Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 645 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Η αναιρεσείουσα παραπέμφθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για να δικασθεί για απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, άνω των 150.000 € (άρθρο 386 παρ. 1,3 του ΠΚ και άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, και συνεπώς το βούλευμα, ως αμετάκλητο (άρθρο 308 παρ. 1 α και β του ΚΠΔ) δεν υπόκειται σε αναίρεση. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη.




Αριθμός 645/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του με αριθμό 2037/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1669/2009.

Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 66/09.02.2010 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριό Σας, την προκείμενη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το με αριθμό 2037/2009 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών τους: 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκου ...για να δικασθούν ως υπαίτιοι απάτης κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 150.000 ΕΥΡΩ η πρώτη και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή ο δεύτερος (ήτοι για παράβαση των άρθρων 13 εδ. στ, 46 παρ. 1α, 386 παρ. 1, 3 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 4 παρ. 5 Ν. 1738/1987, 2 Ν. 1877/1990, 36 παρ. 1 Ν. 2172/1993 και 4 παρ. 3α Ν. 2408/1996).
ΙΙ. Κατά του βουλεύματος αυτού η πρώτη των κατηγορουμένων, άσκησε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Παρασκευόπουλου (κατόπιν της από 9/11/2009 εξουσιοδότησης) με δήλωσή της στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την με αριθμό 208/13-11-2009 αίτηση αναίρεσης.

ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. 3-4 ΚΠΔ, που προστέθηκαν με το άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 1738/1987 "στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο των Εφετών. Δια το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα".
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών να αποφαίνεται σε μια τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που της δόθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με την άσκηση της ποινικής δίωξης και από τον ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται το προβλεπόμενο από το άρθρο 1 Ν. 1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό. Στην τελευταία περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που κατά την κυριαρχική του κρίση προέκυψαν, τον ορθό χαρακτηρισμό της πράξης, να παραπέμψει τον κατηγορούμενο για να δικασθεί στο αρμόδιο δικαστήριο για την πράξη αυτή, το δε σχετικό βούλευμα που θα εκδοθεί, δεν υπόκειται σε αναίρεση (ΑΠ 541/08, 2240/06 1389/06). IV. Στην κρινόμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέπεμψε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί ως υπαιτία της προαναφερθείσης κακουργηματικής απάτης με την συνδρομή των επιβαρυντικών διατάξεων του Ν. 1608/1950. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τ'ανωτέρω εκτεθέντα, το βούλευμα αυτό είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση.
Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ως στρεφομένη κατά βουλεύματος μη υποκειμένου στο ένδικο αυτό μέσο είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων (άρθρο 583 παρ. ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η με αριθμό 208/2009 αίτηση αναίρεσης της Χ1, κατά του με αριθμό 2037/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας.
Αθήνα 14 Ιανουαρίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Π. Παντελής".

Αφού άκουσε
την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 308 παρ. 1 εδάφια 3 και 4 του ΚΠΔ "στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη που στρέφεται κατά του Δημοσίου και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, αν προηγήθηκε κυρία ανάκριση για κακούργημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 που περατώθηκε με παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, κατά του βουλεύματος αυτού δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Ο αποκλεισμός του δικαιώματος ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου αυτού μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή στη δίκη, δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ.1, 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλ' ούτε και στο άρθρο 7 παρ. Ι της "Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου - ΕΣΔΑ", γιατί ο κατηγορούμενος διατηρεί την άμεση δυνατότητα να προβάλλει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του τόσον ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου που θα κρίνει επί της παραπομπής ή μη αυτού, όσο και ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και περαιτέρω κατά την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2037/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η αναιρεσείουσα Χ1 παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτια απάτης, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 150.000 ευρώ, και ο συγκατηγορούμενός της και μη ασκήσας αναίρεση Χ2 για ηθική αυτουργία στην παραπάνω πράξη (ήτοι για παράβαση των άρθρων 13 εδ. στ', 46 παρ. 1 α', 386 παρ. 1, 3 Π Κ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987, τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1877/1990, αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 36 παρ. 1 του Ν.2172/1993 και 24 παρ.3 του Ν. 2298/1995 και 4 παρ. 3 του Ν. 2408/1996.
Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση από την κατηγορούμενη. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 208/13/11/2009 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2037/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή