Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 769 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).




Περίληψη:
Πλαστογραφία. Χρήση πλαστού εγγράφου. Αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος για χρήση πλαστού εγγράφου, ο οποίος εμφάνισε στην τράπεζα πλαστό έγγραφο ασφαλιστικής ενημερότητας, προκειμένου να λάβει δάνειο. Επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία με χρήση, σε χρήση πλαστού που πλαστογραφήθηκε από τρίτο, εφόσον με καθένα από τα εγκλήματα αυτά πλήττεται το αυτό έννομο αγαθό της γνησιότητας των εγγράφων. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα γιατί δε δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο που εκπροσωπούσε τον κατηγορούμενο για να εκθέσει τις απόψεις του πριν από τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού το δικαίωμα προς απολογία παρέχεται μόνο στον παρόντα κατηγορούμενο. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, γιατί δε δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο μετά την πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη ελαφρυντικών, αφού δε ζητήθηκε ο λόγος από το συνήγορο, μετά την απορριπτική για τα ελαφρυντικά πρόταση του Εισαγγελέα Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 769/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Κ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Χατζηγεωργίου, για αναίρεση της υπ'αριθ.11247/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Φεβρουαρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21 Μαρτίου 2012 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 398/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 23-2-2012 (υπ' αριθμό πρωτ.1591/23-2-2012) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφομένη κατά της υπ' αριθμό 11247/2011 αποφάσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 2) και γι' αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ' αυτής με χρονολογία 21-3-2012 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς.
ΙΙ. Επειδή, στο άρθρο 216 παρ. 1, 2 του ΠΚ ορίζεται ότι: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Mε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του Π.Κ.) από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με την θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου), ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του. Ως χρήση δε του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία κατά την παράγραφο 1 εδ. β' συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου τιμωρείται ως αυτοτελές έγκλημα, νοείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία καθιστά προσιτό το πλαστό ή νοθευμένο έγκλημα σε εκείνον του οποίου επιδιώκεται η παραπλάνηση, παρέχουσα την δυνατότητα σ' αυτόν να λάβει γνώση του περιεχομένου του εγγράφου, χωρίς να απαιτείται και η πραγματική γνώση του περιεχομένου του. Υποκειμενικώς δε για την θεμελίωση του υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 216 του ΠΚ προβλεπομένου αυτοτελούς εγκλήματος της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιοποίνου πράξεως, και τον σκοπό του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως ή καταστάσεως, δημοσίας ή ιδιωτικής φύσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος σκοπός. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί , με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού , ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου , οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 11247/2011 απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία μετά χρήσεως, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ήτοι των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και των εγγράφων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στην Αθήνα το αργότερο την 19/5/2004 άγνωστο άτομο κατάρτισε το πιο κάτω έγγραφο και συγκεκριμένα κατάρτισε την με ημερομηνία 18/5/2004 ασφαλιστική ενημερότητα, που κατ' αυτήν (πλαστό έγγραφο) φέρεται να εκδόθηκε από το Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αθηνών και ειδικότερα στο προδιατυπωμένο έντυπο της ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΜΗ ΟΦΕΙΛΗΣ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ συμπλήρωσε τα ακόλουθα και δη στην έντυπη θέση "πληροφορίες" το όνομα "Γιαννόπουλος Χρ.", στην έντυπη θέση αρ.πρωτ.τον αριθμό 1428/04 και ημερομηνία 18-5-2004, στις έντυπες θέσεις "ΕΠΩΝΥΜΙΑ/ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ, ΕΙΔΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΚΑΙ Δ/ΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ, τα ατομικά στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου Ν. Κ. του Θ., τον ΑΜΕ και τον αριθμό φορολογικού μητρώου τούτου (κατηγορουμένου), το είδος της επιχειρηματικής του δραστηριότητας (εμπορία - Βιοτεχνία επίπλων) και την έδρα αυτής (...- ...) ως και τη διάρκεια ισχύος της άνω ασφαλιστικής ενημερότητος και δη ότι αυτή δήθεν ισχύει επί ένα μήνα από την έκδοση της, δηλονότι μέχρι της 17/5/2004, ενώ τέλος τέθηκε από τον άγνωστο δράστη, που κατάρτισε την ενημερότητα αυτή το όνομα και η υπογραφή του Κ. Α., που ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο και φερόταν ως Προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Αθηνών. Έτσι αποδείχθηκε ότι το άνω έγγραφο ήταν πλαστό και υπάρχουν αμφιβολίες ότι το έγγραφο αυτό το κατάρτισε ο κατηγορούμενος, ενώ αντιθέτως αποδείχθηκε ότι την ίδια ημέρα, ήτοι την 19/5/2004 ο κατηγορούμενος, που γνώριζε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό, γεγονός που ενισχύεται και εκ του ότι αυτό αφορούσε την επιχείρηση του και συνεπώς γνώριζε την αληθή των πραγμάτων κατάσταση έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου, ήτοι εμφανίσθηκε στο επί της οδού ... υποκατάστημα της Eurobank Εργασίας, περιοχής ... και εμφάνισε αυτό στους υπαλλήλους ότι δήθεν ήταν γνήσιο ως προερχόμενο δήθεν από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Εσόδων του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Αθηνών, προκειμένου να επιτύχει έτσι τη δανειοδότηση του από την Τράπεζα αυτή. Υπό τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της χρήσεως του πλαστού αυτού εγγράφου, πράξη για την οποία και κατηγορείται, άλλωστε σε κάθε περίπτωση κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ενώ περαιτέρω τα αιτούμενα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστα, αφού γίνεται αναφορά μόνο των σχετικών διατάξεων, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών που τα στηρίζουν άλλως ως αβάσιμα κατ' ουσίαν". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την κατά τα άνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, της χρήσης πλαστού εγγράφου, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 13γ, 14, 16, 17, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 216 παρ.2, Π.Κ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα: α) την πλαστότητα του εγγράφου (έγγραφο ασφαλιστικής ενημερότητας) του οποίου έκανε χρήση ο αναιρεσείων, β) τον άμεσο δόλο αυτού, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση του, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης-πλήρους γνώσης) για την πλαστότητα του ανωτέρω εγγράφου, και πιο συγκεκριμένα από την αναφορά στο σκεπτικό ότι "ο κατηγορούμενος, που γνώριζε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό, γεγονός που ενισχύεται και εκ του ότι αυτό αφορούσε την επιχείρησή του και συνεπώς γνώριζε την αληθή των πραγμάτων κατάσταση" και γ) τον εγκληματικό σκοπό (υπερχειλή δόλο), για τον οποίο έκανε χρήση του παραπάνω εγγράφου, που ήταν η επίτευξη δανειοδότησής του από την τράπεζα "ΕUROBANK". Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, (περί του ότι το κατά τα άνω πλαστό έγγραφο το προσκόμισε στους υπαλλήλους της Τράπεζας τρίτος και όχι ο ίδιος), κατά το μέρος που με αυτές πλήττεται, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι, 1ος και 2ος λόγοι του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, 2ος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, καθώς και 3ος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο, κατά το σκέλος αυτό, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, είναι αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που αφορούν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ο διευθύνων την συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο κατηγορούμενος, επί της ενοχής και έπειτα επί της ποινής. Η παράλειψη του διευθύνοντος τη συζήτηση, να καλέσει τον κατηγορούμενο προς απολογία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία παράβαση ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Τα παραπάνω όμως, προϋποθέτουν αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου παράσταση στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορούμενου, ούτε καλείται σε απολογία (Α.Π. 265/2011, Α.Π. 54/2010).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, από συνήγορο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ.2 και 502 παρ.1 Κ.Π.Δ. Μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας η Πρόεδρος έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς, πριν από την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας περί ενοχής, να δοθεί ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε, για να λάβει θέση και να εκφρασθεί αντ' αυτού επί της κατηγορίας και της αποδεικτικής διαδικασίας που είχε διεξαχθεί στο ακροατήριο. Η παράλειψη αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν επέφερε ακυρότητα της διαδικασίας, καθόσον, όπως συνομολογεί ο αναιρεσείων, αλλά και από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εκπροσωπήθηκε αυτός, όπως προαναφέρθηκε από τον πληρεξούσιο συνήγορό του, Παύλο Χατζηγεωργίου, ο οποίος και δεν μπορούσε να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ, 1ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δε δόθηκε ό λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, που τον εκπροσωπούσε να εκθέσει τις απόψεις του πριν από τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος κατά το σκέλος αυτό.
ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα ... και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, στο δε κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του, στο τέλος, και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Η ίδια ακυρότητα που ιδρύει τον αυτό ως άνω λόγο αναιρέσεως επέρχεται και όταν ο Εισαγγελέας ζήτησε και έλαβε τον λόγο για να δευτερολογήσει και στην συνέχεια δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, έστω και αν δεν τον ζήτησε, αφού ο κατηγορούμενος έχει πάντα τον λόγο τελευταίος. Δεν ισχύει τούτο όμως όταν ο εισαγγελέας ζήτησε και του δόθηκε ο λόγος για να προτείνει επί των αυτοτελών ισχυρισμών που υπέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου κατά την αγόρευση του, δηλαδή μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, καθόσον τούτο δεν συνιστά δευτερολογία του εισαγγελέως, αλλά την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ.1 στοιχ. β' ΚΠΔ πρότασή του, πριν από την έκδοση αποφάσεως επί των υποβληθέντων ισχυρισμών (ΑΠ 1418/2010, ΑΠ 461/2009).
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, η Πρόεδρος αφού κήρυξε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, στην συνέχεια ο συνήγορος του κατηγορουμένου αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο ανάπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την απαλλαγή του κατηγορουμένου, άλλως ζήτησε επί λέξει "να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 α και δ Π.Κ.". Στη συνέχεια, δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο λόγος δόθηκε, μετά την αγόρευση του συνηγόρου του κατηγορουμένου και την υποβολή κατ' αυτήν των αυτοτελών ισχυρισμών, στον Εισαγγελέα, για να προτείνει επί αυτών, ο οποίος και πρότεινε την απόρριψή τους. Όμως, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει ότι ο παραπάνω συνήγορος, ζήτησε από την Πρόεδρο να λάβει εκ νέου το λόγο, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα και πριν από την απαγγελία της απορριπτικής του αυτοτελούς ισχυρισμού απόφασης του Δικαστηρίου και ο διευθύνων τη συζήτηση αρνήθηκε να του δώσει το λόγο.
Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω, δεν υπήρχε υποχρέωση να δοθεί ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, μετά την εν λόγω πρόταση του Εισαγγελέα και δεν παρήχθη εκ του λόγου αυτού, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, 1ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, εκ του ότι επί του υποβληθέντος από το συνήγορό του αιτήματος για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων το δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση, παραλείποντας να δώσει το λόγο, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα, στο συνήγορό του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και κατά το σκέλος αυτό.
V. Μη επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης εναντίον απόφασης, με βάση το άρθρο 510 παρ. 1 Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1β' του ίδιου Κώδικα, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, υπάρχει, όταν η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, είναι ουσιωδώς διαφορετική, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, από εκείνη, για την οποία παραπέμφθηκε αυτός στην δίκη, ενώ τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή δεν συντρέχει, όταν με την απόφαση και κατά βελτίωση της κατηγορίας, δίνεται, στην αυτή αντικειμενικά πράξη, διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του βάσιμου ή όχι του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ναι μεν ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε για να δικασθεί και καταδικάστηκε πρωτοδίκως, ως υπαίτιος, της παράβασης του άρθρου 216 παρ. 1β' ΠΚ, δηλαδή, για κατάρτιση πλαστού εγγράφου, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και με την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσεως από αυτόν του εν λόγω εγγράφου, αλλά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, πλην της κατάρτισης, κηρύχθηκε ένοχος για παράβαση του άρθρου 216 παρ. 2 ΠΚ και, συγκεκριμένα, για την εν γνώσει και για τον παραπάνω σκοπό χρησιμοποίηση από τον αναιρεσείοντα του ίδιου πλαστού εγγράφου. Επομένως, με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για χρήση πλαστού εγγράφου, που νοθεύτηκε από τρίτον (άρθρο 216 παρ. 2 ΠΚ), ενώ αυτός είχε παραπεμφθεί και καταδικάστηκε πρωτοδίκως για πλαστογραφία με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσεως του πλαστού εγγράφου (άρθρο 216 παρ. 1 εδ.α' και β' ΠΚ), το Εφετείο, δεν μετέβαλε ανεπίτρεπτα την κατηγορία, αφού πρόκειται για διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό (ορθότερο) των ίδιων πραγματικών περιστατικών, τα οποία αντικειμενικώς δεν διαφέρουν ουσιωδώς, εν όψει και του ότι, με το καθένα από τα παραπάνω εγκλήματα, πλήττεται το αυτό έννομο αγαθό της γνησιότητας των εγγράφων, ως προς την ιδιότητά τους να παριστάνουν γεγονότα, που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες (A.Π. 969/2012, 648/2007).
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος 3ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, και κατά το σκέλος με το οποίο, κατ' εκτίμηση, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, για τον παραπάνω λόγο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-2-2012 υπ' αριθμό πρωτ. 1591/2012 αίτηση του Ν. Κ. του Θ., κατοίκου ..., και τους από 21-3-2012, Πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 11.247/2011 αποφάσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή