Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Δασικά αδικήματα, Αναρμοδιότητα.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που δικάζοντας κατ' έφεση καταδίκασε τον ερήμην πρωτοδίκως δικασθέντα αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 71 § 1 Ν. 998/1979. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ) διότι δεν προβλήθηκε με ειδικό λόγο εφέσεως η κατά τόπο αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καλύφθηκε η αναρμοδιότητα αυτού, μη ιδρυομένου λόγου αναιρέσεως και επιπλέον δεν αντίκειται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ η θέσπιση περιορισμών όσον αφορά την πρόταση ενστάσεως της κατά τόπο αναρμοδιότητας, και την έρευνα αυτής για πρώτη φορά από το Εφετείο, ούτε αντίκειται η μη εξέταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας στην κατ' έφεση δίκη, αν δεν προβληθεί έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως (άρθρο 510 § 1 στροιχ. Β΄ ΚΠΔ) για παράλειψη του κατ' έφεση δικάσαντος δικαστηρίου να αποφανθεί επί προφορικού αιτήματος υποβληθέντος στο ακροατήριό του για ακυρότητα της κλητεύσεώς του σε διεύθυνση από την οποία είχε αποχωρήσει από 20ετίας και η οποία ένσταση δεν καταχωρήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση διότι δεν προβλήθηκε παραδεκτώς τέτοιος ισχυρισμός με 0παράδοση και γραπτού σημειώματος καταχωρημένου στα πρακτικά και δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ή ο συνήγορός του υπέβαλαν προφορικώς ή εγγράφως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακυρότητα κλήτευσής του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το περιεχόμενο που αναφέρει στην ένδικη αίτηση αναιρέσεως και δεν προκύπτει από όσα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιο δικαστηρίου ότι υπεβλήθη νομίμως από τον αναιρεσείοντα τέτοιος ισχυρισμός για ακυρότητα κλητεύσεώς του στην πρωτόδικη δίκη. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ) ως αλυσιτελής και μη παραδεκτώς προβαλλόμενος, η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος και της επιδόσεως αυτών στον κατηγορούμενο, καλύπτεται αν δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης ο εμφανισθείς κατ' αυτή κατηγορούμενος ή σε περίπτωση που δικάσθηκε ερήμην πρωτοδίκως αν δεν προταθεί αυτή η ακυρότητα με λόγο εφέσεως και ο ήδη αναιρεσείων δεν προσέβαλε το κύρος της κλήτευσής του στην πρωτόδικη δίκη με την έφεσή του, και δεν υπήρχε έτσι ακυρότητα της διαδικασίας αλλά καλύφθηκε αυτή και δεν μπορούσε μετά την έναρξη της συζητήσεως κατ' έφεση να προτείνει αυτήν την ακυρότητα της αρχικής κλητεύσεώς του.
ΑΡΙΘΜΟΣ 849/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Κασιμάτη, περί αναιρέσεως της 42554/2009 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1302/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 122 παρ. 1, 126 και 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι από την παράβαση των περί τοπικής αρμοδιότητας κανόνων γεννάται μεν ο περί υπερβάσεως εξουσίας λόγος αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η περί κατά τόπον αναρμοδιότητας ένσταση προτάθηκε μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Αν η κατά τόπον αναρμοδιότητα του δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή τον Εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από τον Πρωτοβάθμιο δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί ερήμην στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν προβάλλει με λόγο εφέσεως την κατά τόπον αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η αναρμοδιότητα αυτή καλύπτεται και δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου, ο ως άνω αναιρεσείων, εισαχθείς σε δίκη μαζί με άλλον συγκατηγορούμενό του ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του άρθρου 71 παρ. 1 ν. 998/1979, όπως η παρ. 1 αντικατεστάθη με το άρθρο 46 παρ. 1 ν. 2145/1993 φερομένη ως τελεσθείσα στη δασική θέση στο ύψος του 60 χιλιομέτρου Παλαιάς Εθνικής Οδού Α...) περιφερείας του Δήμου ..., κηρύχθηκε ερήμην ένοχος με την 53547/2006 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου καταδικασθείς σε φυλάκιση δεκαπέντε μηνών και χρηματική ποινή 3000 ευρώ ενώ ο συγκατηγορούμενός του ... κηρύχθηκε αθώος. Κατά της άνω αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών άσκησε την από 24.10.2007 έφεση ο ήδη αναιρεσείων στην οποία όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της σχετικής υπ' αριθμό 13170/2007 έκθεσης εφέσεως δεν προέβαλε ως λόγο εφέσεως αναρμοδιότητα κατά τόπον του δικάσαντος πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ισχυρισμό περί κατά τόπο αναρμοδιότητας του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Μονομελούς Πλημμελειοδικείου προέβαλε ο ήδη αναιρεσείων το πρώτον στη κατ' έφεση δίκη μέσω του συνηγόρου του, τον οποίο διόρισε για να τον υπερασπισθεί, μαζί με άλλους ισχυρισμούς που ανέπτυξε προφορικώς και για τους οποίους παρέδωσε στο δικαστήριο γραπτό σημείωμα που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση του ήδη αναιρεσείοντος περί τοπικής αναρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού έκρινε την έφεσή του τυπικά δεκτή προχώρησε στην κατ' ουσία εκδίκαση της υποθέσεως και μετά την εκτίμηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδείξεων κήρυξε αυτόν ένοχο της αξιοποίνου πράξεως της ανέγερσης κτίσματος και εγκαταστάσεων εντός δασικής εκτάσεως με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου επέβαλε δε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών ανασταλείσα επί τριετία. Δεν προβλήθηκε με ειδικό λόγο εφέσεως από τον ήδη αναιρεσείοντα αναρμοδιότητα κατά τόπο του δικάσαντος αυτού, ερήμην, πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Συνεπώς δεν θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως για υπέρβαση εξουσίας, πέραν του ότι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απερρίφθη ως απαράδεκτη η προβληθείσα κατά τη συζήτησης της υποθέσεως κατ' έφεση άνω ένσταση περί αναρμοδιότητος κατά τόπο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ειδικότερα για το λόγο ότι δεν προεβλήθη πρωτοδίκως από τον τότε παρόντα συγκατηγορούμενο του ήδη αναιρεσείοντος ή τον Εισαγγελέα η περί αναρμοδιότητος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τόπο ένσταση και έτσι αυτή καλύφθηκε. Σε κάθε περίπτωση η θέσπιση περιορισμών όσον αφορά την πρόταση ενστάσεως τοπικής αναρμοδιότητας πρωτοδίκως και την έρευνα αυτής για πρώτη φορά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνον αν προβλήθηκε από τον κηρυχθέντα ένοχο ερήμην πρωτοδίκως κατηγορούμενο με ειδικό λόγο εφέσεως δεν αντίκειται στις εγγυήσεις από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα και θα αποφασίσει επί των αμφισβητήσεων επί των αστικής φύσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας όσο και από το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα του ΟΗΕ της 16.12.1966 που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων, κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικασθεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με το νόμο και το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, απαγγελθείσα εναντίον του καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα. Έτσι δεν αποκλείεται από τους περιορισμούς αυτούς η κατόπιν ασκήσεως εφέσεως στην οποία θα περιλαμβάνεται ως ειδικός λόγος, να εξετασθεί στην κατ' έφεση δίκη παρ' ότι κατ' αρχήν καλύπτεται αν δεν προβληθεί εώς την έναρξη της επ' ακροατηρίου αποδεικτικής διαδικασίας η κατά τόπο αναρμοδιότητα πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που δίκασε ερήμην κατηγορούμενο, ιδίως στην περίπτωση που η ερημοδικία του ήταν παράνομη. Κατ' ακολουθίαν είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο λόγος αναιρέσεως ότι δεν ερμηνεύθηκαν ούτε εφαρμόσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ ως κατισχύουσας των εθνικών διατάξεων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, οι προαναφερθείσες διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ. για την κατά τόπο αναρμοδιότητα του δικαστηρίου και την νόμιμη πρότασή της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως ιδρύεται και σε περίπτωση ελλείψεως ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του Κ.Ποιν.Δ. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 1947/1991 και άρθρ. 34 παρ. 2 ν. 2172/1993 στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα. Ο ήδη αναιρεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να αποφανθεί επί προφορικής υποβληθείσης στο ακροατήριο κατά την κατ' έφεση δίκη ενστάσεως για ακυρότητα της κλητεύσεώς του στην οδό ... από την οποία είχε αποχωρήσει προ 20 και πλέον ετών και ότι η ένστασή του αυτή δεν καταχωρήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 141 παρ. 2, 331, 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να ζητούν λαμβάνοντας το λόγο να προβούν σε δηλωθείς, αιτήσεις ή ενστάσεις και να ζητούν την καταχώρησή των στα πρακτικά προκειμένου δε περί αυτοτελών ισχυρισμών ή ενστάσεων δεν αρκεί η παράδοση γραπτού σημειώματος αλλά απαιτείται και προφορική ανάπτυξη αυτών κατά τα ουσιώδη στοιχεία των για να θεωρείται ότι έχουν προβληθεί παραδεκτώς (ΑΠ ολ. 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων ή ο συνήγορός του προέβαλε προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον του κατ' έφεση δικάζοντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ακυρότητα της κλητεύσεώς του στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το περιεχόμενο που αναφέρει στην ένδικη αίτηση αναιρέσεως. Το δικαστήριο στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, επί του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής της δίκης, προκειμένου να προσκομισθούν φορολογικές δηλώσεις και λογαριασμοί καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ από τον κατηγορούμενο και επί της ενστάσεως κατά τόπο αναρμοδιότητος καθώς και των λοιπών αυτοτελών ισχυρισμών του, δέχεται, όπως προκύπτει από το από 14.4.2006 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α Α/Τ Πειραιώς ... ο ήδη αναιρεσείων εκκαλών είχε νομίμως δικασθεί ερήμην στον πρωτόβαθμο εφόσον το κλητήριο θέσπισμα του είχε επιδοθεί με θυροκόλληση στην αναφερόμενη στην από 16.3.2004 μηνυτήρια αναφορά του δασοφύλακα Μεγάρων ... και βεβαιωθείσα από το όργανο της επίδοσης διεύθυνσή του επί της οδού .... Από τα ανωτέρω που δέχθηκε και το Δικαστήριο και αναφέρονται στην προσβαλλόμενη δεν προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων προέβαλε νομίμως ισχυρισμό για ακυρότητα της κλητεύσεώς του στη δίκη στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307, επ. 314, 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Ποιν.Δ. η κυρία διαδικασία αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας δηλαδή με την επίδοση στο κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος με τα οποία καλείται στο ακροατήριο είτε με την εμφάνιση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Κατά το άρθρο 174 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. η ακυρότητα της κλήσης το ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορούμενου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποιήσεως αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην η ως άνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος ως διαδικαστικής πράξεως, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Αν δε προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως καλύπτεται με επακόλουθο η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κυρία διαδικασία. Κατ' ακολουθία αυτών και του ότι ο ήδη αναιρεσείων δεν προσέλαβε το κύρος της κλητεύσεώς του, στην πρωτόδικη δίκη, στην οποία δικάσθηκε ερήμην, με λόγο εφέσεως, δεν θεμελιωνόταν έλλειψη ακροάσεως του αναιρεσείοντος συνεπαγομένη ακυρότητα της διαδικασίας, αλλά είχε καλυφθεί οποιαδήποτε σχετική ακυρότητα όσον αφορά την επίδοση της κλήσεως στον ήδη αναιρεσείοντα για να εμφανισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν μπορούσε μετά την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεως κατ' έφεση να προτείνει αυτήν την ακυρότητα της αρχικής κλητεύσεώς του που ήδη είχε καταστεί απρόσβλητη.
Συνεπώς είναι απορριπτέος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. β λόγος αναιρέσεως. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί ο επικουρικώς πλην αλυσιτελώς προβαλλόμενος λόγος με τον οποίο πλήττεται η άνω απόφαση ότι δεν διέλαβε ειδική αιτιολογία ως προς την απόρριψη της άνω ένστασης που προέβαλε στην κατ' έφεση δίκη ο ήδη αναιρεσείων περί ακυρότητος της κλητεύσεώς του στο πρωτόδικο δικαστήριο, ανεξάρτητα από την αοριστία του καθόσον δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη ή ασάφεια της επιβαλλόμενης αιτιολογίας σε σχέση με το συγκεκριμένο κεφάλαιο της αποφάσεως για να είναι παραδεκτός ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21/7/2009 αίτηση δήλωση του Χ περί αναιρέσεως της 42554/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ