Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1642 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Μαστροπεία.




Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας της εφέσεως του Εισαγγελέα και απόρριψη λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας. Είναι επιτρεπτή, παρά την εναντίωση του κατηγορουμένη, η ανάγνωση προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα, εφόσον ζητείται η ανάγνωση αυτής από τον εισαγγελέα και βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεως του μάρτυρα στο δικαστήριο. Η απόφαση του δικαστηρίου η οποία εκδίδεται επί προσφυγής κατά διατάξεως του διευθύνοντος τη συζήτηση, δεν χρήζει ειδικής αιτιολογίας εάν ο προσφεύγων αορίστως προσφεύγει στο δικαστήριο χωρίς να διαλαμβάνει στην προσφυγή του οποιοδήποτε λόγο. Έννοια και στοιχεία μαστροπείας. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και αιτιολογημένη καταδίκη. Απορρίπτει.





Αριθμός 1642/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Βασίλειο Βασιλειάδη και Ανθούλα Ανάσογλου, περί αναιρέσεως της 3000/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19.11.2007, 12.11.2007 και 20.11.2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1946/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά της υπ' αριθμ. 3000/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι με αυτήν καταδικασθέντες α) Χ1 και β) Χ2 άσκησαν ο μεν πρώτος, με δήλωση στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την από 19-11-2007 αίτηση αναιρέσεως, ο δε δεύτερος, την από 12-11-2007 αίτηση με δήλωση στον γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, εν συνεχεία δε και πριν την συζήτηση αυτής, την από 20-11-2007 δεύτερη αίτηση αναιρέσεως με δήλωση απευθυνόμενη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει συνεκδικαζόμενες να ερευνηθούν και κατ' ουσίαν.

ΙΙ.- Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 476 παρ. 1 και 498 ΚΠΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης, πρέπει να περιέχει ορισμένους λόγους. Ειδικώς, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 Κ.Π.Δ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996, η άσκηση έφεσης πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση από τον Εισαγγελέα των λόγων της έφεσης, στους οποίους πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν δε η έφεση του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, τη δεχθεί τυπικά προχωρήσει δε στην εξέταση της ουσίας και κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, ο κατηγορούμενος Γ. Τζιάτζιος υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά ένσταση περί απαραδέκτου της εφέσεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σερρών κατά της υπ' αριθμ. 650/2006 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών με την οποία οι κατηγορούμενοι -αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν αθώοι για την πράξη της μαστρωπείας κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα. Την ένσταση αυτή την απέρριψε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια, αφού προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, κήρυξε ενόχους τους άνω κατηγορουμένους. Στην υπ' αριθμ.115/17-5-2006 έκθεση εφέσεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σερρών, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την εξέταση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, αναφέρεται, ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας ".... εκκαλεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης την υπ' αριθμ. 650 από 8-5-2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Σερρών, διότι από λάθος εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία οδηγήθηκε σε αθωωτική για τους κατηγορουμένους 1) Χ1 2) Χ2 3) ..... και 4) ......, απόφαση ενώ έπρεπε να τους κηρύξει ενόχους σύμφωνα με το κατηγορητήριο, επιβάλλοντας την ποινή που έπρεπε και ζητά να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανισθεί η απόφαση που εκκαλείται και να κηρυχθούν ένοχοι οι εφεσίβλητοι για την κατηγορία της μαστρωπείας κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση που τους αποδίδεται. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την από 1-3-2002 έκθεση ένορκης εξέτασης της μάρτυρος Γ1 ενώπιον του Ανθ/μου της ΔΑΘ/Τμήμα Ηθών Δ1, παρότι προτάθηκε από τον Εισαγγελέα η ανάγνωσή της, αφού ήταν άγνωστη η διαμονή της και δεν ήταν εφικτή η εμφάνισή της στο ακροατήριο, λόγω αναχωρήσεώς της σε άγνωστη διεύθυνση, όπως προκύπτει από την από ..... βεβαίωση της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ......, από την κατάθεση της οποίας σε συνδυασμό με την κατάθεση του αστυνομικού ..... αποδεικνύεται η τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης από τους κατηγορουμένους ...". Έτσι όπως έχει η έκθεση αυτή της έφεσης, περιέχει την, από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, απαιτούμενη για την άσκησή της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διαλαμβάνεται σ' αυτήν η συγκεκριμένη πλημμέλεια της αθωωτικής απόφασης συνιστάμενη στην, παρά την υποβληθείσα σχετικώς αίτηση του εισαγγελέα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παράλειψη του δικαστηρίου εκείνου να αναγνώσει, σύμφωνα με τη διάταξη το άρθρου 365 του Κ.Π.Δ, την κατάθεση της αναφερομένης μάρτυρα που εξετάσθηκε στην προδικασία, η κατάθεση της οποίας, ο εκκαλών εισαγγελέας υποστηρίζει στην έφεσή του ότι έπρεπε να αναγνωσθεί, αφού ήταν ανέφικτη η εμφάνιση αυτής στο ακροατήριο. Κατ' ακολουθίαν, η έφεση, στην οποία αβασίμως ο αναιρεσείων Χ2 διατείνεται ότι δεν αναφέρεται η πράξη για την οποία ζητείται η καταδίκη του, είναι παραδεκτή, το Τριμελές Εφετείο δε, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απορρίπτοντας την παραπάνω ένσταση, δέχθηκε τυπικά την έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σερρών κατά της πρωτόδικης αθωωτικής αποφάσεως και στη συνέχεια προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο περί του αντιθέτου σχετικός από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Η'του Κ.Π.Δ δεύτερος λόγος της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Χ1 και δεύτερος λόγος, σε αμφότερα τα αναιρετήρια, του αναιρεσείοντος Χ2 είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Συναφώς προς τα ανωτέρω, απορριπτέος είναι και ο προβαλλόμενος από τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 με το πρώτο δικόγραφο (από 12-11-2007) πρώτος λόγος αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας λόγω έλλειψης ακροάσεως, αφού το δικαστήριο απήντησε επί της υποβληθείσης ενστάσεως αυτού για το προβαλλόμενο απαράδεκτο της εφέσεως του εισαγγελέως και απέρριψε αυτήν, δεχόμενο δε το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και επί των επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος αυτού που εμπεριέχονται στην ένστασή του [ μη τήρηση της διαδικασίας κλητεύσεως ως αγνώστου διαμονής της προαναφερομένης μάρτυρος ] και προβλήθηκαν για να καταδείξουν το αναιτιολόγητο της εισαγγελικής εφέσεως. Περαιτέρω, αβάσιμη είναι η με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως του ιδίου αναιρεσείοντος προβαλλόμενη αιτίαση περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, εγκείμενη στο ότι δεν δόθηκε σ' αυτόν ο λόγος μετά την πρόταση του εισαγγελέα για απόρριψη της παραπάνω ενστάσεώς του. Και τούτο διότι ανέπτυξε τους θεμελιωτικούς της ενστάσεως ισχυρισμούς του, από δε την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αυτός, μετά την απορριπτική πρόταση του εισαγγελέα , ζήτησε να δευτερολογήσει (άρθρο 369 παρ.2 και 3 ΚΠΔ) και το δικαστήριο του αρνήθηκε το δικαίωμα αυτό.


ΙΙΙ._ Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 εδ α' του ΚΠΔ στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 παρ.2), ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, ή ένορκη κατάθεση που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαδικασίας από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠΔ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή της σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται, επίσης, αν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση χωρίς να αναγνωσθεί ή ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα και το δικαστήριο την αναγνώσει και τη λάβει υπόψη του, χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ.δ' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ.ε του "Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" (ν.2462/1997), να εξετάζει τους μάρτυρες και δημιουργείται ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ' του ΚΠοινΔ. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση. μάρτυρα κατά την προδικασία, εφόσον βεβαιώσει στην απόφασή του την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα, έστω και αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί σχετικά. Η εναντίωση αυτή αποτελεί βουλητική εκδήλωση η οποία εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 334 παρ.2 ΚΠοινΔ και μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη, αν τείνει στη παρεμπόδιση εξακρίβωσης της αλήθειας. Τούτο ισχύει, ιδίως, όταν ο μάρτυρας έχει αποβιώσει, ή είναι αδύνατη ή σχετικά δυσχερής η ανεύρευσή του ή η εμφάνισή του στο ακροατήριο και η κατάθεση αυτού που λήφθηκε στην προδικασία είναι εντελώς αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. Διαφορετικά, η εναντίωση του κατηγορουμένου ως προς την ανάγνωση τέτοιας κατάθεσης, αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 18 της ΕΣΔΑ, διότι απολήγει στην παρεμπόδιση διεξαγωγής δίκαιης και ουσιαστικής δίκης και στην ανεύρεση της αλήθειας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών συνεδριάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, τούτο ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του για την περί ενοχής κρίση των αναιρεσειόντων την από 1-3-2002 μαρτυρική κατάθεση της Γ1 που αυτή είχε δώσει κατά την προανάκριση, παρά τη ρητή εναντίωση των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και των ήδη αναιρεσειόντων. Το Δικαστήριο προέβη στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, αποδεχόμενο σχετικό αίτημα του Εισαγγελέως, αφού προηγουμένως απέρριψε τις πιο πάνω αντιρρήσεις των κατηγορουμένων με την εξής αιτιολογία στην παρεμπίπτουσα απόφασή του ".... Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ήδη αναγνωσθέν προεισαγωγικό τμήμα της από 1-3-2002 ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος. Γ1 ενώπιον του Ανθ/μου της ΔΑΘ/Τμήμα Ηθών Δ1, αυτή δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα, πλέον δε τούτου από την επίσης αναγνωσθείσα από ... βεβαίωση της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ....., είναι αγνώστου διαμονής.
Συνεπώς, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του Εισαγγελέα της έδρας, η εν λόγω κατάθεση που δόθηκε στην προδικασία, πρέπει να αναγνωσθεί, αφού πλήρως προκύπτει το ανέφικτο της ανεύρεσης και κλήσης αυτής να εμφανισθεί τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όσον και ενώπιον του παρόντος και η ανάγνωση αυτής είναι ουσιώδης και εντελώς αναγκαία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, για την ανακάλυψη της αλήθειας, απορριπτομένων των υποβληθεισών σχετικών αντιρρήσεων..."... Κατά συνέπεια, εφόσον το Δικαστήριο δέχθηκε, με πληρότητα αιτιολογίας, αφενός μεν, ότι η κλήτευση και η εμφάνιση της πιο πάνω μάρτυρος στο Δικαστήριο ήταν αδύνατη, αφετέρου δε, θεώρησε την κατάθεση αυτής εντελώς αναγκαία για την εξακρίβωση τη αλήθειας, δεν δημιουργείται, σύμφωνα και με την πιο πάνω σκέψη, καμία ακυρότητα από την ανάγνωση, παρά την αντίρρηση των αναιρεσειόντων, της πιο πάνω καταθέσεως που δόθηκε κατά την προδικασία.
Συνεπώς, η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ2, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από την ανάγνωση της προαναφερομένης καταθέσεως, προβαλλόμενη με τον τρίτο λόγο της δεύτερης (από 20-11-2007) αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Κατά το άρθρο 349 παρ. 3 του ΠΚ, όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση, με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκας, που δεν ήταν προηγουμένως πόρνη, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή η ανηλικότητά της. Ο δράστης ενεργεί κατ' επάγγελμα όταν προβαίνει στην πράξη με τη θέληση να αποτελεί γι' αυτόν η επανάληψή της πηγή βιοπορισμού, ενώ από κερδοσκοπία ενεργεί αυτός, όταν αποβλέπει σε πορισμό εισοδήματος, που αρκεί να προέρχεται και από μία μόνο γυναίκα, ανήλική ή ενήλικη, έστω και μία φορά. Είναι δυνατή η τέλεση του εγκλήματος αυτού κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία συγχρόνως, γι' αυτό και δεν δημιουργείται ασάφεια στην καταδικαστική απόφαση από την παραδοχή ότι η συγκεκριμένη πράξη έχει τελεστεί κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Επίσης, δεν απαιτείται η απόδειξη και αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο, έναντι αμοιβής. παρέσχε η παρακινούμενη σαρκικές ηδονές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής: " ... ο πρώτος και ο δεύτερος κατηγορούμενος, ενεργώντας κατ' επάγγελμα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, προήγαγαν στην πορνεία γυναίκα, η οποίας όπως αποδείχθηκε δεν είχε προηγουμένως την ιδιότητα της πόρνης ούτε είχε χαρακτηρισθεί ως εκδιδόμενη επ' αμοιβή. Συγκεκριμένα, με σκοπό να πορισθούν από τις πράξεις αυτές εισόδημα για βιοπορισμό, υποχρέωσαν την υπήκοο Ουκρανίας Γ1 να παρέχει έναντι χρημάτων σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων, με τα οποία την έφερναν σε επαφή με τους παρακάτω τρόπους. Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του μήνα Ιουνίου 2001, αφού παρέλαβε την ανωτέρω υπήκοο Ουκρανίας από το αεροδρόμιο της ...., την μετέφερε με το υπ' αριθμ. .... αυτοκίνητό του στο μπάρ με την επωνυμία " ..... " στη ... όπου και την υποχρέωσε να παραμείνει εκεί προκειμένου να εργασθεί ως σερβιτόρα, αλλά και να κάνει έρωτα με πελάτες του καταστήματος επ' αμοιβή την οποία αυτός καρπώνονταν αποκλειστικά, εξαναγκάζοντάς την να προβεί στις παραπάνω πράξεις παρακρατώντας το διαβατήριό της και απειλώντας την ότι δεν θα της το επιστρέψει εάν δεν συμμορφωθεί. Η ανωτέρω δε, έκανε έρωτα με αόριστο αριθμό ατόμων-πελατών του καταστήματος χωρίς να λάβει αμοιβή. Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 α) κατά τον μήνα Ιούνιο του 2002 παρέλαβε την ανωτέρω από το μπαρ " ... " και την μετέφερε με αυτοκίνητο σ' ένα διαμέρισμα στην ....., το ακριβές σημείο του οποίου δεν εξακριβώθηκε κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, όπου και διέμεινε για χρονικό διάστημα περίπου δύο μηνών. Στο παραπάνω δε διάστημα την παρελάμβανε από το παραπάνω διαμέρισμα και με το πρόσχημα ότι είχε καταθέσει τα απαραίτητα έγγραφα στην αρμόδια υπηρεσία προκειμένου να εκδοθεί άδεια παραμονής και εξακολουθώντας ο πρώτος Χ1 [σε συνεννόηση μαζί του] να παρακρατά το διαβατήριό της, την οδηγούσε είτε ο ίδιος είτε με άλλα τρίτα πρόσωπα, σε σπίτι ή σε ξενοδοχείο, όπου και την εξέδιδε σε αόριστο αριθμό πελατών, αφού καθόριζε ο ίδιος τον τόπο συνάντησης, έναντι ποσού ύψους 20.000 δρχ. το οποίο παρακρατούσε αποδίδοντας τις 5.000 δραχ. β) κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001 την μετέφερε σε μία βίλα στην ..... Κατερίνης, όπου την υποχρέωσε να διαμένει με άλλες τρεις αλλοδαπές γυναίκες και να εκδίδεται με αόριστο αριθμό πελατών κατά τον ανωτέρω τρόπο. Την κρίση του αυτή στηρίζει το δικαστήριο ιδιαίτερα στην κατάθεση της ανωτέρω αλλοδαπής, η οποία όχι μόνο δεν αναιρείται από αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, αλλ' ενισχύεται και από την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας... Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι δύο πρώτο κατηγορούμενοι της αξιόποινης πράξης της μαστρωπείας κατ' εξακολούθηση που τους αποδίδεται, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό....".
Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και επέβαλε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 349 παρ. 3 του ΠΚ. που εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι η αλλοδαπή γυναίκα δεν ήταν προηγουμένως ούτε είχε χαρακτηρισθεί ως πόρνη, με τις παραδοχές δε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι, σε συνεννόηση μεταξύ τους παρακρατούσαν το διαβατήριο αυτής, το δικαστήριο οδηγείται στο αποδεικτικό συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι την υπεχρέωναν όχι απλώς να εργάζεται ως σερβιτόρα, αλλά να εκδίδεται σε αόριστο αριθμό ατόμων. Με την κατ' εξακολούθηση από τους κατηγορουμένους τέλεση της πράξης και την παρακράτηση του μεγαλύτερου μέρους της αμοιβής, που εκείνη εισέπραττε από τα πρόσωπα με τα οποία συνευρίσκετο, το δικαστήριο δέχεται εκ του πράγματος την κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ1, ο δεύτερος λόγος στην από 12-11-2007 αίτηση του Χ2 και πρώτος του ιδίου αναιρεσείοντος στην από 20-11-2007 αίτησή του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ2 που προβάλλεται με τον τελευταίο λόγο, ότι το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε κατά διατάξεως του διευθύνοντος τη συζήτηση, με την οποία του αφαιρέθηκε προσωρινά ο λόγος, χωρίς μυστική διάσκεψη και χωρίς ειδική αιτιολογία απέρριψε την προσφυγή του, είναι αβάσιμη. Από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει ότι το δικαστήριο διασκέφτηκε μυστικά επί της έδρας του, περαιτέρω δε, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς την απορριπτική της προσφυγής απόφαση του, αφού ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ως εκ των πρακτικών δείκνυται, την προσφυγή του στο δικαστήριο πρόβαλε αορίστως χωρίς να προτείνει οποιονδήποτε λόγο δικαιολογητικό της προσφυγής του κατά της απορριπτικής διατάξεως του προεδρεύοντος.
Μετά από αυτά, πρέπει οι ένδικες αιτήσεις να απορριφθούν και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-11-2007 αίτηση του Χ1 και τις από 12-11-2007 και 20-11-2007 αιτήσεις του Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ.3000/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή