Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παραχάραξη.
Περίληψη:
Παραχάραξη και κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων. Λόγοι αναιρέσεως: α) απόλυτη ακυρότητα, διότι έλαβε υπόψη καταθέσεις μαρτύρων, που δεν αναγνώστηκαν, καθώς και κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο που είχε πληροφορηθεί περιστατικά από άλλον κατηγορούμενο και β) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 2321/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένουΧ, κατοίκου ... ήδη κρατουμένου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Παπαγερμανό, περί αναιρέσεως της 203-204/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ1 και 2) Χ2.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 720/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 207 εδ. α' του ΠΚ, ορίζονται τα ακόλουθα: "όποιος παραποιεί ή νοθεύει μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται, αποδέχεται, εισάγει, εξάγει, μεταφέρει ή κατέχει τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή". Περαιτέρω, με το άρθρο 208 §1 εδ. α' του αυτού Κώδικα, ορίζονται τα παρακάτω: " Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής σαν γνήσιο, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή". Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 203-204/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσ/νίκης δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χπήκοος, ο οποίος είχε εισέλθει παρανόμως στην Ελλάδα και ήταν άεργος, διέμενε δε στο ..., άλλοτε στην οικία της ερωτικής συντρόφου του ... που βρίσκεται στην ...και άλλοτε στην οικεία της επίσης ερωτικής συντρόφου του ..., βουλγάρας υπηκόου, που βρίσκεται στην ..., κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 είχε προμηθευθεί άγνωστο αριθμό παραχαραγμένων νομισμάτων και οπωσδήποτε κατ' ελάχιστον 50 χαρτονομισμάτων των 200 Ευρώ το καθένα, με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσια, εκ των οποίων 27 τέτοια παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, των 200 Ευρώ το καθένα παρέδοσε, κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Φεβρουαρίου 2003 στον τρίτο συγκατηγορούμενό του Χ2 προκειμένου ο τελευταίος να θέσει αυτά σε κυκλοφορία ως γνήσια. Η εκ μέρους του πρώτου κατηγορουμένου τέλεση της ως άνω πράξης στηρίζεται όχι μόνο στις αιτιολογίες του συγκατηγορουμένου του Χ2 αλλά προεχόντως στο γεγονός της ανευρέσεως και κατασχέσεως στην μία εκ των ως άνω κατοικιών που διέμενε αυτός ήτοι επί της ... οικίαν, εκτός από ποσότητα ηρωίνης συνολικού βάρους 90 γραμμαρίων που αυτός ομολόγησε ότι κατείχε, και μία συσκευή αναγνωρίσεως πλαστών χαρτονομισμάτων μάρκας ..., η οποία και καταμαρτυρεί ότι αυτή εχρησιμοποιείτο από τον κατηγορούμενο για να βεβαιώνεται αυτός ότι δεν ήταν εφικτή η ανίχνευση της πλαστότητας των παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων που αυτός είχε πρόθεση να θέσει σε κυκλοφορία από τοιαύτα μηχανήματα ελέγχου της γνησιότητας αυτών. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος αυτός της ως άνω πράξης τους". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας τον άνω κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο της αξιόποινης πράξεως της παραχάραξης και κυκλοφορίας παραχαραγμένων νομισμάτων κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα και ειδικότερα του ότι: " Ο 1ος κατηγορούμενος, Χ, στη ... και κατά το χρονικό διάστημα από το 2001 μέχρι και 8-2-2003 μη επακριβώς προσδιορισθείσης της ημεροχρονολογίας προμηθεύτηκε ελληνικό (ΕΟΚ) παραχαραγμένο χαρτονόμισμα σαν γνήσιο και ειδικότερα προμηθεύτηκε άγνωστο αριθμό παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων των 200 ΕΥΡΩ έκαστο, το βέβαιον 27 χαρτονομίσματα, από άγνωστο άτομο με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία ως γνήσια, στη συνέχεια δε παρέδωσε τα 27 χαρτονομίσματα των 200 ευρώ στον συγκατηγορούμενό του Χ2 στις 8 και 10 72/2003 ο οποίος δύο εξ αυτών διέθεσε σαν γνήσια στις 8-2-2003 σε περιπτερούχους της ... για την αγορά τσιγάρων και τηλεκαρτών ιδιοποιούμενος με τον α' κατηγορούμενο τα αγορασθέντα προϊόντα και τα ρέστα, τέσσερα διέθεσε μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Χ1 σε περιπτεριούχους της .... κατοίκου ... αγοράζοντας μία κούτα με δέκα πακέτα τσιγάρων μάρκας ... και μια κάρτα κινητής τηλεφωνίας μάρκας ... συνολικής αξίας 32 ευρώ δίδοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ένα παραχαραγμένο χαρτονόμισμα των 200 ευρώ και εισπράττοντας από την παραπάνω το υπόλοιπο των 168 ευρώ, ένα στο περίπτερο της ... κατοίκου ... αγοράζοντας μια κούτα με δέκα πακέτα τσιγάρων μάρκας ... και μία κάρτα κινητής τηλεφωνίας μάρκας ... συνολικής αξίας 45 ευρώ δίδοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ένα παραχαραγμένο χαρτονόμισμα 200 ευρώ και εισπράττοντας από την παραπάνω το υπόλοιπο ποσό των 155 ευρώ στο περίπτερο της ...κατοίκου ... αγοράζοντας μία κούτα με δέκα πακέτα τσιγάρων μάρκας ... και μια κάρτα κινητής τηλεφωνίας μάρκας ... συνολικής αξίας 35 ευρώ δίδοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ένα παραχαραγμένο χαρτονόμισμα των 200 ευρώ και εισπράττοντας από την παραπάνω το υπόλοιπο των 165 ευρώ, ένα στο περίπτερο της ... κατοίκου ... που βρίσκεται στη ... στην οδό ...και εκεί εργάζεται η θυγατέρα της ...., αγοράζοντας μια κούτα με δέκα πακέτα τσιγάρων μάρκας ...o και μια κάρτα κινητής τηλεφωνίας μάρκας ... συνολικής αξίας 32 ευρώ, δίδοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ένα παραχαραγμένο χαρτονόμισμα των 200 ευρώ και εισπράττοντας από την... το υπόλοιπο των 168 ευρώ, με ένα στο περίπτερο του ... κατοίκου ... οι συγκατηγορούμενοί του Χ2 και Χ1 επιχείρησαν να παραβούν σε πράξη συναλλαγής δηλαδή να αγοράσουν μια κούτα με δέκα πακέτα τσιγάρων μάρκας ... και μια κάρτα κινητής τηλεφωνίας δίδοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ένα παραχαραγμένο χαρτονόμισμα των 200 ευρώ στον προαναφερόμενο ιδιοκτήτη, πλην όμως η πράξη τους δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θέλησης τους, διότι ο εν λόγω ιδιοκτήτης του περιπτέρου αντιλήφθηκε την πλαστότητα του χαρτονομίσματος και αρνήθηκε την ολοκλήρωση της συναλλαγής μαζί τους".
Ακολούθως, το ίδιο Δικαστήριο επέβαλε στον πιο πάνω κατηγορούμενο ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.&', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 42§1, 207 εδ. α', 208§1 εδ. α' ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 203-204/2008 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ..., ..., ... και ..., καθώς και της μάρτυρα υπερασπίσεως, .... Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παραβιάσεως διατάξεως που αναφέρεται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου, άλλως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις ένορκες καταθέσεις των απόντων μαρτύρων που δόθηκαν στο πλαίσιο της προδικασίας, αυτές δε είναι συγκεκριμένα, η από 24-2-2003 του...η, η από 10-2-2003 του ... και η από 10-2-2003 της ..., στην Πρωτόδικη με αριθμό 425/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης, φέρονται ότι αναγνωρίστηκαν δημόσια "ένορκες καταθέσεις απόντων μαρτύρων", με συνέπεια, η αναφορά της προσβαλλομένης σαφώς αναφέρεται σε καταθέσεις "των απόντων μαρτύρων" πλην αυτών που εμφανίζονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. Όμως, με προσεκτική ανάγνωση των άνω δικογράφων, προκύπτει ότι η ανάγνωση αφορά και έχουν ληφθεί υπόψη, οι προεκτεθείσες τρεις (3) μόνο καταθέσεις. 2) Επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παραβιάσεως της διατάξεως που αναφέρεται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου, άλλως υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι το δικάσαν Δικαστήριο, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 211 Α' του ΚΠΔ, έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού, ο οποίος κατέθεσε για τον αναιρεσείοντα περιστατικά, που γνώριζε από αφήγηση άλλου κατηγορουμένου και συγκεκριμένα, την κατάθεση του αστυνομικού, ..., ο οποίος κατέθεσε ότι ομολόγησε σε αυτόν σε βάρος του αναιρεσείοντος ο άλλος κατηγορούμενος,Χ. Όμως, από τα πρακτικά προκύπτει ότι η κατάθεση του άνω μάρτυρα δεν ήταν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, αλλά συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά, για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και ο, αυτεπαγγέλτως κατά την ΚΠΔ 511, εφόσον παρίσταται ο αναιρεσείων και κρίθηκαν παραδεκτοί οι άνω λόγοι, εξεταζόμενος της περ. Ε' της αυτής διατάξεως του ΚΠΔ, λόγος, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Απριλίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. 7/10-4-2008) αίτηση του TΧ, για αναίρεση της με αριθμό 203-204/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ