Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1159 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Λαθρεμπορία, Συνέργεια.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για απλή συνεργεία σε λαθρεμπορία. Γνωστοποίηση μαρτύρων (άρθρο 326 § 1 ΚΠΔ). Μη γνωστοποίηση νέου μάρτυρα, που έχει κληθεί στο εφετείο σε αντικατάσταση του πρωτοδίκως γνωστοποιηθέντος. Αν η δίκη αναβληθεί, κατ' άρθρο 349 ΚΠΔ. με την παρουσία του κατηγορουμένου και του νέου μάρτυρα, η παράλειψη της γνωστοποιήσεως καλύπτεται. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορούμενου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Δεν επέρχεται, όμως, τέτοια ακυρότητα, όταν τα από το μη αναγνωσθέν έγγραφο προκύπτοντα περιστατικά προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Ακόμη, δεν προκαλείται ακυρότητα από την, κατά το άρθρο 364 του ΚΠΔ, ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων τα οποία υποβάλλονται από τους διαδίκους, των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα, καθώς και από την ανάγνωση εγγράφων άλλης δίκης ή και αποφάσεως εκδοθείσας επί άλλης δίκης, η οποία δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Το ένδικο μέσο μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου. Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Απαράδεκτος, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος σε σχέση με έγκλημα, για το οποίο ο τελευταίος έχει αθωωθεί. Τι πρέπει να διαλαμβάνει ο από το άρθρο 510 § 1 ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για να είναι ορισμένος. Δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι, στην περίπτωση αυτή, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα. Απόρριψη αιτήσεως στο σύνολό της.




Αριθμός 1159/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαρκουλάκο, περί αναιρέσεως της 1264/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 367/10.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 326§1 ΚΠοινΔ, "ο αρμόδιος εισαγγελέας πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδει στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο, εκτός από το πταισματοδικείο και το μονομελές πλημμελειοδικείο, κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας που θα εξεταστούν. Ο κατάλογος αυτός μπορεί να καταγραφεί στο σώμα και μάλιστα στο τέλος του κλητήριου θεσπίσματος ή της κλήσης για εμφάνιση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 353 παρ. 1 και 365 δεν χρειάζεται η επίδοση καταλόγου σύμφωνα με αυτό το άρθρο". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σκοπός της οποίας είναι η παροχή της δυνατότητας στον κατηγορούμενο να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, ο κατάλογος των μαρτύρων κατηγορίας δεν είναι απαραίτητο να γνωστοποιείται μεμονωμένα, αλλά μπορεί να καταχωρείται στο τέλος του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως, πράγμα, άλλωστε, που είναι και το συνηθέστερο στην πρακτική. Αν η υπόθεση αναβληθεί, δεν γίνεται γνωστοποίηση και πάλι των ήδη γνωστοποιηθέντων μαρτύρων. Ο σκοπός αυτός του νόμου πληρούται αν, κατόπιν κλητεύσεως, προσέλθει να καταθέσει νέος μάρτυρας, το όνομα του οποίου δεν έχει γνωστοποιηθεί με τον ως άνω τρόπο, αλλά η δίκη έχει αναβληθεί, κατ` άρθρο 349 ΚΠοινΔ, κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου, αφού και πάλι, μέχρι την, μετά την αναβολή, δικάσιμο, θα έχει αυτός τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τα στοιχεία του νέου μάρτυρα και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αυτό συμβαίνει, συνήθως, στις περιπτώσεις εγκλημάτων κατά του Δημοσίου, όταν, στη θέση του αρχικά κλητευθέντος, ως μάρτυρα, αρμοδίου υπαλλήλου και γνώστη της υποθέσεως, λόγω συνταξιοδοτήσεως, μεταθέσεως κ.λπ. αυτού, προσέρχεται να καταθέσει ο αντικαταστάτης του ή άλλος υπάλληλος, επίσης γνώστης της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 1264/2009 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για απλή συνέργεια σε λαθρεμπορία, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, ανασταλείσα. Στην πρωτοβάθμια δίκη είχε εξετασθεί ως μάρτυρας κατηγορίας η Διευθύντρια του Τελωνείου Ναυπλίου Ζ. Πλην, μετά την έκδοση της πρωτόδικης υπ` αριθ. 454/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου και πριν από την εκδίκαση των εφέσεων (του αναιρεσείοντος και των συγκατηγορουμένων του Χ2 και Φ) και δη στις 31.12.2008 η εν λόγω μάρτυρας συνταξιοδοτήθηκε, λόγος για τον οποίο η Υπηρεσία της πρότεινε ως μάρτυρα, σε αντικατάσταση αυτής, τον Ξ, ο οποίος κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (στις 26.6.2009) για να εμφανισθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου κατά τη δικάσιμο της 30.6.2009 και να καταθέσει επί της ένδικης υποθέσεως. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, η δίκη αναβλήθηκε, κατ` άρθρο 349 ΚΠοινΔ, με την παρουσία τόσο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, όσο και του ως άνω νέου μάρτυρα, για τις 3.11.2009, οπότε, μετά από διακοπή για τις 5.11.2009, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Και ναι μεν ο μάρτυρας Ξ δεν περιλαμβάνεται στον (αρχικό) κατάλογο μαρτύρων κατηγορίας και δεν γνωστοποιήθηκε και αυτός στον αναιρεσείοντα (και στους συγκατηγορουμένους του), αφού η σχετική κλήση είχε ήδη επιδοθεί στον τελευταίο στις 9.3.2009, πριν, δηλαδή, από την κλήση του μάρτυρα. Όμως, η παράλειψη αυτή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καλύφθηκε, καθόσον, συνεπεία της αναβολής, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος έλαβε γνώση του ότι θα κατέθετε ο μάρτυρας αυτός στη θέση της Ζ και είχε τη δυνατότητα να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Β' και Η' ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και για υπέρβαση εξουσίας και συγκεκριμένα γιατί το Τριμελές Εφετείο, χωρίς να απαντήσει στις αντιρρήσεις, που είχε προτείνει ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του, προχώρησε στην εξέταση του παραπάνω μάρτυρα, ο οποίος είχε προσέλθει να καταθέσει αυθορμήτως χωρίς να του έχει γνωστοποιηθεί (του αναιρεσείοντος), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η αιτίαση ότι το Δικαστήριο εφήρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 353 ΚΠοινΔ είναι απαράδεκτη, γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως, αυτό προχώρησε στην εξέταση του μάρτυρα χωρίς να απαντήσει τίποτε στις αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και χωρίς να αποφανθεί ότι εφαρμόζει την εν λόγω διάταξη, της οποίας την εφαρμογή πρότεινε μόνο ο Εισαγγελέας.
Από τις διατάξεις των άρθρων, 333 παρ. 2, 358, και 364 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠοινΔ, γιατί αποστερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 358 του ίδιου Κώδικα, σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Δεν επέρχεται, όμως, τέτοια ακυρότητα, όταν τα από το μη αναγνωσθέν έγγραφο προκύπτοντα περιστατικά προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Ακόμη, ουδεμία ακυρότητα απαγγέλλεται από την, κατά το άρθρο 364 του ίδιου Κώδικα, ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων τα οποία υποβάλλονται από τους διαδίκους, των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα, καθώς και από την ανάγνωση εγγράφων άλλης δίκης ή και αποφάσεως εκδοθείσας επί άλλης δίκης, η οποία δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, από δε την ανάγνωση αυτών, χωρίς μάλιστα την εναντίωση του κατηγορουμένου, δεν παραβιάζεται το από το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ, δικαίωμα υπεράσπισης, αφού ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, να εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις και για τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τρίτο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, γιατί το Τριμελές Εφετείο, για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής του κρίσεως, έλαβε υπόψη α) την με αριθμό ... υποβλητική αναφορά της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, η οποία δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και β) τις υπ` αριθ. 2902 και 2973/2005 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, οι οποίες αναγνώσθηκαν, χωρίς να έχουν καταστεί αμετάκλητες. Ο λόγος αυτός πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ` αμφότερα τα σκέλη του. Κατά το πρώτο, γιατί το περιεχόμενο του φερομένου ως μη αναγνωσθέντος, αλλά ληφθέντος υπόψη, ως άνω εγγράφου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, προκύπτει από άλλο έγγραφο, το οποίο αναγνώσθηκε, και συγκεκριμένα από την υπ` αριθ. 1956/2006 (όχι 2956, όπως έχει γραφεί από παραδρομή) απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου (με την οποία ο συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος Φ, στον οποίο αυτός παρέσχε την ένδικη απλή συνέργεια, καταδικάσθηκε για κατοχή λαθρεμπορεύματος, από την οποία οι δασμοί υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ). Κατά δε το δεύτερο, γιατί από την ανάγνωση αποφάσεως εκδοθείσας επί άλλης δίκης, η οποία δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, δεν δημιουργείται, όπως αναφέρθηκε, ακυρότητα, τοσούτω μάλλον, καθόσον, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων εναντιώθηκε στην ανάγνωση των ως άνω αποφάσεων. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Περαιτέρω, κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού, που είχε προβάλει γραπτώς και ανέπτυξε και προφορικώς ο συγκατηγορούμενός του Χ2, ο οποίος (ισχυρισμός) αναφερόταν, σε σχέση με το πλημμέλημα της συμμορίας που του αποδιδόταν, στο απαράδεκτο της ποινικής δίωξης λόγω εκκρεμοδικίας αφενός, και στην ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφετέρου, ειδικότερα δε στην αθώωση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητείτο η παύση της ποινικής δίωξης για το αδίκημα αυτό. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ανεξαρτήτως του ότι ο Χ2 δεν προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό (τον οποίο προέβαλε ο άλλος συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος Φ), όλοι οι κατηγορούμενοι (και ο αναιρεσείων) αθωώθηκαν για τη συμμορία.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ' ακολουθία, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει στην έκθεση να διαλαμβάνονται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που (φέρεται ότι) παραβιάσθηκε, η μορφή της παραβιάσεώς της, εάν, δηλαδή, έλαβε χώρα εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή αυτής, η έννοια που δόθηκε σ' αυτήν από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι αποδείχθηκαν κατά την γενομένη υπαγωγή τους σ' αυτή. Τέλος, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πέμπτο (τελευταίο), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εκ πλαγίου παράβαση κανόνα δικαίου (έλλειψη νόμιμης βάσεως), η οποία συνίσταται, κατά λέξη, στο ότι: "1. Στη σελ. 17 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το δικάζον Δικαστήριο, δέχθηκε ότι ενώ και οι λοιποί συγκατηγορούμενοί μου ουδέποτε εκδώσαμε νέα άδεια κυκλοφορίας για το αφορών την υπόθεση όχημα, κρίνοντας μάλιστα τους ισχυρισμούς μου ως μη πειστικούς και στηρίζοντας στο συμπέρασμά του αυτό τη δικανική του πεποίθηση και την αιτιολογία της κρίσης του περί της ένοχης μου. Όμως, το δικάζον Δικαστήριο, πλαγίως παραβίασε το νόμο όταν δεχόμενο ότι οφείλαμε να εκδώσουμε νέες άδειες κυκλοφορίας των οχημάτων, οδηγήθηκε στην απόρριψη των ισχυρισμών μας και στη συνακόλουθη κατάφαση της ενοχής μας. 1.1. Δηλαδή, το δικάζον Δικαστήριο θεώρησε την μη έκδοση άδειας κυκλοφορίας για τα εν λόγω αυτοκίνητα ως στοιχείο από το οποίο αποδείχθηκε η ενοχή μας, όταν αντίθετα και ευθέως το ίδιο το Δικαστήριο δέχθηκε, επειδή αναμφισβήτητα αποδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία κατά την οποία αναγνώσθηκε συγκεκριμένα η το με αριθμό πρωτ. 10489/04 έγγραφο της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών (στο οποίο δηλώνεται ρητώς ότι το αυτοκίνητο έχει αποχαρακτηρισθεί), ότι το εν λόγω αυτοκίνητο Μάρκας Mercedes είχε αποχαρακτηρισθεί ήδη πριν ασχοληθώ ενώ μαζί του και ήταν έτσι λογικό επόμενο και συνακόλουθο να μην είναι εκ του Νόμου δυνατή η έκδοση νέας άδειας κυκλοφορίας, καθώς αυτήν ακριβώς την έννοια έχει ο αποχαρακτηρισμός κάποιου αυτοκινήτου. 1.2. Επομένως, το δικάζον Δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφάσεις όταν στη σελ. 15 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δέχεται ότι το εν λόγω αυτοκίνητο είχε αποχαρακτηρισθεί, αλλά στη συνέχεια στηρίζει την κρίση του περί την ενοχή μας στο γεγονός ότι δεν εκδόθηκε νέα άδεια κυκλοφορίας του (ήδη αποχαρακτηρισθέντος !!!) εν λόγω αυτοκινήτου, γεγονός εκ του νόμου και εν τοις πράγμασι αδύνατο. 1.3. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασης πάσχει, καθώς έχουν εμφιλοχωρήσει αντιφάσεις και λογικά κενά, τα οποία το δικάζον Δικαστήριο, στην προσπάθεια του να υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά σε διάταξη νόμου, ξεπέρασε με ανυπέρβλητα λογικά και νομικώς ανορθόδοξα άλματα και έτσι η απόφαση στερείται της νόμιμης και αναγκαίας βάσης της, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510 περ. Ε' ΚΠΔ". Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτος αφενός ως αόριστος, αφού δεν αναφέρεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που (φέρεται ότι) παραβιάσθηκε, η μορφή της παραβιάσεώς της, εάν, δηλαδή, έλαβε χώρα εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή αυτής, η έννοια που δόθηκε σ' αυτήν από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι αποδείχθηκαν κατά την γενομένη υπαγωγή τους σ' αυτή, και αφετέρου γιατί αναφέρεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πλήττει, δηλαδή, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1 Μαρτίου 2010 (υπ' αριθ. πρωτ. 1599/2010) αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ` αριθ. 1264/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2010.

H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή