Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 1447/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύων Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Πρατικάκη, περί αναιρέσεως της 10801/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 577/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Η κρινόμενη από 8-4-2010 αίτηση του Χ, για αναίρεση της 10801/2009 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω.
2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέτει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη αυτού του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς αναληθή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται, όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται διάδοση ή ισχυρισμός από τον υπαίτιο, ενώπιον άλλου, για τρίτον γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τρίτου αυτού, το γεγονός να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να είχε γνώση της αναλήθειάς του. Ως γεγονός, κατά την έννοια του νόμου, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά ή έκφραση γνώμης ή κρίσης ή χαρακτηρισμού που σχετίζεται με γεγονός, αναφέρεται στο παρόν ή στο παρελθόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική ή την ευπρέπεια. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ1 αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοια του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 10801/2009 απόφασης του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εγκαλούντες Ψ, Ξ και Θ, μητέρα και τέκνα αντίστοιχα, ήταν γείτονες με τον κατηγορούμενο Χ, πλην όμως οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί και υπήρχαν μακροχρόνιες αντιδικίες μεταξύ τους, οι οποίες είχαν να κάνουν με κτηματικές διαφορές. Η ΑΨ διατηρούσε στην οικία της στα ... παράνομα οίκο ευγηρίας και φιλοξενούσε, έναντι αμοιβής, ηλικιωμένα άτομα, μεταξύ των οποίων τη Κ και την ..., θεία του Ζ, ο οποίος είχε και αυτός μηνυθεί από τους εγκαλούντες για συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος τους και ήταν κατηγορούμενος στο πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά έπαυσε οριστικώς η εναντίον του ποινική δίωξη λόγω του επισυμβάντος θανάτου του. Οι συνθήκες διαβίωσης, όπως διαπιστώθηκε από την επιληφθείσα αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχίας Αθηνών ήταν "απαράδεκτες", όπως αναφέρει στο από 12-9-1995 έγγραφο της προς την Εισαγγελία Αθηνών και με την υπ'αριθ. 1838/28-8-1995 απόφαση του Νομάρχη Αττικής απαγορεύτηκε η λειτουργία του. Σε βάρος του ως άνω Ζ καθώς και του Φ, κατηγορουμένου και αυτού ως ηθικού αυτουργού στην ψευδορκία του Χ και αθωωθέντος με την εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και άλλων ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης που τέλεσαν σε βάρος της ως άνω πρώτης εγκαλούσας Ψ στις 23-1-1997 και 24-1-1997 στα πλαίσια εκπομπής στον τηλεοπτικό σταθμό "...", η οποία είχε ως θέμα τη λειτουργία του παραπάνω παράνομου οίκου ευγηρίας, και με καταγγελόμενα μεταξύ άλλων από τους Ζ και Φ για κακομεταχείριση των φιλοξενουμένων ηλικιωμένων εκεί από τη μάρτυρα Ψ και τα τέκνα της Ξ και Θ. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στις 15-11-2002 εξεταζόμενος ο κατηγορούμενος Χ ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι "...εμένα η κα Ψ μου είχε πετάξει κεραμίδια και στο γαμπρό μου τούβλα ...Ξέρω όμως για την κα Κ. Είχε βγει έξω μια μέρα, ήταν μία πολύ αδύνατη κυρία και τα παιδιά της Ψ πήγαν να τη βάλουν μέσα και στο δρόμο είδα ότι την τσίμπησαν και εκείνη φώναζε .... Ακόμα είχα ακούσει φωνές γυναικών από το σπίτι από την κακομεταχείριση. Μου έχουν κάνει μηνύσεις, επιθέσεις και μου χρωστούν... Γνωρίζω από παλιά το σπίτι της κας Ψ. Μέχρι το 1995 λειτουργούσε επιχείρηση περιθάλψεως γηραιών ατόμων στο σπίτι. Ακούγονταν φωνές γερόντων και ο Φ το άκουγε γιατί έμεινε δίπλα...Ένα διάστημα είχε 4-5 γέροντες. Την δ' κατηγορουμένη την είχα δει στο κανάλι της επιτέθηκε η κα Ψ (εννοεί την ...). Είδα το βίντεο του ξυλοδαρμού της ...". Επί της ως άνω υποθέσεως εκδόθηκε η με αριθμό 9899/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο εκεί β' κατηγορούμενος (Ζ) και ένοχος εξύβρισης ο γ' κατηγορούμενος (Φ). Από τα παραπάνω κατατεθέντα στη δίκη εκείνη από τον κατηγορούμενο, τα όσα αφορούν σε κακομεταχείριση των γυναικών που εφιλοξενούντο στον οίκο ευγηρίας εκ μέρους των εγκαλούντων (μητέρας και τέκνων), τη μία εκ των οποίων (γυναικών) την Κ την τσιμπούσαν τα παιδιά της Ψ στο δρόμο και αυτή φώναζε είναι αναληθή όπως και τα όσα κατέθεσε για δήθεν φωνές από την κακομεταχείριση των γερόντων που άκουγε ο Φ και τα κατέθεσε ο κατηγορούμενος εν γνώσει της αναληθείας (ο ίδιος στην απολογία του κατέθεσε ότι δεν είδε να τη τσιμπάνε, δεν είδα να κακομεταχειρίζεται τους γέρους) και με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων και πράγματι έβλαψε, αφού τους εμφάνιζε ενώπιον τρίτων ήτοι δικαστών, γραμματέως του παραπάνω δικαστηρίου και δικηγόρων που παρευρίσκοντο στην αίθουσα του δικαστηρίου, ως άτομα ανάλγητα και αδίστακτα, τα οποία προέβαιναν σε κακομεταχείριση αδύναμων ηλικιωμένων ατόμων, τα οποία δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τον εαυτό τους, επιδεικνύοντας βάναυση και βίαιη συμπεριφορά απέναντι τους. Επίσης αναληθή είναι και τα όσα κατέθεσε ότι η Ψ επιτέθηκε στη δ' κατηγορουμένη (...)·σε τηλεοπτική εκπομπή και ούτε υπήρχε βίντεο που να παρουσιάζει την Ψ να βιαιοπραγεί κατά της παραπάνω, τα κατέθεσε δε αν και γνώριζε ότι είναι ψευδή με σκοπό να βλάψει ως άνω την τιμή και υπόληψη της Ψ ενώπιον των ως άνω προσώπων. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε οι αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 2 και 363 σε συνδυασμό με το άρθρο 362 του ΠΚ τις οποίες, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του αυτή, αφού έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου, δεν υπάρχει δε καμία αντίφαση μεταξύ των ως άνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της σε σχέση με τις συνθήκες λειτουργίας του οίκου ευγηρίας, που διατηρούσαν οι μηνυτές στα ..., δεν ταυτίζονται με τα όσα κατέθεσε ο αναιρεσείων ενόρκως ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 15-11-2002, τα οποία κρίθηκαν ότι ήταν ψευδή και συκοφαντικά για τους εγκαλούντες Ψ, Ξ και Θ. Ακόμη το δικαστήριο αιτιολογεί τον άμεσο δόλο του κατηγορούμενου σε σχέση με τα εγκλήματα για τα οποία τον καταδίκασε, της γνώσης του δηλαδή από προσωπική του αντίληψη, ότι όσα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών κατά την δικάσιμο της 15-11-2002 ήταν ψευδή, τα κατέθεσε δε εν γνώσει του ψεύδους τους με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των πιο πάνω εγκαλούντων. Επομένως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και εκ πλαγίου παραβιάσεως ουσιαστικής ποινικής διατάξεως λόγω των άνω πλημμελειών. Πρέπει, συνεπώς, η αναίρεσης, η οποία δεν περιέχει άλλους λόγους, να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-4-2010 αίτηση του Χ για αναίρεση της 10.801/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ