Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Δικαιοπραξία εικονική, Δωρεά, Ένδικο μέσο.
Περίληψη:
Εικονική σύμβαση πωλήσεως με υποκριπτόμενη δωρεά. Στοιχεία πωλήσεως. Σημασία καταβολής τιμήματος. Πότε είναι ισχυρή η υποκρυπτόμενη δωρεά. Απόδειξη εικονικότητας και με μάρτυρες. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 19 και 9 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Πότε ιδρύονται (Επικυρώνει Εφ. Αθ. 1509/2008)
Αριθμός 1006/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ζ. Σ. συζ. Δ. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Ανανιάδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Σ. του Κ. και 2) Β. Ρ. του Χ., συζ. Β. Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Σαφάρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/4/1997 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2435/1998 μη οριστική, 4588/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 1509/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα την από 18/7/2009 της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/12/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Kατά το άρθρο 138 ΑΚ, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύσταση της. Εξάλλου, κατά την σαφή έννοια του άρθρου 513 του ίδιου Κώδικα, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων για τη μετάθεση της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος, η οποία, προκειμένου για ακίνητο, πρέπει να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο (άρθρο 369 ΑΚ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην εικονικότητα μιας σύμβασης ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο κατάρτισης της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Έτσι, σε περίπτωση εικονικότητας της σύμβασης πώλησης ακινήτου και της ενωμένης με αυτήν σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας του πωλούμενου ακινήτου από τον πωλητή στον αγοραστή, εφόσον υπό την εικονική αυτή δικαιοπραξία υποκρύπτεται άλλη έγκυρη δικαιοπραξία, όπως δωρεά, για να ισχύσει η υποκρυπτόμενη αυτή σύμβαση απαιτείται συμφωνία των συμβληθέντων ότι εικονική είναι η εμφανιζόμενη σύμβαση της πώλησης και έγκυρη η υποκρυπτόμενη σύμβαση της δωρεάς. Για το κύρος της καταρτισμένης σύμβασης πώλησης δεν ασκεί επιρροή το αν ο αγοραστής κατέβαλε πράγματι και με ποίο τρόπο το συμφωνημένο τίμημα, αφού αυτό μπορεί να χαριστεί ή να εξοφληθεί με δόση αντί καταβολής ή μπορεί η σχετική αξίωση να αποσβεσθεί με παραγραφή ή κατ' άλλο τρόπο, όμως το δικαστήριο, κατά την έρευνα της ύπαρξης συναλλακτικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, μπορεί να συναγάγει τεκμήριο για την εικονικότητα της σύμβασης πώλησης από το γεγονός της καταβολής ή μη του τιμήματος (ΑΠ 680/2009). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αφορά πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης, εκτός αν η παράθεση ασαφών ή αντιφατικών επιχειρημάτων δημιουργεί αμφιβολίες και ως προς το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 13-7-1996 πέθανε (από πνιγμό στη θάλασσα), στο ..., η Ι. χήρα Μ. Χ., το γένος Β. Σ., σε ηλικία 78 ετών, κάτοικος, όσο ζούσε, ..., χωρίς ν' αφήσει διαθήκη. Αυτή δεν απέκτησε φυσικά τέκνα, υιοθέτησε, όμως, την ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, όταν η τελευταία ήταν 39 ετών, δυνάμει της 2608/1989 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία και άφησε μοναδική, εξ αδιαθέτου κληρονόμο της. Ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος είναι ανιψιός της ανωτέρω Ι. Χ. και συγκεκριμένα τέκνο του αδελφού της Κ. Σ., ενώ η δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη είναι σύζυγος του πρώτου. Η Ι. Χ. προέβη, όσο ζούσε, στις παρακάτω διαδοχικές πωλήσεις- μεταβιβάσεις ακινήτων της, κατά πλήρη κυριότητα και ψιλή κυριότητα, ανάλογα, στους εναγομένους και ειδικότερα τους πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα τα εξής ακίνητα: 1) Με το .../20-3-1992 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαργαρίτας Μαρινοπούλου-Χριστάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, στον πρώτο εναγόμενο την ψιλή κυριότητα μιας οικοδομής (επί οικοπέδου 167,10 τετρ. μέτρων) που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό ... και αποτελείται από ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 109,70 τετρ. μέτρων, με υπόγεια αποθήκη, εμβαδού 98 τετρ. μέτρων και από πρώτο όροφο που περιλαμβάνει μία αποθήκη, εμβαδού 45,40 τετρ. μέτρων (αντικειμενικής αξίας, συνολικά, 43.104.611 δρχ.), αντί τιμήματος 18.000.000 δρχ., παρακρατώντας την επικαρπία για όλη της τη ζωή. 2) Με το .../31-12-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Δεβεράκη- Γουδή, που μεταγράφηκε νόμιμα, στη δεύτερη εναγομένη ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας μιας διώροφης οικίας (επί οικοπέδου 120,56 τετρ. μέτρων) που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό ...παλαιά αγορά) και αποτελείται από υπόγειο, εμβαδού 87,50 τετρ. μέτρων, ισόγειο, εμβαδού 90,80 τετρ. μέτρων και πρώτο όροφο, εμβαδού 48,35 τετρ. μέτρων αντικειμενικής αξίας, συνολικά, 8.190.051 δρχ., αντί τιμήματος 8.190.051 δρχ., παρακρατώντας την επικαρπία για όλη της τη ζωή. 3) Με το .../31-12-1993 συμβόλαιο της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, στους εναγομένους, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθέναν, την ψιλή κυριότητα της υπό στοιχ. Γ- 3 οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του τρίτου, πάνω από το ισόγειο, ορόφου πολυκατοικίας (επί οικοπέδου 1126 τετρ. μέτρων), που βρίσκεται στην ..., στη συμβολή των οδών ... και ..., εμβαδού (του διαμερίσματος) 113,50 τετρ. μέτρων, με την υπόγεια με αριθμ. 4 αποθήκη που ανήκει σ' αυτό, εμβαδού 14 τετρ. μέτρων (αντικειμενικής αξίας, συνολικά, 7.625.463 δρχ.), αντί τιμήματος 7.625.463 δρχ., παρακρατώντας την επικαρπία για όλη της τη ζωή της και 4) με το .../24-6-1994 συμβόλαιο της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα, στους εναγομένους, κατά ποσοστό 14 εξ αδιαιρέτου στον καθέναν από αυτούς, κατά πλήρη κυριότητα, α) την υπό στοιχ. 1 οριζόντια ιδιοκτησία- αποθήκη, εμβαδού 11 τετρ. μέτρων, που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, β) την υπό στοιχ. 1 οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη- χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου), εμβαδού 22 τετρ. μέτρων, που βρίσκεται στο υπόγειο, γ) το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης τμήματος του δώματος, εμβαδού 32,10 τετρ. μέτρων και δ) το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης τμήματος του ακάλυπτου οικοπέδου, εμβαδού 270,02 μέτρων, της ίδιας πιο πάνω πολυκατοικίας στην ..., στις οδούς ... και ... (αντικειμενικής αξίας, συνολικά, 1.016.224 δρχ.) αντί τιμήματος 1.016.224 δρχ. Επίσης, η ανωτέρω Ι. Χ. είχε πωλήσει και μεταβιβάσει, κατά ψιλή κυριότητα, στον πρώτο εναγόμενο και στην αδελφή του- ανιψιά της Κ. συζ. Μ. Φ., το γένος Κ. Σ., τα ακίνητα που περιγράφονται στα ... και ... από 27-1-1992 συμβόλαια, αντίστοιχα, της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαργαρίτας Μαρινοπούλου-Χριστάκη που μεταγράφηκαν νόμιμα, δηλαδή οριζόντιες ιδιοκτησίες της επί της οδού ... στην Αθήνα οικοδομής (αντικειμενικής αξίας 11.110.693 δρχ. και 29.312.475 δρχ., αντίστοιχα), αντί τιμήματος 2.100.000 δρχ. και 19.000.000 δρχ., αντίστοιχα. Η ενάγουσα ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι όλες οι προαναφερόμενες αγοραπωλησίες είναι εικονικές, άρα άκυρες, διότι αυτές έγιναν όχι στα σοβαρά, αλλά μόνο φαινομενικά, γεγονός που γνώριζαν οι συμβαλλόμενοι, δηλαδή αφενός η Ι. Χ. ως πωλήτρια και αφετέρου τα ανίψια της- εναγόμενοι και Κ. σύζ. Μ. Φ. ως αγοραστές- οι οποίοι στην πραγματικότητα θέλησαν την κατάρτιση συμβάσεων δωρεάς στη ζωή. Επικαλούμενη, περαιτέρω, ότι οι δωρεές αυτές προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα της, ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου-θετής κόρης της "πωλήτριας- δωρήτριας" Ι. Χ., ζήτησε, να ανατραπούν, ως άστοργες, οι τέσσερις τελευταίες χρονικά δωρεές προς τους εναγομένους, οι οποίες καταρτίστηκαν με τα ως άνω .../24-6-1994, ... και ... από 31-12-1993 και .../20-3-1992 συμβόλαια, προκειμένου να ικανοποιηθεί πλήρως ως νόμιμη μεριδούχος. Ο αγωγικός, όμως, ισχυρισμός για το ότι είναι εικονικές οι αγοραπωλησίες των ακινήτων, για τις οποίες καταρτίστηκαν τα παραπάνω τέσσερα συμβόλαια μεταξύ της Ι. Χ. και των εναγομένων, δεν αποδείχθηκε ότι είναι ουσιαστικά βάσιμος. Από κανένα απολύτως αποδεικτικό μέσο, ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας Δ. συζ. Γ. Τ. (που είναι αδελφή του συζύγου της ενάγουσας) και Τ. συζ. Θ. Ξ., δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο αναμφίβολο, ώστε να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση, ότι η Ι. Χ.-πωλήτρια δεν είχε σπουδαία συναλλακτική πρόθεση να πωλήσει και μεταβιβάσει τα παραπάνω ακίνητα, κατά ψιλή κυριότητα και πλήρη κυριότητα, ανάλογα, στους εναγομένους. Το κύριο στοιχείο που επικαλείται η ενάγουσα για να στηρίξει τον ισχυρισμό της αυτόν για εικονικότητα των αγοραπωλησιών είναι η μη καταβολή από τους εναγομένους τιμήματος για τις αγοραπωλησίες αυτές. Η σύμβαση όμως πώλησης δεν είναι, χωρίς άλλο, εικονική από μόνο το γεγονός ότι δεν καταβλήθηκε το τίμημα, αφού αυτό μπορεί να χαριστεί ή να αποσβεστεί η σχετική αξίωση με άλλο τρόπο κλπ. Οι μάρτυρες, πάντως, Σ. χήρα Ν. Π. και Μ. Ε. Φ. (σύζυγος της πιο πάνω αδελφής του πρώτου εναγομένου), που εξετάστηκαν με την επιμέλεια των εναγομένων, επιβεβαίωσαν, εκτός από το γεγονός ότι οι επίμαχες αγοραπωλησίες δεν είναι εικονικές, και το ότι καταβλήθηκε, πράγματι, από τους εναγομένους το συμφωνημένο, για καθεμία αγοραπωλησία ακινήτου, τίμημα Αναφορικά, μάλιστα, με το .../20-3-1992 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαργαρίτας Μαρινοπούλου-Χριστάκη αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, δύο μόλις ημέρες πριν από την κατάρτιση του εν λόγω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, "δραχμοποίησε" συνάλλαγμα (240.000 γερμανικών μάρκων σε 18.000.000 δρχ.) ίσο με το συμφωνημένο τίμημα, προκειμένου να προβεί στην καταβολή του στην πωλήτρια Ι. Χ. και έτσι απαλλάχθηκε, εξαιτίας της εισαγωγής συναλλάγματος, κατά ένα μέρος, από την υποχρέωση του προς πληρωμή φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας, σύμφωνα με το ν. 1084/1971, όπως αναφέρεται, άλλωστε και στο συμβόλαιο αυτό. Εξάλλου, η Ι. Χ. δεν αποδείχθηκε ότι διακατεχόταν από διάθεση να χαρίσει την περιουσία της στα ανίψια της- εναγομένους, όπως επιβεβαίωσαν οι μάρτυρες της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι για τα ακίνητα που είχε πωλήσει και μεταβιβάσει, κατά ψιλή κυριότητα, στην άλλη ανιψιά της Κ. σύζ. Μ. Φ. με το πιο πάνω .../27-1-1992 συμβόλαιο εισέπραξε το συμφωνημένο τίμημα των 19.000.000 δρχ., όπως αποδεικνύεται κυρίως από τη με ημεροχρονολογία 29-1-1992 ιδιόχειρη έγγραφη απόδειξη της ίδιας (Ι. Χ.), την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι και της οποίας η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα. Το ίδιο συνέβη και σε σχέση με το .../4-4-1985 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ρήγα Κωστόπουλου, με το οποίο η Ι. Χ. πώλησε και μεταβίβασε, κατά κυριότητα, στην ίδια Κ. Φ. το περιγραφόμενο σ' αυτό διαμέρισμα αντί τιμήματος 3.300.000 δρχ., από το οποίο 1.300.000 δρχ. κατέβαλε η αγοράστρια στην πωλήτρια σε μετρητά ενώπιον του συμβολαιογράφου, το δε υπόλοιπο των 2.000.000 δρχ. πιστώθηκε και, τελικά, καταβλήθηκε στις 30- 9- 1985, όπως είχε συμφωνηθεί. Η ενάγουσα, βέβαια, ισχυρίζεται, για πρώτη φορά με την έφεσή της, ότι τα περιστατικά αυτά που δέχθηκε και η εκκαλουμένη, δηλαδή το ότι η Κ. Φ. κατέβαλε πράγματι το οφειλόμενο τίμημα των δύο πιο πάνω αγοραπωλησιών στην Ι. Χ. επιβεβαιώνει τους δικούς της ισχυρισμούς, αναφορικά με το ότι για τις επίμαχες τέσσερις παραπάνω αγοραπωλησίες (με συμβαλλομένους την Ι. Χ. και τους εναγομένους) δεν καταβλήθηκε τίμημα, αφού οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται (και δεν προσκομίζουν) ανάλογα έγγραφα, σχετικά με την καταβολή του εν λόγω τιμήματος των αγοραπωλησιών αυτών. Ο προβαλλόμενος, όμως, τώρα ισχυρισμός της ενάγουσας που προπαρατέθηκε είναι αντιφατικός, σε σχέση με όσα η ίδια υποστήριξε με την αγωγή της και τις πρωτόδικες προτάσεις της (τόσο της πρώτης συζήτησης, όσο και της μετ' απόδειξη). Τότε ισχυρίστηκε ότι και η πώληση που έγινε από την Ι. Χ. προς την ανιψιά της Κ. Φ. με το παραπάνω .../27-1 -1992 συμβόλαιο είναι εικονική και ότι κάτω από την πώληση αυτή υποκρύπτεται δωρεά, προσδιορίζοντας την πραγματική αγοραία αξία του "δωρηθέντος" ακινήτου, κατά το χρόνο της παροχής, στο ποσό των 50.000.000 δρχ., προκειμένου να προσδιοριστεί η αξία της κληρονομιάς της Ι. Χ. και, συνακόλουθα, η νόμιμη μοίρα της ιδίας (ενάγουσας), όπως προεκτέθηκε, χωρίς, βέβαια, να τίθεται ζήτημα ανατροπής και της "δωρεάς" αυτής ως άστοργης, καθόσον με την ανατροπή των μεταγενέστερων αυτής "δωρεών" θα ικανοποιούνταν πλήρως η νόμιμη μεριδούχος-ενάγουσα. Γι' αυτό, ο εν λόγω ισχυρισμός της ενάγουσας δεν την ωφελεί και είναι απορριπτέος, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος. Να σημειωθεί ακόμη ότι σε όλα τα επίμαχα συμβόλαια αγοραπωλησιών, τις οποίες η ενάγουσα θεωρεί άκυρες ως εικονικές, περιλαμβάνονται και δηλώσεις των συμβαλλομένων ότι η πωλήτρια Ι. Χ. έλαβε από τους αγοραστές εναγομένους το συμφωνημένο τίμημα πριν από τη σύνταξή τους και εκτός του γραφείου της, κατά περίπτωση, συμβολαιογράφου. Τέλος, πρέπει να επισημανθούν και τα εξής, που ενισχύουν την προαναφερόμενη κρίση του Δικαστηρίου για το ότι οι παραπάνω αγοραπωλησίες δεν ήταν εικονικές: Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της ότι οι σχέσεις της (θετής) μητέρας της Ι. Χ. με τους εναγομένους- ανίψια της, αλλά και την άλλη ανιψιά της Κ. Φ., ήταν τυπικές έως ψυχρές μέχρι το έτος 1991 που πληροφορήθηκαν την υιοθεσία της. Τότε και ενώ δεν είχαν συνεισφέρει το παραμικρό στη φροντίδα και περιποίηση της, σε αντίθεση με την ενάγουσα, την έπεισαν να τους πωλήσει εικονικά, στην πραγματικότητα να τους δωρίσει, την ακίνητη περιουσία της, προκειμένου να μην περιέλθει αυτή στην ενάγουσα, που ήταν η νόμιμη κληρονόμος αλλά σε αυτούς ως φυσικούς συγγενείς, με την υπόσχεση ότι θα τη φρόντιζαν και θα την περιποιούνταν έως το τέλος της ζωής της, εκμεταλλευόμενοι, για την επίτευξη του σκοπού τους, τη μεγάλη ηλικία της (Ι. Χ.) και την, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, άμβλυνση της αντίστασης της στην επίκληση της εξ αίματος συγγενικής τους σχέσης, ενόψει και του θρησκευτικού συναισθήματος της. Μετά την επιτυχία, όμως, του σκοπού τους, με επιμονή και φορτικότητα, αλλά και με συκοφαντίες σε βάρος της ενάγουσας, οι εναγόμενοι αγνόησαν και παραμέλησαν την Ι. Χ., γεγονός που προξένησε μεγάλο συναισθηματικό τραύμα σ' αυτή και την έκανε να μεταμεληθεί για τις πράξεις της, κάνοντας γνωστή, σε κάθε ευκαιρία, τη μεταμέλεια της αυτή και την έντονη δυσαρέσκεια της και σε τρίτα πρόσωπα. Τους ισχυρισμούς αυτούς της ενάγουσας επιβεβαίωσαν οι μάρτυρες της και κυρίως η δεύτερη Τ. Ξ. που είναι σύζυγος του δικηγόρου Θ. Ξ., ο οποίος ήταν πληρεξούσιος δικηγόρος της Ι. Χ. (και του συζύγου της Μ. Χ. που είχε πεθάνει στις 24- 8-1980), τον οποίο, πάντως, η Ι. Χ. δε συμβουλεύτηκε πριν προβεί στις "δωρεές" αυτές. Η ενάγουσα, όμως, δε δίνει καμιά πειστική εξήγηση για ποίο λόγο, ενώ η Ι. Χ. αντιλήφθηκε, αμέσως μετά την επίτευξη του σκοπού των εναγομένων, να τους μεταβιβάσει την ακίνητη περιουσία της (επισημαίνεται, ότι το τελευταίο, χρονικά, συμβόλαιο καταρτίστηκε στις 24- 6-1994), το απατηλό αυτό σχέδιο τους, αφού αμέσως μετά τη μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων "την αγνόησαν κυριολεκτικώς και την παραμέλησαν" (βλ. 3η σελίδα της αγωγής), με επακόλουθο να προκληθεί "μεγάλο συναισθηματικό τραύμα" σ' αυτή που την έκανε να μεταμεληθεί για τις πράξεις της, γνωστοποιώντας μάλιστα τη μεταμέλεια της αυτή και την έντονη δυσαρέσκειά της, σε κάθε ευκαιρία, και σε τρίτα πρόσωπα (βλ. ίδια 3η σελίδα της αγωγής), δεν προέβη σε καμιά απαιτούμενη ενέργεια στο μετέπειτα χρονικό διάστημα των δύο ετών μέχρι το θάνατο της (13- 7- 1996) για την ανατροπή των "δωρεών" αυτών στα "αχάριστα" ανίψια της. Ναι μεν η παραπάνω μάρτυρας Τ. Ξ. κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι "... Η Ι. Χ. αντελήφθη ότι κακώς έκανε τις δωρεές γύρω στο 1995, δεν θυμάμαι εάν ήταν αρχές ή αργότερα. Σίγουρα όμως πιο μπροστά το είχε καλλιεργήσει μέσα της, αλλά ντρεπόταν και φοβόταν. Ζήτησε από το σύζυγο μου να κάνει τις διαδικασίες, μέσα στο 1995 νομίζω, αλλά ο σύζυγος μου λόγω φόρτου εργασίας το είχε καθυστερήσει. Η τελική απόφαση που συζήτησαν μαζί ήταν, όταν επιστρέψει από τις διακοπές της το έτος 1996, να ξεκινούσαν την διαδικασία της ακυρώσεως ..." (βλ. φύλλο 33°- β' όψη της 376/1999 εισηγητικής έκθεσης και συναφώς 27° φύλλο αυτής), πλην, όμως, ενόψει όλων αυτών που προεκτέθηκαν, η κατάθεση αυτή, ως προς το σημείο τούτο (αλλά και η κατάθεση της άλλης μάρτυρος της ενάγουσας), δεν κρίνεται πειστική και, σε κάθε περίπτωση, δε δικαιολογείται επαρκώς η παντελής έλλειψη αντίδρασης ή, έστω, η καθυστερημένη αντίδραση από μέρους τής Ι. Χ., σε σχέση, πάντοτε, με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αγωγή περί αναγνωρίσεως των ανωτέρω επίδικων συμβάσεων ως εικονικών είναι κατ' ουσίαν αβάσιμη και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 138 και 513 ΑΚ, ούτε και εκείνες των άρθρων 159, 361 και 1033 του ίδιου Κώδικα, που επιπλέον επικαλείται η αναιρεσείουσα, ενώ δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη εικονικότητας των επίδικων συμβάσεων πωλήσεως, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 138 ΑΚ.
Συνεπώς είναι αβάσιμοι ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι τρίτος και έκτος λόγοι αναίρεσης, από τους αριθ.1 και 19 του ίδιου Κώδικα, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης των ως άνω διατάξεων. Επίσης ο έκτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτόν η αναιρεσείουσα προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην ανεπάρκεια της αιτιολόγησης της συναγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος του Εφετείου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. H αναιρεσείουσα, με τους δεύτερο και τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγους αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το ζήτημα της καταβολής τιμήματος για τις επίδικες αγοραπωλησίες. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, διότι το ζήτημα της καταβολής ή μη τιμήματος δεν είναι ουσιώδες κατά την προεκτεθείσα έννοια, αφού, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που αναφέρθηκε στην αρχή, για το κύρος της καταρτισμένης σύμβασης πώλησης δεν ασκεί επιρροή το αν ο αγοραστής κατέβαλε πράγματι και με ποίο τρόπο το συμφωνημένο τίμημα. Πέραν τούτου οι σχετικές αιτιάσεις, που περιέχονται στους ως άνω λόγους, είναι, σε κάθε περίπτωση απαράδεκτες, διότι αναφέρονται σε ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, διατυπώνεται σαφώς.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, προβάλλεται η από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι φερόμενοι ως αγοραστές στα επίδικα συμβόλαια αγοράς κατέβαλαν το τίμημα έλαβε υπόψη και τα αναφερόμενα δύο συμβόλαια αγοράς που αφορούσαν όμως τη μη διάδικο Κ. Φ., δηλαδή έκρινε "για ζήτημα εκτός δίκης". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του για την ενίσχυση της παραπάνω κρίσεώς του (περί μη εικονικότητας των επίδικων συμβάσεων πωλήσεως) τα ανωτέρω δύο συμβόλαια δεν επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα.
IV. H αναιρεσείουσα με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγει το Εφετείο, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε ως μη αξιόπιστες τις καταθέσεις των αναφερομένων μαρτύρων της, χωρίς να παρατίθενται σχετικές αιτιολογίες, που να δικαιολογούν την κρίση του αυτή. Οι αιτιάσεις όμως αυτές ανάγονται αποκλειστικά στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων, οι σχετικά με τις οποίες κρίση του δικαστηρίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη και οι προς την αιτιολόγηση των οποίων πλημμέλειες δεν ιδρύουν, κατά τα προεκτιθέμενα, τον από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ. λόγο αναίρεσης. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
V. Η Κατά το άρθρο 138 ΑΚ εικονικότητα της δικαιοπραξίας, ακόμη και τυπικής (άρθρο 158 ΑΚ), καθώς και η ύπαρξη άλλης ισχυρής δικαιοπραξίας που καλύπτεται από αυτή, μπορεί να αποδειχθεί με όλα τα επιτρεπόμενα κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, επομένως και με μάρτυρες. Τούτο δε, διότι η απόδειξη της εικονικότητας, που γίνεται με έγγραφα και μάρτυρες δε στρέφεται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, το οποίο αναγνωρίζεται όπως έχει εξωτερικά, αλλά κατά του κύρους της περιεχόμενης σε αυτή πράξης, κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού νόμου, η οποία έγινε χωρίς πρόθεση παραγωγής αποτελεσμάτων διαφορετικών από τη φαινόμενη δικαιοπραξία και συνεπώς δεν ισχύουν, στην περίπτωση έγγραφης ή γενικά τυπικής δικαιοπραξίας, οι περιορισμοί των άρθρων 164 ΑΚ και 393 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1890/2008).
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 11 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο, διότι για την απόδειξη της (μη) εικονικότητας των επίδικων συμβάσεων πωλήσεως και ειδικότερα για την καταβολή του τιμήματος πωλήσεως έλαβε υπόψη του το εμμάρτυρο μέσο, κατά παράβαση του άρθρου 393 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.
VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-7-2009 αίτηση της Ζ. Σ. για αναίρεση της υπ' αριθμ.1509/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ