Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Δυσφήμηση απλη, Παραγραφή υφ' όρο.
Περίληψη:
Πρώτος αναιρεσείων - αναίρεση κατά αποφάσεως η οποία έπαυσε υφ' όρον την ποινική δίωξη κατ' αυτού κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 § 1 Ν. 3346/2005. Απαράδεκτη κατ' αυτής η αναίρεση. Απορρίπτεται η αναίρεση (άρθρ. 476§1 ΚΠΔ) και καταδικάζεται ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Δεύτερος αναιρεσείων: Λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, άλλως για έλλειψη ακροάσεως. Μη κοινοποίηση μαρτύρων από πολιτικώς ενάγοντα και στον Εισαγγελέα. Ο κατηγορούμενος που εναντιώθηκε για το λόγο αυτό στην εξέτασή τους στο ακροατήριο δεν έχει έννομο συμφέρον να επικαλεστεί τη σχετική αυτή ακυρότητα. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή ως προς την απλή δυσφήμηση. Απορρίπτει αιτήσεις.
Αριθμός 1563/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, και Γεώργιο Αδαμόπουλο (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Νικολάου Ζαΐρη), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Κουτσούκο, περί αναιρέσεως της 288/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Οκτωβρίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1726/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1) Ως προς το δεύτερο των αναιρεσειόντων, Χ2: Κατά το άρ. 32 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 3346/2005, "επιβληθείσες ποινές με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος διάρκειας μέχρι έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν οπωσδήποτε εκτιθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών". Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα ή δημοσίου κατηγόρου, κατά περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ενόσω η απόφαση, κατ' εφαρμογήν του άρ. 32 του Ν. 3346/2005 βρίσκεται στο αρχείο, η τυχόν ασκηθείσα κατ' αυτής έφεση δεν εισάγεται προς συζήτηση και αν εισαχθεί κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτησή της, ούτε χωρεί κατ' αυτής αναίρεση. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, που έπαυσε ως προς του αναιρεσείοντα αυτόν, υφ' όρον την ποινική δίωξή του για εξύβριση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 § 1 του άνω νόμου, δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως από αυτόν (ΚΠΔ 504 § 1. 370) και, επομένως, ως προς το διάδικο αυτόν, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (ΚΠΔ 476 § 1) και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
2) Ως προς τον πρώτο των αναιρεσειόντων Χ1: Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 288/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Ο εγκαλών είναι πολιτικός μηχανικός εργολάβος δημοσίων έργων. Το έτος 2000 συνεργαζόταν με την κατασκευαστική εταιρεία ΤΕΚ Θεσσαλονίκης ΑΕ η οποία ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σε μειοδοτικό διαγωνισμό που προκήρυξε η ΔΕΥΑ ... για το έργο εγκατάστασης επεξεργασίας λυμάτων του Δήμου ... . Την πρόταση της παραπάνω εταιρείας για τον εν λόγω διαγωνισμό έκανε ο εγκαλών ο οποίος καταγόμενος από την ... και διατηρών εκεί οικία, επισκεπτόταν συχνά το νησί και είχε λάβει γνώση του εν λόγω διαγωνισμού. Ο εγκαλών έκανε πράγματι για λογαριασμό της εταιρείας την μελέτη του εν λόγω έργου, πλην όμως κατά το διαγωνισμό που θα ελάμβανε χώρα στην ... στις 11-9-2000 η εταιρεία τελικά δεν έλαβε μέρος, διότι ο προϋπολογισμός του έργου υπολειπόταν πολύ από το απαιτούμενο ποσό για την κατασκευή του έργου. Την παραπάνω ημέρα διεξαγωγής του διαγωνισμού για την ανάδειξη εργολάβου κατασκευής του εν λόγω έργου ο εγκαλών υπέβαλε στη ΔΕΥΑ ... δήλωση περί μη συμμετοχής της παραπάνω εταιρείας στον εν λόγω διαγωνισμό. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (11-9-2000) κατά τη διάρκεια περιπάτου του εγκαλούντος στην πλατεία ... με τον ΑΑ (εκπρόσωπο ΤΕΚ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΕ), ο οποίος ήταν κι αυτός στο νησί, πλησίασε τον εγκαλούντα ο κατ/νος Χ1 ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ... και μεγαλόφωνα του είπε ότι έμαθε ότι πήρε το έργο και στη συνέχεια τον ρώτησε "πόσα σου πήρε ο Δήμαρχος;". Αυτά όλα ειπώθηκαν ενώπιον του ΑΑ και της παρέας του κατ/νου. Ο εγκαλών του απάντησε "τι είναι αυτά που λες, αφού εγώ δεν έλαβα καν μέρος στο διαγωνισμό". Στη συνέχεια ο εγκαλών ενημέρωσε το Δήμαρχο ΒΒ για το παραπάνω περιστατικό με τον κ. Χ1 κι εκείνος του ζήτησε να του τα καταθέσει εγγράφως. Ο εγκαλών πράγματι συνέταξε και παρέδωσε στο Δήμαρχο την από 12-9-2000 επιστολή του στην οποία εξιστορούσε τα ανωτέρω που συνέβησαν στην πλατεία ... και την οποία προσυπέγραψε ως αυτήκοος μάρτυρας ο ΑΑ. Την εν λόγω επιστολή που περιέχεται στα πρακτικά της από 25-10-2000 συνεδρίασης του Δ.Σ. ... την διάβασε ο Δήμαρχος στο Δημοτικό Συμβούλιο, στο οποίο παρευρίσκονταν και οι κατ/νοι, ο 1ος κατ/νος ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και ο 2ος ως Δημοτικός Σύμβουλος. Ο 1ος κατ/νος Χ1 όταν τον ρώτησε ο Δήμαρχος αν αποδέχεται το περιεχόμενο της επιστολής είπε για τον εγκαλούντα ότι "ο συγκεκριμένος άνθρωπος που έρχεται μια φορά το χρόνο ήταν ψευδομάρτυρας σε δικαστήρια μέσα, σε δύο δικαστήρια
ας βάλει λοιπόν νερό στο κρασί του ο κύριος και να ζητήσει συγνώμη γιατί δεν είμαστε του ίδιου επιπέδου ... . Ο συγκεκριμένος άνθρωπος θέλει πουλήσει εκδούλευση στο δήμαρχο αυτός ήταν ο σκοπός του ...". Ο εγκαλών με την από 25-10-2000 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο Χ1 τον κάλεσε να του γνωστοποιήσει σε ποια δικαστήρια ήταν ψευδομάρτυρας. Ο κατ/νος Χ1 με την από 14-11-2000 εξώδικη απάντηση που κοινοποιήθηκε στον εγκαλούντα του απάντησε ότι "Η θέση μου ήταν ότι εφόσον αυτά που αναφέρατε στην επιστολή σας δεν ευσταθούσαν για το πρόσωπό μου τότε γιατί να μην έχετε καταθέσει και ως ψευδομάρτυρας, σε Δικαστήριο". Η φράση ότι ο εγκαλών έχει καταδικαστεί δυο φορές για ψευδομαρτυρία, αποτελεί γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή την αναλήθειά του. βλάπτει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Από τα παραπάνω δε αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια του γεγονότος, δοθέντος ότι ο εγκαλών είχε πράγματι καταδικασθεί δύο φορές για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία όχι όμως και για ψευδορκία. Ο κατηγορούμενος γνώριζε για τις καταδίκες του εγκαλούντος, και μάλιστα τον ακριβή αριθμό αυτών, πλην όμως δεν ήταν βέβαιος για το αδίκημα για το οποίο δικάστηκε ο τελευταίος. Ωστόσο η περί καταδίκης για ψευδορκία αναφορά του κατηγορουμένου έγινε με πρόθεση να προσβληθεί η τιμή του εγκαλούντος. Η πρόθεσή του δε αυτή είναι εμφανής α) από το ότι επιλέγει να αναφερθεί σ' αυτό το γεγονός στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου ... γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για τον πλέον πρόσφορο τρόπο διάδοσης αυτού στην κοινωνία της ... και β) το αναφέρει επιδιώκοντας να πληροφορηθεί η ... κοινωνία ότι ο εγκαλών είναι αναξιόπιστο και ανυπόληπτο πρόσωπο, δεδομένου ότι η διάδοση του γεγονότος αυτού είναι η πλέον κατάλληλη για να υποστηριχθεί η θέση, ότι το περιεχόμενο της επιστολής που ανέγνωσε ο Δήμαρχος στο Δημοτικό συμβούλιο και της οποίας συντάκτης είναι ο εγκαλών, είναι ψευδές, στοχεύοντας με τον τρόπο αυτό αφενός στην υπέρ αυτού αντιστροφή των εντυπώσεων που προκάλεσε η επιστολή αυτή και αφετέρου στο να εμποδίσει το Δήμαρχο να επωφεληθεί απ' αυτήν. Με τα δεδομένα αυτά δεν στοιχειοθετείται η πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως για την οποία κατηγορείται ο πρώτος των κατηγορουμένων, αλλά εκείνη της απλής δυσφήμησης για την οποία, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος έζησε ως το χρόνο που έγινε η παραπάνω πράξη έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και πρέπει να του αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α Π.Κ.". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο, για την πράξη της απλής δυσφημήσεως και ειδικότερα του ότι: "στις 25-10-2000 με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε ή διέδωσε για κάποιον άλλο γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του και ειδικότερα: Στην ... στις 25-10-2000 κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου ανέφερε για το μηνυτή Ψ μεταξύ άλλων τα κάτωθι: "... ο συγκεκριμένος ήταν ψευδομάρτυρας σε δύο δικαστήρια. Ας ζητήσει συγνώμη, γιατί δεν είμαστε του ίδιου επιπέδου. Μου είπε ... προχώρα και είμαι μαζί σου. Και την άλλη μέρα στέλνει επιστολή ... . Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήθελε να πουλήσει εκδουλεύσεις στον Δήμαρχο ...". Όλα τα ανωτέρω γεγονότα έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή. Δέχεται ότι στο πρόσωπο του 1ου κατηγορουμένου συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του ότι, ο κατ/νος έζησε ως το χρόνο που έγινε η παραπάνω πράξη έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 84 § 2α' και 362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία, κατηγορουμένου, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, Ψ, την ένορκη επίσης κατάθεση του μάρτυρα της πολιτικής αγωγής ΓΓ, ο οποίος αναφέρεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ως μάρτυρας κατηγορίας και την ανωμοτί, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, κατάθεση στο ακροατήριο του πολιτικώς ενάγοντος Ψ. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: "Η βαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα για απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1Α Κ.Ποιν.Δικ.) άλλως για έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 του Ν. 1941/1991 και άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 2172/1993) αφού το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματός μου με το οποίο ζήτησα να μην εξετασθεί ο προταθείς από τον πολιτικώς ενάγοντα μάρτυρας κατηγορίας (ΑΠ 800/2001 Ποιν.Λογ. 2001, 1709 - ΑΠ 1522/96 Ποιν.Χρον. 1997, 855). Η τυχόν εξέταση μη γνωστοποιηθέντος μάρτυρα μπορεί να γίνει μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου και όχι μόνο με την πρωτοβουλία ή την απόφαση του Διευθύνοντος την συζήτηση". Από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικών του δικάσαντος Δικαστηρίου, στην οποία παραδεκτά το Δικαστήριο αυτό προβαίνει κατά την άσκηση του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή από τα άνω πρακτικά: "Στο σημείο αυτό ο εκπρόσωπος του πολιτικώς ενάγοντος, αφού ζήτησε, έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και είπε: Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξετασθεί ως μάρτυρας ο ΓΓ. Ο συγκεκριμένος συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και γι' αυτό είχε καταθέσει στην πρωτόδικη δίκη. Όταν εκδικαζόταν η υπόθεση αυτή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο μάρτυρας αυτός δεν είχε κληθεί και γι' αυτό το λόγο ο Εισαγγελέας μετά από πρόταση του πρότεινε να εξετασθεί. Το ίδιο συνέβη και τώρα, ο μάρτυρας αυτός δεν κλητεύθηκε για να εμφανισθεί στο δικαστήριο για να καταθέσει στην υπόθεση αυτή και γι' αυτό γνωστοποιήσαμε στους κατ/νους ότι θα εξετάσουμε το μάρτυρα ΓΓ. Στη συνέχεια παρέδωσε στην Πρόεδρο την από 9-9-2008 γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων που επιδόθηκε με τις υπ' αρ. ... και ... εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή ..., ... . Στη συνέχεια μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και με εντολή της Προέδρου αναγνώσθηκε στο ακροατήριο τα προαναφερόμενα έγγραφα.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να εξετασθεί ως μάρτυρας ο ΓΓ. Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατ/νων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησαν να μην εξετασθεί ως μάρτυρας ο ΓΓ διότι η γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων δεν έχει κοινοποιηθεί στον Εισαγγελέα Εφετών Δωδ/σου. Στο σημείο αυτό η Πρόεδρος, δήλωσε ότι το Δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφανθεί περί του αιτήματος του πολιτικώς ενάγοντα, και που αφορά την εξέταση του μάρτυρα ΓΓ". Ενόψει όσων παραπάνω έχουν λεχθεί, εφόσον ο εξετασθείς μάρτυρας είχε γνωστοποιηθεί στους κατηγορουμένους, η μη γνωστοποίηση αυτού στον Εισαγγελέα, προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο άνευ εννόμου συμφέροντος (ΚΠΔ 463) και, κατά συνέπεια, απαραδέκτως. Η δε προβαλλόμενη αιτίαση, υπό την επίκληση των αναιρετικών λόγων της απόλυτης ακυρότητας και της ελλείψεως ακροάσεως, ότι το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί τους αιτήματός του (κατηγορουμένου), να μην εξεταστεί ο εν λόγω μάρτυρας, είναι αβάσιμη, αφού το δικαστήριο, με την εξέταση αυτού, απάντησε, εκ των πραγμάτων, αρνητικώς στο παραπάνω αίτημά του. Άλλωστε, από τα ίδια πρακτικά, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατά της άνω αποφάσεως του Προέδρου, προσέφυγε στο δικαστήριο. Επομένως, οι από τα άρθρα 170 § 2 και 171 § 1 ΚΠΔ επικαλούμενες ακυρότητες για απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη ακροάσεως, που στηρίζουν τους κατ' άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' και Β' ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως είναι αβάσιμες και πρέπει οι σχετικοί λόγοι να απορριφθούν. Για τον ίδιο λόγο είναι αβάσιμη και ως τέτοια, πρέπει να απορριφθεί η περαιτέρω αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι κατά παράβαση της ΚΠΔ 326 § 3, ο πολιτικώς ενάγων ενώ είχε υποχρέωση να γνωστοποιήσει πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από το Δικαστήριο, σε αυτόν και τον Εισαγγελέα κατάλογο των μαρτύρων που θα εξετάσει, διότι η κατηγορούμενη πράξη επέτρεπε σε αυτόν την απόδειξη της αληθείας, όμως παρέλειψε να πράξει αυτό και στον Εισαγγελέα και συγκεκριμένα, ενώ ζήτησε να εξεταστεί ως μάρτυράς του, ΓΓ και με εξώδικη δήλωση του είχε γνωστοποιηθεί (στον αναιρεσείοντα), παρέλειψε να πράξει αυτό και για τον Εισαγγελέα. Τέλος, προβάλλεται η αιτίαση ότι εκ μέρους του εξέφρασε για τον πολιτικώς ενάγοντα αξιολογικές κρίσεις, που δεν αποτελούν γεγονότα κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 362 - 363 ΠΚ. Αβάσιμα όμως, ενόψει των όσων παραπάνω έχουν λεχθεί και έχουν κριθεί με την προσβαλλομένη απόφαση. Επίσης, για τον ίδια λόγο, είναι αβάσιμη η αιτίαση ότι με όσα έγιναν δεκτά με την τελευταία, παραβιάστηκε εκ πλαγίου η ΠΚ 362, με το να δεχθεί αντιφατικά γεγονότα για το δόλο του αναιρεσείοντος, καθόσον κατά τα προρρηθέντα καμμιά αντίφαση στις παραδοχές της δεν έχει εμφιλοχωρήσει. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί και ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Οκτωβρίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. 8341/8-10-2008 αίτηση των: 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της με αριθμό 288/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ