Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1718 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλητήριο θέσπισμα, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια παρ' υποχρέου. Κλητήριο θέσπισμα. Σχετική ακυρότητα. Πότε και πώς καλύπτεται με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και την πρόοδο της δίκης χωρίς αντιρρήσεις του. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης και εφαρμογή του νόμου για το ως άνω έγκλημα. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η μη παράθεση του εφαρμοζόμενου άρθρου του ποινικού νόμου. Πότε απαιτείται η αναφορά του άρθρου 15 ΠΚ στο ανωτέρω έγκλημα. Απόρριψη ως αβασίμων των λόγων αναίρεσης για σχετική ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.




Αριθμός 1718/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Μ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Λαγουδάκη, περί αναιρέσεως της 739/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Δ., κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 408/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 173 §1, 174 §2 και 321 §1 στοιχ. δ' και 4 Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ως άρθρο δε του Ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ. Β' Κ.Ποιν.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και εκείνα της πρωτοβάθμιας υπ' αριθμ. 83645/2009 απόφασης (Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών) και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το υπ' αρ. 91097/30-3-2006 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι: "Στην ... στις 4-3-2002 όντας υπόχρεος από το επάγγελμά του ως μηχανικός κατασκευής σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την πράξη του αυτή. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ως μηχανικός κατασκευής και επιβλέπων του έργου "Σταθμός Μοναστηράκι", της ΜΕΤΡΟ Αθηνών, δεν μερίμνησε ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει το κατάλληλο πλάτος (δηλαδή τουλάχιστον 60 εκατ.), να στηρίζεται σωστά, να τοποθετηθεί κουπαστή ώστε να προστατεύονται οι εργάτες από τυχόν πτώση και να καλυφθούν και να αναδιπλωθούν οι αναμονές οπλισμού που βρίσκονταν στην πλάκα, με αποτέλεσμα ο Δ. Δ., σιδεράς-τεχνίτης οικοδομών και εργαζόμενος στο εργοτάξιο, ο οποίος τοποθετούσε οπλισμό σε ξυλότυπο κολώνες, χρησιμοποιώντας ως δάπεδο ξύλινο λατάκι, το οποίο απλά ακουμπούσε σε μεταλλικό πλαίσιο και βρισκόταν σε ύψος 1,5 μ. από την σκυροδετημένη πλάκα, να πέσει στην πλάκα, να καρφωθεί σε υπάρχουσες αναμονές οπλισμού και να τραυματιστεί στο περίνεο". Ήτοι για παράβαση των άρθρων 26, 28, 314 §1α και 315 §1β του ΠΚ. Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό στις 8-12-2009 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πρότεινε την ένσταση ακυρότητας του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος κυρίως γιατί δεν αναφέρονται τα άρθρα με βάση τα οποία είχε υποχρέωση ως πολιτικός μηχανικός να λάβει τα μέτρα ασφαλείας για την αποφυγή ατυχημάτων στους εργαζομένους και εκτελούνταις οικοδομικές-εργοταξικές εργασίες. Το προαναφερόμενο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την παρεμπίπτουσα σχετική απόφασή του που περιέχεται στην υπ' αριθμ. 83645/2009 οριστική απόφασή του (βλ. 7η σελίδα αυτής) απέρριψε, σύμφωνα με το άρθρο 174 §2 ΚΠΔ, την ανωτέρω ένσταση του κατηγορουμένου ως καλυφθείσα από την εμφάνισή του και τη μη υποβολή αντιρρήσεών του για την πρόοδο της δίκης κατά τη δικάσιμο της 23-10-2008, όταν είχε αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία και αναβλήθηκε η περαιτέρω συζήτηση της υποθέσεως, κατ' άρθρο 352 §2 Κ.Ποιν.Δ., προκειμένου να προσέλθει ο απολειπόμενος μοναδικός μάρτυρας-παθών Δ. Δ., όπως τούτο προέκυψε από το απόσπασμα της υπ' αριθμ. 67487/23-10-2008 αποφάσεως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Την ίδια ως άνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος υπέβαλε ο κατηγορούμενος ως εκκαλών με λόγο εφέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου [Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών], το οποίο με παρεμπίπτουσα απόφασή του που περιέχεται στην προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 739/2010 απόφασή του (βλ. 13η σελίδα αυτής) την απέρριψε με την αυτήν αιτιολογία ως απαράδεκτη. Έτσι, όπως αποφάνθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση για την προμνημονευόμενη ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος δεν έσφαλε, δεδομένου ότι η εμφιλοχωρήσασα σχετική ακυρότητα αυτού, καλύφθηκε κατά τα ανωτέρω. Εντεύθεν πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 314 §1 εδ. α' του ΠΚ "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικά αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή, σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια, δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ κατά το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια αν ο υπαίτιος της παράλειψης να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στη δικαστική απόφαση, η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει.
Ακόμη από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 34 του Π.Δ/τος 1073/1981 "Εργασίες αρμοδιότητας Πολιτικού Μηχανικού-Μέτρα Ασφαλείας" με το άρθρο 9 του Π. Δ/τος 778/1980 "Μέτρα Ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών", προκύπτει ότι επί πάσης φύσεως εργοταξιακών εργασιών αρμοδιότητας πολιτικού μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, ο επιβλέπων πολιτικός μηχανικός είναι υπεύθυνος για το πλάτος του δαπέδου εργασίας του ικριώματος που πρέπει να είναι εξήκοντα εκατοστά (0,60) του μέτρου, εάν υποβαστάζει αποκλειστικώς εργαζομένους (χωρίς απόθεση υλικών πλην των αμέσων χρησιμοποιουμένων), να στηρίζεται σωστά (άρθρα 34 §1 περ. α' και 2 του Π.Δ/τος 1073/1981), όταν δε ευρίσκονται σε ύψος μεγαλύτερο των εβδομήκοντα πέντε εκατοστών (0,75) του μέτρου από το δάπεδο (σκυροδετημένη πλάκα) πρέπει να έχει χάριν προστασίας κατά της πτώσεως ανθρώπων ασφαλές στηθαίον, ύψους τουλάχιστον ενός (1,00) μέτρου μετά χειρολισθήρος (κουπαστής) σανίδος μεσοδιαστήματος και θωρακίου (σοβατεπί), ενώ όσο αφορά δε τα κοπτερά ή αιχμηρά αντικείμενα, όπως είναι και οι αναμονές οπλισμού κ.λ.π. που βρίσκονται στο δάπεδο κάτω κατά τη διάρκεια εργασιών, εκτελουμένων άνωθεν αυτού, πρέπει (με την επίβλεψη και ευθύνη του επιβλέποντος πολιτικού μηχανικού) να μην εγκαταλείπονται επί του εδάφους ή του δαπέδου εργασίας, αλλά να αναδιπλώνονται ή να καλύπτονται (άρθρο 98 §1 του Π.Δ/τος 1073/1981).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 739/2010 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 4-3-2002 ο κατ/νος ήταν μηχανικός κατασκευής και επιβλέπων του έργου "ΣΤΑΘΜΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙΟΥ" του ΜETRO Αθηνών. Συγκεκριμένα τα καθήκοντα αυτά τα είχε αναλάβει δυνάμει σύμβασης που είχε συνάψει με την εταιρεία "ΑΛΦΑ ΜΠΕΤΟΝ ΑΒΕΤΕ", η οποία είχε αναλάβει υπεργολαβικά από την ανάδοχο κοινοπραξία την κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα του έργου. Στην εν λόγω εταιρεία εργαζόταν ως τεχνίτης σιδεράς και ο μηνυτής Δ. Δ.. Κατά την ως άνω ημερομηνία ο τελευταίος έλαβε εντολή από τον εργοδηγό να "σιδερώσει" μία κολώνα. Ο εργοδηγός είχε πάρει τις σχετικές εντολές από τον κατ/νο. Ο τελευταίος όμως δεν μερίμνησε για τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων, ώστε ο μηνυτής να εκτελέσει με ασφάλεια την ανατεθείσα σε αυτόν εργασία. Ειδικότερα δεν μερίμνησε ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει κατάλληλο πλάτος (δηλ. τουλάχιστον 60 εκ.), να στηρίζεται σωστά, να τοποθετηθεί προστατευτική κουπαστή, και να αναδιπλωθούν και καλυφθούν οι αναμονές στην πλάκα, που υπήρχαν περίπου μία εβδομάδα. Εάν κατέβαλε την απαιτούμενη επιμέλεια, θα διαπίστωνε ότι η υπάρχουσα σε κοντινό σημείο κατασκευή δεν αρκούσε για να μπορέσει ο μηνυτής να εκτελέσει με ασφάλεια την εργασία του. Ο μηνυτής, επειδή δεν υπήρχε η κατάλληλη σκαλωσιά, η οποία έπρεπε να είχε κατασκευασθεί από καλουπατζήδες, κατ' εντολή του κατ/νου, αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήσει ως δάπεδο εργασίας ξύλινο λατάκι, το οποίο στήριξε σε μεταλλικό πλαίσιο και σε αντιστήριγμα. Έτσι, κάποια στιγμή, εργαζόμενος σε ύψος 1,5 μέτρο από τη σκυροδετημένη πλάκα, έπεσε από την πρόχειρη κατασκευή στην πλάκα και καρφώθηκε στις υπάρχουσες αναμονές οπλισμού, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί στο περίνεο, και να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και συγκεκριμένα σε προστατευτική εγκαρσιοστομία. Ο τραυματισμός του μηνυτή οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά του κατ/νου, ο οποίος όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ότι η υπάρχουσα κατασκευή δεν αρκούσε και έπρεπε να κατασκευασθεί ασφαλής σκαλωσιά και να αναδιπλωθούν και καλυφθούν οι αναμονές. Ο κατ/νος ως επιβλέπων μηχανικός όφειλε να μεριμνήσει για τα παραπάνω, ώστε να εκτελέσει με ασφάλεια την εργασία του ο μηνυτής, ο οποίος, όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι, δεχόταν όλες τις εντολές από το φόβο της απόλυσης.
Η ύπαρξη μηχανικού ασφαλείας της ΑΛΦΑ ΜΠΕΤΟΝ, με βάση συμφωνίες της με την ανάδοχο, δεν αναιρούν τα παραπάνω, αφού πέραν του ότι δεν εξειδικεύονται τα καθήκοντα του μηχανικού ασφαλείας, σε κάθε περίπτωση ο κατ/νος ήταν ο επιβλέπων μηχανικός του συγκεκριμένου έργου και επομένως υπεύθυνος για τη λήψη μέτρων ασφαλείας. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 §1α, 28, 314 §1α και 315 §1β του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Σ. Κ.. Επιπλέον αναφέρονται στο αιτιολογικό, με σαφήνεια και πληρότητα, ποία ήταν τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε να λάβει ο αναιρεσείων ως επιβλέπων μηχανικός σε οικοδομικές-εργοταξιακές εργασίες για την ασφαλή και χωρίς τον κίνδυνο πρόκλησης ατυχήματος στους εργαζομένους στο έργο "ΜΕΤΡΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙΟΥ", μεταξύ των οποίων ήταν και ο πολιτικώς ενάγων Δ. Δ., δεν ιδρύει δε λόγο αναιρέσεως η μη παράθεση του άρθρου του ποινικού νόμου ή των ειδικών ποινικών διατάξεων (βλ. άρθρο 50 §4 του ν.3160/2003), ως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
Επομένως, οι από τα άρθρα 510 §1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά με τον πρώτο λόγο των ως άνω δύο λόγων αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως παραδεκτός για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση του Γ. Μ. του Α., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 739/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή