Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 7 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας.




Περίληψη:
Διευκόλυνση ακολασίας άλλων κατ’ επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ.




Αριθμός 7/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 75/2008 πράξη), Βιολέττα Κυτέα (ορισθείσα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών-κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της 215, 216/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαΐου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1092/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 348 παρ. 1 και 3 ΠΚ, "όποιος κατ' επάγγελμα διευκολύνει με οποιοδήποτε τρόπο την ασέλγεια μεταξύ άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους" (παρ.1) και "όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία επιχειρεί να διευκολύνει, έστω και συγκαλυμμένα με τη δημοσίευση αγγελίας, εικόνας, αριθμού τηλεφωνικής σύνδεσης ή με την μετάδοση ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την ασέλγεια με ανήλικο τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή" (παρ.3). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτωση στ' ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996, "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του προβλεπόμενου από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρ. 348 παρ. 1 και 3 ΠΚ) εγκλήματος είναι η κατ' επάγγελμα, με την προεκτεθείσα έννοια, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος διευκόλυνση τέλεσης ασελγών πράξεων μεταξύ άλλων, και κατά την δεύτερη η με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και συγκαλυμμένο, κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία διευκόλυνση ασέλγειας με ανήλικο. Η παροχή τόπου με σκοπό την ασέλγεια τρίτων αποτελεί διευκόλυνση ακολασίας άλλων. Δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό η απουσία του υπαιτίου από το ξενοδοχείο.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορίες, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο ένα μέρος αυτών, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του. Η παραπάνω αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που είναι εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην απόσβεση του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Για το παραδεκτό των αυτοτελών ισχυρισμών επιβάλλεται να προτείνονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για τη θεμελίωσή του, προκειμένου να κριθεί το ουσία βάσιμο αυτών. Αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά και η πραγματική πλάνη (άρθρο 30 του ΠΚ) και το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει, εφόσον προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Από το άρθρο 30 του ΠΚ, που ρυθμίζει την σε οντολογικό επίπεδο αποκλείουσα το δόλο πραγματική πλάνη, δηλαδή την άγνοια ή την εσφαλμένη αντίληψη κάποιου ουσιαστικού όρου της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου επαυξάνοντος τη βαρύτητά του περιστατικού, συνάγεται ότι το κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένα τι πράττει και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της άγνοιάς του ή της εσφαλμένης αντίληψής του.
Στην προκείμενη περίπτωση από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό τόπους και χρόνους 1) η πρώτη κατηγορουμένη Γ- μη διάδικος στην παρούσα δίκη - με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα και δη υπέθαλπε την πορνεία των ανηλίκων θυγατέρων της Α και Β, ηλικίας 17 και 16 ετών, αντιστοίχως, προτείνοντας σε άνδρες να συνευρεθούν σαρκικά και έναντι αμοιβής με αυτές και δη να ενεργήσουν συνουσία και άλλες ασελγείς πράξεις, χορηγώντας μάλιστα στις τελευταίες και προφυλακτικά, οδηγώντας τις δε προς τούτο στο κεντρικό ξενοδοχείο ".....". Ειδικότερα, ως προς την πρώτη των ως άνω θυγατέρων, στερούμενη δελτίου ταυτότητας και ταξιδιωτικών εγγράφων, για την οποία προβλήθηκε από το συνήγορό της υπερασπίσεως ότι κατά την τέλεση των πράξεων ήταν ενήλικη, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία πείθεται για το αντίθετο, ήτοι ότι κατά την τέλεση τούτων αυτή δεν είχε συμπληρώσει το 18 έτος της ηλικίας της, πράγμα που αναφέρει η μητέρα της, πρώτη κατηγορουμένη, στην αναγνωσθείσα από 7-3-2005 απολογία της ενώπιον του Ανακριτή και ... 2)Οι δεύτερη και η τρίτη κατηγορούμενες (αναιρεσείουσες), κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία διευκόλυναν την ασέλγεια με ανήλικο. Ειδικότερα, η μεν δεύτερη ως υπάλληλος στο χώρο υποδοχής, η δε τρίτη ως ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου ".....", διευκόλυναν, έναντι αμοιβής 8 ευρώ, τη διενέργεια συνουσίας και ασελγών πράξεων, παραχωρώντας στην εκδιδόμενη Α, που γνώριζαν ότι ήταν ανήλικη, δωμάτιο στο εν λόγω ξενοδοχείο. Η τέλεση δε της πράξεως αυτής κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία, προκύπτει από την όλη υποδομή, που είχαν διαμορφώσει, με τη συστηματική παραχώρηση δωματίων στην ανήλικη, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος". Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο απέρριψε τον προαναφερθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της υπεράσπισης και κήρυξε ένοχες τις αναιρεσείουσες του ότι: "Η Χ1 στην ....., στις 4-3-2005, κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία διευκόλυνε με οποιοδήποτε τρόπο την ασέλγεια με ανήλικο. Πιο συγκεκριμένα, εργαζόμενη ως υπάλληλος στο χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου ".....", που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ..... και ....., έναντι αμοιβής 8 ευρώ, διευκόλυνε την διενέργεια ασελγών πράξεων, παραχωρώντας στην εκδιδόμενη με αμοιβή Α, που γνώριζε ότι ήταν ανήλικη, δωμάτιο του προαναφερόμενου ξενοδοχείου, προκειμένου η τελευταία να συνευρεθεί ερωτικά. Την ανωτέρω πράξη της δε τέλεσε κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία, όπως προκύπτει από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει, με τη συστηματική παραχώρηση δωματίων στην ως άνω ανήλικη, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και ειδικότερα, το κέρδος της των 8 ευρώ για κάθε ερωτική συνεύρεση της ανήλικης.
Η Χ2, στην ....., στις 4-3-2005, κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία διευκόλυνε με οποιοδήποτε τρόπο την ασέλγεια με ανήλικο. Πιο συγκεκριμένα, ως ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου ".....", που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ..... και ....., έναντι αμοιβής 8 ευρώ, διευκόλυνε την διενέργεια ασελγών πράξεων, παραχωρώντας στην εκδιδόμενη με αμοιβή, Α, που γνώριζε ότι ήταν ανήλικη, δωμάτιο του προαναφερόμενου ξενοδοχείου, προκειμένου η τελευταία να συνευρεθεί ερωτικά. Την ανωτέρω πράξη της δε τέλεσε κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία, όπως προκύπτει από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει, με τη συστηματική παραχώρηση δωματίων στην ως άνω ανήλικη, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και ειδικότερα, το κέρδος της των 8 ευρώ για κάθε ερωτική συνεύρεση της ανήλικης". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Η έννοια της εκ κερδοσκοπίας παροχής της στέγης για το αδίκημα της διευκόλυνσης ακολασίας άλλων περιλαμβάνει και την κατ' επάγγελμα τοιαύτη παροχή, διότι τέτοιο επάγγελμα χωρίς κερδοσκοπία δεν δύναται να έχει αξιόλογη πρακτική σημασία. Προκύπτει δε στην προκείμενη περίπτωση ότι η πρώτη αναιρεσείουσα, ως υπάλληλος στο χώρο υποδοχής και η δεύτερη, ως ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου ....., κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία διευκόλυναν την ασέλγεια τρίτων με την ως άνω ανήλικη, από την όλη υποδομή που είχαν διαμορφώσει, με τη συστηματική παραχώρηση δωματίων στην ανήλικη, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος.
Μετά την ανάγνωση των αναγνωστέων εγγράφων ο συνήγορος υπερασπίσεως της πρώτης αναιρεσείουσας πρόβαλε τον ακόλουθο αυτοτελή ισχυρισμό. "Ως προς μεν την πρώτη κοπέλα (Α) δεν προκύπτει η ανηλικότητά της κατά το χρόνο τελέσεως των αδικημάτων". Μετά ταύτα ανεγνώσθη, ως προς την ηλικία της, η από 7-3-2007 απολογία της πρώτης κατηγορουμένης, (για μαστροπεία μητέρας της), ενώπιον του Ανακριτή. Με το προαναφερόμενο περιεχόμενο ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης ως προς την ηλικία της ανήλικης δεν ήταν ορισμένος και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού δεν προσδιόριζε καν την ημερομηνία γεννήσεως αυτής και δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό αυτό, δηλαδή διαφορετική ηλικία από αυτή που δέχτηκε το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων, και σε τι συνίσταται η πλάνη των αναιρεσειουσών.
Συνεπώς το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα στον εν λόγω αόριστο ισχυρισμό, εκ περισσού δε διέλαβε στην απόφασή του διάταξη, με την οποία απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό. Άλλο στοιχείο για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος δεν ήταν απαραίτητο στην προκείμενη περίπτωση.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, να απορριφθούν οι ένδικες αιτήσεις αναιρέσεως ως αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 29-5-2007 αίτηση των: 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθ. 215,216/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, Και

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για την κάθε μία απ' αυτές.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή