Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναβολή συζήτησης, Πληρεξουσιότητα.
Περίληψη:
Βούλευμα. Η παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας της προσκομίσεως πληρεξουσίου συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου, πρέπει όμως να ερευνηθεί εάν ο ασκών το ένδικο μέσο ή ο αντίκλητος του ειδοποιήθηκαν προ 24 ωρών, άλλως διατάσσεται, η αναβολή της συζητήσεως για την ειδοποίηση τους. Αναβάλλει τη συζήτηση της υποθέσεως, ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, προκειμένου να ειδοποιηθεί αυτός η ο αντίκλητος του. Ως προς τους λοιπούς απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως, με τον μοναδικό λόγο της οποίας αιτιώνται οι αναιρεσείοντες ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε ουσιαστική ποινική διάταξη.
Αριθμός 2433/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1430/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 31 Οκτωβρίου (τρεις) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1879/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 581/19.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών τας ασκηθείσας υπό των κατηγορουμένων 1) Χ3, 2) Χ2 και 3) Χ1, κατοίκων ..., οδός ... αριθμ. ..., από 31 Οκτωβρίου 2008 αιτήσεις αναιρέσεώς των κατά του υπ'αριθμ. 1430/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής:
Ι. Εκ της διατάξεως του άρθρου 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, επί ασκήσεως ενδίκου μέσου υπό αντιπροσώπου του διαδίκου, πρέπει εντός προθεσμίας είκοσιν ημερών από της ασκήσεώς του, να προσκομισθή εις τον γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη τούτο το σχετικόν πληρεξούσιον, άλλως παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας αυτής το ένδικον μέσον κηρύσσεται απαράδεκτον κατ' άρθρ. 476 παρ. 1 (Α.Π. 721/2007 Ποιν Δικ 2007 σελ. 1226 κ.ά.). Εις την προκειμένην περίπτωσιν η αίτησις αναιρέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ3 ησκήθη ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών την 31 Οκτωβρίου 2008 διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γεωργίου Γιάνναρου, ο οποίος όμως δεν προσεκόμισεν εις τον ανωτέρω Γραμματέα εντός της εικοσαημέρου προθεσμίας το σχετικόν πληρεξούσιον (βλ. την από 21/11/2008 υπηρεσιακήν βεβαίωσιν).
Συνεπώς η αίτησις αναιρέσεως του Χ3 τυγχάνει απαράδεκτος.
ΙΙ. Αι αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2 και 2) Χ1 έχουν ασκηθή εμπροθέσμως και νομοτύπως.
Συνεπώς αυταί είναι τυπικώς παραδεκταί και πρέπει να ερευνηθή η βασιμότης του προβαλλομένου δι'αυτών λόγου αναιρέσεως.
ΙΙΙ. Διά του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ'ουσίαν αι εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων 1) Χ2 και 2) Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 87/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη το βούλευμα τούτο, που τους παρέπεμψεν εις το ακροατήριον διά να δικασθούν δι'απόπειραν ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά συναυτουργίαν και κατά συρροήν. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονούνται ήδη οι αναιρεσείοντες προβάλλοντες τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
IV. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδη εις αυτήν διαφορετικήν έννοιαν από εκείνην που πραγματικώς έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται εις την περίπτωσιν που ο δικαστής δεν υπήγαγεν ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που εδέχθη ότι προέκυψαν, εις την ουσιαστικήν ποινικήν διάταξιν που εφηρμόσθη. Περίπτωσις εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίασις εγένετο εκ πλαγίου. Η παραβίασις αυτή υπάρχει, όταν εις το πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται εις τον συνδυασμόν του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται εις τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος διά το οποίον πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειαι, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ολ Α.Π. 7/2008 Πραξ Λογ ΠΔ 2008 σελ. 496).
V. Εκ της διατάξεως του άρθρου 299 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτησιν του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεσις της ζωής ετέρου ανθρώπου, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος. Ειδικώς επί του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως προβλέπονται δύο μορφαί δόλου, προμελετημένος και απρομελέτητος. Προμελετημένος δόλος υπάρχει, οσάκις ο δράστης εν ηρέμω ψυχική καταστάσει επιτρεπούση την σκέψιν απεφάσισε την τέλεσιν του εγκλήματος. Εάν η εκτέλεσις της πράξεως δεν επηκολούθησεν αμέσως μετά την απόφασιν, αλλ' εις μεταγενέστερον χρόνον, αρκεί διά την ύπαρξιν προμελετημένου δόλου να υπάρχη ηρεμία ψυχής είτε κατά το έν είτε κατά το άλλο χρονικόν σημείον. Περαιτέρω εκ της διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 1 Π.Κ. εν συνδ. προς την ανωτέρω διάταξιν προκύπτει, ότι πράξις περιέχουσα αρχήν εκτελέσεως της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως είναι οιαδήποτε ενέργεια του δράστου, η οποία αποτελούσα τμήμα, εν όλω ή εν μέρει, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως εις την πραγμάτωσιν αυτού ή τελεί προς αυτήν εν τοιαύτη αναγκαία και αμέσω σχέσει συναφείας, ώστε κατά την κοινήν αντίληψιν, να θεωρήται ως τμήμα αυτής και εις την οποίαν αμέσως άγει, εάν δεν ήθελεν εξ οιουδήποτε λόγου ανακοπή (Α.Π. 2130/2007, 1466/2007 Πραξ Λογ ΠΔ 2008 σελ. 174, Ποιν Χρ ΝΗ' σελ. 615 αντιστ. κ.ά.).
VI. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών που εξέδωσε το πληττόμενον βούλευμα, διά παραδεκτής αναφοράς εις την ενσωματωθείσαν εις αυτό Εισαγγελικήν πρότασιν, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων της δικογραφίας, απολογιών κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που κατά τα ουσιώδη εν σχέσει με την υπόθεσιν σημεία των έχουν ως εξής:
Εις ... και παρά την θέσιν ... την 15ην Αυγούστου 2005 και περί ώραν 17.45', οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, από κοινού ενεργούντες μετ' άλλων συγκατηγορουμένων των, εντός της οικίας του ΑΑ, απεφάσισαν ευρισκόμενοι εις ήρεμον ψυχικήν κατάστασιν, να θανατώσουν τους ΒΒ, ΓΓ, ΔΔ και ΕΕ. Προς τούτο, ευρισκόμενοι εις την αυτήν ήρεμον ψυχικήν κατάστασιν, 1) ο Χ1 επυροβόλησεν επανειλημμένως διά κυνηγετικής καραμπίνας κατ'αυτών, τραυματίσας α) τον ΒΒ, εις την οπισθίαν επιφάνειαν του κορμού του σώματός του, τα άνω άκρα του, τον θώρακα, την κοιλιακήν και αριστεράν πλαγίαν τραχηλικήν χώραν, το αριστερόν ημιμόριον του προσώπου και το τριχωτόν της κεφαλής του, την πλαγίαν έξω επιφάνειαν κατά μήκος του αριστερού κάτω άκρου και εις το δεξιόν κάτω άκρον του, β) την ΓΓ, εις την δεξιάν άνω περιστοματικήν της χώραν, την δεξιάν κάτω γνάθον, την πλαγίαν έξω επιφάνειαν του άνω τριτημορίου της αριστεράς κνήμης της και εις την μεσότητα της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής της στήλης και γ) τον ΔΔ, εις την δεξιάν ωμικήν του χώραν, την έσω έλικα δεξιού ωτός, δεξιάν υπογνάθιον χώραν πλησίον της αρθρώσεως της κάτω γνάθου του, δεξιάν ωμοπλατιαίαν χώραν, οπίσθιον δεξιόν κάτω ημιθωράκιον, αριστεράν οσφυϊκήν χώραν και άνω τριτημόριον δεξιού κάτω άκρου του και 2) ο Χ2 επετέθη κατ'αυτών διά θλώντος, αμβλέος, επιμήκους ξυλίνου οργάνου, διά του οποίου εκτύπησε τούτους, προξενήσας εις α) τον ΒΒ, ελαφρά τραύματα εις όλον το σώμα αυτού, β) την ΓΓ, εκδοράς της μεσότητος την θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής της στήλης, γ) τον ΔΔ, εκδοράς της κατ'αγκώνος αρθρώσεως αμφοτεροπλεύρως, γραμμοειδή εκδοράν εις την πλαγίαν έξω επιφάνειαν του άνω τριτημορίου του δεξιού του βραχίονος, εκδοράς δεξιάς υπογναθίου χώρας πλησίον της αρθρώσεως της κάτω γνάθου του, διασπάρτους γραμμοειδείς εκδοράς δεξιάς ωμοπλατιαίας χώρας, οπισθίου δεξιού κάτω ημιθωρακίου, αριστεράς οσφυϊκής χώρας κα άνω τριτημορίου δεξιού κάτω άκρου του και δ) την ΕΕ, θλαστικήν εξοίδησιν της πλαγίας έξω επιφανείας της μεσότητος του αριστερού της αντιβραχίου. Πλην η πράξις των αυτή δεν ήχθη εις πέρας ουχί οικεία αυτών βουλήσει, αλλ'εξ εμποδίων εξωτερικών. Συγκεκριμένως διότι εξ αστοχίας των δεν έπληξαν αυτούς εις καίρια διά την ζωήν των σημεία του σώματός των.
VΙΙ. Με τας παραδοχάς του αυτάς ορθώς το Συμβούλιον Εφετών υπήγαγε τα ανωτέρω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά εις τας διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 Π.Κ., δεχθέν ότι υφίσταται εν προκειμένω απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά συναυτουργίαν και κατά συρροήν.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστάμενος εις το ότι έπρεπε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά να υπαχθούν όχι εις τας ως άνω διατάξεις, αλλ' εις την διάταξιν του άρθρου 310 παρ. 1 Π.Κ. περί βαρείας μη σκοπουμένης σωματικής βλάβης ή εις την τοιαύτην του άρθρου 308 παρ. 1 Π.Κ. περί απλής σωματικής βλάβης.
Κατ'ακολουθίαν αυτών πρέπει να απορριφθούν αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Ι. Να απορριφθούν αι από 31 Οκτωβρίου 2008 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ3, 2) Χ2 και 3) Χ1, κατοίκων ..., οδός ... αριθμ. ..., κατά του υπ'αριθμ. 1430/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.
Αθήνα 15 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Ι. Ζύγουρας"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, η παράγραφος 1 του άρθρου 476 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996 "περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κ.τ.λ.", ορίζει, ότι "Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση, που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο Εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της Εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του δικαστικού συμβουλίου ή του συνερχομένου σε συμβούλιο δικαστηρίου οφείλει, εφόσον η έγγραφη πρόταση, που υποβάλλεται απ' αυτόν, διατυπώνει τη γνώμη ότι το ένδικο μέσο που άσκησε ο διάδικος είναι απαράδεκτο, να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε αυτό ή τον αντίκλητο του, για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο). Ο δε γραμματέας της Εισαγγελίας διενεργεί την ειδοποίηση αυτή με οποιοδήποτε μέσο κρίνει ο ίδιος, ήτοι γραπτώς ή προφορικώς ή και τηλεφωνικώς και επισημειώνει την ενέργειά του αυτή στον φάκελο της δικογραφίας.
Εν προκειμένω, με την από 15 Δεκεμβρίου 2008 πρότασή του, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προτείνει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Χ3 κατά του 1430/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως απαράδεκτη, διότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Γιάνναρος δεν προσεκόμισε στον Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών εντός της εικοσαήμερης προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 465 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Όμως, από την δικογραφία προκύπτει ότι δεν ειδοποιήθηκε από τον Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, με οποιονδήποτε από τους ανωτέρω μνημονευόμενους τρόπους ο αναιρεσείων ή ο αντίκλητος αυτού δικηγόρος. Ενόψει αυτής της ελλείψεως, πρέπει το Συμβούλιο να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως ως προς τον ως άνω αναιρεσείοντα και την ειδοποίηση αυτού ή του αντικλήτου του, εντός της ανωτέρω προβλεπομένης από το άρθρο 476 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προθεσμίας.
ΕΠΕΙΔΗ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικώς έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση έγινε εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος. Ειδικώς, επί του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, προβλέπονται δύο μορφές δόλου, δηλαδή προμελετημένος και απρομελέτητος. Προμελετημένος δόλος υπάρχει, οσάκις ο δράστης σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, η οποία επιτρέπει την σκέψη, αποφάσισε την τέλεση του εγκλήματος. Εάν η εκτέλεση της πράξεως δεν επακολούθησε αμέσως μετά την απόφαση, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο, αρκεί για την ύπαρξη προμελετημένου δόλου να υπάρχει ηρεμία ψυχής είτε κατά το ένα είτε κατά το άλλο χρονικό σημείο. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό προς την ανωτέρω διάταξη, προκύπτει ότι πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση είναι οποιαδήποτε ενέργεια του δράστη, η οποία, αποτελώντας τμήμα, εν όλω ή εν μέρει, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε, κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής και στην οποία αμέσως άγει, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα, με παραδεκτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση που έχει ενσωματωθεί σ' αυτό, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων απολογιών) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στον ... στις 15.00 της 15.8.2005, δύο άτομα, των οποίων τα στοιχεία δεν εξακριβώθηκαν κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση και κατά την κυρία ανάκριση, μετέβησαν στην οικία της ΣΤ και καθ' ον χρόνο ο ένας εξ αυτών προσπαθούσε να της πωλήσει διάφορα αντικείμενα, όπως χρυσαφικά, ηχεία και ψηφιακούς δίσκους, ως προς τα οποία η ΣΤ αντελήφθη ότι ήταν αντικείμενα κλοπών, ο άλλος επιχειρούσε να εισέλθει στο σπίτι της από κάποιο παράθυρο, που είχε ανοίξει ο ίδιος. Η ΣΤ φώναξε επιτιμητικά στους ανωτέρω, των οποίων δεν γνώριζε τις φυσιογνωμίες και εκείνοι τράπηκαν σε φυγή, εν συνεχεία δε αυτή φώναξε τα παιδιά της και τους διηγήθηκε το συμβάν, περιγράφοντας τους, τους εν λόγω δράστες. Μετά ταύτα, οι ανωτέρω αποφάσισαν να τους βρουν, αναζητώντας τους στον καταυλισμό των Ρομά, στα ..., όπου πράγματι τους εντόπισαν. Εκεί, η ΣΤ τους είπε ότι "κακώς κλέβουν από τους Τσιγγάνους, γιατί και οι ίδιοι είναι Τσιγγάνοι", όμως τότε, ο ένας εκ των δραστών της επετέθη με κατσαβίδι, προκαλώντας της "κάταγμα ρινικών οστών και μετωπιαίων αποφύσεων άνω γνάθου, αλλά και ρινορραγία". Ενόψει της εν λόγω εξελίξεως, συγκεντρώθηκαν συγγενείς της παθούσας, στους οποίους περιλαμβάνονται και ο κατηγορούμενος Χ2 αλλά και άλλοι, οι οποίοι, οδηγούμενοι από τους κατηγορούμενους Χ1, ο οποίος μάλιστα κρατούσε κυνηγετική καραμπίνα, Χ2, που κρατούσε πιστόλι και κυνηγετική καραμπίνα και ΖΖ, μετέβησαν στην οικία του ΑΑ, που βρίσκεται στη θέση ..., όπου ήταν συγκεντρωμένα αρκετά άτομα. Επειδή οι ανωτέρω πίστευαν ότι ανάμεσα στα προαναφερόμενα πρόσωπα βρίσκονταν και οι δράστες της επιθέσεως κατά της ΣΤ, επετέθησαν εναντίον όλων, αδιακρίτως και με ιδιαίτερο μένος, χρησιμοποιώντας όπλα, σίδερα και ξύλινους λοστούς, που έφεραν μαζί τους γι' αυτό το σκοπό και τραυμάτισαν ορισμένους από αυτούς, χρησιμοποιώντας εναντίον τους και τα προαναφερόμενα πρόσφορα για άμυνα και επίθεση αντικείμενα. Συγκεκριμένα, κρατώντας ο Χ1 κυνηγετική καραμπίνα, ο Χ2 κυνηγετική καραμπίνα μάρκας BERETTA ιταλικής προέλευσης, με στοιχεία "...", η οποία βρέθηκε αργότερα στην οικία του μετά από νομότυπη έρευνα των αστυνομικών του Τμήματος Ασφ. ... και κατασχέθηκε και ο ΖΖ ξύλινο λοστό, επετέθησαν εναντίον του ΒΒ, της ΓΓ, του ΔΔ και της ΕΕ, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι τραυματίσθηκαν από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, οι οποίοι τους πυροβόλησαν, αφού τους είχαν προηγουμένως σκοπεύσει και η τελευταία τραυματίσθηκε από τον τρίτο, που την χτύπησε με τον ξύλινο λοστό, που κρατούσε. Οι ανωτέρω δράστες προκάλεσαν ειδικότερα: Στον ΒΒ "διάσπαρτα κυκλικά επιφανειακά τραύματα διαμ. 0,1 έως 0,4 mm στην οπίσθια επιφάνεια του κορμού του σώματος του, στα άνω άκρα του, στο θώρακα, στην κοιλιακή και αριστερή πλάγια τραχηλική του χώρα, στο αριστερό ημιμόριο του προσώπου και στο τριχωτό της κεφαλής του, στην πλάγια έξω επιφάνεια κατά μήκος του αριστερού κάτω άκρου, καθώς και στο δεξιό κάτω άκρο" και δύο "γραμμοειδείς εκδορές στην πλάγια έσω επιφάνεια της αριστερής κνήμης". Επίσης, στο άνω βλέφαρο του αριστερού οφθαλμού του βρέθηκε μεταλλικός χόνδρος, εξ αυτού του λόγου δε, προκλήθηκε άλγος στον αριστερό οφθαλμό και διαταραχή της οράσεως του. Στον ΔΔ "εκδορές της άρθρωσης του αγκώνα αμφοτερόπλευρα, γραμμοειδή εκδορά στην πλάγια έξω επιφάνεια του δεξιού βραχίονα, δύο κυκλοτερή επιφανειακά τραύματα διαμ. 0,3 mm στη δεξιά ωμική χώρα, καθώς και ένα στην έσω έλικα του δεξιού ωτός, από χόνδρο κυνηγετικού όπλου, εκδορές στη δεξιά υπογνάθιο χώρα, πλησίον της άρθρωσης της κάτω γνάθου, διάσπαρτες γραμμοειδείς και κυκλοτερείς μικροεκδορές στη δεξιά ωμοπλατιαία χώρα, στο οπίσθιο δεξιό κάτω ημιθωράκιο καθώς και στην αριστερή οσφυϊκή χώρα, εκδορές στη δεξιά κνήμη, θλαστική εξοίδηση του αριστερού αντιβραχίου". Στη ΓΓ: "δύο κυκλοτερή επιφανειακά τραύματα διαμ. 0,2 mm στη δεξιά περιστοματική χώρα και στη δεξιά κάτω γνάθο, καθώς έξι όμοια τραύματα στην πλάγια έξω επιφάνεια της ΑΡ κνήμης, εκδορές στη μεσότητα της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης" και στην ΕΕ "θλαστική εξοίδηση στην πλάγια έξω επιφάνεια της μεσότητας του αριστερού αντιβραχίου". Οι προαναφερθείσες σωματικές βλάβες προκύπτουν από τις συνημμένες υπ' αριθμ. ..., ..., ... και ... από 18.8.2005 ιατροδικαστικές εκθέσεις του ιατροδικαστή Αθηνών ... και από το υπ' αριθ. ... από 15.8.2005 εξιτήριο του Θριάσιου Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας. Τα ανωτέρω συμβάντα επιβεβαιώνονται διά των καταθέσεων των παθόντων και των μαρτύρων αστυνομικών, ΗΗ και ΘΘ, που πήγαν στο χώρο των επεισοδίων για ενίσχυση των συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν κληθεί από τον ΒΒ και οι οποίοι ισχυρίσθηκαν, κατά τις από 17.8.2005 προανακριτικές καταθέσεις τους, ότι ο ΒΒ, αμέσως μετά τον τραυματισμό του με κυνηγετικό όπλο, κατονόμασε ως δράστες τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2, αλλά και τους άλλους, που ήταν μαζί με αυτούς, Κατά την έρευνα, που έγινε στο σπίτι του Χ3, βρέθηκε μία κυνηγετική καραμπίνα. Ο αστυνομικός ΘΘ ανέφερε ότι, κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας, είδε ένα ανήλικο αγόρι, περίπου 10 ετών, να βγαίνει γρήγορα από το σπίτι, κρατώντας μία πετσέτα, από την οποία εξείχε η λαβή ενός πιστολιού, αλλά, πριν προλάβει να αντιδράσει, το παιδί επιβιβάσθηκε σε ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, που έφυγε με μεγάλη ταχύτητα. Στο σπίτι του Χ2 (στα ...), βρέθηκε και κατασχέθηκε "μία κυνηγετική καραμπίνα, μάρκας BERETTA, με αριθμό ... και έξι φυσίγγια, αλλά και έξι φυσίγγια εκτός θαλάμης". Περαιτέρω, ο παθών ΒΒ, κατά την από 17.8.05 ένορκη κατάθεσή του, ανέφερε ότι όταν του επεδείχθη εντός του Αστυνομικού Τμήματος η κατά τα ανωτέρω ευρεθείσα και κατασχεθείσα κυνηγετική καραμπίνα, αναγνώρισε ότι αυτή ήταν η καραμπίνα, την οποία χρησιμοποίησε ο Χ1 εναντίον του και εναντίον των συγγενών του, λέγοντας μάλιστα και ότι ο Χ1 είχε πάρει αυτό το όπλο από τα χέρια του Χ3. Επίσης, ο ΒΒ παρέδωσε στην αστυνομία ένα πιστόλι, χρώματος ασημί, οκτώ φυσιγγίων των 9 mm, μαζί με το γεμιστήρα και οκτώ πλήρη φυσίγγια, το οποίο, όπως είπε στους αστυνομικούς, είχε πέσει από τη ζώνη του Χ3, κατά τη στιγμή των επεισοδίων, καθώς και εννέα φυσίγγια κυνηγετικού όπλου, που περισυνελέγησαν από το χώρο από τον οποίο οι δράστες έβαλαν εναντίον τους, Επί πλέον, ο ανωτέρω διευκρίνισε σχετικά με το γεγονός του τραυματισμού του, ότι είδε τους κατηγορούμενους Χ1 και Χ3, να στρέφουν τα όπλα τους επάνω του, ευρισκόμενη σε απόσταση 20 μέτρων από αυτόν και να πυροβολούν εναντίον του, καθ' ην στιγμή είχε στρέψει το σώμα του για να προστατέψει τα μικρά ανίψια του, ηλικίας τριών και πέντε ετών, αλλά και ότι τελικά κατόρθωσε να απομακρυνθεί και να ειδοποιήσει την αστυνομία. Η ΕΕ, η ΓΓ και ο ΔΔ επαναλαμβάνουν, κατά τις από 16.8.2005 ένορκες καταθέσεις τους, με απόλυτη ακρίβεια και χωρίς αντιφάσεις ότι ο κατηγορούμενος Χ3 κρατούσε πιστόλι, χρώματος ασημί και μία καραμπίνα, ότι ο κατηγορούμενος Χ1 κρατούσε μία καραμπίνα, ότι ο Χ2 κρατούσε ένα ξύλινο λοστό ως και ότι οι ανωτέρω τους τραυμάτισαν χρησιμοποιώντας τα προαναφερόμενα όπλα, ενώ η ΓΓ διευκρίνισε ότι ο ΖΖ την κτύπησε επανειλημμένα με λοστό, παρά το γεγονός ότι είχε στην αγκαλιά της τα παιδιά της. Οι κατηγορούμενοι κατά τις ανωμοτί καταθέσεις τους ενώπιον τω ν προανακριτικών υπαλλήλων καθώς και απολογούμενοι ενώπιον του Ανακριτή ισχυρίζονται: Ο Χ1 ότι την 15.8.2005 έλειπε από το σπίτι του και επέστρεψε αφού τα επεισόδια είχαν λήξει και δεν έχει καμία συμμετοχή. Ο Χ2 ότι δεν συμμετείχε στα επεισόδια και ότι ήταν στη ..., απ' όπου επέστρεψε την επομένη. Ο Χ3 ότι δεν συμμετείχε στο επεισόδιο, ότι η κατηγορία είναι κατασκευασμένη από τους παθόντες, προκειμένου να τον εκβιάσουν και να του αποσπάσουν χρήματα για να αποσύρουν τη μήνυση και ότι ο αστυνομικός ΘΘ ψεύδεται όταν λέει για το παιδί που έφυγε από το σπίτι του, ότι κρατούσε ένα πιστόλι τυλιγμένο στην πετσέτα, ο δε γιος του ΖΖ αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στα επεισόδια και αναφέρει ότι οι παθόντες τραυματίστηκαν σε συμπλοκή με άλλους Ρομά και ενέπλεξαν εκείνους, για να τους κάνουν κακό, επειδή αυτοί δεν τους θέλουν στην ίδια περιοχή, διότι είναι σκηνίτες ενώ οι ίδιοι μένουν σε σπίτια. Κατ' ακολουθίαν, από τα προεκτεθέντα στοιχεία του αποδεικτικού υλικού, συνάγεται πλέον ή επαρκώς (και στο βαθμό που απαιτείται, κατά το άρθρο 313 ΚΠΔ), ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι ενώ βρίσκονταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ενεργώντας με νηφαλιότητα και με ψυχραιμία, απεφάσισαν να τελέσουν εις βάρος των ΒΒ, ΓΓ, ΔΔ και ΕΕ το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και ότι προς τούτο και ενώ εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, επέφεραν σ' αυτούς τα πλήγματα που περιγράφηκαν ειδικότερα ανωτέρω, όμως, τελικά αυτοί δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν τον ως άνω σκοπό τους, λόγω εξωτερικών και ανεξαρτήτων προς τη θέληση τους εμποδίων και συγκεκριμένα εξ αιτίας της μη προβλεφθείσας εκ μέρους τους αστοχίας των πληγμάτων που επέφεραν στα σώματα των παθόντων, σε συνδυασμό του εν λόγω γεγονότος με το ότι παρεσχέθησαν στους παθόντες εγκαίρως η αναγκαία ιατρική βοήθεια και η δέουσα νοσηλεία. Οι επίδικες ενέργειες των εκκαλούντων - κατηγορουμένων χαρακτηρίζονται ως παντελώς αδικαιολόγητες και διαπνεόμενες από ιδιαίτερη αδιαφορία, θρασύτητα και εκδικητικότητα, κρινόμενες σε κάθε περίπτωση, αλλά και κατά μείζονα λόγο, διότι προέβησαν σ' αυτές, μετά τον τραυματισμό της ΣΤ με το κατσαβίδι και όχι ταυτοχρόνως με αυτόν, ώστε να θεωρηθεί ενδεχομένως ότι αυτοί (παρευρεθέντες στο εν λόγω περιστατικό), περιήλθαν σε κατάσταση συναισθηματικής υπερδιεγέρσεως, οφειλομένης στην αγωνία τους για την πορεία της υγείας της ανωτέρω, αλλά και στην αγανάκτησή τους για τον τραυματισμό της. Επίσης, από όλα τα στοιχεία προέκυψε πλέον ή επαρκώς (βλ. ανωτ.) ότι οι εκκαλούντες τέλεσαν τις επίδικες πράξεις μετά από σκέψη, προγραμματισμό και οργάνωση, έχοντες μεταβεί ακριβώς γι' αυτό το λόγο στο σπίτι του ΑΑ και μάλιστα στραφέντες αδιακρίτως και με μένος εναντίον όλων όσων βρίσκονταν εκεί, χωρίς να υπολογίζουν τον άμεσο κίνδυνο υπό τον οποίο έθεσαν τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή ακόμη και μικρών παιδιών και χωρίς να πληρούνται σε οποιοδήποτε βαθμό οι προϋποθέσεις των άρθρων 22 ή 23 Π.Κ., σημειωτέον δε ότι αυτοί επετέθησαν και σε δύο γυναίκες (στη ΓΓ και στην ΕΕ), καθ' ην στιγμή γνώριζαν ότι οι δράστες των πράξεων που είχαν τελεσθεί κατά της ΣΤ ήταν μόνον άντρες. Είναι προφανές ότι από την αξιολόγηση της συνολικής συμπεριφοράς των εκκαλούντων - κατηγορουμένων συνάγεται ότι αυτοί ενήργησαν κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, ενώ βρίσκονταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ενώ είχαν την ικανότητα σταθμίσεως των αιτίων που συναρτώντο με την τέλεση ή με την αποφυγή των συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων, χωρίς να προηγηθεί η οποιαδήποτε ουσιαστική αφορμή εκ μέρους των παθόντων, οι οποίοι βρίσκονταν αμέριμνοι στο σπίτι τους, η οποία, έστω και ως υπόνοια, θα μπορούσε δικαιολογημένα να δημιουργήσει στους εγκαλούντες το φόβο ότι εκείνη τη στιγμή η σωματική ακεραιότητα ή η ζωή των ιδίων ή δικών τους προσώπων διέτρεχαν κάποιο κίνδυνο, εξαιτίας των παθόντων, δεδομένου ότι δεν προέκυψε η οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ κάποιων ενεργειών των τελευταίων (των παθόντων) και της προηγηθείσας επιθετικής συμπεριφοράς των αγνώστων προσώπων εναντίον της ΣΤ. Επισημαίνεται ότι ο τυχόν εκνευρισμός που ενδεχομένως να δημιουργήθηκε στους εκκαλούντες εξαιτίας του προηγηθέντος τραυματισμού της ΣΤ, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, δεν κρίνεται ικανός για να τους οδηγήσει σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, η οποία θα τους αφαιρούσε κάθε δυνατότητα για ήρεμη σκέψη και κατ' επέκταση για έλλογη στάθμιση" κατά την απόφαση ή κατά την εκτέλεση των πράξεων τους, ως και ότι η ανθρωποκτόνος πρόθεση τους προκύπτει από το γεγονός ότι κατάφεραν με σφοδρότητα αλλά και αδιακρίτως πλήγματα με μέσα και με τρόπους που μπορούσαν να προκαλέσουν το θάνατο στον πληττόμενο (βλ. ανωτ. όπλα, σίδερα, πέτρες κλπ), εάν δεν μεσολαβούσε κάποιο γεγονός, που μπορούσε, παρά την προς τούτο αντίθετη θέληση τους, να εμποδίσει το θανατηφόρο αποτέλεσμα (όπως συνέβη εν προκειμένω)". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών υπήγαγε ορθώς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από το ως άνω αποδεικτικό υλικό, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, δεχόμενο ότι υφίσταται εν προκειμένω απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, κατά συναυτουργία και κατά συρροή.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο μοναδικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστάμενος στο ότι τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά έπρεπε να υπαχθούν όχι στις ως άνω διατάξεις, αλλά στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα περί βαρείας μη σκοπούμενης σωματικής βλάβης ή σε εκείνη του άρθρου 308 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα περί απλής σωματικής βλάβης. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστείκαθένας από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Διατάσσει την αναβολή της συζητήσεως ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ3 και την ειδοποίηση αυτού ή του αντικλήτου του, είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν από τη νέα συζήτηση, που θα ορισθεί με επιμέλεια του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Απορρίπτει τις από 31 Οκτωβρίου 2008 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2 και 2) Χ1, κατοίκων ..., οδός ..., κατά του 1430/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει καθένα από τους παραπάνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία καθορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220 €).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ