Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση, ηθική αυτουργία σε ψευδορκία κλπ, επαρκής αιτιολογία. Μάρτυρες και αναγνωσθέντα έγγραφα, επαρκής προσδιορισμός. Η επίκληση της παραβίασης του άρθρου 6 ΕΣΔΑ πρέπει να διατυπώνεται με ορισμένο τρόπο. Απορρίπτει δήλωση αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1085/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη - Εισηγητή και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 4η Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελεύς) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τη δήλωση περί αναιρέσεως της 3284/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών,
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων α) Χ, κατοίκου ... και β) Χ2, κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Νικολάου Παπανικολάου (ΑΜ ΔΣΑ 19848).
Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφαση, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαρτίου 2010 κοινή δήλωση αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 491/2010.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη δήλωση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠοινΔ. Κατά το άρθρο 515 παρ.2 εδ.α' ΚΠοινΔ, εάν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως με ημερομηνία 20-4-2010, του ..., αρχιφύλακα του ΑΤ Ναυπλίου, η πολιτικώς ενάγουσα Ψ κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην, όμως, ούτε εμφανίσθηκε ούτε παραστάθηκε με νόμιμο τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, η συζήτηση θα διεξαχθεί όπως αν και αυτή ήταν παρούσα.
2.Η κρινόμενη δήλωση αναιρέσεως, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 22-3-2010, ημέρα Δευτέρα, υποβάλλεται από τους κατηγορουμένους και στρέφεται κατά της 3284/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ την 1-3-2010. Επομένως, έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (ΚΠοινΔ 465 παρ.1, 473 παρ.2, 474, 505 παρ.1, 509 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.
3.Στο άρθρο 171 παρ.1 περ.δ' ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται : 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν [μεταξύ άλλων και] δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος". Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης (ή δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη"), οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Η παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ. Για να είναι, όμως, παραδεκτή, ως λόγος αναιρέσεως, η προβολή της παραβίασης κάποιου από τα δικαιώματα αυτά, πρέπει στο σχετικό δικόγραφο να γίνεται ευσύνοπτη, αλλά οπωσδήποτε σαφής, περιγραφή του δικαιώματος που παραβιάσθηκε και του τρόπου με τον οποίο επήλθε η παραβίαση αυτή.
Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι, κατά την ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών διαδικασία, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάσθηκε, γενικώς, το δικαίωμα αυτών σε δίκαιη δίκη, χωρίς να εξειδικεύουν σε τι συνίσταται η παραβίαση αυτή. Έτσι, όπως διατυπώνεται, η σχετική αιτίαση είναι αόριστη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.
4.Στο άρθρο 502 παρ.1 εδ. γ' ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπ' όψη από το [δευτεροβάθμιο] δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, ενός εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης, διότι καθιστά ανέφικτη την άσκηση του κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό περιεχόμενο αυτού.
Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση της ουσιαστικής κρίσης του τα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως, χωρίς αυτά να έχουν αναγνωσθεί κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία. Ο ισχυρισμός, ο οποίος περιλαμβάνεται τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που δίκασε σε πρώτο βαθμό, λόγω της ιδιάζουσας δωσιδικίας του πρώτου από τους αναιρεσείοντες, ως δικηγόρου) είχε τον αριθμό 3343/2008 και ότι κατά τη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης ανεγνώσθη πριν από κάθε άλλο έγγραφο "η υπ' αριθ. 3343/08 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών και τα πρακτικά αυτής".
5.Προκειμένου να έχει η καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, πρέπει, πέραν των άλλων, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, το καθένα στο σύνολό του και όχι μόνο ορισμένα από αυτά ή κάποιο από αυτά αποσπασματικά. Για τη βεβαιότητα αυτή, όμως, αρκεί η κατ' είδος, προεισαγωγική μνεία των κατά το άρθρο 178 ΚΠοινΔ αποδεικτικών μέσων (π.χ. καταθέσεις μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς την ανάγκη αναφοράς ενός εκάστου ή του περιεχομένου αυτού στις επί μέρους αιτιολογίες της αποφάσεως.
Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά την αναφορά του στα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αξιολόγησε για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα α) αναφέρθηκε σε μάρτυρες υπερασπίσεως, ενώ τέτοιοι δεν είχαν εξετασθεί, β) αναφέρθηκε στα αναγνωσθέντα έγγραφα, ενώ στον κατάλογό τους, που ενσωματώνεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ορισμένα από αυτά δεν προσδιορίζονται ως προς την ταυτότητά τους και γ) δεν κατονομάζει το πρόσωπο, το οποίο προέβη στην ανάγνωση των εγγράφων. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης διαπιστώνονται τα ακόλουθα ως προς τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: Μάρτυρες υπερασπίσεως δεν εξετάσθηκαν. Από την ως εκ περισσού αναφορά, όμως, στο εν λόγω είδος των μαρτύρων δεν δημιουργείται καμιά αμφιβολία ως προς το ότι το Εφετείο στήριξε το πόρισμά του στις καταθέσεις όσων (ακολουθεί κατά λέξη αντιγραφή) "εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, καθώς και στην ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας". Από την αναφορά αυτή, δηλαδή, καθίσταται σαφές ποίων προσώπων τις μαρτυρίες έλαβε υπ' όψη το Εφετείο και ότι μεταξύ αυτών δεν υπήρχαν μάρτυρες υπερασπίσεως. Ο κατάλογος των αναγνωσθέντων εγγράφων έχει έκταση μεγαλύτερη των δύο σελίδων. Όλα τα αναφερόμενα έγγραφα προσδιορίζονται είτε με τον αριθμό τους, είτε με την ημερομηνία που φέρουν, είτε με το πρόσωπο στο οποίο αφορούν. Ο προσδιορισμός αυτός είναι επαρκής και δεν υπήρχε ανάγκη μνείας περισσοτέρων προσδιοριστικών στοιχείων για κάθε έγγραφο, αφού οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται συμπίπτοντα στοιχεία, εξ αιτίας των οποίων θα μπορούσε να δημιουργηθεί αμφιβολία ως προς το αν ανεγνώσθη ή όχι συγκεκριμένο έγγραφο. Για τον ίδιο λόγο δεν αποτελεί ανεπάρκεια του προσδιορισμού των εγγράφων η αναφορά σε "μία σελίδα χειρόγραφο σημείωμα" ή σε "πέντε (5) αποδείξεις της Εμπορικής Τράπεζας", αφού οι αναιρεσείοντες ουδόλως ισχυρίζονται ότι υπήρχε και άλλο χειρόγραφο σημείωμα ή περισσότερες αποδείξεις της εν λόγω τράπεζας, οπότε θα μπορούσε να τεθεί θέμα για ποιο έγγραφο πρόκειται. Τέλος, από καμιά διάταξη του νόμου δεν επιβάλλεται ο προσδιορισμός του προσώπου, το οποίο προβαίνει είτε οίκοθεν είτε κατ' ανάθεση στην ανάγνωση των εγγράφων στο ακροατήριο, διότι το ουσιώδες είναι η ανάγνωση και όχι η ταυτότητα του αναγνώστη. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται διάσπαρτες και στους δύο λόγους της αναίρεσης και δια των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί είτε ακυρότητα είτε έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμες.
6.Από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά α) τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, β) τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά και γ) οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, που για το σκοπό αυτό θεωρείται ότι αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης 3284/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι αυτό, προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση ως προς μεν τον αναιρεσείοντα Χ για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, ως προς δε τον αναιρεσείοντα Χ2 για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι ο Ζ που εξετάσθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, είχε υποβάλει την από 21-12-2001 έγκληση κατά του Χ. Ότι στην έγκληση εκείνη, ο Ζ ισχυριζόταν ότι ο Χ είχε παραστήσει αναληθώς σ' αυτόν ότι είχε τη δυνατότητα, ως δικηγόρος και βουλευτής που ήταν, να επιτύχει το διορισμό της θυγατέρας του και του μνηστήρα εκείνης σε διοικητικές θέσεις του δημόσιου τομέα, αντί αμοιβής 3.000.000 δραχμών. Ότι ο Ζ, που πίστεψε στη διαβεβαίωση αυτή, κατέβαλε το εν λόγω ποσό σε δύο δόσεις και, τελικώς, ζημιώθηκε, διότι ο Χ ούτε την επαγγελθείσα δυνατότητα είχε, ούτε κάποιο διορισμό επέτυχε, ούτε τα ληφθέντα χρήματα επέστρεψε. Ότι η από 21-12-2001 έγκληση υποβλήθηκε για λογαριασμό του Ζ από τους εντολοδόχους δικηγόρους αυτού ... και Ψ. Ότι ο Χ, όταν πληροφορήθηκε την υποβολή της εγκλήσεως σε βάρος του, υπέβαλε αρμοδίως την από 23-5-2002 δική του έγκληση, με την οποία στράφηκε όχι μόνο κατά του Ζ, αλλά και κατά των ως άνω εντολοδόχων δικηγόρων εκείνου, στους οποίους, ως εγκαλούμενους, απέδωσε το ότι "τελούντες προδήλως εν δόλω" συμμετείχαν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί και συνεργοί στη σύνταξη της από 21-12-2001 εγκλήσεως του Ζ, το περιεχόμενο της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς του Χ, ήταν ψευδές, ενεργώντας ως ομάδα με σκοπό να τον βλάψουν κοινωνικά και πολιτικά. Ότι η υποβολή της από 23-5-2002 εγκλήσεως του Χ έγινε με σκοπό τη διαπόμπευση και την ποινική καταδίωξη των εγκαλουμένων δικηγόρων, με επίγνωση του γεγονότος ότι τα σε βάρος αυτών αναφερόμενα ήσαν ψευδή, διότι οι ίδιοι είχαν ενεργήσει ως απλοί εντολοδόχοι του εγκαλούντος, πράγμα που προέκυπτε ευθέως από το περιεχόμενο της από 21-12-2001 εγκλήσεως του Ζ. Ότι για την υποστήριξη της δικής του εγκλήσεως, ο Χ πρότεινε ως μάρτυρες τους ... και Χ2, από τους οποίους ζήτησε και τους οποίους έπεισε με φορτικότητα να επιβεβαιώσουν το περιεχόμενο της από 23-5-2002 εγκλήσεως και, μάλιστα, να καταθέσουν ότι οι εγκαλούμενοι δικηγόροι και ο Ζ αποτελούσαν ομάδα που με την από 21-12-2001 ψευδή έγκληση επιδίωκε να τον καταστρέψει πολιτικά και ηθικά. Και ότι, τέλος, οι προταθέντες μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και ο Χ2, δέχθηκαν την προτροπή και κατέθεσαν τα ανωτέρω, γνωρίζοντας την αναλήθεια και έχοντας σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των τότε εγκαλουμένων (και ήδη εγκαλούντων) δικηγόρων. Με τα όσα δέχθηκε το Εφετείο, εξέθεσε επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις στην απόφασή του α) το ότι ο Χ ανέφερε ψευδώς στην από 23-5-2002 έγκλησή του ότι οι [τότε] εγκαλούμενοι δικηγόροι αποτελούσαν ομάδα έχοντας ταπεινά κίνητρα σε βάρος του κατά τη σύνταξη και υποβολή της από 21-12-2001 εγκλήσεως του Ζ κατ' αυτού, β) το ότι ο ίδιος, ως δικηγόρος που ήταν, είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει και εν προκειμένω γνώριζε ότι οι εκ μέρους αυτού εγκαλούμενοι δικηγόροι είχαν ενεργήσει ως απλοί εντολοδόχοι του, πράγματι, εγκαλούντος Ζ, γ) το ότι ο ίδιος, με την υποβολή της εγκλήσεώς του, επιδίωξε να βλάψει την υπόληψή τους και να προκαλέσει αδίκως την ποινική τους καταδίωξη, δ) το ότι ο ίδιος έπεισε τους μάρτυρες, που εξετάσθηκαν επί της εγκλήσεώς του, να επιβεβαιώσουν τους ψευδείς ισχυρισμούς που περιέχονται σ' αυτή, αφού οι μάρτυρες αυτοί ούτε αυτεπαγγέλτως προσκλήθηκαν ούτε αυθορμήτως προσήλθαν, αλλά προτάθηκαν από τον Χ και ε) το ότι οι μάρτυρες γνώριζαν την αναλήθεια του περιεχομένου της από 23-5-2002 εγκλήσεως, αφού ως γνωστοί του εγκαλούντος, που τους πρότεινε ως μάρτυρες, γνώριζαν και την προσπάθειά του να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στην ποινική διαδικασία που είχε ξεκινήσει σε βάρος του με αφορμή την από 21-12-2001 έγκληση του Ζ. Επομένως, ο πρώτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως αιτιολογίας ή, άλλως, της εκ πλαγίου παραβάσεως των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 27 παρ.1, 46 παρ.1 περ.α', 224 παρ.2, 229 παρ.1 και 363 ΠΚ, είναι αβάσιμος.
7.Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η κρινόμενη δήλωση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22 Μαρτίου 2010 κοινή δήλωση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων α) Χ, κατοίκου ... και β) Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της 3284/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθένα από τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Μαΐου 2010.- Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 25η Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ