Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναβολής αίτημα, Πλάνη νομική, Αρχαία.
Περίληψη:
Αρχαιότητες. Προστασία πολιτιστικής κληρονομιάς. Ζώνες προστασίας Α και Β. Καθορισμός με απόφαση ΥΠΠΟ. Απαγόρευση ασκήσεως, μεταξύ των άλλων, και εμπορικής δραστηριότητας χωρίς άδεια του ΥΠΠΟ. Καταδικαστική απόφαση ανέκκλητη Μονομελούς. Λόγοι αναιρέσεως και πρόσθετοι λόγοι. Αιτιολογία πλήρης. Πρέπει να εκτείνεται και σε αυτοτελείς ισχυρισμούς, όπως η νομική πλάνη. Παρεμπίπτουσες αποφάσεις περί αναβολής. Πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες. Ανάγκη οι ισχυρισμοί και το αίτημα της αναβολής να προβάλλονται ορισμένως. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Έννοια. Αβάσιμοι λόγοι. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 369/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σακκαλή, περί αναιρέσεως της 1807/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Άμφισσας.
Το Μονομελές Πλημ/κείο Άμφισσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 12 Νοεμβρίου 2009 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 548/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Στο άρθρο 91 του N. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α) ορίζεται ότι: "Ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, να καθορίζει εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών ζώνες, στις οποίες κατά περίπτωση, θα απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (ζώνη Α') ή θα επιτρέπεται υπό όρους και περιορισμούς (ζώνη Β'), που ορίζονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων κατά τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού. Η διαδικασία της οριοθετήσεως των ζωνών και του καθορισμού των όρων και περιορισμών δόμησης, κατά τ' ανωτέρω, πρέπει να ολοκληρούται εντός εξαμήνου από της υποβολής της σχετικής προτάσεως από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία". Οι διατάξεις αυτές είναι σύμφωνες προς την συνταγματική επιταγή της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εν όψει δε της προστασίας των αρχαιολογικών χώρων, στην οποία αποβλέπουν, συνάγεται ότι οι καθοριζόμενες κατ` εφαρμογή αυτών ζώνες προστασίας αρχαιολογικού χώρου δύναται να εκτείνονται, όχι μόνο σε αυτή ταύτη την έκταση όπου ευρίσκονται στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και σε όση έκταση γύρω από αυτή κρίνεται αναγκαία για την προστασία και την προβολή τους. Η σχετική δε απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή εκδόθηκε η απόφαση του ΥΠΠΟ ΑΡΧ/Α1/Φ10/13624/725/ 27-3-1991 "περί καθορισμού ζωνών προστασίας αρχαιολογικού χώρου Δελφών και ευρύτερου Δελφικού τοπίου", η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β' 259/1991, με την οποία καθορίσθηκαν ζώνη απολύτου προστασίας Α' και υπό όρους Β' στον ως άνω αρχαιολογικό χώρο και το Δελφικό τοπίο. Εξάλλου, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α'/28-6-2002), με τις οποίες ορίζονται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις επεμβάσεως σε ακίνητο μνημείο και στο περιβάλλον του. Ειδικότερα, στο άρθρο 10 του νόμου αυτού και υπό τον τίτλο "Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους" ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του 2 ... 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου η της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. ...". Περαιτέρω στην διάταξη του άρθρου 13 του νόμου ορίζεται: "1 Στους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα είναι δυνατή μετά από άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων μπορεί να τίθενται και κανονιστικά με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. 2. ..., 3. ..." Στην παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής ορίζεται λεπτομερώς η διαδικασία καθορισμού ζωνών προστασίας Α και Β κατά τρόπο ανάλογο αυτού που ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 91 Ν 1892/1990. Στην διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου νόμου ορίζεται: "1. Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών είναι δυνατόν να καθορίζονται ζώνες προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13. ... 2. ... 4. ... 5. ... 6. ...". Εξάλλου στο άρθρο 17 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: "1. Γύρω από μνημεία μπορεί να καθορίζεται Ζώνη Προστασίας Α/, σύμφωνα με το άρθρο 13. 2. Ο καθορισμός χώρου, σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως ή νομίμως υφισταμένων οικισμών, ως Ζώνης Α/, συνεπάγεται την αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, εάν αναιρείται η κατά προορισμό χρήση του. 3. Γύρω από μνημεία μπορεί να καθορίζεται επίσης Ζώνη Προστασίας Β/, σύμφωνα με το άρθρο 13.". Τέλος στη διάταξη του άρθρου 66 του ίδιου νόμου εδαφ. α και β ορίζεται: "Όποιος χωρίς την αναγκαία από το νόμο άδεια ή καθ' υπέρβαση αυτής διενεργεί σε μνημείο, σε αρχαιολογικό χώρο, ή σε ιστορικό τόπο, πράξη από αυτές που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 -4, 13, 14 και 15 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος διενεργεί πράξη ή δραστηριότητα σε ζώνες προστασίας γύρω από μνημεία ή χώρους, όπως ορίζονται στα άρθρα 15 και 17, κατά παράβαση των όρων και περιορισμών που ισχύουν σε αυτές. Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι, μεταξύ των άλλων ενεργειών που απαγορεύονται στις ζώνες απολύτου προστασίας Α', περιλαμβάνεται και η άσκηση εμπορικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Υπουργού Πολιτισμού που παρέχεται υπό τις διαγραφόμενες στις ανωτέρω διατάξεις προϋποθέσεις. Προκειμένου να τύχει εφαρμογής, στην περίπτωση ασκήσεως τέτοιας δραστηριότητας, η ανωτέρω ποινική διάταξη του άρθρου 66 Ν. 3028/2002, πρέπει η, χωρίς την προηγουμένη άδεια του ΥΠΠΟ, άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας να έχει λάβει χώρα μετά την ισχύ του νόμου (28-6-2002) και να έχουν καθορισθεί νομίμως και σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις οι ζώνες προστασίας, είτε υπό το καθεστώς ισχύος των διατάξεων του, είτε υπό την ισχύ προηγουμένων διατάξεων, που έχουν τον αυτό σκοπό της Συνταγματικώς (άρθρο 24) κατοχυρωμένης προστασίας της πολιτιστικής κληρονομίας, όπως και η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 91 Ν 1892/1990 και δεν χρειάζεται, για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 66 εδαφ. α και β, να εκδοθεί νέα απόφαση του ΥΠΠΟ περί ορισμού ζωνών Α και Β, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 13 του νόμου, η οποία, όπως λέχθηκε, δεν καθορίζει διαφορετική ουσιωδώς διαδικασία, ούτε θέτει περισσότερες προς τούτο προϋποθέσεις, που θα καθιστούσαν αδύνατη την έκδοση ομοίου περιεχομένου αποφάσεως. Εφόσον λοιπόν παραμένει σε ισχύ η απόφαση αυτή η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας εντός ζώνης απολύτου προστασίας Α χωρίς την προηγούμενη άδεια του ΥΠΠΟ τιμωρείται κατά τη διάταξη του άρθρου 66 του ως άνω νόμου.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του. Στην περίπτωση της συγγνωστής νομικής πλάνης, σε αντίθεση με την περίπτωση της πραγματικής πλάνης, η πράξη δεν μπορεί να αποδοθεί στον δράστη ούτε εξ αμελείας. Περίπτωση νομικής πλάνης για τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως συντρέχει και όταν ο δράστης κατά πλάνη με τα γνωστά σε αυτόν περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως σχηματίζει αντίληψη που περιέχει πλάνη αναφορικά με τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως και με πίστη στην αντίληψή του αυτή ενεργεί. Η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή, όχι μόνον όταν αγνοεί, αλλά και όταν με τις πνευματικές και επαγγελματικές ικανότητές του και την προσπάθεια που έπρεπε να καταβάλλει για να πληροφορηθεί το επιτρεπτό της πράξεως, δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της. Το τελευταίο συμβαίνει όταν ο δράστης ευλόγως πίστεψε ότι μπορούσε να προβεί στην πράξη του από σφαλερή ερμηνεία ή αντίληψη διατάξεων άλλων εκτός του ποινικού δικαίου από τις οποίες παρασύρθηκε.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου ή του πολιτικώς ενάγοντος παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσκομιστούν κρίσιμα για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου έγγραφα, τα οποία προσδιορίζονται ή να κληθούν και εξετασθούν μάρτυρες, που προέκυψαν από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν κρίσιμο για την ενοχή του κατηγορουμένου περιστατικό και εν γένει προκειμένου να προσκομισθούν νέες αποδείξεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του Δικαστηρίου κρίση, εφόσον όμως η αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτά. Εάν το αίτημα δεν είναι ορισμένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του και εντεύθεν η παράλειψη απαντήσεως δεν επιφέρει ακυρότητα της ακροαματικής διαδικασίας για έλλειψη ακροάσεως, ούτε η απορριπτική του αιτήματος απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να μη ιδρύονται οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Β' και Δ' λόγοι αναιρέσεως, αντίστοιχα. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισμός με την ανωτέρω έννοια είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Άμφισσας, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο κατηγορούμενος ασκεί εμπορική δραστηριότητα, διατηρώντας υποκατάστημα πώλησης ανθέων στο 20 χ/ο Ε.Ο. ...-... (βλ. από τα αναγνωστέα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο την από 2-6-2004 έγκριση μη έκδοσης δελτίων αποστολής, την από 13-4-2006 άδεια επιχείρησης εμπορίας σε συνδυασμό με την απολογία του ιδίου του κατηγορουμένου: "Αυτά που παράγω πουλώ"). Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της ανωτέρω εμπορικής του δραστηριότητας στις 30-3-2007 ο κατηγορούμενος προέβη σε πώληση εμπορευμάτων (φυτών) (βλ. από τα αναγνωστέα έγγραφα την από 30-3-2007 απόδειξη ταμειακής μηχανής).
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, απορριπτομένων των προβληθέντων από τον ίδιο ισχυρισμών και ειδικότερα του αυτοτελούς ισχυρισμού περί παραγραφής του αδικήματος. Τέλος, ο προβληθείς από τον ίδιο ισχυρισμός περί υπάρξεως στο πρόσωπό του νομικής πλάνης πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι δεν εκτίθεται σε τι συνίσταται το "συγγνωστό" της πλάνης του, ενώ ο ίδιος εν προκειμένω μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της συμπεριφοράς του, εφόσον κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια". Κατ' ακολουθία των παραδοχών αυτών το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις του άρθρου 66 εδαφ. β-α Ν. 3028/2002, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2-4, 12, 13, 14, 17 του ίδιου νόμου της αποφάσεως ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ10/13624/725/27-3-1991 (ΦΕΚ 259/Β/1991) και των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1 ΠΚ και, αφού του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) ημερών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στην ... Ν. ... και στο 2ο χ/τρο Ε.Ο. ...-... και Περιφερειακής ... στις 30 του μηνός Μαρτίου του έτους 2007 και ώρα 13.40 κατά γενόμενο έλεγχο κατελήφθη στην επιχείρησή του (φυτώριο τύπου Β) με νομική άδεια, να λειτουργεί υποκ/μα πώλησης ανθέων και δενδρυλίων σύμφωνα με την απόδειξη ταμειακής μηχανής σε χώρο ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται εντός των ορίων της ζώνης Α' απολύτου προστασίας του Δελφικού Τοπίου και η οποία θεσμοθετήθηκε σε εφαρμογή του άρθρου 91 Ν 1892/90 με την αριθμ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/ΦΛΟ/13624/725/27-03-1991 (ΦΕΚ 259/β/1991 Υπουργική Απόφαση, καίτοι τούτο απαγορεύεται, χωρίς προηγουμένη έγκριση της αρμοδίας Υπηρεσίας". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι ο αναιρεσείων, κατά τον ανωτέρω χρόνο και στον ως άνω τόπο, εντός της νομίμως, κατά τα προλεχθέντα ορισθείσης ζώνης απόλυτης προστασίας Α του ως άνω αρχαιολογικού χώρου και της ευρύτερης περιοχής του ασκούσε επιχείρηση εμπορίας ανθέων και δενδρυλλίων, η οποία λειτουργούσε ως υποκ/μα της νομίμως λειτουργούσης στο όνομά του επιχειρήσεως φυτωρίου τύπου Β', χωρίς την απαραίτητη προς τούτο, κατά τα ανωτέρω, άδεια του ΥΠΠΟ. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αιτιολογεί ειδικώς τον δόλο του, αφού αναφέρεται στο διατακτικό ότι ενήργησε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 1 α και 27 παρ. 1 ΠΚ, δηλαδή των διατάξεων που αναφέρονται στο δόλο του δράστη, ο δε νόμος δεν αξιώνει. στην συγκεκριμένη περίπτωση, για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση της πράξεως, την ύπαρξη αμέσου δόλου, οπότε θα χρειαζόταν ειδική αιτιολόγηση, ούτε είχε υποχρέωση να απαντήσει το δικαστήριο στον αρνητικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι δεν απαιτούταν η χορήγηση αδείας, ούτε είχε δόλο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με τον 4ο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων. Δεν γεννάται δε στην κρινόμενη περίπτωση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του Ν. 3028/2002, ούτε εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως δια παραγραφής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αναιρέσεως και τον τρίτο του δικογράφου των προσθέτων, επικαλούμενος ότι την επιχείρηση αυτή ασκεί από το έτος 1993 και μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος το έτος 2007 είχε παρέλθει ο χρόνος της 5ετούς παραγραφής, διότι η πράξη, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, τελέσθηκε στις 30-3-2007, δηλαδή μετά την ισχύ του ως άνω νόμου και δεν είχε παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής μέχρι την επίδοση το αυτό έτος του κλητηρίου θεσπίσματος, όπως ορθώς έκρινε και η προσβαλλομένη απόφαση. Περαιτέρω ο αναιρεσείων, κατά την συζήτηση στο δικαστήριο της ουσίας, πρόβαλε ισχυρισμούς που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά τους οποίους και ανέπτυξε προφορικά. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή θεώρηση των πρακτικών, το χειρόγραφο σημείωμα του που περιέχει τους ισχυρισμούς αυτούς έχει κατά λέξη ως ακολούθως:
" Ισχυρισμός κατηγορουμένου 1) Αίτημα αναβολής διότι το θέμα της εκδόσεως αδείας (ή μη απαιτουμένης αιτίας) εκκρεμεί α) στο ΚΑΣ ύστερα από ένστασή μου κατά αποφάσεως της ... (αρχαιολόγο Δελφών), β) στο Διοικητικό Πρωτ. Αθηνών, ύστερα από προσφυγή μου. 2) Άλλως ο νόμος 3028/2002 δεν έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμογή" α) η δραστηριότητά μου αυτή υπάρχει από το 1993 στο ίδιο αυτό σημείο λειτουργεί μέχρι και σήμερα, χωρίς καμμία άδεια της Εφορίας Δελφών, χωρίς καμμία εγκατάσταση και δεν με αναλαμβάνει ο νόμος 3028/2002 άλλως. β) δεν απαιτείται άδεια, γιατί δεν έχει ουδεμία εγκατάσταση, μόνο καλλιέργεια φυτών και δενδρυλλίων σε γλάστρες και στο έδαφος από το 1993. δ) παραγραφή πενταετίας διότι από το 1993 που λειτουργώ μέχρι που πήρα την κλήση έχει παρέλθει 5ετία. ε) άλλως, ενυπάρχει συγνωστή νομική πλάνη και παντελής έλλειψη δόλου, και ζητώ την απαλλαγή μου.
Οι ισχυρισμοί αυτοί με το ανωτέρω περιεχόμενο, κατά το μέρος που είναι αυτοτελείς, κατά την ανωτέρω έννοια, εκτός του περί παραγραφής, για τον οποίο ισχύουν τα ανωτέρω εκτεθέντα, είναι παντελώς αόριστοι και δεν υπήρχε, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση του Δικαστηρίου να διαλάβει αιτιολογία επ αυτών, ως εκ περισσού δε τους απέρριψε με την ανωτέρω αιτιολογία. Ειδικότερα στο αίτημα αναβολής δεν αναφέρονται πλήρη στοιχεία προσδιοριστικά των εκκρεμουσών αιτήσεως στο ΚΑΣ και προσφυγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, ποιο το αντικείμενό τους, κατά ποιας πράξεως στρεφόταν η προσφυγή, ούτε αναφέρεται στο αίτημα κατά ποιο τρόπο οι αποφάσεις επί των ανωτέρω αιτήσεως και προσφυγής συνδέονται με την εκκρεμούσα πως εκδίκαση ως άνω κατηγορία και θα συνέβαλαν στην διερεύνηση της υποθέσεως κατ ουσία ή θα μπορούσαν να επιδράσουν στην με το ανωτέρω περιεχόμενο κατηγορία. Την αοριστία αυτή δεν αναπληρώνουν τα όσα εκτενώς εκθέτει επί του ζητήματος αυτού με τον πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως, όπως συμπληρώθηκαν με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων. Ο περί νομικής πλάνης ισχυρισμός δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν την πλάνη του, και αιτιολογούν το συγγνωστό αυτής, όπως τα στοιχεία αυτών προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλ απλώς ο αναιρεσείων περιορίσθηκε να επαναλάβει την διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 2 ΠΚ, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω, αβασίμως δε παραπονείται με τον 5ο λόγο του δικογράφου των προσθέτων για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Αβασίμως λοιπόν πλήττεται, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και τους πρώτο, δεύτερο και πέμπτο λόγους του δικογράφου των προσθέτων, η αναιρεσειβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (510 παρ. 1 Δ και Ε ΚΠΔ).
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε' 1ος, 2ος, 3ος του κυρίου δικογράφου και 1ος έως και 6ος του δικογράφου των προσθέτων λόγοι αναιρέσεως τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό εκθέσεως 1/26-3-2009 αίτηση του Χ και τους από 12-11-2009 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της με αριθμ. 1807/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κειου Άμφισσας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ