοχής του ελεγχομένου καθώς και η ικανότητά του για πνευματική συγκέντρωση και για αφομοίωση αναγνώσματος ή ακούσματος ότι είχε άνεση στις μαθηματικές πράξεις, αυτός ότι όλες οι ψυχονοητικές λειτουργίες του Ζ ήταν εξασθενημένες άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, ιδίως όσες επηρεάζονταν από τη μνήμη και ότι έπασχε ο Ζ από οργανικό ψυχοσύνδρομο το οποίο συνίστατο από συμπτώματα εκπτώσεως των ψυχοδιανοητικών λειτουργιών του, δηλαδή έπασχε από γεροντική άνοια. Επίσης, κατά την άποψη του νευρολόγου-ψυχιάτρου Γ2, τα συμπτώματα εκπτώσεως των πνευματικών λειτουργιών του και γεροντικής ανοίας, απέρρεαν από οργανικές αιτιολογίες, βλάβες του εγκεφάλου, συνδεόμενες με την προχωρημένη ηλικία του πάσχοντος και ήταν αγγειακής και εκφυλιστικής φύσεως κατά τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου, ο βαθμός της διανοητικής εκπτώσεως του εξετασθέντος, εξετιμάτο ως σημαντικός αλλά όχι ιδιαίτερα βαρύς, ότι ο Ζ κατά τον χρόνο εξέτασής του και συντάξεως της σχετικής εκθέσεως με την κλινική εικόνα που παρουσίαζε και με τον τρέχοντα βαθμό έκπτωσης των πνευματικών λειτουργιών του κρινόταν ανίκανος για δικαιοπραξία και πιθανολογούσε ότι με βάση αυτήν την κατάστασή του και την συνήθη πορεία ανάλογων περιπτώσεων της νόσου, ήταν ή θα μπορούσε να είναι ο Ζ και κατά τον κρίσιμο χρόνο (21-10-2001) εκτός αν αποδειχθεί ότι συνέτρεξαν και άλλοι λόγοι οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο είχαν συμβάλλει να έχει παροδική διαύγεια στο νου του ο κρινόμενος είτε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε να επιδείνωσαν ουσιαστικά την κατάστασή του σε σχέση με εκείνη στην οποία τελούσε τον Οκτώβριο του έτους 2001, ενώ για την ανοϊκή διεργασία του Ζ ανέφερε ο άνω νευρολόγος-ψυχίατρος, ότι τα κλινικώς εμφανή, διαγνώσιμα και αξιολογήσιμα σημεία της ανοίας του εξετασθέντος πρέπει να παρατηρήθηκαν ένα έως δύο το πολύ έτη πριν από το χρόνο εξέτασής του από τον πραγματογνώμονα Γ1, στις 21-2-2002. Ο καθηγητής της Νευρολογικής Κλινικής του ... Νοσοκομείου, Ξ, στην από 13-5-2003 ιατρική βεβαίωσή του, αναφέρει ότι εξέτασε τον Ζ, ότι οι ανώτερες νοητικές λειτουργίες του εξετασθέντος (αντίληψη, μνήμη, προσοχή, συγκέντρωση, χωροχρονικός προσανατολισμός) πάσχουν προφανώς βαρύτατα και η έκπτωση των λειτουργιών αυτών ήταν τέτοιου βαθμού ώστε να είναι αδύνατο να οικοδομηθεί ένας στοιχειώδης έστω διάλογος, η κρίση του ήταν εντελώς ανύπαρκτη και βεβαιώνει ότι ο εξετασθείς έπασχε από γεροντική άνοια νόσο εκφυλιστικής αρχής και βραδέως προοδευτική, ο χρόνος έναρξης της οποίας είναι αδύνατο να καθορισθεί με ακρίβεια, αλλά θα πρέπει να τοποθετηθεί περί τα 10 έτη πριν από την νευρολογική εξέτασή του από τον άνω καθηγητή εν όψει και των ευρημάτων της προ ενός και ημίσεος έτους απεικόνισής της στην μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Ο αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής ... στο υπ' αριθμ. πρωτ. ... ιατρικό πιστοποιητικό της Ψυχιατρικής Κλινικής του ... Αθηνών, βεβαιώνει ότι ο Ζ, εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία της Ψυχιατρικής Κλινικής του άνω νοσοκομείου και διαπιστώθηκε ότι εμφάνιζε συμπτωματολογία οργανικού ψυχοσυνδρόμου με κυριότερα στοιχεία την έκπτωση των ανωτέρω νοητικών λειτουργιών κυρίως μνήμης (πρόσφατης και απώτερης), προσανατολισμού, προσοχής, συγκέντρωσης βούλησης και αντίληψης για την οποία υποβαλλόταν σε φαρμακευτική αγωγή και ότι η κατάστασή του φαινόταν να εμφανίζει πορεία προοδευτικής επιδείνωσης τουλάχιστον από δεκαετίας, επιβεβαιωνόταν δε η κλινική εικόνα από τα ευρήματα από το γενόμενο (31-12-2001) έλεγχο με μαγνητική τομογραφία (λευκοεγκεφαλοπάθεια μικροαγγειακής αιτιολογίας και ελαφρά υποφλοιώδη και φλοιώδη ατροφία, η οποία είναι πιο έντονη στους κροταφικούς λοβούς). Ο νευροχειρούργος ..., Διευθυντής της Νευροχειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου ..., αναφέρει στην από 28-12-2003 ιατρική γνωμάτευσή του, μετά από μελέτη της εκθέσεως του ψυχιάτρου Γ1, των γνωματεύσεων των καθηγητών ψυχιάτρων-νευρολόγων ... και Ξ και τις γνωματεύσεις από 4-2-2002 του νευρολόγου-ψυχιάτρου ... και μετά από μελέτη των απεικονίσεων της μαγνητικής τομογραφίας, χωρίς να εξετάσει τον ασθενή ότι προέκυπτε ότι με βάση τα άνω στοιχεία και τα συμπτώματα μείωσης της μνήμης, της κριτικής ικανότητας, του προσανατολισμού, τις διαταραχές του λόγου και της ικανότητας προσοχής και συγκεντρώσεως, προέκυπτε ότι ο Ζ, έπασχε από γεροντική άνοια, εκφυλιστικό νόσημα του εγκεφάλου αγγειακής αιτιολογίας κατά την οποία ο εγκέφαλος παρουσιάζει διάχυτη ατροφία του φλοιού, που συνιστά βλάβη του εγκεφαλικού ιστού και διαπιστωνόταν από τα στοιχεία της μαγνητικής τομογραφίας (διεύρυνση του κοιλιακού συστήματος, διεύρυνση των υπαραχνοειδών χώρων, φλοιώδη ατροφία των αυλάκων του εγκεφάλου, έντονη στους κροταφικούς λοβούς, γλοίωση περικοιλιακώς, που είναι βαρεία βλάβη της λευκής ουσίας του εγκεφάλου, πολλαπλές εστίες βλαβών στην περιοχή των βασικών γαγγλίων και πολλαπλές στιήτες εστίες στα εγκεφαλικά ημισφαίρια. Στην από 4-2-2002 γνωμάτευση του ιατρού νευρολόγου-ψυχιάτρου ... αναφέρεται ότι ο Ζ παρουσίαζε έκπτωση των ανωτέρω ψυχικών λειτουργιών και αδυνατούσε να προβαίνει σε δικαιοπραξίες, εκτιμώντας ότι σύμφωνα με τη βαρύτητα της κατάστασής του κατά το χρόνο της γνωμάτευσης η αδυναμία προς δικαιοπραξία του ανωτέρω, εκτεινόταν σε διετία στο παρελθόν πριν από την 4-2-2002. στην από 20-2-2006 ψυχιατρική γνωμοδότηση του επί εγγράφων που αφορούσαν τον Ζ ο επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ..., αναφέρει ότι ο Ζ έπασχε από ανοϊκή συνδρομή με περίοδο εμφανούς συμπτωματολογίας της νόσου από το έτος 1997 και έναρξη σε απροσδιόριστο προγενέστερο χρόνο και ότι τον Οκτώβριο του έτους 2001 η κλινική του εικόνα ήταν βαρεία με έκπτωση των ανώτερων νοητικών λειτουργιών, μνήμης, προσανατολισμού, προσοχής, βούλησης και αντίληψης. Δεν οδηγείται το Δικαστήριο σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς την κατά τον κρίσιμο χρόνο ανικανότητα του Ζ προς δικαιοπραξία από όσα ανέφεραν εξεταζόμενοι ως μάρτυρες οι ψυχίατροι νευρολόγοι ..., τεχνικός σύμβουλος του κατηγορουμένου κατά την πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε στο στάδιο της κύριας ανάκρισης για την κατάσταση του Ζ και τη δικαιοπρακτική του ικανότητα στις 21-10-2001, ..., που έχει εξετάσει τα έγγραφα που αφορούν την περίπτωση του Ζ αλλά δεν έχει εξετάσει τον τελευταίο ο ίδιος όσο ζούσε ούτε ήταν παρών κατά την εξέτασή του από τον πραγματογνώμονα Γ1, ..., που επίσης δεν είχε εξετάσει όσο ζούσε τον Ζ αλλά εξέφρασε τα συμπεράσματά του με βάση τις απαντήσεις που φέρεται ότι είχε δώσει ο Ζ στον πραγματογνώμονα Γ1. Οι εκτιμήσεις των ανωτέρω καθώς και όσων αναφέροουν ο νευρολόγος-ψυχίατρος ... στην από 6-2-2002 έκθεσή του ως ψυχιάτρου τεχνικού συμβούλου της κατά το στάδιο της κύριας ανάκρισης κατηγορουμένης συμβολαιογράφου ... και στην από 27-2-2002 ιατρική γνωμάτευσή του ο παραπάνω νευρολόγος-ψυχίατρος τεχνικός σύμβουλος του κατηγορουμένου για το ότι ο Ζ κατά τον κρίσιμο χρόνο συντάξεως στις ... πωλητηρίου συμβολαίου ακινήτου του από αυτόν στον κατηγορούμενο δεν ήταν ανοϊκός ως έχων επαρκή κρίση και μη παρουσιάζων σφαιρική έκπτωση της μνήμης και της κριτικής ικανότητας και ότι η κατάστασή του δεν υπερέβαινε αυτήν της ήπιας γνωστικής έκπτωσης που επέτρεπε σ' αυτόν να δικαιοπρακτεί ως μη έχων μειωμένες λειτουργίες κάτω του κρισίμου ορίου διαβάθμισης αλλά αργότερα εξελίχθηκε σε βαρεία γεροντική άνοια. Παραβλέπουν οι άνω ιατροί τις διαπιστώσεις και τα συμπτώματα που παρουσίαζε ο Ζ και ερμηνεύουν κατά διαφορετικό τρόπο τις αιτίες και τα δηλωτικά της νοητικής έκπτωσης του ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και δεν κρίνονται πειστικά τα συμπεράσματά τους για την κατάσταση της νοητικής νόσου του Ζ και την εξασθένηση των ψυχονοητικών λειτουργιών του. Εκθέτουν οι άνω ιατροί τις απόψεις των άλλοι μεν ως τεχνικοί σύμβουλοι στην κύρια ανάκριση υπέρ των εντολέων τους που ήσαν κατηγορούμενοι και ως μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορουμένου, παρουσιάζοντας την έκπτωση των ανωτέρω νοητικών λειτουργιών του Ζ, πιο ήπια και όχι σε αντιστοιχία προς τις διαπιστώσεις κατά την ψυχιατρική του εξέταση και τα αντικειμενικά ευρήματα και συμπτώματα και την εικόνα που παρουσίαζε ο κρινόμενος. Αυτή η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών του Ζ, από την οποία περιοριζόταν η βούλησή του σε βαθμό τέτοιο ώστε να είναι ανίκανος προς δικαιοπραξία από διετίας προ της εκποίησης ακινήτων της περιουσίας του στον κατηγορούμενο δεν ήταν δυνατό να γίνει άμεσα αντιληπτή από τρίτο άτομο που δεν ήταν ειδικός ή δεν είχε συνεχή επαφή με τον Ζ. Ο τελευταίος είχε σε κάποιο βαθμό επίγνωση της καταστάσεώς του και προσπαθούσε να αποφεύγει να είναι εμφανής η αδυναμία της μνήμης του και της συντήρησης της προσοχής του και της πνευματικής συγκέντρωσής του με εκφράσεις ενδεικτικές αυτής της προσπάθειας και της αποφυγής κατά το δυνατόν ασυναρτησιών και χωρίς νόημα συμπερασμάτων, όπως προκύπτει και από όσα παρατηρεί ο νευρολόγος-ψυχίατρος Γ2 στην αναγνωσθείσα από 26-2-2002 έκθεσή του όπου αναφέρει ότι με βάση την εικόνα που παρουσίαζε ο Ζ κατά την εξέτασή του στις 21-2-2002 καθώς επίσης και κατά τον επίδικο χρόνο (21-10-2001) ένας τρίτος που δεν ήταν ειδικός και δεν προχωρούσε σε διερεύνηση της ψυχονοητικής συμπεριφοράς του Ζ και αρκέσθηκε σε απλή παράσταση και παρατήρηση της αυτόματης και αυθόρμητης συμπεριφοράς αυτού, ήταν πιθανό να μην αντιλαμβανόταν ότι είχε πρόβλημα από νοσηρή κατάσταση στις ψυχοπνευματικές λειτουργίες του και να ανακύπτει θέμα ανικανότητάς του να δικαιοπρακτεί.
Οι εξετασθέντες ως μάρτυρες ... ως δικηγόρος συνεργαζόμενος με τον δικηγόρο Φακιδάρη στον οποίο είχε ανατεθεί ο έλεγχος στο υποθηκοφυλάκειο για το ακίνητο επί της οδού ... και θα μεταβιβαζόταν από τον Ζ στον κατηγορούμενο και συνάντησε επ ολίγον τον Ζ στο συμβολαιογραφείο της συμβ/φου Αθηνών Αγγελικής Φακιδάρη-Παναγοπούλοου, Ελένη Χατζάκη ως δικηγόρος που παρέστη για λογαριασμό του Ζ αλλά κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου από τον οποίο και πληρώθηκε για τις υπηρεσίες της κατά την σύνταξη και υπογραφή τόσο του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της Συμβ/φου Πειραιώς Βασιλικής Ταγκάλη-Τζωρτζάκη που αφορούσε τη μεταβίβαση του ακινήτου του Ζ στον κατηγορούμενο, όσο και του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Φακιδάρη-Παναγοπούλου που αφορούσε την πώληση από τον Ζ στον κατηγορούμενο της αίθουσας των 162 τετραγωνικών μέτρων και των υπ' αριθμ. 7 και 14 θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων στο υπόγειο της επί της οδού ... πολυκατοικίας καθώς και ο δικηγόρος Δημήτριος Φακιδάρης που παρέστη κατά την υπογραφή του πωλητηρίου συμβολαίου για την υπόγεια αίθουσα στην οδό ... και των χώρων στάθμευσης από τον Ζ στον κατηγορούμενο αλλά και η συμβολαιογράφος Βασιλική Ταγκάλη όπως και η έτερη συμβολαιογράφος Αγγελική Φακιδάρη-Παναγοπούλου ανέφεραν ότι ήταν σε καλή σωματική κατάσταση ο Ζ και δεν διαφαινόταν από την συμπεριφορά του τότε που έγιναν τα παραπάνω συμβόλαια να είχε κάποιο πρόβλημα και είχε επίγνωση όσων συνέβαιναν και αυτών που υπέγραφε προφανώς από το ότι λόγω του περιορισμένου χρόνου συνάντησης και συνομιλίας με τον Ζ τότε που έγιναν αυτά τα συμβόλαια δεν αντιλήφθηκαν την διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και την ψυχοδιανοητική έκπτωση του Ζ που μπορούσε να συντηρεί σε περιορισμένο βαθμό διάλογο με αυτόν που συζητούσε. Αυτήν την δυσδιάκριτη νοσηρότητα των ψυχοπνευματικών λειτουργιών του Ζ, δεν αντιλήφθησαν οι εξετασθέντες ως μάρτυρες πρωτοδίκως και στο παρόν Δικαστήριο που εργάσθηκαν στην επιχείρηση του κατηγορουμένου που λειτούργησε από τον Μάρτιο του 2001 στην υπόγεια αίθουσα της πολυκατοικίας της οδού ... και ο ..., που μερικούς μήνες κατόπιν υποδείξεως του κατηγορουμένου, είχε μεταβεί στο ακίνητο της οδού ... και εκτελούσε διάφορες υδραυλικές και άλλες εργασίες διαμορφώσεως του χώρου του υπογείου, πριν λειτουργήσει σ' αυτόν το εντευκτήριο του πολιτιστικού σωματείου με την επωνυμία ΑΘΗΝΑ 2000. Αυτό το σωματείο ιδρύθηκε από άλλους και τον κατηγορούμενο που ανήκε στην προσωρινή διοίκησή του μαζί με τη σύζυγό του και με τη μητέρα του. Προκειμένου ο κατηγορούμενος να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στον μίσθιο χώρο αυτού του υπογείου παρότι από τον κανονισμό της πολυκατοικίας δεν επιτρεπόταν να λειτουργεί κυλικείο, καφενείο ή μπαρ ή επισιτιστικού χαρακτήρα κατάστημα στις οριζόντιες ιδιοκτησίες και στους λοιπούς χώρους της, επιδίωξε για την εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών του ιδρυθέντος άνω σωματείου να λάβει άδεια λειτουργίας κυλικείου που εκδόθηκε με αριθμό ... τελικά από τη Διεύθυνση Αδειών Λειτουργίας Καταστημάτων και Θεαμάτων του Δήμου Αθηναίων. Η άδεια αυτή εκδόθηκε μετά από υπεύθυνη δήλωση εντύπου του Ν.1509/1986 που απέσπασε από τον Ζ ο κατηγορούμενος και στην οποία αναληθώς βεβαιωνόταν από τον υπογράφοντα την δήλωση ως διαχειριστή πολυκατοικίας της οδού ... Ζ, (ενώ αυτός δεν είχε τέτοια ιδιότητα στις 22-10-2000 οπότε υπεγράφη η άνω υπεύθυνη δήλωση αλλά τότε και έπειτα ήταν διαχειριστής ο ...), ότι ο κανονισμός της πολυκατοικίας επέτρεπε την εγκατάσταση και λειτουργία κυλικείου αν και η μόνη χρήση που επιτρεπόταν για τον υπόγειο εκείνο χώρο ήταν αυτή του επαγγελματικού γραφείου ή της αίθουσας εκθέσεων. Ο κατηγορούμενος αντελήφθη αυτήν την σημαντική διανοητική έκπτωση του Ζ και την μείωση της ικανότητάς του για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας που επιδεινωνόταν από τότε που τον γνώρισε και έπειτα και τον καθιστούσε ανίκανο για δικαιοπραξία. Ο κατηγορούμενος συναντούσε τον Ζ συχνά μετά τη σύναψη της μισθώσεως για την υπόγεια αίθουσα στην πολυκατοικία της οδού .... Έγιναν εργασίες αλλαγής κλίσεως και για την απορροή των υδάτων και επισκευές στο υπόγειο της πολυκατοικίας για να παύσουν να εισέρχονται όμβρια ύδατα στο χώρο που μίσθωσε και να αποκατασταθούν διαρροή από σωληνώσεις των εγκαταστάσεων της πολυκατοικίας. Έγιναν επίσης εργασίες επισκευών και διαμορφώσεις στο εσωτερικό του μίσθιου χώρου και επιστρώσεις δαπέδων και κατασκευή μπαρ και μετά άρχισε να λειτουργεί ως αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων όπου γίνονταν συγκεντρώσεις κοσμικών, πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων μελών του πολιτιστικού σωματείου "ΑΘΗΝΑ 2000" και συνεστιάσεις. Πήγαινε και στον υπόγειο αυτόν μίσθιο χώρο ο Ζ όσο γίνονταν οι εργασίες αλλά και μετά την έναρξη λειτουργίας του εντευκτηρίου καθώς και στο διαμορφωμένο εντός αυτού του υπογείου σε γραφείο ξεχωριστό δωμάτιο. Ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε ότι ήταν ευάλωτος και υπέκειτο σε υποβολή ο Ζ καθώς και ότι η σύζυγος του τελευταίου αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και δυσχέρειας στην έκφραση λόγου και στην επικοινωνία μετά από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί το έτος 1999 και φρόντισε και απέσπασε τη φιλία και την εμπιστοσύνη του Ζ, στέλνοντας φαγητό στο διαμέρισμα όπου έμενε με την σύζυγό του, στο ισόγειο της επί της οδού ... πολυκατοικίας όταν άρχισε να λειτουργεί το εντευκτήριο του εκπολιτιστικού συλλόγου που στεγαζόταν στον υπόγειο χώρο που είχε μισθώσει ο κατηγορούμενος από τον Ζ και φροντίζοντας να τον συνοδεύει στις εξόδους του και σε μεταβάσεις του στη Βουλή καθώς και όταν χρειάσθηκε να μεταβεί στο νοσοκομείο η σύζυγος του Ζ όταν είχε κτυπήσει, ακόμη δε έστειλε τον τεχνίτη που εκτελούσε υδραυλικές εργασίες στο χώρο του υπογείου, και επισκεύασε το θερμοσίφωνο στο διαμέρισμα του Ζ, όπως κατέθεσε εξεταζόμενος ο μάρτυρας ... που πρόσθεσε ότι τον πλήρωσε ο κατηγορούμενος γι' αυτές τις εργασίες. Επέτυχε έτσι ο κατηγορούμενος να τον θεωρεί πολύ οικείο του ο Ζ που δεν είχε δικά του τέκνα και δεν είχε στενές σχέσεις με άλλους εξ αίματος συγγενείς του. Έπεισε ο κατηγορούμενος τον Ζ και καταρτίσθηκε νέα σύμβαση μισθώσεως για την ίδια άνω υπόγεια αίθουσα στην πολυκατοικία της οδού ... υπό ημερομηνία 23-5-2000, το οποίο κατέθεσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στο οποίο αναφερόταν διάρκεια μισθώσεων 25 ετών αντί της διετίας που ήταν η διάρκεια της αρχικής σύμβασης μισθώσεως και ως μηνιαίο μίσθωμα το ίδιο με το αρχικό, δηλαδή αυτό των δραχμών 250.000, χωρίς να καταβάλει τα χρήματα των επόμενων μισθωμάτων, αλλά φρόντισε και έλαβε ο κατηγορούμενος τον Οκτώβριο του έτους 2001 απόδειξη από τον Ζ ότι του είχε καταβάλει τα μισθώματα για την υπόγεια αίθουσα για το διάστημα από 23-5-2000 έως 14-10-2001, ενώ αντίθετα ο ίδιος ο κατηγορούμενος, όπως παραδέχθηκε πρωτοδίκως στην απολογία του έλαβε δύο φορές χρήματα από τον Ζ, τον οποίο συνόδευε όταν πήγαινε ο τελευταίος στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο κτίριο της Βουλής και έκανε αναλήψεις.
Υπήρξε αντίδραση εκ μέρους των άλλων συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας κατά του κατηγορουμένου που δεν ήθελαν να λειτουργεί στη μίσθια υπόγεια αίθουσα κυλικείο και κατετέθη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής προστασίας νομής κατά του κατηγορουμένου από τους συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας της οδού ..., η οποία έγινε δεκτή από το Ειρηνοδικείο Αθηνών αλλά σε δεύτερο βαθμό κατόπιν εφέσεώς του απορρίφθηκε με την 209/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε ως ενεργητικά ανομιμοποίητη η αίτηση εκείνη. Έπαυσε να λειτουργεί το εντευκτήριο στην άνω υπόγεια αίθουσα της πολυκατοικίας της οδού ... από το Μάρτιο του έτους 2003 λόγω βιαίας αποβολής του κατηγορουμένου από το μίσθιο υπόγειο χώρο στην άνω πολυκατοικία σε εκτέλεση της υπ' αριθμό 8067/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία διορίσθηκε μεσεγγυούχος ο .... στον οποίο και αποδόθηκε. Ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύθηκε την γεροντική άνοια του Ζ που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και τον καθιστούσε ανίκανο να προβεί σε δήλωση βούλησης για κατάρτιση δικαιοπραξίας και τον πήρε από την κατοικία του το πρωί της 21-10-2001 ημέρα Κυριακή και τον πήγε στον ... στο συμβολαιογραφείο της Βασιλικής Ταγκάλη-Τζωρτζάκη για να του μεταβιβάσει κατά κυριότητα λόγω πωλήσεως ένα ακίνητο που ανήκε κατά ποσοστό 954ο/οο εξ αδιαιρέτου στον Ζ και ήταν στη ..., αντί τιμήματος 110.000.000 δραχμών (322817,31 ευρώ) για το οποίο ανεγράφη στο συνταχθέν ... συμβόλαιο της άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς ότι δήθεν είχε καταβληθεί προηγουμένως εκτός του συμβολαιογραφείου, ενώ κανένα ποσό δεν δόθηκε στην πραγματικότητα αντί του άνω τιμήματος στον Ζ από τον κατηγορούμενο. Επίσης, ενεργώντας ομοίως, ο κατηγορούμενος, λίγες ημέρες αργότερα, πήγε και πήρε τον Ζ από την κατοικία του και τον πήγε στις 9-11-2001 στο Συμβολαιογραφείο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Φακιδάρη-Παναγοπούλου για να μεταβιβάσει ο Ζ σ' αυτόν (κατηγορούμενο) την άνω μίσθιας αίθουσας στον υπόγειο όροφο της πολυκατοικίας στην οδό ... με είσοδο από κοινόχρηστο χώρο της οικοδομής και συγκεκριμένα από την κάθοδο εισόδου στο υπόγειο γκαράζ, αποτελούμενη από ένα ενιαίο χώρο επιφάνειας 162 τ.μ. και των υπ' αριθμ. 7 και 14 θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων του υπογείου χώρου της άνω πολυκατοικίας, επιφανείας 12 και 14 τ.μ. αντίστοιχα, αντί αναφερομένου συνολικού τιμήματος από δραχμές 22.715.000 για το οποίο ανεγράφη στο συνταχθέν από την άνω συμβολαιογράφο ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της άνω συμβολαιογράφου ότι είχε καταβληθεί προηγουμένως εκτός του συμβολαιογραφείου, ενώ στην πραγματικότητα δεν δόθηκε από τον κατηγορούμενο οποιοδήποτε ποσό στον Ζ ως τίμημα για την αγορά των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών στο υπόγειο της πολυκατοικίας επί της οδού .... Ο κατηγορούμενος είχε συνεννοηθεί προηγουμένως με την κάθε συμβολαιογράφο στο γραφείο της οποίας είχε προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα για τη σύνταξη καθενός των άνω αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, στα οποία ως πωλητής θα εμφανιζόταν ο Ζ και ως αγοραστής ο ίδιος ο κατηγορούμενος, όπως προέκυψε από όσα κατέθεσαν σχετικώς οι εξετασθείσες ως μάρτυρες άνω συμβολαιογράφοι και η υπάλληλος στο συμβολαιογραφείο της Αγγελικής Φακιδάρη-Παναγοπούλου, Παρασκευή Τσαγκαράκη, που είπε ότι κάποια κάτοψη του υπογείου έφερε την ημέρα υπογραφής του συμβολαίου ο κατηγορούμενος για την ακριβέστερη περιγραφή των ορίων.
Αποδείχθηκε από τα παραπάνω ότι ο κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητα του συμβαλλομένου αγοραστή, παρέλειψε σκόπιμα και αντίθετα προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να ενημερώσει τις συμβολαιογράφους που συνέταξαν τα άνω αγοραπωλητήρια συμβόλαια, την έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας του αντισυμβαλλομένου ως πωλητή σ' αυτά Ζ, την οποία αυτός είχε αντιληφθεί εφόσον εγνώριζε την έκπτωση των νοητικών λειτουργιών του από τότε, ενώ οι άνω συμβολαιογράφοι αγνοούσαν την κατάσταση της πνευματικής υγείας του άνω αντισυμβαλλομένου ως πωλητή στα συμβόλαια που συνέταξαν και δεν ήταν δυνατό να καταλάβουν από το ότι δεν ήταν ευχερής αντιληπτή η πνευματική νόσος του Ζ από μη έχοντες ειδικές γνώσεις όπως οι άνω δύο συμβολαιογράφοι που δεν είχαν συχνές κοινωνικές επαφές και συζητήσεις μαζί του. Οι άνω δύο συμβολαιογράφοι, έπρεπε να γνωρίζουν αν ο Ζ είχε ικανότητα προς κατάρτιση τέτοιων συμβάσεων και δικαιοπραξιών εν γένει για να μην προβούν στην σύνταξη των εν λόγω συμβολαίων και ευθύνεται ο κατηγορούμενος ως αγοραστής για την σύνταξη αυτών των συμβολαίων αγοράς των άνω ακινήτων του Ζ από τον ίδιο (Χ) διότι έπρεπε να θέσει υπόψη των συμβολαιογράφων αυτών ότι αντιμετώπιζε διαταραχές στην πνευματική του υγεία ο Ζ. Αποτέλεσμα της αθέμιτης παρασιώπησης εκ μέρους του κατηγορουμένου της πνευματικής νόσου του πωλητή Ζ, από την γεροντική άνοια από την οποία έπασχε ήταν να παραπλανηθούν τόσο η συμβολαιογράφος Πειραιώς Βασιλική Ταγκάλη συζ. ...όσο και η συμβολαιογράφος Αθηνών Αγγελική Φακιδάρη-Παναγοπούλου και να προχωρήσουν στη σύνταξη του υπ' αριθμό ... συμβολαίου η πρώτη και του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου η δεύτερη ως υπάλληλοι στα καθήκοντα των οποίων περιλαμβάνεται η σύνταξη δημοσίων εγγράφων όπως τα παραπάνω αγοραπωλητήρια συμβόλαια και να βεβαιωθούν σ' αυτά αναληθώς περιστατικά που έχουν έννομες συνέπειες, αφού με αυτά επήλθε η μεταβίβαση της κυριότητας των προαναφερομένων ακινήτων στον κατηγορούμενο. Ο τελευταίος ενήργησε ως άνω, αποσκοπώντας με την παραπλάνηση τρίτων δηλαδή των δύο άνω συμβολαιογράφων και την αποσιώπηση από αυτές της πνευματικής νόσου του αντισυμβαλλομένου του συνέπεια της οποίας αυτός ήταν ανίκανος προς δικαιοπραξία να επιτύχει την κατάρτιση των συμβολαίων πωλήσεως από τον Ζ σε αυτόν των παραπάνω ακινήτων του, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τιμήματος εκ μέρους του ως αγοραστού και να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη του Ζ, στην περιουσία του οποίου επήλθε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία που υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ευρώ 73.000) από κάθε μεταβίβαση δεδομένου ότι η πραγματική αξία του μεν μεταβιβασθέντος κατά ποσοστό 954/1000 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου στη ... επί της οδού ..., ήταν τριπλάσια και πλέον του αναγραφομένου τιμήματος στο ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Βασιλικής Ταγκάλη-Τζωρτζάκη, στο οποίο βεβαιώθηκε αναληθώς ότι δήθεν ο Ζ, ζήτησε από την άνω συμβολαιογράφο τη σύνταξη και υπογραφή του πιο πάνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου για την πώληση και μεταβίβαση κατά κυριότητα στον κατηγορούμενο του πιο πάνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου του στην ... και ότι καταβλήθηκε για τίμημα αγοράς του ποσό 110.000.000 δρχ. εκτός του συμβολαιογραφείου της άνω συμβολαιογράφου και η πραγματική αξία της υπογείου αίθουσας 162 τ.μ. στην πολυκατοικία επί της οδού ... και των δύο έτερων οριζοντίων ιδιοκτησιών επιφανείας 12 και 14 τ.μ. στον υπόγειο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας, ήταν πενταπλάσια του ποσού που αναγραφόταν ως συνολικό συμφωνηθέν τίμημα πώλησης στο ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Φακιδάρη-Παναγοπούλου, στο οποίο βεβαιώθηκε αναληθώς, με υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, ότι ο Ζ, ζήτησε από αυτήν την συμβολαιογράφο τη σύνταξη και υπογραφή του συγκεκριμένου συμβολαίου για τις πιο πάνω οριζόντιες ιδιοκτησίες αντί συνολικού τιμήματος 22.715.000 δρχ και ότι καταβλήθηκε το τίμημα εκτός παρουσίας της συμβολαιογράφου. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά τις μεταβιβάσεις προς εκείνον των πιο πάνω ακινήτων, από τον Ζ, αγόρασε με το ... πωλητήριο συμβόλαιο ενώπιον της συμβ/φου Πειραιά Βασιλικής Τζωρτζάκη, αγόρασε από την αδερφή του Ζ ... τα 46/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου στην...επί της οδού ... και στη συνέχεια αυτός (κατηγορούμενος) προήλθε στην μεταβίβαση, λόγω πωλήσεως ολοκλήρου του άνω οικοπέδου στη ... κατά ποσοστό 40/100 εξ αδιαιρέτου σε καθένα των ... και κατά ποσοστό 20/100 εξ αδιαιρέτου στον ..., δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Κυριακής Αγγελή Λαουλάκου, αντί συνολικού τιμήματος πλέον των 345.000.000 δρχ. Επίσης ο κατηγορούμενος, μετά την κατάρτιση του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Φακιδάρη-Παναγοπούλου, και την υφαρπαγή από αυτόν της ως άνω ψευδούς επ' αυτού βεβαιώσεως, έκανε χρήση του εν λόγω συμβολαίου και με την προσκόμισή του στις αρμόδιες υπηρεσίες της Τράπεζας Πειραιώς, συνήψε με αυτήν την ... σύμβαση δανείου ποσού 190.755,69 ευρώ, παραχώρησε δε δικαίωμα εγγραφής επί του μεταβιβασθέντος σ' αυτόν χώρου στο υπόγειο της πολυκατοικίας στην οδό ...προσημείωσης υποθήκης υπέρ τη δανείστριας τράπεζας για ποσό ισάξιο του ληφθέντος δανείου.
Επί της από 10-3-2002 αγωγής της Ψ, ως προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας του συζύγου της Ζ, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του κατηγορουμένου και κατά της Τράπεζας Πειραιώς και επί της από 26-2-2002 αγωγής της Ψ προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά του κατηγορουμένου και κατά των..., με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας των αναφερόμενων σ' αυτές δικαιοπραξιών λόγω ανυπαρξίας συνειδήσεως των πράξεων και στέρησης της χρήσης του λογικού του συζύγου της ενάγουσας και τη διεκδίκηση του ακινήτου στη ... κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των λοιπών πλην του κατηγορουμένου εναγομένων της από 26-2-2002 αγωγής, εκδόθηκαν αρχικά οι 7309/2002 και 7308/2002 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έκαναν δεκτές τις άνω αγωγές. Επί εφέσεως του κατηγορουμένου κατά της πρώτης των άνω αποφάσεων, το Εφετείο Αθηνών με την 6429/2003 απόφασή του εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση 7309/2002, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και απέρριψε αίτημα του κατηγορουμένου ως εκκαλούντος για αντικατάσταση του μεσεγγυούχου που είχε κριθεί για την αίθουσα στο υπόγειο της πολυκατοικίας της οδού ..., ενώ με τη μεταγενέστερη 1366/2004 απόφασή του δέχθηκε την παραπάνω αγωγή. Επί εφέσεως του κατηγορουμένου ως εναγομένου, κατά της 7308/2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επί εφέσεως των λοιπών εναγομένων, κατά της αυτής αποφάσεως, εκδόθηκε από το Εφετείο Αθηνών, η 1365/2004 απόφαση με την οποία απερρίφθη η έφεση των λοιπών εκκαλούντων και εξαφανίσθηκε ως προς τον κατηγορούμενο η πρωτόδικη απόφαση και μετά εκδίκαση ως προς αυτόν της υποθέσεως έγινε δεκτή η από 26-2-2002 εναντίον του αγωγή. Επί αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά της 1366/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η 178/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε σε αυτόν και παρέπεμψε εκ νέου προς εκδίκαση την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών, ενώ επί αιτήσεων αναιρέσεων των εναγομένων κατά της 1365/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών εκδόθηκε η 180/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε αυτήν και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο για περαιτέρω εκδίκαση. Από το Εφετείο Αθηνών, που συνεκδίκασε τις άνω υποθέσεις, εκδόθηκε η 4198/2006 απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η από 10-3-2002 αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι είναι άκυρη η δικαιοπραξία που φερόταν ότι καταρτίσθηκε με το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Φακιδάρη-Παναγοπούλου, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα του κατηγορουμένου περί ανακλήσεως του ασφαλιστικού μέτρου της δικαστικής μεσεγγυήσεως των οριζόντιων ιδιοκτησιών στο υπόγειο της πολυκατοικίας της οδού ... που είχε διαταχθεί με την 8067/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, με την ίδια απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση των ... κατά της 7308/2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αναγνωρίσθηκε κατά παραδοχή της από 26-2-2002 αγωγής έναντι του κατηγορουμένου εναγομένου ότι ήταν άκυρη η δικαιοπραξία που φερόταν ότι καταρτίσθηκε με το υπ' αριθμό ... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Βασιλικής Ταγκάλη σύζ. ...ου κατηγορουμένου κατά της άνω αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών εκδόθηκε η 880/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε ότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ότι ο πωλητής Ζ, ευρίσκετο σε διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικώς τη λειτουργία της βουλήσεώς του με συνέπεια τη σημαντική μείωση της ικανότητάς του για τον αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας και για τη λειτουργία ολόκληρης της συνθέσεως των ψυχικών λειτουργιών του, καθόσον έπασχε από χρόνιο οργανικό ψυχοσύνδρομο (γεροντική άνοια) σε βαθμό που δεν του επέτρεπε να προβεί σε δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως και έτσι απέρριψε το Ακυρωτικό Δικαστήριο την αίτηση αναιρέσεως με την 880/2008 απόφασή του, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων.
Το παρόν Δικαστήριο δεν οδηγείται σε διαφορετική κρίση για την πνευματική κατάσταση και τη δικαιοπρακτική ανικανότητα του Ζ κατά το χρόνο που καταρτίσθηκαν τα άνω αγοραπωλητήρια συμβόλαια για τα μεταβιβασθέντα στον κατηγορούμενο δύο ακίνητά του ούτε από την εικόνα του Ζ σε μαγνητοσκοπημένες ολιγόλεπτες συνεντεύξεις του σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάρτισης των άνω συμβολαίων. Ο ψηφιακός δίσκος ήχου και εικόνας στον οποίο περιέχονταν οι εν λόγω συνεντεύξεις του Ζ προβλήθηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και οι απαντήσεις που έδινε είναι ενδεικτικές της αδυναμία μνήμης του και της δυσχερείας του να συνεννοηθεί. Μικρής εξ άλλου διαρκείας ήταν οι συναντήσεις της μάρτυρα Συμβολαιογράφο Σοφίας Κουσουλά που είχε μεταβεί στο διαμέρισμα κατοικίας του Ζ για κάποιο συμβόλαιο που έπρεπε να υπογράψει η Ψγια την πώληση κάποιου δικού της ακινήτου στην ... επί της οδού ...σε άλλον αγοραστή και είπε ότι ο Ζ φέρθηκε ευγενικά και φιλόξενα καθώς και η παρουσία της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Βασιλικής Ταγκάλη-Τζωρτζάκη στον διαμορφωμένο σε αίθουσα του σωματείου ΑΘΗΝΑ 2000 χώρο του υπογείου της πολυκατοικίας της οδού ... στις 21-6-2001 όπου έγινε η υπογραφή ένορκης βεβαίωσης από τέσσερις συνιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών σ' αυτή την πολυκατοικία μεταξύ των οποίων και από τον Ζ περί αντιθέσεώς των στη λήψη μέτρων από τον διαχειριστή αυτής της πολυκατοικίας σε βάρος του κατηγορουμένου. Δεν μπορούσαν οι άνω συμβολαιογράφοι να διαγνώσουν κατά το διάστημα αυτών των επισκέψεων να συναγάγουν ασφαλώς αν ο Ζ ήταν ικανός προς δικαιοπραξία και ότι παρουσίαζε πνευματική διαταραχή ή όχι. Προβλήματα ενδεικτικά της γεροντικής ανοίας από την οποία έπασχε, είχε ο Ζ και κατά την ολιγόλεπτη εξέτασή του στις 20-11-2002 από την Ανακρίτρια του 7ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού δεν θυμόταν να απαντήσει στην άνω ανακρίτρια που είχε μεταβεί στην κατοικία του για να τον εξετάσει ποια ήταν η διεύθυνση κατοικίας του ούτε ήταν σε θέση να προσδιορίσει τις πράξεις του κατηγορουμένου σε βάρος του, που συνιστούσαν εξαπάτησή του αναφερόμενος σε χρήματα από καταθέσεις του σε τραπεζικό λογαριασμό που περιήλθαν στον Χ, όπως περαιτέρω ανέφερε. Δεν αποδείχθηκε ότι ο Ζ οδηγούσε ο ίδιος κάποιο από τα δύο ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγά αυτοκίνητα που του ανήκαν κατά τα έτη 2000 και 2001 και δεν κρίνονται ακριβείς περί οδηγήσεως από τον ίδιο τον Ζ αυτοκινήτου εντός της άνω διετίας οι καταθέσεις του μάρτυρα ...ότι ο Ζ σταμάτησε να οδηγεί λίγο καιρό πριν αποβιώσει και ότι χρησιμοποιούσε και τα δύο αυτοκίνητα και του μάρτυρα ... ότι κάποια ημέρα του ζήτησε ο Ζ τη βοήθειά του για να θέσει σε κίνηση το ένα από τα αυτοκίνητά του και όταν τον βοήθησε ο μάρτυρας το πήρε και έφυγε καθώς και ότι ο Ζ οδηγούσε το 2001, χωρίς κανένα πρόβλημα, προφανώς δε αναφέρονται όσα είπαν για οδήγηση αυτοκινήτου από τον Ζ σε άλλα προγενέστερα χρονικά σημεία, ενώ ο έτερος μάρτυρας ..., που εργαζόταν στο παρακείμενο κτίριο όπου στεγάζονται τα γραφεία της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ που έκανε λόγο στην κατάθεσή του ότι κάποια φορά του είχε ζητήσει ο Ζ και έφερε καλώδια για να φορτισθεί η μπαταρία του αυτοκινήτου του Ζ, που δεν μπορούσε να ξεκινήσει, απέφυγε να αναφέρει πότε σταμάτησε να οδηγεί ο Ζ. Η αναθεώρηση της άδειας οδήγησης αυτοκινήτου του Ζ, είχε γίνει στις 25-1-1999 χωρίς να εξετασθεί αυτός στην οδήγηση ούτε προηγήθηκε έλεγχος της πνευματικής υγείας του πριν να γίνει η αναθεώρηση της αδείας.
Η υποβολιμότητα που ήταν αποτέλεσμα της πνευματικής διαταραχής του Ζ, οδήγησε αυτόν να προέλθει καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου στην υπογραφή του στην άνω απόδειξη που βεβαιώθηκε και στην Αστυνομία για τη γνησιότητά της και να εκφράσει τη διαφωνία του σε πρακτικό της από 25-1-2001 γενικής συνελεύσεως των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας της οδού ..., όταν συνεζητήθη το πρόβλημα που είχε προκύψει από την μετατροπή του χώρου της υπόγειας αίθουσας που είχε μισθώσει ο κατηγορούμενος στην άνω πολυκατοικία σε χώρο συνεστιάσεων και λειτουργίας κυλικείου, που προσέφερε ποτά και φαγητό καθώς και να υπογράψει στην υπ' αριθμό 10770/21-6-2001 ένορκη βεβαίωση της Συμβολαιογράφου Πειραιά Βασιλικής Ταγκάλη-Τζωρτζάκη αλλά και στην εξουσιοδότηση που έδωσε ο Ζ προς τη δικηγόρο Ελένη Χατζάκη που ήταν γνωστή του κατηγορουμένου και είχε ενεργήσει ως δικηγόρος και σε άλλες υποθέσεις του κατηγορουμένου κατ' εντολή του τελευταίου όπως και στην περίπτωση της συστάσεως του σωματείου ΑΘΗΝΑ 2000, να παραστεί στο Ειρηνοδικείο Αθηνών για λογαριασμό του Ζ ως προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη μεταξύ συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας της οδού ... και του κατηγορουμένου. Την πνευματική διαταραχή του Ζ, και την ανικανότητά του προς δικαιοπραξία κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν αναιρούν η εκ μέρους του Ζ υπογραφή ως πωλητή στο ... συμβόλαιο με το οποίο έγινε μεταβίβαση στον ..., της υπ' αριθμό 6 θέσης σταθμεύσεως αυτοκινήτου στο υπόγειο της πολυκατοικίας της οδού ..., διότι είχε από πολλών ετών πριν παραχωρηθεί η θέση αυτή στάθμευσης στον άνω αγοραστή και είχε λάβει ο Ζ από τον αγοραστή το ποσό του ανταλλάγματος για αυτήν την παραχώρηση και έγινε το συγκεκριμένο συμβόλαιο χωρίς να τεθεί σε κατάσταση πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης προς αποφυγή ταλαιπωριών και μειώσεως της υστεροφημίας του, αλλά με την παρουσία και την συμπαράσταση της συζύγου του, παρά τα προβλήματα νοητικής διαταραχής που είχε. Ομοίως η εκ μέρους του Ζ υπογραφή ως πωλητή στο ... συμβόλαιο με το οποίο πωλήθηκε στον ... ακίνητό του στον Άγιο Νικόλαο ..., επιφανείας 632,50 τ.μ., έγινε χωρίς να τεθεί προηγουμένως υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης αλλά προκρίθηκε να παραστεί στο συμβόλαιο με τον δικηγόρο του ο Ζ και με την παρουσία της συζύγου του για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και εν όψει της ανάγκης κάλυψης δαπανών για αντιμετώπιση της ασθένειας της συζύγου του από το τίμημα που καταβλήθηκε με παράδοση επιταγής Τραπέζης ενώπιον του συμβολαιογράφου. Για την επίλυση περιουσιακής φύσεως αιτημάτων με άλλους δικαιούχους της οικογένειάς του εξ άλλου υπό την επίβλεψη και επιτήρηση της συζύγου του που είχε γνώση ότι έπρεπε να υπογραφούν οι σχετικές συμβολαιογραφικές πράξεις, προήλθε ο Ζ χωρίς να τεθεί προηγουμένως υπό δικαστική συμπαράσταση για τους λόγους που προαναφέρθηκαν στην υπογραφή στην ... πράξη αποδοχής κληρονομιάς με την οποία αποδέχθηκε αυτός και οι δύο αδελφές του ... κατά το 1/3 καθένας την κληρονομιά της αδελφής των Ζ1, που απεβίωσε στις 21-1-2000 και αφορούσε ένα διαμέρισμα επιφανείας 74,50 τ.μ. καθώς και στο ... πληρεξούσιο ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Μάμουζια με το οποίο δινόταν η εντολή και πληρεξουσιότητα στον ανηψιό του ... οστού του Ζεπί του άνω κληρονομιαίου διαμερίσματος, το οποίο πωλήθηκε με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Ελένης Κατσαφάδου-Γιακουμάκου. Υποδεικνυόταν εξάλλου από τη σύζυγό του ή τους συντάκτες αυτών, στον Ζ να υπογράψει στις δηλώσεις φόρου κληρονομιάς και ακίνητης περιουσίας στα πλαίσια ρυθμίσεων των υποχρεώσεών του ως φορολογούμενου ενώ και η εκ μέρους του Ζ σύνταξη και υπογραφή του από 25-2-2000 συμφωνητικού για τη μίσθωση της υπόγειας αίθουσας της πολυκατοικίας στην οδό ..., έγινε αφού ήταν γνωστή στην σύζυγό του Ψ η σύναψη της σύμβασης αυτής και δεν είχε αντίρρηση εκείνη, όπως προκύπτει από όσα ανέφερε η ίδια η Ψ, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Η κίνηση του ... κοινού λογαριασμού καταθέσεων του Ζ και τις άνω συζύγου του Ψ στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στο κτίριο της Βουλής, και οι καταχωρημένες σ' αυτόν από Μαρτίου 2000 έως τον Ιανουάριο 2002 πράξεις αγοράς χρεωγράφων και καταθέσεις επιταγών καθώς και η κατάθεση στον λογαριασμό αυτόν του προϊόντος από την πώληση χρεωγράφων δεν αποδείχθηκε ότι αφορά πράξεις όπως οι ανωτέρω που να έγιναν μόνον κατόπιν εντολών που να δόθηκαν από τον ίδιο τον Ζ και όχι από την συνδικαιούχο του κοινού λογαριασμού είτε κατόπιν προηγουμένως συνεννοήσεως αυτής για την διενέργειά των από τον σύζυγό της στους υπαλλήλους της Τράπεζας για αγορά ή ρευστοποίηση αξιογράφων. Είναι γεγονός το ότι αντιμετώπιζε νοητικές διαταραχές ο Ζ εντός του κρίσιμου διαστήματος που προέβη στη μεταβίβαση των άνω ακινήτων του στον κατηγορούμενο και η γεροντική άνοια από την οποία έπασχε ήταν εξελισσόμενη αλλά οι υπάλληλοι στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, για λίγα λεπτά συναντούσαν τον Ζ και τον εξυπηρετούσαν και ήταν αδύνατο να αντιληφθούν την νοητική διαταραχή του Ζ και ότι περιοριζόταν αποφασιστικά η βούλησή του αφού η κατάσταση αυτή της υγείας του Ζ δεν ήταν ευχερώς διακριτή από τρίτον μη ειδικό εκτός εάν είχε συχνή επαφή επί πολλές ημέρες με αυτόν, όπως είχε ο κατηγορούμενος που το είχε αντιληφθεί και τον συνόδευε και όταν πήγαινε μαζί με τον Ζ στην Τράπεζα στο κτίριο της Βουλής. Δεν αποδείχθηκαν από άλλα στοιχεία επιβεβαιωτικά δηλοποιήσεως της σχετικής θέλησης του Ζ προς τρίτους οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι θέλησε ο ίδιος ο Ζ να του μεταβιβάσει χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα το οικόπεδο στη ... κατά το ποσοστό που του ανήκε και τις οριζόντιες ιδιοκτησίες στο υπόγειο της πολυκατοικίας της οδού ... για να εκδηλώσει ο Ζ την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του στον κατηγορούμενο για την καλή προς εκείνον συμπεριφορά του τελευταίου. Ούτε πάλι δικαιολογείται να προερχόταν ο Ζ αν δεν ήταν ανίκανος προς δικαιοπραξία από την γεροντική άνοια την οποία έπασχε στη μεταβατική χωρίς κανένα τίμημα καταβλητέο από τον αγοραστή το από 954/1000 εξ αδιαιρέτου ποσοστό ιδιοκτησίας του στο οικόπεδο στην ... στον κατηγορούμενο προκειμένου να αποκαταστήσει ζημία του κατηγορουμένου που ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι υπέστη από τις δαπάνες για τις εργασίες ανακαίνισης και διαρρύθμισης της μίσθιας υπόγειας αίθουσας και τα δάνεια που σύναψε ο κατηγορούμενος για τα χρήματα που έλαβε από τράπεζες για να καλύψει αυτές τις δαπάνες για τις άνω εργασίες. Η αρχιτέκτων μηχανικός ... και ο πολιτικός μηχανικός ... στην από 20/5/2002 τεχνική απολογιστική έκθεση γενομένων εργασιών ανακαίνισης στην υπόγεια αίθουσα στην πολυκατοικία οδού ...υπολογίζουν ότι ανήλθαν οι δαπάνες αυτών των εργασιών μαζί με τον εξοπλισμό κουζίνας-χώρου μπαρ, επίπλωση, σύστημα παροχής δικτύου DATA, δορυφορική σύνδεση του δικτύου με οθόνες και ηχητικό σύστημα μουσικής καθώς και δαπάνες νομιμοποιήσεως γενομένων προσθηκών στο ποσό των δραχμών 164.000.000 δρχ. Στο ίδιο ποσό αποτιμάται το κόστος των εργασιών που έγιναν στον υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας που είχε μισθώσει ο κατηγορούμενος στην οδό ... από τον πολιτικό μηχανικό ...., που συνέταξε ξεχωριστή έκθεση για λογαριασμό του κατηγορουμένου. Δεν επισυνάπτονται στις άνω εκθέσεις τιμολόγια αγοράς υλικών ή παροχής υπηρεσιών σχετικά με αυτές τις δαπάνες ούτε έχει ο κατηγορούμενος τέτοια δικαιολογητικά στην κατοχή του. Ο κατηγορούμενος υπολογίζει ότι η ζημία του από τις δαπάνες για τις άνω εργασίες έφθανε σε 200.000.000 δρχ. χωρίς να προσκομίσει στοιχεία για το βάσιμο του άνω ισχυρισμού του. Όπως προέκυψε από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου η πραγματική αγοραία αξία του ποσοστού συνιδιοκτησίας του Ζ στο οικόπεδο στην ... ήταν 345.000.000 δρχ. και επομένως δεν εδικαιολογείτο να μεταβιβάσει το εν λόγω ακίνητο στον κατηγορούμενο χωρίς να λάβει οποιοδήποτε ποσό για τίμημα από τον τελευταίο αφού οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε αυτός για την ανακαίνιση και διαρρύθμιση της μίσθιας αίθουσας στην οδό ... υπολείπονταν σημαντικά της αξίας του ακινήτου στη ... κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του Ζ σ' αυτό. Επί πλέον δεν εξαπάτησε ο Ζ τον κατηγορούμενο ότι επιτρεπόταν από τον κανονισμό της πολυκατοικίας της οδού .... 16 να λειτουργεί στο χώρο του υπογείου κυλικείο. Μπορούσε ο κατηγορούμενος ενόψει των δαπανών στις οποίες επρόκειτο να υποβληθεί για την ανακαίνιση της μίσθιας αίθουσας στο υπόγειο της πολυκατοικίας να ελέγξει προηγουμένως τα βιβλία μεταγραφών στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών στα οποία είχε μεταγραφεί η πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και ο κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας (πράξεις 21877/1968, 21878/1968 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Κωστόπουλου, που είχαν μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, οπότε θα διαπίστωνε ποιες χρήσεις, όσον αφορά την μίσθια υπόγεια αίθουσα επιτρέπονταν από τον κανονισμό της πολυκατοικίας) αλλά ήθελε ο κατηγορούμενος να επιτύχει να του δοθεί άδεια για λειτουργία κυλικείου και γι' αυτό συνδύασε την λήψη αυτής με την στέγαση του σωματείου που φρόντισε να ιδρυθεί και να έχει την έδρα του στη μίσθια υπόγεια αίθουσα στην άνω πολυκατοικία και υπέδειξε στον Ζ να υπογράψει σχετική υπεύθυνη δήλωση ότι επιτρεπόταν η χρήση του υπογείου για κυλικείο. Εκτός του ανωτέρω κατά τα συνηθιζόμενα στις συναλλαγές που αφορούν μισθώσεις ακινήτων τα έξοδα για προσθήκες και βελτιώσεις που γίνονται στο χώρο τέτοιου ακινήτου επιβαρύνεται ο αγοραστής που προορίζει να χρησιμοποιήσει το μίσθιο για τη συμφωνηθείσα χρήση και δεν εδικαιολογείτο να επιβαρυνόταν ο Ζ ως εκμισθωτής με τις δαπάνες για προσθήκες και βελτιώσεις στο ακίνητο που μίσθωσε ο κατηγορούμενος. Επιπροσθέτως δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να προβεί ο Ζ χωρίς τίμημα σε μεταβίβαση στον κατηγορούμενο της υπόγειας αίθουσας και των δύο χώρων στάθμευσης στην πολυκατοικία της οδού ... εφόσον ζούσε με την σύζυγό του Ψ την οποία είχε εγκαταστήσει μοναδική κληρονόμο του με την από ... ιδιόγραφη διαθήκη του. Η διαθήκη αυτή μετά τον θάνατο του Ζ στις 1/8/2003 δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το 4338 πρακτικό στη συνεδρίασή του στις 19.9.2003 και κηρύχθηκε κύρια από το ίδιο Δικαστήριο με την 1629/2003 απόφαση. Αποδεικνύεται από τα παρακάτω ότι ο κατηγορούμενος στις 21/10/2001 παρέλειψε να ανακοινώσει στην Συμβολαιογράφο Πειραιά Βασιλική Τάγκαλη-Τζωρτζάκη αληθινά γεγονότα για τον Ζαπό τον οποίο ως πωλητή θα μεταβιβάζονταν στον κατηγορούμενο τα 954/1000 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου ιδιοκτησίας του Ζ στη ... και στις 9/11/2001 παρέλειψε να ανακοινώσει στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Αγγελική Φακιδάρη-Παναγοπούλου αληθινά γεγονότα για τον Ζ υπό τον οποίο ως πωλητή επρόκειτο να μεταβιβασθούν στον κατηγορούμενο κατά κυριότητα η αίθουσα επιφάνειας 162 τ.μ. και οι δύο θέσεις στάθμευσης στο υπόγειο της πολυκατοικίας στην οδό .... Παρασιώπησε αθέμιτα ο κατηγορούμενος να ανακοινώσει στις άνω συμβολαιογράφους ότι ο Ζ έπασχε από πνευματική νόσο που περιόριζε αποφασιστικά τη βούλησή του και ότι ήταν ανίκανος προς δικαιοπραξία κα το οποίο γεγονός εγνώριζε ο κατηγορούμενος αλλά αγνοούσαν οι άνω συμβολαιογράφοι και δεν ήταν δυνατό να το αντιληφθούν κατά το διάστημα παρουσίας του Ζ στο γραφείο κάθε συμβολαιογράφου ενώ επιβαλλόταν από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να ανακοινώσει ο κατηγορούμενος το άνω γεγονός σε κάθε μια από τις άνω συμβολαιογράφους. Με αυτή τη συμπεριφορά του επέτυχε ο κατηγορούμενος να παραπλανήσει τις άνω συμβολαιογράφους οι οποίες προήλθαν στη σύνταξη του υπ' αριθμό ... η Βασιλική Τάγκαλη-Τζωρτζάκη και του υπ' αριθμ. ... η Αγγελική Φακιδάρη-Παναγοπούλου συμβολαίων πωλήσεως και βεβαιώθηκαν σ' αυτά τα συμβόλαια περιστατικά που είχαν έννομες συνέπειες δηλαδή τη μεταβίβαση των παραπάνω ακινήτων στον κατηγορούμενο και προκλήθηκε ζημία στον Ζ που ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και υπερέβαινε για κάθε μια από τις άνω μεταβιβάσεις το ποσό των 25.000.000 δρχ. ανελθούσα σε 349.000.000 δρχ. σε σχέση με το πρώτο από τα άνω πωλητήρια συμβόλαια και σε 120.000.000 δρχ. σε σχέση με το δεύτερο από τα συμβόλαια αυτά, στην αθέμιτη αυτή δε παρασιώπηση ανακοίνωσης του άνω γεγονότος προς τις συμβολαιογράφους που συνέταξαν τα άνω συμβόλαια προήλθε σκόπιμα ο κατηγορούμενος για να πορισθεί αντίστοιχο με τη ζημία που υπέστη ο Ζ παράνομο περιουσιακό όφελος. Παράλληλα ο κατηγορούμενος με την άνω αθέμιτη παρασιώπηση της πνευματικής νόσου του Ζ και της ανικανότητάς του προς δικαιοπραξία επέτυχε με εξαπάτηση των προαναφερομένων συμβολαιογράφων ως άμισθων δημόσιων λειτουργών μεταξύ των καθηκόντων των οποίων είναι και η σύνταξη και φύλαξη εγγράφων συστατικών ή αποδεικτικών δικαιοπραξιών των ενδιαφερομένων να βεβαιωθεί σε δημόσια έγγραφα δηλαδή στα άνω πωλητήρια συμβόλαια αναληθής περιστατικά που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες κατά παραπλάνηση των άνω συμβολαιογράφων όπως ότι δήθεν ο Ζ ζήτησε από κάθε μια από τις συμβολαιογράφους αυτές την υπογραφή του κάθε πωλητηρίου συμβολαίου, ότι με το πρώτο συμβόλαιο θα πωλούσε στον κατηγορούμενο το ποσοστό εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησίας του ... στο οικόπεδο στην οδό ... στη ... ότι με το δεύτερο συμβόλαιο θα πωλούσε στον κατηγορούμενος την αίθουσα 162 τ.μ. και τις θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου υπ' αριθμούς 7 και 14 στο υπόγειο της πολυκατοικίας στην οδό ... και ότι το τίμημα πώλησης των άνω ακινήτων καταβλήθηκε στον Ζ εκτός του γραφείου κάθε μίας των άνω συμβολαιογράφων, ενώ λόγω της άνω πνευματικής νόσου δεν μπορούσε ο Ζ να προβεί σε δήλωση βουλήσεως για μεταβίβαση των προαναφερομένων ακινήτων ούτε να αντιληφθεί τις υποχρεώσεις που ανελάμβανε από την κατάρτιση των συμβολαίων αυτών μεταβιβάσεως της κυριότητος λόγω πώλησης. Ο κατηγορούμενος δε, στην πράξη αυτή υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως προήλθε με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους εαυτό του και στον Ζ επήλθε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία που υπερέβαινε τα 25.000.000 δρχ. για κάθε μεταβίβαση εν όψει της ανερχόμενης σε 345.000.000 δρχ. πραγματικής αξίας του ακινήτου στη ... κατά το χρόνο μεταβίβασής του και της ανερχόμενης σε 120.000.000 δραχμές πραγματικής αξίας των πωληθεισών οριζοντίων ιδιοκτησιών στον υπόγειο όροφο της πολυκατοικίας επί της οδού ....
Κατά το άρθρο 98 Π.Κ. κατ' εξακολούθηση έγκλημα υπάρχει όταν αυτό τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεί ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση πράξεως. Ο κατηγορούμενος στις 21/10/2001 και στις 9/4/2001 με περισσότερες πράξεις συνδεόμενες με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους προέβη σε χωριστή παραπλάνηση κάθε μιας των συμβολαιογράφων που εξαπατήθηκαν και προήλθαν στη σύνταξη των άνω συμβολαίων στα οποία βεβαιώθηκαν τα αναφερόμενα παραπάνω ανακριβή περιστατικά, με επιζήμια για τον Ζ περιουσιακά αποτελέσματα. Επομένως οι ζημίες που υπέστη ο Ζ είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης της κάθε μίας από τις συμβολαιογράφους πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος κατ' εξακολούθηση υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως άνω των 25.000.000 δρχ. τελεσθείσης στις 21/10/2001 και 9/11/2001 και ένοχος κατ' εξακολούθηση απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας το περιουσιακό όφελος από την οποία και η αντιστοίχως προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ευρώ 73.000)...Εν όψει περαιτέρω όσων αποδείχθηκαν για το ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την κατάσταση Ζ. Κατά το χρόνο που έγιναν τα συμβόλαια μεταβίβασης του ακινήτου στη ... και της υπόγειας αίθουσας στην πολυκατοικία στην οδό ... και ότι από την πνευματική νόσο από την οποία έπασχε περιοριζόταν αποφασιστικά η βούλησή του και ήταν ανίκανος προς δικαιοπραξία κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης του κατηγορουμένου ως προς την κατάσταση της υγείας του Ζ κατά τον χρόνο σύνταξης των συμβολαίων με τα οποία του μεταβίβασε στις 21/10/2001 και στις 9/11/2001 τα άνω ακίνητα και ότι έπασχε από πνευματική νόσο (γεροντική άνοια) και δεν ήταν ικανός προς δικαιοπραξία, με συνέπεια κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου να είναι αδύνατον να διακρίνει και ο ίδιος ποια ήταν η πραγματική κατάσταση της ψυχικής υγείας του Ζ και ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ανίκανος προς δικαιοπραξία και έτσι να μην καταλογίζονται στον κατηγορούμενο, λόγω άγνοιας περιστατικών που συνιστούσαν αυτές καμιά από τις πράξεις που του αποδίδονται κατ' άρθρο 30Π.Κ. Γίνεται δεκτός ο έτερος ισχυρισμός της υπεράσπισης του κατηγορουμένου και αναγνωρίζεται συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως από το άρθρο 84 περ. 2 α Π.Κ. υπέρ αυτού. Δεν υπάρχει στο πρόσφατο αντίγραφο ποινικού μητρώου του, που ζητήθηκε διαρκούσης της διαδικασίας και προσαρτήθηκε στη δικογραφία από την Εισαγγελική Αρχή καταδίκη του κατηγορουμένου από ποινικό δικαστήριο για έγκλημα. Ο κατηγορούμενος είχε δημιουργήσει οικογένεια με την οποία ζούσε μαζί μέχρι την καταδίκη του από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποτελούμενη από τη σύζυγό του Μ1 και τα δύο τέκνα του την Μ2 ηλικίας 26 ετών σήμερα, η οποία έχει σπουδάσει στο εξωτερικό εξετάσθηκε και ως μάρτυρας υπεράσπισης και τον ... ηλικίας 20 ετών, που είναι φοιτητής. Στο παρελθόν ο κατηγορούμενος που δεν κατόρθωσε να σπουδάσει σε σχολή στην Ανώτατη Εκπαίδευση εργαζόταν για να καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες του και εκείνες της οικογένειάς του σε επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων στην ...και σε εκμετάλλευση επιχείρησης γυψορυχείου στην ... που έχει περιέλθει ήδη στην εταιρεία ΑΓΕΤ, ενώ κατά διαστήματα είχε απασχοληθεί στην επιχείρηση του πατέρα της συζύγου του και ως αντιπρόσωπος στην εταιρεία EUROMEDICA. Είχε κατηγορηθεί για υπεξαίρεση ο κατηγορούμενος ως μεσεγγυούχος επιχειρήσεως γυψορυχείου στη ... και είχε πρωτοδίκως καταδικασθεί από το Τριμελές Εφετείο Κρήτης σε ποινή φυλάκισης αλλά απαλλάχθηκε με την 134/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης κατά της οποία δεν ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης από τον Εισαγγελέα όπως είχε ζητηθεί από τους μηνυτές. Κρίνεται από τα παραπάνω ότι ο κατηγορούμενο μέχρι το χρόνο τέλεση των πράξεων για τις οποίες πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ζούσε έντιμα από άποψη οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική".
Με βάση τις παραδοχές του αυτές το κατ' έφεση δικάσαν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις: α) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του όφελος βλάπτοντας τρίτο, που υπερέβαινε τις 73.000 ευρώ και β) της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και με την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπο της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ (που δεν είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά στις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 13 περ. στ', 98, 220 παρ. 1 και 2 και 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασάφειες και αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι με δόλο του που επαρκώς αιτιολογεί, με τις παραδοχές της τέλεσης απ' αυτόν των αποδιδόμενων στον ίδιο εγκλημάτων, πέτυχε να βεβαιωθούν σε συμβολαιογραφικά έγγραφα δηλώσεις πωλήσεως ακινήτων του Ζ προς αυτόν ενώ αυτός γνώριζε ότι ο τότε (κατά την 21-10-2001 και 9-11-2001) ηλικίας 83 ετών δικαιοπάροχός του ήταν ανίκανος προς δικαιοπραξία, λόγω χρόνιου οργανικού ψυχοσυνδρόμου που έπασχε, κατάσταση την οποία εκείνος γνώριζε και τη παρασιώπησε από τις συντάκτριες των επίμαχων συμβολαίων συμβολαιογράφους Βασιλική Τάγκαλη-Τζωρτζάκη και Αγγελική Φακιδάρη Παναγοπούλου, με σκοπό να επιτύχει υπέρ του εαυτού του παράνομο περιουσιακό όφελος αγοράζοντας τα ακίνητα αυτά σε πολύ μικρότερη τιμή εκείνης της πραγματικής-αντικειμενικής τους αξίας. Επίσης με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί πραγματικής πλάνης του ως κατ' ουσίαν αβάσιμο (Βλ. τη σχετική αιτιολογία στην 300η σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης). Όλες οι λοιπές σε σχέση με τους λόγους για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης στην προσβαλλόμενη απόφαση ως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, διαλαμβανόμενες στο κύριο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και το δικόγραφο του πρόσθετου λόγου (περί έλλειψης αιτιολογίας) αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απορριπτέες. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης και μόνος πρόσθετους επ' αυτής λόγους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 15 του ΚΠΔ όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Η τυχόν συνδρομή μόνο της τελευταίας περιπτώσεως δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, όπως αποτελεί η συμμετοχή σ' αυτό δικαστικών προσώπων, που στο πρόσωπό τους συντρέχει λόγος αποκλεισμού, κατά το άρθρο 14 του ΚΠΔ, από την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά λόγο εξαιρέσεως του δικαστικού προσώπου που προκάλεσε ή προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας. Ο λόγος αυτός όμως πρέπει να προταθεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 επ. ΚΠΔ πριν αρχίσει η συζήτηση, και μόνο αν γίνει αυτός δεκτός και παρά ταύτα συμμετάσχει ο δικαστής στη σύνθεση του δικαστηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια της κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, με ομόφωνη γνώμη των μελών του, λόγω του ότι συμμετέσχε σε αυτή ως μέλος η Εφέτης Ελένη Μετζιδάκη, η οποία είχε συμμετάσχει στη σύνθεση του 8ου Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών και στην έκδοση της υπ' αριθμ. 4198/2006 απόφασης, η οποία αφορούσε το αστικό μέρος της ίδιας υπόθεσης (εγκυρότητα των μεταβιβάσεων ακινήτων από τον Ζ προς τον αναιρεσειόντα) και κατέληξε ομόφωνα στην αναγνώριση της ακυρότητας των εν λόγω με συμβολαιογραφικά έγγραφα καταρτισθεισών δικαιοπραξιών, και ως εκ τούτου συνέτρεχαν στο πρόσωπό της υπόνοιας μεροληψίας εκ της συμμετοχής της και στον ποινικό δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο λόγος όμως αυτός, ο οποίος προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί η συνδρομή ενός τέτοιου γεγονότος, δηλαδή της συμμετοχής της παραπάνω δικαστή στη σύνθεση του πολιτικού δικαστηρίου, που είχε επιληφθεί των αγωγών αναγνώρισης της ακυρότητας των επίμαχων εμπράγματων δικαιοπραξιών, ενώ στην ποινική διαδικασία διερευνήθηκε κύρια η ποινική ευθύνη ενός από τους συμβαλλόμενους σ' αυτήν (αναιρεσείοντος), δεν αποτελεί λόγους αποκλεισμού της ως άνω Εφέτη (άρθρο 14 ΚΠΔ), αλλά λόγο εξαίρεσης της, ο οποίος όμως δεν υποβλήθηκε με αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 16 ΚΠΔ, από τον τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα (Βλ. σχετικά την ΑΠ 613/2006). Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ο επ' αυτής πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ. Β) Όσον αφορά την από 11-9-2009 αίτηση αναίρεσης της Ψ, της οποίας απορρίφθηκε η παράσταση της ως πολιτικώς ενάγουσας στην προκειμένη ποινική δίκη και το αίτημα περί ανάκλησης της απόφασης περί της ως άνω αποβολής της, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει ότι αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης αν με αυτό το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία, κηρύσσοντας ένοχο ή αθώο τον κατηγορούμενο. Σύμφωνα δε με την παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν απ' αυτήν που προσβάλλεται τέτοια προπαρασκευαστική απόφαση, μεταξύ άλλων είναι και αυτή που διέταξε την αποβολή της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 1 περ. γ του ΚΠΔ ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ζητήσει την αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης μόνο όμως για το τμήμα της που επιδικάζει σ' αυτόν αποζημίωση ή ικανοποίηση ή απορρίπτει την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, όχι δε όταν αυτή απορρίπτεται επειδή θεμελίωσε την ενεργητική του νομιμοποίηση σε άλλα περιστατικά εκείνων που είχε επικαλεσθεί αρχικά με άλλη ιδιότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης έκθεση αναίρεσης της Ψ, το γένος ..., αυτή δεν ζητεί την αναίρεση της οριστικής υπ' αριθμ. 1843/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, αλλά των υπ' αριθμ. 206 Α, 213, 887 ΚΑΙ 904 Α/2009 προπαρασκευαστικών αποφάσεων αυτού. Με την τρίτη από τις άνω μη οριστικές αποφάσεις επί της κατηγορίας του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από τις ενσωματωμένες στην υπ' αρ. 1843/2009 οριστική απόφασή του δύο τελευταίες των ως άνω αποφάσεων, απορρίφθηκαν τα αιτήματα της ανωτέρω, που δήλωσε στο Δικαστήριο παράσταση πολιτικής αγωγής: α) για ανάκληση περί διόρθωσης των προηγούμενων υπ' αρ. 206 Α και 213/2009 αποφάσεών του και β) για ανάκληση της περί αποβολής της πολιτικής αγωγής (Βλ. σελ. 73 της προσβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο οριστικής απόφασης) ενώ με την τέταρτη αυτών (υπ' αρ. 904 Α/2009) απορρίφθηκε αίτημα του κατηγορουμένου για προσκόμιση εγγράφων του ΤΣΜΕΔΕ. Όλες από τις ανωτέρω αποφάσεις που αναφέρονται στο ζήτημα τις ενεργητικής νομιμοποίησης της αναιρεσείουσας Ψ προκλήθηκαν από τον τρόπο της αρχικής δήλωσής της ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα ατομικά για τον εαυτό της στη συνέχει όμως μετά το θάνατο αυτού (1-8-2003) η δήλωσή της αυτή φέρεται να προβλήθηκε πλέον από τους πληρεξούσιούς της δικηγόρους με την ιδιότητα ως κληρονόμος αυτής, με αποτέλεσμα, λόγω του ότι δεν αναφερόταν στο διατακτικό της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δηλονότι στην υπ' αριθμ. 3532/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών η ιδιότητα της ανωτέρω ως κληρονόμου του Ζ, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 206 Α/2009 απόφασή του την απέβαλε, κατά πλειοψηφία λόγω της διαφορετικής θέσης της ως προς την ιδιότητα που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και ανεπίτρεπτης κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας μεταβολής της ιδιότητας αυτής για την ενεργητική νομιμοποίησή της ως πολιτικώς ενάγουσας, ενώ με τη δεύτερη των ανωτέρω αποφάσεων (υπ' αρ. 213/2009) απορρίφθηκε αίτημά της για διόρθωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης με σκοπό να προκύπτει απ' αυτό με σαφή και αναμφισβήτητο τρόπο η δήλωση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου περί της ενεργητικής νομιμοποίησής της ως πολιτικώς ενάγουσας με την ιδιότητά της ως μοναδικής κληρονόμου του υποστάντος την ηθική βλάβη και δικαιούμενου χρηματικής ικανοποίησης συζύγου της Ζ. Τέλος το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας με την υπ' αρ. 887/2009 απόφασή του απέρριψε το αίτημα της Ψ κατά πλειοψηφία, για ανάκληση της προηγούμενη περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, με σκοπό να παραστεί στη συνέχεια ως πολιτικώς ενάγουσα, μετά την υποβολή των σχετικών από 16-3-2009 και 20-3-2009 εγγράφων αιτήσεων της. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της Ψ, ως μη προσβάλλουσα και την οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 1 περ. γ του ΚΠΔ, ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ζητήσει την αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης μόνο για το τμήμα της που επιδικάζει σ' αυτόν αποζημίωση ή ικανοποίηση ή απορρίπτει την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση που η Ψ αποβλήθηκε, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα ως πολιτικώς ενάγουσα, για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησής της και δεν απορρίφθηκε η αγωγή της (περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) ως μη στηριζόμενη στο νόμο εντεύθεν δε η κρινόμενη αίτησή της, ως ασκηθείσα από πρόσωπο που δεν δικαιούνταν να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο (αναίρεση), πρέπει να απορριφθεί γι' αυτό το λόγο ως απαράδεκτη (Βλ. σχ. 1108/2006). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στα δικαστικά έξοδα του παραστάντος καθού η αναίρεση αυτή-κατηγορουμένου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 17 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση με τον επ' αυτής από 15 Ιανουαρίου 2010 πρόσθετο λόγο του Χ, κατοίκου ... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 887, 904 α, 119 Α, 1191, 1193 και 1843/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ως και την 11 Σεπτεμβρίου αίτηση της Ψ, θυγατέρας Φ1 και Φ2, κατοίκου ..., για αναίρεση των υπ' αρ. 206 Α, 213, 887 και 904 Α/2009 αποφάσεων του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου.
Απορρίπτει αυτές στο σύνολό τους. Και
Καταδικάζει: Α) τον αναιρεσείοντα Χ στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και Β) την αναιρεσείουσα Ψ στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ ως και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη του καθού η αναίρεση αυτής-κατηγορουμένου Χ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ