Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία, Δεδικασμένο, Ψευδής βεβαίωση, Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών.
Περίληψη:
Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος για διατάραξη της ασφαλείας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθαν θάνατοι, κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση από κοινού, κακουργηματική ψευδή βεβαίωση και ηθική αυτουργία σ' αυτήν. Στοιχεία εγκλημάτων. Έννοια ενδεχομένου δόλου. Θέση σε κυκλοφορία πεπαλαιωμένου τουριστικού λεωφορείου με ελαττώματα. Επί μερικότερων πράξεων ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση, που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, πρέπει να προσδιορίζεται το όφελος ή η βλάβη από κάθε μερικότερη πράξη, εκτός αν όλες οι πράξεις απέβλεπαν στην πραγματοποίηση του αυτού οφέλους ή στην πρόκληση της αυτής ζημίας. Απόρριψη λόγων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία, κατ' άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ, αρχειοθετήθηκε η μήνυση ως προφανώς κατ' ουσία αβάσιμη για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, εφόσον μάλιστα συγκεντρώθηκαν νέα στοιχεία. Δεν προκαλείται καμιά ακυρότητα αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον έχει γίνει αστυνομική προανάκριση. Απόρριψη αιτήσεων στο σύνολο τους.
Αριθμός 1913/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα .
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Α. Σ. του Ι., κατοίκου ..., 2)Δ. Γ. του Α., κατοίκου ..., 3)Α. Ο. του Π., κατοίκου ..., 4) Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., 5) Ν. Π. του Γ., κατοίκου ..., 6)Ε. Π. του Ι., κατοίκου ... και 7) Γ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 1136/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Ε. Μ. του Β.. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Κ. του Π., 2) Δ. Τ. του Σ., 3) Ζ. Σ. του Θ., 4) Κ. Μ. του Γ., 5) Π. Τ. του Η., 6) Σ. Μ. του Α. και 7) Χ. Κ. του Σ..
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Ιανουαρίου 2010, τρεις (3) τον αριθμό, συνολικά, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 144/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 226/9.6.2010 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ τις με αριθμούς 1/20-1-2010, 2/20-1-2010 και 3/20-1-2010 αιτήσεις αναίρεσης των: 1) Α. Σ. του Ι., κατοίκου ... 2) Δ. Γ. του Α., κατοίκου ..., 3) Α. Ο. του Π., κατοίκου ..., οδός ... 4) Α. Κ. του Κ., κατοίκου ... 5) Ν. Π. του Γ. κατοίκου ..., Διοικητηρίου αρ.6 (ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ανδρέα Τσελεπίδη κατόπιν της από 15-1-2010 σχετικής εξουσιοδότησης) 6) Ε. Π. του Ι., κατοίκου ...-... (ασκηθείσα αυτοπροσώπως) και 7) Γ. Σ. του Δ. κατοίκου ... - οδός ... (ασκηθείσα αυτοπροσώπως) και στρέφονται κατά του με αριθμό 1136/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βέροιας με το με αριθμό 28/2009 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης που θα ορισθεί αρμοδίως τους πέντε πρώτους των αναιρεσειόντων για να δικασθούν ως υπαίτιοι α) διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε θάνατος με ενδεχόμενο δόλο β) νόθευσης εγγράφου από κοινού με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του άλλον σχετικά με το γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκοπεύοντας με τη πράξη τους αυτή να προσπορίσουν περιουσιακό όφελος σε άλλον με βλάβη τρίτου το συνολικό ύψος του οποίου υπερβαίνει τα 73.000 € και γ) ηθική αυτουργία από κοινού σε ψευδή βεβαίωση, με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους αθέμιτο όφελος, συνολικού ύψους υπερβαίνοντος τα 73.000 €, των έκτο των αναιρεσειόντων για ψευδή βεβαίωση με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος υπερβαίνον τα 73.000 € και τον έβδομο των αναιρεσειόντων για ψευδή βεβαίωση με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος υπερβαίνον τα 73.000 € κατ' εξακολούθηση (ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 46,51, 53, 60,98, 216 παρ.1 α-β, 3α, 242 παρ.1 και 290 παρ.1β ΠΚ). Κατά του βουλεύματος αυτού οι αναιρεσείοντες άσκησαν εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε το με αριθμό 1136/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο έκανε τυπικά δεκτές και απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις τους, επικυρώνοντας το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφονται πλέον με τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσής τους, οι οποίες ασκήθηκαν εμπρόθεσμα, νομότυπα και παραδεκτά οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στους 1ο, 3ο, 5ο, 6ο και 7ο εκ των κατηγορουμένων στις 12/1/2010 και στους 2ο και 4ο στις 13/1/2010 αντίστοιχα και αυτοί άσκησαν τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης στις 20/1/2010 (εντός της νομίμου προθεσμίας) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης, συνετάγησαν δε από εκείνους οι με αριθμούς 1/2010, 2/2010 και 3/2010 σχετικές εκθέσεις στις οποίες διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκαν και δη η παραβίαση του δεδικασμένου, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από τους πέντε πρώτους, η εσφαλμένη ερμηνεία και η εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης από τον έκτο και τέλος η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης από τον έβδομο των αναιρεσειόντων. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπει τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο για κακούργημα. Κατά συνέπεια οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα εκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία όμως εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία αντιτάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. (ΑΠ 1596/07, ΑΠ 1151/06). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη την οποία πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 9/2001). Ακόμη για την ύπαρξη δεδικασμένου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. γ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης απαιτείται : α) αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικώς την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη β) ταυτότητα της πράξης αδιάφορα από το χαρακτηρισμό και γ) ταυτότητα προσώπων. (ΑΠ 2057/07, ΑΠ 1246/07). Τέλος απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το συμβούλιο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξάλλου κατά το άρθρο 290 παρ.1 ΠΚ "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται : α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, το οποίο έχει μορφή συγκεκριμένης διακινδύνευσης, απαιτείται διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας με οποιονδήποτε τρόπο κυρίως με ανθρώπινη υλική εμφανή ενέργεια από την οποία προκύπτει κίνδυνος ανθρώπου. Για τη στοιχειοθέτηση υποκειμενικά της επιβαρυντικής περιπτώσεως του εδαφίου β', που δημιουργεί έγκλημα εκ του αποτελέσματος, για την μεν διατάραξη πρέπει να υπάρχει δόλος έστω και ενδεχόμενος και για τον επελθόντα θάνατο αμέλεια ( ΑΠ 601/08, ΑΠ 317/03). Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η χρήση δε του εγγράφου απ'αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή που αποβλέπει στη προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η εξ αρχής κατάρτιση από το δράστη εγγράφου, που να εμφανίζεται ότι καταρτίσθηκε δήθεν από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με τη προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικά δε δόλος του δράστη ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως και επιπροσθέτως σκοπός που δύναται να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες δηλαδή που είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Για την τιμώρηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία τρίτου και το επιδιωκόμενο όφελος ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε στην ξένη περιουσία να υπερβαίνει τα 73.000€ ( Α.Π. 541/09, Α.Π. 11/09). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης απαιτείται όπως, ο κατά την έννοια των άρθρων 13 παρ.α και 263 Α ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίου εγγράφου, να βεβαιώνει σε τέτοιο έγγραφο, για την κατάρτιση του οποίου έχει καθ'ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα, ψευδώς, περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να αναφέρεται στην γέννηση, μεταβολή ή απώλεια δικαιώματος ή δημοσίας ή ιδιωτικής έννομης σχέσης ή κατάστασης. Για τη θεμελίωση της κακουργηματικής μορφής της ψευδούς βεβαίωσης προσαπαιτείται όπως ο υπαίτιος να σκοπεύει να προσπορίσει στον εαυτό του ή με άλλο αθέμιτο όφελος ή να βλάψει άλλον παράνομα και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη να υπερβαίνει το ποσόν των 73.000€ (Α.Π. 111/09).
ΙΙΙ. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσ/νίκης που το εξέδωσε, με αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και με δικές του σκέψεις, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:...Στην προκειμένη περίπτωση από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας που συγκεντρώθηκαν νόμιμα κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγουμένη προκαταρκτική εξέταση και δη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την έκθεση του τεχνικού συμβούλου, τις δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα του ΑΠ και των κατωτέρων δικαστηρίων αναφορικά με το επίδικο συμβάν, τα λοιπά έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία, τις φωτογραφίες τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα αυτών ως και τις εκθέσεις εφέσεως και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται με αυτές και προσκομίζουν προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η κρινόμενη δικογραφία σχηματίστηκε κατόπιν της υπ αρ πρωτ. 8462/20.08.03 αναφοράς του Υπουργού Μεταφορών και Eπικoινωνιών και της υποβολής των μηνύσεων των 1) Κ. Μ. του Γ., 2) Σ. Μ. του Α., 3) Χ. Κ. του Σ., 4) Α. Κ. του Π., 5) Π. Τ. του Η., 6) Ζ. Σ. του Θ., 7) Δ. Τ. του Σ., 8) Δ. Κ. του Γ., 9) Ε. Μ. του Γ., με τις οποίες καταγγέλλουν ότι το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΔΧ Τουριστικού Λεωφορείου ιδιοκτησίας του ΚΤΕΛ Ημαθίας, το οποίο στις 13-4-03 ενεπλάκη σε πολύνεκρο οδικό τροχαίο ατύχημα στην περιοχή των Τεμπών μεταφέροντας μαθητές, έφερε αριθμό πλαισίου εντοιχισμένο, ότι το εν λόγω όχημα ήταν μειωμένης αντοχής και αξιοπιστίας σε θέματα ασφάλειας και εν τέλει ακατάλληλο να τεθεί σε κυκλοφορία, καθόσον ήταν πολύ παλαιό και είχε υποστεί επεμβάσεις εκτός εργοστασίου, ότι οι ιδιοκτήτες του γνώριζαν τις ως άνω πλημμέλειες και παρόλα αυτά επέτυχαν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του, ότι οι υπάλληλοι του ΚΤΕΟ Ημαθίας κατά την επιθεώρηση του ως άνω λεωφορείου βεβαίωσαν ψευδώς επί των Δελτίων Τεχνικού Ελέγχου, που εξέδωσαν και συνέταξαν κατά το χρονικό διάστημα από 19-5-1999 ως 11-7-2002, πως ήταν κατάλληλο για κυκλοφορία και πως ο αριθμός πλαισίου που φέρει στο σώμα του είναι γνήσιος, αποκρύπτοντας από πρόθεση την αλήθεια και ότι οι ιδιοκτήτες του ΚΤΕΛ Ημαθίας έκαναν χρήση των ως άνω ψευδών βεβαιώσεων στους σχετικούς ελέγχους που διενεργούνταν στο λεωφορείο. Μετά την άσκηση της ως άνω ποινικής διώξεως, τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη νομότυπη περαίωση της παραγγελθείσας κύριας ανάκρισης (άρθρα 270§ 1. 308§4 ΚΠΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 13 Απριλίου του 2003 ξεκίνησε από τον Προβάτωνα Έβρου με προορισμό τον Πειραιά το υπ' αρ. κυκλ. ... ΔΧΦ αυτοκίνητο ρυμουλκό με ρυμουλκούμενο (συρμό) ιδιοκτησίας Φ. Κ. και Α. Κ. οδηγούμενο από το Δ. Ν.. Το εν λόγω φορτηγό μετέφερε φορτίο μοριοσανίδων επενδεδυμένων με μελαμίνη παραγωγής της βιομηχανίας με την επωνυμία "ΑΚΡΙΤΑΣ ΑΕ". Ο ανωτέρω οδηγός οδηγούσε επί αρκετές ώρες. χωρίς να κάνει διάλειμμα για ξεκούραση και για να ελέγχει την κατάσταση του φορτίου του. Αποτέλεσμα της μη ανάπαυσης ήταν να μειωθούν οι αντοχές του και η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται έγκαιρα τον κίνδυνο και να αντιδρά. Απογευματινές ώρες ο παραπάνω έφθασε στην περιοχή των Τεμπών. Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο, στην ίδια περιοχή των Τεμπών εκίνειτο με κατεύθυνση από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη (Χ.θ. 384 + 000) το υπ' αρ. κυκλ. ... Δ. Χ. τουριστικό λεωφορείο ιδιοκτησίας και κατοχής του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας οδηγούμενο από τον πρώτο κατηγορούμενο. Κ. Μ., μεταφέροντας 49 μαθητές της πρώτης τάξης του Λυκείου ... του Δήμου ... μαζί με τρεις συνοδούς καθηγητές τους, που επέστρεφαν από τριήμερη εκπαιδευτική σχολική εκδρομή στην Αθήνα. Περί τις 19:20 τα δύο ως άνω οχήματα συναντήθηκαν στη 384. 850 Χ/Θ της ΝΕΟ Αθηνών -Θεσσαλονίκης, όπου ο δρόμος είναι διπλής κυκλοφορίας με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, πλάτους 3.85 μ. κάθε μιας λωρίδας που χωρίζονται με δύο συνεχείς γραμμές συνολικού πλάτους 0.25 μ. στον άξονα της οδού και δύο λωρίδες ασφαλείας ασφαλτοστρωμένων ερεισμάτων στα άκρα με πλάτος 0.85 μ. Πέραν δε τούτου στην κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη, όπου εκινείτο το ως άνω λεωφορείο, υπάρχει και χωμάτινο πρανές πλάτους 1-3 μ. μετά δε από αυτό δέντρα και βράχοι ενώ από την αντίθετη κατεύθυνση υπάρχει χαράδρα, απ' όπου διέρχεται ο ποταμός Πηνειός. Το όριο ταχύτητας ορίζεται στο εν λόγω σημείο σε 70 χλμ/ώρα κατά την κατεύθυνση Θεσσαλονίκης -Αθηνών. Επίσης υπήρχε πινακίδα Κ-2α. που δήλωνε ότι υπήρχαν επικίνδυνες διαδοχικές στροφές, η πρώτη αριστερά και τρεις πινακίδες Π-75. ήτοι διαδοχικά βέλη κατεύθυνσης, που δηλώνουν επικίνδυνες καμπύλες κύριων αρτηριών. Ο φωτισμός κατά τον προαναφερόμενο χρόνο ήταν ημέρας, η δε κατάσταση του οδοστρώματος ήταν καλή και ξηρή. Στην αντίθετη κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη, όπου εκινείτο το προαναφερθέν λεωφορείο με τους μαθητές, υπήρχε πινακίδα Ρ-32 με αναγραφόμενο όριο ταχύτητας 80 χλμ/ώρα και δύο πινακίδες Π-75. Ο οδηγός του ανωτέρω φορτηγού, Δ. Ν., παρά το γεγονός ότι διερχόταν από τα Τέμπη, ήτοι από ιδιαίτερα δυσχερές και επικίνδυνο τμήμα της εθνικής οδού. παρά τις προειδοποιητικές πινακίδες σήμανσης και παρά την κούραση που είχε λόγω του πολύωρου ταξιδιού του. από απερισκεψία προσέδωσε στο έμφορτο όχημα του ταχύτητα περίπου 85 χλμ/ ώρα, η οποία ήταν υπερβολική για τις περιστάσεις ιδίως λόγω της ως άνω περιγραφείσας επικινδυνότητας του δρόμου, της καταστάσεως του φορτίου και του υπέρβαρου της φορτώσεως. Αποτέλεσμα της απρονοησίας του αυτής ήταν ενώ είχε προηγηθεί αριστερή στροφή κατά την οποία η φυγόκεντρη δύναμη έφερε το κέντρο βάρους του οχήματος προς τα δεξιά, λόγω της κακής συσκευασίας, στοιβασίας, πρόσδεσης και υπέρβαρου φορτίου, κατά την χρονική στιγμή που ο οδηγός πραγματοποιούσε την αμέσως επόμενη και απότομη δεξιά στροφή, να χάσει τον έλεγχο του οχήματος, στο οποίο σε αυτήν την στροφή το κέντρο βάρους (λόγω των προαναφερθέντων συνθηκών) μετατοπίστηκε απότομα προς τα αριστερά και να ανασηκωθούν στον αέρα oι δεξιοί τροχοί του συρμού ενόψει και της κακής καταστάσεως των ελαστικών, στις πίσω ρόδες του ρυμουλκού, ο δε συρμός πλαγιολισθαίνοντας προς τα αριστερά υπερέβη τη διπλή συνεχή διαχωριστική γραμμή των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας της εθνικής οδού και άρχισε σταδιακά να εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, στην αρχή κατά λίγα εκατοστά, στη συνέχεια κατά 50 εκατοστά και τελικά κατά 90 εκατοστά. Στο τελικό αυτό σημείο το φορτηγό με την εμπρόσθια κολώνα της οροφής του κουβουκλίου του συγκρούστηκε ελαφρά με την εμπρόσθια γωνία του ως άνω λεωφορείου, το οποίο εκινείτο αντίστοιχα σε απόσταση 90 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή έχοντας αναπτύξει ταχύτητα 70 χλμ/ώρα. Ταυτόχρονα με την πρώτη σύγκρουση των δύο οχημάτων ο οδηγός του φορτηγού επιχείρησε απότομο δεξιό ελιγμό, όμως χωρίς αποτέλεσμα, με συνέπεια ολόκληρο το όχημα μαζί με το ρυμουλκούμενο μέρος του να εισχωρήσει ακόμη περισσότερο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και να "σέρνεται με όλη την επιφάνεια της αριστερής πλευράς του ρυμουλκού επί της αριστερής πλευράς του λεωφορείου. Ταυτοχρόνως και ο οδηγός του λεωφορείου διενήργησε απότομο δεξιό αποφευκτικό ελιγμό μετά την πρώτη σύγκρουση. Καθώς το αμάξωμα του συρμού σερνόταν ξύνοντας όλη την αριστερή πλευρά του λεωφορείου, τα αριστερά οριζόντια παραπέτα του ρυμουλκού και του ρυμουλκούμενου έσπασαν από την πίεση που ασκούσε το φορτίο, καθόσον αυτό μετακινήθηκε προς τα αριστερά λόγω της στροφής προς τα δεξιά του φορτηγού, με αποτέλεσμα να αποκολληθεί η τελευταία οριζόντια αψίδα και αιωρούμενη σε πλάγια θέση να θραύσει την αριστερή κολώνα του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα του λεωφορείου και στη συνέχεια τα κολωνάκια και τους υαλοπίνακες των παραθύρων της αριστερής πλευράς του λεωφορείου και να εισέλθει διαγώνια στο εσωτερικό του. Ταυτοχρόνως έσπασαν οι ιμάντες πρόσδεσης του φορτίου και ένα μέρος αυτού απελευθερώθηκε και εκτινάχθηκε στο εσωτερικό του λεωφορείου, το οποίο λόγω της κακής του κατάστασης και της παλαιότητας του δεν επέδειξε ούτε στοιχειώδη αντοχή στην πρόσκρουση αφήνοντας απροστάτευτους και εκτεθειμένους τους επιβάτες του. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να επέλθει ο θάνατος λόγω σοβαρότατου τραυματισμού 21 μαθητών και η πρόκληση σωματικών βλαβών σε άλλα 33 πρόσωπα. Ειδικότερα συνεπεία του τραυματισμού τους υπέκυψαν οι εξής: 1) Γ. Ε. του Θ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 2) Π. Α. του Π., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 3) Ο. Π. του Ι., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 4) Τ. Γ. του Δ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 5) Κ. Σ. του Δ., κάτοικος στη ζωή .... ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. 6) Τ. Η. του Π., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 7) Μ. Π. του Κ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε: λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος, 8) Α. Α. του Χ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 9) Σ. Χ. του Ε., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω αποκεφαλισμού, 10) Τ. Ι. του Κ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 11) Π. Β. του Ν., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών κακώσεων σώματος, 12) Ψ. Ε. του Κ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος, 13) Κ. Δ. του Α., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 14) Θ. Κ. του Α., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. 15) Σ. Γ. του Ζ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, 16) Π. Σ. του Λ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, 17) Μ. Α. του Σ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, 18) Μ. Γ. του Κ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. 19) Κ. Ι. του Θ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω αποκεφαλισμού. 20) Σ. Δ. του Θ., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος του οποίου επήλθε λόγω ανοιχτής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, 21) Α. Ό. του Β., κάτοικος στη ζωή ..., ο θάνατος της οποίας επήλθε λόγω πολλαπλών βαρύτατων κακώσεων σώματος. Σωματικές βλάβες και κακώσεις υπέστησαν ol εξής επιβάτες του λεωφορείου: 1) Μ. Κ. του Μ., οδηγός του λεωφορείου (πρώτος κατηγορούμενος) , ο οποίος υπέστη κάκωση θωρακικής πλευράς, 2) Γ. Δ. του Α., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κάκωση λεκάνης με πιθανό κάταγμα αριστερής κοτύλης και θλάση αριστερού υποχόνδριου, 3) Α. Α. του Α., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη πνευμονικές θλάσεις, σπληνεκτομή, 4) Ι. Π. του Γ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη οίδημα ζυγωματικής χώρας, 5) Δ. Λ. του Κ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα κεφαλής, 6) Μ. Ε. του Γ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και θλάση αυχένος, 7) Α. Α. του Γ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, 8) Μ. Α. του Σ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και τραύματα σπλαχνικού κρανίου, 9) Τ. Κ. του Ι., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάταγμα ωλένης και κερκίδος αντιβραχίου, 10) Π. Α. του Λ., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάταγμα δεξιάς ποδοκνημικής κάταγμα δεξιάς πηχεοκαρπικής, κάκωση κεφαλής, 11) Π. Κ. του Α., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακα, κάκωση κοιλίας, θλάση κοιλίας, 12) Κ. Γ. του Μ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κλειστή κάκωση θώρακα, κατάγματα πλευρών και αριστεράς κλείδας, 13) Λ. Δ. του Σ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη πολλαπλές κακώσεις, 14) Π. Ε. του Σ., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακα, 15) Λ. Σ. του Γ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη πολλαπλά θλαστικά τραύματα και θλαστικό αριστερού οφρύος, 16) Τ. Ζ. του Θ., κάτοικος ..., η οποία υπέστη σπληνεκτομή, κάκωση θώρακος και θλαστικά τραύματα, 17) Κ. Κ. του Α., κάτοικος ..., η οποία υπέστη υποκεφαλικό κάταγμα δεξιού βραχιονίου, 18) Τ. Α. του Α., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής και άνω χείλους, θλάση, άνω πνευμονικού πεδίου, θλαστικό τραύμα δεξιάς ΠΧΚ, 19) Τ. Χ. του Π., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα κάτω χείλους, κάκωση δεξιού γόνατος και δεξιάς ΠΧΚ, 20) Α. Α. του Α., κάτοικος ..., η οποία υπέστη πολλαπλές θλάσεις, 21) Λ. Σ. του Α., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση ΟΜΣΣ, 22) Μ. Δ. του Σ., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη οίδημα άνω κοιλίας, 23) Π. Ε. του Ν., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάταγμα ρινικών, 24) Π. Ι. του Κ., κάτοικος ..., η οποία υπέστη βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερής οφθαλμικής χώρας, 25) Μ. Ε. του Γ., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακος, 26) Κ. Δ. του Ε. , κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη κάταγμα μηριαίου, 27) Π. Ο. του Π., κάτοικος ..., η οποία υπέστη κάκωση θώρακος και θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής, 28) Δ. Ι. του Β., κάτοικος ..., ο οποίος υπέστη θλαστικό τραύμα κεφαλής, 29) Λ. Σ. του Θ., κάτοικος ..., η οποία υπέστη πολλαπλές θλάσεις. Στη συνέχεια το λεωφορείο λόγω της ώθησης που δέχθηκε προσέκρουσε στα δέντρα και στους βράχους στο δεξί άκρο του οδοστρώματος, το δε φορτηγό εντελώς ανέλεγκτα πλέον συγκρούστηκε διαδοχικά με τα υπ' αρ. κυκλ. ..., ..., ... ΙΧΕ αυτοκίνητα, που κινούνταν κανονικά στην οδό πίσω από το λεωφορείο, προξενώντας σωματικές βλάβες στους οδηγούς αυτών και συγκεκριμένα στον οδηγό του υπ' αρ. κυκλ. ... Σ. Φ. εκχύμωση βρεγματικής χώρας, στον οδηγό του υπ' αρ. κυκλ. ..., Κ. Γ., κάκωση θώρακος και τραύμα τριχωτού κεφαλής και στον οδηγό και τη συνεπιβάτιδα του υπ' αρ. κυκλ. .... Ν. Δ. και Β. Χ. αντίστοιχα, ήτοι στον μεν κάταγμα αριστερής επιγονατίδας κάταγμα αριστερής ωλένης και κάταγμα έξω κνημιαίων κονδύλων στη δε κάταγμα αριστερών πλευρών και κάταγμα ιβοΐσχιακών κλάδων. Όσον αφορά το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... Δ.Χ. λεωφορείο, αυτό ήταν ιδιοκτησίας του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας δυνάμει του υπ' αρ. .../3-4-1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Αλίκης Λεμπέση Βαρδουλάκη, με το οποίο πουλήθηκε μεταχειρισμένο στις 3-4-1997 από τον Χ. Φ. στο ΚΤΕΑ Ημαθίας, και ήταν εργοστασίου κατασκευής MAN. τύπου SR 321. 0 τύπος αυτός ήταν γραμμένος στο εμπρός τμήμα αριστερά και δεξιά των πλευρών και μέσα στο "ταμπλώ" του αυτοκινήτου. Τα γράμματα και οι αριθμοί του τύπου (SR 321) ήταν ξεθωριασμένα, γεγονός που μαρτυρεί τη μακρόχρονη παραμονή τους στη θέση αυτή. Το όχημα αυτό έφερε αριθμό πλαισίου ... που ήταν στο εμπρός τμήμα και δεξιά στο αμάξωμα με μη εργοστασιακή συγκόλληση. Ο αριθμός αυτός ήταν χαραγμένος σε διαδοκίδα (εντοιχισμένος), όπου τον χαράσσει μεν το εργοστάσιο κατασκευής πλην όμως το μέρος αυτό ήταν συγκολλημένο με μη εργοστασιακή συγκόλληση. Το ανωτέρω όχημα λεωφορείο είχε χρώμα γκρι με ανταύγειες ροζ. κίτρινο, μπορντώ κ.λ.π. Κάτω από αυτό υπήρχε χρώμα μπλε (όχι αστάρι). ενώ δεν προκύπτει ότι στο παρελθόν είχε βαφεί με το συγκεκριμένο χρώμα (μπλε). Αυτό έφερε αριθμό κινητήρα "..." που ήταν "κτυπημένος" σε άλλο σημείο του κινητήρα και όχι στο σημείο που εργοστασιακά τοποθετείται με πινακιδάκι, το οποίο πάντως δεν υπήρχε. Στην άδεια κυκλοφορίας του παραπάνω οχήματος αναγράφεται αριθμός πλαισίου όχι "...", αλλά ο αριθμός "...". η θέση του τύπου κατασκευής είναι κενή (δεν αναγράφεται κάποιο στοιχείο), ενώ στη θέση κινητήρα ο αριθμός .... Στο υπ' αρ. .../1997 συμβόλαιο μεταβίβασης του λεωφορείου αναγράφεται το πωληθέν όχημα με αριθμό πλαίσιου ... και τύπου SR 292 Η και αριθμό κινητήρα .... Το εργοστάσιο κατασκευής MAN βεβαίωσε ότι αυτοκίνητο με τον παραπάνω αριθμό πλαισίου ... κατασκευάσθηκε το έτος 1986 και έφυγε από το εργοστάσιο την 1-3-1987 με χρώμα λευκό σε πέρλα και με αριθμό κινητήρα .... Επίσης το ίδιο εργοστάσιο βεβαίωσε ότι ο τύπος SR 321 ήταν έτους παραγωγής 1979 και δεν είχε έτος κατασκευής 1986.
Συνεπώς όχημα τύπου SR 321 έπρεπε να είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία την 1-1-2003, ενώ όχημα τύπου κατασκευής SR 292 Η, δηλαδή έτους κατασκευής 1986,σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν. 2446/1996. με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 9 του Ν. 711/1977 μπορούσε να κυκλοφορεί και μετά τη συμπλήρωση των 18 ετών κυκλοφορίας και η οριστική απόσυρση βάσει του νόμου αυτού μπορούσε να γίνει την 1-1-2008. Από τα παραπάνω και ιδίως α) από τον εντοιχισμένο-συγκολλημένο αριθμό πλαισίου, β ) από τον μη εργοστασιακό αριθμό κινητήρα, γ) από το μπλε χρώμα που έφερε κάτω από τη βαφή του το λεωφορείο και δ) από τον τύπο κατασκευής SR 321, αποδεικνύεται ότι το λεωφορείο με αριθμό κυκλοφορίας ... δεν ταυτίζεται, ήτοι δεν είναι το λεωφορείο με αριθμό πλαισίου ... εργοστασίου κατασκευής MAN τύπου SR 292 Η με έτος κατασκευής το 1986, όπως επιχειρήθηκε να εμφανιστεί από τους κατηγορουμένους, άλλα πρόκειται είτε για όχημα που δεν κατασκευάσθηκε στο εργοστάσιο MAN αλλά συναρμολογήθηκε (με συγκόλληση και ανακατασκευή τμημάτων μέρων διαφόρων αυτοκινήτων) σε κάποιο άγνωστο συνεργείο ή που κατασκευάσθηκε κανονικά στο εργοστάσιο MAN το έτος 1979 και στη συνέχεια παραποιήθηκαν οι αρχικοί αριθμοί πλαισίου και κινητήρα. ΤΙ ΙΟΙ επρόκειτο για αυτοκίνητο "μαϊμού". Και στις δύο περιπτώσεις η προαναφερόμενη εκτός εργοστασίου παρέμβαση αποσκοπούσε στο να φαίνεται ως δήθεν έτος κατασκευής το έτος 1986 και περαιτέρω ως δήθεν διάρκεια της επιτρεπτής κυκλοφορίας του μέχρι την 1-1-2008. Επιπλέον το λεωφορείο είχε πλάτος 2,31 μ. ήταν παλαιό και το αμάξωμα του έφερε ανεπίτρεπτες και μεγάλες οξειδώσεις και για το λόγο αυτό ήταν μειωμένη η αντοχή των μετάλλων του. Οι κολώνες που ήταν μεταξύ των παραθύρων ήταν σκουριασμένες και σχεδόν σάπιες στη βάση και. σε όλη την επιφάνεια. Η πίσω αριστερή κολώνα του αμαξώματος ήταν τελείως σάπια. Επρόκειτο για ένα λεωφορείο που είχε ελάχιστη αντοχή στις καταπονήσεις με μηδαμινή αντίσταση. Το λεωφορείο αυτό πέραν των αμφιβολιών για την ενεργητική του ασφάλεια δεν παρείχε καθόλου παθητική ασφάλεια στους επιβαίνοντες και ήταν ακατάλληλο μεταφορικό μέσο. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το ότι είχε εκδοθεί σχετική άδεια κυκλοφορίας για το όχημα αυτό. Τουναντίον η νομιμότητα κυκλοφορίας του λεωφορείου είχε αμφισβητηθεί από την αρμόδια επιτροπή Συγκοινωνιών κατά τον σχετικό τεχνικό έλεγχο, στον οποίο υποβλήθηκε εκπρόθεσμα στις 21-4-1998, λόγω συγκολλήσεως του αριθμού πλαισίου, όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 2130/2004 έγγραφο της Ν.Α. Ημαθίας, τμήμα Τ.Ε.Ο. Το γεγονός αυτό το γνώριζαν oι διοικούντες το ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας και ενώ κάθε μέσος συνετός ιδιοκτήτης οχημάτων -επιχειρηματίας μεταφοράς προσώπων (είτε φυσικό πρόσωπο είτε εκπρόσωπος νομικού προσώπου) θα είχε αποσύρει από την κυκλοφορία το εν λόγω λεωφορείο, θα στρεφόταν κατά του πωλητή και θα διαμαρτυρόταν για ένα τόσο σοβαρό θέμα που άφορα την ταυτότητα του λεωφορείου, το οποίο θα χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά του κοινού, σε κάθε δε περίπτωση δεν θα το χρησιμοποιούσε για τη συγκεκριμένη μεταφορά των μαθητών στη σχολική εκδρομή. Oι κατηγορούμενοι - ιδιοκτήτες του ΚΤΕΛ Ημαθίας επέμεναν και πέτυχαν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του και επί χρόνια το έθεταν σε κυκλοφορία. Πέραν τούτων στη συσκευή καταγραφής της ταχύτητας του λεωφορείου (ταχογράφο) είχε τοποθετηθεί από τους ιδιοκτήτες του ΚΤΕΛ και τον οδηγό ροοστάτης "κλέφτης", με αποτέλεσμα oι καταγραφόμενες σε αυτό ενδείξεις ταχύτητας να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά να είναι μικρότερες των ταχυτήτων, με τις οποίες στην πραγματικότητα το όχημα εκινείτο, γεγονός που μπορούσε να παραπλανήσει και τον οδηγό αυτού, παρόλο που γνώριζε την ύπαρξη του. Η σύγκρουση των δυο προαναφερομένων οχημάτων οφείλεται και σε συντρέχουσα υπαιτιότητα του ιδιοκτήτη και κατόχου του λεωφορείου, ήτοι των νομίμων εκπροσώπων του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, (του Α. Σ., του Δ. Γ., του Α. Ο., του Α. Κ., του Ν. Π. και του Ε. Μ.). Οι εν λόγω κατηγορούμενοι είχαν τις εξής ιδιότητες: ο μεν Α. Σ. ήταν μέλος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς του λεωφορείου όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Δ. Γ. ήταν μέλος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Α. Ο. ήταν Αντιπρόεδρος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Α. Κ. ήταν Πρόεδρος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Ν. Π. ήταν μέλος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο δε Ε. Μ. ήταν μέλος του ΔΣ ΚΤΕΛ μόνον κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Η υπαιτιότητα των ως άνω κατηγορουμένων, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη σύγκρουση των οχημάτων, έγκειται στα ακόλουθα. Συγκεκριμένα oι εν λόγω κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν το εν λόγω όχημα για τη μεταφορά μαθητών σε σχολική εκδρομή μακρινής αποστάσεως παρόλο που γνώριζαν α) ότι το όχημα αυτό είχε υποστεί επεμβάσεις εκτός εργοστασίου, ανακατασκευές και συγκολλήσεις, που μείωναν την αντοχή του. β) ότι ήταν πολύ παλαιό, με φθορές στις επιφάνειες και στις κολώνες του αμαξώματος, με εκτεταμένες οξειδώσεις, που καθιστούσαν ελάχιστη την αντοχή του και ανύπαρκτη την αντίσταση στην παραμικρή καταπόνηση, γ) ότι το δήθεν έτος κατασκευής του λεωφορείου 1986 δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και δ) ότι ο πίνακας οργάνων του οχήματος εμφάνιζε αναληθή ένδειξη ταχύτητας, λόγω επεμβάσεως με ροοστάτη και συνεπώς παραπλανούσε τον οδηγό κατά την κίνηση του λεωφορείου. Oι κατηγορούμενοι όχι μόνον δεν απέσυραν από την κυκλοφορία το εν λόγω λεωφορείο, αλλά το χρησιμοποίησαν κιόλας για τη συγκεκριμένη μεταφορά των μαθητών στη σχολική εκδρομή μακρινής απόστασης. Το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν άμεσο σύνδεσμο με την οδήγηση του λεωφορείου, όπως είχε ο πρώτος κατηγορούμενος, δεν αποκλείει τη δυνατότητα από αυτούς να είναι υποκείμενα του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, καθόσον είναι πρόσωπα, τα οποία σχετίζονται με την κίνηση του, τον έλεγχο της ασφάλειας του και τη συντήρηση του. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σύγκρουση του φορτηγού και του λεωφορείου με τα ολέθρια αποτελέσματα της τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την ως άνω συμπεριφορά των κατηγορουμένων . Αυτοί είχαν δε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψουν το αποτέλεσμα, το οποίο πρόβλεψαν ως δυνατό. Κάθε μέσος συνετός ιδιοκτήτης οχημάτων μεταφοράς προσώπων θα είχε αποσύρει από την κυκλοφορία το εν λόγω λεωφορείο, ειδικά εφόσον αυτό προοριζόταν για τη μεταφορά μαθητών, σπουδαστών και ομάδων ατόμων για την πραγματοποίηση εκδρομών και περιηγήσεων, όπως εν προκειμένω, και θα είχε στραφεί κατά του πωλητή. Οι κατηγορούμενοι όμως δεν διεκδίκησαν τα δικαιώματα που τους παρέχει ο Αστικός Κώδικας {αναστροφή πωλήσεως, διεκδίκηση αποζημιώσεως κλπ), ως θα ήταν λογικό και αναμενόμενο, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν αιφνιδιάστηκαν, όταν πληροφορήθηκαν την ακαταλληλότητα του, καθόσον είχαν επίγνωση της πραγματικής κατάστασης. Στη συνέχεια όχι μόνον το έθεσαν σε κυκλοφορία έχοντας πλήρη επίγνωση των σοβαρών προβλημάτων σχετικά με την ασφάλεια του, αλλά προέβησαν σε πλημμελή συντήρηση και έλεγχο του και επέτρεψαν την εκτεταμένη οξείδωση του. Γνώριζαν ότι ήταν όχημα ακατάλληλο, καθόσον είτε δεν κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο MAN, αλλά συναρμολογήθηκε (με συγκόλληση και ανακατασκευή τμημάτων μερών διαφόρων αυτοκινήτων) σε κάποιο άγνωστο συνεργείο ή κατασκευάστηκε κανονικά στο εργοστάσιο MAN το έτος 1979 και στη συνέχεια παραποιήθηκαν οι αρχικοί αριθμοί πλαισίου και κινητήρα. Και στις δυο περιπτώσεις γνώριζαν ότι επρόκειτο για αυτοκίνητο "μαϊμού", η δε προαναφερόμενη εκτός εργοστασίου παρέμβαση αποσκοπούσε στο να φαίνεται ως δήθεν έτος κατασκευής το έτος 1986 και περαιτέρω ως δήθεν διάρκεια της επιτρεπτής κυκλοφορίας του μέχρι την 1-1-2008. Συγκεκριμένα σκοπός των εν λόγω κατηγορουμένων ήταν να διατηρήσουν στην κυκλοφορία το λεωφορείο σε διάστημα μεγαλύτερο των 23 ετών από το πρώτο έτος κυκλοφορίας του και να εξοικονομήσουν έτσι τη δαπάνη αντικατάστασης του. Άλλωστε εν όψει του γεγονότος ότι επρόκειτο για αυτοκίνητο χωρίς ταυτότητα, που δεν μπορούσε κατά το νόμο να κυκλοφορεί και να χρησιμοποιείται και συνεπώς δεν είχε οικονομική αξία (πλην αυτή ως σιδηρικών και άλλων υλικών) επεδίωκαν με μηδενικό λειτουργικό κόστος να εξασφαλίσουν οικονομικά οφέλη. Ο δε εφοδιασμός του λεωφορείου με άδεια κυκλοφορίας δεν καθιστά την κυκλοφορία αυτού νόμιμη, αφού σε κάθε περίπτωση έπρεπε να είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία πριν το ατύχημα, ήτοι την 1-1-2003. Oι κατηγορούμενοι εν προκειμένω έχοντας γνώσει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών έθεσαν το εν λόγω όχημα σε κυκλοφορία για διάστημα άνω της πενταετίας σε δρόμους- επικίνδυνους μεταφέροντας ανθρώπους και μάλιστα μαθητές και τοποθέτησαν επιπλέον και ροοστάτη δυσκολεύοντας το έργο του εκάστοτε οδηγού ακόμα περισσότερο. Το γεγονός ότι το εν λόγω λεωφορείο εχρησιμοποιείτο για αρκετό χρονικό διάστημα κατά το παρελθόν δεν αποτελεί εν προκειμένω επιχείρημα για την τεκμηρίωση της πεποίθησης τους πως δήθεν ενήργησαν πιστεύοντας ότι δεν θα επήρχετο ο κίνδυνος και το ανωτέρω αποτέλεσμα των πράξεων τους, καθόσον μοναδικό καθήκον των κατηγορουμένων ήταν η ασφαλής μεταφορά προσώπων. Πιο συγκεκριμένα σε αντίθεση με τους ιδιοκτήτες του φορτηγού, οι οποίοι πέραν των λοιπών καθηκόντων τους, όπως κατασκευή των εμπορευμάτων τους, ήταν υπόλογοι και για την ασφαλή διακίνηση αυτών, οι εν λόγω κατηγορούμενοι ήταν αμιγώς επιφορτισμένοι με την ασφαλή μεταφορά προσώπων σε δρόμους επικίνδυνους, η δε καθημερινή εμπειρία και τα υψηλά ποσοστά των πολύνεκρων τροχαίων ατυχημάτων στη χωρά μας αποδεικνύουν την επικινδυνότητα των μεταφορών και την αναγκαιότητα λήψης πάσης φύσεως μέτρων για την εξάλειψη αυτών των κινδύνων. Οι ίδιοι ως επαγγελματίες - υπεύθυνοι για την ασφαλή μεταφορά προσώπων, όπως μαθητών, μελών συλλόγων, ΚΑΠΗ, γνώριζαν βεβαίως τους κινδύνους που καθημερινά υπάρχουν για τα μεταφερόμενα αυτά πρόσωπα και τους αποδέχτηκαν, καθόσον μετά από στάθμιση των σκοπών τους με τη δυνατότητα δημιουργίας κινδύνου, επέλεξαν να ενεργήσουν κατά τον ανωτέρω τρόπο. Έχοντας ως πρωταρχικό σκοπό το κέρδος και καλυπτόμενοι από τη νομιμοφάνεια που τους παρείχε η εκδοθείσα άδεια κυκλοφορίας, θεώρησαν ότι δεν διατρέχουν προσωπικά κανένα κίνδυνο. Κατά τη δική τους ομολογία το καθαρό μηνιαίο κέρδος από την χρήση του λεωφορείου ανέρχετο στο ποσό των 2.555,90 Ευρώ (ιδ. αντίγραφο αγωγής του ΚΤΕΛ). Ζήτημα αυτοδιακινδύνευσης για αυτούς δεν συνέτρεχε, η δε συγκάλυψη που τους παρείχαν οι υπάλληλοι του ΚΤΕΟ με την εκδοθείσα άδεια κυκλοφορίας και τα δελτία έλεγχου, ως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, τους έκανε να πιστεύουν πως δεν θα είχαν οι ίδιοι ευθύνες σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, με αποτέλεσμα να αποδεχθούν το ενδεχόμενο κινδύνου για άνθρωπο. Άλλωστε η τοποθέτηση ροοστάτη θα διευκόλυνε ακόμα περισσότερο την απόσειση ευθυνών σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος. Εξάλλου το όχημα ήταν ασφαλισμένο καθόσον φερόταν να κυκλοφορεί νομίμως, στη δε χειρότερη περίπτωση της πλήρους καταστροφής του λεωφορείου αυτοί κινδύνευαν απλώς να χάσουν ένα όχημα μηδαμινής αξίας. Η από κοινού συνειδητή επιλογή των κατηγορουμένων για την χρήση του εν λόγω λεωφορείου κατά τη μεταφορά των μαθητών και η αποδοχή του ενδεχόμενου προκλήσεως κινδύνου για άνθρωπο (όχι όμως και θανάτου, τον οποίο προέβλεψαν μεν αλλά απεύχοντο) στοιχειοθετεί πλήρως την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, το οποίο είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος, ως αναλύεται στο σκέλος της μείζονας προτάσεως. Οι δε κατηγορούμενοι ενήργησαν έχοντας κοιvό δόλο και σκοπό, ήτοι κατά συναυτουργία (άρθρα 27§1, 45, 94, 290§1α-β ΠΚ) . Αναφορικά με το αδίκημα της πλαστογραφίας με χρήση σκοπούμενου οφέλους άνω των 73.000€. σημειωτέα είναι τα ακόλουθα: Κατά τα αναφερόμενα υπό το σκέλος της νομικής σκέψης, οι εκδιδόμενες κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ πράξεις αρχειοθετήσεως παράγουν μεν αποτέλεσμα παρεμφερές προς το δεδικασμένο, ήτοι. περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο που παρέχει στον Εισαγγελέα το δικαίωμα να απορρίψει κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 ΚΠΔ κάθε νέα καταγγελία κατά των ιδίων καταγγελλομένων που βασίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ή και σε ασήμαντη προσθήκη αυτών, ως νομικά αβάσιμη και ειδικότερα ως απαράδεκτη, πλην όμως το οιονεί αυτό δεδικασμένο γίνεται δεκτό ότι κάμπτεται και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να ανασύρει την υπόθεση από το αρχείo και να κινήσει ποινική δίωξη, αν μεταγενέστερα προκύψουν νεότερα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά.
Εν προκειμένω από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε αποδεικνύεται ότι το συγκεκριμένο λεωφορείο εκτελωνίστηκε στην Ελλάδα στις 2-6-1995 στο όνομα Π. Α. του Π., κάτοικος .... Στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στις 26-3-1997 στο Χ. Φ. και τέθηκε σε κυκλοφορία από τη Διεύθυνση Συγκοινωνιών Δυτικής Αττικής, όπως φαίνεται από το από 31-3-1997 πρακτικό επιθεώρησης οχήματος και η σχετική άδεια εκδόθηκε τη ΝΑ Δυτικής Αττικής. Το εν λόγω λεωφορείο πέραν της επιθεώρησης της 31-3-1997, ελέγχθηκε και από το ΚΤΕΟ Αθηνών με το υπ' αριθμ. .../14-2-97 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου του ΚΤΕΟ Αθηνών χωρίς καμία αρνητική παρατήρηση. Την 34-1997 μεταβιβάστηκε το ανωτέρω λεωφορείο από το Χ. Φ. στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας. 0 εντοιχισμός του αριθμού πλαισίου διαπιστώθηκε για πρώτη φορά την 21-4-1998 από το ΚΤΕΟ Ημαθίας έπειτα από τεχνικό έλεγχο, κατά τον οποίο προέκυψαν αμφιβολίες για την ταυτότητα του και αφαιρέθηκαν η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του εν λόγω λεωφορείου με το υπ' αριθ. 374/21-4-1998 έγγραφο του προϊσταμένου του ΚΤΕΟ Ν. Ημαθίας, Γ. Μ.. Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω δημοσίων εγγράφων προκύπτει ότι η πράξη του εντοιχισμού του αριθμού πλαισίου, που συνιστά πλαστογραφία, τελέστηκε ανάμεσα στις 31-3-1997 και 21-4-1998. Στις 22-4-1998 το ως άνω λεωφορείο εξετάστηκε από τη δευτεροβάθμια επιτροπή, η οποία αμφισβήτησε την ταυτότητα του και χάραξε στο πλαίσιο αυτού στο πίσω μέρος τον αριθμό ... για μελλοντική αναγνώριση. Μετά την επιθεώρηση του λεωφορείου ενημερώθηκε η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Βέροιας και παραγγέλθηκε προκαταρκτική εξέταση (ΑΒΜ Α98/1416), για να ερευνηθεί το ενδεχόμενο τελέσεως του αδικήματος της λαθρεμπορίας (με την ειδική μορφή της εντοιχίσεως του αριθμού πλαισίου στο όχημα για το οποίο δεν καταβλήθηκαν οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι), της πλαστογραφίας με χρήση ή της παράβαση του άρθρου 85 ΚΟ.Κ. Στα πλαίσια της έρευνας αυτής ο Διευθυντής του Τελωνείου Βέροιας απάντησε με το υπ' αριθ. πρωτ. 9276/23-7-98 έγγραφο του και ελήφθη ανωμοτί κατάθεση από τον τότε πρόεδρο του Δ. Σ. του ΚΤΕΑ, Α. Κ.. Ακολούθως ο Εισαγγελέας• Πρωτοδικών Βέροιας με το από 53-1999 έγγραφο του απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης για τη μη άσκηση ποινικής δίωξης και την αρχειοθέτηση της υποθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κ.Π.Δ. ζητώντας την έγκριση του. Η σχετική πράξη αρχειοθετήσεως είχε την ακόλουθη αιτιολογία: "Συγκεκριμένα πρόκειται για το υπ' αριθ. ... λεωφορείο Δημόσιας Χρήσης, ιδιοκτησίας του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, του οποίου ο εργοστασιακός αριθμός πλαισίου βρέθηκε χαραγμένος σε διαδοκίδα που ήταν συγκολλημένη με μη εργοστασιακές συγκολλήσεις. Δεν τίθεται ζήτημα λαθρεμπορίας καθ' όσον το εν λόγω λεωφορείο εισήχθη μεταχειρισμένο από χώρα της ΕΟΚ και δεν υπόκειτο σε κανένα φόρο ή δασμό εκτός του ΦΠΑ. Ο αριθμός πλαισίου που αναγράφεται στο πιστοποιητικό τελωνισμού συμπίπτει με τον αναγραφόμενο στη διαδοκιδα, πράγμα το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχει τελεστεί ούτε το αδίκημα το άρθρου 85 Ν. 2094/1992, τουλάχιστον όχι από υπάλληλο του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας." Ο δε Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης με το υπ' αριθ. 825/29-9-1999 έγγραφο του ενέκρινε την ως άνω ενέργεια και η υπόθεση ετέθη στο αρχείο σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν κατά τις τότε έρευνες συγκεντρωθεί (υπ' αρ. πρωτ. 9276/23.7.06 έγγραφο Τελωνείου Βέροιας περί τελέσεως λαθρεμπορίας, ανώμοτη κατάθεση Α. Κ., υπ' αρ. πρωτ. 6800/12.05.98 έγγραφο Διεύθυνσης Συγκοινωνιών με πρακτικό επιθεώρησης ελέγχου, άδεια κυκλοφορίας με ημερ. 31.3.97, υπ' αρ. πρωτ. 1310/02,06.95 πιστ/κό εισαγωγής κλπ) δεν ήταν επαρκή για την εξέταση τελέσεως του αδικήματος της πλαστογραφίας, η δε έρευνα, καθώς φαίνεται, επικεντρώθηκε στο ενδεχόμενο τελέσεως λαθρεμπορίας, η οποία θεωρήθηκε ως πιο πιθανή. Στη συνέχεια μετά το τροχαίο ατύχημα έγινε ενδελεχής έλεγχος στο εν λόγω όχημα, κατά τον οποίο διαπιστώθηκαν πολλές παρατυπίες όσον αφορά τους τεχνικούς ελέγχους στο λεωφορείο, και. αναζητήθηκαν τα πραγματικά κίνητρα για τον εντοιχισμό του αριθμού πλαισίου, ο οποίος μέχρι τότε πιθανολογείτο ότι εξυπηρετούσε φοροδιαφυγικούς σκοπούς. Από το δε πλήθος των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν σε συνδυασμό προς τις μαρτυρικές καταθέσεις προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την τέλεση των αδικημάτων της ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση με σκοπούμενο όφελος άνω των 73.000€., της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή και της πλαστογραφίας με χρήση σκοπουμένου συνολικού οφέλους άνω των 73.000 €. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι κάμφθηκε το περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο, που είχε παραχθεί με την πράξη αρχειοθετήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βέροιας ενόψει των νεότερων ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως των κατηγορουμένων θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε μετά το oδικό τροχαίο ατύχημα εναργώς προκύπτει ότι το λεωφορείο ήταν εργοστασίου κατασκευής MAN, τύπου SR 321, καθόσον υπήρχαν σχετικές ενδείξεις γραμμένες στο εμπρός τμήμα αριστερά και. δεξιά των πλευρών και μέσα στο "ταμπλώ" του αυτοκινήτου με γράμματα και αριθμούς ξεθωριασμένους, γεγονός που μαρτυρεί τη μακρόχρονη παραμονή τους στη θέση αυτή (ιδ. τεχνική πραγματογνωμοσύνη, φωτογραφίες). Το ανώτερο όχημα είχε χρώμα γκρι με ανταύγειες ροζ, κίτρινο, μπορντώ κ.λ.π. Κάτω από αυτό υπήρχε χρώμα μπλε (όχι αστάρι), ενώ δεν προκύπτει ότι στο παρελθόν είχε βαφεί με το συγκεκριμένο χρώμα (μπλε). Αυτό έφερε αριθμό κινητήρα ... που ήταν "κτυπημένος" σε άλλο σημείο του κινητήρα και όχι στο σημείο που εργοστασιακά τοποθετείται με πινακιδάκι. Το εργοστάσιο κατασκευής MAN βεβαίωσε ότι αυτοκίνητο με τον αριθμό πλαισίου ..., που είχε και το επίδικο λεωφορείο (εντοιχισμένο), φέρεται να κατασκευάσθηκε το έτος 1986 και έφυγε από το εργοστάσιο την 1-3-1987 με χρώμα λευκό σε πέρλα και με αριθμό κινητήρα .... Στο υπ' αρ. .../1997 συμβόλαιο μεταβίβασης του λεωφορείου αναγράφεται το πωληθέν όχημα με αριθμό πλαισίου ... και τύπου SR 292 Η και αριθμό κινητήρα .... Περαιτέρω στα αρχικά πρακτικά επιθεωρήσεως και υπηρεσιακά αντίγραφα άδειας κυκλοφορίας (06.05.97 και 18.5.98) του Τμήματος Συγκοινωνιών Ημαθίας το εν λόγω όχημα φαίνεται να είναι τύπου SR 292 Η με έτος κατασκευής άλλοτε το 1986 και άλλοτε το 1987 και χρώματος λευκό. Ομοίως στο υπ' αρ. 1310/02.06.1995 πιστοποιητικό του Τελωνείου Αθηνών το εν λόγω όχημα φέρεται να είναι τύπου SR 292 Η με έτος κατασκευής το 1987 και άνευ αριθμού κινητήρα. Περαιτέρω στις 31-3-97 η Δ/νση Συγκοινωνιών Αττικής σε σχετικό έλεγχο διαπίστωσε ότι το εν λόγω όχημα είναι άσπρο μονόχρωμο (MNX) ύψους 3,35 υ.. Στις 06-05-97 η Δ/νση Συγκοινωνιών Ημαθίας κατά την επιθεώρηση του οχήματος βρήκε ότι είναι άσπρο πολύχρωμο (ΉΛΧ) με ύψος 3.55 μ. Στις δε 15-4-99 έγινε αλλαγή του χρώματος σε γκρι, το οποίο φαίνεται ότι είναι και το αληθινό χρώμα του επίδικου λεωφορείου, όπως προέκυψε την ημέρα του ατυχήματος. Από τη σύγχυση των ανωτέρω στοιχείων όσον αφορά όχι μόνο τον αριθμό πλαισίου, κινητήρα και του τύπου του οχήματος, αλλά και του αληθινού χρώματος του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι-ιδιοκτήτες του λεωφορείου ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν στον πωλητή Φ. ούτε στράφηκαν δικαστικά σε βάρος του έστω και μετά τη μεταβίβαση της κυριότητας με την αποπληρωμή, αλλά συνέχισαν να πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους μέχρις οριστικής εξοφλήσεως της οφειλής, καθίσταται σαφές ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την προβληματική κατάσταση του λεωφορείου. Η δε εκδοχή να υπήρχαν δύο λεωφορεία, ένα με τα στοιχεία που αναφέρονται στο συμβόλαιο και στους αρχικούς ελέγχους και ένα λεωφορείο "φάντασμα" (πιθανώς κλεμμένο ή συναρμολογημένο από διάφορα τμήματα ή αποσυρθέν), το οποίο κατά το χρονικό διάστημα από τις 03-4-1997 έως και τις 21-4-1998 έλαβε τα χαρακτηριστικά του αναφερόμενου στο συμβόλαιο νόμιμου λεωφορείου, κρίνεται εξαιρετικά πιθανή (ιδ. Εισηγ. Έκθεση Αρεοπαγίτη Α. Πολυζωγόπουλου κατά την οποία χαρακτηρίζεται λεωφορείο "μαϊμού"). Το δεύτερο αυτό λεωφορείο, το οποίο ενεπλάκη στο τροχαίο ατύχημα, φαίνεται να "δανείστηκε" τη νόμιμη ταυτότητα του αρχικού, το οποίο πέρασε όλους τους αρχικούς ελέγχους και για άγνωστους λόγους δεν μπορούσε πλέον να τεθεί σε κυκλοφορία, λχ εξαιτίας ενός ατυχήματος, που δεν καταγράφηκε από την τροχαία και για το οποίο το ΚΤΕΛ Ημαθίας δεν δικαιούτο αποζημιώσεως. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εν λόγω κατηγορούμενοι ουδέποτε τόλμησαν να στραφούν κατά του πωλητή του λεωφορείου, Φ. 'Αλλωστε σε κάθε περίπτωση οι μόνοι που είχαν όφελος και κίνητρο για την τέλεση αυτής της πράξης είναι οι κατηγορούμενοι ιδιοκτήτες του λεωφορείου. Το δε όφελος, στο οποίο αποσκοπούσαν, ισοδυναμεί με το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία ενός νομίμως κυκλοφορούντος λεωφορείου, αν όχι καινούργιου, τουλάχιστον μεταχειρισμένου κατά τις προδιαγραφές του νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 1 §4 της γΑ Τ/932 ΦΕΚ Β 151/6-3-1997 "το νέο προς κυκλοφορία, σε αντικατάσταση του παλαιού, λεωφορείο μπορεί να είναι καινούριο, μεταχειρισμένο εκ του εσωτερικού ... ή μεταχειρισμένο εκ του εξωτερικού κατά τις διατάξεις των ΠΔ 194/1991 και ΠΔ 331/93 ως και τις γενικές διατάξεις περί εισαγομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο λεωφορείων (Ν. 2465/ΦΕΚ 28Α/97). Συμφώνως δε προς το άρθρο 2 του Ν 2465/97, ως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 273/19.12.2000), "επιτρέπεται η χορήγηση πρώτης άδειας κυκλοφορίας στη χώρα μας σε μεταχειρισμένα πετρελαιοκίνητα λεωφορεία και φορτηγά με προηγουμένη κυκλοφορία σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου (Ε.Ο.Χ.), το μικτό βάρος των οποίων υπερβαίνει τους 3,5 και 4 τόνους αντίστοιχα, υπό την προϋπόθεση, ότι στην αρχή του έτους άφιξης η εισαγωγής του έχει παρέλθει το πολύ εξαετία από το έτος πρώτης κυκλοφορίας τους, τούτου συμπεριλαμβανομένου. Το αρμόδιο για την έκδοση του πιστοποιητικού ταξινόμησης των παραπάνω κατηγοριών οχημάτων τελωνείο πιστοποιεί το έτος πρώτης κυκλοφορίας από την πρωτότυπη ξένη άδεια κυκλοφορίας τους. Το πιστοποιούμενο έτος πρώτης κυκλοφορίας θα αναγράφεται στο εκδιδόμενο από το τελωνείο πιστοποιητικό ταξινόμησης" (ιδ. και υπ' αρ. πρωτ. 6863/622/30-04-98 έγγραφο Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών). Σύμφωνα με τα ανωτέρω και σε συνδυασμό προς τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία αναφορικά με το σύνηθες κατά τις συναλλαγές κόστος αγοράς ενός μεταχειρισμένου λεωφορείου κατά τις προδιαγραφές αυτές, προκύπτει ότι το σκοπούμενο όφελος των κατηγορουμένων υπερβαίνει το ποσό των 80.000€ και σε κάθε περίπτωση τις 73.000€. που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 216 Π.Κ., η δε κατοχή και κυκλοφορία του οχήματος αποτελεί και χρήση του πλαστού εγγράφου.
Συνεπώς από τα ως άνω διαλαμβανόμενα προκύπτει εναργώς ότι στοιχειοθετείται πλήρως η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κατά συναυτουργία πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε κακουργηματική μορφή. Περαιτέρω όσον αφορά το σχετικό λόγο εφέσεως περί μη τηρήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 43 ΚΠΔ διαδικασίας περί υποχρεωτικής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης πριν την άσκηση της ποινικής διώξεως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος καθόσον ευθύς μετά το εν λόγω πολύνεκρο τροχαίο ατύχημα διενεργήθηκαν από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές oι κατά το άρθρο 243§2 ΚΠΔ προβλεπόμενες προανακριτικές πράξεις, από τις οποίες συγκεντρώθηκε το αποδεικτικό υλικό, βάσει του οποίου σχηματίστηκε όχι μόνον η παρούσα δικογραφία (Α05/1033), αλλά και oι προγενέστερες της που αφορούσαν τον οδηγό του συρμού και τους ιδιοκτήτες αυτού, όπως άλλωστε συνομολογούν και οι ίδιoι οι κατηγορούμενοι στα απολογητικά τους υπομνήματα (ιδ. σελ. 46). Η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στη διασφάλιση ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ένοχης πριν την άσκηση της ποινικής διώξεως (Α. Κονταξής, ΚΠΔ, 2006 σελ. 491, 492) .
Εν προκειμένω ο ανωτέρω σκοπός της εν λόγω διατάξεως καλύφθηκε όχι μόνον από το αποδεικτικό υλικό της αστυνομικής προανάκρισης που είχε διενεργηθεί, αλλά και από αυτό που συγκεντρώθηκε από την προκαταρκτική εξέταση που διατάχθηκε ήδη από το 2003 στην υπ' ΑΒΜ Α03/4617 υπόθεση, με την οποία συσχετίστηκε η εν λόγω υπόθεση (ΑΒΜ 1033) . Εξάλλου όσον αφορά τους υπαλλήλους του ΚΤΕΟ διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Στις 21-4-1998 ο κατηγορούμενος Μ. Σ., με την ιδιότητα του υπαλλήλου του ΚΤΕΟ Ν. Ημαθίας, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται και η σύνταξη Δελτίων Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων, κατά τον έλεγχο ΚΤΕΟ που διενήργησε στο επίδικο λεωφορείο ιδιοκτησίας του ΚΤΕΟ Ν. Ημαθίας, διαπίστωσε ότι ήταν εντοιχισμένος ο αριθμός πλαισίου του ως άνω λεωφορείου και ενημέρωσε περί τούτου όλους τους υπαλλήλους του ΚΤΕΟ καθώς και τον Προϊστάμενο του ΚΤΕΟ Γ. Μ., διότι προέκυπταν αμφιβολίες για την ταυτότητα του ως άνω λεωφορείου. Στη συνέχεια κατέγραψε το ανωτέρω γεγονός στο με αριθμό .../1998 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου εγγράφοντας στον κωδικό 10 1 παρατήρηση πάρα πόδας του έγγραφου ως εξής: "10 1 εντοιχισμένος ο αριθμός πλαισίου". Ακολούθως ο ως άνω Προϊστάμενος του ΚΤΕΟ (Μ.) προέβη στην προσωρινή αφαίρεση της άδειας και των πινακίδων κυκλοφορίας του άνω λεωφορείου και με το υπ' αριθμ. 374/21-4-1998 έγγραφο προς τη Δνση Δευτερογενή και Τριτογενή Τομέα του Τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιoίκησης Ν. Ημαθίας (Τμήμα Συγκοινωνιών) έκανε γνωστό το γεγονός αυτό αποστέλλοντας και αντίγραφο του ως άνω υπ' αριθμ. .../1998 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου. Κατόπιν τούτων συγκροτήθηκε η αρμόδια Επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τους Γ. Σ., υπάλληλο του Τμήματος Συγκοινωνιών, και Ε. Π., υπάλληλο του ΚΤΕΟ αντίστοιχα (ιδ. αντίγραφο πρακτικού με τις υπογραφές και τα ονόματα των ανωτέρω κατηγορουμένων), η οποία επιθεώρησε στις 22-4-1998 το όχημα και αμφισβήτησε μεν την ταυτότητα του οχήματος διαπιστώνοντας στο οικείο Πρακτικό Επιθεώρησης Οχήματος ότι ο εργοστασιακός αριθμός πλαισίου είναι χαραγμένος σε διαδοκιδα με μη εργοστασιακές συγκολλήσεις, πλην όμως έκανε δεκτό ότι το εν λόγω όχημα ήταν εργοστασίου κατασκευής MAN έτους 1987 και τύπου κατασκευής SR 292 Η, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ήταν εμφανώς ψευδώς, αφού επρόκειτο για όχημα τύπου SR 321 που κατασκευάσθηκε στο εργοστάσιο MAN το έτος 1979. Εν συνεχεία η ανωτέρω Επιτροπή χάραξε τον αριθμό "..." στο πλαίσιο στο πίσω μέρος αυτού για την μελλοντική αναγνώριση του, ακολούθως δε ο κατηγορούμενος Σ. ως αρμόδιος Προϊστάμενος του Τμήματος Μεταφορών της Δνσης Δευτερογενή και Τριτογενή Τομέα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθίας απέστειλε το υπ' αριθμ. ΤΜΕ/6800 από 12-5-1998 έγγραφο του στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βέροιας για τις δικές του ενέργειες, αποστέλλοντας του συνημμένη μόνο τη φωτοτυπία του ως άνω Πρακτικού Επιθεώρησης της αρμόδιας Επιτροπής και παραλείποντας να αποστείλει μαζί και το υπ' αριθμ. .../1998 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου του ΚΤΕΟ, ζήτησε δε από τον ως άνω Εισαγγελέα να διερευνήσει για τη γνησιότητα και τη νόμιμη κυκλοφορία του ως άνω λεωφορείου και μετά το πέρας της υπόθεσης να του αποστείλει αντίγραφο της απόφασης που θα εκδώσει το δικαστήριο, για να προβεί στις παραπέρα ενέργειες του. Στις 18-5-1998, όταν η ανωτέρω Επιτροπή επιθεώρησε εκ νέου το λεωφορείο, στο οικείο Πρακτικό Επιθεώρησης οχήματος ανέγραψε μεταξύ άλλων και πάλι ψευδώς πως ο τύπος του οχήματος ήταν ο SR 1292 Η και το έτος κατασκευής το 1987 καταγράφοντας ότι έγινε "επιθεώρηση λόγω χάραξης νέου αριθμού πλαισίου" και γνωμοδότησε "να χορηγηθεί άδεια και να γράφει η παρατήρηση στην άδεια: με την επιφύλαξη της ανακλήσεως της άδειας κυκλοφορίας και των κρατικών πινακίδων, αν ήθελε κριθεί από το ποινικό δικαστήριο ότι το όχημα δεν ταυτίζεται με εκείνο για το οποίο χορηγήθηκε η αρχική άδεια κυκλοφορίας". Στην Επιτροπή αυτή, η οποία ουσιαστικά αντέγραψε όσα είχε καταγράψει η προηγούμενη στις 22-04-98, δεν συμμετείχε ο κατηγορούμενος Ε. Π., αλλά μόνον ο Γ. Σ., όπως προκύπτει από το σχετικό αντίγραφο του πρακτικού επιθεωρήσεως, που περιέχεται στη δικογραφία. Με βάση τις ως άνω ψευδείς παρατηρήσεις εκδόθηκε νέα άδεια κυκλοφορίας του ως άνω αυτοκινήτου λόγω χαράξεως νέου αριθμού πλαισίου, στην οποία δεν ανεγράφη μεν ο τύπος του οχήματος (γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε εμφανής αμφισβήτηση για αυτόν) αφήνοντας κενή την σχετική ένδειξη, ως έτος δε κατασκευής το 1986, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη την ψευδή βεβαίωση των ως άνω κατηγορουμένων σχετικά με τον τύπο του οχήματος. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι δύο ως άνω υπάλληλοι κατηγορούμενοι (Γ. Σ. και Ε. Π.) κατά την επιθεώρηση του εν λόγω οχήματος από κοινού βεβαίωσαν γεγονότα αντικειμενικώς ψευδή, ήτοι γεγονότα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, και απέκρυψαν τα αληθή στοιχεία που αφορούσαν την ταυτότητα του, ενώ όφειλαν, όπως προκύπτει από το πλέγμα των σχετικών διατάξεων που αφορούν στον τεχνικό έλεγχο των τουριστικών λεωφορείων και αναφέρονται αναλυτικά υπό το σκέλος της νομικής σκέψης της παρούσας, να βεβαιώσουν όσα υπέπεσαν στην αντίληψη τους, η δε πράξη τους αυτή είχε άμεσες συνέπειες τόσο ως προς την εν γένει κυκλοφορία του οχήματος όσο και ως προς το συνολικό επιτρεπτό χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του λεωφορείου. Περαιτέρω από την πλειάδα των αντιφατικών στοιχείων που αφορούσαν το επιθεωρούμενο αυτοκίνητο (τύπος, χρόνος κατασκευής, ύψος, χρώμα, έλλειψη ενδείξεως αριθμού κινητήρα κλπ σε συνδυασμό προς το νοθευμένο αριθμό πλαισίου) όφειλαν οι εν λόγω κατηγορούμενοι να δηλώσουν ρητά ότι υφίσταται σαφής αμφισβήτηση της ταυτότητας του επιθεωρούμενου αυτοκινήτου και να μην επιτρέψουν την περαιτέρω κυκλοφορία του. Τα δε ως άνω επίδικα έγγραφα (Πρακτικά Eπιθεώρησης οχήματος) ήταν προορισμένα για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη των γεγονότων που βεβαιώνονταν έναντι πάντων και δεν αφορούσαν αποκλειστικά ζητήματα εσωτερικά της Υπηρεσίας των κατηγορουμένων, καθόσον α) επρόκειτο για έγγραφα, τα οποία συντάχθηκαν από τους εν λόγω υπαλλήλους αναφορικά με τον έλεγχο του λεωφορείου, β) ζητήθηκε να αποσταλούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Βέροιας ως αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με την ταυτότητα, αλλά και την κατάσταση του λεωφορείου κατά τον χρόνο ελέγχου και γ) αποτέλεσαν τις βεβαιώσεις δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η σχετική άδεια κυκλοφορίας. Πρόκειται δηλαδή για βεβαιώσεις με πλήρη αποδεικτική δύναμη, που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά και έχουν έννομες συνέπειες, και όχι για απλώς ρυθμιστικά της εσωτερικής υπηρεσίας έγγραφα. Οι εν λόγω υπάλληλοι του ΚΤΕΟ προέβησαν στις ως άνω πράξεις τους, με σκοπό να προσπορίσουν από κοινού στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, ιδιοκτήτη του ως άνω λεωφορείου, αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 €, καθόσον για την αγορά ενός κατάλληλου και συμφώνου προς τις νόμιμες προδιαγραφές οχήματος το κόστος αγοράς θα υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση το ανωτέρω ποσό. Άλλωστε το συνολικό όφελος του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας από την κυκλοφορία - εκμετάλλευση του εν λόγω λεωφορείου από το 1998 έως την ημερομηνία του ατυχήματος, ήτοι. για μία πενταετία, ανερχόταν στο ποσό των 153.358 € περίπου, το δε πιθανολογούμενο συνολικό κέρδος μέχρι την 1-1-2008 (ημερομηνία κατά την οποία θα αποσυρόταν τελικά, λόγω παράνομης παράτασης του χρόνου κυκλοφορίας του που επετεύχθη με τον εντοιχισμό του αριθμού πλαισίου, εάν δεν μεσολαβούσε το γεγονός της ολοσχερούς καταστροφής του στις 13-4-2003) θα ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 329.722 € περίπου. Τα ανωτέρω ποσά προκύπτουν σύμφωνα με τις αξιώσεις που προέβαλε στα αστικά δικαστήρια το ΚΤΕΛ Ημαθίας δηλώνοντας το ποσό των 2.555,98 € ως τα μηνιαία καθαρά έσοδα του από την εκτέλεση τουριστικών δρομολογίων με την χρήση του επίδικου λεωφορείου. Οι δε κατηγορούμενοι, ως εκπρόσωποι του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας και μέλη του ΔΣ του ΚΤΕΛ, με περισσότερες πράξεις κατά τις ως άνω ημερομηνίες με πρόθεση προκάλεσαν με πειθώ και φορτικότητα στους συγκατηγορουμένους τους υπαλλήλους την απόφαση να βεβαιώσουν με πρόθεση τα προαναφερθέντα ψευδή γεγονότα, που είχαν ως έννομη συνέπεια τη συνέχιση της κυκλοφορίας- του λεωφορείου τους και δη κατά τρόπο νομιμοφανή, με σκοπό να προσπορίσουν από κοινού στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, ιδιοκτήτη του ως άνω λεωφορείου, αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ως αναλυτικά διαλαμβάνεται ανωτέρω. Οι εκκαλούντες και με την έφεση τους και με το μεταγενέστερο υπόμνημα παροχής εξηγήσεων αιτούνται τη διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, πραγματογνωμοσύνης του επιμάχου λεωφορείου και αυτοψίας στον τόπο του συμβάντος. Τα εν λόγω αιτήματα τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα ενόψει των προεκτεθέντων σε συνδυασμό προς τα συλλεχθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Δεν προκύπτει αναγκαιότητα διενέργειας περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως ούτε αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης καθόσον στη δικογραφία υπάρχουν ικανά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία δύναται να σχηματισθεί πλήρης και ασφαλής δικανική πεποίθηση (Α.Π. 164/2002 Ποιν. Δνη 2002/686, Α.Π.194/1992 Υπέρ. 1992/120, Α.Π. 1387/1987 Ελλ. Δνη 29/1006, Α.Π. 338/85 Π.Χρ. ΛΕ7698) Απορριπτέο επίσης τυγχάνει και το αίτημα των εκκαλούντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του Συμβουλίου Σας καθόσον έχουν αναπτύξει επαρκώς και διεξοδικώς τους ισχυρισμούς τους με την απολογία τους, με την υποβολή αναλυτικών υπομνημάτων, τους λόγους εφέσεως και το μεταγενέστερο υπόμνημα παροχής εξηγήσεων. Κατόπιν αυτών είναι φανερό ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής ικανές να επιστηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για τις πράξεις που τους αποδόθηκαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ.1 Π.Κ. "1.Οποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α]με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β]με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος. 2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, το οποίο έχει μορφή συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως και αφορά την οδική συγκοιvωvία, απαιτείται διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, κυρίως με ανθρώπινη υλική εμφανή ενέργεια σε κάθε μορφής οδό, από την οποία προκύπτει κίνδυνος σε ανθρώπους. Η διατάραξη αυτή εκλαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και συμπεριλαμβάνεται σ' αυτή κάθε αντίθετη ενέργεια [με οποιονδήποτε τρόπο, με πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας προς αποτροπή ή καταστολή του κινδύνου] που δημιουργεί ανώμαλη κατάσταση, από την οποία προκύπτει με βεβαιότητα κίνδυνος για άνθρωπο. Η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών πρέπει να συνέχεται με δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο [κινδύνου δηλαδή που αφορά τη ζωή ή την υγεία του], χωρίς να είναι αναγκαία η επέλευση αυτού. Επομένως, η ολοκλήρωση του εγκλήματος αυτού δεν προϋποθέτει και την πραγματική επέλευση του κινδύνου, αλλά αρκεί ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να προκαλέσει τον ως άνω κίνδυνο. Η ελεγχόμενη πράξη μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική ρυθμιστική κυκλοφοριακή κίνηση ή και να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξαιτίας της εντάσεως, ποιότητας και μορφής να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου [βλ. Α.Π. 317/2003 Ποιν.Λογ. 2003.288, Α.Π. 934/2004 Ποιν.Λογ. 2004.1214, Συμβ.Εφ.Λαρ. 179/2004 Ποιν.Δνη 2004.793]. Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι όχι μόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου ή άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με την κίνηση του, όπως oι ιδιοκτήτες αυτού, αλλά και όσοι έχουν υποχρέωση ελέγχου της ασφαλείας του οχήματος [βλ. Συμβ. Α.Π. 2313/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ.796, Συμβ. Εφ.Λαρ. 179/2004, ο.π., Α.Χαραλαμπάκης - Ι. Γιαννίδης, Ποινικός Κώδικας και Νομολογία, έκδ. 2009, κάτω από το άρθρο 290 αριθμ. 2.1]. Όταν το αδίκημα τελείται από δόλο, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως αυτού απαιτείται γνώση και θέληση του δράστη για διατάραξη της•ασφάλειας της συγκοινωνίας, με συνείδηση ότι από την πράξη ή την παράλειψη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, συντρέχει δε τέτοιος, κατά τη διάταξη του εδαφίου β' του άρθρου 27 Π.Κ., όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από τη συμπεριφορά του ενδέχεται να παραχθεί συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας, ο Π.Κ. ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία προς ύπαρξη ενδεχομένου δόλου πρέπει να διακριβωθεί το μεν, ότι ο δράστης προέβλεψε, ως δυνατό, το εγκληματικό αποτέλεσμα εξαιτίας της πράξης του ή της παράλειψης του, το δε, ότι το αποδέχθηκε. Η συνδρομή όμως του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης μολονότι προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αναδέχθηκε την παράλειψη του, δίχως να λάβει υπόψη του μία τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι, η έννοια του δόλου είτε αμέσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα εν λόγω δύο στοιχεία είναι ισότιμα και στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν πράξεις ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλλει σε ενδεχόμενο δόλο μία βαριά ή ελαφρά, αδιάφορο, παραβίαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προαπαιτείται κα ι η διαπίστωση, ότι ο υπαίτιος, κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή της παράλειψης του, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του, εκ των ενεργειών αυτών, προβλεφθέντος ως δυνατόν να επέλθει, εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε [Α.Π. 65/2007, Α.Π. 1101/2006 (σε Συμβούλιο), Α.Π. 1269/2006, Α.Π. 1661/2004 (σε Συμβούλιο), Α.Π. 2032/2004 δημ. Ν0Μ0Σ]. Έτσι "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, επειδή αυτό μου είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικά το αποτέλεσμα [Α.Π. 2032/2004, Α.Π. 2313/2004 ο.π.]. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση [πίστη] ή την ελπίδα ή ευχή αποφυγής του [μη επελεύσεως του] η οποία πεποίθηση ή ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 του Π.Κ. στοιχείο της εν συνειδήσει. [ενσυνείδητης] αμέλειας αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο [Α.Π. 1101/2006 σε Συμβούλιο ο.π.]. Η διάκριση του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, αποτελεί ένα από τα λεπτότερα και περισσότερο αμφισβητούμενα ζητήματα τόσο της νομολογίας, όσο και της ποινικής θεωρίας, είναι δε εξαιρετικά δυσχερής η διάγνωση της συνδρομής ή μη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, του βουλητικού στοιχείου για τη στοιχειοθέτηση ή μη του ενδεχόμενου δόλου. Χρήσιμα κριτήρια [ενδείκτες] για τη διάγνωση του βουλητικού στοιχείου του δράστη είναι α] το ποσοστό επικινδυνότητας και β] η εμμονή του δράστη στην κινδυνώδη δράση και μάλιστα από ιδιοτελείς σκοπούς. Επίσης, όπως προειπώθηκε, αν από τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας επήλθε θάνατος από αμέλεια του δράστη η πράξη χαρακτηρίζεται ως κακούργημα [βλ. Εφ, (ΜΟΔ) Λαρ. 51/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ] Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την παρ.3 εδ.α του ίδιου άρθρου 216 Π.Κ., όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το Ν. 2408/4-6-1996 και πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 14 παρ.2α του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων [παρ.1-2] σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσόν των 25.000.000 δρχ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου [κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ Π.Κ.] από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής [συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου] που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. και ήδη μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 14 παρ.2α ν. 2721/1999, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ [βλ. Ολ. Α.Π. 3/2008, Α.Π. (σε συμβούλιο) 11/2009, 68/2009, 190/2009, δημ. ΝΟΜΟΣ]. Επισημαίνεται ότι έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13γ Π.Κ. είναι και ο αριθμός πλαισίου που είναι χαραγμένος στο αυτοκίνητο για να προσδιορίζει την ταυτότητα του από άλλα αυτοκίνητα [βλ. Ολ. Α.Π. 180/1990, Α.Π. 38/2003, Α.Π. 26/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 242 παρ.1 του Π.Κ., υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 1 παρ.7β του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος της πράξεως της παρ. 1 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. [ήδη σε ευρώ 73.000]. Κατά την έννοια του άνω άρθρου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης, που είναι, έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α] ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263Α του Π.Κ., αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έστω και αν προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου, Β] έγγραφο, κατά την έννοια .του άρθρου 13γ Π.Κ., και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ] βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή περιστατικών που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ειδικότερα όταν βεβαιώνεται περιστατικό που δεν είναι αληθινό ή δεν αναφέρεται περιστατικό αληθινό, που έπρεπε όμως να αναφερθεί, δ]δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά, που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στην γνώση ως ενδεχόμενης της παραγωγής αυτών από την πράξη και συγχρόνως στην "εκ προοιμίου" αποδοχή αυτής. Για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της παραπάνω πράξης απαιτείται επί πλέον και σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ., σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.7 εδ. β του ν. 2408/1996, ενώ ήδη σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 6 του ν. 2721/1999, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, που ο δικαστής οφείλει σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζει, αφού πλέον συνιστά ουσιώδες στοιχείο της πράξης σε βαθμό κακουργήματος. Κατά δε το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν: α] μία με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή με συμβολή, εντολή ή με υπόσχεση αμοιβής κ.λ.π. από πρόθεση παραγωγή σε κάποιον άλλον της απόφασης για διάπραξη ορισμένου εγκλήματος και β] ο άλλος να διαπράξει την άδικη πράξη που αποφάσισε με τον τρόπο αυτό. Από την τελευταία αυτή διάταξη σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 49 παρ. 2 και 242 παρ. 1 και 2 Π. Κ. συνάγεται, ότι ο σκοπός του πορισμού αθέμιτου οφέλους ή της παράνομης βλάβης του άλλου, πρέπει να συντρέχει ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού, για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, κακουργηματικό χαρακτήρα, ο οποίος πάντως ηθικός αυτουργός αν δεν έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου, μπορεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 Π.Κ., να τιμωρηθεί με ποινή ελαττωμένη [βλ. Α.Π. 142/2009, Α.Π. 148/2009, Α.Π. 86/2006, Α.Π. 146/2006, Α.Π. 479/2000, Α.Π. 63/1998 δημ. ΝΟΜΟΣ]. Ας επισημανθεί ότι η παρ. 3 του άνω άρθρου 242 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 6 του ν. 2721/1999, που ισχύει από 3-6-1999 είναι δυσμενέστερη της ίδιας παραγράφου, όπως ίσχυε πριν από την εν λόγω αντικατάσταση, δηλαδή όπως είχε συμπληρωθεί με το άρθρο 1 παρ.7β του ν. 2408/1996 [βλ. Α.Π. 146/2006 ο.π.]. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικά σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, υποκειμενικά δε κοινός δόλος, ο οποίος συνίσταται στο ότι καθένας συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται να πραγματώσει με την πράξη του την αντικειμενική υπόσταση του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με το δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος- και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση προς εκείνην του άλλου για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η συναπόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί κατόπιν συμφωνίας που προηγήθηκε της τελέσεως της πράξεως ή και κατά την τέλεση της πράξεως. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας από τους συναυτουργούς πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι αυτή πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι ανάγκη να εξειδικεύονται oι επί μέρους υλικές ενέργειες εκάστου συναυτουργού [βλ. Α.Π. 141/2009, Α.Π. 290/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ]. Συναυτουργία είναι νοητή και στην ηθική αυτουργία και υπάρχει όταν περισσότεροι από έναν με πρόθεση τους από κοινού προκάλεσαν σε άλλον την απόφαση να διαπράξει την αξιόποινη πράξη που διέπραξε, είναι δε δυνατή αυτή [συναυτουργία] και στην κατάρτιση πλαστού εγγράφου [βλ. Α.Π. 954/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ], Στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρίσης, της προανακριτικής εξέτασης, της προανάκρισης και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των νομίμως διορισθέντων πραγματογνωμόνων Ν. Κ. και Θ. Β., την έκθεση του τεχνικού συμβούλου Π. Μ., την έκθεση ελέγχου ποιότητας λαμαρίνας κλπ, της "ΕΒΕΤΑΜ Α.Ε.", τις φωτογραφίες, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα αυτών και από τις εκθέσεις εφέσεων και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται με αυτές και προσκομίζουν, αλλά και από τα υπομνήματα που υπέβαλαν ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου δια μέσω της Εισαγγελέως Εφετών προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων [ βλ. Α.Π. 146/2009 σε συμβούλιο, Α.Π. 470/2 008 σε συμβούλιο, Α.Π. 408/2008 σε συμβούλιο]. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος: Α) των ως άνω πρώτου έως και πέμπτου των κατηγορουμένων για τις αξιόποινες πράξεις: α] της διαταράξεως της ασφάλειας συγκοινωνιών από κοινού, από την οποία επήλθε θάνατος περισσοτέρων ατόμων, β] της πλαστογραφίας από κοινού με χρήση σκοπουμένου οφέλους άνω των 73.000 ευρώ και γ]της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση από κοινού και κατ' εξακολούθηση, με σκοπούμενο όφελος άνω των 73.000 ευρώ και Β) των ως άνω έβδομου και όγδοου των κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως από κοινού και κατ' εξακολούθηση ως και άπαξ και κατά μόνας, με σκοπούμενο όφελος άνω των 73.000 ευρώ. Αντίθετα, ως προς τον ως άνω έκτο των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Ε. Μ. του Β. πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο εν λόγω κατηγορούμενος κατηγορείται για το ότι με την ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ. και ως εκπρόσωπος του ΚΤΕΛ Ημαθίας από κοινού με τους λοιπούς πρώτο έως και πέμπτο των ως άνω εκκαλούντων - κατηγορουμένων κατά το χρονικό διάστημα από 3-4-1997 μέχρι 21-4-1998 τέλεσε το αδίκημα της πλαστογραφίας από κοιvoύ με χρήση σκοπουμένου οφέλους άνω των 73.000 ευρώ, επιπλέον στις 22-4-1998 και στις 18-5-1998 τέλεσε από κοινού και κατ' εξακολούθηση με τους προαναφερόμενους συγκατηγορουμένους του το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση με σκοπούμενο όφελος άνω των 73.000 ευρώ και επίσης, τέλεσε το αδίκημα της διαταράξεως της ασφαλείας συγκοινωνιών από κοινού, από την οποία επήλθε θάνατος περισσοτέρων ατόμων στις 13-4-2003. Όμως, από τα υπάρχοντα στη δικογραφία πρακτικά του Δ.Σ. του ως άνω ΚΤΕΛ με ημερομηνίες 31-3-1995, 30-3-1998 και 30-3-2001 προκύπτει ότι αυτός εξελέγη ως μέλος του Δ. Σ. αυτού κατά τις αρχαιρεσίες της 25-11-2000, συγκροτήθηκε δε αυτό σε σώμα στις 30-3-2001. Επομένως, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα από 3-4-1997 έως και 21-4-1998 και κατά τους χρόνους 22-4-1998 και 18-5-1998 δεν είχε την ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ. του ΚΤΕΛ Ημαθίας, και επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη ή μη αποχρωσών ενδείξεων σε βάρος του για τα ως άνω δύο πρώτα αδικήματα. Επίσης, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής αυτού προς στήριξη δημόσιας κατηγορίας ενώπιov του ακροατηρίου του αρμοδίου δικαστηρίου για το άνω τρίτο αδίκημα, κατά τον φερόμενο χρόνο τελέσεως του οποίου [13-4-2003] είχε την ιδιότητα του μέλους αυτού [Δ.Σ. του ΚΤΕΛ Ημαθίας], αφού, δεν προέκυψε ότι αυτός γνώριζε το "ιστορικό" του ως άνω λεωφορείου και παρά ταύτα δεν αντέδρασε ή συνήνεσε στην κυκλοφορία αυτού. Έτσι, δεν πρέπει, να γίνει κατηγορία εναντίον του για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Περαιτέρω, επιπρόσθετα των όσων αναφέρονται στην ως άνω εισαγγελική πρόταση πραγματικών περιστατικών, πρέπει να λεχθούν και τα εξής: Οι προαναφερόμενοι πέντε πρώτοι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, μέλη του Δ.Σ. του ΚΤΕΛ Ν.Ημαθίας ισχυρίζονται με την κοινή έφεση τους ότι όταν αγοράσθηκε το επίμαχο λεωφορείο είχε μεν εξωτερικά λευκό χρώμα, πλην όμως έφερε μπλε [θαλασσί] λωρίδες και γι' αυτό οι διορισθέντες πραγματογνώμονες Ν.Κ. και Θ. Β. ομιλούν για ύπαρξη μπλε χρώματος κάτω από το γκρι χρώμα που είχε πλέον το εν λόγω λεωφορείο κατά το χρόνο του ατυχήματος, διότι συνέπεσε να ξύσουν σε σημείο του αμαξώματος του που είχε την μπλε λωρίδα και επομένως πρόκειται για λάθος αυτών [πραγματογνωμόνων], διότι δεν εξέτασαν ενδελεχώς την επιφάνεια αυτού. Ο ισχυρισμός τους αυτός ελέγχεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, από την ανάγνωση αυτής [έκθεσης πραγματογνωμοσύνης], προκύπτει ότι οι εν λόγω πραγματογνώμονες διεπίστωσαν την ύπαρξη μπλε χρώματος στο προαναφερόμενο λεωφορείο, κάτω από το γκρι χρώμα, σε όλο το αμάξωμα αυτού, αφού επί λέξει σ' αυτή χαρακτηριστικά αναφέρεται: "... Ελέγχοντας όλο το αμάξωμα του εν λόγω λεωφορείου παρατηρήσαμε εσωτερικά του γκρι χρώματος, που ήταν βαμμένο [εξωτερικά] το εν λόγω λεωφορείο, έφερε χρώμα μπλε ...". Όμως μπλε χρώμα το εισαχθέν στην Ελλάδα από τη Γερμανία μεταχειρισμένο λεωφορείο, εργοστασίου κατασκευής MAN, τύπου SR 292 Η, με αριθμό πλαισίου ... και χωρίς αριθμό κινητήρα, που εκτελωνίστηκε στις 2-6-1995 από το Τελωνείο Αθηνών, και στο οποίο χαράχθηκε στον κορμό του κινητήρα από τον μηχανολόγο τεχνολόγο μηχανικό Χ. Υ., κατά τη διαδικασία της παρ.3 περ.β του άρθρου 2 της ΥΑ ΣΤ/29852 της 9/13-12-1977 ο αριθμός ..., δεν είχε ποτέ, αφού από το εργοστάσιο κατασκευής είχε αρχικά χρώμα λευκό σε πέρλα, η μόνη δε αλλαγή του χρώματος του, που δηλώθηκε νόμιμα, είναι αυτή σε γκρι, που έγινε στις 15-4-1999 . Ας επισημανθεί, επίσης, ότι ο εκ των κατηγορουμένων Γ. Σ. απολογούμενος ενώπιον του Ανακριτού Βέροιας στις 17-3-2008 ανέφερε ότι η συγκόλληση [μη εργοστασιακή] του πλαισίου πρέπει να υπήρχε και κατά τη σύνταξη του από 24-4-1997 πρακτικού επιθεώρησης του λεωφορείου, πλην όμως δεν ανεγράφη σ' αυτό από τον τότε διενεργήσαντα τον έλεγχο Ε. Β., επειδή, όπως επί λέξει αναφέρει "... Αλλά του διέφυγε και δεν είδε την συγκόλληση ...". Όμως, ο ισχυρισμός του αυτός, δεν αντέχει στη λογική. Τούτο δε διότι, το εν λόγω όχημα στις 31-3-1997 επιθεωρήθηκε και από τη Διεύθυνση Συγκοινωνιών Δυτ. Αττικής και συντάχθηκε και σχετικό πρακτικό, στο οποίο δεν αναφέρεται ότι υπήρξε η ως άνω παράτυπη συγκόλληση του αριθμού πλαισίου, αλλά και από το ΚΤΕΟ Αθηνών, το οποίο στο σχετικό του Δελτίο που εξέδωσε, δεν φέρει καμία αρνητική παρατήρηση, παρά μόνο το χρόνο ισχύος του έως 14-2-1998. Επίσης, ο ισχυρισμός του αμέσως πιo πάνω κατηγορουμένου και του ογδόου εκκαλούντος - συγκατηγορουμένου του Ε. Π., ο οποίος συνιστά και λόγο της κοινής εφέσεως τους, περί μη θεμελιώσεως της νομοτυπικής μορφής του αποδιδόμενου σ' αυτούς αδικήματος ήτοι αυτού του άρθρου 242 παρ.1,3 Π.Κ., επειδή το τελευταίο απαιτεί κατάφαση ψεύδους και όχι παρασιώπηση γεγονότος, ελέγχεται απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, μία εκ των σωρευτικώς απαιτουμένων προϋποθέσεων προς θεμελίωση της νομοτυπικής μορφής του εν λόγω αδικήματος είναι όχι μόνο όταν βεβαιώνεται περιστατικό που δεν είναι αληθινό αλλά και όταν δεν αναφέρεται περιστατικό αληθινό, που έπρεπε όμως να αναφερθεί και στη συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να αναφερθούν από αυτούς τα αναφερόμενα στην εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά [ο τύπος του οχήματος που είχαν μπροστά τους ήταν ο τύπος SR 321 κλπ.].
Συνεπώς, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βέροιας, το οποίο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς [σοβαρές] ενδείξεις ενοχής σε βάρος των πρώτου, δευτέρου, τρίτου, τετάρτου, πέμπτου, εβδόμου και ογδόου των ως άνω εκκαλούντων -κατηγορουμένων για τις , αποδιδόμενες σ'αυτούς ως άνω αξιόποινες πράξεις και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εν λόγω κατηγορουμένους είναι αβάσιμα. Έσφαλε όμως στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά τον ως άνω έκτο των κατηγορουμένων [ Ε.Μ. ] και γι' αυτό, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο σχετικός λόγος της εφέσεως του, να εξαφανισθεί το πληττόμενο βούλευμα, μόνο ως προς την παραπομπή αυτού και να μη γίνει κατηγορία για τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτούς αξιόποινες πράξεις, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό του παρόντος βουλεύματος. Όσον αφορά την ένσταση οιονεί δεδικασμένου που ισχυρίζονται oι πέντε πρώτοι κατηγορούμενοι ότι δημιουργήθηκε από την με ημερομηνία 5-3-1999 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ... και την εν συνεχεία, από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης έγκριση αυτής, σχετικά με το αποδιδόμενο σ' αυτούς αδίκημα του άρθρου 216 παρ.1α-β, 3α Π.Κ., την οποία πρόβαλαν στο πρωτοβάθμιο Συμβούλιο και επαναφέρουν ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου με σχετικό λόγο της πιο πάνω κοινής τους έφεσης, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 85 παρ.1 και 5 του Ν. 2696/1999 "περί του κώδικος οδικής κυκλοφορίας" ο κάτοχος οχήματος των κατηγοριών του άρθρου αυτού, ο οποίος παραποιεί ή εξαφανίζει τα επί του πλαισίου ή του αμαξώματος στοιχεία αναγνωρίσεως, δηλαδή το όνομα του κατασκευαστή, τον τύπο του οχήματος και τον αριθμό και τη σειρά κατασκευής αυτού, όπως και αυτός που ενεργεί την παραποίηση ή αλλοίωση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός μηνός και με αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας για χρονικό διάστημα ενός έως τριών μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την υπόσταση του σ' αυτή εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικώς μεν παραποίηση ή αλλοίωση των σ' αυτή στοιχείων αναγνωρίσεως του αυτοκινήτου, υποκειμενικός δε δόλος ενέχων τη γνώση και τη θέληση των απαρτιζόντων το έγκλημα αυτό πραγματικών περιστατικών. Έτσι όμως, το άρθρο 216 παρ.1, 3α του Π.Κ., όπως η νομοτυπική αυτή μορφή αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της παρούσης, απαιτούσης και πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο δηλαδή σκοπό του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού ή νοθευθέντος εγγράφου να παραπλανήσει άλλον για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, καλύπτεται η όλη απαξία της από το άρθρο 85 παρ.5 του ν. 2696/1999 προβλεπομένης και τιμωρουμένης πράξεως όχι δε και αντιστρόφως [βλ. Α.Π. 992/1979 Ποιν.Χρ. Λ.124]. Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την ανάγνωση της ως άνω Διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών ... προκύπτει ότι αυτός έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος ασκήσεως ποινικής διώξεως, όσον αφορά το επίμαχο λεωφορείο, για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, αλλά ούτε και για το αδίκημα του άρθρου 85 του Κ.O.K., με την επισήμανση, όπως επί λέξει σ' αυτή αναφέρεται "...Τουλάχιστον όχι από υπάλληλο του ΚΤΕΛ Ημαθίας". Όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως πιο πάνω μείζονα σκέψη και με δεδομένο την παρούσα άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος των εν λόγω κατηγορουμένων για το αδίκημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη οιονεί δεδικασμένου που να καθιστά απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη. Αλλά και αν ήθελε γίνει δεκτή η ετέρα άποψη που υποστηρίζει ότι η ειδική διάταξη του άρθρου 85 παρ.5 του Κ.O.K. υπερισχύει, σύμφωνα με τον κανόνα lex specialis derrogat lege generale [βλ. Μ.Παπαδογιάννη, Ερμην. Κ.O.K., έκδ. 1984, κάτω από το άρθρο 85] του άρθρου 216 Π.Κ. και πάλι το προκύψαν οιονεί δεδικασμένο κάμφθηκε για τους λόγους που αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο αναφέρεται, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, ως•αιτιολογία της επαλλήλου σκέψεως του. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ... που απέρριψε την εν λόγω ένσταση των κατηγορουμένων, με την αιτιολογία, σημειωτέο, της επαλλήλου σκέψεως του παρόντος Συμβουλίου, ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε, και ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αλλά και ο έτερος ισχυρισμός των ιδίων κατηγορουμένων περί απαράδεκτου της ασκηθείσης εναντίον τους ποινικής διώξεως, διότι δεν τηρήθηκε η διάταξη του άρθρου 43 παρ.1 περ.2 Κ.Π.Δ., τον οποίον πρότειναν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Συμβουλίου και επαναφέρουν και ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου με σχετικό λόγο της κοινής έφεσης τους, ελέγχεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, όσον αφορά τις ως άνω πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και ηθικής αυτουργίας σ' αυτή, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση, ενώ για τις λοιπές πράξεις διενεργήθηκαν προανακριτικές πράξεις κατά την παρ.2 του άρθρου 243 Κ.Π.Δ., κατά τα αναφερόμενα λεπτομερέστερα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο, όπως προπειπώθηκε, αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπου επαναλήψεως. Επίσης τα αιτήματα των ιδίων κατηγορουμένων περί διενεργείας αυτοψίας στον τόπο του ατυχήματος, διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης και το επικουρικώς υποβαλλόμενο αίτημα διεξαγωγής περαιτέρω ανακρίσεως ελέγχονται απορριπτέα ως αβάσιμα, επειδή το Συμβούλιο από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία έχει μορφώσει δικανική πεποίθηση σε επίπεδο αποχρωσών [σοβαρών] ενδείξεων που δικαιολογούν την παραπομπή αυτών στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου και την στήριξη δημόσιας κατηγορίας σε βάρος τους για τις ως άνω σ' αυτούς αποδιδόμενες αξιόποινες πράξεις. Τέλος, όσον αφορά το αίτημα όλων των κατηγορουμένων, το οποίο υποβάλλεται με τις υπό κρίση εφέσεις τους, περί εμφανίσεως αυτών ενώπιον του Συμβουλίου για να παράσχουν τις αναγκαίες διευκρινήσεις επί της υποθέσεως, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ.α του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι, το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση, μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών, που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν σ' αυτόν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ του ίδιου κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. Α Κ.Π.Δ. [βλ. Α.Π. 430/2008, Α.Π. 2528/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ]. Στην προκειμένη περίπτωση, τα ως άνω συνεισαγόμενα, όπως προειπώθηκε, με τις εφέσεις αιτήματα των ως άνω εκκαλούντων - κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν, καθόσον οι ίδιοι τόσο κατά τις απολογίες τους ενώπιον του Ανακριτή Πλημμελειοδικών ... και τα κατατεθέντα από αυτούς υπομνήματα, όσο και με τις κρινόμενες εφέσεις αλλά και τα υπομνήματα που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου οι πέντε πρώτοι από αυτούς, ανέπτυξαν διεξοδικώτατα τους ισχυρισμούς τους και τις αιτιάσεις τους, ώστε κάθε περαιτέρω σχετική διευκρίνιση να κρίνεται εντελώς άσκοπη και περιττή. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις των πρώτου, δευτέρου, τρίτου, τετάρτου, πέμπτου, εβδόμου και ογδόου των εκκαλούντων -κατηγορουμένων να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες, να επικυρωθεί το πληττόμενο βούλευμα ως προς τις διατάξεις του που αφορούν τους εν λόγω κατηγορουμένους, και να επιβληθούν σε βάρος αυτών τα δικαστικά έξοδα [άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ. ] , ενώ η υπό κρίση έφεση του έκτου αυτών [Ε.Μ.] πρέπει να γίνει δεκτή, όπως ήδη προειπώθηκε, ως ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί το πληττόμενο βούλευμα ως προς τις διατάξεις του περί παραπομπής αυτού και να μη γίνει κατηγορία κατ' αυτού για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Τέλος, ως προς το απαλλακτικό σκέλος του βουλεύματος, δεν πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των μηνυτών, διότι δεν προέκυψε ότι συντρέχει στα πρόσωπα τους συνδρομή των όρων του άρθρου 585 παρ.1 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Από τ' ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου με αριθμό 28/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βέροιας, αναφορικά με τις πράξεις της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο από τον οποίο επήλθε θάνατος άλλων και της ψευδούς βεβαίωσης με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλο αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει τα 73.000 € κατ' εξακολούθηση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα όσον αφορά την παραπεμπτική κρίση του προσβαλλομένου βουλεύματος για το έγκλημα της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε ο θάνατος άλλων, το οποίο είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος, όπως προαναφέρθηκε, και για να επιβληθεί η βαρυτέρα ποινή πρέπει το αποτέλεσμα αυτό να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη, δεν παρατίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν την αμέλεια αυτή, καθώς και το είδος της αμέλειας που επέδειξε ο δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω όσον αφορά το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης δεν αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν από δόλο-πρόθεση, στοιχείο απαραίτητο για την υποκειμενική θεμελίωση του και ακόμη διαλαμβάνονται παραδοχές ότι αυτοί " όφειλαν να βεβαιώσουν ", " όφειλαν να δηλώσουν " που προσιδιάζουν σε επίδειξη αμελούς και όχι δολίας συμπεριφοράς. Τέλος, ενώ ο έβδομος των κατηγορουμένων παραπέμπεται για ψευδή βεβαίωση κατ'εξακολούθηση τελεσθείσα στις 22/4/98 και 18/5/98, δηλ. πριν την ισχύ της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 6 Ν. 2721/1999 που καθιερώνει συνολικό ποσό οφέλους ή ζημίας, το προσβαλλόμενο βούλευμα λαμβάνει υπόψη το συνολικό όφελος που προέκυψε από την πράξη, χωρίς να προσδιορίζεται το ποσό ωφέλειας από κάθε μερικότερη πράξη και δη αν για κάθε μία απ' αυτές υπερβαίνει το ποσό των 73.000€, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τιμώρησης της πράξης σε βαθμό κακουργήματος. Οι πλημμέλειες αυτές της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, ιδρύουν τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ.δ' Κ.Π.Δ., προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, όπως βασίμως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Οι λοιπές όμως αιτιάσεις κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος, που προβάλλονται με τις υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης είναι αβάσιμες και ως εκ τούτου απορριπτέες. Και τούτο διότι: α) δεν προκλήθηκε παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και κατά συνέπεια απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας εκ του γεγονότος ότι δεν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση πριν την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους, δεδομένου ότι αφ' ενός προηγήθηκε αστυνομική προανάκριση για τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και αφ'ετέρου αυτοί άσκησαν όλα τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα στην κυρία ανάκριση που επηκολούθησε (βλ. ΑΠ 1131/09, ΑΠ 860/09 ), β) δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία κατ' άρθρον 43 παρ. 1 Κ.Π.Δ. αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά, ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ'ουσίαν αβάσιμη. ( Α.Π. 1780/09, Α.Π. 903/09 ). Κατά συνέπεια η άσκηση, σε βάρος των πέντε (5) πρώτων εκ των αναιρεσειόντων, ποινικής δίωξης για κακουργηματική νόθευση, μετά την αρχειοθέτηση της σχετικής αναφοράς, δεν ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. γ Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης και τέλος γ) για την αιτιολόγηση της ηθικής αυτουργίας είναι αρκετή η αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι οι δράστες παρακινήθηκαν με συνεχείς παρακλήσεις, πειθώ και φορτικότητα, χωρίς να είναι αναγκαία η συνδρομή και άλλων προσθέτων στοιχείων (Α.Π. 1230/09, Α.Π.202/08). Κατ' ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης να γίνουν και κατ' ουσίαν δεκτές, ως προς τις παραπεμπτικές διατάξεις του προσβαλλομένου βουλεύματος για τα εγκλήματα της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε ο θάνατος άλλων και της ψευδούς βεβαίωσης με σκοπό τον προσπορισμό σε άλλους αθεμίτου οφέλους που υπερβαίνει τα 73.000€, να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που το εξέδωσαν.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Ι) Να γίνουν δεκτές οι με αριθμούς 1/2010, 2/2010 και 3/2010 αιτήσεις αναίρεσης των 1) Α. Σ. του Ι., κατοίκου ..., 2) Δ. Γ. του Α., κατοίκου ..., Γρ. Λαμπράκη αρ. 28, 3) Α. Ο. του Π., κατοίκου ..., ..., 4) Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., 5) Ν. Π. του Γ., κατοίκου ..., 6) Ε. Π. του Ι., κατοίκου ..., οδός ... και 7) Γ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., οδός ..., κατά του με αριθμό 1136/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
ΙΙ. Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που το εξέδωσαν. Αθήνα 22-3-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π. Παντελής".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η υπ' αριθ. 1/20.1.2010 των Α. Σ. του Ι., Δ. Γ. του Α., Α. Ο. του Π., Α. Κ. του Κ. και Ν. Π. του Γ., 2) η υπ' αριθ. 2/20.1.2010 του Ε. Π. του Ι. και 3) η υπ αριθ. 3/20.1.2010 του Γ. Σ. του Δ., για αναίρεση του υπ" αριθ. 1136/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκαν οι εφέσεις τους κατά του υπ" αριθ. 28/2009 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βέροιας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος". Ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας νοείται η πράξη που καθιστά τη διεξαγωγή της συγκοινωνίας μη ασφαλή, δημιουργώντας συνθήκες που καθιστούν τη συνέχιση της ασφαλούς κινήσεως αδύνατη ή πολύ δυσχερή, που καθιστούν δηλαδή τη συγκοινωνία επικίνδυνη. Στο μέτρο που η κίνηση στους δρόμους ούτως ή άλλως περικλείει κινδύνους, η έννοια της διαταράξεως της ασφάλειας της συγκοινωνίας στοιχειοθετείται όταν η πράξη έχει ως αποτέλεσμα την επαύξηση του συνηθισμένου κινδύνου που ενυπάρχει σε κάθε κίνηση στους δρόμους. Η διάταξη προστατεύει κυρίως την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας. Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί μόνο η διατάραξη - όταν δηλ. δημιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της συγκοινωνίας- αλλά πρέπει, επί πλέον, από αυτή να μπορεί να προκύψει κίνδυνος (θανάτου ή σωματικής βλάβης) για άνθρωπο (ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος). Η ελεγχόμενη πράξη διαταράξεως μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση ή, αντιθέτως, να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξ αιτίας της εντάσεως ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Κάθε επικίνδυνη παρατεινόμενη συμπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόμους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς μέθης, κακή συντήρηση του κινούμενου πεπαλαιωμένου οχήματος, το οποίο έφερε τεχνικά και μηχανικά ελαττώματα, υπερβολική ταχύτητα, υπερφόρτωση του αυτοκινήτου, κακή πρόσδεση του φορτίου σε καρότσες φορτηγών ή πορτ - μπαγκάζ αυτοκινήτων κ.λπ.) αποτελεί καθαυτή αξιόποινη πράξη διαταράξεως, κατά "την ανωτέρω έννοια, διότι α) θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού επί της οποίας κινείται το όχημα και β) δημιουργεί με την κίνηση του στους δρόμους έναν εν δυνάμει κίνδυνο για αόριστο αριθμό προσώπων, αφού, π.χ., η κακή συντήρηση πεπαλαιωμένου οχήματος, το οποίο κανονικά έπρεπε να έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία, μπορεί να προκαλέσει ατύχημα και να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αόριστου αριθμού ατόμων. Υποκείμενο του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών μπορεί να είναι όχι μόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου, αλλά και εκείνος που δεν πραγματοποίησε τον έλεγχο ασφαλείας που όφειλε. Τούτο δε, γιατί το εν λόγω έγκλημα μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη, εφόσον υπάρχει σχετική νομική υποχρέωση δράσεως, η οποία μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από προηγούμενη σύμβαση ή από ορισμένη άδικη συμπεριφορά από την οποία δημιουργήθηκε κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Υποκειμενικώς απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Με άμεσο δόλο, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, ενεργεί όποιος επιδιώκει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της πράξεως ή παραλείψεως του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως ενδεχόμενο το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η απαιτούμενη, κατά τον νόμο, πρόθεση πρέπει να καλύπτει, όχι τον θάνατο ή τη σωματική βλάβη, ή ακόμη τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα είτε των επιβατών του συγκοινωνιακού μέσου, είτε των χρησιμοποιούντων την οδό, αλλά τη διατάραξη της ασφάλειας της χερσαίας συγκοινωνίας και τη δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου από αυτήν. Ενδεχόμενος δόλος, η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση, κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεως του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά ταύτα, προχωρεί στην τέλεση της πράξεως του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας "της αποδοχής" του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενο της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχομένου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πίστη ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 28 ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και ενδεχομένου δόλου, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό στοιχείο και των δύο. Δηλαδή ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια μοιάζουν στο γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο, αφού και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης πιθανολογεί την επέλευση του αποτελέσματος. Διαφέρουν, όμως, ριζικά στο βουλητικό στοιχείο, διότι στην ενσυνείδητη αμέλεια ο δράστης αποκρούει εσωτερικά το αποτέλεσμα, ενεργεί, όμως, γιατί εσφαλμένα πιστεύει ότι θα το αποφύγει, ενώ στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξεως ή της παραλείψεως του δεν απώθησε από τη συνείδηση του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Έτσι, ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει το αποτέλεσμα ως πιθανό (ενδεχόμενο) και το αποδέχεται, υπό την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή συμβιβάζεται με αυτό, δηλαδή προχωρεί στην επιδίωξη του στόχου του παρά τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του, αδιαφορεί για την τύχη του εννόμου αγαθού, ενώ συγχρόνως δεν έχει λόγους να πιστεύει σε μια επιτυχή έκβαση του πράγματος και στη μη επέλευση του αποτελέσματος. Σ' ότι αφορά ειδικά στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, για την κατάφαση του δόλου αρκεί να γνωρίζει και να αποδέχεται ο δράστης, έστω και ως ενδεχόμενο, ότι, με τη θέση σε κυκλοφορία πεπαλαιωμένου αυτοκινήτου με ελαττώματα και χωρίς συντήρηση, παραβιάζει τους κανόνες ασφαλούς κινήσεως και ότι από την παραβίαση αυτή μπορεί το αυτοκίνητο να προκαλέσει ατύχημα ή να υποστεί τέτοιο και να μην αντιδράσει, όπως θα αντιδρούσε ένα επιμελώς συντηρημένο όχημα καινά δημιουργηθεί έτσι κίνδυνος ανθρώπου. Εξαιρετικά δυσχερές ζήτημα στο πλαίσιο του ενδεχομένου δόλου είναι η διάγνωση του βουλητικού στοιχείου, που είναι στενά συνδεδεμένο και ισοδύναμο με το γνωστικό. Ο "συμβιβασμός" δε του δράστη με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος πρέπει να τεκμηριώνεται με τη βοήθεια αντικειμενικών κριτηρίων, όπως η ιδιαίτερα υψηλή επικινδυνότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς, η εμμονή του δράστη στην κινδυνώδη δράση από ιδιοτελείς σκοπούς (π.χ. μεγιστοποίηση επιχειρηματικού κέρδους), η αυτοδιακινδύνευση του δράστη, που εκτίθεται στον ίδιο κίνδυνο επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος με το θύμα, και η λήψη μέτρων για την αυτοπροστασία του. Η ύπαρξη δεδομένων, όπως ο ιδιοτελής σκοπός, κάθε απόλυτη αδιαφορία, αναδεικνύουν την εμμονή στην κινδυνώδη δράση σε αναμφισβήτητα εχθρική (για το έννομο αγαθό) απόφαση. Περαιτέρω, χρήσιμο κριτήριο είναι η βεβαιότητα του δράστη ότι δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα (οπότε αυτή οδηγεί προς την ενσυνείδητη αμέλεια) ή η απλή, δηλαδή, ατεκμηρίωτη ελπίδα του δράστη ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα (οπότε αυτή οδηγεί προς τον ενδεχόμενο δόλο). Με τους όρους αυτούς ολοκληρώνεται η νομοτυπική μορφή διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών κατά το άρθρο 290§1α ΠΚ, ακόμη κι όταν η πράξη δεν έχει οδηγήσει στην πρόκληση οποιουδήποτε βλαπτικού αποτελέσματος. Αν δε η παραπάνω πράξη είχε ως περαιτέρω αιτιατό αποτέλεσμα να προκληθεί θάνατος από αμέλεια του δράστη, η συμπεριφορά στοιχειοθετεί το έγκλημα του άρθρου 290§1 β ΠΚ και αντιμετωπίζεται ως κακούργημα με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 5-20 ετών (άρθρο 51§1, 52 ΠΚ), ποινή η οποία αντιστοιχεί στην πραγματική βαρύτητα και επικινδυνότητα της πράξης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να παρατίθενται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια, καθώς και το είδος αυτής, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά και η διάταξη του άρθρου 29 ΠΚ.
Περαιτέρω, το νομοθετικό πλαίσιο για την τεχνική και στατική καταλληλότητα των ειδικών τουριστικών λεωφορείων, τις συνέπειες των παραβάσεων και τους σχετικούς τεχνικούς ελέγχους έχει ως εξής: α) Το ν.δ. 1225/1972 (ΦΕΚ Α 147) στο άρθρο 1 ορίζει ότι: "1. Τα πάσης κατηγορίας λεωφορεία αυτοκίνητα δημοσίας και ιδιωτικής χρήσεως δύνανται να κυκλοφορούν κατά τας κειμένας διατάξεις, εφ' όσον χρόνον είναι κατάλληλα από απόψεως ασφάλειας και εμφανίσεως προς κυκλοφορίαν, της τοιαύτης καταλληλότητας των διαπιστουμένης δια διενεργουμένου τακτικού ή εκτάκτου τεχνικού ελέγχου. 2. Δι' αποφάσεως του Υπουργού Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα του περιεχομένου, του τρόπου, του τόπου, της συχνότητος αναλόγως της ηλικίας του αυτοκινήτου και του χρόνου διενέργειας του κατά την προηγουμένην παράγραφον τεχνικού ελέγχου, εκτεινομένου κυρίως εις την κατάστασιν των συστημάτων πεδήσεως, διευθύνσεως, φωτισμού, αναρτήσεως, των ελαστικών, του κινητήρος και των συστημάτων μεταδόσεως κινήσεως, του πλαισίου, του αμαξώματος, της εν γένει εμφανίσεως και της παρεχομένης ανέσεως εις τους επιβάτας των αυτοκινήτων τούτων. 3. Παρερχομένων απράκτων των υπό των αρμοδίων Υπηρεσιών Συγκοινωνιών τασσομένων προθεσμιών προς άρσιν των διαπιστωθεισών κατά τον τεχνικόν έλεγχον ελλείψεων και βλαβών των εν παρ. 1 του παρόντος άρθρου αυτοκινήτων πλην της ιδιωτικής χρήσεως τοιούτων, αίτινες εν ουδεμία περιπτώσει δύνανται να υπερβούν αθροιστικώς το εξάμηνον, απολλυται αυτοδικαίως το δικαίωμα της περαιτέρω κυκλοφορίας αυτού τούτου του επιθεωρηθέντος αυτοκινήτου, δυναμένου να αντικατασταθεί δια καινουργούς τοιούτου κατά τας οικείας διατάξεις ... ". β) Το άρθρο δε 7 της υ.α. 38850/2968/1986 (ΦΕΚ Β 750) "περί καθορισμού τύπου λεωφορείου τουριστικού και ξενοδοχείων" ορίζει στην παρ. 1 ότι το αμάξωμα του τουριστικού λεωφορείου: "είναι κατασκευασμένο με τους κανόνες της επιστήμης και της τεχνικής και αποτελεί μαζί με το πλαίσιο ένα σύνολο στιβαρό και επαρκούς αντοχής για να ανταποκρίνεται στις καταπονήσεις κάθε μορφής που υφίσταται". Η παρ. 12 της ίδιας υπουργικής απόφασης ορίζει ότι: "γενικά το αμάξωμα κατασκευάζεται από υλικά άριστης ποιότητας, μεταλλικά εξαρτήματα ανοξείδωτα και έχει από κάθε άποψη άριστη και πολυτελή εμφάνιση". Ακόμη και στην περίπτωση που η αρμόδια υπηρεσία χορηγήσει άδεια για αντικατάσταση του αμαξώματος τότε και πάλι "προϋπόθεση των παραπάνω αλλαγών είναι η τήρηση των όρων των γενικών και ειδικών διατάξεων -κανονιστικών αποφάσεων καθορισμού τύπου - που αφορούν τα υπόψη λεωφορεία (αστικά, υπεραστικά, ειδικά τουριστικά και σχολικά) και των κανόνων της επιστήμης και της τεχνικής" (ΥΑ ΣΤ/ / /1973 όπως αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο Ι της 14300/2-13 Μαΐου 1985 (ΦΕΚ Β 278). γ) Το άρθρο 17 αριθ.38850/2968 περί καθορισμού τύπου τουριστικού λεωφορείου και τουριστικού ξενοδοχειακών επιχειρήσεων ορίζει ότι: (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' Έγκριση τύπου. Ταξινόμηση. Έγκριση τύπου. Γενικές προϋποθέσεις και δικαιολογητικά 1. Το λεωφορείο είναι κατασκευασμένο συμφωνά με τις διατάξεις του Ν.4841/1930, του από 22/29.1.1981 Π.Δ/τος, του ΚΟΚ των κάθε φορά ισχυουσών διατάξεων και των κανόνων της επιστήμης και της τεχνικής .... 3. Τα εισαγόμενα πλήρη λεωφορεία πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας, δ) Το άρθρο 8 του ν. 2446/1996 υπό τον τίτλο "αντικατάσταση ειδικών τουριστικών λεωφορείων δημοσίας χρήσεως" ορίζει ότι: "1. Δικαίωμα αντικατάστασης του ειδικού τουριστικού λεωφορείου δημόσιας χρήσης έχουν οι ιδιοκτήτες των οχημάτων στο όνομα των οποίων έχει εκδοθεί η άδεια του λεωφορείου, στις περιπτώσεις: α. Λήξης της ισχύος της άδειας κυκλοφορίας λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας του λεωφορείου. Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ολοκληρώσει τη διαδικασία εντός έτους από την ημερομηνία λήξης της ισχύος της έγκρισης κατά το άρθρο 5 του παρόντος νόμου. β. Αντικατάστασης του υφιστάμενου οχήματος, εφόσον προηγηθεί ο αποχαρακτηρισμός του ως τουριστικού λεωφορείου. 2. Στις περιπτώσεις της παρ.1 του παρόντος άρθρου, το υφιστάμενο ειδικό τουριστικό λεωφορείο μπορεί να αντικατασταθεί από. -καινούργιο - μεταχειρισμένο τουριστικής χρήσης προέλευσης εσωτερικού, για το οποίο έχει προηγηθεί ο αποχαρακτηρισμός του ως τουριστικού ή μεταχειρισμένο προέλευσης εξωτερικού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο π.δ.194/1991 (ΦΕΚ 75 Α'), υπό την προϋπόθεση ότι ο χρόνος κυκλοφορίας τους δεν έχει υπερβεί το κατά την παρ.1 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου επιτρεπόμενο όριο και εφόσον κριθεί κατάλληλο ως προς την ασφαλή κυκλοφορία του από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών ή τις οικείες Νομαρχίες και κατάλληλο ως προς την εμφάνιση, τις προσφερόμενες υπηρεσίες και τις παρεχόμενες ανέσεις από τον Ε.Ο.Τ.. Η ημερομηνία της πρώτης κυκλοφορίας του μεταχειρισμένου λεωφορείου προέλευσης εξωτερικού, πιστοποιείται με έγγραφο του εποπτεύοντος τις μεταφορές κρατικού φορέα της αντίστοιχης χώρας", ε) Το δε άρθρο 1 παρ. 5 της υ.α. 44800/ /1985 (ΦΕΚ Β 781) ( περιοδικός τεχνικός έλεγχος οχημάτων ορίζει ότι "σε περίπτωση που διαπιστωθούν βλάβες που καθιστούν το όχημα επικίνδυνο για την οδική ασφάλεια, το όχημα ακινητοποιείται..". στ) Σύμφωνα με την παρ. 3 του Κεφαλαίου Β της υπ' αριθμ. ΣΤ /1832/1978 απόφασης του Υπουργού Συγκοινωνιών, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 2 της ΥΑ 79400/2490/1989 (ΦΕΚ Β496), "ως κύρια χαρακτηριστικά των λεωφορείων θεωρούνται τα εξής: α} ... δ) ο αριθμός σειράς του πλαισίου". Η έννομη σημασία του αριθμού αυτού έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί βασικό στοιχείο αναγνωρίσεως του οχήματος, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ΣΤ/29852 της 9/13 Δεκ. 1977 (ΦΕΚ Β' 1288) απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών "περί στοιχείων αναγνωρίσεως αυτοκινήτων ρυμουλκούμενων, ημιρυμουλκούμενων και μοτοσικλετών", η οποία - όπως τροποποιήθηκε και ισχύει δυνάμει της υπ' αριθμ. 1700/16-25 Ιαν. 1984 (ΦΕΚ Β 37) απόφασης Υπουργού Συγκοινωνιών - ορίζει ότι: "κανένα αυτοκίνητο ή ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενο ή μοτοσικλέτα, που εισάγεται από το εξωτερικό και θα έχει κατασκευαστεί μετά την 31.12.1984 τίθεται σε κυκλοφορία στην Ελλάδα αν δεν φέρει στοιχεία αναγνωρίσεως της ταυτότητας που αναφέρονται στο άρθρο 1 της απόφασης αυτής", ζ) Το δεύτερο εδάφιο του τρίτου άρθρου της άνω υ.α., όπως αντικαταστάθηκε από την υ.α. 1700/1625 Ιαν. 1984 (ΦΕΚ Β 37), ορίζει ότι "για τα εισαγόμενα οχήματα, που κατασκευάσθηκαν ή θα κατασκευαστούν προ της 31.12.1984 ... καθώς και για τα κυκλοφορούντα, ως στοιχεία αναγνωρίσεως της ταυτότητας του πλαισίου και του κινητήρος των, θα χρησιμοποιούνται τα τιθέμενα από τους κατασκευαστές των οχημάτων στοιχεία ... ". Ως στοιχεία αναγνωρίσεως νοούνται "τα χαρακτηριστικά διακριτικά στοιχεία του τύπου του οχήματος, δηλαδή "ο συνδυασμός γραμμάτων ή αριθμών ή γραμμάτων και αριθμών, ο οποίος δίδεται για κάθε τύπο οχήματος από τον κατασκευαστή του και αντιστοιχεί αποκλειστικά στον τύπο αυτό, ώστε να είναι εύκολη η αναγνώριση του ... και ο αριθμός σειράς της κατασκευής του οχήματος". Τα στοιχεία αυτά του πλαισίου "πρέπει να υπάρχουν χαραγμένα η κτυπημένα από τον κατασκευαστή του οχήματος στο πλαίσιο του οχήματος ή στη φέρουσα κατασκευή ... και σε μέρος που να μην αντικαθίσταται στις επισκευές και προσιτό για ευχερή αναγνώριση), η) Δυνάμει του άρθρου 2 της υ.α. 290054/1984 (ΦΕΚ Β' 666) "περί θεμάτων επιθεώρησης οχημάτων στα ΚΤΕΟ" ορίζεται ότι "από την έναρξη ισχύος της παρούσας αντί για τους κατά το προηγούμενο άρθρο καταργούμενους ελέγχους (δηλ. της κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών ΣΤ 20269/12.7.73, ΦΕΚ 872/8/1973 "περί τεχνικού ελέγχου των λεωφορείων αυτοκινήτων κ.λπ.) και της όμοιας απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών 24340/9.8.74, ΦΕΚ 812/8/1974, (περί επιθεωρήσεως των λεωφορείων του ΕΚΤΕΛ) έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ΠΔ/τος 1487/1981 (ΦΕΚ 347/8/1981) (καθιέρωση περιοδικού τεχνικού ελέγχου οδικών οχημάτων και των ρυμουλκούμενων τους), οι εκτελεστικές αυτού κανονιστικές αποφάσεις μας και τα κάθε φορά συντασσόμενα και ανακοινούμενα, από κάθε ένα ΚΤΕΟ, προγράμματα με τα οποία, τα κατά το προηγούμενο άρθρο οχήματα καλούνται για να υποστούν περιοδικό τεχνικό έλεγχο, όπως αυτός προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές".
Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ, 1 του άρθρου 216, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το αρθρ. 13 εδ. γ' ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία, υπό την έννοια δε αυτή, έγγραφο είναι και ο αριθμός πλαισίου αυτοκινήτου, η συναρμολόγηση ανταλλακτικών, η εντοίχιση ξένου αριθμού πλαισίου κ.λ.π. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας που προβλέπεται στο εδάφιο α' της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2α του ν. 2721/1999, προσαπαιτείται ο υπαίτιος της πράξεως να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό ταυ ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, εφόσον το όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Κατά δε το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί συναυτουργίας απαιτείται αντικειμενικώς σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος όλων όσοι συμπράττουν, ο οποίος υπάρχει όταν ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Συναυτουργία είναι δυνατή και στην κατάρτιση πλαστού εγγράφου, χωρίς να απαιτείται αναφορά των επί μέρους ενεργειών καθενός εκ των συναυτουργών, αλλά αρκεί η αναφορά στην απόφαση των πραγματικών περιστατικών, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός.
Τέλος, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 242 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που αποτελεί έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτούνται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α1 και 263α του ΠΚ (όπως το άρθρο 263α προστέθηκε με το ν.δ. 1234/1972 και αντικατ. με το άρθρο 4§4 του ν. 1738/1987), β) ο υπάλληλος αυτός να είναι αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, γ) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, και δη δημόσιο, όπως αυτό προσδιορίζεται από το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, ήτοι έγγραφο που συντάσσεται από αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται μ' αυτό, έναντι πάντων, δ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή περιστατικού που είναι σημαντικό για τη γένεση, διατήρηση, μεταβολή, απόσβεση δικαιώματος ή έννομης, δημόσιας ή ιδιωτικής, σχέσεως ή καταστάσεως, ψευδές δε είναι το περιστατικό όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, και ειδικότερα όταν βεβαιώνεται περιστατικό που δεν είναι αληθές ή δεν αναφέρεται περιστατικό αληθές που έπρεπε να αναφερθεί, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, υπήρχε νομική υποχρέωση να βεβαιώσει τούτο ο υπάλληλος και τούτο υπέπεσε στην αντίληψη του (όπως, π.χ., παράλειψη υπαλλήλου του ΚΤΕΟ ή του Τμήματος Συγκοινωνιών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων να αναφέρει στην έκθεσή του τη νόθευση του αριθμού πλαισίου του αυτοκινήτου, την οποία διαπίστωσε, κλπ.) και ε)δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ότι από τα περιστατικά αυτά είναι ενδεχόμενο να παραχθούν οι έννομες αυτές συνέπειες και στην εκ προοιμίου αποδοχή του ενδεχομένου αυτού.
Σύμφωνα, εξάλλου, με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 242 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 1§7 β του ν. 2408/1996 και 14§6 του ν. 2721/1999, "αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ)". Για την στοιχειοθέτηση, συνεπώς, της κακουργηματικής μορφής της ψευδούς βεβαιώσεως προσαπαιτείται, πέραν τον ανωτέρω εκτεθέντων, σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του, το δε όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.). Λόγω της αναδρομικότητας του ηπιότερου νόμου (άρθρο 2§1 ΠΚ), η διάταξη, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999 (3.6.1999), που θέτει το κατώτατο όριο της βλάβης και του αντιστοίχου οφέλους για το χαρακτηρισμό της ψευδούς βεβαιώσεως ως κακουργήματος, καταλαμβάνει και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ τούτου. Για το διάστημα από της ισχύος του ν. 2408/1996 μέχρι την ισχύ του ν. 2721/1999, αφότου τέθηκε, ως κατώτατο όριο το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ, επί μερικότερων πράξεων ψευδούς βεβαιώσεως κατ" εξακολούθηση, για το χαρακτηρισμό του κακουργήματος απαιτείται το όφελος ή η βλάβη τουλάχιστον μιας από τις μερικότερες πράξεις (και όχι του συνόλου αυτών) να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, υπερισχύει, δηλαδή, για το διάστημα αυτό, ο ν.2408/1996 ως επιεικέστερος του νεότερου. Πρέπει, κατά συνέπειαν, στην περίπτωση αυτή να προσδιορίζεται το όφελος ή η βλάβη από κάθε μερικότερη πράξη, εκτός αν όλες οι πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απέβλεπαν στην πραγματοποίηση του αυτού ενιαίου οφέλους ή στην πρόκληση της αυτής ενιαίας ζημίας, οπότε κάθε επί μέρους προσδιορισμός του οφέλους ή της ζημίας δεν είναι νοητός. Η πράξη δε της ψευδούς βεβαιώσεως τελεί σε σχέση αληθινής συρροής με την πλαστογραφία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 §1 ΠΚ, "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή• για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Τέλος, από τη διάταξη του αρθρ. 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, που ορίζει ότι "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση και παραγωγή από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η δε πρόκληση αυτή δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής πειθώ, φορτικότητα, απειλή, συμβουλή, εντολή, εκμετάλλευση πλάνης κ.λ.π., β) διάπραξη από τον άλλον (ο οποίος αποφάσισε με τον τρόπο αυτό) της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Από τη διάταξη δε αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 49§2 και 242§§1 και 3 ΠΚ συνάγεται ότι ο σκοπός του πορισμού αθέμιτου οφέλους ή της παράνομης βλάβης του άλλου πρέπει να συντρέχει ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού, για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση κακουργηματικό χαρακτήρα, ο οποίος, πάντως, ηθικός αυτουργός, αν δεν έχει την ιδιότητα του υπάλληλου, μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του όρθρου 49 παρ. 1 του ΠΚ, να τιμωρηθεί με ποινή ελαττωμένη. Στην περίπτωση, λοιπόν, της ηθικής αυτουργίας, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως (ή του παραπεμπτικού βουλεύματος), πρέπει να αναφέρονται σαφώς ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο (ή το συμβούλιο) συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε, με τον τρόπο και τα μέσα αυτά, στο φυσικό αυτουργό την απόφαση του αυτή.
Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 §1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ* αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες το συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται, πιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται, επί λέξει, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 13 Απριλίου του 2003 ξεκίνησε από τον Προβάτωνα Έβρου με προορισμό τον Πειραιά το υπ' αρ. κυκλ. ... ΔΧΦ αυτοκίνητο ρυμουλκό με ρυμουλκούμενο (συρμός) ιδιοκτησίας Φ. Κ. και Α. Κ. οδηγούμενο από το Δ. Ν. ... Απογευματινές ώρες ο παραπάνω έφθασε στην περιοχή των Τεμπών. Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο, στην ίδια περιοχή των Τεμπών εκινείτο με κατεύθυνση από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη (χ.θ. 384 + 000) το υπ' αρ. κυκλ. ... Δ.Χ. τουριστικό λεωφορείο ιδιοκτησίας και κατοχής του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας οδηγούμενο από τον...Κ. Μ., μεταφέροντας 49 μαθητές της πρώτης τάξης του Λυκείου ... του Δήμου ... μαζί με τρεις συνοδούς καθηγητές τους. που επέστρεφαν από τριήμερη εκπαιδευτική σχολική εκδρομή στην Αθήνα. Περί τις 19:20 τα δύο ως άνω οχήματα συναντήθηκαν στην 384. 850 Χ/Θ της ΝΕΟ Αθηνών - Θεσσαλονίκης, όπου ο δρόμος είναι διπλής κυκλοφορίας με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση,... Ο οδηγός του ανωτέρω φορτηγού Δ. Ν....από απερισκεψία προσέδωσε στο έμφορτο όχημα του ταχύτητα περίπου 85 χλμ/ώρα, ... Αποτέλεσμα της απρονοησίας του αυτής ήταν, ενώ είχε προηγηθεί αριστερή στροφή κατά την οποία η φυγόκεντρη δύναμη έφερε το κέντρο βάρους του οχήματος προς τα δεξιά, λόγω της κακής συσκευασίας, στοιβασίας. πρόσδεσης και υπέρβαρου φορτίου, κατά την χρονική στιγμή που ο οδηγός πραγματοποιούσε την αμέσως επόμενη και απότομη δεξιά στροφή, να χάσει τον έλεγχο του οχήματος, στο οποίο σε αυτήν την στροφή το κέντρο βάρους (...) μετατοπίστηκε απότομα προς τα αριστερά και να ανασηκωθούν στον αέρα οι δεξιοί τροχοί του συρμού ενόψει και της κακής καταστάσεως των ελαστικών, στις πίσω ρόδες του ρυμουλκού. Ο δε συρμός πλαγιολισθαίνοντας προς τα αριστερά υπερέβη τη διπλή συνεχή διαχωριστική γραμμή των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας της εθνικής οδού και άρχισε σταδιακά να εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, στην αρχή κατά λίγα εκατοστά, στη συνέχεια κατά 50 εκατοστά και τελικά κατά 90 εκατοστά. Στο τελικό αυτό σημείο το φορτηγό με την εμπρόσθια κολώνα της οροφής του κουβουκλίου του συγκρούστηκε ελαφρά με την εμπρόσθια γωνία του ως άνω λεωφορείου, το οποίο εκινείτο αντίστοιχα σε απόσταση 90 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή έχοντας αναπτύξει ταχύτητα 70 χλμ/ώρα. Ταυτόχρονα με την πρώτη σύγκρουση των δύο οχημάτων ο οδηγός του φορτηγού επιχείρησε απότομο δεξιό ελιγμό, όμως χωρίς αποτέλεσμα, με συνέπεια ολόκληρο το όχημα μαζί με το ρυμουλκούμενο μέρος του να εισχωρήσει ακόμη περισσότερο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας καινά σέρνεται με όλη την επιφάνεια της αριστερής πλευράς του ρυμουλκού επί της αριστερής πλευράς του λεωφορείου. Ταυτοχρόνως και ο οδηγός του λεωφορείου διενήργησε απότομο δεξιό αποφευκτικό ελιγμό μετά την πρώτη σύγκρουση. Καθώς το αμάξωμα του συρμού σερνόταν ξύνοντας όλη την αριστερή πλευρά του λεωφορείου, τα αριστερά οριζόντια παραπέτα του ρυμουλκού και του ρυμουλκούμενου έσπασαν από την πίεση που ασκούσε το φορτίο, καθόσον αυτό μετακινήθηκε προς τα αριστερά λόγω της στροφής προς τα δεξιά του φορτηγού, με αποτέλεσμα να αποκολληθεί η τελευταία οριζόντια αψίδα και αιωρούμενη σε πλάγια θέση να θραύσει την αριστερή κολώνα του εμπρόσθιου ανεμοθώρακά του λεωφορείου και στη συνέχεια τα κολωνάκια και τους υαλοπίνακες των παραθύρων της αριστερής πλευράς του λεωφορείου και να εισέλθει διαγώνια στο εσωτερικό του. Ταυτοχρόνως έσπασαν οι ιμάντες πρόσδεσης του φορτίου και ένα μέρος αυτού απελευθερώθηκε και εκτινάχθηκε στο εσωτερικό του λεωφορείου, το οποίο λόγω της κακής του κατάστασης και της παλαιότητας του δεν επέδειξε ούτε στοιχειώδη αντοχή στην πρόσκρουση αφήνοντας απροστάτευτους και εκτεθειμένους τους επιβάτες του. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να επέλθει ο θάνατος λόγω σοβαρότατου τραυματισμού 21 μαθητών και η πρόκληση σωματικών βλαβών σε άλλα 33 πρόσωπα. Ειδικότερα συνεπεία του τραυματισμού τους υπέκυψαν οι εξής: 1)... 21)... Σωματικές βλάβες και κακώσεις υπέστησαν οι εξής επιβάτες του λεωφορείου: 1)... 29)... Στη συνέχεια το λεωφορείο λόγω της ώθησης... Όσον αφορά το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... Λ.Χ. λεωφορείο, αυτό ήταν ιδιοκτησίας του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας δυνάμει του υπ' αρ. .../3-4-1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Αλίκης Λεμπέση Βαρδουλάκη, με το οποίο πουλήθηκε μεταχειρισμένο στις 3-4-1997 από τον Χ. Φ. στο ΚΤΕΛ Ημαθίας, και ήταν εργοστασίου κατασκευής ΜΑΝ τύπου SR 321. Ο τύπος αυτός ήταν γραμμένος στο εμπρός τμήμα αριστερά και δεξιά των πλευρών και μέσα στο "ταμπλώ" του αυτοκινήτου. Τα γράμματα και οι αριθμοί του τύπου (SR 321) ήταν ξεθωριασμένα, γεγονός που μαρτυρεί τη μακρόχρονη παραμονή τους στη θέση αυτή. Το όχημα αυτό έφερε αριθμό πλαισίου ... που ήταν στο εμπρός τμήμα και δεξιά στο αμάξωμα με μη εργοστασιακή συγκόλληση. Ο αριθμός αυτός ήταν χαραγμένος σε διαδοκίδα (εντοιχισμένος), όπου τον χαράσσει μεν το εργοστάσιο κατασκευής πλην όμως το μέρος αυτό ήταν συγκολλημένο με μη εργοστασιακή συγκόλληση. Το ανωτέρω όχημα λεωφορείο είχε χρώμα γκρι με ανταύγειες ροζ, κίτρινο, μπορντό κ.λ.π. Κάτω από αυτό υπήρχε χρώμα μπλε (όχι αστάρι), ενώ δεν προκύπτει ότι στο παρελθόν είχε βαφεί με το συγκεκριμένο χρώμα (μπλε). Αυτό έφερε αριθμό κινητήρα ... που ήταν "κτυπημένος" σε άλλο σημείο του κινητήρα και όχι στο σημείο που εργοστασιακά τοποθετείται με πινακιδάκι, το οποίο πάντως δεν υπήρχε. Στην άδεια κυκλοφορίας του παραπάνω οχήματος αναγράφεται αριθμός πλαισίου όχι "...", αλλά ο αριθμός "...", η θέση του τύπου κατασκευής είναι κενή (δεν αναγράφεται κάποιο στοιχείο), ενώ στη θέση κινητήρα ο αριθμός .... Στο υπ' αρ. .../1997 συμβόλαιο μεταβίβασης του λεωφορείου αναγράφεται το πωληθέν όχημα με αριθμό πλαισίου ... και τύπου SR 292Η και αριθμό κινητήρα .... Το εργοστάσιο κατασκευής ΜΑΝ βεβαίωσε ότι αυτοκίνητο με τον παραπάνω αριθμό πλαισίου ... κατασκευάσθηκε το έτος 1986 και έφυγε από το εργοστάσιο την 1-3-1987 με χρώμα λευκό σε πέρλα και με αριθμό κινητήρα .... Επίσης το ίδιο εργοστάσιο βεβαίωσε ότι ο τύπος SR 321 ήταν έτους παραγωγής 1979 και δεν είχε έτος κατασκευής 1986.
Συνεπώς όχημα τύπου SR 321 έπρεπε να είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία την 1-1-2003, ενώ όχημα τύπου κατασκευής SR 292 Η, δηλαδή έτους κατασκευής 1986, σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν. 2446/1996, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 9 του Ν. 711/1977, μπορούσε να κυκλοφορεί και μετά τη συμπλήρωση των 18 ετών κυκλοφορίας και η οριστική απόσυρση βάσει του νόμου αυτού μπορούσε να γίνει την 1-1-2008. Από τα παραπάνω και ιδίως α) από τον εντοιχισμένο-συγκολλημένο αριθμό πλαισίου, β) από τον μη εργοστασιακό αριθμό κινητήρα, γ) από το μπλε χρώμα που έφερε κάτω από τη βαφή του το λεωφορείο και δ) από τον τύπο κατασκευής SR 321, αποδεικνύεται ότι το λεωφορείο με αριθμό κυκλοφορίας ... δεν ταυτίζεται, ήτοι δεν είναι το λεωφορείο με αριθμό πλαισίου ... εργοστασίου κατασκευής ΜΑΝ τύπου SR 292 Η με έτος κατασκευής το 1986, όπως επιχειρήθηκε να εμφανιστεί από τους κατηγορουμένους, αλλά πρόκειται είτε για όχημα που δεν κατασκευάσθηκε στο εργοστάσιο ΜΑΝ, αλλά συναρμολογήθηκε (με συγκόλληση και ανακατασκευή τμημάτων μερών διαφόρων αυτοκινήτων) σε κάποιο άγνωστο συνεργείο ή που κατασκευάσθηκε κανονικά στο εργοστάσιο ΜΑΝ το έτος 1979 και στη συνέχεια παραποιήθηκαν οι αρχικοί αριθμοί πλαισίου και κινητήρα, ήτοι επρόκειτο για αυτοκίνητο "μαϊμού". Και στις δύο περιπτώσεις η προαναφερόμενη εκτός εργοστασίου παρέμβαση αποσκοπούσε στο να φαίνεται ως δήθεν έτος κατασκευής το έτος 1986 και περαιτέρω ως δήθεν διάρκεια της επιτρεπτής κυκλοφορίας του μέχρι την 1-1-2008. Επιπλέον το λεωφορείο είχε πλάτος 2,31 μ. ήταν παλαιό και το αμάξωμα του έφερε ανεπίτρεπτες και μεγάλες οξειδώσεις και για το λόγο αυτό ήταν μειωμένη η αντοχή των μετάλλων του. Οι κολώνες που ήταν μεταξύ των παραθύρων ήταν σκουριασμένες και σχεδόν σάπιες στη βάση και σε όλη την επιφάνεια. Η πίσω αριστερή κολώνα του αμαξώματος ήταν τελείως σάπια. Επρόκειτο για ένα λεωφορείο που είχε ελάχιστη αντοχή στις καταπονήσεις με μηδαμινή αντίσταση. Το λεωφορείο αυτό πέραν των αμφιβολιών για την ενεργητική του ασφάλεια δεν παρείχε καθόλου παθητική ασφάλεια στους επιβαίνοντες και ήταν ακατάλληλο μεταφορικό μέσο. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το ότι είχε εκδοθεί σχετική άδεια κυκλοφορίας για το όχημα αυτό. Τουναντίον η νομιμότητα κυκλοφορίας του λεωφορείου είχε αμφισβητηθεί από την αρμόδια επιτροπή Συγκοινωνιών κατά τον σχετικό τεχνικό έλεγχο, στον οποίο υποβλήθηκε εκπρόθεσμα στις 21-4-1998, λόγω συγκολλήσεως του αριθμού πλαισίου, όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 2130/2004 έγγραφο της Ν. Α. Ημαθίας, τμήμα Τ.Ε.Ο. Το γεγονός αυτό το γνώριζαν οι διοικούντες το ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας και ενώ κάθε μέσος συνετός ιδιοκτήτης οχημάτων - επιχειρηματίας μεταφοράς προσώπων (είτε φυσικό πρόσωπο είτε εκπρόσωπος νομικού προσώπου) θα είχε αποσύρει από την κυκλοφορία το εν λόγω λεωφορείο, θα στρεφόταν κατά του πωλητή και θα διαμαρτυρόταν για ένα τόσο σοβαρό θέμα που αφορά την ταυτότητα του λεωφορείου, το οποίο θα χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά του κοινού, σε κάθε δε περίπτωση δεν θα το χρησιμοποιούσε για τη συγκεκριμένη μεταφορά των μαθητών στη σχολική εκδρομή. Οι κατηγορούμενοι - ιδιοκτήτες του ΚΤΕΛ Ημαθίας επέμεναν και πέτυχαν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του και επί χρόνια το έθεταν σε κυκλοφορία. Πέραν τούτων στη συσκευή καταγραφής της ταχύτητας του λεωφορείου (ταχογράφο) είχε τοποθετηθεί από τους ιδιοκτήτες του ΚΤΕΛ και τον οδηγό ροοστάτης "κλέφτης", με αποτέλεσμα οι καταγραφόμενες σε αυτό ενδείξεις ταχύτητας να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά να είναι μικρότερες των ταχυτήτων, με τις οποίες στην πραγματικότητα το όχημα εκινείτο, γεγονός που μπορούσε να παραπλανήσει και τον οδηγό αυτού, παρόλο που γνώριζε την ύπαρξη του. Η σύγκρουση των δυο προαναφερομένων οχημάτων οφείλεται και σε συντρέχουσα υπαιτιότητα του ιδιοκτήτη και κατόχου του λεωφορείου, ήτοι των νομίμων εκπροσώπων του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας (...). Οι εν λόγω κατηγορούμενοι είχαν τις εξής ιδιότητες: ο μεν Α. Σ. ήταν μέλος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς του λεωφορείου όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Δ. Γ. ήταν μέλος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Α. Ο. ήταν Αντιπρόεδρος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Α. Κ. ήταν Πρόεδρος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο Ν. Π. ήταν μέλος του ΔΣ ΚΤΕΛ τόσο κατά τον Χρόνο εξαγοράς όσο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος,... Η υπαιτιότητα των ως άνω κατηγορουμένων, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη σύγκρουση των οχημάτων, έγκειται στα ακόλουθα. Συγκεκριμένα οι εν λόγω κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν το εν λόγω όχημα για τη μεταφορά μαθητών σε σχολική εκδρομή μακρινής αποστάσεως παρόλο που γνώριζαν α) ότι το όχημα αυτό είχε υποστεί επεμβάσεις εκτός εργοστασίου, ανακατασκευές και συγκολλήσεις, που μείωναν την αντοχή του, β) ότι ήταν πολύ παλαιό, με φθορές στις επιφάνειες και στις κολώνες του αμαξώματος, με εκτεταμένες οξειδώσεις, που καθιστούσαν ελάχιστη την αντοχή του και ανύπαρκτη την αντίσταση στην παραμικρή καταπόνηση, γ) ότι το δήθεν έτος κατασκευής του λεωφορείου 1986 δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και δ) ότι ο πίνακας οργάνων του οχήματος εμφάνιζε αναληθή ένδειξη ταχύτητας, λόγω επεμβάσεως με ροοστάτη και συνεπώς παραπλανούσε τον οδηγό κατά την κίνηση του λεωφορείου. Οι κατηγορούμενοι όχι μόνον δεν απέσυραν από την κυκλοφορία το εν λόγω λεωφορείο, αλλά το χρησιμοποίησαν κιόλας για τη συγκεκριμένη μεταφορά των μαθητών στη σχολική εκδρομή μακρινής απόστασης. Το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν άμεσο σύνδεσμο με την οδήγηση του λεωφορείου, ..., δεν αποκλείει τη δυνατότητα από αυτούς να είναι υποκείμενα του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, καθόσον είναι πρόσωπα, τα οποία σχετίζονται με την κίνηση του, τον έλεγχο της ασφάλειας του και τη συντήρηση του. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σύγκρουση του φορτηγού και του λεωφορείου με τα ολέθρια αποτελέσματα της τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την ως άνω συμπεριφορά των κατηγορουμένων. Αυτοί είχαν δε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψουν το αποτέλεσμα, το οποίο προέβλεψαν ως δυνατό. Κάθε μέσος συνετός ιδιοκτήτης οχημάτων μεταφοράς προσώπων θα είχε αποσύρει από την κυκλοφορία το εν λόγω λεωφορείο, ειδικά εφόσον αυτό προοριζόταν για τη μεταφορά μαθητών, σπουδαστών και ομάδων ατόμων για την πραγματοποίηση εκδρομών και περιηγήσεων, όπως εν προκειμένω, και θα είχε στραφεί κατά του πωλητή. Οι κατηγορούμενοι όμως δεν διεκδίκησαν τα δικαιώματα που τους παρέχει ο Αστικός Κώδικας (αναστροφή πωλήσεως, διεκδίκηση αποζημιώσεως κ.λ.π.), ως θα ήταν λογικό και αναμενόμενο, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν αιφνιδιάστηκαν, όταν πληροφορήθηκαν την ακαταλληλότητα του, καθόσον είχαν επίγνωση της πραγματικής κατάστασης. Στη συνέχεια όχι μόνον το έθεσαν σε κυκλοφορία έχοντας πλήρη επίγνωση των σοβαρών προβλημάτων σχετικά με την ασφάλεια του, αλλά προέβησαν σε πλημμελή συντήρηση και έλεγχο του και επέτρεψαν την εκτεταμένη οξείδωση του. Γνώριζαν ότι ήταν όχημα ακατάλληλο, καθόσον είτε δεν κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο ΜΑΝ, αλλά συναρμολογήθηκε (με συγκόλληση και ανακατασκευή τμημάτων μερών διαφόρων αυτοκινήτων) σε κάποιο άγνωστο συνεργείο ή κατασκευάστηκε κανονικά στο εργοστάσιο ΜΑΝ το έτος 1979 και στη συνέχεια παραποιήθηκαν οι αρχικοί αριθμοί πλαισίου και κινητήρα. Και στις δυο περιπτώσεις γνώριζαν ότι επρόκειτο για αυτοκίνητο "μαϊμού", η δε προαναφερόμενη εκτός εργοστασίου παρέμβαση αποσκοπούσε στο να φαίνεται ως δήθεν έτος κατασκευής το έτος 1986 και περαιτέρω ως δήθεν διάρκεια της επιτρεπτής κυκλοφορίας του μέχρι την 1-1-2008. Συγκεκριμένα σκοπός των εν λόγω κατηγορουμένων ήταν να διατηρήσουν στην κυκλοφορία το λεωφορείο σε διάστημα μεγαλύτερο των 23 ετών από το πρώτο έτος κυκλοφορίας του και να εξοικονομήσουν έτσι τη δαπάνη αντικατάστασης του. Άλλωστε εν όψει του γεγονότος ότι επρόκειτο για αυτοκίνητο χωρίς ταυτότητα, που δεν μπορούσε κατά το νόμο να κυκλοφορεί και να χρησιμοποιείται και συνεπώς δεν είχε οικονομική αξία (πλην αυτή ως σιδηρικών και άλλων υλικών) επιδίωκαν με μηδενικό λειτουργικό κόστος να εξασφαλίσουν οικονομικά οφέλη. Ο δε εφοδιασμός του λεωφορείου με άδεια κυκλοφορίας δεν καθιστά την κυκλοφορία αυτού νόμιμη, αφού σε κάθε περίπτωση έπρεπε να είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία πριν το ατύχημα, ήτοι την 1-1-2003. Οι κατηγορούμενοι εν προκειμένω έχοντας γνώσει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών έθεσαν το εν λόγω όχημα σε κυκλοφορία για διάστημα άνω της πενταετίας σε δρόμους επικίνδυνους μεταφέροντας ανθρώπους και μάλιστα μαθητές και τοποθέτησαν επιπλέον και ροοστάτη δυσκολεύοντας το έργο του εκάστοτε οδηγού ακόμα περισσότερο. Το γεγονός ότι το εν λόγω λεωφορείο χρησιμοποιείτο για αρκετό χρονικό διάστημα κατά το παρελθόν δεν αποτελεί εν προκειμένω επιχείρημα για την τεκμηρίωση της πεποίθησης τους πως δήθεν ενήργησαν πιστεύοντας ότι δεν θα επήρχετο ο κίνδυνος και το ανωτέρω αποτέλεσμα των πράξεων τους, καθόσον μοναδικό καθήκον των κατηγορουμένων ήταν η ασφαλής μεταφορά προσώπων. Πω συγκεκριμένα σε αντίθεση με τους ιδιοκτήτες του φορτηγού, οι οποίοι πέραν των λοιπών καθηκόντων τους, όπως κατασκευή των εμπορευμάτων τους, ήταν υπόλογοι και για την ασφαλή διακίνηση αυτών, οι εν λόγω κατηγορούμενοι ήταν αμιγώς επιφορτισμένοι με την ασφαλή μεταφορά προσώπων σε δρόμους επικίνδυνους, η δε καθημερινή εμπειρία και τα υψηλά ποσοστά των πολύνεκρων τροχαίων ατυχημάτων στη χωρά μας αποδεικνύουν την επικινδυνότητα των μεταφορών και την αναγκαιότητα λήψης πάσης φύσεως μέτρων για την εξάλειψη αυτών των κινδύνων. Οι ίδιοι ως επαγγελματίες - υπεύθυνοι για την ασφαλή μεταφορά προσώπων, όπως μαθητών, μελών συλλόγων, ΚΑΠΗ, γνώριζαν βεβαίως τους κινδύνους του καθημερινά υπάρχουν για τα μεταφερόμενα αυτά πρόσωπα και τους αποδέχτηκαν, καθόσον μετά από στάθμιση των σκοπών τους με τη δυνατότητα δημιουργίας κινδύνου, επέλεξαν να ενεργήσουν κατά τον ανωτέρω τρόπο. Έχοντας ως πρωταρχικό σκοπό το κέρδος και καλυπτόμενοι από τη νομιμοφάνεια που τους παρείχε η εκδοθείσα άδεια κυκλοφορίας, θεώρησαν ότι δεν διατρέχουν προσωπικά κανένα κίνδυνο. Κατά τη δική τους ομολογία το καθαρό μηνιαίο κέρδος από την χρήση του λεωφορείου ανήρχετο στο ποσό των 2.555,90 Ευρώ (...). Ζήτημα αυτοδιακινδύνευσης για αυτούς δεν συνέτρεχε, η δε συγκάλυψη που τους παρείχαν οι υπάλληλοι του ΚΤΕΟ με την εκδοθείσα άδεια κυκλοφορίας και τα δελτία ελέγχου, ως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω, τους έκανε να πιστεύουν πως δεν θα είχαν οι ίδιοι ευθύνες σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, με αποτέλεσμα να αποδεχθούν το ενδεχόμενο κινδύνου για άνθρωπο. Άλλωστε η τοποθέτηση ροοστάτη θα διευκόλυνε ακόμα περισσότερο την απόσειση ευθυνών σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος. Εξάλλου το όχημα ήταν ασφαλισμένο καθόσον φερόταν να κυκλοφορεί νομίμως, στη δε χειρότερη περίπτωση της πλήρους καταστροφής του λεωφορείου αυτοί κινδύνευαν απλώς να χάσουν ένα όχημα μηδαμινής αξίας. Η από κοινού συνειδητή επιλογή των κατηγορουμένων για την χρήση του εν λόγω λεωφορείου κατά τη μεταφορά των μαθητών και η αποδοχή του ενδεχόμενου προκλήσεως κινδύνου για άνθρωπο (όχι όμως και θανάτου, τον οποίο προέβλεψαν μεν, αλλά απεύχοντο) στοιχειοθετεί πλήρως την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο...Οι δε κατηγορούμενοι ενήργησαν έχοντας κοινό δόλο και σκοπό, ήτοι κατά συναυτουργία (...). Αναφορικά με το αδίκημα της πλαστογραφίας...αποδεικνύεται ότι το συγκεκριμένο λεωφορείο εκτελωνίστηκε στην Ελλάδα στις 2-6-1995 στο όνομα Π. Α. του Π., κάτοικος ... . Στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στις 26-3-1997 στο Χ. Φ. και τέθηκε σε κυκλοφορία από τη Διεύθυνση Συγκοινωνιών Δυτικής Αττικής, όπως φαίνεται από το από 31-3-1997 πρακτικό επιθεώρησης οχήματος και η σχετική άδεια εκδόθηκε τη ΝΑ Δυτικής Αττικής. Το εν λόγω λεωφορείο πέραν της επιθεώρησης της 31-3-1997, ελέγχθηκε και από το ΚΤΕΟ Αθηνών με το υπ αριθμ. .../14-2-97 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου του ΚΤΕΟ Αθηνών χωρίς καμία αρνητική παρατήρηση. Την 3-4-1997 μεταβιβάστηκε το ανωτέρω λεωφορείο από το Χ. Φ. στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας. Ο εντοιχισμός του αριθμού πλαισίου διαπιστώθηκε για πρώτη φορά την 21-4-1998 από το ΚΤΕΟ Ημαθίας έπειτα από τεχνικό έλεγχο, κατά τον οποίο προέκυψαν αμφιβολίες για την ταυτότητα του και αφαιρέθηκαν η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του εν λόγω λεωφορείου με το υπ' αριθ. 374/21-4-1998 έγγραφο του προϊσταμένου του ΚΤΕΟ Ν. Ημαθίας, Γ. Μ.. Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω δημοσίων εγγράφων προκύπτει ότι η πράξη του εντοιχισμού του αριθμού πλαισίου, που συνιστά πλαστογραφία, τελέστηκε ανάμεσα στις 31-3-1997 και 21-4-1998. Στις 22-4-1998 το ως άνω λεωφορείο εξετάστηκε από τη δευτεροβάθμια επιτροπή, η οποία αμφισβήτησε την ταυτότητα του και χάραξε στο πλαίσιο αυτού στο πίσω μέρος τον αριθμό ... για αναγνώριση....από τον έλεγχο που διενεργήθηκε μετά το οδικό τροχαίο ατύχημα εναργώς προκύπτει ότι το λεωφορείο ήταν εργοστασίου κατασκευής ΜΑΝ, τύπου SR 321, καθόσον υπήρχαν σχετικές ενδείξεις γραμμένες στο εμπρός τμήμα αριστερά και δεξιά των πλευρών και μέσα στο "ταμπλό" του αυτοκινήτου με γράμματα και αριθμούς ξεθωριασμένους, γεγονός που μαρτυρεί τη μακρόχρονη παραμονή τους στη θέση αυτή (...). Το ανωτέρω όχημα είχε χρώμα γκρι με ανταύγειες ροζ, κίτρινο, μπορντό κ.λ.π. Κάτω από αυτό υπήρχε χρώμα μπλε (όχι αστάρι), ενώ δεν προκύπτει ότι στο παρελθόν είχε βαφεί με το συγκεκριμένο χρώμα (μπλε). Αυτό έφερε αριθμό κινητήρα ... που ήταν "κτυπημένος" σε άλλο σημείο του κινητήρα και όχι στο σημείο που εργοστασιακά τοποθετείται με πινακιδάκι. Το εργοστάσιο κατασκευής ΜΑΝ βεβαίωσε ότι αυτοκίνητο με τον αριθμό πλαισίου ..., που είχε και το επίδικο λεωφορείο (εντοιχισμένο), φέρεται να κατασκευάσθηκε το έτος 1986 και έφυγε από το εργοστάσιο την 1-3-1987 με χρώμα λευκό σε πέρλα και με αριθμό κινητήρα .... Στο υπ' αρ. .../1997 συμβόλαιο μεταβίβασης του λεωφορείου αναγράφεται το πωληθέν όχημα με αριθμό πλαισίου ... και τύπου 5Κ 292 Η και αριθμό κινητήρα .... Περαιτέρω στα αρχικά πρακτικά επιθεωρήσεως και υπηρεσιακά αντίγραφα άδειας κυκλοφορίας (06.05.97 και 18.5.98) του Τμήματος Συγκοινωνιών Ημαθίας το εν λόγω όχημα φαίνεται να είναι τύπου SR 292 Η με έτος κατασκευής άλλοτε το 1986 και άλλοτε το 1987 και χρώματος λευκό. Ομοίως στο υπ' αρ. 1310/02.06.1995 πιστοποιητικό του Τελωνείου Αθηνών το εν λόγω όχημα φέρεται να είναι τύπου ... με έτος κατασκευής το 1987 και άνευ αριθμού κινητήρα. Περαιτέρω στις 31-3-97 η Δ/νση Συγκοινωνιών Αττικής σε σχετικό έλεγχο διαπίστωσε ότι το εν λόγω όχημα είναι άσπρο .. .(ΜΝΧ) ύψους 3,35 μ.. Στις 06-05-97 η Δ/νση Συγκοινωνιών Ημαθίας κατά την επιθεώρηση του οχήματος βρήκε ότι είναι άσπρο πολύχρωμο (ΠΛΧ) με ύψος 3.55 μ. Στις δε 15-4-99 έγινε αλλαγή του χρώματος σε γκρι, το οποίο φαίνεται ότι είναι και το αληθινό χρώμα του επίδικου λεωφορείου, όπως προέκυψε την ημέρα του ατυχήματος. Από τη σύγχυση των ανωτέρω στοιχείων όσον αφορά όχι μόνο τον αριθμό πλαισίου, κινητήρα και του τύπου του οχήματος, αλλά και του αληθινού χρώματος του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι - ιδιοκτήτες του λεωφορείου ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν στον πωλητή Φ. ούτε στράφηκαν δικαστικά σε βάρος του έστω και μετά τη μεταβίβαση της κυριότητας με την αποπληρωμή, αλλά συνέχισαν να πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους μέχρις οριστικής εξοφλήσεως της οφειλής, καθίσταται σαφές ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την προβληματική κατάσταση του λεωφορείου. Η δε εκδοχή να υπήρχαν δυο λεωφορεία, ένα με τα στοιχεία που αναφέρονται στο συμβόλαιο και στους αρχικούς ελέγχους και ένα λεωφορείο "φάντασμα" (πιθανώς κλεμμένο ή συναρμολογημένο από διάφορα τμήματα ή αποσυρθέν), το οποίο κατά το χρονικό διάστημα από τις 03-4-1997 έως και τις 21-4-1998 έλαβε τα χαρακτηριστικά του αναφερόμενου στο συμβόλαιο νόμιμου λεωφορείου, κρίνεται εξαιρετικά πιθανή (...). Το δεύτερο αυτό λεωφορείο, το οποίο ενεπλάκη στο τροχαίο ατύχημα, φαίνεται να "δανείστηκε" τη νόμιμη ταυτότητα του αρχικού, το οποίο πέρασε όλους τους αρχικούς ελέγχους και για άγνωστους λόγους δεν μπορούσε πλέον να τεθεί σε κυκλοφορία, λ.χ. εξαιτίας ενός ατυχήματος, που δεν καταγράφηκε από την τροχαία και για το οποίο το ΚΤΕΛ Ημαθίας δεν δικαιούτο αποζημιώσεως. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εν λόγω κατηγορούμενοι ουδέποτε τόλμησαν να στραφούν κατά του πωλητή του λεωφορείου, Φ. Άλλωστε σε κάθε περίπτωση οι μόνοι που είχαν όφελος και κίνητρο για την τέλεση αυτής της πράξης είναι οι κατηγορούμενοι ιδιοκτήτες του λεωφορείου. Το δε όφελος, στο οποίο αποσκοπούσαν, ισοδυναμεί με το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία ενός νομίμως κυκλοφορούντος λεωφορείου, αν όχι καινούργιου, τουλάχιστον μεταχειρισμένου κατά τις προδιαγραφές του νόμου... Σύμφωνα με τα ανωτέρω και σε συνδυασμό προς τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία αναφορικά με το σύνηθες κατά τις συναλλαγές κόστος αγοράς ενός μεταχειρισμένου λεωφορείου..., προκύπτει ότι το σκοπούμενο όφελος των κατηγορουμένων υπερβαίνει το ποσό των 80.000 € και σε κάθε περίπτωση τις 73.000 € που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 216 ΠΚ. Η δε κατοχή και κυκλοφορία του οχήματος αποτελεί και χρήση του πλαστού εγγράφου.
Συνεπώς από τα ως άνω διαλαμβανόμενα προκύπτει εναργώς ότι στοιχειοθετείται πλήρως η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κατά συναυτουργία πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε κακουργηματική μορφή...Εξάλλου όσον αφορά τους υπαλλήλους του ΚΤΕΟ διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Στις 21-4-1998 ο Μ. Σ., με την ιδιότητα του υπαλλήλου του ΚΤΕΟ Ν. Ημαθίας, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται και η σύνταξη Δελτίων Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων, κατά τον έλεγχο ΚΤΕΟ που διενήργησε στο επίδικο λεωφορείο ιδιοκτησίας του ΚΤΕΑ Ν. Ημαθίας, διαπίστωσε ότι ήταν εντοιχισμένος ο αριθμός πλαισίου του ως άνω λεωφορείου και ενημέρωσε περί τούτου όλους του υπαλλήλους του ΚΤΕΟ καθώς και τον Προϊστάμενο του ΚΤΕΟ Γ. Μ., διότι προέκυπταν αμφιβολίες για την ταυτότητα του ως άνω λεωφορείου. Στη συνέχεια κατέγραψε το ανωτέρω γεγονός στο με αριθμό .../1998 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου εγγράφοντας στον κωδικό 10 1 παρατήρηση παρά πόδας του έγγραφου ως εξής: "10 1 εντοιχισμένος ο αριθμός πλαισίου". Ακολούθως ο ως άνω Προϊστάμενος του ΚΤΕΟ (Μ.) προέβη στην προσωρινή αφαίρεση της αδείας και των πινακίδων κυκλοφορίας του άνω λεωφορείου και με το υπ' αριθμ. 374/21-4-1998 έγγραφο προς τη Δ/νση Δευτερογενή και Τριτογενή Τομέα του Τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ν. Ημαθίας (Τμήμα Συγκοινωνιών) έκανε γνωστό το γεγονός αυτό αποστέλλοντας και αντίγραφο του ως άνω υπ' αριθμ. .../1998 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου. Κατόπιν τούτων συγκροτήθηκε η αρμόδια Επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τους Γ. Σ., υπάλληλο του Τμήματος Συγκοινωνιών, και Ε. Π., υπάλληλο του ΚΤΕΟ αντίστοιχα (...), η οποία επιθεώρησε στις 22-4-1998 το όχημα και αμφισβήτησε μεν την ταυτότητα του οχήματος διαπιστώνοντας στο οικείο Πρακτικό Επιθεώρησης Οχήματος ότι ο εργοστασιακός αριθμός πλαισίου είναι χαραγμένος σε διαδοκίδα με μη εργοστασιακές συγκολλήσεις, πλην όμως έκανε δεκτό ότι το εν λόγω όχημα ήταν εργοστασίου κατασκευής ΜΑΝ έτους 1987 και τύπου κατασκευής SR 292 Η, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ήταν εμφανώς ψευδές, αφού επρόκειτο για όχημα τύπου SR 321 που κατασκευάσθηκε στο εργοστάσιο ΜΑΝ το έτος 1979. Εν συνεχεία η ανωτέρω Επιτροπή χάραξε τον αριθμό "..." στο πλαίσιο στο πίσω μέρος αυτού για την μελλοντική αναγνώριση του, ακολούθως δε ο κατηγορούμενος Σ. ως αρμόδιος Προϊστάμενος του Τμήματος Μεταφορών της Δ/νσης Δευτερογενή και Τριτογενή Τομέα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθίας απέστειλε το υπ' αριθμ. ΤΜΕ/6800 από 12-5-1998 έγγραφο του στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βέροιας για τις δικές του ενέργειες, αποστέλλοντας του συνημμένη μόνο τη φωτοτυπία του ως άνω Πρακτικού Επιθεώρησης της αρμόδιας Επιτροπής και παραλείποντας να αποστείλει μαζί και το υπ' αριθμ. .../1998 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου του ΚΤΕΟ, ζήτησε δε από τον ως άνω Εισαγγελέα να διερευνήσει για τη γνησιότητα και τη νόμιμη κυκλοφορία του ως άνω λεωφορείου και μετά το πέρας της υπόθεσης να του αποστείλει αντίγραφο της απόφασης που θα εκδώσει το δικαστήριο, για να προβεί στις παραπέρα ενέργειες του. Στις 18-5-1998, όταν η ανωτέρω Επιτροπή επιθεώρησε εκ νέου το λεωφορείο, στο οικείο Πρακτικό Επιθεώρησης οχήματος ανέγραψε μεταξύ άλλων και πάλι ψευδώς πως ο τύπος του οχήματος ήταν ο SR 292 Η και το έτος κατασκευής το 1987 καταγράφοντας ότι έγινε "επιθεώρηση λόγω χάραξης νέου αριθμού πλαισίου" και γνωμοδότησε "να χορηγηθεί άδεια και να γραφεί η παρατήρηση στην άδεια: με την επιφύλαξη της ανακλήσεως της αδείας κυκλοφορίας και των κρατικών πινακίδων, αν ήθελε κριθεί από το ποινικό δικαστήριο ότι το όχημα δεν ταυτίζεται με εκείνο για το οποίο χορηγήθηκε η αρχική άδεια κυκλοφορίας", Στην Επιτροπή αυτή, η οποία ουσιαστικά αντέγραψε όσα είχε καταγράψει η προηγούμενη στις 22-04-98, δεν συμμετείχε ο κατηγορούμενος Ε. Π., αλλά μόνον ο Γ. Σ., όπως προκύπτει από το σχετικό αντίγραφο του πρακτικού επιθεωρήσεως, που περιέχεται στη δικογραφία. Με βάση τις ως άνω ψευδείς παρατηρήσεις εκδόθηκε νέα άδεια κυκλοφορίας του ως άνω αυτοκινήτου λόγω χαράξεως νέου αριθμού πλαισίου, στην οποία δεν ανεγράφη μεν ο τύπος του οχήματος (γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε εμφανής αμφισβήτηση για αυτόν) αφήνοντας κενή την σχετική ένδειξη, ως έτος δε κατασκευής το 1986, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη την ψευδή βεβαίωση των ως άνω κατηγορουμένων σχετικά με τον τύπο του οχήματος. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι δύο ως άνω υπάλληλοι κατηγορούμενοι (Γ. Σ. και Ε. Π.) κατά την επιθεώρηση του εν λόγω οχήματος από κοινού βεβαίωσαν γεγονότα αντικειμενικώς ψευδή, ήτοι γεγονότα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, και απέκρυψαν τα αληθή στοιχεία που αφορούσαν την ταυτότητα του, ενώ όφειλαν, όπως προκύπτει από το πλέγμα των σχετικών διατάξεων που αφορούν στον τεχνικό έλεγχο των τουριστικών λεωφορείων και αναφέρονται αναλυτικά υπό το σκέλος της νομικής σκέψης της παρούσας, να βεβαιώσουν όσα υπέπεσαν στην αντίληψη τους, η δε πράξη τους αυτή είχε άμεσες συνέπειες τόσο ως προς την εν γένει κυκλοφορία του οχήματος όσο και ως προς το συνολικό επιτρεπτό χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του λεωφορείου. Περαιτέρω από την πλειάδα των αντιφατικών στοιχείων που αφορούσαν το επιθεωρούμενο αυτοκίνητο (τύπος, χρόνος κατασκευής, ύψος, χρώμα, έλλειψη ενδείξεως αριθμού κινητήρα κ.λ.π. σε συνδυασμό προς το νοθευμένο αριθμό πλαισίου) όφειλαν οι εν λόγω κατηγορούμενοι να δηλώσουν ρητά ότι υφίσταται σαφής αμφισβήτηση της ταυτότητας του επιθεωρούμενου αυτοκινήτου και να μην επιτρέψουν την περαιτέρω κυκλοφορία του. Τα δε ως άνω επίδικα έγγραφα (Πρακτικά Επιθεώρησης οχήματος) ήταν προορισμένα για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη των γεγονότων που βεβαιώνονταν έναντι πάντων και δεν αφορούσαν αποκλειστικά ζητήματα εσωτερικά της Υπηρεσίας των κατηγορουμένων, καθόσον α) επρόκειτο για έγγραφα, τα οποία συντάχθηκαν από τους εν λόγω υπαλλήλους αναφορικά με τον έλεγχο του λεωφορείου, β) ζητήθηκε να αποσταλούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Βέροιας ως αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με την ταυτότητα, αλλά και την κατάσταση του λεωφορείου κατά τον χρόνο ελέγχου και γ) αποτέλεσαν τις βεβαιώσεις δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η σχετική άδεια κυκλοφορίας. Πρόκειται δηλαδή για βεβαιώσεις με πλήρη αποδεικτική δύναμη, που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά και έχουν έννομες συνέπειες, και όχι για απλώς ρυθμιστικά της εσωτερικής υπηρεσίας έγγραφα. Οι εν λόγω υπάλληλοι του ΚΤΕΟ προέβησαν στις ως άνω πράξεις τους, με σκοπό να προσπορίσουν από κοινού στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, ιδιοκτήτη του ως άνω λεωφορείου, αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 €, καθόσον για την αγορά ενός κατάλληλου και συμφώνου προς τις νόμιμες προδιαγραφές οχήματος το κόστος αγοράς θα υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση το ανωτέρω ποσό. Άλλωστε το συνολικό όφελος του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας από την κυκλοφορία - εκμετάλλευση του εν λόγω λεωφορείου από το 1998 έως την ημερομηνία του ατυχήματος, ήτοι για μια πενταετία, ανερχόταν στο ποσό των 153.358 € περίπου, το δε πιθανολογούμενο συνολικό κέρδος μέχρι την 1-1-2008 (ημερομηνία κατά την οποία θα αποσυρόταν τελικά, λόγω παράνομης παράτασης του χρόνου κυκλοφορίας του που επετεύχθη με τον εντοιχισμό του αριθμού πλαισίου, εάν δεν μεσολαβούσε το γεγονός της ολοσχερούς καταστροφής του στις 13-4-2003) θα ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 329.722 € περίπου. Τα ανωτέρω ποσά προκύπτουν σύμφωνα με τις αξιώσεις που πρόβαλε στα αστικά δικαστήρια το ΚΤΕΛ Ημαθίας δηλώνοντας το ποσό των 2.555,98 € ως τα μηνιαία καθαρά έσοδα του από την εκτέλεση τουριστικών δρομολογίων με την χρήση του επίδικου λεωφορείου. Οι δε κατηγορούμενοι, ως εκπρόσωποι του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας και μέλη του ΔΣ του ΚΤΕΛ, με περισσότερες πράξεις κατά τις ως άνω ημερομηνίες με πρόθεση προκάλεσαν με πειθώ και φορτικότητα στους συγκατηγορουμένους τους υπαλλήλους την απόφαση να βεβαιώσουν με πρόθεση τα προαναφερθέντα ψευδή γεγονότα, που είχαν ως έννομη συνέπεια τη συνέχιση της κυκλοφορίας του λεωφορείου τους και δη κατά τρόπο νομιμοφανή, με σκοπό να προσπορίσουν από κοινού στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, ιδιοκτήτη του ως άνω λεωφορείου, αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ..". Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων για τις αξιόποινες πράξεις α. της διαταράξεως της ασφαλείας συγκοινωνιών από κοινού, από την οποία επήλθε θάνατος περισσοτέρων ατόμων, της πλαστογραφίας από κοινού με χρήση σκοπουμένου οφέλους άνω των 73.000 ευρώ και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση από κοινού και κατ' εξακολούθηση ως προς τους Α. Σ., Δ. Γ., Α. Ο., Α. Κ. και Ν. Π. και β. της ψευδούς βεβαιώσεως από κοινού ως προς τους Ε. Π. και Γ. Σ., ως και κατ' εξακολούθηση ως προς τον Γ. Σ. και, για το λόγο αυτό, απέρριψε τις από αυτούς ασκηθείσες, κατά του υπ αριθμ. 28/2009 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βέροιας, εφέσεις ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ.α', 45, 46, 79, 94, 98, 216§§1 α-β και 3 εδ. α, 242§§1, 3, 263 Α και 290§1 εδ. β ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται: Α) Ως προς τη διατάραξη της ασφαλείας συγκοινωνιών: Ότι οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι Α. Σ., Δ. Γ., Α. Ο., Α. Κ. και Ν. Π., ως μέλη οι πρώτος, δεύτερος και πέμπτος, Αντιπρόεδρος ο τρίτος και Πρόεδρος ο τέταρτος του ΔΣ του ΚΤΕΛ Ημαθίας, με το να θέσουν σε κυκλοφορία το ως άνω τουριστικό λεωφορείο, εν γνώσει τους ότι αυτό ήταν πολύ παλαιό με φθορές και οξειδώσεις, είχε κατασκευασθεί το 1979 και έπρεπε ήδη να έχει αποσυρθεί, ήταν, δηλαδή, ακατάλληλο για κυκλοφορία, είχε δε υποστεί επεμβάσεις εκτός εργοστασίου που μείωναν την αντοχή του σε περίπτωση ατυχήματος, ενώ ο πίνακας οργάνων του, λόγω επεμβάσεως με ροοστάτη, εμφάνιζε αναληθή ένδειξη ταχύτητας, διατάραξαν την ασφάλεια της συγκοινωνίας, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, επήλθε δε θάνατος περισσοτέρων ανθρώπων. Ότι αυτοί, ως προς τη διατάραξη, τελούσαν σε ενδεχόμενο δόλο, ο οποίος συνίστατο στο ότι γνώριζαν τους κινδύνους που υπήρχαν για τα μεταφερόμενα πρόσωπα και τους αποδέχθηκαν, έχοντας ως πρωταρχικό σκοπό το κέρδος γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι, κατά τη στιγμή της θέσεως σε κυκλοφορία του πεπαλαιωμένου και ελαττωματικού λεωφορείου, δεν απώθησαν από τη συνείδηση τους το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχαν προβλέψει και, επομένως, το επιδοκίμασαν. Και ότι ο θάνατος των 21 ατόμων, που επήλθε με τον τρόπο που αναλυτικά περιγράφεται ανωτέρω, οφειλόταν σε ενσυνείδητη αμέλεια αυτών, όπως συνάγεται από την παραδοχή ότι προέβλεψαν μεν ότι από τη συμπεριφορά τους μπορούσε να επέλθει και θάνατος ανθρώπων, πλην δεν αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο αυτό και το απεύχονταν. Β) Ως προς την πλαστογραφία με χρήση: Ότι οι αυτοί ως άνω κατηγορούμενοι νόθευσαν, από κοινού, με τον περιγραφόμενο τρόπο, έγγραφο (τον αριθμό πλαισίου), με σκοπό την παραπλάνηση άλλων (των αρμοδίων Αρχών), με τη χρήση του, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια (ότι, δηλαδή, επρόκειτο για λεωφορείο, το οποίο ήταν έτους κατασκευής 1986 και, επομένως, η κυκλοφορία του και, εντεύθεν, το περιθώριο της χρονικής του εκμεταλλεύσεως μπορούσε να παραταθεί μέχρι την 1.1.2008), ότι, στη συνέχεια, έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου, θέτοντας σε κυκλοφορία το λεωφορείο, στην πράξη τους δε αυτή προέβησαν με σκοπό να προσπορίσουν στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στα κέρδη από την εκμετάλλευση του τουριστικού λεωφορείου, αν δεν μεσολαβούσε το ατύχημα, μέχρι την 1.1.2008 από 329.722 ευρώ περίπου, οπωσδήποτε δε στην από 80.000 ευρώ αξία προμήθειας νέου λεωφορείου (ήτοι άνω των 73.000 ευρώ). Γ) Ως προς την ψευδή βεβαίωση: Ότι οι κατηγορούμενοι Ε. Π. και Γ. Σ. ήταν υπάλληλοι ο πρώτος του ΚΤΕΟ Ν. Ημαθίας και ο δεύτερος του Τμήματος Συγκοινωνιών, ως μέλη δε της σχετικής Επιτροπής, είχαν ως καθήκον την επιθεώρηση του επιδίκου τουριστικού λεωφορείου. Ότι στο από 22.4.1998 Πρακτικό Επιθεώρησης Οχήματος βεβαίωσαν ψευδώς ότι το όχημα ήταν εργοστασίου κατασκευής ΜΑΝ έτους 1987 και τύπου κατασκευής SR 292 Η, ενώ το αληθές ήταν ότι επρόκειτο για όχημα τύπου SR 321 που κατασκευάστηκε το 1979, παρασιώπησαν δε τα γεγονότα που υπέπεσαν στην αντίληψη τους (τύπος, έτος κατασκευής, χρώμα, νοθευμένος αριθμός πλαισίου κ.λ.π.), τα οποία έπρεπε να αναφέρουν και να αποφανθούν ότι επρόκειτο για άλλο όχημα και όχι για εκείνο, για το οποίο είχε χορηγηθεί η άδεια κυκλοφορίας, ο δε δεύτερος βεβαίωσε ψευδώς και παρασιώπησε τα αυτά κατά τη νέα επιθεώρηση του οχήματος, που έγινε στις 18.5.1998. Ότι οι βεβαιώσεις αυτές αναφέρονταν σε πραγματικά περιστατικά και είχαν έννομες συνέπειες και δεν ήταν απλά ρυθμιστικά της εσωτερικής Υπηρεσίας έγγραφα. Ότι οι συνέπειες αφορούσαν τόσο την εν γένει κυκλοφορία του οχήματος, όσο και το συνολικό επιτρεπτό χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας αυτού, αφού, με βάση τις ψευδείς βεβαιώσεις, η κυκλοφορία του θα παρατεινόταν μέχρι 1.1.2008. Και ότι, με τις πράξεις τους αυτές, είχαν σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον (ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας) αθέμιτο όφελος, που υπερβαίνει, συνολικά, το ποσό των 73.000 ευρώ (όπως έχει εκτεθεί παραπάνω). Και Δ) ως προς την ηθική αυτουργία των Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών του ΔΣ του ΚΤΕΛ στις άνω πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως: Ότι αυτοί με πειθώ και φορτικότητα προκάλεσαν στους ως άνω υπαλλήλους την απόφαση να βεβαιώσουν τα αναφερόμενα ψευδή και να παρασιωπήσουν τα αληθή γεγονότα, που είχαν, ως συνέπεια, τη συνέχιση της κυκλοφορίας του λεωφορείου τους κατά τρόπο νομιμοφανή. Επομένως, α) οι, από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ ΚΠοινΔ, δεύτερος και τρίτος λόγοι της πρώτης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα εγκλήματα της διαταράξεως ασφαλείας συγκοινωνιών και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, β) οι, από το άρθρο 484§1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγοι της δεύτερης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 242 ΠΚ και γ) οι, από το άρθρο 484 §1 στοιχ. β ΚΠοινΔ, λόγοι της τρίτης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα: α) Η αιτίαση των αναιρεσειόντων Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών του ΔΣ του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας ότι το βούλευμα παρέλειψε να αναφέρει, στην 1η σελίδα του 52ου φύλλου, αν η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών έγινε από πρόθεση ή από αμέλεια αυτών (δεύτερο σκέλος δευτέρου λόγου πρώτης αιτήσεως) είναι αβάσιμη, γιατί, με το βούλευμα, όπως αναφέρθηκε, έγινε δεκτό ότι οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι τέλεσαν το έγκλημα αυτό με ενδεχόμενο δόλο, στο δε παραπεμπτικό βούλευμα, το οποίο επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο, αναφέρεται ρητά ότι παραπέμπονται αυτοί γιατί "με πρόθεση και με κοινό δόλο" διατάραξαν την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους, στη δε αναφερόμενη (τελευταία) σελίδα του προσβαλλόμενου βουλεύματος, απλώς περιλαμβάνονται οι διατάξεις περί απορρίψεως κατ' ουσίαν των εφέσεων και επικυρώσεως του εκκαλουμένου βουλεύματος, χωρίς να επαναλαμβάνονται οι πράξεις, για τις οποίες παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι, β) Η αιτίαση των αυτών ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αντιπαρήλθε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία (αθωωτικές αποφάσεις και βουλεύματα ως προς τον οδηγό του τουριστικού λεωφορείου Κ. Μ., έκθεση πραγματογνωμοσύνης, μαρτυρικές καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων, επιβαινόντων του λεωφορείου και διασωθέντων, οδηγών και συνοδηγών των ακολουθούντων το λεωφορείο αυτοκινήτων, κ.λπ.) (πρώτο σκέλος δευτέρου λόγου πρώτης αιτήσεως), ανεξαρτήτως του απαραδέκτου αυτής, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας, είναι αβάσιμη, γιατί, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του βουλεύματος, λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προδικασία, τα οποία μνημονεύονται κατ" είδος, η ευθύνη δε του οδηγού του λεωφορείου είναι τελείως ανεξάρτητη από τις ευθύνες των αναιρεσειόντων, εφόσον, στην κρινόμενη περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα αμελείας περί την οδήγηση, αλλά διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών, η οποία στηρίζεται στους λόγους που προαναφέρθηκαν, γ) Η αιτίαση ότι δεν αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία οι αυτοί αναφεσείοντες προκάλεσαν στους φυσικούς αυτουργούς της ψευδούς βεβαιώσεως την απόφαση να εκτελέσουν την πράξη αυτή, ούτε αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε ότι αυτοί προκάλεσαν στους ανωτέρω την απόφαση τους αυτή (τρίτος λόγος πρώτης αιτήσεως) είναι αβάσιμη, γιατί, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ότι εκτίθεται στο βούλευμα ότι οι ως άνω αναιρεσείοντες με πρόθεση προκάλεσαν με πειθώ και φορτικότητα στους συγκατηγορουμένους τους υπαλλήλους την απόφαση να βεβαιώσουν με πρόθεση τα προαναφερθέντα ψευδή γεγονότα, που είχαν ως έννομη συνέπεια τη συνέχιση της κυκλοφορίας του λεωφορείου τους και δη κατά τρόπο νομιμοφανή, με σκοπό να προσπορίσουν από κοινού στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, ιδιοκτήτη του ως άνω λεωφορείου, αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω ανάλυση, δ) Η αιτίαση ότι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 242 ΠΚ, τιμωρείται ο υπάλληλος που βεβαιώνει ψευδές, όχι, όμως, και αυτός που αποσιωπά άλλο γεγονός όπως δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τον αναιρεσείοντα Ε. Π. (και τον Γ. Σ.) (πρώτος λόγος δεύτερης αιτήσεως), είναι αβάσιμη, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως τελείται όχι μόνο με πράξη, αλλά και με την παράλειψη του υπαλλήλου να βεβαιώσει περιστατικό, το οποίο υπέπεσε στην αντίληψη του. ε) Οι αιτιάσεις ότι το Πρακτικό Επιθεωρήσεως Οχήματος, που συμπλήρωσε και υπέγραψε ο αυτός αναιρεσείων μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Γ. Σ., δεν προοριζόταν για εξωτερική χρήση, αλλά θα παρέμενε στην Υπηρεσία, ότι το βεβαιούμενο περί του τύπου και του έτους κατασκευής του τουριστικού λεωφορείου είναι ακριβές και ότι η αναγραφή του τύπου δΚ 292 Η, ακόμη και αν αποδειχθεί ανακριβής, δεν συνιστά γεγονός, αλλά εσφαλμένη εκτίμηση, επομένως δε δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος (πρώτο σκέλος δευτέρου λόγου δεύτερης αιτήσεως, στοιχ. α, β, γ), πέραν του απαραδέκτου αυτών, γιατί αφορούν την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι αβάσιμες, γιατί, όπως αιτιολογείται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, τα έγγραφα με τις ψευδείς βεβαιώσεις (Πρακτικά Επιθεωρήσεως) αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά και όχι σε απλές κρίσεις, ενώ δεν πρόκειται για ρυθμιστικά της εσωτερικής υπηρεσίας έγγραφα, αλλά για βεβαιώσεις με βάση τις οποίες εκδόθηκε η άδεια κυκλοφορίας του οχήματος, στ) Η αιτίαση του ιδίου αναιρεσείοντος ότι δεν αναφέρεται ότι αυτός τελούσε σε δόλο (πρώτο σκέλος δευτέρου λόγου δεύτερης αιτήσεως, στοιχ. δ) είναι απαράδεκτη, γιατί, όπως αναφέρθηκε, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, στην προκειμένη δε περίπτωση ο νόμος δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο της πράξεως του άρθρου 242 ΠΚ. Παρά ταύτα, το Συμβούλιο, με την παραδοχή ότι οι ως άνω υπάλληλοι προέβησαν στις ψευδείς βεβαιώσεις, με σκοπό να προσπορίσουν στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας αθέμιτο όφελος, δέχεται ότι αυτοί είχαν δόλο τελέσεως του εγκλήματος αυτού, ζ) Η αιτίαση του ιδίου ότι το Συμβούλιο Εφετών, προκειμένου να θεμελιώσει την παραπομπή του, προσέφυγε σε συναγωγές, τις οποίες άντλησε από έγγραφα του φακέλου του λεωφορείου (έγγραφα Τελωνείου Αθηνών, τεχνολόγου μηχανικού Χ. Υ., Πρακτικό Επιθεωρήσεως Οχήματος της 31.3.1997), από τα οποία άντλησε και αυτός τα στοιχεία για να καταρτίσει την έκθεση του, με αποτέλεσμα, από την επιλεκτική και αποσπασματική χρήση των ίδιων εγγράφων, να δημιουργείται ασάφεια, με αποτέλεσμα να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (δεύτερο σκέλος δευτέρου λόγου δεύτερης αιτήσεως), είναι απαράδεκτη, γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου, η) Η αιτίαση του ιδίου αναιρεσείοντος ότι δεν αναφέρονται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι φερόμενοι ως ηθικοί αυτουργοί για να του προκαλέσουν την απόφαση να τελέσει την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται και, ότι, επομένως, αυτός όχι ορθά παραπέμπεται για την κακουργηματική μορφή της πράξεως αυτής (τρίτος λόγος δεύτερης αιτήσεως), πέραν της αβασιμότητας της, αφού, όπως έχει εκτεθεί, το βούλευμα είναι επαρκώς αιτιολογημένο και ως προς το σημείο αυτό, είναι προεχόντως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί αφορά τους συγκατηγορουμένους του Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και μέλη του ΔΣ του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, η ευθύνη των οποίων είναι ανεξάρτητη από τη δική του. θ) Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Γ. Σ. ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε ειδική αιτιολογία ως προς το δόλο του για την τέλεση της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως, από την επανάληψη δε της λέξεως "όφειλαν" (να βεβαιώσουν κ.λ.π.) προκύπτει επίκληση περιστατικών που προσιδιάζουν σε επίδειξη αμελούς και όχι δόλιας συμπεριφοράς (πρώτος λόγος τρίτης αιτήσεως), είναι αβάσιμη, γιατί, όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρά το ότι η ύπαρξη του δόλου δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως, εν τούτοις έγινε δεκτό ότι και το εν λόγω αδίκημα τελέσθηκε με πρόθεση. Η δε επανάληψη της λέξεως "όφειλαν" όχι μόνο δεν προσιδιάζει σε επίδειξη αμελούς συμπεριφοράς, αλλά τονίζει την ύπαρξη του δόλου. Η αυτή αιτίαση, κατά το σημείο με το οποίο υποστηρίζεται ότι το Συμβούλιο Εφετών αντιπαρήλθε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι κατά τον έλεγχο του οχήματος καταχώρησε τα στοιχεία ... και το έτος κατασκευής, όπως αυτά καταγράφονταν στην αλλοδαπή γερμανική άδεια και στο υπ' αριθ. 1310/2.6.95 πιστοποιητικό του τελωνείου Αθηνών, είναι απαράδεκτη, γιατί πλήττει την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου, το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να απορρίψει με ειδική αιτιολογία τον αρνητικό αυτό της κατηγορίας ισχυρισμό, τον οποίο, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών του, όπως αυτές αναφέρονται ανωτέρω, απέρριψε σιωπηρά, ι) Οι αιτιάσεις του αυτού αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας ως προς τη δυνατότητα προκλήσεως, από την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, εννόμων συνεπειών και ως προς το σκοπό προσπορισμού αθεμίτου οφέλους (δεύτερος και τρίτος λόγοι τρίτης αιτήσεως) είναι αβάσιμες, γιατί, όπως έχει εκτεθεί, το βούλευμα περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τα ζητήματα αυτά Και ια) η αιτίαση του ιδίου αναιρεσείοντος ότι το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως, γιατί αυτός έχει παραπεμφθεί για ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, η οποία τελέσθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999 (3.6.1999), χωρίς να αναφέρεται το ποσό της ωφέλειας ή της βλάβης από κάθε μερικότερη πράξη, για να κριθεί αν καθεμιά από αυτές προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, είναι αβάσιμη, γιατί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αν όλες οι πράξεις του κατ" εξακολούθηση εγκλήματος απέβλεπαν στην πραγματοποίηση του αυτού οφέλους ή στην πρόκληση της αυτής ζημίας, κάθε επί μέρους προσδιορισμός του οφέλους ή της ζημίας δεν είναι νοητός, στην προκειμένη δε περίπτωση και οι δύο πράξεις που τέλεσε ο αναιρεσείων, οι οποίες αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, συνέκλιναν στον προσπορισμό στο ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας του αυτού οφέλους (άνω των 73.000 ευρώ) και δεν τίθεται ζήτημα μερικότερου ποσού, στο οποίο απέβλεπε κάθε μερικότερη πράξη, οπότε ορθώς προσδόθηκε στην πράξη του κακουργηματικός χαρακτήρας.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δεδικασμένο, η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. γ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στη πράξη. Αντιθέτως, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία, κατ' άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠοινΔ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, ούτε και η διάταξη αυτού, με την οποία απορρίπτεται, κατ' άρθρο 47 του ΚΠοινΔ, η έγκληση ως μη νόμιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Στη τελευταία μόνο περίπτωση, εφ' όσον η απορριπτική αυτή διάταξη εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών, παρέχεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα να απορρίψει, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 του ΚΠοινΔ, κάθε νέα καταγγελία κατά του ιδίου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών, με συνέπεια τη δημιουργία περιορισμένου οιονεί δεδικασμένου, που ισχύει κατά το στάδιο που προηγείται της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και κάμπτεται όταν μεταγενεστέρως προκύψουν νεότερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της ασκήσεως ποινικής διώξεως. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος και μέλη του ΔΣ του ΚΤΕΛ Ν. Ημαθίας, με τον ο πρώτο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. γ ΚΠοινΔ, λόγο της αιτήσεως τους, πλήττουν το προσβαλλόμενο βούλευμα για παραβίαση του δεδικασμένου. Συγκεκριμένα, επικαλούνται ότι είχε διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση για να ερευνηθεί αν είχαν τελεσθεί τα εγκλήματα της λαθρεμπορίας (με τη μορφή της εντοιχίσεως του αριθμού πλαισίου στο επίδικο όχημα, για το οποίο δεν καταβλήθηκαν οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι), της πλαστογραφίας και της παραβάσεως του άρθρου 85 ΚΟΚ, ότι, ακολούθως, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ..., υπέβαλε το από 5.3.1999 έγγραφο του στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο διαβίβασε σ' αυτόν τη δικογραφία με την αναφορά ότι δεν αποδείχθηκε ότι είχαν τελεσθεί οι ως άνω πράξεις και, για το λόγο αυτό, δεν άσκησε ποινική δίωξη, αλλά έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, ο δε Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης ενέκρινε την ενέργεια αυτή και επέστρεψε τη δικογραφία, οπότε έχει δημιουργηθεί οιονεί δεδικασμένο, το οποίο κωλύει τη (νέα) ποινική δίωξη για πλαστογραφία με χρήση σκοπουμένου συνολικού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ. Για να επανακριθεί δε η υπόθεση που αρχειοθετήθηκε και να καμφθεί το οιονεί δεδικασμένο, έπρεπε να προκύψουν νεότερα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, οπωσδήποτε δε να προηγηθεί της νέας ποινικής διώξεως ανάκληση της εισαγγελικής διατάξεως, με την οποία αρχειοθετήθηκε η υπόθεση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία, κατ' άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠοινΔ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμη, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, και, επομένως, ορθά ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, εφόσον μάλιστα συγκεντρώθηκαν, όπως δέχεται το Συμβούλιο Εφετών, νέα στοιχεία (έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις), από τα οποία προέκυψαν επαρκείς, κατά τα ανωτέρω, ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων και για την πράξη αυτή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον Άρειο πάγο ακόμη, και ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ιδίου Κώδικα λόγω αναιρέσεως του βουλεύματος, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο νόμο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠοινΔ (όπως αντικ. με αρ. 5 ν. 3160/2003) στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου ο εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη μόνον εφόσον έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ. 2 του άρθρο 43 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι καμιά ακυρότητα δεν προκαλείται αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον, όμως, έχει γίνει αστυνομική προανάκριση. Επομένως, ο τέταρτος, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ, λόγος της πρώτης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα, γιατί δεν προηγήθηκε της ποινικής διώξεως η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων των αιτήσεων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αμέσως μετά το πολύνεκρο τροχαίο ατύχημα, διενεργήθηκαν από τις αρμόδιες Αστυνομικές Αρχές οι από το άρθρο 243 §2 ΚΠοινΔ προβλεπόμενες προανακριτικές πράξεις, από τις οποίες συγκεντρώθηκε το αποδεικτικό υλικό, με βάση το οποίο σχηματίσθηκε τόσο η παρούσα δικογραφία, όσο και οι προγενέστερες που αφορούσαν τον οδηγό του συρμού και τους ιδιοκτήτες αυτού.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις υπ' αριθ. 1/20.1.2010, 2/20.1.2010 και 3/20.1.2010 αιτήσεις των Α. Σ. του Ι., Δ. Γ. του Α., Α. Ο. του Π., Α. Κ. του Κ. και Ν. Π. του Γ. (η πρώτη), Ε. Π. του Ι. (η δεύτερη) και Γ. Σ. του Δ. (η τρίτη), για αναίρεση του υπ αριθ. 1136/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ