Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1001 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη.




Περίληψη:
Η αναίρεση απευθύνεται κατά των αντιδίκων και όχι των ομοδίκων 559 αρ.8 Τι είναι "πράγμα" Όχι τα περιστατικά που προκύπτουν από τις αποδείξεις, ούτε τα επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Προς μη προταθέντα πράγματα εξομοιώνονται και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν απαράδεκτος 559 αρ.10 αντικείμενο αποδείξεων δεν αποτελούν οι αρνητικοί ισχυρισμοί 559 αρ.1 και 19. Οι αιτιάσεις που αφορούν την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών δεν ιδρύουν τους λόγους αυτούς. Τακτική 'Έκτακτη χρησικτησία 974, 1041, 1042, 1045, 1051 ΑΚ 559 αρ.20. Δεν ιδρύεται αν η αιτίαση αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό σφάλμα. Αν το έγγραφο συνεκτιμήθηκε με άλλα αποδεικτικά μέσα και δεν στήριξε το δικαστήριο το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά η κατά κύριο λόγο σ΄ αυτό δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος 559 αρ.11. Αβάσιμος ο λόγος αν προκύπτει ότι τα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη. Η αιτίαση ότι από τα αποδεικτικά μέσα προκύπτει αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων.




Αριθμός 1001/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Β. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πανόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Μ. Μ., κατοίκου ..., 2) Γ. συζ. Μ. Π., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., 3) Κ. Ν. Μ., κατοίκου ... 4) Σ. Ν. Μ., κατοίκου ... και 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "RILKEN ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Α.Ε." ως διαδόχου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Π.Κ.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος, 2η, 3ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τσίκνα και η 5η δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/12/1989 αγωγή των 1ου, 3ου και 4ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και των ήδη αποβιωσάντων αρχικών διαδίκων Ε. χήρας Μ. Μ. και Φ. χήρας Ν. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2994/1990 μη οριστική - Πράξη, 2878/2002 μη οριστική, 5339/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4371/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/11/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από την από 23/9/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Κριμπά, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 9788ε/22-4-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., ακριβές αντίγραφο της από 14-11-2011 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση τέσσερεις πρώτους αναιρεσίβλητους προς την πέμπτη αναιρεσίβλητη ("RILKEN Βιομηχανία καλλυντικών προϊόντων ΑΕ").
Συνεπώς εφόσον η διάδικος αυτή δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτής.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατ' εκείνων που προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος που νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Ειδικότερα η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται μόνον εναντίον εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος, από τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αν οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αφορούν κάποιο διάδικο, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη ως προς αυτόν, αφού δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αυτόν και αν ακόμη ευδοκιμήσουν οι προβληθέντες λόγοι. Στην προκειμένη περίπτωση η αναίρεση στρέφεται τόσο κατά των νικησάντων στην κατ' έφεση δίκη τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, όσο και κατά της πέμπτης αναιρεσίβλητης, η οποία ήταν ομόδικος του αναιρεσείοντα-εφεσίβλητου, εφόσον δε οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης και οι περιεχόμενες σ' αυτούς πλημμέλειες δεν αφορούν την εν λόγω αναιρεσίβλητη ούτε περιέχεται ως προς αυτήν άλλη αιτίαση, με την οποία να επιδιώκεται και να είναι δυνατή, με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειες, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως προς αυτήν. Πρέπει λοιπόν η αναίρεση ως προς την εν λόγω Πέμπτη αναιρεσίβλητη ωα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 974,1041,1042, 1045 και 1051 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση της νομής επί ακινήτου που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία αποτελούν οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτό πράξεις, που προϊδεάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο, διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το πράγμα ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η συλλογή των προϊόντων, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του και, εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφή της. Εξάλλου ως προς το στοιχείο της καλής πίστης για την τακτική χρησικτησία, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, αυτό συντρέχει όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαρειά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1846 Α.Κ., νόμιμο τίτλο προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία αποτελεί και η κληρονομία υπό την προϋπόθεση ότι έχει μεταγραφεί η δήλωση αποδοχής της κληρονομίας ή το σχετικό κληρονομητήριο. Δεδομένου δε ότι εδώ η μεταγραφή ενεργεί αναδρομικώς (άρθρο 1199 Α.Κ.) αρκεί σαφή να γίνει και μεταγενεστέρως και δεν εμποδίζεται η χρησικτησία εξαιτίας του ότι δεν υπήρχε κατά το χρόνο της κτήσεως της νομής. Τέλος, κατά το άρθρο 983 Α.Κ., η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα. Προϋποθέσεις δε γι' αυτήν τη μεταβίβαση είναι αφενός η κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου νομή του πράγματος εκ μέρους αυτού και αφετέρου η κατά τον ίδιο χρόνο στο πρόσωπο του διαδόχου στη νομή ύπαρξη της ιδιότητας του αληθούς κληρονόμου, είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου. Η μεταβίβαση της νομής επέρχεται είτε καλής πίστεως είτε κακής πίστεως νομέας ήταν ο κληρονομούμενος. Αν όμως ο τελευταίος νεμόταν μεν το πράγμα, αλλ' είχε επιληφθεί της νομής του όχι με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ο κληρονόμος μπορεί με τίτλο κληρονομίας να αρχίσει δική του αυτοτελή τέτοια χρησικτησία, οπότε δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 1051 Α.Κ. για προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του. Στην περίπτωση δε αυτήν και εφόσον, προκειμένου περί ακινήτου, επακολουθήσει μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας, η τακτική χρησικτησία υπολογίζεται από τη στιγμή κατά την οποία αυτός με καλή πίστη θα αρχίσει να εξουσιάζει φυσικώς το πράγμα με διάνοια κυρίου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 απ.1 Κ.Πολ.Δ., λόγους αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστό κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, λόγους αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Οι παραπάνω από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ 1 Κ.Πολ.Δ., γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τη παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση ως προς τις επικουρικές από τακτική και έκτακτη χρησικτησία βάσεις της αγωγής που αποτελούν αντικείμενο του τέταρτου αναιρετικού λόγου και ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος, που αποτελούν αντικείμενο του πέμπτου αναιρετικού λόγου, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των πρώτου, τρίτου και τέταρτου των αναιρεσιβλήτων και των αρχικά εναγουσών Ε. χήρας Μ. Μ., στη θέση της οποίας υπεισήλθαν οι πρώτος και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της και της Φ. χας Ν. Μ., στη θέση της οποίας, ως επίσης εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, υπεισήλθαν ο τρίτος και τέταρτος των αναιρεσιβλήτων "Δυνάμει της υπ' αριθ. .../16-4-1970 πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιώς Σπυρίδωνος Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αμαρουσίου στον τόμο ..., με αριθμό 48, η αρχικώς πρώτη ενάγουσα Ε. χήρα Μ. Μ. και ο δεύτερος ενάγων Κ. Μ. Μ. αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία του συζύγου και πατρός, αντίστοιχα, Μ. Μ. του Κ., που απεβίωσε στις 29-10-1957. Με την εν λόγω συμβολαιογραφική πράξη, οι ανωτέρω αποδέχθηκαν, μεταξύ άλλων, ως κληρονομιαίο και το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτικού ακινήτου, κειμένου στη Θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας Κάτω Κηφισιάς, εκτάσεως 824 τ.μ. και συνορευόμενου αρκτικώς με αγροτική οδό, επί πλευράς 44,30 μ. (σε καμπύλη περίπου γραμμή), μεσημβρινώς με ιδιοκτησία Βιομηχανίας "Π.Δ. Π. ΑΕ", πρώην ιδιοκτησία Ι. Σ., επί πλευράς 42,70 μ., ανατολικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., επί πλευράς 19,50 μ. και δυτικώς με ιδιοκτησία Α. Μ., επί πλευράς 13,70 μ. Τούτο δε αποδέχθηκαν, η μεν πρώτη σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου (του όλου ακινήτου), ο δε δεύτερος σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου. Επίσης, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../16-4-1970 πράξης του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αμαρουσίου στον τόμο ..., με αριθμό 47, η αρχικώς τρίτη ενάγουσα Φ. χήρα Ν. Μ., ο Κ. Μ. του Ν. (τέταρτος ενάγων), ο Σ. Μ. του Ν. (πέμπτος ενάγων) και ο Χ. Μ. του Ν., αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών Ν. Μ. του Κ., που απεβίωσε στις 20-6-1969. Μεταξύ των ακινήτων που περιλαμβάνονται, ως κληρονομιαία, στην άνω συμβολαιογραφική πράξη είναι και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του ιδίου ως άνω αγροτικού ακινήτου, το οποίο οι ανωτέρω αποδέχθηκαν κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου (του όλου ακινήτου) ο καθένας. Και στις δύο παραπάνω συμβολαιογραφικές πράξεις αναφέρεται ότι το άνω ακίνητο περιήλθε στη συγκυριότητα των δύο δικαιοπαρόχων των εναγόντων με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμήθηκαν, σε συνέχεια των δικών τους δικαιοπαρόχων, από το έτος 1870 μέχρι το θάνατό τους. Το ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο αποτελεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι περιήλθε στην συγκυριότητά τους, κατά κύριο λόγο, με παράγωγο τρόπο, δηλαδή με τις προαναφερόμενες κληρονομικές διαδοχές των δικαιοπαρόχων τους που ήταν αληθινοί κύριοι του επιδίκου κατά τον χρόνο του θανάτου τους (έτη 1957 και 1969). Οι εναγόμενοι, με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης της αγωγής. αρνήθηκαν τη κυριότητα των εναγόντων αλλά και των άνω καθολικών δικαιοπαρόχων τους επί του επιδίκου ακινήτου και επί πλέον πρόβαλαν τον ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας του δευτέρου απ' αυτούς, κτηθείσας με παράγωγο τρόπο (υπ' αριθμ. .../1977 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Αμαρουσίου Κωνσταντίνου Κουνέλη, νομίμως μεταγραφέν), άλλως με πρωτότυπο τρόπο (τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία). Οι ενάγοντες, όπως όφειλαν, ενόψει της ως άνω ειδικής αμφισβήτησης της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους (από τους εναγομένους), επικαλούνται, καθ' υποφορά με την αγωγή τους, τον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας αυτών (δικαιοπαρόχων) με έκτακτη χρησικτησία. Πρέπει επίσης, να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας η προβαλλόμενη από τους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το έτος 1983, άνω αδελφού τους Χ. Μ., ως προς το άνω περιελθόν σ' αυτόν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) μερίδιο των 2/16 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου, καθόσον, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η αγωγή, ως προς τη σχετική αυτή βάση της, είναι απορριπτέα ως αόριστη, λόγω της μη αναφοράς στο δικόγραφο αυτής της απαιτούμενης πράξης αποδοχής κληρονομίας και της μεταγραφής αυτής ή της μεταγραφής εκδοθέντος σχετικού κληρονομητηρίου, χωρίς η εν λόγω αοριστία να μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης. Το ίδιο ισχύει και για την επικουρικώς, προβαλλόμενη αγωγική βάση της τακτικής χρησικτησίας, ως προς το άνω μερίδιο (2/16 εξ αδιαιρέτου), του αποβιώσαντος Χ. Μ.). Σχετικά, λοιπόν, με το ως άνω κρίσιμο ζήτημα της κυριότητας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όπως προεκτέθηκε, άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ήταν, των μεν δύο πρώτων ο Μ. Μ., των δε τριών λοιπών και του Χ. Μ. ο Ν. Μ., που απεβίωσαν τα έτη 1957 και 1969 αντίστοιχα. Ως κοινή δικαιοπάροχος των εν λόγω δύο δικαιοπαρόχων τους αναφέρθηκε από τους ενάγοντες, (το πρώτον στις προτάσεις τους της πρώτης μετ' απόδειξη πρωτοβάθμιας συζήτησης της αγωγής) η μητέρα τους Σ. χήρα Κ. Μ., που απεβίωσε το έτος 1947. Μάλιστα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν την, και ήδη προσκομιζόμενη, υπ' αριθμ. .../30-6-1955 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Μανωλόπουλου, νομίμως μεταγραφείσα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου στις 5-8-1955, με την οποία οι άνω δύο δικαιοπάροχοι των εναγόντων αλλά και η αδελφή τους Φ. συζ. Χ. Κ. το γένος Κ. Μ. αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομία της άνω μητρός τους, στην οποία κληρονομία περιλαμβανόταν (σύμφωνα με την άνω πράξη) και το επίδικο ακίνητο, περιγραφόμενο ως ένας ξηρικός αγρός, εκτάσεως ενός στρέμματος, μετά 7 ελαιοδένδρων, κείμενος στη θέση ''..." Κηφισιάς και συνορευόμενος ανατολικώς με άγνωστο ιδιοκτήτη, δυτικώς με κτήμα Σ. Β., βορείως με Μ. Σ. και μεσημβρινώς με κτήμα Σ.. Το ότι στο άνω περιγραφόμενο στην πράξη αποδοχής, ακίνητο (αγρός) εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο αποδεικνύεται, αφενός από την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 7-6-2003 τεχνική έκθεση του Π. Γ., πολιτικού μηχανικού, που συντάχθηκε κατόπιν σχετικής έρευνας που διενήργησε ο τελευταίος κατ' εντολήν του δευτέρου εναγομένου και στην οποία (έκθεση) αναφέρεται ότι, με βάση τη γενομένη στην άνω πράξη αποδοχής κληρονομίας περιγραφή, το ακίνητο εντοπίζεται στην περιοχή του επιδίκου, με σχετική μάλιστα παραπομπή σε συνημμένο στην ίδια έκθεση φωτογραμμετρικό διάγραμμα, αφετέρου από την προαναφερόμενη έκθεση (δικαστικής) πραγματογνωμοσύνης, στην οποία ο πραγματογνώμονας, με βάση το εμβαδόν του περιγραφόμενου στην πράξη αποδοχής κληρονομίας ακινήτου, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα ονόματα των ομόρων ιδιοκτητών, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα το επίδικο ακίνητο ανήκει στην έκταση που περιγράφεται στην πράξη αποδοχής. Όμως, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι η άνω μητέρα των δικαιοπαρόχων των εναγόντων Σ. Μ. άσκησε επί του επιδίκου ακινήτου οποιαδήποτε πράξη νομής τουλάχιστον από το έτος 1927 μέχρι το χρόνο του θανάτου της (έτος 1947), απαιτουμένου μάλιστα και του στοιχείου της καλής πίστης για τον μέχρι τις 23-2-1946 χρόνο (εισαγωγή του Αστικού Κώδικα), κατά τις σχετικές διατάξεις του προγενέστερου Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου (άρθρα 64 και 65 του Εισ. Ν. ΑΚ). Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι δεν θα μπορούσε να επέλθει μεταβίβαση νομής της στους άνω κληρονόμους της (αρθρ. 983 ΑΚ), ούτε να γίνει συνυπολογισμός κάποιου χρόνου χρησικτησίας της στον οποιοδήποτε χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου των δύο πρώτων εναγόντων Μ. Μ., που απεβίωσε στις 29-10-1957 (αρθρ. 1051 ΑΚ). Επομένως, ακόμη και αν ο τελευταίος νεμήθηκε το επίδικο από το έτος 1947 (χρόνος θανάτου της μητέρας του) έως το χρόνο του θανάτου του (έτος 1957), ο χρόνος αυτός δεν εξαρκεί για τη συμπλήρωση στο πρόσωπό του της απαιτούμενης εικοσαετίας για την εκ μέρους του κτήση κυριότητας επ' αυτού (επιδίκου) με έκτακτη χρησικτησία, την οποία προέβαλαν, παραδεκτά (κατά τα ανωτέρω), οι ενάγοντες. Πέραν όμως αυτού, δεν αποδείχθηκε από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα ότι οι άνω άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων (Μ. Μ. και Ν. Μ.) άσκησαν στο επίδικο πράξεις νομής από το έτος 1947 έως το έτος 1955, οπότε, όπως προαναφέρθηκε, προέβησαν σε αποδοχή της κληρονομίας της μητρός τους (μαζί με την αδελφή τους Φ. Κ.), με την ως άνω, νομίμως μεταγραφείσα, συμβολαιογραφική πράξη, στην οποία συμπεριέλαβαν, ως κληρονομιαίο, και το επίδικο ακίνητο. Με την εν λόγω πράξη αποδοχής κληρονομίας και την, κατά τα ανωτέρω, μεταγραφή αυτής, που αποτελούν πράξεις νομής οι άνω άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων άρχισαν να νέμονται το επίδικο ακίνητο, εκδηλώνοντας διάνοια κυρίων μέχρι το θάνατό τους (1957 και 1969 αντίστοιχα). Και ναι μεν, όπως προαναφέρθηκε, την κληρονομία αποδέχθηκε, μαζί με τους άνω δύο δικαιοπαρόχους και η, αποβιώσασα το έτος 1972, αδελφή τους Φ. Κ. (κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας), πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία προέβη έκτοτε σε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο, αλλά τούτο (ολόκληρο) νεμήθηκαν στη συνέχεια (από το έτος 1955) μόνον οι δύο δικαιοπάροχοι των εναγόντων αποκλειστικά ως δικό τους, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, εν γνώσει και χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση της αδελφής τους Φ.. Δεν απαιτείται δε, εν προκειμένω, η προηγούμενη γνωστοποίηση της ενέργειάς τους αυτής στην συγκοινωνό αδελφή τους, καθόσον το εν λόγω στοιχείο αποτελεί προϋπόθεση στην περίπτωση που αντιτάσσεται κτητική ή αποσβεστική παραγραφή έναντι του συγκοινωνού και όχι έναντι τρίτου όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Με την άσκηση όμως νομής στο επίδικο από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων από το έτος 1955 έως τα έτη 1957 και 1969 αντίστοιχα (χρόνοι θανάτου αυτών) και κυρίως από το δικαιοπάροχο Ν. Μ. (για τον Μ. Μ. έχει γίνει σχετική αναφορά και παραπάνω), δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος, για την κτήση κυριότητας αυτών (δικαιοπαρόχων) με έκτακτη χρησικτησία, χρόνος των είκοσι ετών (την έκτακτη χρησικτησία πρόβαλαν οι ενάγοντες, παραδεκτά κατά τα ανωτέρω, για πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους στο επίδικο). Έτσι, οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν είχαν καταστεί (συγ)κύριοι του επιδίκου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, κατά τον χρόνο του θανάτου τους και επομένως και οι ενάγοντες δεν κατέστησαν συγκύριοι αυτού με τον, κυρίως, προβαλλόμενο στην αγωγή τους παράγωγο τρόπο των κληρονομικών διαδοχών (δύο άνω πράξεις αποδοχής κληρονομίας και μεταγραφή αυτών), αφού δεν απέκτησαν από κυρίους. Περαιτέρω, και όσον αφορά στις επικουρικές αγωγικές βάσεις περί κτήσεως της κυριότητας των εναγόντων επί του επιδίκου ακινήτου, με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Όπως προεκτέθηκε, οι ενάγοντες, με τις προαναφερόμενες δύο συμβολαιογραφικές πράξεις που μεταγράφηκαν νόμιμα, αποδέχθηκαν, στις 16-4-1970, οι μεν δύο πρώτοι (Ε. Μ. και Κ. Μ.) την εξ αδιαθέτου κληρονομία του Μ. Μ. (συζύγου και πατρός, αντίστοιχα), οι δε λοιποί τρεις (Φ. Μ., Κ. Μ. και Σ. Μ.) και ο Χ. Μ., την εξ αδιαθέτου κληρονομία του Ν. Μ. (συζύγου της πρώτης και πατρός των λοιπών). Στις ως άνω πράξεις αποδοχής κληρονομίας περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, το οποίο οι ανωτέρω αποδέχθηκαν, ως κληρονομιαίο, εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 1/8 η πρώτη, 3/8 ο δεύτερος και 1/8 έκαστος των λοιπών. Οι εν λόγω κληρονομικές διαδοχές αποτελούν νομίμους τίτλους για άσκηση νομής τακτικής χρησικτησίας εκ μέρους των εναγόντων, έστω και αν οι άνω κληρονομηθέντες δεν είχαν καταστεί κύριοι του επιδίκου κατά το χρόνο του θανάτου τους, εφόσον, την 1-6-1970, έλαβε χώρα η μεταγραφή των δύο σχετικών συμβολαιογραφικών αποδοχών, όπως τούτο προκύπτει από τα υπ' αριθμ. .../1-6-1970 και .../1-6-1970 πιστοποιητικά του μεταγραφοφύλακος Αμαρουσίου. Η μεταγραφή δε αυτή ενεργεί αναδρομικά από το χρόνο θανάτου των κληρονομουμένων (αρθρ. 1199 ΑΚ) και δεν εμποδίζεται η χρησικτησία από το ότι δεν υπήρχε (η μεταγραφή) κατά το χρόνο κτήσης της νομής. Έτσι, με βάση τους άνω νομίμους τίτλους, οι ενάγοντες ασκούσαν στο επίδικο ακίνητο τις προσιδιάζουσες σ' αυτό διακατοχικές πράξεις, με διάνοια κυρίων (κατά το άνω ποσοστό ο καθένας), οι μεν δύο πρώτοι από τις 29-10-1957 (χρόνος θανάτου κληρονομηθέντος απ' αυτούς) οι δε λοιποί και ο Χ. Μ. από τις 20-6-1969 (χρόνος θανάτου του κληρονομηθέντος απ' αυτούς). Ειδικότερα, επισκέπτονταν το επίδικο και συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο από τα υπάρχοντα εντός αυτού ελαιόδενδρα, τα οποία κλάδευαν και γενικά περιποιούνταν. Για τις εν λόγω πράξεις νομής κατέθεσαν οι εξετασθέντες ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) μάρτυρες των εναγόντων και συγκεκριμένα η μεν Ε. Ξ. (δικαιοπάροχος του δευτέρου εναγομένου σε μεταβιβασθέν (πωληθέν) σ' αυτόν, το έτος 1977, ακίνητο, στο οποίο ο ίδιος υποστηρίζει ότι περιλαμβάνεται και το επίδικο) κατέθεσε ότι οι ενάγοντες, Κ. Μ. του Μ. και Κ. Μ. του Ν. (ενεργούντες και για λογαριασμό των υπολοίπων), μετέβαιναν στο επίδικο (...) από το ... (όπου ήταν η κατοικία τους) και συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο, μαζί και κατόπιν συνεννοήσεως με τη μάρτυρα (που κατοικούσε και αυτή στο ...), η οποία συνέλεξε επίσης τον ελαιόκαρπο από τα ελαιόδενδρα που υπήρχαν στο ευρισκόμενο απέναντι από το επίδικο δικό της ακίνητο, τουλάχιστον μέχρι το έτος 1977, ... ο δε (μάρτυρας) Γ. Σ., κατέθεσε ότι οι ενάγοντες, μετά το θάνατο των άνω γονέων τους, μετέβαιναν στο επίδικο, συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο και κλάδευαν (τα ελαιόδενδρα) αν χρειαζόταν, ... . Πέραν όμως των προαναφερομένων πράξεων νομής. αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, προκειμένου να προβούν στις άνω δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας, προέβησαν, δια του εμπειρογνώμονος Κ. Μ., στη σύνταξη του από 16-4-1970 τοπογραφικού διαγράμματος, στο οποίο αποτυπώνεται το επίδικο ακίνητο (ως κληρονομιαίο) και το οποίο (διάγραμμα) προσαρτήθηκε στις ως άνω πράξεις αποδοχής κληρονομίας. Επίσης, οι ενάγοντες και ο ήδη αποβιώσας Χ. Μ. κατέθεσαν τις κατά νόμον δηλώσεις φόρου κληρονομίας των άνω δικαιοπαρόχων τους στις οποίες περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, επιδοθέντων των υπ' αριθμ. 19407 και 19408/1980 πιστοποιητικών του Οικονομικού Εφόρου Γ' Κεφαλαίου Αθηνών, όπως τούτο αναφέρεται στην υπ' αριθμ. 6782/1981 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της από 1-3-1980 (αριθμ. καταθ. 2447/80) αγωγής των εναγόντων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, περί αναγνωρίσεως της συγκυριότητας αυτών στο επίδικο ακίνητο. Στις 14-5-1983 απεβίωσε ο ως άνω Χ. Ν. Μ., τον οποίο κληρονόμησαν εξ' αδιαθέτου οι ενάγοντες (πλησιέστεροι συγγενείς του) Κ. Μ. και Σ. Μ., (αδελφοί του), ενώ η ενάγουσα Φ. Μ. (μητέρα του) αποποιήθηκε την κληρονομία του (βλ. υπ' αριθμ. .../28-7-1983 έκθεση αποποίησης κληρονομίας). Με την υπ' αριθμ. .../19-9-1983 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Λιανού, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Κηφισιάς στις 16-2-1988, οι άνω δύο ενάγοντες αποδέχθηκαν κατ' ισομοιρίαν, την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομία του αποβιώσαντος αδελφού τους, στην οποία περιλαμβάνεται και το άνω μερίδιό του (2/16, εξ αδιαιρέτου) επί του επιδίκου. Επίσης, οι ανωτέρω κατέθεσαν στον Οικ. Έφορο ΔΟΥ Βύρωνος την υπ' αριθμ. 1979/83 δήλωση φόρου της κληρονομίας του άνω αδελφού τους, που αφορά και το άνω μερίδιο του τελευταίου επί του επιδίκου ακινήτου (βλ. από 12-2-1990 σχετικό πιστοποιητικό). Με όλες τις παραπάνω πράξεις νομής, οι οποίες είναι επαρκείς για να προσδιορίσουν στους ενάγοντες το προβαλλόμενο δικαίωμα κυριότητας αυτών με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, οι ενάγοντες ενέμοντο (κατά τα άνω ποσοστά) το επίδικο ακίνητο μέχρι το έτος 1985, οπότε ο δεύτερος εναγόμενος κατέλαβε τούτο, το ασφαλτόστρωσε, το περιέφραξε και εκμίσθωσε τμήμα του στην πρώτη εναγομένη εταιρία, η οποία κατασκεύασε σ' αυτό υπόστεγο με λαμαρίνες για τη στάθμευση των αυτοκινήτων του προσωπικού της (βλ. για τον χρόνο κατάληψης του επιδίκου και το υπ' αριθμ. 551/26-9-1985 τιμολόγιο της εταιρίας ''Αφοί Γ. Ν. ΟΕ" για τις γενόμενες από την πρώτη εναγομένη ως άνω κατασκευές, καθώς και κατάθεση της άνω μάρτυρος των εναγόντων, σύμφωνα με την οποία "αυτή η κατάσταση (τσιμεντόστρωση, υπόστεγο) υπάρχει χρόνια, είναι πριν από 8-10 χρόνια περίπου''. Αλλά και ο ως άνω Χ. Μ. νεμήθηκε, κατά τα ανωτέρω, το μερίδιό του (2/16 εξ αδιαιρέτου) επί του επιδίκου από το έτος 1969 μέχρι το θάνατό του (έτος 1983), οπότε συνέχισαν να νέμονται τούτο οι άνω ενάγοντες (κληρονόμοι του) κατά ισομοιρίαν μέχρι το έτος 1985. Επίσης, αποδείχθηκε ότι όλοι οι ενάγοντες (και ο Χ. Μ.), όταν απέκτησαν τη νομή του επιδίκου κατά τον χρόνο του θανάτου των άνω κληρονομηθέντων τελούσαν σε καλή πίστη, δηλαδή είχαν την πεποίθηση, που δεν στηριζόταν σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησαν την κυριότητα αυτού (με τις έχουσες αναδρομική ισχύ ως άνω μεταγενέστερες αποδοχές κληρονομίας και τη μεταγραφή αυτών). Η πεποίθηση αυτή στηριζόταν στο ότι πίστευαν ότι οι άνω κληρονομούμενοι (Μ. Μ. και Ν. Μ.) ήταν συγκύριοι του επιδίκου, όπως αυτοί εμφανίζονταν νεμόμενοι τούτο κατά τα ανωτέρω, ενώ ουδείς, μέχρι το θάνατό τους, είχε αμφισβητήσει τα δικαιώματά τους επ' αυτού (επιδίκου), ούτε είχε εμφανιστεί ως κύριος ή νομέας τούτου. Όπως δε αποδείχθηκε την άνω μάρτυρα Ε. Ξ. (δικαιοπάροχο του δευτέρου εναγομένου) τη γνώριζαν ως ιδιοκτήτρια του έναντι του επιδίκου ακινήτου και όχι του επιδίκου. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των εξετασθέντων ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) μαρτύρων των εναγομένων ... καθόσον τα κατατεθέντα απ' αυτούς (περί ανυπαρξίας νομής των εναγόντων) δεν μπορούν να αναιρέσουν, σε καμία περίπτωση, τα όσα παραπάνω αποδεικνύονται με δημόσια έγγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι (κατά τα άνω ποσοστά) του επιδίκου ακινήτου κατά τρόπο πρωτότυπο και συγκεκριμένα με τακτική χρησικτησία κατ' άρθρ. 1041 ΑΚ (πλην του άνω μεριδίου 2/16 εξ αδιαιρέτου) του αποβιώσαντος Χ. Μ., ως προς τους δύο ως άνω ενάγοντες, για το οποίο δεν υπάρχει, κατά τα προαναφερόμενα, ορισμένη αγωγική βάση τακτικής χρησικτησίας), αφού νεμήθηκαν τούτο, με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, τουλάχιστον επί μία δεκαετία από τα έτη 1957 και 1969 (κατά τις άνω διακρίσεις), άλλως με έκτακτη χρησικτησία (άρθρ. 1045, 1051 ΑΚ), αφού νεμήθηκαν το επίδικο, κατά τα άνω ποσοστά τους, τουλάχιστον επί μία εικοσαετία, προσμετρώντας οι τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων το χρόνο της δικής τους νομής στο χρόνο νομής του κληρονομηθέντος Χ. Μ. (για το άνω ποσοστό), όλοι δε οι άνω κληρονόμοι του Ν. Μ. (τρίτη, τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων και ο Χ. Μ.) το χρόνο της νομής τους στο χρόνο νομής του εν λόγω κληρονομηθέντος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, νεμόταν ανενόχλητα το επίδικο (κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου), μαζί με τον κληρονομηθέντα από τους δύο πρώτους ενάγοντες Μ. Μ., από το έτος 1955, με την άνω δήλωση αποδοχής κληρονομίας της μητρός τους και τη μεταγραφή αυτής, μέχρι το θάνατό του (έτος 1969), συλλέγοντας, στη συνέχεια, τον ελαιόκαρπο από τα υπάρχοντα εντός του επιδίκου ελαιόδενδρα (επτά ελαιόδενδρα σύμφωνα με την άνω πράξη αποδοχής κληρονομίας του 1955), όπως περί αυτού κατέθεσε και ο άνω δεύτερος μάρτυρας των εναγόντων, αναφέροντας ότι "όταν ζούσαν οι πατεράδες τους (των εναγόντων) πήγαιναν στο κτήμα και μάζευαν τις ελιές και κλάδευαν''. Δεν αποδείχθηκαν δε, σε κάθε περίπτωση, ότι ο άνω κληρονομηθείς απώλεσε τη νομή του επί του επιδίκου μέχρι το θάνατό του. Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Ειδικότερα, δεν κατέστη κύριος αυτού με παράγωγο τρόπο, προεχόντως διότι, σύμφωνα και με την προαναφερόμενη έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στο ακίνητο που αυτός αγόρασε από την άνω μάρτυρα Ε. Ξ., δυνάμει του επικαλούμενου και προσκομιζόμενου υπ' αριθμ. .../1977 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Κωνσταντίνου Κουνέλη και το οποίο (αγορασθέν ακίνητο) βρίσκεται, σύμφωνα με τον παραπάνω πραγματογνώμονα, αλλά και την κατάθεση της άνω δικαιοπαρόχου του (μάρτυρα των εναγόντων), βορείως του επιδίκου, με το οποίο διαχωρίζεται από υπάρχοντα δρόμο. Αλλά ούτε και με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία κατέστη κύριος του επιδίκου ο δεύτερος εναγόμενος, καθόσον από το έτος 1985, οπότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, κατέλαβε το επίδικο και άρχισε σ' αυτό την άσκηση πράξεων νομής ή έστω και από το έτος 1981, εάν εκληφθεί ως ομολογία των εναγόντων το αγωγικό τους αίτημα περί απόδοσης ωφελημάτων για μια περίπου οκταετία, βασιζόμενο στα αναφερόμενα σε εξώδικη απάντηση σ' αυτούς της πρώτης εναγομένης περί εκμισθώσεως σ' αυτήν του επιδίκου, την οποία όμως ήδη αρνούνται, μέχρι το έτος 1989 που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή δεν συμπληρώνεται χρόνος ούτε δεκαετίας ούτε βεβαίως και εικοσαετίας. Αλλά ούτε και προσμέτρηση στη νομή του της νομής της δικαιοπαρόχου του Ε. Ξ. μπορεί να χωρήσει, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, η τελευταία δεν του μεταβίβασε το επίδικο αλλά το έναντι αυτού ακίνητο στο οποίο ασκούσε και πράξεις νομής (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και κατάθεση άνω μάρτυρος εναγόντων). Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός του δευτέρου εναγομένου (περί ιδίας κυριότητας αυτού) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ' ουσίαν τους αφορώντας τις επικουρικές, από τακτική και έκτακτη χρησικτησία, λόγους της εφέσεως και αφού εξαφάνισε κατά τούτο την εκκαλουμένη που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τις διαλαμβανόμενες ως άνω δύο βάσεις της, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κατά της αγωγής αυτής υποβληθείσα ένσταση της εναγομένης-αναιρεσίβλητης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας ουσιαστικά δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045, 1051, 1193, 1195, 1118 και 1846 του ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Περαιτέρω έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα της απόκτησης από τους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους της συγκυριότητας του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) και της μη αποκτήσεως από τον εναγόμενο αντίστοιχου δικαιώματος, καταλυτικού εκείνου των εναγόντων. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα τέταρτος και πέμπτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του τέταρτου λόγου κατά τις οποίες δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο των αναιρεσιβλήτων οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων και συγκεκριμένα ότι αυτοί δεν είχαν "καλή πίστη" αφού απέκρυψαν ότι οι δικαιοπάροχοί τους Μ. και Ν. Μ. απέκτησαν το επίδικο από κληρονομική διαδοχή της μητέρας τους Σ. από κοινού με την αδελφή τους Φ. Κ. - Μ., καθώς και ότι δεν προσδιορίζεται ο χρόνος από τον οποίο αυτοί νεμήθηκαν για τον εαυτό τους και το μερίδιο της αδελφής τους ώστε να προκύπτει ο χρόνος ενάρξεως της χρησικτησίας τους, που προσμετρήθηκε σε εκείνον των αναιρεσιβλήτων, είναι απαράδεκτες, καθόσον πλήττουν την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και συνακόλουθα την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερομένη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επίσης για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτες και οι αιτιάσεις του πέμπτου λόγου, κατά τους οποίους εσφαλμένα απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμος ο περί ιδίας επί του επιδίκου κυριότητας του εναγομένου - αναιρεσείοντα, ενώ από τους τίτλους που αυτός προσκόμισε και δη του ίδιου (.../1977 συμβόλαιο αγοράς) και της δικαιοπαρόχου του (.../1954 συμβόλαιο), αλλά και με συνεκτίμηση των τίτλων αυτών με τον τίτλο της όμορης ιδιοκτησίας της ΑΕ Π. (.../27.2.1975) προέκυπτε κατά τους διαλαμβανομένους στην αίτηση αναιρέσεως ισχυρισμούς, ότι αυτός έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι 4ος και 5ος και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 539 ΚΠολΔ τέταρτος και πέμπτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι ενώ προσέτι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, είναι και η αιτίαση του πέμπτου λόγου, κατά την οποία και υπό την επίκληση της διατάξεως μού 20 του ίδιου άρθρου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι λόγω παραμορφώσεως του περιεχομένου των προαναφερθέντων συμβολαίων (.../1977, .../1934 και .../27.2.1975) κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα ως προς την παραπάνω από τακτική και έκτακτη χρησικτησία ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντα, καθόσον αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό σφάλμα, ενώ σε κάθε περίπτωση ως εκ του αντικεικτέου των αποδεικτέων ζητημάτων (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) οι τίτλοι αυτοί συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις και το δικαστήριο δεν στήριξε αποκλειστικά στα συμβόλαια αυτά την επίμαχη κρίση του, όπως ενδεχόμενα θα συνέβαινε επί παραγώγου κτήσεως. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, που δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει (Ολ.ΑΠ 14/2004). Επίσης δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ακόμη ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή από την εκτίμηση των εγγράφων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Εξάλλου προς "πράγματα" μη προταθέντα εξομοιώνονται, και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν απαραδέκτως, όπως π.χ. η μη παραδεκτή μεταβολή της αγωγικής βάσης ή η πρόταση νέων ισχυρισμών, χωρίς τις προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ ή η λήψη υπόψη από το Εφετείο ισχυρισμού που δεν είχε επαναφερθεί σ' αυτό, κατά τρόπο παραδεκτό, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο. Τέλος κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3994/2011, η μεταβολή της βάσεως της αγωγής είναι απαράδεκτη και ο ενάγων με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις του μπορεί μόνο να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Με τις διατάξεις αυτές του ως άνω άρθρου θεσπίζεται η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής, με την ποινή του απαραδέκτου, η απαγόρευση δε αυτή αναφέρεται στη μεταβολή της ιστορικής βάσης, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το επίδικο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και υπό την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 8 εδ.α και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη προβληθέντες από τους ενάγοντες, με τις προτάσεις της μετ' απόδειξη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτησης ισχυρισμούς, οι οποίοι ήταν απαράδεκτοι γιατί ο πρώτος από αυτούς προσέθετε νέες βάσεις στην αγωγή και ο δεύτερος γιατί συμπλήρωνε απαράδεκτα την ιστορική βάση της αγωγής. Ειδικότερα ο πρώτος από τους ισχυρισμούς αυτούς ήταν ότι ενώ κατά την αγωγή οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων Μ. και Ν. Μ. του Κ. είχαν γίνει κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία το δικαστήριο έλαβε υπόψη και εξέτασε και τον προβληθέντα με τις προαναφερθείσες προτάσεις ισχυρισμό περί αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τους εν λόγω δικαιοπαρόχους τόσο από κληρονομική διαδοχή της μητέρας τους Σ. Μ., της οποίας την κληρονομιά αποδέχθηκαν με την υπ'αριθμ..../1955 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Νικ. Μανωλοπούλου, όσο και με τακτική χρησικτησία και ο δεύτερος ότι δέχθηκε ως παραδεκτή τη συμπλήρωση της ιστορικής βάσεως της αγωγής, με την αναφορά με τις προαναφερθείσες προτάσεις, της μεταγραφής της υπ' αριθμ..../19.9.1983 πράξης αποδοχής της κληρονομιάς του αδελφού του τετάρτου και πέμπτου των εναγόντων (και ήδη τρίτου και τετάρτου των αναιρεσιβλήτων) Χ. Μ., που αφορούσε τα 2/16 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και κατά τις δύο αιτιάσεις του. Ειδικότερα οι επικαλούμενοι ως ληφθέντες υπόψη ισχυρισμοί της πρώτης αιτίασης, αφορούν σε περιστατικά που εξετάζονται ως συναγόμενα από την αρνητική και όχι τη θετική, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, μορφή τους από τις αποδείξεις και σε επιχειρήματα του δικαστηρίου που αφορούν στην απόρριψη του ισχυρισμού περί αποκτήσεως από τους εν λόγω δικαιοπαρόχους της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και καμία αναφορά δεν γίνεται σε απόκτηση κυριότητας από κληρονομιά ή τακτική χρησικτησία, όπως αβάσιμα απολαμβάνει ο αναιρεσείων. Ήτοι οι επικαλούμενες πλημμέλειες δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την προεκτεθείσα έννοια, ενώ εφόσον πρόκειται περί απορριφθέντος αγωγικού ισχυρισμού (έκτακτη χρησικτησία δικαιοπαρόχων εναγόντων) ο αναιρεσείων ως νικήσας ως προς τον ισχυρισμό αυτό διάδικος στερείται εννόμου συμφέροντος για την επίκληση πλημμελειών της ευνοϊκής, για αυτόν, παραδοχής της αποφάσεως. Όσο αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό ο ερευνώμενος λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο δεν δέχεται ότι αγωγική βάση περί αποκτήσεως από τους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων (τρίτο και τέταρτο των αναιρεσιβλήτων) του κληρονομικού δικαιώματος, επί του επιδίκου, του αδελφού τους Χ. Μ. συμπληρώθηκε, κατά την αοριστία τους, με την επίκληση της μεταγραφής της αποδοχής της, αλλά αντίθετα δέχεται στο 7α φύλλο της "πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας, η προβαλλόμενη από τους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων, κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το έτος 1983 άνω αδελφού τους Χ. Μ. ως προς το άνω περιελθόν σ' αυτόν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) μερίδιο των 2/16 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου, καθόσον, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η αγωγή, ως προς τη σχετική αυτή βάση της, είναι απορριπτέα ως αόριστη, λόγω της μη αναφοράς στο δικόγραφο αυτής της απαιτούμενης πράξης αποδοχής κληρονομίας και της μεταγραφής αυτής ή της μεταγραφής εκδοθέντος κληρονομητηρίου, χωρίς η εν λόγω αοριστία να μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης". Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, μη στοιχειοθετουμένης ούτε της αναιρετικής πλημμέλειας της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν συνέτρεχε περίπτωση κηρύξεως απαραδέκτου κάποιου επικληθέντος ισχυρισμού. Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του χωρίς τούτο να έχει προταθεί α)ότι την κληρονομιά της μητέρας των άμεσων δικαιοπαρόχων τους Σ. χας Κ. Μ., που περιελάμβανε και το επίδικο ακίνητο, οι εκ λόγω δικαιοπάροχοι, ήτοι ο Μ. και ο Ν. Μ. την αποδέχθηκαν από κοινού με την αδελφή τους Φ. Κ. - Μ. με τη νόμιμα μεταγραφείσα υπ' αριθμ..../1955 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Κ. Μανωλοπούλου και β)ότι στη συνέχεια οι εν λόγω δικαιοπάροχοι από τον χρόνον της εν λόγω αποδοχής και επέκεινα νεμήθηκαν οι δυό τους το επίδικο εν γνώσει και χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση της αδελφής τους, η οποία ουδέποτε προέβη σε πράξεις νομής επί του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και κατά τις δύο αιτιάσεις του και δή της πρώτης γιατί αφορά σε ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής που υποβλήθηκε από τον εναγόμενο - αναιρεσείοντα τόσο στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό των δικαστηρίων της ουσίας, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων προτάσεων και συνακόλουθα δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, της δε δεύτερης γιατί αφορά σε διευκρινιστικά της αγωγής περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔ όπως τούτο ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (1989) ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔ αιτήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ο όρος "πράγματα" στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο. Η πρώτη περίπτωση του εν λόγω άρθρου ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, υπό την προεκτεθείσα έννοια, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Η δεύτερη περίπτωση του παρόντος άρθρου ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο παρέλειψε να διατάξει τακτική απόδειξη. Η χρησιμότητα του λόγου αυτού κατά του παρόν σκέλους του εκμηδενίστηκε μετά την κατάργηση της προδικαστικής από το ν. 2915/2001, αφού ήδη η οριστική απόφαση, κατ' άρθρο 270, εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους αναφερομένους στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου ισχυρισμούς, που προεκτέθηκαν (στο πρώτο σκέλος) χωρίς γι' αυτούς να έχει διαταχθεί οποιαδήποτε απόδειξη. Ο λόγος αυτός, όσο αφορά τον πρώτο επίμαχο ισχυρισμό είναι απαράδεκτος, καθόσον όπως προεξέθη παραπάνω στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου αφορά σε αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό και συνακόλουθα όχι σε "πράγμα", για το οποίο θα έπρεπε να τεθεί ιδιαίτερο θέμα αποδείξεως, καθόσον ο ισχυρισμός του εναγομένου με διεκδικητική αγωγή ότι στο επίδικο υφίσταται κυριότητα τρίτου, δυνάμει περιστατικών προγενεστέρων ή σύγχρονων με εκείνα που θεμελιώνουν την κτήση της κυριότητας του ενάγοντα αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ενώ όσο αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εκδοθείσας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπ'αριθμ.2994/1990 πράξεως περί αποδείξεως είχε ταχθεί θέμα αποδείξεως για την άσκηση από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων πράξεων νομής επί του επιδίκου και δη ως προς τον Μ. Μ. για το διάστημα από το 1947 μέχρι το θάνατό του (29-10-1957) και ως προς τον Ν. Μ. για το διάστημα από το 1949 μέχρι το θάνατό του (20-6-1969), μετά δε από εκτίμηση των αποδείξεων που διεξήχθησαν έγιναν, ανέλεγκτα, δεκτά τα αναφερόμενα στον εν λόγω ισχυρισμό πραγματικά. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος και κατά τα δύο σκέλη του, πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ εγγράφου, αλλά πρέπει, επί πλέον, το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της και κατά το πρώτο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ' αριθμ..../1955 πράξεως αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Νικ. Μανωλοπούλου, από την οποία προέκυπτε ότι αποδοχή της κληρονομίας της μητέρας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων Σ. χήρας Κ. Μ. που περιελάμβανε και το επίδικο ακίνητο έκανε εκτός από αυτούς (Μ. και Ν. Μ.) και η αδελφή τους Φ. συζ. Χ. Κ., το γένος Κ. Μ. και ότι συνακόλουθα από την αποδοχή αυτή προκύπτει ομολογία ότι νομή στο επίδικο έκανε και η εν λόγω κληρονόμος και ότι ως εκ τούτου εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι νομή, που προσμετρήθηκε στη νομή των εναγόντων ασκούσαν μόνο αυτοί. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε και μάλιστα το κείμενό του περιελήφθη στην απόφαση (φύλλο 7β) αλλά σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε κρίσεις και συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθά και ειδικότερα δεν συνήγαγε όπως εκθέτει ο αναιρεσείων ομολογία για την άσκηση νομής επί του επιδίκου από την προαναφερθείσα Φ. συζ. Χ. Κ., αλλά όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο από τη συνεκτίμηση του εγγράφου αυτού με τις λοιπές αποδείξεις δέχθηκε "- φύλλο 9α - και ναι μεν, όπως προαναφέρθηκε (αναφέρεται στο εκτιθέμενο περιεχόμενο του εγγράφου) την κληρονομία αποδέχθηκε, μαζί με τους άνω δύο δικαιοπαρόχους και η αποβιώσασα το έτος 1972, αδελφή τους Φ. Κ. (κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας) πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία προέβη έκτοτε σε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο, αλλά τούτο (ολόκληρο) νεμήθηκαν στη συνέχεια (από το έτος 1955) μόνο οι δύο δικαιοπάροχοι των εναγόντων αποκλειστικά ως δικό τους, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, εν γνώσει και χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση της αδελφής τους Φ. ...". Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (τρίτος) κατά το ερευνώμενο πρώτο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι απαράδεκτος είναι και για το λόγο ότι ως εκ του αποδεικτέου θέματος, που αφορά σε τακτική και έκτακτη χρησικτησία, το έγγραφο αυτό δεν είναι το αποδεικτικό μέσο στο οποίο το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στήριξε το πόρισμά του για την άσκηση πράξεων νομής στο επίδικο.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και να το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ από την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα μη αναφερόμενα. Μόνον αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντα δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα και γι' αυτό κατέληξε (ως προς την ένσταση αυτή) σε απορριπτικό πόρισμα, το οποίο είναι αντίθετο από εκείνο που θα προέκυπτε αν λάμβανε υπόψη και τα έγγραφα αυτά, τα οποία είναι: α) το υπ' αριθμ..../1977 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αμαρουσίου Κ. Κουνέλη με το οποίο ο αναιρεσείων αγόρασε μεγαλύτερο ακίνητο, επιφανείας 2000 τ.μ., που περιλαμβάνει και το επίδικο, β) το υπ' αριθμ..../1954 συμβόλαιο αγοράς της δικαιοπαρόχου του Ε. Ξ. γ) το υπ' αριθμ. .../27.2.1975 συμβόλαιο αγοράς του συμβ/φου Αθηνών Κων.Μητρέλη με το οποίο απέκτησε από αγορά παρακείμενο της ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντα οικόπεδο η εταιρεία "Π.ς Α.Ε." δ) το υπ' αριθμ. .../25.4.1901 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Π. Μπαρδή, που αφορά τον Μ. Α. Β. (προπάππο των αναιρεσιβλήτων) και το υπ' αριθμ. .../1954 συμβόλαιο του συμβ/φου Ευσταθίου Κουτσοχέρα περί διανομής της περιουσίας του Μ. Β., από το οποίο προκύπτει ότι η κόρη του και γιαγιά των αναιρεσειόντων Σ. Μ. δεν απέκτησε το επίδικο ακίνητο. Ο λόγος αυτός που αφορά σε έγγραφα, των οποίων έγινε νόμιμη μετ' επικλήσεως προσαγωγή στο Εφετείο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα υπό στοιχ.α και β έγγραφα (φύλλα 14α, 10β και 11α) - χωρίς από τούτο να συνάγεται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ότι τα μη ειδικώς αναφερόμενα δεν λήφθηκαν υπόψη - δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος περί του ουσία αβασίμου της προαναφερθείσας ενστάσεως ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (3ος - δεύτερο σκέλος) καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Η δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων βαρύνει τον αναιρεσείοντα, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-11-2011 αίτηση του Α. Γ. Β., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4371/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή