Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. με την αντικατάσταση του άρθρ. 25 παρ. 1 του Ν.1882/90 με το άρθρ. 34 παρ. 1 το Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004 το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξης του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων (4) μηνών, από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ. Στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με την βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου, ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Αβάσιμος ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας γιατί μετά την εξέταση του μάρτυρα κατηγορίας δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο που την εκπροσώπησε, καθώς και για ακυρότητα της αποφάσεως, γιατί μετά από την απορριπτική πρόταση του εισαγγελέα, σε αίτημα της για αναβολή της δίκης, δεν δόθηκε ο λόγος στον αυτό συνήγορό της, αφού από το σύνολό των πρακτικών προκύπτει ότι η κατηγορούμενη, αλλά και της ρητής αναφοράς στα πρακτικά, δεν στερήθηκε των παραπάνω δικαιωμάτων της. Αβάσιμα επίσης προβάλλει την αιτίαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, αφού στο σκεπτικό και το αλληλοσυμπληρούμενο με αυτή διατακτικό της, δεν υπάρχουν ασάφειες και παραλείψεις. Απορρίπτει λόγους της αιτήσεως και αυτή στο σύνολό της ως αβάσιμη.
Αριθμός 1054/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Μ. συζ. Χ. Σ. το γένος Ι. Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Πέτρου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 49364/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Οκτωβρίου 2011 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1205/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων 329, 331 εδ.Β', 333 και 358 του Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ.δ' του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο ή τον πληρεξούσιο που τον εκπροσωπεί να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων που έγιναν στο ακροατήριο, γιατί ούτως ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματός του.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 49.364/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχος μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (αρθρ. 25 Ν. 1882/1990) και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για χρονικό διάστημα τριών ετών.
Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς της προβάλλει την αιτίαση ότι πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατ' άρθρο 510 στοιχ.Α' ΚΠΔ, διότι η διευθύνουσα τη συζήτηση Πρόεδρος, μετά την εξέταση του μάρτυρα κατηγορίας, δεν έδωσε το λόγο στον πληρεξούσιό της, που την εκπροσωπούσε, αν είχε κάτι να παρατηρήσει ή να υπενθυμίσει ή να διασαφήσει, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και η προσβαλλόμενη να είναι αναιρετέα για παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, επίσης δε υπάρχει απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 138 παρ.2 του αυτού Κώδικα, διότι η Πρόεδρος του Δικαστηρίου, μετά την υποβολή εκ μέρους του συνηγόρου της αιτήματος για αναβολή της δίκης προκειμένου να εκδικαστούν οι προσφυγές που εκκρεμούν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς και την εισαγγελική απορριπτική πρόταση του άνω αιτήματός της, δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορό της να αντιτάξει την υπεράσπισή της και να αντικρούσει την εισαγγελική πρόταση.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από το Δικαστήριο αυτό για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, από το σύνολο των αναφερομένων σε αυτά προκύπτει ότι ο λόγος δόθηκε στο συνήγορο της κατηγορουμένης τόσο μετά την εξέταση του μάρτυρα κατηγορίας εάν είχε να παρατηρήσει, υπενθυμίσει ή να διασαφήσει κάτι, σχετικά με την κατάθεση του άνω μάρτυρα, αλλά βεβαιώνεται άλλωστε ρητά αυτό στο τέλος στη σελίδα 29 των άνω πρακτικών, ότι "γίνεται μνεία ότι μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα και πριν από την έκδοση κάθε απόφασης, δινόταν ο λόγος κατά σειρά σε όλους τους παράγοντες της δίκης, τελευταία δε πάντοτε στον κατηγορούμενο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του" όπως ακριβώς σε αυτά αναφέρεται. Κατά συνέπεια, ο σχετικός άνω λόγος της αιτήσεως, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί.
Με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος καταβολής) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του.
Εξάλλου, με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα μετά οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.
Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξης του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης ως άνω αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημ/κείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Η κατηγορούμενη ήταν διαχειρίστρια της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΛΑΜΑΡ ΕΠΕ", με έδρα τη Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού Δελφών αριθμός 109, με αντικείμενο εργασιών εμπορία, εισαγωγή και εξαγωγή προϊόντων. Σε βάρος της ως άνω εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από 31-1-2002 έως 20-2-2004, που η κατηγορούμενη είχε την ιδιότητα της διαχειρίστριας βεβαιώθηκαν στη Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας διάφορα χρέη και συγκεκριμένα 40 χρέη, όπως αυτά αναφέρονται στον πίνακα χρεών που ενσωματώνεται στο διατακτικό της παρούσας, καταβλητέα εφάπαξ. Ειδικότερα, για τα χρέη του πίνακα, με αριθμούς 4, 5, 6, 7, 8, 9, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 29 έως 40 χρέη, αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της ως άνω εταιρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 28-6-2004 έως 1-8-2004, καθυστέρησε να καταβάλει τα προαναφερόμενα χρέη προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, δηλαδή τη Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, όπως τα επιμέρους ποσά κεφαλαίου και προσαυξήσεων, το οικονομικό έτος στο οποίο αφορούν, η αιτία αυτών, ο χρόνος βεβαιώσεώς τους, η πράξη βεβαιώσεως και ο χρόνος καταβολής, εξειδικεύονται στο διατακτικό της παρούσας και το συνολικό τους ύψος ανέρχεται στο ποσό των 2.820.451,35 ευρώ". Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα της άνω αξιόποινης πράξεως και ειδικότερα, του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 28-6-2004 έως 1-8-2004 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας σε βάρος της εταιρείας "ΛΑΜΑΡ-ΕΜΠΟΡΙΚΗ-ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ-ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ", στην οποία τυγχάνει διαχειρίστρια, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, με αριθμούς 4, 5, 6, 7, 8, 9, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 29 έως 40 όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ. ειδ. βιβλίου 40/05) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 25-11-05 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 2.82045,35, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 παρ.2 ΠΚ και αρθρ. 25 παρ.1, 2, 3 του Ν.1882/90, όπως αντικ. με αρθρ. 23 Ν. 2523/97, 19 παρ.2 Ν. 2948/01 και αρθρ. 34 παρ.1γ' Ν. 3220/04, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, -εκπροσωπήθηκε ο κατηγορούμενος-), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτή καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, καθορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση της άνω κατηγορουμένης, ως διαχειρίστριας και νόμιμης εκπροσώπου της αναφερόμενης στο σκεπτικό της αποφάσεως ΕΠΕ. Είναι αβάσιμες οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και ειδικότερα, ότι υπάρχει ασάφεια όσον αφορά ποία από τις προβλεπόμενες στο νόμο περιπτώσεις δέχεται, ήτοι τα χρέη που καταβάλλονται σε δόσεις ή χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, καθόσον ρητά στο σκεπτικό της προσβαλλομένης ορίζεται ότι τα χρέη ήταν καταβλητέα εφάπαξ, αναφέρεται δε η αρμόδια Δ.Ο.Υ., που ήταν βεβαιωμένα, ο μεγαλύτερος των τεσσάρων (4) μηνών καθυστερήσεως καταβολής τους στο Δημόσιο καθενός από αυτά, το οικονομικό έτος στο οποίο αυτά αφορούν, η αιτία αυτών και εκτός των άλλων, η πράξη βεβαιώσεως και ο χρόνος καταβολής τους, το ύψος καθενός από αυτά και το συνολικό τους.
Επομένως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίον αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14 Οκτωβρίου 2011 (υπ' αριθμ. πρωτ. 7876/17-10-2011 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ασκηθείσα) αίτηση της Μ. συζ. Χ. Σ., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ... για αναίρεση της με αριθμό 49.364/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ