Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 433 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση. Απορριπτική απόφαση εφέσεως ως εκπρόθεσμης, κληθείσας της κατηγορουμένης εγκύρως ως άγνωστης διαμονής. Στην Έκθεση Εφέσεως και την αναίρεση επικαλείται η αναιρεσείουσα ακυρότητα επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής της ερήμην του πρωτόδικης αποφάσεως. Α. Παραδεκτή παραίτηση από την πρώτη αίτηση αναίρεσης. Β.1. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. 2. Κατά την παρ. 2 του άρ. 161 ΚΠΔ ορίζεται ότι εκείνος που επιδίδει το έγγραφο οφείλει σε κάθε περίπτωση να σημειώνει σε αυτό τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, πλην όμως, η σχετική αυτή σημείωση στο επιδιδόμενο έγγραφο, καθώς και η έλλειψη αναγραφής των στοιχείων αυτής, όπως του έτους επιδόσεως, δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής επίδοσης, δεδομένου μάλιστα ότι η ως άνω διάταξη δεν είναι από εκείνες, η μη τήρηση των οποίων επιφέρουν, κατ' άρ. 154 παρ. 2 ΚΠΔ ακυρότητα της επίδοσης, μπορεί δε το έτος επίδοσης να προκύπτει και από τη σχετική βεβαίωση του οργάνου επιδόσεως. 3. Κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα και απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για το απαράδεκτο και δεν υπεισέρχεται σε θέματα προδικασίας και στην κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 433/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ό. Κ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ιωάννου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 544/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Ιανουαρίου και 22 Μαρτίου 2012 αιτήσεις της, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 435/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α. Οι το πρώτον κρινόμενες με αρ. εκθ. 6/19-1-2012 και 36/22-3-2012 δύο αιτήσεις αναιρέσεως της ιδίας αναιρεσείουσας, κατά της ιδίας με αρ. 544/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, είναι εμπρόθεσμες, θεωρείται ότι συνιστούν ενιαίο κείμενο και πρέπει να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν περαιτέρω.
Β. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.1, 475 παρ.1, 476 παρ.1 και 513 παρ.1 του ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του και από εκείνον που τη δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Από τις παραπάνω διατάξεις, που παραπέμπουν στο άρθρο 465 παρ. 1ΚΠΔ, προκύπτει ότι, όπως για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, έτσι και για την παραίτηση από αυτήν, απαιτείται, όταν γίνεται από αντιπρόσωπο, ο τελευταίος να έχει ειδική εντολή για να παραιτηθεί από την συγκεκριμένη αίτηση αναιρέσεως που έχει ασκηθεί από τον εντολέα του.
Στην προκειμένη περίπτωση, από το δικόγραφο της δεύτερης χρονικά ασκηθείσας, με αρ. εκθ. 36/22-3-2012 αιτήσεως αναιρέσεως, ενώπιον της αρμοδίας γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλόμενη 544/2012 απόφαση Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκύπτει ρητή παραίτηση της αναιρεσείουσας από την πρώτη αίτηση αναιρέσεως, με αρ. εκθ. 6/19-1-2012, ασκηθείσα ενώπιον της γραμματέας του ιδίου δικαστηρίου, από τον εξουσιοδοτούμενο δικηγόρο της καταδικασθείσας Παναγιώτη Ιωάννου. Από την από 21-3-2012 προσαρτώμενη σχετική εξουσιοδότηση της αναιρεσείουσας προκύπτει ότι δίδεται ειδική εντολή στον εν λόγω δικηγόρο της να ασκήσει τη δεύτερη ως παραπάνω αίτηση αναιρέσεως, ενσωματώνοντας στην εξουσιοδότηση το περιεχόμενο της αναιρέσεως αυτής, στο οποίο υπάρχει και σαφής ρητή δήλωση παραιτήσεως από το δικόγραφο της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, η ανωτέρω παραίτηση ασκήθηκε παραδεκτά και πρέπει η με αρ. εκθ. 6/19-1-2012 κρινόμενη πρώτη ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δέκα ημέρες, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ.α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 του ΚΠΔ, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ'αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση (ΑΠ 137, 956/2011). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για το απαράδεκτο, η δε απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλομένης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, λόγω της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία της εφέσεως(του άρθρου 473 παρ.1 του ΚΠΔ), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ.ΑΠ 6/1994, 7/1994 και 4/1995). Επίσης, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει υποχρεωτικά στη σχετική έκθεση εφέσεως και να προβάλει με την έφεση το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ως εκ του οποίου παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, και ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Στην έννοια όμως της ανωτέρας βίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλουμένης ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και εντεύθεν μη ενάρξεως καν της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεώς του. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω, και δη κατά τρόπο ορισμένο, στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, από τα άρθρα 152, 162 εδ. α' και 338 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το αποδεικτικό επιδόσεως που έχει τον χαρακτήρα εκθέσεως (άρθρ. 148 ΚΠΔ) και συντάσσεται κατά τους υπό της διατάξεως του άρθρου 161 του ιδίου Κώδικα διαγεγραμμένους τύπους, έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έως ότου προσβληθεί ως πλαστό και εάν προσβληθεί για πλαστότητα στην ποινική δίκη η προσβολή αυτή δεν εμποδίζει το δικαστήριο να εκτιμήσει ελεύθερα το περιεχόμενό του, ενώ εάν κριθεί τούτο αναγκαίο για την απόφαση στην κυρία υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση την γνησιότητά του και μόνον όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις περί της πλαστότητος αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του την δίκη έως ότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία. Και ναι ΅εν κατά την παρ. 2 του άρ. 161 ορίζεται ότι εκείνος που επιδίδει το έγγραφο οφείλει σε κάθε περίπτωση να σημειώνει σε αυτό τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε και να υπογράψει τη σχετική ση΅είωση, πλην ό΅ως, η σχετική αυτή ση΅είωση στο επιδιδό΅ενο έγγραφο, καθώς και η έλλειψη αναγραφής των στοιχείων αυτής, δεν επιβάλλεται ΅ε ποινή ακυρότητας της σχετικής επίδοσης, δεδο΅ένου ΅άλιστα ότι η ως άνω διάταξη (161 παρ. 2) δεν είναι από εκείνες, η ΅η τήρηση των οποίων επιφέρουν, κατ' άρ. 154 παρ. 2 του ΚΠΔ ακυρότητα της επίδοσης. Αν υπάρχει διαφορά στη χρονολογία ΅εταξύ του αποδεικτικού και της ση΅ειώσεως στο επιδοθέν έγγραφο, επικρατεί κατ' αρχήν το αποδεικτικό επιδόσεως. Η ση΅είωση αυτή του επιδίδοντος πάνω στο επιδιδό΅ενο έγγραφο επιβάλλεται για την ενη΅έρωση του ενδιαφερο΅ένου και προς υπό΅νησή του ως προς την ακριβή η΅έρα επίδοσης από την οποία και εξαρτάται η προθεσ΅ία άσκησης ενδίκου ΅έσου, χωρίς η παράλειψή της να δη΅ιουργεί ακυρότητα της επίδοσης (βλ. άρ. 154 παρ. 2), ΅όνο δε στην περίπτωση διαφοράς κατά τη χρονολογία ΅εταξύ του αποδεικτικού και της κατ' άρθρο 161 παρ. 2 ση΅ειώσεως του δικαστικού επι΅ελητή, επί του επιδιδο΅ένου εγγράφου ΅πορεί να δη΅ιουργηθεί στον ενδιαφερό΅ενο διάδικο εύλογη πεποίθηση για τον ακριβή χρόνο επίδοσης και συνεπώς για την προθεσ΅ία ΅έσα στην οποία πρέπει αυτός να ασκήσει το ένδικο ΅έσο. Κατά το άρθρο 161 παρ. 1, για την επίδοση συντάσσεται αποδεικτικό, που περιέχει τα στο άρθρο αυτό διαλα΅βανό΅ενα στοιχεία και το οποίο, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 162, αποδεικνύει την επίδοση, ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προς διερεύνηση της βασιμότητας ή μη σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Με το από 18 Οκτωβρίου (χωρίς έτος) αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα του Α.Τ. ... Π. Π., επιδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου(χωρίς έτος) στην κατηγορούμενη Ό. Κ. πλήρες αντίγραφο της ερήμην της εκδοθείσας με αρ. 154943/2003 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως άγνωστης διαμονής, στο Δήμαρχο ..., γιατί όπως βεβαιώνεται στο αποδεικτικό αυτό, αλλά και στην επισυναπτόμενη από 17-10-2006 βεβαίωση του ίδιου εντεταλμένου οργάνου επιδόσεως, η Ό. Κ. αναζητήθηκε στην διεύθυνση της τελευταίας γνωστής κατοικίας της, στην οδό ... αρ. 21 και δε βρέθηκε εκεί αυτή ή άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ.2 του ΚΠΔ πρόσωπα, αυτή δε , μετά από έρευνα του ανωτέρω οργάνου και από πληροφορίες των περιοίκων, προέκυψε ότι τυγχάνει άγνωστη και μετώκησε από την ανωτέρω οδό ... αρ. 21 σε άγνωστη διεύθυνση.
Από τη σχετική με αρ. 8986/2011 έκθεση εφέσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι η εκκαλούσα κατηγορουμένη, φερόμενη στην έφεση, ως κάτοικος ..., οδός ... αρ. 6, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της, προέβαλε με αυτή, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής:
"1) Ουδόλως έλαβε γνώση του Κλητηρίου Θεσπίσματος, το οποίον ουδέποτε της εκοινοποιήθη, άλλως της εκοινοποιήθη κατά τρόπο μη νόμιμο και προσήκοντα.
Όπως από την σχηματισθείσα δικογραφία πρόσφατα διεπιστώθη, η κοινοποίησις του υπ' αριθμόν Γ 20001/11763 Κλητηρίου θεσπίσματος (δυνάμει του οποίου παρεπέμφθη) έγινε ως εις αγνώστου διαμονής κατηγορούμενο, με τελευταία γνωστή διαμονή την επί της οδού ... αριθμός 21 κατοικία της, εν συνεχεία δε με τοιχοκόλληση στον Δήμο ....
Ουδέποτε όμως η κατηγορουμένη ήταν αγνώστου διαμονής. Ήταν πάντοτε γνωστής.
Διέμενε δε τότε επί της οδού ... αριθμός 21 στον ..., όπου υποτίθεται ότι ανεζητήθη και δεν ευρέθη.
Αποτέλεσμα της ως εις αγνώστου διαμονής κοινοποιήσεως του Κλητηρίου θεσπίσματος ήταν η αδυναμία της να γνωρίζει ότι παραπέμπεται εις δίκην κατά την δικάσιμο της 17ης-12-2003 και η εκ του λόγου τούτου ερημοδικία της, η οποία ωδήγησε στην ερήμην καταδίκη της.
2) Λόγω της ερημοδικίας της το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υπόψη του τα αληθή πραγματικά περιστατικά, επελήφθη δε και έκρινε βάσει των μονομερώς προσκομισθέντων και υφισταμένων στην δικογραφία στοιχείων.
Κατ' αυτόν όμως τον τρόπο, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και εκήρυξε την εντολέα του ένοχο πράξεως την οποίαν ουδέποτε εξετέλεσε.
3) Ουδόλως μέχρι και σήμερα έλαβε γνώση (καθ' οιονδήποτε τρόπο) της εκκαλουμένης αποφάσεως, διότι αύτη ουδέποτε της εκοινοποιήθη, άλλως της εκοινοποιήθη κατά τρόπο μη νόμιμο και προσήκοντα.
Όπως προκύπτει από την δικογραφία η εκκαλουμένη απόφαση φέρεται ότι της εκοινοποιήθη την 18ην Οκτωβρίου κάποιου έτους, χωρίς να αναφέρεται ποιού, ως εις αγνώστου διαμονής, με τελευταία γνωστή διαμονή την επί της οδού ... αριθμός 21 στον ... κατοικία της.
Εν συνεχεία και χωρίς να αναφέρεται ημερομηνία (πότε) ετοιχοκολλήθη στον Δήμο ....
Εις το αποδεικτικόν επιδόσεως όμως δεν αναφέρεται το έτος της κοινοποιήσεως.
Ούτε δε τούτο προκύπτει από την βεβαίωση τοιχοκολλήσεως στον Δήμο, όπου ουδεμία ημερομηνία αναφέρεται.
Ούτε και εξ άλλου στοιχείου προκύπτει.
Αποτέλεσμα της ουσιώδους αυτής παραλείψεως είναι η άνευ ετέρου ακυρότης της επιδόσεως και του αποδεικτικού (ΑΠ 914/2003 Ποιν. Χρον. ΝΔ 216-ΑΠ 918/2002 Ποιν. Χρον. Ν Γ 324-ΑΠ 1799/2000 Ποιν. Χρον. Ν 591).
Αποτέλεσμα δε της ακυρότητος της επιδόσεως ήταν να μη κινηθή η προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων (και εν προκειμένω της εφέσεως), γεγονός το οποίον καθιστά την άσκηση της παρούσης εφέσεως, ως προ πάσης κοινοποιήσεως ασκούμενη.
Ουσιαστικόν αποτέλεσμα της ακυρότητος της επιδόσεως ήταν προς τούτοις η άγνοια της περί της κατηγορίας και της δικασίμου, κατά συνέπειαν δε και περί την ύπαρξιν της αποφάσεως, γεγονός το οποίον συνιστά απόλυτον ψυχικήν αδυναμία και λόγον ανωτέρας βίας ως προς την άσκηση της εφέσεως. Κατά συνέπειαν τούτων η έφεσις ασκείται σήμερα προ πάσης επιδόσεως και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι η προθεσμία της εφέσεως ουδέποτε ήρξατο.
’λλως η εκκαλούσα, εκ λόγων ανωτέρας βίας και ανυπερβλήτου κολλήματος (άγνοια περί την ύπαρξη της αποφάσεως) δεν ηδυνήθη να ασκήση ενωρίτερον την έφεση. Η προαναφερθείσα επίδοσις της αποφάσεως και το αποδεικτικόν επίδοσης είναι άκυρα και εξ άλλων λόγων, ήτοι:
-Δεν αναφέρεται η ημερομηνία τοιχοκολλήσεως της αποφάσεως στον Δήμο.
-Δεν αναφέρεται η ιδιότητα και η αρμοδιότητα της βεβαιούσης περί της τοιχοκολλήσεως εις τον Δήμο Κ. Τ..
-Ο χαρακτηρισμός της εκκαλούσης ως αγνώστου διαμονής και η κοινοποίησις της αποφάσεως κατά τον ίδιο τρόπο έγινε χωρίς να προηγηθή η απαιτούμενη από τον Νόμο έρευνα και χωρίς βεβαίωση του οργάνου επιδόσεως ότι ερεύνησε προς τούτο.
4) Κακώς η εκκαλουμένη απόφασις της εκοινοποιήθη ως εις αγνώστου διαμονής, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προς τούτο, διότι :- Ήταν πάντοτε και είναι γνωστής διαμονής.
Μέχρι και της 31ης-12-2010 διέμενε εις την επί της οδού ... αριθμός 21 στον ... κατοικία της.
Από 1ης δε Ιανουαρίου 2011 μέχρι και σήμερα εις την επί της οδού ... αριθμός 6 στην ... κατοικίαν της.
Αποτέλεσμα της εσφαλμένης ως άνω επιδόσεως είναι η άνευ ετέρου ακυρότης της τε επιδόσεως και του αποδεικτικού.
Αποτέλεσμα δε της ακυρότητος της επιδόσεως ήταν να μη κινηθή η προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων (και εν προκειμένω της εφέσεως), γεγονός το οποίον καθιστά την άσκηση της παρούσης εφέσεως, ως προ πάσης κοινοποιήσεως ασκούμενη.
Ουσιαστικόν αποτέλεσμα της ακυρότητος της επιδόσεως ήταν προς τούτοις η άγνοια της περί της κατηγορίας και της δικασίμου, κατά συνέπειαν δε και περί την ύπαρξιν της αποφάσεως, γεγονός το οποίον συνιστά απόλυτον ψυχικήν αδυναμία και λόγον ανωτέρας βίας ως προς την άσκηση της εφέσεως.
5) Το αδίκημα δια το οποίο κατεδικάσθη φέρεται ότι ετελέσθη την 5ην-5-2001. Έκτοτε και μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών, το αδίκημα δε (το οποίο βέβαια ουδέποτε ετελέσθη) υπέπεσε σε παραγραφή.
6) Δι' όσους άλλους λόγους θέλει εν καιρώ προσηκόντως προσθέσει και ιδίως κατά την ημέρα της συζητήσεως της υποθέσεως".
Από τα παραπάνω εκτιθέμενα στην έκθεση εφέσεως της αναιρεσείουσας σαφώς συνάγεται, ότι αυτή επικαλείται: α) ότι η παραπάνω επίδοση σε αυτή της εκκαλούμενης πρωτόδικης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη και β) ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως για συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, για οποιαδήποτε δικάσιμο, ούτε για τη δικάσιμο της 17-12-2003, που εκδόθηκε ερήμην της η προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση, κληθείσα ως άγνωστης διαμονής στην οδό ... αρ. 21 του ..., διεύθυνση στην οποία διέμενε μέχρι της 31-12-2010, μετοικήσασα έκτοτε στην οδό ... αρ. 6 της ... . Με την προσβαλλόμενη με αρ. 544/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η ανωτέρω με αριθμό εκθέσεως 8986/10-8-2011 έφεση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, κατά της με αρ. 154943/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτή ερήμην, κληθείσα ως άγνωστης διαμονής, σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, για παράβαση του άρ. 375 παρ.1 του ΠΚ, με την παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: "Από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε προκύπτει ότι η υπό κρίση έφεση πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Ειδικότερα η εκκαλούμενη με αριθμ. 154943/2003 απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την απαγγελία της οποίας η εκκαλούσα - κατηγορούμενη δεν ήταν παρούσα επιδόθηκε στην τελευταία ως αγνώστου διαμονής στις 18.10.2006, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε στην αναφερόμενη στη μήνυση διεύθυνση τελευταίας γνωστής κατοικίας της, ήτοι στην οδό ... 21 στον ..., όπου ούτε αυτή ούτε κανένα άλλο πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στη διάταξη του αρθ. 156 § 1 εδ. α' ΚΠοινΔ ανευρέθησαν. Πρέπει να επισημανθεί ότι στο αποδεικτικό επίδοσης της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης στην κατηγορούμενη με άγνωστη διαμονή του Αρχ/κα του Α.Τ. ... Π. Π. αναγράφεται μόνο η ημερομηνία της επίδοσης και ειδικότερα η 18η του μηνός Οκτωβρίου και όχι και το έτος επίδοσης. Εντούτοις η έλλειψη αυτή δεν επιδρά στο κύρος της επίδοσης, διότι από την περιλαμβανόμενη στη δικογραφία με ημερομηνία 17.10.2006 αναφορά του άνω οργάνου που διενήργησε την επίδοση προς το Α.Τ. ... στην οποία δηλώνει ότι, όπως ο ίδιος εξακρίβωσε, η εκκαλούσα - κατηγορουμένη μετώκησε από την οδό ... 21 στον ... σε άγνωστη διεύθυνση προκύπτει ότι η επίδοση έλαβε χώρα το έτος 2006, οπότε και συντάχθηκε η εν λόγω αναφορά. Η εκκαλούσα - κατηγορουμένη, άσκησε την υπό κρίση έφεση στις 10.8.2011, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία τάσσεται από το άρθρ. 473 παρ.1 ΚΠΔ για την περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται από τον κατηγορούμενο που δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της προσβαλλόμενης απόφασης και, παραλλήλως είναι άγνωστης διαμονής (ΑΠ 5/2003 ΠοινΧρ ΝΓ 890). Με την σχετική με αριθμό 8986/2011 έκθεση εφέσεώς της η εκκαλούσα προβάλλει τους ισχυρισμούς, προκειμένου να γίνει δεκτή η έφεσή της. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι γνώση του Γ 20001/11763 κλητηρίου θεσπίσματος το οποίο δεν της επιδόθηκε άλλως της επιδόθηκε ακύρως, αφού είχε γνωστή διαμονή και ειδικότερα η κατοικία της ήταν επί της άνω οδού ... 21 στον ... όπου υποτίθεται ότι αναζητήθηκε αλλά δεν βρέθηκε. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας είναι αβάσιμος, διότι από το με ημερομηνία 31.7.2004 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχ/κα Α.Τ. ... Κ. Π. προκύπτει ότι ο τελευταίος που ενήργησε την επίδοση του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος μετέβη στην επί της οδού ... 21 στον ... κατοικία της εκκαλούσας - κατηγορουμένης την αναζήτησε και ήταν απούσα και ακολούθως βεβαίωσε το άγνωστο της διαμονής αυτής και την ανυπαρξία των αναφερόμενων στο άρθρο 156 ΚΠΔ προσώπων. Έτσι σύννομα έγινε η επίδοση του παραπάνω κλητηρίου θεσπίσματος προς αυτήν ως άγνωστης διαμονής και όχι ως γνωστής με θυροκόλληση. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της ότι δεν αναζητήθηκε από το όργανο που ενήργησε την επίδοση στην ως άνω κατοικία της είναι χωρίς νόμιμη επιρροή, καθόσον το αποδεικτικό επίδοσης ως προς το ζήτημα κατά τούτο έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, δεδομένου ότι δεν έχει προσβληθεί για πλαστότητα σύμφωνα με το άρθρο 162 εδ. α' ΚΠΔ (ΑΠ 498/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεύτερον ισχυρίζεται ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης είναι άκυρη, διότι στο αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναφέρεται το έτος επιδόσεως ούτε το έτος τοιχοκολλήσεις της αποφάσεως στο Δημοτικό κατάστημα και ούτε η ιδιότητα και η αρμοδιότητα της υπαλλήλου του Δήμου Κ. Τ. που προέβη στη βεβαίωση. Ότι δεν ήταν αγνώστου διαμονής αλλά γνωστής και δεν προηγήθηκε της επίδοσης σε αυτήν ως αγνώστου η έρευνα του οργάνου και δεν υφίσταται βεβαίωση αυτού ότι ερεύνησε για το σκοπό αυτό. Όπως εκτέθηκε στο αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναγράφεται το έτος της επίδοσης ούτε το έτος τοιχοκόλλησης της εκκαλούμενης, πλην όμως κατά τα εκτεθέντα εξ αυτού του λόγου δεν πάσχει ακυρότητα η επίδοση, αφού το έτος διενέργειας των πράξεων αυτών προκύπτει από την παραπάνω από 17.10.2006 αναφορά του οργάνου που προέβη στην επίδοση (πρβλ. ΑΠ 2116/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από το προαναφερθέν αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή παραδόθηκε νομίμως στην ορισμένη από το Δήμαρχο ... υπάλληλο Κ. Τ. η οποία υπογράφει κάτω από την ένδειξη' "παρέλαβα" και βεβαιώνει με δεύτερη υπογραφή της για την τοιχοκόλληση της αποφάσεως στο δημοσιότερο μέρος της έδρας του πιο πάνω Δήμου και δεν προκύπτει αμφιβολία ότι αυτή ήταν ορισμένη από το Δήμαρχο ... για την παραλαβή δικογράφων. Ο ισχυρισμός της ότι το όργανο που ενήργησε την επίδοση δεν ερεύνησε προηγουμένως, εάν πράγματι διαμένει στην κατοικία της δεν ασκεί επιρροή, διότι το αποδεικτικό επίδοσης ως προς το ζήτημα αυτό έχει αποδεικτική δύναμη, δεδομένου ότι δεν έχει προσβληθεί για πλαστότητα σύμφωνα με το άρθρο 162 εδ. α' ΚΠΔ (ΑΠ 498/2005 ο.π.). Εξάλλου στο αποδεικτικό αυτό βεβαιώνεται ότι αναζητήθηκε στην αναφερόμενη στη μήνυση διεύθυνση τελευταίας γνωστής κατοικίας της, ήτοι στην οδό ... 21 στον ..., όπου ούτε αυτή ούτε κανένα άλλο πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στη διάταξη τού αρθ. 156 § 1 εδ. α' ΚΠοινΔ ανευρέθηκαν. Με την έφεση ισχυρίζεται ότι άλλως εκ λόγων ανώτερης βίας και ανυπέρβλητου κωλύματος συνιστάμενων στην άγνοια της ύπαρξης της εκκαλούμενης δεν άσκησε εμπροθέσμως την έφεση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος (ΑΠ 498/2005). Τέλος ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως της επιδόθηκε η εκκαλουμένη ως αγνώστου διαμονής, αφού είχε γνωστή διαμονή και ειδικότερα η κατοικία της ήταν επί της άνω οδού ... 21 στον ... . Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατά τα προεκτεθέντα, αφού αναζητήθηκε στη διεύθυνση αυτή ούτε αυτή ούτε κανένα άλλο πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στη διάταξη τού άρθ. 156 § 1 εδ. α' ΚΠοινΔ ανευρέθηκαν".
Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης με αρ. 544/10-1-2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορριπτικής της εφέσεως κατά της ως άνω εκκαλουμένης 154943/2003 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως εκπρόθεσμης και ως εκ τούτου απαράδεκτης, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού σε αυτήν εκτίθενται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω ως αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της άνω εκκαλουμένης αποφάσεως στην κατηγορουμένη, ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως το επιδόσαν αστυνομικό όργανο βεβαιώνει, τόσο στο αποδεικτικό επιδόσεως, όσο και σε χωριστή από 17-10-2006 βεβαίωσή του, ότι προέβη σε έρευνα, δηλαδή αναζητήθηκε η κατηγορουμένη και δε βρέθηκε αυτή ή άλλο πρόσωπο από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ.1 ΚΠΔ, στη διεύθυνση επί της οδού ... αρ.21 του ..., κατοικία που, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τη διερεύνηση του σχετικού λόγου αναιρέσεως, αναφερόταν στην με χρονολογία 5-5-2001 μήνυση του Π. Θ., εκπροσώπου της μηνύτριας εκμισθώτριας εταιρείας κατά της για υπεξαίρεση κατηγορουμένης, διεύθυνση που προκύπτει μάλιστα ότι είχε δώσει η ίδια η κατηγορουμένη στη μηνύτρια με το υπογραφόμενο και από αυτή από 5-9-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως του υπεξαιρεθέντος μισθίου αυτοκινήτου, μόνη γνωστή κατοικία της κατηγορουμένης στην αρμόδια για την επίδοση εισαγγελική αρχή Αθηνών, αφού δεν είχε εξετασθεί η κατηγορουμένη στην προδικασία, για να δηλώσει άλλη νεότερη κατοικία της, ούτε επικαλείται ή προκύπτει ότι αυτή είχε δηλώσει μεταβολή της ανωτέρω νέας κατοικίας της στην αρμόδια εισαγγελική αρχή. Στο ίδιο αιτιολογικό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διαλαμβάνεται το συγκεκριμένο αποδεικτικό επιδόσεως και ο χρόνος της επιδόσεως, η 18-10-2006, αναφέροντας ρητά ότι η επίδοση έγινε στις 18-10-2006 και αναφέρεται και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως, η 10-8-2011, δηλαδή πολύ μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως, των 30 ημερών, από της επιδόσεως της αποφάσεως στην άγνωστης διαμονής κατηγορουμένη, που ορίζει το προπαρατεθέν άρθρο 473 παρ.1 του ΚΠΔ. Το δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να διαλάβει αιτιολογία για την επικαλούμενη απλή μη γνώση της ερήμην αποφάσεως, που εμπόδισε την εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, αφού η εκκαλούσα, με την ανωτέρω εκτεθείσα έφεσή της, δεν είχε επικαλεσθεί κάποιο λόγο ανώτερης βίας, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο, είχε δε μόνον προβάλλει ακυρότητα της ως άγνωστης διαμονής επιδόσεως της προσβληθείσας ερήμην αποφάσεως, για το λόγο ότι και κατά το χρόνο της επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως ήταν γνωστής διαμονής σε κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση στην ..., γνωστή μάλιστα στην αρμόδια για την επίδοση εισαγγελική αρχή των Αθηνών. Όσον αφορά τον επικληθέντα έτερο ειδικότερο λόγο ακυρότητας της προς την εκκαλούσα επιδόσεως, ως άγνωστης διαμονής, της προσβληθείσας ερήμην καταδικαστικής πρωτόδικης αποφάσεως, για το λόγο ότι στο άνω με χρονολογία 18-10(χωρίς έτος) αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναφερόταν το έτος επιδόσεως και το έτος τοιχοκολλήσεως της ερήμην αποφάσεως στο Δημοτικό κατάστημα, ως και διότι δεν αναφερόταν η ιδιότητα και η αρμοδιότητα της υπαλλήλου του Δήμου Κ. Τ. που προέβη στη βεβαίωση τοιχοκόλλησης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη κατά τα παραπάνω με αρ. 544/2012 απόφασή του, ορθά απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση με πλήρη, ειδική και σαφή ως παραπάνω εκτέθηκε αιτιολογία, ερευνήσαν και δεχθέν το νόμιμο της παραπάνω προς την εκκαλούσα κατηγορουμένη επιδόσεως της ερήμην με αρ. 154943/2003 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθόσον η ανωτέρω επίδοση δεν είναι άκυρη, από τις εν λόγω πράγματι υπάρχουσες ελλείψεις, διότι: α) ανεξάρτητα του ότι όπως προαναφέρθηκε, η έλλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως του έτους επιδόσεως, δεν επιβάλλεται ΅ε ποινή την ακυρότητα της σχετικής επιδόσεως, το μη αναφερόμενο στο άνω αποδεικτικό επιδόσεως έτος διενέργειας της επιδόσεως και της τοιχοκολλήσεως στο Δημοτικό κατάστημα (το 2006), συνάγεται ότι παραλείφθηκε από παραδρομή του οργάνου επιδόσεως και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι το έτος 2006. Τούτο δε προκύπτει από τα παραδεκτά επισκοπούμενα για τη διερεύνηση σχετικού λόγου αναιρέσεως έγγραφα της δικογραφίας και δη από την αναφερόμενη στο αιτιολογικό με χρονολογία 17-10-2006 αναφορά του επιδώσαντος αστυνομικού οργάνου Π. Π. προς το ΑΤ ..., αλλά και από τη με χρονολογία 18-9-2006 παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προς το ΑΤ ... για την επίδοση στην κατηγορουμένη της ανωτέρω ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως και β) από το εν λόγω αποδεικτικό επιδόσεως του αστυνομικού οργάνου Π. Π., προκύπτει σαφώς και χωρίς αμφιβολία ότι σε αυτό αναφέρεται ότι η υπογράφουσα ως παραλαβούσα την ερήμην απόφαση και τοιχοκολλήσασα αυτή στο Δημοτικό κατάστημα υπάλληλος του Δήμου ... Κ. Τ., ήταν ορισμένη από το Δήμαρχο ... για την παραλαβή δικογράφων. Επομένως το συγκεκριμένο αποδεικτικό επιδόσεως, που σημειωτέον δεν προσβάλλεται για πλαστότητα, δεν πάσχει από καμία ακυρότητα και η προεκτεθείσα αιτιολογία του Εφετείου στηρίζει επαρκώς την κρίση του για την εγκυρότητα της προς την κατηγορουμένη επιδόσεως της ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής.
Επομένως, όλοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, συναφείς λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης, απορριπτικής της εφέσεως ως εκπρόθεσμης αποφάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως (πρώτος και δεύτερος) της κρινόμενης αιτήσεως, α) ότι η κατηγορουμένη ουδόλως έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος, άλλως της κοινοποιήθηκε κατά τρόπο μη νόμιμο και β) ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ερήμην του βάσει των μονομερώς προσκομισθέντων και υφισταμένων στη δικογραφία στοιχείων, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, καθόσον, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα και απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για το απαράδεκτο και μόνον και δεν υπεισέρχεται σε θέματα προδικασίας και στην επί της ουσίας κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη δεύτερη με αρ. εκθ. 36/22-3-2012 αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 6/19-1-2012 αίτηση της Ό. Κ. του Χ., για αναίρεση της με αρ. 544/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 36/22-3-2012 αίτηση της Ό. Κ. του Χ., για αναίρεση της με αρ. 544/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή