Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Εξύβριση.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης για εξύβριση (άρθρο 361 ΠΚ) με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απαράδεκτος ο αυτοτελής ισχυρισμός περί δικαιολογημένης αγανάκτησης (άρθ. 361 παρ. 3 ΠΚ). Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 224/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μανούσο Μανουσέλη, περί αναιρέσεως της 92/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κειου Κομοτηνής. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 507/06.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξ' άλλου, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για ύπαρξη δικαιολογημένης αγανακτήσεως (άρθρο 361 παρ. 3 του Π.Κ σε συνδυασμό με το άρθρο 308 παρ.3 του ίδιου Κώδικα), που τείνει στην άρση του καταλογισμού της πράξεως στο δράστη, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται, σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, που δίκασε ανεκκλήτως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που γενικώς, κατά το είδος τους αναφέρει (έγγραφα που αναγνώσθηκαν, καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την απολογία της κατηγορουμένης στο ακροατήριο και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης), αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής πραγματικά περιστατικά: ότι " στις 27-6-2005 και περί ώρα 10.15 παρευρίσκοντο στο Αστυνομικό Τμήμα Κομοτηνής, η κατηγορούμενη, ο πρώτος μάρτυρας Γ1 και η τρίτη μάρτυρας Γ2. Στο Αστυνομικό τμήμα ευρίσκοντο, προκειμένου να γίνουν από τον Υ/Β' ......... συστάσεις στα ανωτέρω πρόσωπα. Εξ' αιτίας όμως του ότι η κατηγορούμενη έκανε λάθος στο όνομα του πρώτου μάρτυρα, που νόμιζε ότι τον έλεγαν ........., ο Γ1 (ήτοι ο πρώτος μάρτυρας) χαμογέλασε, γεγονός που αντιλήφθηκε η κατηγορούμενη και, εκνευρισμένη καθώς ήταν από προηγούμενο επεισόδιο, απευθύνθηκε προς τον τελευταίο αποκαλώντας τον "καραγκιόζη" και συγκεκριμένα του είπε:" τι γελάς βρε καραγκιόζη".Η φράση αυτή, με τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώθηκε, προσέβαλε τη τιμή του πρώτου μάρτυρα Γ1 και γι' αυτό η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την τέλεση της πράξης της εξύβρισης." Στη συνέχεια, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα και την καταδίκασε σε φυλάκιση 2 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για 3 χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 361 του Π.Κ, που εφαρμόστηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται ο δόλος της αναιρεσείουσας, η οποία είχε την πρόθεση να προσβάλει την τιμή του παθόντος, με τη χρησιμοποίηση της λέξεως "καραγκιόζη" και τη γνώση, ότι, με την ενέργειά της αυτή, που είναι μειωτική και απαξιωτική, προσβάλλεται η τιμή αυτού.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τα πρακτικά τηςδίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι αυτοτελής ισχυρισμός περί δικαιολογημένης αγανακτήσεως(άρθρο 361 παρ.3 σε συνδυασμό με το άρθρο 308 παρ.3 του ΠΚ), δεν υποβλήθηκε από μέρους της αναιρεσείουσας, ούτε από την παραστάσα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως συνήγορό της, οπότε δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει επί του ως άνω ισχυρισμού. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-2-2006 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμό 92/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κομοτηνής και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ