Θέμα
Αγωγή περί κλήρου .
Περίληψη:
Έννοια περί κλήρου αγωγής. Προσβολή νόμιμης μοίρας.
Αριθμός 841/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Σ. Κ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σταραντζή.
Της αναιρεσίβλητης: Ι. συζ. Σ. Α., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Βέμμο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/11/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4195/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1902/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/11/2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 27/12/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1871 και 1872 ΑΚ προκύπτει, ότι η αγωγή του νόμιμου μεριδούχου για απόδοση της νόμιμης μοίρας του, είτε εξ ολοκλήρου, είτε ελλείποντος ποσοστού αυτής, κατά το οποίο αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία ο νόμιμος μεριδούχος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνο που ως κληρονόμος κατακρατεί αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του και την υποχρέωση του εναγομένου να του αποδώσει τα κατακρατούμενα από αυτόν κληρονομιαία πράγματα κατά το ποσοστό του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας του ή κατά το ποσοστό που λείπει από τη νόμιμη μοίρα του. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς η αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Αντίθετα, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όταν οι πιο πάνω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και, ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια (Ολ. ΑΠ 24/1992). Περαιτέρω, ο λόγος αυτός αναίρεσης προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και τη διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως αόριστου, ή απαράδεκτου ή για οποιονδήποτε άλλο τυπικό λόγο (Ολ.ΑΠ 3/1997, Ολ.ΑΠ 44/1990). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Στις 15.4.05 απεβίωσε στο ΓΝΑ "Γ. Γεννηματάς", όπου νοσηλευόταν, η γεννηθείσα το έτος 1924 στη Γεωργιούπολη Χανίων, Μ. χήρα Ι. Κ., η οποία ήταν μητέρα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας και γιαγιά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και κατέλιπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς αυτής τα δυο τέκνα της, δηλαδή την ενάγουσα και τον πατέρα της εναγομένης Σ. Ι. Κ.. Η εν λόγω αποβιώσασα, κατά το χρόνο του θανάτου της, είχε στην κυριότητά της και νεμόταν ένα ακίνητο, δηλαδή ένα εκτός σχεδίου πόλεως οικόπεδο, επιφάνειας 149 τ.μ., μετά της εντός αυτού κείμενης ισόγειας κατοικίας με στέγη από ελλενίτ, επιφάνειας 83 τμβ κείμενο στην οδό … του Δήμου Αχαρνών Αττικής, το οποίο και αποτελούσε το μοναδικό κληρονομιαίο περιουσιακό στοιχείο της. Η τελευταία κατέλιπε την .../25.2.1999 ενώπιον της συμβολαιογράφου Περιστερίου Αττικής Παναγιώτας συζ. Εμμ. Στελιουδάκη - Πλαγάκη δημόσια διαθήκη της που δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το 5524/21.10.05 πρακτικό, της οποίας το περιεχόμενο έχει, επί λέξει, ως ακολούθως: "Εγκαθιστώ κληρονόμους μου, το σύζυγο μου Ι. Σ. Κ. και την εγγονή μου (κόρη του γιου μου Σ.) και επιθυμώ μετά το θάνατο μου: α) Η εγγονή μου να λάβει την ψιλή κυριότητα μιας κατοικίας (όσης επιφάνειας και αν είναι) μετά του οικοπέδου της και της περιοχής της γενικά, που βρίσκεται στις Αχαρνές Αττικής στη θέση "Άγιος Δημήτριος" και στην οδό ... και β) την επικαρπία του παραπάνω ακινήτου να λάβει ο σύζυγος μου και για όσο βρίσκεται στη ζωή. Μετά το θάνατο του, θα περιέρχεται στην ψιλή κυρία". Δηλαδή με την διαθήκη της αυτή η εν λόγω κληρονομουμένη εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους της σ' ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία της , η οποία, όπως προεκτέθηκε, αποτελείτο αποκλειστικά και μόνο από το παραπάνω αναφερόμενο περιουσιακό στοιχείο, α) την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη - εγγονή της, στην οποία κατέλιπε την ψιλή κυριότητα του εν λόγω ακινήτου και β) το σύζυγο της Ι. Σ. Κ., στον οποίο και κατέλιπε την επικαρπία και εφ' όρου ζωής του, ορίζοντας παράλληλα, ότι μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος, σημειωτέον, προαποβίωσε της διαθέτιδας στις 25.11.03, το ακίνητο αυτό να περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα στην εναγομένη - ψιλή κυρία, ενώ στην ενάγουσα που είναι τέκνο της και νομικ^ μεριδούχος (αρθ. 1825 ΑΚ) δεν κατέλιπε οτιδήποτε. Η διαθήκη όμως αυτή της άνω κληρονομουμένης, κατά το μέρος που προσβάλλει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας, το οποίο ανέρχεται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας και ενόψει του ότι η τελευταία συντρέχει με τον προαναφερόμενο αδελφό της ανέρχεται σε ποσοστό 1/4 (1/2:2) εξ αδιαιρέτου, είναι αυτοδικαίως άκυρη, κατά το ποσοστό δε αυτό η ενάγουσα συντρέχει αυτοδικαίως ως κληρονόμος της κληρονομουμένης μητέρας της στο προαναφερόμενο κληρονομιαίο ακίνητο της τελευταίας. Όμως μετά το θάνατο της κληρονομουμένης, η εναγομένη κατέλαβε το προαναφερόμενο ακίνητο το οποίο και νέμεται έκτοτε ως μοναδική κληρονόμος και, αντιποιούμενη το παραπάνω κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας, αρνείται να της αποδώσει το εν λόγω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της. Πρωτοδίκως η εναγομένη είχε προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι η ένδικη αξίωση της ενάγουσας προς απόδοση του ποσοστού της νόμιμης μοίρας της ασκείται καταχρηστικά, καθόσον η τελευταία έλαβε από τους γονείς της, κατά το διάστημα που ζούσαν οι τελευταίοι, το ποσό των 550.000 δραχμών που υπερβαίνει την αξία της νόμιμης μοίρας της, επί πλέον δε το τίμημα για την αγορά του προαναφερόμενου οικοπέδου το κατέλαβε εξ ολοκλήρου ο πατέρας της (της εναγομένης), ο οποίος και αποδέχθηκε τις συναλλαγματικές που εκδόθηκαν προς εξασφάλιση της πληρωμής του, τις οποίες και εξόφλησε. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της εναγομένης δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε στοιχείο της δικογραφίας αφού η τελευταία, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως του, δεν εξέτασε μάρτυρες, ούτε προσκόμισε άλλα, ικανά για την απόδειξη του, αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου μάλιστα ότι όπως προκύπτει από το .../2.12.1978 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αχαρνών Γεωργίου Νικ. Μουστακλή, δυνάμει του οποίου, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν, η άνω κληρονομουμένη αγόρασε το προαναφερόμενο οικόπεδο, το περιεχόμενο του οποίου δεν προσβάλλει η εναγομένη, σε συνδυασμό με την .../3-6-1981 πράξη εξοφλήσεως του τιμήματος του ίδιου, ως άνω, Συμβολαιογράφου, το από 95000 δραχμές τίμημα που συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων για την αγορά του, καταβλήθηκε δια χρημάτων της αγοράστριας, δηλαδή της άνω κληρονομουμένης και όχι δια χρημάτων του πατέρα της εναγομένης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η τελευταία, ο πατέρας της δε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, συμβλήθηκε στη σύμβαση αυτή ως πληρεξούσιος κατ' εντολή και για λογαριασμό της αγοράστριας μητέρας του, δυνάμει σχετικής πληρεξουσιότητας που του είχε χορηγηθεί από την τελευταία δυνάμει του .../1978 πληρεξουσίου του ίδιου, ως άνω, Συμβολαιογράφου, με την ιδιότητα του δε αυτή και όχι ατομικά αποδέχθηκε τις συναλλαγματικές που εξέδωσαν οι πωλητές προς εξασφάλιση της πληρωμής του τιμήματος (άρθ. 8 του Ν. 5325/1932). Εξάλλου, ούτε από τις παραπάνω αναφερόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη ένορκες καταθέσεις και βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια προγενέστερης δίκης μεταξύ των αυτών διαδίκων και όπως προεκτέθηκε, εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, είναι δυνατόν το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση, αφού η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια προϋποθέτει μη αμφισβήτηση του γεγονότος που αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου και στην προκείμενη περίπτωση οι επικαλούμενες από την εναγομένη καταβολή χρημάτων προς την ενάγουσα από τους γονείς της, που αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου, τις οποίες σημειωτέον, και αρνείται η τελευταία, δεν αποδείχθηκαν από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι είναι και ουσιαστικά βάσιμη η ένδικη - από 20.11.2007 - περί κλήρου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της (1/4 εξ αδιαιρέτου) επί του ανωτέρω ακινήτου, το οποίο και αποτελούσε την κληρονομιαία περιουσία της διαθέτιδας, δέχτηκε δε αυτήν - αγωγή - εν τέλει ως βάσιμη και κατ'ουσίαν, κατά παραδοχή της έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση. Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, περιέλαβε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο όσον αφορά την παραδοχή της αγωγής όσο και όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης από την ΑΚ 281 και συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης, πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος του, κατ'ορθή εκτίμησή του - όχι από τον αριθμό 17, αλλά - από τον αριθμό 19 και έκτος από τον αριθμό 19 - και αυτός - του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο, γιατί "δέχτηκε ότι το επίδικο ακίνητο είναι κληρονομιαίο περιουσιακό στοιχείο και αγοράστηκε με χρήματα (της μεδόποτε εργασθείσας) μητέρας της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας....", όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο "είχε πεισθεί απόλυτα και ορθά και δίκαια είχε δεχθεί την ένστασή της - της αναιρεσείουσας - περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή, εφόσον δέχτηκε ότι ναι μεν το επίδικο ακίνητο αγοράστηκε και γράφτηκε στο επίσημο συμβόλαιο στο όνομα της διαθέτιδας, αλλά ολόκληρο το τίμημα της αγοράς του το κατέβαλε και το εξόφλησε ο πατέρας της - της αναιρεσείουσας - ..." η ενάγουσα δε (ήδη αναιρεσίβλητη) "έλαβε από τους γονείς της την προίκα της και αποκαταστάθηκε πλήρως και συνεπώς ουδέν άλλο περιουσιακό δικαίωμα ή οικονομικό όφελος δικαιούται απ'αυτούς, όταν μάλιστα τούτο έχει όχι απλά αποδειχθεί με μάρτυρες και έγγραφα, αλλά κατά τρόπο απόλυτα πανηγυρικό", είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού όλες οι αιτιάσεις αυτές ανάγονται αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδείξεων, το από τις οποίες πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς και σε αντλούμενα από τις ίδιες επιχειρήματα. Αλλά και η περιλαμβανόμενη στον έκτο αναιρετικό λόγο ειδικότερη αιτίαση, με την οποία η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο για πλημμέλεια, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο χωρίς καμιά αιτιολογία παρέλειψε να λάβει υπόψη τις πρωτόδικες προτάσεις της που είχε νόμιμα ενσωματώσει στις προτάσεις της στο Εφετείο και είχε περιλάβει σ'αυτές τις αντιρρήσεις και ενστάσεις της, προεχόντως, είναι απορριπτέα - και αυτή - ως απαράδεκτη, αφού δεν αναφέρεται στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, αλλά σε ζήτημα δικονομικό, ως προς το οποίο δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης. Τέλος, και ο πέμπτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο για πλημμέλεια από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί κατά τα άνω, δέχτηκε την ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης, απορρίπτοντας την ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281), όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα, είχε απορρίψει την αγωγή κατά παραδοχή της άνω ένστασης από την ΑΚ 281, είναι απορριπτέος - και αυτός - ως απαράδεκτος, αφού ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της, όχι δε και όταν η αντίφαση υπάρχει μεταξύ των αποφάσεων του Εφετείου και του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου.
ΙΙ. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή έννοια των άρθρων 559 παρ.1 εδαφ.β' και 560 παρ.1 εδ.β' ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ'αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν (Ολ.ΑΠ 2/2008, 8, 10, 11/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 εδάφιο β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί την έφεση της αναιρεσίβλητης και εν τέλει την ένδικη αγωγή παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία παρέλειψε να εφαρμόσει και, έτσι κατέληξε στην κρίση του αυτή, "μη εκτιμώντας ορθά και δίκαια όλες τις αποδείξεις και τα αποδεικτικά στοιχεία" τα οποία η αναιρεσείουσα - εναγομένη είχε προσκομίσει νόμιμα με επίκληση, αφού "απλή και μόνο θεώρηση" των κανόνων της καλής πίστης και των συναλλακτικών και χρηστών ηθών καθώς και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής "πείθει", ότι όσον αφορά το ανωτέρω ακίνητο, το οποίο φέρεται ότι είχε αγοράσει η διαθέτιδα με το .../2.12.1978 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αχαρνών Γεωργίου Μουστακλή, υποκρυπτόταν δωρεά του πατέρα της αναιρεσείουσας προς τη διαθέτιδα μητέρα του, δεδομένου ότι το έτος 1978 ο πατέρας της αναιρεσείουσας λάμβανε 60.000 δραχμές μηνιαίο μισθό, ενώ η διαθέτιδα μητέρα του στερείτο οικονομικών πόρων, συναλλαγματικές δε 95000 δραχμών για το πιστούμενο τίμημα εκδόθηκαν επ'ονόματί του και εξοφλήθηκαν από τον ίδιο, η αναιρεσίβλητη δε είχε λάβει εν ζωή της διαθέτιδας ο, τι της αναλογούσε, αφού το έτος 1985 οι γονείς της της αγόρασαν το όμορο οικόπεδο στο οποίο κτίστηκε μετά δύο - τρία έτη διώροφο σπίτι και με χρήματα των γονέων της είχε αγοραστεί και εξοφληθεί οικόπεδο με σπίτι, το οποίο πουλήθηκε και έλαβε ως προίκα το 1/2 του τιμήματος, δηλαδή παροχές που κατά την ΑΚ 1833 καταλογίζονται και υπερκαλύπτουν τη νόμιμη μοίρα της. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού τα αναφερόμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας πραγματικά περιστατικά, παρεκτός του ότι δεν συγκροτούν την έννοια τέτοιων διδαγμάτων, δεν αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς, αλλά αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης.
ΙΙΙ. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντέσταση) μέσο. Για το ορισμένο του λόγου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 566 και 118 αρ.4 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποια ήταν τα "πράγματα" και ποια επίδραση άσκησαν ή θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 714/1993 ΕλλΔνη 36.95). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που αυτή νόμιμα επικαλέστηκε "αφού όπως αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθησαν υπόψη οι ενσωματωθείσες στο δικόγραφο των ενώπιον του Εφετείου Αθηνών πρωτόδικες προτάσεις (της)...στις οποίες αναφέρονται οι ενστάσεις και ισχυρισμοί (της)" πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο συγκεκριμένα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που η αναιρεσείουσα νόμιμα επικαλέστηκε και το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, επίσης, από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που η αναιρεσείουσα "προσήγαγ(ε)" δηλαδή "τους μάρτυρες, επίσημα έγγραφα (και) ομολογία - επιβεβαίωση του πατέρα της σε ερώτηση από έδρας", είναι απορριπτέα, προεχόντως, ως απαράδεκτη, εφόσον τα αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν "πράγματα" με την έννοια της προμνημονευθείσας διάταξης του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ. Αν ήθελε δε εκτιμηθεί ως πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αόριστη και ως τέτοια πρέπει και πάλι να απορριφθεί, εφόσον δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα η ταυτότητα των - κατά την αναιρεσείουσα - μη ληφθέντων υπόψη από το Εφετείο αποδεικτικών μέσων.
IV. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ'ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την ουσιαστική παραδοχή της ένδικης περί της νόμιμης μοίρας της αγωγής της αναιρεσίβλητης, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκε και προσκόμισε και, ειδικότερα: α)την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Δ. Μ. που εξετάστηκε με πρότασή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και περιέχεται στα πρακτικά του με αριθμό 1890/2007, και β)τις ένορκες βεβαιώσεις τρίτων που έχουν ληφθεί με επιμέλειά της και έχουν συνταχθεί οι πράξεις 2346, 2347, 2348, 2349, 2351/27.10.2006 του Ειρηνοδίκη Αχαρνών Αττικής και .../27.10.2006 της συμβολαιογράφου Χανίων Δήμητρας Λαμπαδάκη - Βουτσάκη, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε, με τις προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς ανταπόδειξη της αγωγής και απόδειξη της άνω ένστασής της από την ΑΚ 281. Όμως, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη "οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και περιέχονται στα 1890/2007 πρακτικά, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια προγενέστερης από 8.6.2006 (6380/06) αγωγής της αυτής ενάγουσας κατά της ίδιας εναγομένης και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, (και) οι 2346, 2347, 2348, 2349, 2351/27.10.06 και .../27.10.06 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αχαρνών Αττικής και ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων Δήμητρας Λαμπαδάκη - Βουτσάκη, αντίστοιχα, ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης, που δόθηκαν στα πλαίσια της ίδιας, ως άνω, δίκης που ανοίχθηκε με την έγερση της προαναφερόμενης αγωγής, οι οποίες επίσης εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι τούτο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω υπό στοιχ.α' και β' αποδεικτικά μέσα, ήτοι της ως άνω ένορκη κατάθεση μάρτυρος και τις ένορκες ως άνω βεβαιώσεις που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα (εναγομένη) και ο περί του αντιθέτου λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά γι'αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, - λ.χ. στις καταθέσεις των μαρτύρων - όχι όμως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία. Ο τέταρτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό πόρισμά του ως προς την ουσιαστική παραδοχή της ένδικης αγωγής, προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της απόδειξης - συγγενούς της αναιρεσίβλητης ενάγουσας - από την ένορκη ως άνω κατάθεση του μάρτυρος και τις ένορκες ως άνω βεβαιώσεις που η αναιρεσείουσα εναγομένη προσκόμισε νόμιμα με επίκληση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
VI. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.20 του ΚΠολΔ, έγγραφα, που η παραμόρφωση του περιεχομένου τους ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, είναι εκείνα που χαρακτηρίζονται ως αποδεικτικά μέσα στα άρθρα 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, δεν είναι έγγραφα εκείνα που αποτυπώνουν στο περιεχόμενό τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα πρακτικά των δικαστηρίων και οι εκθέσεις του εισηγητού δικαστού, κατά το μέρος που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου. Επομένως, ο έβδομος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε τα πρακτικά της δίκης, με το "να αποδώσει ισχύ στα ολίγα, φτωχικά και εντελώς επιγραμματικά, που κατέθεσε άνευ λόγου βέβαιης γνώσης η μάρτυρας της αντιδίκου πλευράς και να αποσιωπήσει εντελώς τα όσα η δική (της) μάρτυρας Δ. Μ. (αδελφή της θανούσας) είχε μετά λόγου βέβαιης γνώσεως καταθέσει..." είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο "δεν έλαβε καν υπόψη του την ενυπόγραφη και με σφραγίδα εκτίμηση της αξίας του επιδίκου από κτηματομεσίτη και τη βεβαίωση από Μηχανικό, που (η αναιρεσείουσα) προσήγαγε και επικαλέστηκε στα σχετικά έγγραφά (της) τα οποία και έχουν σχέση με την όλη επίδικη περίπτωση για τον υπολογισμό της εμπορικής αξίας αυτού", πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα η ταυτότητα των ανωτέρω εγγράφων.
VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ.1, 176, 183, 189 περ.1γ'και 191 ΚΠολΔ και 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει, ότι, ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δηλαδή σε περίπτωση παραδοχής του ένδικου μέσου της έφεσης, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αποβληθείσα αίτηση παροχής έννομης προστασίας, ως ηττηθείς δε διάδικος ο οποίος καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, αμφοτέρων των βαθμών, εφόσον προβάλλεται από αυτόν - αντίδικό του - σχετικό αίτημα, λογίζεται εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, αδιαφόρως αν το ένδικο μέσο άσκησε αυτός ή ο αντίδικος του. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε κατ'ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας, και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και δίκασε την υπόθεση κατ'ουσίαν, δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη και κατ'ουσίαν και καταδίκασε την ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς την οποία όρισε σε 1300 ευρώ. Από το δικόγραφο της έφεσης της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας προκύπτει ότι αυτή απέβαλε αίτημα περί καταδίκης της αντιδίκου της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας στη δικαστική δαπάνη της αμφοτέρων των βαθμών. Επομένως, το Εφετείο, με το να καταδικάσει την ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συνεπώς ο όγδοος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21.11.2010 αίτηση της Μ. Κ. του Σ. για αναίρεση της 1902/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18η Μαρτίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ