Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. 25 παρ. 1,2,3 ν. 1882/1990, όπως τροπ. με 34 παρ.1 ν. 3220/2004. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όσον αφορά την ενοχή, την απόρριψη αιτήματος αναβολής και την απόρριψη ελαφρυντικού άρθρου 84 παρ. 2 β ΠΚ. 2. Βάσιμος λόγος αναίρεσης, για σιγή, χωρίς αιτιολογία, παραδεκτά προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικών περιστάσεων αρ. 84 παρ. 2 α και ε του ΠΚ.
Αριθμός 1314/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Ν. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπόμπορα, για αναίρεση της υπ'αριθ.31283/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 921/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις Δημόσιες Υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά ήταν καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφληση του έχει ρυθμιστεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ή τα Τελωνεία και αφετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλομένου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από 1-1-2004 και ορίστηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ κλπ προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημέρα συντάξεως του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των 50.000 ευρώ και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ.
Από τις διατάξεις αυτές και σύμφωνα με την εκτεθείσα νέα ρύθμιση του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι: 1) η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαία με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του σε δόσεις χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του, οπότε συνάγεται και προσδιορίζεται και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού 34 του ν. 3220/2004: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διαπράξεως του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνεται υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, ενώ χρόνος διαπράξεως του, είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, σε δόσεις ή εφάπαξ.
Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Το ποινικό δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει και περαιτέρω να αιτιολογήσει ειδικώς και την παραδοχή ή την απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού, μόνο όμως όταν έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, αν αναφέρονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση του, αλλιώς είναι απαράδεκτος ως αόριστος, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη του. Αν έγινε προβολή ή όχι και δη παραδεκτά, προκύπτει αποκλειστικά από τα πρακτικά του δικαστηρίου, που κατ' άρθρο 142 παρ. 3 του ΚΠΔ, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά μέχρι να διορθωθούν με τη νόμιμη διαδικασία ή ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, εκείνοι οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής.
Επίσης, η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου που απορρίπτει αίτηση του εκκαλούντος-κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, για συνεκδίκαση με άλλη συναφή υπόθεση του ιδίου που δικάστηκε χωριστά στον πρώτο βαθμό, κατά τα άρθρα 128 παρ.2 και 139 του ΚΠΔ, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή πρέπει η απόφαση να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αίτησης αυτής κρίση του.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. α', β' και ε' του ΠΚ, οι με τη διάταξη αυτή καθιερούμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, λαμβάνονται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ακόμη και αν δεν προταθούν ή προταθούν αορίστως. Για να είναι όμως, υποχρεωμένο το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει σε υποβληθέντα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του ισχυρισμό μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις και να αιτιολογήσει την τυχόν απόρριψη τους, ώστε να μπορεί και να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως, πρέπει να υποβληθούν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως.
Ειδικότερα, για να είναι ορισμένοι οι ισχυρισμοί αυτοί, πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, α) του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ, ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα (και όχι μεταγενέστερα), έντιμη οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί το ελαφρυντικό αυτό, η επίκληση μόνο του λευκού ποινικού μητρώου, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξης, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος ή εργασίας προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται η επίκληση περιστατικών θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς, β) του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β' ΠΚ, ότι ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια και ποία, ή από μεγάλη ένδεια, που πρέπει να προσδιορίζει, ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή συγκεκριμένης εντολής ή προσταγής προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης. Πρέπει δηλαδή να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του από όχι ταπεινά αίτια, ε) του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ, ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε καλή συμπεριφορά μετά την πράξη επί σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, με παράθεση περιστατικών θετικής καλής συμπεριφοράς, υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας μέσα στην κοινωνία διαβιών.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, πρότεινε και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά έγγραφοι ισχυρισμοί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, που αναπτύχθηκαν και έχουν κατά λέξη ως εξής: "1. Όπως και κατά την διαδικασία ανέπτυξα και εξήγησα, δια του υπ' αριθμ. 22 πρακτικού γενικής συνέλευσης των εταίρων της εταιρίας περιορισμένης Ευθύνης ΕΞΠΡΟ ΕΠΕ, το οποίο δημοσιεύτηκε νόμιμα στα Βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών και στο υπ αριθμ. φύλλου 8337/2110.1998 ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), ήδη από την 8.10.1998, χρόνο κατά τον οποίο μεταβίβασα και το εταιρικό μερίδιο μου, έπαψα να είμαι διαχειριστής και εκπρόσωπος αυτής αντικατασταθείς από τον νέο μέτοχο, ιδιοκτήτη και διαχειριστή αυτής κ. Θ. Κ.. Στην συνέχεια από το έτος 2000 μετέβην, εγκαταστάθηκα μόνιμα και εργάζομαι στην Ρουμανία, ασκώντας το επάγγελμα του μηχανολόγου - μηχανικού και αποβάλλοντας πλέον την ιδιότητα του εμπόρου. Μέχρι τον χρόνο αποχώρησης μου από την άνω εταιρία όλες οι φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις της όπως και κάθε είδους δοσοληψία της ήταν απολύτως τακτοποιημένες. Όταν πολύ αργότερα και δη μετά από 6 ολόκληρα χρόνια, κατά το έτος 2004 η εταιρία αυτή λόγω φορολογικών παραβάσεων στις οποίες υπέπεσε (δεν προσκόμισε τα βιβλία της προς έλεγχο) και απορρίφθηκαν τα βιβλία της και υπολογίσθηκαν εξωλογιστικά τα εισοδήματα της αναγόμενα μάλιστα και σε χρόνο πολύ προγενέστερο και της επεβλήθησαν τεράστια πρόστιμα, ούτε ήμουν σε θέση, ούτε γνώριζα αυτά όλα, αφού δεν εκλήθην, ούτε είχα την οικονομική δυνατότητα, ούτε τέλος είχα την ουσιαστική ευθύνη και την εκπροσώπηση της εταιρίας, ώστε να έχω την αντικειμενική δυνατότητα να προβώ σε οποιαδήποτε ρύθμιση ή εξόφληση των χρεών αυτών που επεβλήθησαν. Κατά συνέπεια το αδίκημα το οποίο φέρομαι να τέλεσα προκύπτει από αντικειμενική ευθύνη και όχι από πρόθεση, ενώ δεν ήμουν σε θέση να αποτρέψω τις συνέπειες του.
Συνεπώς όπως από όλα τα παραπάνω προκύπτει και αποδεικνύεται, στηρίζεται επαρκώς και πρέπει να μου αναγνωριστεί το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων στην διάπραξη του αδικήματος εκ του άρθρου 84, 2β'ΠΚ. 2. Καθόλη την ζωή μου μέχρι την εκδίκαση της παρούσης και την τέλεση της πράξης που φέρομαι να τέλεσα, έχω διάγει ιδιαίτερα έντιμη κοινωνικά, οικονομικά επαγγελματικά και οικογενειακά ζωή. Είμαι. 57 ετών, έχω σπουδάσει, μηχανολόγος - μηχανικός, έχω κάνει μεταπτυχιακές ειδικευμένες σπουδές με αντικείμενο τα μεγάλα έργα, έχω δύο τέκνα που ανέθρεψα με υγιείς αρχές και σπούδασαν επίσης, ήμουν πάντοτε ιδιαίτερα συνεπής στην καταβολή των φόρων και όλων των υποχρεώσεών μου προς το κράτος και βοήθησα επανειλημμένα και πολλούς άλλους συμπολίτες μου από το στενό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μου. Στις παρούσες ιδιαίτερα δύσκολες εποχές, παρά την ηλικία μου έχω εγκατασταθεί μόνος μου στην Ρουμανία όπου εργάζομαι σταθερά σε κρατικό φορέα δημοσίων έργων, τιμώντας το Ελληνικό όνομα και αποκτώντας εισόδημα, με το οποίο συντηρώ την οικογένεια μου στην Ελλάδα. Δεν είχα προσωπικές ή άλλες αντιδικίες οποιασδήποτε φύσης και δεν έχω υποπέσει στο παρελθόν σε κανένα αδίκημα και συνεπώς έχω λευκό ποινικό μητρώο. Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω περιστατικών δικαιολογεί την αναγνώριση σ' εμένα και των ελαφρυντικών περιστάσεων των διατάξεων των άρθρων 84,2α και 84,2ε περί προτέρου εντίμου βίου και καλής συμπεριφοράς για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη που φέρεται ότι τέλεσα".
Περαιτέρω, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 31283/2012 αποφάσεως του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στην Αθήνα στις 1-12-2004 όντα οφειλέτης του Δημοσίου και με την ιδιότητα του τυπικά και εν τοις πράγμασι διαχειριστή της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΞΠΡΟ ΕΠΕ" με αντικείμενο εργασιών "Εισαγωγή και Εμπορία εισαγομένων και εγχωρίων προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, ενώ είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ Νέας Ιωνίας Αττικής διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου που συνολικά υπερβαίνουν τις 120.000 ευρώ, καθυστέρησε την καταβολή αυτών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και συγκεκριμένα ποσό 674.550,66 ευρώ από Φ.Π.Α οριστικά βεβαιωθείς και καταβλητέος σε δυο μηνιαίες δόσεις στις 30-6-2004 και 30-7-2004, ποσό 1.288.195,60 ευρώ από Φ.Π.Α οριστικά βεβαιωθείς και καταβλητέος σε δυο μηνιαίες δόσεις στις 30-6-2004 και 30-7-2004, ποσό 1.241.780,22 ευρώ από Φ.Π.Α οριστικά βεβαιωθείς και καταβλητέος σε δυο μηνιαίες δόσεις στις 30-6-2004 και 30-7-2004, ποσό 1.273.475,13 ευρώ από Φ.Π.Α οριστικά βεβαιωθείς και καταβλητέος σε δυο μηνιαίες δόσεις στις 30-6-2004 και 30-7-2004, ποσό 2.135.818,92 ευρώ από Φ.Π.Α οριστικά βεβαιωθείς και καταβλητέος σε δυο μηνιαίες δόσεις στις 30-6-2004 και 30-7-2004 και συνολικά ποσό 6.613.820,53 ευρώ. Πρέπει επομένως, απορριπτόμενου του αιτήματος περί αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου αυτή να συνεκδικαστεί με άλλη συναφή στις 15-6-2012 διότι με την συνεκδίκαση και τη λόγω αυτής αναβολή, δεν επιτυγχάνεται ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης, (αρθρ. 128 και 130 παρ. 2 ΚΠΔ) ενώ υπάρχει και κίνδυνος παραγραφής της υπό κρίση υπόθεσης σε περίπτωση άλλης αναβολής λόγω της συνεκδίκασης, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος χωρίς να του αναγνωριστεί ελαφρυντικό διότι δεν αποδείχθηκε ότι αν και απουσίαζε για εργασία στο εξωτερικό δεν είχε τη δυνατότητα και την υποχρέωση να λαμβάνει γνώση της πορείας των υποθέσεων της εταιρίας στην οποία ήταν διαχειριστής". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Στην Αθήνα, στις 1/12/04 όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04 με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης νια την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας "ΕΞΠΡΟ ΕΠΕ" με αντικείμενο εργασιών Εισαγωγή και Εμπορία Εισαγομένων Εγχώριων Προϊόντων Ευρείας Κατανάλωσης, όπου τυγχάνει διαχειριστής στη ΔΟΥ Ν.Ιωνίας διάφορα χρέη υπέρ του δημοσίου, όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ.ειδ.βιβλίου 30/05) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 25/4/2005 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 6.613.820,53, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η προκύπτουσα από το συνδυασμό του ανωτέρω αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης 31283/2012 αποφάσεως αιτιολογία, είναι η επιβαλλόμενη, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 6.613.820,53 ευρώ, υπερβαίνοντος το ποσό των 120.000 ευρώ, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (25 ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ. 1 ν. 2523/1997, 19 παρ.2 του ν. 2948/2001 και 31, 34 παρ. 1,2 ν. 3220/2004), οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ευθέως ή εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης.
Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) προσδιορίζεται στην απόφαση, προσαρτώμενου στο διατακτικό αυτής του μνημονευόμενου σε αυτή με αρ. 30/2005 Πίνακα Χρεών της αρμόδιας ΔΟΥ Ν. Ιωνίας Αττικής, η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου (η ΔΟΥ Ν. Ιωνίας Αττικής), το είδος και το ύψος των χρεών κατά περίπτωση (ΦΠΑ ετών χρήσης της ΕΠΕ 1994, 1995, 1996, 1997 και 1998, με οριστική βεβαίωση την 27-5-2004), συνολικού ποσού 6.613.820,92 ευρώ και ο τρόπος πληρωμής τους σε δύο μηνιαίες δόσεις, που προσδιορίζονται, με ημερομηνίες λήξεως πρώτης την 30-6-2004 και της δεύτερης και τελευταίας δόσεως την 30-7-2004, αναφέρεται ορθά και ο ακριβής χρόνος καταβολής τους και τελέσεως του εγκλήματος, η 1-12-2004, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο το άνω συνολικό χρέος, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεως του, έπρεπε να καταβληθεί από τον υπόχρεο κατηγορούμενο διαχειριστή της οφειλέτριας ΕΠΕ, παρελθόντος τετραμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί την 30-7-2005 η τελευταία δόση του χρέους, χωρίς καμία εξόφληση, β)επαρκώς δε ειδικώς αιτιολογημένα, απορρίπτεται και ο παραδεκτά, κατ'άρθρο 128 παρ.2 και 130 του ΚΠΔ προβληθείς εκ μέρους του κατηγορουμένου αυτοτελής ισχυρισμός αναβολής της δίκης, για να συνεκδικασθεί η υπόθεση με άλλη συναφή υπόθεση του ιδίου κατηγορουμένου για φοροδιαφυγή, που εκδικάστηκε χωριστά στον πρώτο βαθμό, γ) Επίσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 εδ. α του άρθρου 25 του ν. 1882/1998 οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού του άρθρου, όπως τροποποιήθηκε κατά τα προαναφερθέντα, "επιβάλλονται μεταξύ άλλων περιπτώσεων οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών και από τις διατάξεις αυτές και εκείνη της παραγράφου 1β' του άρθρου 20 του ιδίου νόμου 2523/1997, συνάγεται ότι αυτουργός του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που έχουν βεβαιωθεί σε βάρος εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) είναι εκείνος, ο οποίος ήταν διαχειριστής της εταιρίας κατά το χρόνο που γεννήθηκαν τα χρέη, έστω και αν, κατά το χρόνο της βεβαιώσεώς αυτών, δεν είχε πλέον την ιδιότητα αυτή (βλ. ΑΠ 382/2011) και όταν ελλείπει ή απουσιάζει αυτός, ευθύνεται ο κάθε εταίρος και κατά τη διάταξη της παραγράφου 6 του αυτού άρθρου 20, οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί, τιμωρούνται εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητα τους και ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων του παρόντος(ΑΠ 1746/2011). Ήτοι ο διαχειριστής της ΕΠΕ και αν μετά τη λήξη της θητείας του ή μετά την παραίτηση του από το αξίωμα του διαχειριστή ή μετά τη μεταβίβαση της εταιρικής του μερίδας σε άλλον, εφόσον η ΕΠΕ δε λύθηκε, συνεχίσει να ασκεί πράγματι, "εν τοις πράγμασι", προσωρινά ή διαρκώς, τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω, είναι ποινικά υπεύθυνος για τα χρέη της ΕΠΕ.(βλ. και ΑΠ 1726/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος που καταδικάστηκε για χρέη της εταιρείας "ΕΞΠΡΟ ΕΠΕ", ως διαχειριστής αυτής, στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι από 8-10-1998, με πρακτικό της Γ.Σ. των εταίρων της ΕΠΕ, που δημοσιεύθηκε νομίμως στο Πρωτοδικείο Αθηνών και στο με αρ. 8337/21-10-1998 ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ, μεταβίβασε το εταιρικό του μερίδιο και έπαψε να είναι διαχειριστής της άνω ΕΠΕ, αντικατασταθείς έκτοτε από το νέο διαχειριστή Θ. Κ. και επομένως δεν είναι αυτός ποινικά υπεύθυνος για τα άνω χρέη της ΕΠΕ. Σύμφωνα όμως, με τα προαναφερθέντα και τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο καταδικασθείς κατηγορούμενος αποδείχθηκε ότι ήταν τυπικά και εν τοις πράγμασι διαχειριστής της υπόχρεης ΕΠΕ κατά τον ανωτέρω τυπικά κρίσιμο χρόνο και συνεπώς ήταν ποινικά υπεύθυνος για τα άνω χρέη της ΕΠΕ, που αφορούσαν ΦΠΑ των οικονομικών ετών 1994,1995,1996, 1997 και 1998 και που βεβαιώθηκαν στις 27-5-2004. Επομένως, αιτιολογείται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση για ποίο λόγο έγινε δεκτό ότι ο ήδη αναιρεσείων είχε ποινική ευθύνη για τα χρέη της ανωτέρω ΕΠΕ, αφού κατά τις παραδοχές, κατά το άνω κρίσιμο χρόνο, συνέχισε αυτός να ασκεί καθήκοντα πραγματικής διαχείρισης αυτής ως εκπροσωπών την οφειλέτιδα ΕΠΕ, σε βάρος της οποίας και βεβαιώθηκαν στη συνέχεια τα προκύψαντα και οφειλόμενα επί της θητείας του προς το δημόσιο χρέη της ΕΠΕ. δ). Η παραπάνω εκτεθείσα αιτιολογία, όσον αφορά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών αναγνώρισης στο πρόσωπο του καταδικασθέντος αναιρεσείοντος των τριών ελαφρυντικών περιστάσεων, που έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, είναι επαρκής, μόνον όσον αφορά τη μη αναγνωρισθείσα ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ, για διάπραξη του εγκλήματος από μη ταπεινά αίτια.
Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, όσον αφορά την ενοχή, την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και την απόρριψη του ισχυρισμού αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 β του ΠΚ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Όσον αφορά όμως την απόρριψη του παραδεκτά ως παραπάνω προβληθέντος εκ μέρους του συνηγόρου του κατηγορουμένου και σαφώς ορισμένου αυτοτελούς ισχυρισμού αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε του ΠΚ, το προεκτεθέν σκεπτικό του δικαστηρίου, δεν περιλαμβάνει καμία αιτιολογία, ήτοι απορρίφθηκαν σιγή, ενώ ο αναιρεσείων παραδεκτώς είχε προβάλει αρκετά θετικά της προσωπικότητας του στοιχεία, όπως, ότι διατηρεί οικογένεια με σύζυγο και δυο τέκνα, ότι έχει σπουδάσει ο ίδιος και τα τέκνα του, ο ίδιος και με μεταπτυχιακές σπουδές , ότι έχει εγκατασταθεί στη Ρουμανία όπου εργάζεται σε κρατικό φορέα δημοσίων έργων, ότι δεν έχει υποπέσει σε κανένα αδίκημα και ήταν πάντα συνεπής στην καταβολή των φόρων και των άλλων υποχρεώσεων του, ότι βοήθησε επανειλημμένα πολλούς άλλους συμπολίτες του, ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο και ότι επέδειξε καλή συμπεριφορά για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, περιστατικά όμως για τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση δε διέλαβε καμία αιτιολογία.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως και, πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον ως προς την απορριπτική των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων διάταξη της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη αυτής για την επιβολή ποινής.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου το εκδόσαν αυτή δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει ως προς το μέρος της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α' και ε' του ΠΚ, και σε καταφατική περίπτωση να τις συνεκτιμήσει κατά την επιμέτρηση της ποινής, που θα του επιβληθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Κατά τα λοιπά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 31283/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και μόνο α) ως προς τη διάταξη της που απέρριψε τους ισχυρισμούς περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου και του ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του και β) ως προς τη διάταξη της περί της ποινής που επιβλήθηκε για την εν λόγω πράξη.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 20 Ιουλίου 2012 αίτηση-δήλωση του Κ. Ν. του Α., για αναίρεση της ίδιας (με αριθμό 31283/2012) αποφάσεως του.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ