Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1486 / 2018    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Πλαστογραφία, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι.




Περίληψη:
Κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία κατ' επάγγελμα με σκοπό συνολικό
όφελος άνω των 30.000 ευρώ και κατ' εξακολούθηση απάτη κατ' επάγγελμα με
περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν συνολικά τα 30.000
ευρώ. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη
εφαρμογή και έλλειψη ακροάσεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Β').
Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα.





Αριθμός 1486/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Β. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρύσανθο Μπόβολο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2374/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση του εξουσιοδοτημένου προς τούτο πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος στην Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...-11-2016 σχετική έκθεση αναιρέσεως, που υπογράφεται από την Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και στην οποία (έκθεση) αναφέρεται ότι οι λόγοι αναιρέσεως αναπτύσσονται σε επισυναπτόμενο στην έκθεση έγγραφο, το οποίο ενσωματώνεται στην έκθεση αναιρέσεως με σφραγίδα του Εφετείου και υπογράφεται, τόσο από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, όσο και από την Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, με τρόπο ώστε να αποτελεί ένα ενιαίο δικόγραφο μαζί της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας προσλαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου του Π.Κ., μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 14 παρ. 2α, β του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) και ήδη 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ορίστηκε με την παρ. 1β του άρθρου 25 του Ν. 4055/2012). Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και ήδη 30.000 ευρώ (το ποσό των 30.000 ορίστηκε με την παρ. 2α του άρθρου 25 του ως άνω Ν. 4055/2012). Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το όφελος που σκοπήθηκε ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεως της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολομ. Α.Π. 3/2008). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσής τους, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση, τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος. Η περιουσιακή βλάβη που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή ως και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 25 του Ν.4055/2012 και επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' εδ. α του Π.Κ., "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση αυτής, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή της χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 98 Π.Κ.), δηλαδή επί εγκλήματος που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ενότητα δόλου), ενώ, εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα τελέσεως να διαπιστώνεται, ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Όταν συντρέχει περίπτωση κατ' επάγγελμα τελέσεως από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως με πρόθεση πορισμού εισοδήματος, δεν απαιτείται να εκτίθεται και ότι ο δράστης είχε διαμορφωμένη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατ' άρθρ. 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρ. 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, ενώ, όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω "σκοπού" (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), τότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο στοιχείο αυτό, το οποίο απαιτείται και στα αδικήματα της πλαστογραφίας και της απάτης. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ., το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης αυτής εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ιδίου Κώδικα, με την έννοια ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, πλην όμως το δικαστήριο οφείλει, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους και να αντικρούει τα τυχόν αντίθετα πορίσματα αυτών. Ωστόσο, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κ.λπ., αφού σ' αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 2374/2016 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν, από την από 20.3.2009 γραφολογική έκθεση του πραγματογνώμονα Κ. Κ., καθώς και από όλα τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Περί τον μήνα Απρίλιο του 2002, ο κατηγορούμενος Β. Σ. είχε λάβει από τον εγκαλούντα Χ. Η. δάνειο ποσού 30.000 ευρώ, επειδή είχε κάποιο ατύχημα, και ανέλαβε την υποχρέωση να το επιστρέψει άτοκα το αργότερο έως την 15.10.2002. Την εξόφληση του δανείου εγγυήθηκε ο υιός του κατηγορουμένου Α. Σ., παράλληλα συμφωνήθηκε η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του τελευταίου, συνετάγη δε το από 10.4.2002 ιδιωτικό συμφωνητικό. Ο κατηγορούμενος, έναντι του δανείου αυτού και προς εξόφληση αυτού, οπισθογράφησε και παρέδωσε στον εγκαλούντα πέντε τραπεζικές επιταγές και συγκεκριμένα: α) την ... της Τράπεζας EFG - EUROBANK ERGASIAS, ποσού 6.454 ευρώ, λήξεως την 20.4.2002, β) την ... της ΕΤΕ, ποσού 2.895 ευρώ, λήξεως 30.4.2002, γ) την ... της ΕΤΕ, ποσού 2.895 ευρώ, λήξεως 30.4.2002, δ) την ... της ΕΤΕ, ποσού 2.355 ευρώ, λήξεως 30.4.2002 και ε) την ... της ALPHA BANK, ποσού 5.657 ευρώ, λήξεως την 30.4.2002, οι οποίες εφέροντο εκδοθείσες σε διαταγή της εταιρείας "... ΑΕ" πλην της τέταρτης, ήτοι της με αριθμό ..., η οποία εφέρετο σε διαταγή Ε. Π., και δυνάμει της 828/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων επετράπη στον εγκαλούντα η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ, επί ακινήτου ιδιοκτησίας του υιού του κατηγορουμένου Α. Σ. στη θέση ..., της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. ... του .... Οι επιταγές αυτές ήταν πλαστές, όλα τα στοιχεία αυτών τα είχε θέσει ο κατηγορούμενος στα σώματα αυτών, εν αγνοία και χωρίς την συναίνεση των φερομένων υπογραφόντων. Επίσης, οι υπογραφές των οπισθογράφων τέθηκαν από τον κατηγορούμενο κατ' απομίμηση, η σφραγίδα της εταιρείας ... ΑΕ ήταν πλαστή και η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της είχε τεθεί από τον κατηγορούμενο κατ' απομίμηση, οι δε φερόμενοι ως πελάτες της εταιρείας υπογράφοντες ήταν άγνωστοι σε αυτήν, ο ίδιος δε ο κατηγορούμενος έκανε χρήση των εν λόγω επιταγών παραδίδοντας αυτές στον εγκαλούντα, όπως προαναφέρθηκε, με σκοπό να τον παραπλανήσει ότι δήθεν οι επιταγές ήταν γνήσιες και θα εισέπραττε το αντίτιμό τους. Περί τον μήνα Φεβρουάριο του 2005 ο κατηγορούμενος παρέδωσε στον εγκαλούντα και την ... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ ποσού 20.000 ευρώ, λήξης την 20.4.2005, σε διαταγή Γ. Κ., φερόμενη ως εκδοθείσα από την εταιρεία με την επωνυμία ..... Και η επιταγή αυτή είναι πλαστή, καταρτισθείσα από τον κατηγορούμενο, ο οποίος έθεσε αυθαίρετα, εν αγνοία και κατ' απομίμηση τη σφραγίδα της ως άνω εταιρείας και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της. Το φύλλο της εν λόγω επιταγής είχε κλαπεί ασυμπλήρωτο την 24.5.2004 από το όχημα του νομίμου εκπροσώπου της και είχε ανακληθεί, για τον λόγο αυτό, είχε δε κηρυχθεί ανίσχυρος ο τίτλος δυνάμει της 6674/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μαζί με άλλες επιταγές. Και της επιταγής αυτής έκανε, όπως προαναφέρθηκε, χρήση ο κατηγορούμενος παραδίδοντάς την στον εγκαλούντα, προκειμένου να του εξοφλήσει ποσό 20.000 ευρώ, προερχόμενο από το δάνειο, αφού πρώτα τον έπεισε να δεχθεί συμβιβαστικά το ποσό αυτό, στην πράξη του δε αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει τον εγκαλούντα ότι δήθεν αυτή η επιταγή ήταν γνήσια και θα εισέπραττε το αντίτιμό της. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος, κατά την παράδοση των επιδίκων τραπεζικών επιταγών στον εγκαλούντα, του παρέστησε ότι είναι νόμιμος κομιστής των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, ότι είναι γνήσιες, ότι γνώριζε τους υπογράφοντες επ' αυτών και τις εκδότριες ως άνω εταιρείες ... Α.Ε και ..., ότι οι εταιρείες αυτές ήταν φερέγγυες και θα εξοφλούσαν τις επιταγές εάν δεν μπορούσε ο ίδιος και έτσι τον έπεισε να λάβει αυτές προς εξόφληση του δανείου και να υπογράψει την από 13.1.2005 υπεύθυνη δήλωση ότι με την παράδοση των επιταγών εξοφλείται ολοσχερώς η οφειλή από το δάνειο των 30.000 ευρώ και ότι συναινεί στην άρση της εγγραφείσας προσημείωσης υποθήκης στο προαναφερθέν ακίνητο, χωρίς να έχει καταβάλει στον εγκαλούντα οποιοδήποτε ποσό, προκαλώντας σ' αυτόν αντίστοιχη του ποσού των επιταγών περιουσιακή ζημία. Όλες οι ανωτέρω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς. Το αληθές ήταν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε γνωριμία ή σχέση με τις εταιρείες ... ΑΕ και ...., οι φερόμενοι εκδότες των επιταγών ήταν πρόσωπα ανύπαρκτα και όχι πελάτες των εταιρειών, όλα τα στοιχεία των επιταγών τα είχε θέσει ο ίδιος ο εκκαλών - κατηγορούμενος στα σώματα αυτών, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των φερομένων υπογραφόντων, ενώ όλες οι υπογραφές των οπισθογράφων τέθηκαν από αυτόν κατ' απομίμηση. Σαφής και κατηγορηματική περί των ανωτέρω υπήρξε η κατάθεση του εγκαλούντος Χ. Η., που περιέχεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, και η οποία ενισχύεται από την κατάθεση του Α. Κ., αντιπροέδρου της εταιρείας ... ΑΕ, που επίσης περιλαμβάνεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι όλες οι επιταγές ήταν πλαστές, από την από 12.2.2008 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρος Ε. Χ., νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ..., η οποία αναγνώστηκε και αναφέρεται στα πρακτικά και από την κατάθεση της ενόρκως εξετασθείσας μάρτυρος Π. Η., συζύγου του ήδη αποβιώσαντος εγκαλούντος, αλλά και από την γραφολογική έκθεση του διορισθέντος από την Ανακρίτρια πραγματογνώμονα Κ. Κ., ο οποίος επισημαίνει ότι η εικόνα της γραφής στα σώματα των επιταγών δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, η γραφή στα διάφορα τμήματα των επιταγών δεν χαρακτηρίζεται από την αυτή χαρακτική δεξιότητα και την ανάλογη φυσιογνωμία, πράγμα που παρατηρείται και στο δείγμα γραφής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, το οποίο δεν διέπεται από σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, παρουσιάζοντας διαφορές και στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ωστόσο καταλήγει στο πόρισμα ότι η υπογραφή στην πρώτη ... επιταγή φέρει μεμονωμένα τμήματα στη δομή της, που απαντώνται και στον υπογραφικό τύπο του εκκαλούντος - κατηγορουμένου και εκτιμά σε βαθμό πιθανολόγησης ότι η εν λόγω υπογραφή και η αναγραφή της ημερομηνίας ως 20.4.2002 και του ποσού 6454 έχει χαραχθεί δια χειρός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ενώ οι υπογραφές στις λοιπές επιταγές δεν φέρουν χαρακτηριστικά του υπογραφικού τύπου αυτού, και στην ... επιταγή τα κοινά γραφολογικά ευρήματα είναι σημαντικά στο βαθμό που να αποδεικνύεται ότι τόσο η λέξη … όσο και οι λοιπές χαράξεις έχουν χαραχθεί δια χειρός του ιδίου. Μόνες οι καταθέσεις των ενόρκως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης Σ. - Ε. Χ. και Π. Π., δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση, διότι οι εν λόγω μάρτυρες δεν είχαν ιδίαν αντίληψη για την προέλευση των επιδίκων επιταγών αλλά και για την όλη επίδικη συναλλαγή. Αποδείχθηκε, τέλος, ότι όλες τις ανωτέρω πράξεις ο εκκαλών - κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού ενήργησε με βάση οργανωμένο σχέδιο και όχι ευκαιριακά, πλαστογραφώντας περίτεχνα τις υπογραφές διαφόρων ανύπαρκτων προσώπων ως οπισθογράφων, κατασκεύασε πλαστές σφραγίδες των εταιρειών ... Α.Ε και ..., τις οποίες έθεσε στις επιταγές, όπως προαναφέρθηκε. Κατ' απομίμηση έθεσε και τις υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών αυτών και προέβη σε αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις στον εγκαλούντα περί δήθεν γνωριμίας του με αυτούς και τους δήθεν πελάτες τους - οπισθογράφους, φθάνοντας στο σημείο να πείσει τον εγκαλούντα να δεχθεί την άρση της προσημείωσης σε ακίνητό του χωρίς να έχει επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό, ή κάποιο μέρος αυτού. Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιο του κατηγορουμένου ενισχύεται και από την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του, κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, που σκοπό είχε την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων. Με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, στοιχειοθετούνται, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, οι αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης, σε αμφότερες τις περιπτώσεις κατ' εξακολούθηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 98 του ΠΚ, διότι οι ως άνω πράξεις τελέστηκαν από το ίδιο πρόσωπο και συνιστούν περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ΑΠ 125/2015 - ΑΠ 787/2014 ΝΟΜΟΣ) και κατ' επάγγελμα με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού άνω των 30.000 ευρώ, κατά το άρθρο 25 § 2 β και 1 του Ν. 4055/2012, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 2/4/2012, κατά το άρθρο 113 αυτού, και οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση ως ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο (άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ), καθόσον αυξάνονται τα ποσοτικά όρια για να προσλάβουν οι αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα και της απάτης κατ' επάγγελμα κακουργηματική μορφή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης". Στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ και κατ' εξακολούθηση απάτης κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ και του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για κάθε πράξη και κατά συγχώνευση συνολική ποινή καθείρξεως (6 + 2) οκτώ (8) ετών, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "Στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2002, 1) με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού άνω των 30.000 ευρώ κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και δη κατάρτισε εξ υπαρχής τις επιταγές υπ' αρ. α) ... της Τράπεζας EFG-EUROBANK ERGASIAS ποσού 6.454 ευρώ, λήξεως την 20-4- 2002, β) ... της ΕΤΕ ποσού 2.895 ευρώ λήξεως την 30-4-2002, γ) ... της ΕΤΕ ποσού 2.895 ευρώ λήξεως την 30-4-2002, δ) ... της ΕΤΕ ποσού 2.355 ευρώ, λήξεως την 30-4-2002 και ε) ... επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 5.657 ευρώ, λήξεως την 30-4-2002, καθώς και την υπ' αρ. ... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ ποσού 20.000 ευρώ, λήξεως την 20-4- 2005, θέτοντας ο ίδιος κατ' απομίμηση εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των φερομένων υπογραφέων τα στοιχεία τους, αφού η σφραγίδα της εταιρίας ... Α.Ε ήταν πλαστή και η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της είχε τεθεί από τον κατηγορούμενο κατ' απομίμηση, οι δε φερόμενοι ως πελάτες της εταιρίας υπογράφοντες ήταν άγνωστοι σε αυτήν, έκανε δε χρήση αυτών παραδίδοντάς τις στον εγκαλούντα, Η. Χ., προκειμένου να του εξοφλήσει έτσι ποσό 30.000 ευρώ προερχόμενο από δάνειο, στις πιο πάνω δε, εξακολουθητικές πράξεις προέβη με σκοπό να τον παραπλανήσει τον εγκαλούντα ότι δήθεν αυτές ήταν γνήσιες και θα εισέπραττε το αντίτιμό τους. Επιπλέον, στον ως άνω τόπο την 20-2-2005 κατάρτισε την υπ' αρ. ... τραπεζική επιταγή της ΕΤΕ ποσού 20.000 ευρώ, λήξεως την 20-4-2005 με φερόμενη εκδότρια την εταιρία .... ΑΕ, θέτοντας αυθαίρετα, εν αγνοία και κατ' απομίμηση τη σφραγίδα της και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, πλην όμως αυτή ήταν πλαστή αφού το ασυμπλήρωτο φύλλο της είχε κλαπεί την 24-5-2004 από το όχημα του νομίμου εκπροσώπου της και είχε ανακληθεί για τον λόγο αυτό, είχε δε κηρυχθεί ανίσχυρος ο τίτλος δυνάμει της υπ' αρ. 6674/2005 απόφασης του Μον. Πρωτ. Αθηνών, μαζί με άλλες επιταγές και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτής παραδίδοντάς την στον εγκαλούντα, Η. Χ., προκειμένου να του εξοφλήσει έτσι ποσό 20.000 ευρώ (προερχόμενο από το δάνειο) αφού πρώτα τον έπεισε να δεχθεί συμβιβαστικά το ποσό αυτό, στην πιο πάνω δε πράξη προέβη με σκοπό να τον παραπλανήσει ότι δήθεν αυτή η επιταγή ήταν γνήσια και θα εισέπραττε το αντίτιμο της. Και 2) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού άνω των 30.000 ευρώ, εν γνώσει παρέστησε στον ως άνω εγκαλούντα ψευδή γεγονότα σαν αληθινά και δη ότι είναι νόμιμος κομιστής των υπό στοιχείο 1 ανωτέρω τραπεζικών επιταγών, ότι αυτές ήταν γνήσιες, ότι γνώριζε τους υπογράφοντες αυτών και τις εκδότριες ανωτέρω εταιρίες ... Α.Ε και ... Α.Ε και ότι αυτές ήταν φερέγγυες και θα εξοφλούσαν τις- επιταγές εάν δεν μπορούσε ο ίδιος, έτσι δε τον έπεισε να λάβει αυτές προς εξόφληση του δανείου, προκαλώντας του αντίστοιχη του ποσού των επιταγών περιουσιακή ζημία. Όλες τις ανωτέρω πράξεις ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού ενήργησε βάσει οργανωμένου σχεδίου και όχι ευκαιριακά, πλαστογραφώντας περίτεχνα τις υπογραφές διαφόρων ανύπαρκτων προσώπων ως οπισθογράφων, κατασκεύασε πλαστές σφραγίδες των εταιριών ... Α.Ε και ..., τις οποίες έθεσε στις επιταγές ως άνω, έθεσε κατ' απομίμηση υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εταιριών αυτών και προέβη σε αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις στον εγκαλούντα περί δήθεν γνωριμίας του με αυτούς και τους δήθεν πελάτες τους οπισθογράφους, φθάνοντας στο σημείο να πείσει τον εγκαλούντα να δεχθεί την άρση της προσημείωσης σε ακίνητό του της περιοχής ..., χωρίς να έχει επιστρέφει ούτε κατ' ελάχιστο το οφειλόμενο δάνειο. Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιό του, ενισχύεται και από τη συμπεριφορά του κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, όπου, όπως βεβαιώνει και ο πραγματογνώμονας, η συνολική γραφή και αριθμογραφή των στοιχείων που έθεσε στις επιταγές, παρουσιάζει επιτηδευμένη ανομοιογένεια, αντίστοιχη με το δείγμα γραφής του κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που δεν διέπεται από σταθερή ροπή και ομοιογενή χάραξη, ενώ παρατηρήθηκαν και διαφορές στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ώστε να συνάγεται, εύλογα, το συμπέρασμα ότι υπήρξε εκ μέρους του προσπάθεια ηθελημένης αλλοίωσης του γραφικού του χαρακτήρα με σκοπό την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ και της κατ' εξακολούθηση απάτης κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 13 περ. γ' και στ', 14, 26 παρ.1 εδ. α', 27, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ.1 και 3 εδ. β' και 386 παρ. 1 και 3 περ. α' του Π.Κ., όπως το άρθρο 216 ισχύει μετά αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 2 α', β' του Ν. 2721/1999 και με το άρθρο 25 παρ. 2 α' του Ν. 4055/2012 και το άρθρο 386 παρ. 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και με το άρθρο 25 παρ. 2 δ' του Ν. 4055/2012, τις οποίες ουσιαστικές διατάξεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, παραβίασε και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφασή του δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κατέληξε σε αντίθετο πόρισμα από την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για να χρειάζεται να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την αντίθετη πεποίθησή του, αφού, όπως προκύπτει από την από 20-3-2009 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Κ. Κ., η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για να κριθεί η βασιμότητα του σχετικού λόγου αναιρέσεως, αυτή δέχεται ότι η εικόνα της γραφής στα σώματα των επιταγών δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, η γραφή στα διάφορα τμήματα των επιταγών δεν χαρακτηρίζεται από την αυτή χαρακτική δεξιότητα και την ανάλογη φυσιογνωμία, πράγμα που παρατηρείται και στο δείγμα γραφής του κατηγορουμένου, το οποίο δεν διέπεται από σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, παρουσιάζοντας διαφορές και στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ωστόσο, όμως, καταλήγει στο πόρισμα ότι η υπογραφή στην πρώτη ... επιταγή φέρει μεμονωμένα τμήματα στη δομή της, που απαντώνται και στον υπογραφικό τύπο του κατηγορουμένου και εκτιμά σε βαθμό πιθανολόγησης ότι η εν λόγω υπογραφή και η αναγραφή της ημερομηνίας ως 20.4.2002 και του ποσού 6454 έχει χαραχθεί δια χειρός του κατηγορουμένου και ότι στην ... επιταγή τα κοινά γραφολογικά ευρήματα είναι σημαντικά στο βαθμό που να αποδεικνύεται ότι τόσο η λέξη … όσο και οι λοιπές χαράξεις έχουν χαραχθεί δια χειρός του ιδίου, ενώ οι υπογραφές στις υπόλοιπες επιταγές δεν φέρουν χαρακτηριστικά του υπογραφικού τύπου του κατηγορουμένου, χωρίς όμως να αποκλείει να τις υπέγραψε αυτός, καθόσον δέχεται ότι το δείγμα γραφής του κατηγορουμένου δεν παρουσιάζει σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, αλλά παρουσιάζει διαφορές στην χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται και ότι τέτοια ανομοιογένεια χαρακτικών χαρακτήρων παρατηρείται και στη γραφή που υπάρχει στις επιταγές, εξαιτίας δε αυτής της ανομoιογένειας στη χάραξη, τόσο στις επιταγές, όσο και στο δείγμα γραφής του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να καταλήξει, έστω και με πιθανότητα, αν και τις άλλες επιταγές τις έχει υπογράψει ο κατηγορούμενος. Παραταύτα, παρά το γεγονός δηλαδή ότι δεν κατέληξε σε αντίθετη πεποίθηση σε σχέση με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, το Δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με τις κατά τα ανωτέρω παραδοχές του, αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα την πεποίθηση του ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είναι ο πλαστογράφος των επίδικων επιταγών, αφού δέχεται, μεταξύ άλλων, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του ότι: " ... Το αληθές ήταν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε γνωριμία ή σχέση με τις εταιρείες ... ΑΕ και ...., οι φερόμενοι εκδότες των επιταγών ήταν πρόσωπα ανύπαρκτα και όχι πελάτες των εταιρειών, όλα τα στοιχεία των επιταγών τα είχε θέσει ο ίδιος ο εκκαλών - κατηγορούμενος στα σώματα αυτών, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των φερομένων υπογραφόντων, ενώ όλες οι υπογραφές των οπισθογράφων τέθηκαν από αυτόν κατ' απομίμηση. Σαφής και κατηγορηματική περί των ανωτέρω υπήρξε η κατάθεση του εγκαλούντος Χ. Η., που περιέχεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, και η οποία ενισχύεται από την κατάθεση του Α. Κ., αντιπροέδρου της εταιρείας ... ΑΕ, που επίσης περιλαμβάνεται στα πρακτικά του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι όλες οι επιταγές ήταν πλαστές, από την από 12.2.2008 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρος Ε. Χ., νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ..., η οποία αναγνώστηκε και αναφέρεται στα πρακτικά και από την κατάθεση της ενόρκως εξετασθείσας μάρτυρος Π. Η., συζύγου του ήδη αποβιώσαντος εγκαλούντος, αλλά και από την γραφολογική έκθεση του διορισθέντος από την Ανακρίτρια πραγματογνώμονα Κ. Κ., ο οποίος επισημαίνει ότι η εικόνα της γραφής στα σώματα των επιταγών δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, η γραφή στα διάφορα τμήματα των επιταγών δεν χαρακτηρίζεται από την αυτή χαρακτική δεξιότητα και την ανάλογη φυσιογνωμία, πράγμα που παρατηρείται και στο δείγμα γραφής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, το οποίο δεν διέπεται από σταθερή δομή και ομοιογενή χάραξη, παρουσιάζοντας διαφορές και στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ωστόσο καταλήγει στο πόρισμα ότι η υπογραφή στην πρώτη ... επιταγή φέρει μεμονωμένα τμήματα στη δομή της, που απαντώνται και στον υπογραφικό τύπο του εκκαλούντος - κατηγορουμένου και εκτιμά σε βαθμό πιθανολόγησης ότι η εν λόγω υπογραφή και η αναγραφή της ημερομηνίας ως 20.4.2002 και του ποσού 6454 έχει χαραχθεί δια χειρός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ενώ οι υπογραφές στις λοιπές επιταγές δεν φέρουν χαρακτηριστικά του υπογραφικού τύπου αυτού, και στην ... επιταγή τα κοινά γραφολογικά ευρήματα είναι σημαντικά στο βαθμό που να αποδεικνύεται ότι τόσο η λέξη … όσο και οι λοιπές χαράξεις έχουν χαραχθεί δια χειρός του ιδίου. Μόνες οι καταθέσεις των ενόρκως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης Σ. - Ε. Χ. και Π. Π., δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αντίθετη ασφαλή κρίση, διότι οι εν λόγω μάρτυρες δεν είχαν ιδίαν αντίληψη για την προέλευση των επιδίκων επιταγών αλλά και για την όλη επίδικη συναλλαγή. ... Αποδείχθηκε, τέλος, ότι όλες τις ανωτέρω πράξεις ο εκκαλών - κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού ενήργησε με βάση οργανωμένο σχέδιο και όχι ευκαιριακά, πλαστογραφώντας περίτεχνα τις υπογραφές διαφόρων ανύπαρκτων προσώπων ως οπισθογράφων, κατασκεύασε πλαστές σφραγίδες των εταιρειών ... Α.Ε και ..., τις οποίες έθεσε στις επιταγές, όπως προαναφέρθηκε. Κατ' απομίμηση έθεσε και τις υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών αυτών και προέβη σε αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις στον εγκαλούντα περί δήθεν γνωριμίας του με αυτούς και τους δήθεν πελάτες τους - οπισθογράφους, φθάνοντας στο σημείο να πείσει τον εγκαλούντα να δεχθεί την άρση της προσημείωσης σε ακίνητό του χωρίς να έχει επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό, ή κάποιο μέρος αυτού. Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιο του κατηγορουμένου ενισχύεται και από την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του, κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, που σκοπό είχε την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων". Επίσης δέχεται, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, ότι: "Το περίτεχνο και οργανωμένο σχέδιό του, ενισχύεται και από τη συμπεριφορά του κατά την διενέργεια της γραφολογικής εξέτασής του, όπου, όπως βεβαιώνει και ο πραγματογνώμονας, η συνολική γραφή και αριθμογραφή των στοιχείων που έθεσε στις επιταγές, παρουσιάζει επιτηδευμένη ανομοιογένεια, αντίστοιχη με το δείγμα γραφής του κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που δεν διέπεται από σταθερή ροπή και ομοιογενή χάραξη, ενώ παρατηρήθηκαν και διαφορές στη χαρακτική ευχέρεια με την οποία αποτυπώνεται, ώστε να συνάγεται, εύλογα, το συμπέρασμα ότι υπήρξε εκ μέρους του προσπάθεια ηθελημένης αλλοίωσης του γραφικού του χαρακτήρα με σκοπό την απόκρυψη χαρακτικών ιδιαιτεροτήτων". Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης και αφού το συνεκτίμησε μαζί με όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα, με την προαναφερθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αιτιολόγησε την κρίση της ότι ο αναιρεσείων είναι ο πλαστογράφος όλων των επιταγών που παρέδωσε στον εγκαλούντα. Επίσης, με τις προαναφερθείσες παραδοχές, που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επαρκώς αιτιολογείται, τόσο ο υπερχειλής δόλος σκοπού του αναιρεσείοντος να παραπλανήσει τον εγκαλούντα και να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία του τελευταίου, όσο και η επιβαρυντική περίσταση της από μέρους του τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης κατ' επάγγελμα. Επομένως, ενόψει τούτων, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται στους λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης εκ πλαγίου εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμες. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ.. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά με προφορική ανάπτυξη στο Δικαστήριο της ουσίας, όπως άλλωστε επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίου κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του Κ.Ποιν.Δ., αλλ' ούτε και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, δηλαδή, όταν δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε ισχυρισμό που προτείνεται απαραδέκτως (Ολομ. Α.Π. 2/2005). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όμως, η προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με προφορική του ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σ' αυτόν και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του. Έτσι, μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά τον σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, μετά την απαγγελία της αποφάσεως περί ενοχής, ζήτησε να αναγνωρισθεί στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 β' του Π.Κ. και αφού ξαναπήρε το λόγο, μετά την πρόταση της Εισαγγελέα της έδρας που πρότεινε να απορριφθεί το αίτημά του και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του Π.Κ., ζήτησε να αναγνωρισθούν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και οι δύο ελαφρυντικές του άρθρου 84 παρ. 2 β' και ε' του Π.Κ.. Όμως, έτσι όπως διατυπώθηκαν οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί, δηλαδή με αναφορά μόνον στις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' και ε' του Π.Κ. που τις προβλέπουν, ήταν προεχόντως αόριστοι και απαράδεκτοι, ως εκ τούτου δε το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτούς και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους και παραταύτα, ως εκ περισσού, τους απέρριψε με την απαιτούμενη αιτιολογία.
Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως διότι δεν διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την απόρριψη των ως άνω αόριστων και απαράδεκτων αυτοτελών ισχυρισμών του περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' και ε', δηλαδή ότι ωθήθηκε στις πράξεις του από μη ταπεινά αίτια και από ένδεια και ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του συμπεριφέρθηκε καλά, είναι αβάσιμος. Επίσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι σε προηγούμενη δικάσιμο και συγκεκριμένα στη δικάσιμο της 16ης Νοεμβρίου 2015, κατά την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως, ο τότε συνήγορός του Γ. Σ. υπέβαλε εγγράφως αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους δεν προσδιορίζει στην αίτησή του και στους οποίους δεν απάντησε καθόλου το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι ισχυρισμοί που είχε υποβάλει εγγράφως σε προηγούμενη δικάσιμο ο τότε πληρεξούσιος δικηγόρος του, δεν υποβλήθηκαν ξανά και δεν προτάθηκαν καθόλου στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και σε κάθε περίπτωση δεν προτάθηκαν παραδεκτά στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή εγγράφως με καταχώρηση τους στα πρακτικά και με προφορική ανάπτυξή τους, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά της συνεδριάσεώς του και δεν αναπτύχθηκαν προφορικά ενώπιον του, δεν υπείχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτούς και να διαλάβει για την απόρριψή τους ειδική αιτιολογία. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας λόγω μη απαντήσεως σε αυτοτελή ισχυρισμό, είναι αβάσιμος.
Όλες οι υπόλοιπες αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με τις οποίες ο αναιρεσείων βάλλει κατά των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ισχυ...μενος ότι αυτές είναι εσφαλμένες και δεν ανταποκρίνονται σ' αυτά που αποδείχθηκαν, είναι απαράδεκτες, διότι με αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ο...μενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-11-2016 αίτηση του κατηγορουμένου Β. Σ. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...-11-2016 έκθεση ενώπιον της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, περί αναιρέσεως της 2374/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή