Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 769 / 2015    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραγραφή, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Πραγματογνωμοσύνη, Σωματική βλάβη απλή, Ενδοοικογενειακή βία.




Περίληψη:
Αναίρεση εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως, με την οποία μετατράπηκε η κατηγορία από ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος ατόμου μη δυνάμενου να αντισταθεί σε εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη και, στη συνέχεια, έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Ν. 3500/2006. Στοιχεία εγκλημάτων. Αν η εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη δεν έχει προκληθεί με συνεχή συμπεριφορά, εφαρμόζεται το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. β ΠΚ και όχι το άρθρο 6 του ν. 3500/2006. Το Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του και ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Σαφώς προσδιορίζεται το είδος και η έκταση της σωματικής βλάβης, δεν ήταν δε αναγκαίο να αναφέρεται ρητώς ότι η σωματική κάκωση δεν είχε ως επακόλουθο τη διατάραξη της ψυχικής υγείας του ανηλίκου. Η πραγματογνωμοσύνη πότε πρέπει να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Όχι η γνωμάτευση που προκαλείται από τους διαδίκους, η οποία εκτιμάται ως απλό έγγραφο. Απόρριψη αιτήσεως.




Αριθμός 769/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά) - Εισηγητή, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημήτριου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 27113/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ. Α. του Θ., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Δημόπουλο. Και πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Χ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 21/10 Σεπτεμβρίου 2014 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 827/2014.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1του ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Το άρθρο 308 του ΠΚ ορίζει στην παρ. 1, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 παρ. 3β του ν. 4055/2012: "Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι όλως ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το αδίκημα της σωματικής βλάβης, που θεσμοθετείται για να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνει όχι μόνο ορισμένη ενέργεια αλλά και ορισμένο αποτέλεσμα και συνίσταται είτε στην πρόκληση σωματικής κακώσεως είτε στην πρόκληση βλάβης της υγείας του παθόντος και διαβαθμίζεται αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης απαιτείται, κατά τη ρητή επιταγή της άνω διατάξεως, πρόθεση (δόλος), που περιέχει την γνώση και θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως, δηλαδή τη γνώση και θέληση προκλήσεως σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας του, αρκεί δε, εφ' όσον ο νόμος δεν διακρίνει, οποιαδήποτε μορφή δόλου, που μπορεί να είναι είτε άμεσος είτε ενδεχόμενος, αλλά σ' αυτή την τελευταία περίπτωση θα πρέπει σαφώς να προσδιορίζεται στην απόφαση (Ολ.ΑΠ 1099/1976). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006, "για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις", "ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ", κατά την παρ. 2 εδ. α` του ίδιου άρθρου, "οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους", κατά την παρ. 3 "θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος....". Περαιτέρω κατά το άρθρο 6 παρ. 1, "το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α` της παρ. 1 του άρ. 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β` της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους" και τέλος, κατά την παρ.3 αυτού του άρθρου "αν η πράξη της πρώτης παραγράφου τελέσθηκε σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών και αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους". Ειδικότερα, με το ν. 3500/2006 ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της προκλήσεως από μέλος της οικογένειας σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 του ΠΚ, ως προς το στοιχείο της τελέσεως εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιωνύμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο παρ. 2 του ως άνω νόμου. Όταν, όμως, ο δράστης έχει προκαλέσει στον παθόντα εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, όχι, όμως, με συνεχή συμπεριφορά, εφαρμόζεται όχι η άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 3500/2006, αλλά αυτή του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β του ΠΚ και η πράξη προσλαμβάνει πταισματικό χαρακτήρα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' του ΚΠοινΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σε αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠοινΔ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται ως άνω, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του ως απλό έγγραφο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 27113/2013 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και κατά μετατροπή της κατηγορίας από ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος ατόμου μη δυνάμενου να αντισταθεί σε εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, έπαυσε οριστικά την ποινική κατά του αναιρεσείοντος δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη αυτή. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, καθώς και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψε ότι: Από την υπ` αρ. ...29-10-2010 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Αθηνών Γ. Ν. - Λ. προκύπτει ότι η βλάβη που προκλήθηκε στην ανήλικη Φ. - Α. Α., ηλικίας 2 ετών περίπου, κατά τον επίμαχο χρόνο, είναι μια όλως ελαφρά σωματική βλάβη (μικρή εστιακή εκχύμωση διαμέτρου 0,4 cm στην κορυφή του πτερυγίου του αριστερού ωτός σε στάδιο απορρόφησης).
Συνεπώς, δεν εμπίπτει στη νομοτυπική μορφή του άρθρ. 6 παρ. 3α-1 ν. 3500/2006, διότι δεν φέρεται τελεσθείσα με συνεχή συμπεριφορά του φερόμενου ως δράστη. Δεν μπορεί δε να αποτελέσει και επικίνδυνη σωματική βλάβη, διότι δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη. Επομένως, η σωματική αυτή βλάβη εμπίπτει στη διάταξη του άρθρ. 24 παρ. 3β ν. 4055/2012 και κατέστη πταισματική παράβαση. Από το φερόμενο δε χρόνο τέλεσης την 23-10-2010 έως και την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο την 7-12-2012 παρήλθε χρόνος πλέον του έτους, κατ` άρθρ. 111 παρ. 4 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση με το ν. 4055/2011, ως ευνοϊκότερη διάταξη εν σχέσει με την παραγραφή (βλ. σχ. και το από 7-12-2012 αποδεικτικό της επιμελήτριας Δικαστηρίων Λ. Σ.).
Συνεπώς πρόκειται για σωματική βλάβη εντελώς ελαφρά, κατ` επιτρεπτή μεταβολή από ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος προσώπου ανικάνου να αντισταθεί, η οποία ήδη έχει υποκύψει σε παραγραφή και πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης και όχι εκείνο της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης σε βάρος προσώπου ανικάνου να αντισταθεί που αποδιδόταν στον αναιρεσείοντα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β του ΠΚ, όπως ισχύει, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, στη συνέχεια δε, λόγω παρόδου χρονικού διαστήματος πέραν του έτους μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι αβάσιμες, αφού: α) Όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση της από 22.6.2011 συνοπτικής εκθέσεως των κλινικής ψυχολόγου Α. Π. - R. και παιδοψυχολόγου Κ. Μ., που αναγνώστηκε στο ακροατήριο, η έκθεση αυτή συντάχθηκε κατόπιν αιτήσεως της μηνύτριας Μ. Χ., μητέρας της παραπάνω ανήλικης και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, επέχει θέση ιδιωτικής γνωματεύσεως και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο ούτε να αντικρούονται τα πορίσματά της. β) Το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του ότι η σωματική βλάβη που επήλθε στην ανήλικη ήταν εντελώς ελαφρά, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, δεν είχε δε υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί στην κρίση του βάρυνε περισσότερο η ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Γ. Ν.-Λ., την οποία εξαίρει ιδιαιτέρως. γ) Σαφώς προσδιορίζεται το είδος και η έκταση της σωματικής βλάβης, δεν ήταν δε αναγκαίο να αιτιολογείται αν η βλάβη αυτή είχε ως επακόλουθο, ενδεχομένως, τη διατάραξη της ψυχικής υγείας της ανήλικης, πράγμα το οποίο, εμμέσως, δεν έγινε δεκτό, δεδομένου ότι το δικαστήριο περιόρισε αυτήν στην ελαφρά κάκωση του πτερυγίου του αυτιού, ενώ για οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή δεν υπήρχε κατηγορία. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 21/10 Σεπτεμβρίου 2014 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 27113/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουλίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή