Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1626 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Λαθρεμπορία, Συναυτουργία, Αποφάσεως συμπλήρωση.




Περίληψη:
1) Συμπλήρωση αποφάσεως κατά την 145 § 1, 2 ΚΠΔ. 2) Λαθρεμπορία με ιδιαίτερα τεχνάσματα σημαντικού ποσού κατ' εξακολούθηση και από κοινού, πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Δημοσίου, αποσκοπούντες σε περιουσιακό όφελος άνω των 50.000.000 δρχ με χρόνο τέλεσης από 7122001. Έννοια όρων. Ως λαθρεμπορία θεωρείται και η κατοχή εμπορευμάτων που έχουν τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το παραπάνω αδίκημα. Από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε συνδ. προς το διατακτικό που αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει ότι για τα εν λόγω εμπορεύματα δεν έχουν καταβληθεί οι δασμοί, φόροι και λοιπά δικαιώματα του Δημοσίου και είχαν εισαχθεί από την αλλοδαπή από κράτος εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κατοχή δε αυτών από τους κατηγορούμενους, αποσκοπούσε να στερήσει από το Ελλ. Δημόσιο το σημαντικό ποσό των 526.695.395 δραχμών ή 1.545.694 € και με τεχνάσματα, ήτοι με τα αναφερόμενα στην απόφαση πλαστά έγγραφα, σκόπευαν να θέσουν αυτά στην κατανάλωση, με όφελος που υπερβαίνει τα 50 εκ. δραχμές ή 147.000 € σε βάρος του Ελλ. Δημοσίου, με ισόποση ζημία που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε στο τελευταίο. Κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, διότι η συνολική ζημία που σκόπευαν ή το συνολικό τους όφελος, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 €. Αβάσιμοι οι λόγοι των αιτήσεων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι λήφθηκαν υπόψη έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν. Δέχεται αίτηση διορθώσεως. Απορρίπτει αιτήσεις αναιρέσεως.




Αριθμός 1626/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
της Χ συζ.Ψ4, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο, για: α)διόρθωση της 2656/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και β)αναίρεση της 2656/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους τους: 1)Ψ1, κάτοικο ..., 2)Ψ2, κάτοικο ..., 3)Ψ3, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πλάτωνα Νιάδη, 4)Ψ4, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, 5)Ψ5, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χρυσικόπουλο, 6)Ψ6, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο και 7)Ψ7, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδάκο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αιτούσα ζητεί την διόρθωση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή της και τις από 8 Δεκεμβρίου 2009 (τρείς), 4 Δεκεμβρίου 2009, 7 Δεκεμβρίου 2009, 4 Δεκεμβρίου 2009 και 25 Νοεμβρίου 2009 αιτήσεις αναιρέσεως και τους από 24 Μαρτίου 2010 προσθέτους λόγους των Ψ2, Ψ3 και Ψ1 τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1757/2009.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας και των αναιρεσείοντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση για συμπλήρωση απόφασης και να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση: Α)Η από 11-12-2009 αίτηση της Χ συζ.Ψ4, με την οποία, όπως ορθά το περιεχόμενό της εκτιμάται, η αιτούσα ζητεί την, κατ'άρθρο 145 παρ.1,2 ΚΠΔ, συμπλήρωση της με αριθμό 2656/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως, που εκκρεμεί στο Δικαστήριο αυτό, ώστε να διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν του ποσού των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, το οποίο έχει κατατεθεί από αυτή, σε εκτέλεση του με αριθμόν 2812/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για την παράδοση σε αυτήν του αναφερόμενου στην αίτηση ελκυστήρα και του επικαθημένου οχημάτος, των οποίων η δήμευση διατάχθηκε με την άνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, Β)οι αιτήσεις: 1)από 4-12-2009 του Ψ4, 2)από 4-12-2009 του Ψ6, 3)από 7-12-2009 του Ψ5, 4)από 25-11-2009 του Ψ7, 5)από 8-12-2009 του Ψ1 6)από 8-12-2009 του Ψ2 και 7)από 8-12-2009 του Ψ3, για αναίρεση της με αριθμό 2656/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, οι οποίες έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Γ)οι πρόσθετοι λόγοι: 1)από 24-3-2010 από τον πέμπτο, 2)από 24-3-2010 από τον έκτο και 3)από 24-3-2010 από τον έβδομο αναιρεσείοντα, οι οποίοι έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεσή τους την ίδια ημέρα ενώπιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν. Επειδή, κατά το άρ. 145 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε και στην περί-πτώση που κατ' αυτής έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, το δικαστήριο το οποίο αποφαίνεται για το ένδικο μέσο, εφόσον δεν το απέρριψε ως απαράδεκτο, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, διατάσσει τη διόρθωση ή συμπλήρωσή της, εφόσον απ' αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της απόφασης και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται, ότι και επί ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, εφόσον δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ο Άρειος Πάγος είναι αρμόδιος να προβεί, συντρεχόντων των νόμιμων προς τούτο όρων, στη διόρθωση ή συμπλήρωση της καθής η αίτηση αναιρέσεως αποφάσεως (Ολ. ΑΠ 365/1982). Κατ' ακολουθία η υπό κρίση αίτηση της Χ συζ.Ψ4, με την οποία κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, ζητείται η συμπλήρωση της υπ' αριθ. 2656/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ώστε να διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν του ποσού των 5.000 ευρώ, το οποίο είχε αυτή καταθέσει, σε εκτέλεση του 2812/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για την παράδοση σε αυτήν, ως μεσεγγυούχο, του αναφερόμενου στην αίτηση αυτοκινήτου της, το οποίο με την άνω απόφαση είχε δημευθεί, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον η κατά της ως άνω αποφάσεως ασκηθείσα αναίρεση, εκκρεμεί εισέτι ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (Αρείου Πάγου). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Όπως προκύπτει από την υπ' αριθ.2656/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο σύζυγος της αιτούσας, Ψ4 (α'αναιρεσείων), που είχε στην κατοχή του το κατασχεθέν αυτοκίνητο της αιτούσας, κηρύχθηκε ένοχος κατοχής λαθρεμπορικών εμπορευμάτων και, το Πενταμελές Εφετείο, σχετικά με την τύχη του κατασχεθέντος αυτοκινήτου διέταξε τη δήμευση αυτού. Όμως σε εκτέλεση του 2812/03 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, είχε διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν του εν λόγω οχήματος, με καταβολή εκ μέρους της του ποσού των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, ως εγγυήσεως, ποσό το οποίο αυτή κατέθεσε σε μετρητά στο Υπ/μα του Ταμείου Παρ/κων και Δανείων ... με το 27.828/10-12-2003 γραμμάτιο και με αυτό συντάχθηκε η ... Έκθεση Εγγυοδοσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Παρ'όλα αυτά, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Πενταμελές Εφετείο, ως προς την απόδοση της εγγυήσεως, παρέλειψε να αποφανθεί.
Συνεπώς συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις συμπλήρωσης της ως άνω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου μόνο ως προς την απόδοση της εγγυήσεως του δημευθέντος ήδη οχήματος της αιτούσας, όπως στο διατακτικό, κατά παραδοχή και ως ουσία βασίμου της κρινόμενης αιτήσεως.
Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του ισχύσαντος κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως Ν.1165/1918 "περί Τελωνειακού Κωδικός" λαθρεμπορία είναι: α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα Τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο παρά τον ορισμένο απ' αυτήν τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο, από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ' αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση ή κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή έχουν τεθεί σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το παραπάνω αδίκημα. Περαιτέρω στο άρθρο 102 παρ. 1 στοιχ. β' περ. γ' και δ' ορίζεται ότι επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους α)....β)....γ) εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα, των οποίων στερήθηκε το δημόσιο ανέρχονται σε σημαντικό ποσό και δ) εάν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Περαιτέρω, με το Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2002 (άρθρο 185), καταργήθηκε ο Ν.1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κωδικός", οι αντίστοιχες δε προς τις παραπάνω διατάξεις είναι αυτές των άρθρων 155 παρ. 1, 2 περ. ζ', οι οποίες ορίζουν τι είναι λαθρεμπορία και των άρθρων 157 και 160 παρ. 1-2 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν για τον ένοχο λαθρεμπορίας τις αυτές, με τις ίδιες διακρίσεις, ποινές φυλακίσεως, καθώς και υπό την αυτή προϋπόθεση χρηματική ποινή, που όμως είναι ίση με μόνη την αξία CIF, χωρίς, δηλαδή, την προσαύξηση με δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από την προπαρατεθείσα ποινική διάταξη με την οποία προστατεύεται η περί τα υπομνήματα δημόσια πίστη και η ασφάλεια των συναλλαγών, προκύπτει ότι, προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αρχήθεν κατάρτιση πλαστού εγγράφου εκ μέρους του υπαιτίου, που εμφανίζει ότι αυτό (έγγραφο) κατηρτίσθη δήθεν από άλλο πρόσωπο ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας και του περιεχομένου του, δυναμένη να γίνει δια της προσθήκης ή εξαλείψεως λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, περιλαμβάνων τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των απαρτιζόντων το έγκλημα πραγματικών περιστατικών και σκοπός αυτού να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Επίσης, κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου ως άνω άρθρου, ο υπαίτιος πλαστογραφίας τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 ετών, δηλαδή σε βαθμό κακουργήματος, εάν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτους ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25000000 δραχμών ή 73000 ευρώ. Εξάλλου, επί πλαστογραφίας για την ύπαρξη συναυτουργίας με την έννοια του άρθρου 45 ΠΚ αρκεί ότι περισσότεροι του ενός συναποφάσισαν να καταρτίσουν πλαστό έγγραφο και ανέθεσαν την ιδιόχειρη κατάρτιση σ' ένα εκ των συναυτουργών, δηλαδή από κοινού, χωρίς ειδικότερη εξειδίκευση για τον κάθε ένα συναυτουργό, όλοι δε τελούσαν σε γνώση της πρόθεσης του άλλου για την τέλεση του αδικήματος αυτού.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 § 1 του Ν. 1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ισχύει μετά το Ν. 1738/1987: Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και το 258 για την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, "εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. (όπως αυξήθηκε με το άρθρο 4 § 3 του Ν. 2408/1996), επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως". Κατά δε το άρθρο 16 § 2 του ν.δ. 2576/1953 "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν δια πολλών μερικότερων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμών του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, ως επίσης δια τον προσδιορισμών του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ' όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικοτέρων πράξεων". Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 2656/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι λαθρεμπορίας κατ'εξακολούθηση και πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση με χρήση, με όφελος που υπερβαίνει τα 50.000.000 δραχμές ή 147.000 ευρώ, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, σε συνδυασμό προς αρθρ.1 ΑΝ 1608/1950 και τους επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης, οκτώ (8) ετών, στον καθένα. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Έπειτα από πληροφορία που είχε περιέλθει στην Αστυνομία, ότι σε αποθήκη που βρίσκεται στη θέση ... φυλάσσονταν παράνομα εμπορεύματα άρχισε η παρακολούθηση της περιοχής για τον εντοπισμό αποθήκης. Την 15-12-2001 περί ώρα 07 με 07.30 το πρωί ημέρα Σαββάτου εθεάθη στην περιοχή ένας τράκτορας μάρκας VOLVO με αριθμό κυκλοφορίας ...ιδιοκτησίας Χ, συζύγου 1ου κατηγορουμένου, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, το οποίο στάθμευσε στην πλατεία .... Οδηγός του τράκτορα ήταν ο Ψ6 (2ος κατηγορούμενος). Στο ίδιο σημείο στάθμευσε και το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας HONDA CIVIC, ιδιοκτησίας ... (εβδόμου κατηγορουμένου). Ο οδηγός του ως άνω ΙΧΕ αυτοκινήτου Ψ4 και ο συνοδηγός του πλησίασαν τον οδηγό του τράκτορα και αφού συνομίλησαν επ' ολίγο, προφανώς να τον ενημερώσουν για την πορεία που έπρεπε ν' ακολουθήσει, επιβιβάστηκαν και πάλι στα οχήματα τους και μετέβησαν με αυτά σε αποθήκη η οποία απείχε περίπου 2-3 χιλιόμετρα από την ως άνω περιοχή, βρισκόταν σε ερημική τοποθεσία και ήταν περιφραγμένη με συρματόπλεγμα. Την αποθήκη αυτή είχε μισθώσει το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου ο Ψ7, 4ος των κατηγορουμένων αντί μηνιαίου μισθώματος 500.000 δρχ. και εν γνώσει και των λοιπών των συγκατηγορουμένων του, για να την χρησιμοποιήσουν για την αποθήκευση λαθραίων εμπορευμάτων ως θα αναφερθεί παρακάτω. Στη διαδρομή προπορευόταν το ΙΧΕ αυτοκίνητο. Όταν έφθασαν στην αποθήκη, στην οποία τηρούντο μέτρα ασφαλείας (υπήρχαν αρκετά άτομα, μεταξύ αυτών και ο 3ος κατηγορούμενος Ψ5, οι οποίοι ήλεγχαν το γύρω χώρο, φρουρούσαν την αποθήκη, λάμβαναν μέτρα ασφαλείας), ο οδηγός του τράκτορα άφησε το επικαθήμενο και ανεχώρησε. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας (Κυριακή) ο οδηγός του τράκτορα επέστρεψε στην αποθήκη και αφού προσάρμοσε το επικαθήμενο αναχώρησε με κατεύθυνση προς .... Μάλιστα πριν μεταβεί στην αποθήκη ο οδηγός του τράκτορα συναντήθηκε σε καφετέρια με τον Ψ4 (1ο κατηγορούμενο). Στα διόδια της ... οι αστυνομικοί που παρακολουθούσαν την αποθήκη σταμάτησαν για έλεγχο τον τράκτορα με το επικαθήμενο. Ο οδηγός αυτού Ψ6 (2ος κατηγορούμενος) σε ερώτηση τους δήλωσε ότι μετέφερε δέρματα από την ... κατ' εντολή του Ψ4 1ου κατηγορουμένου, επέδειξε δε ως παραστατικά του φορτίου ένα C.Μ.R. με τη σφραγίδα του φορτωτή που τον είχε εφοδιάσει ο πρώτος κατηγορούμενος Ψ4. Κατά την έρευνα που έγινε αμέσως όμως, διαπιστώθηκε ότι ο φορτωτής ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, διότι δεν υπήρχε εταιρία "Ζ RAW SKINS GREECE" με έδρα το .... Σε έλεγχο που έγινε αμέσως μετά διαπιστώθηκε ότι το αυτοκίνητο ήταν γεμάτο με σιγαρέτα (256.000 πακέτα) μάρκας SOVERENCN, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα ανάμεσα σε ποσότητες δερμάτων. Μετά την παραπάνω έρευνα έγινε έρευνα και στην αποθήκη απ' όπου ξεκίνησε το αυτοκίνητο και βρέθηκαν εκεί 300.720 πακέτα σιγαρέτων της ίδιας παραπάνω μάρκας. Στην αποθήκη βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα ανυψωτικό μηχάνημα (ΚΛΑΡΚ), μάρκας ΤΟΥΟΤΑ άνευ πινακίδων, το οποίο προφανώς χρησίμευε για τη φόρτωση των λαθραίων σιγαρέτων. Περαιτέρω από τη δακτυλοσκοπική έρευνα βρέθηκαν στην αποθήκη δακτυλικά αποτυπώματα του Ψ5υ, ο οποίος ήταν συγχρόνως και φύλακας και μάλιστα αυτός πήγε δύο φορές το ενοίκιο στο σπίτι της εκμισθώτριας, καθώς βρέθηκαν και αποτυπώματα του Ψ1, Ψ3 και Ψ2. Άπαντες οι κατηγορούμενοι γνώριζαν για τα λαθραία σιγαρέττα που ανευρέθησαν τόσο στο αυτοκίνητο όσο και στην αποθήκη, αφού άλλος εκμίσθωσε την αποθήκη, άλλος έβαλε τα μεταφορικά μέσα, άλλος οδηγούσε τον τράκτορα και άλλοι ήταν φύλακες στην αποθήκη, όπου εμφανώς ήταν αποθηκευμένα τα λαθραία σιγαρέττα. Η ποσότητα των παραπάνω σιγαρέττων ήταν λαθραία, διότι δεν είχαν καταβληθεί στο Δημόσιο οι δασμολογικές επιβαρύνσεις στις οποίες υπόκειντο ανερχόμενος συνολικά στο ποσό των 526.695.395 δρχ. ή 1.545.694 Ευρώ. Επομένως, με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι λαθρεμπορίας από κοινού, που τελέστηκε κατά εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 7-12-2001 μέχρι 16-12-2001 με τεχνάσματα σημαντικού ποσού. Ο ισχυρισμός του τέταρτου κατηγορούμενου ότι από το Νοέμβριο του 2001 μέχρι τον Ιανουάριο του 2002 ήταν κρατούμενος στη Δικαστική Φυλακή ... και επομένως δεν είναι δυνατόν να έχει λάβει μέρος στην τέλεση της λαθρεμπορίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού ανεξάρτητα από την υλική κατοχή είχε τη διάνοια κυρίου, αφού γνώριζε ότι η αποθήκη που είχε εκμισθώσει θα χρησιμοποιείτο για την αποθήκευση λαθραίων σιγαρέττων. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου Ψ5 περί απαλλαγής του από την πράξη της λαθρεμπορίας διότι δεν συντρέχει η αντικειμενική υπόσταση αυτής, γεγονός όμως που δεν αποδείχθηκε, αναφέρθηκε παραπάνω.
Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι (1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος, 6ος και 7ος) με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος κατήρτισαν από κοινού και κατόπιν συναπόφασης κατά το χρονικό διάστημα 7-12-2001 μέχρι 15-12-2001 τα ως άνω πλαστά παραστατικά των οποίων έκαναν χρήση προκειμένου να παραπλανήσουν τις ελληνικές Αρχές με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος άνω των 50.000.000 δρχ. σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα αυτοί κατήρτισαν κατόπιν συναπόφασης τα με αριθμ. ... τιμολόγια (INVOICE) και τα σχετικά με αυτά ΡΑCKING LIST έγγραφα, καθώς και τις με αριθμό ... και ... (C.Μ.R.) φορτωτικές της 15-12-2001 θέτοντας σ' αυτά πλαστή σφραγίδα και υπογραφή ανύπαρκτου προσώπου, δηλαδή του Ζ, φερόμενου δήθεν ως εκδότου και αποστολέα των ακατέργαστων δερμάτων. Τα παραπάνω πλαστά έγγραφα επιδείχθησαν στις Ελληνικές Αρχές προκειμένου να επιτύχουν το νομότυπο της αποστολής τους, ουσιαστικά όμως προς συγκάλυψη της λαθραίας διακίνησης των σιγαρέττων με σκοπό ν' αποκομίσουν όφελος άνω των 50.000.000 με απειλούμενη ζημία του Δημοσίου ποσού 526.695.395 δρχ. ή 1.545.694 Ευρώ συνισταμένη στην αποστέρηση του των δασμών, φόρων και δικαιωμάτων που αναλογούσαν σ' αυτά. Οι παραπάνω, επόμενους, κατηγορούμενοι τέλεσαν από κοινού την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων ότι οι κατηγορούμενοι
δεν τέλεσαν κακουργηματική πλαστογραφία είναι απορριπτέος, αφού για την κατά συναυτουργία τέλεση της πλαστογραφίας αρκεί η συναπόφαση για την τέλεση της και εδώ υπήρχε και δεν απαιτείται και ο προσδιορισμός της ενέργειας ενός εκάστου των συναυτουργών και επί πλέον για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται μεν πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη όταν στρέφεται κατά του Δημοσίου υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. χωρίς να είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση και τη χρήση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη χρονικώς επομένων της πράξεως της χρήσεως του πλαστού εγγράφου να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Το αμέσως ανωτέρω είναι πλέον έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία του Ν. 1608/1950 ως εν προκειμένω, όπου ο νόμος αρκείται στην απειλή και μόνο ζημίας ανωτέρας των 50.000.000 δρχ.
Συνεπώς, οι αντίθετοι αυτοτελείς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων πρέπει ν' απορριφθούν.
Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι λαθρεμπορίας, με ιδιαίτερα τεχνάσματα σημαντικού ποσού κατ' εξακολούθηση και της από κοινού πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου αποσκοπούντες σε περιουσιακό όφελος άνω των 50.000.000 δρχ. με χρόνο τέλεσης από 7-12-2001 μέχρι 16-12-2001.
Να αναγνωρισθεί σε όλους τους κατηγορουμένους το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε Π.Κ., καθόσον η συμπεριφορά τους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των παραπάνω πράξεων ήταν καλή, αφού επί επταετία μετά την τέλεση των πράξεων όντες ελεύθεροι έζησαν έντιμο βίο. Επίσης, πρέπει ν' αναγνωρισθεί στους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων και το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου. Τέλος, πρέπει ν' απορριφθεί το αίτημα του πρώτου κατηγορουμένου για την αναγνώριση και του ελαφρυντικού του πρότερου εντίμου βίου, καθόσον από το ποινικό του μητρώο δεν προκύπτει ότι είναι λευκός, αλλά έχει καταδικασθεί για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Επίσης, πρέπει ν' απορριφθεί το αίτημα που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι Ψ7. Ψ1, Ψ2 και Ψ3 για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 β' Π.Κ. καθόσον αυτοί ωθήθηκαν στην πράξη που καταδικάστηκαν από καθαρό οικονομικό όφελος και όχι από ταπεινά αίτια ή ένδεια".
Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες των άνω αξιοποίνων πράξεων και ειδικότερα του ότι: "Α)Στον ... στους παρακάτω χρόνους με πολλές πράξεις πραγμάτωσαν περισσότερα από ένα εγκλήματα που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ήτοι: Α) στον άνω τόπο κατά το χρονικό διάστημα από 7-12-2001, μέχρι 16.12.2001 με πολλές πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος από κοινού άπαντες ενήργησαν πράξη με την οποίαν σκόπευαν να στερήσουν το Ελληνικό Δημόσιο των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών φόρων και δικαιωμάτων σημαντικού ύψους επί των τεθέντων στην κατανάλωση εμπορευμάτων μεταχειριζόμενοι ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ειδικώτερα κατείχαν ανεξακρίβωτη ποσότητα σιγαρέττων μάρκας "SOVEREING" από την οποίαν ανευρέθησαν και κατεσχέθησαν 556.720 πακέτα και δή 300.720 πακέτα σιγαρέττων της άνω μάρκας βρέθηκαν σε αποθήκη στο ... και 256.000 πακέτα σιγαρέττων της ιδίας μάρκας βρέθηκαν επιμελώς κρυμμένα, ανάμεσα σε ποσότητες δερμάτων στο με αριθμό κυκλοφορίας ... επικαθήμενο όχημα που εσύρετο από το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΔΧΦ αυτ/το, τα σιγαρέττα αυτά ήσαν λαθραία και κατ' άγνωστο τρόπο ευρίσκοντο στην χώρα και στην άνω αποθήκη, απ' όπου φορτώθηκαν στο παραπάνω φορτηγό και σκόπευαν οι κατηγορούμενοι να τα θέσουν στην κατανάλωση δια τεχνάσματος ήτοι κάνοντας χρήση πλαστών παραστατικών εγγράφων και δη των ... ΙΝVOICE, PACKING LIST και των υπ' αριθμ. ... και ... (CMR) (τιμολογίων και φορτωτικών) της 15.12.01, στερώντας το Ελληνικό Δημόσιο από δασμούς και φόρους και λοιπά δικαιώματα που ανέρχονται στο σημαντικό ποσό των 526.695.395 δρχ και ήδη των 1.545. 694 ΕΥΡΩ. Β)Στον ίδιο τόπο από 7-12-2001 μέχρι την 15.12.2001 με πολλές πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος από κοινού, άπαντες, οι κατηγορούμενοι κατήρτισαν πλαστά έγγραφα των οποίων έκαναν χρήση προκειμένου να παραπλανήσουν άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. ή τα 147.000 ΕΥΡΩ, με ισόποση ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Και ειδικώτερα μετά από συναπόφαση κατήρτισαν τα υπ' αριθμ. ... τιμολόγια (ΙΝVOICE) και τα σχετικά με αυτά PACKING LIST έγγραφα καθώς και τις υπ' αριθμ. ... και ... φορτωτικές (CMR) της 15.12.01 θέτοντας σ' αυτά πλαστή σφραγίδα και υπογραφή του φερόμενου αλλ' ανυπάρκτου εκδότη τους Ζ, προκειμένου να παραπλανήσουν τις ελληνικές αρχές, στις οποίες, επεδείχθησαν, ως προς τον εκδότη τούτων και αποστολέα των προϊόντων που αφορούσαν ήτοι ακατέργαστων δερμάτων και εντεύθεν για το νομότυπον της αποστολής τους αλλά ουσιαστικά προς συγκάλυψη της λαθραίας διακίνησης των σιγαρέττων που προανεφέρθησαν υπό στοιχείο ΙΑ αποσκοπούντες να προσπορίσουν στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος άνω των 50.000.000 δρχ. ή άνω των 147.000 ΕΥΡΩ η δε ζημία που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται στο ποσό των 526.695.395 δρχ. ή στα 1.545.694 ΕΥΡΩ συνισταμένη στην κατά τον άνω τρόπο αποστέρηση του από τους δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα του από την συγκεκαλυμμένην ως άνω λαθραίαν διακίνηση των σιγαρέττων.
Το Δικαστήριο δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι Ψ6 και Ψ5, έζησαν έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.- Το Δικαστήριο δέχεται ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.α' και β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 83, 84 παρ.2α και ε', 94, 98, 216 παρ.3 σε συνδυασμό με αρθρ.1 παρ.1α'ΑΝ 1608/1950, 100 παρ.1, 2 περ.θ', 102 παρ.1β περ.γ', 107 Ν.1165/1998, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 2656/09 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1)Α1, 2)Α2 και 3)Α3 και των μαρτύρων υπερασπίσεως: 1)Σ1, 2)Σ2, 3)Σ3, 4)Σ4, 5)Σ5 συζ.Φ, 6)Σ6, 7)Σ7, 8)Σ8, 9)Σ9 και 10)Σ10.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, πλήρως αναλύεται η κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της πλαστογραφίας, που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους με την εξειδίκευση του επιδιωκόμενου δόλου και της επελθούσας ή απειληθείσας στο Δημόσιο ζημίας, καθώς επίσης με πληρότητα αναλύεται η έννοια της κατά συναυτουργία τελέσεως των πράξεων αυτών. Τέλος, ουδεμία ασάφεια υφίσταται στις παραδοχές αυτές, αλλά αντίθετα πλήρης διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την εγκληματική συμπεριφορά των αναιρεσειόντων. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα: Α)Των πρώτου και δεύτερου των αναιρεσειόντων, με τις ομοίου περιεχομένου αιτήσεις τους ότι: 1) η αναιρεσιβαλλομένη παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 Π.Κ. (πλαστογραφία μετά χρήσεως) διότι στο πόρισμα της έχουν εμφιλοχωρήσει αντιφάσεις, ασάφειες και λογικά κενά με αποτέλεσμα να στερείται αυτή νόμιμης βάσεως και να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ). Συγκεκριμένα, οι παραπάνω παραδοχές του αιτιολογικού της προσβαλλομένης είναι αντιφατικές αφού αρχικά γίνεται δεκτό ότι στον αστυνομικό έλεγχο επιδείχθηκε ως παραστατικό του φορτίου ένα C.M.R. ενώ στην συνέχεια, ως αναλυτικά εκτέθηκε προηγούμενα, γίνεται δεκτό ότι επιδείχθηκαν στις Ελληνικές Αρχές φερόμενα ως πλαστά τιμολόγια (ΙΝVOICE), ΡΑCKING LIST έγγραφα καθώς και δύο C.M.R. χωρίς καθόλου να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η χρήση όλων αυτών των εγγράφων και να καθορίζεται τελικά προς ποια ειδικώτερα Ελληνική ΑΡΧΗ και υπό ποιες συνθήκες επιδείχθηκαν όλα αυτά τα έγγραφα και έτσι έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και λογικά κενά στις παραδοχές αυτές (πρώτος λόγος). Αβάσιμα όμως, διότι, όπως κατά τα άνω έχει εκτεθεί, το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλληλοσυμπληρούμενο με το διατακτικό αυτής, περιέχει όλα ως προς το παραπάνω έγκλημα, τα κατά νόμο απαιτούμενα για την πληρότητα αυτού στοιχεία. 2)Ότι κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία κατόπιν της οποίας εξεδόθη η εδώ αναιρεσιβαλλομένη, εχώρησε απόλυτη ακυρότητα ιδρύουσα λόγους αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α) και συγκεκριμένα, φέρεται ότι αναγνώσθηκαν "11 σελίδες με μεταφράσεις", χωρίς κανένα προσδιοριστικό της ταυτότητας των εγγράφων αυτών, ποιος συντάκτης-εκδότης εκάστου αυτών, από ποια γλώσσα μεταφράσθησαν σε ποια, ποια η ημεροχρονολογία εκδόσεως εκάστου των εγγράφων αυτών και αν πρόκειται για δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα. (δεύτερος λόγος). Αβάσιμα όμως διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 § 1 στοιχ. δ', 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 358. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του (κατά το αρθρ. 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Ενόψει, όμως, του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά των παραπάνω εγγράφων είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα τους, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενο τους στους κατηγορούμενους, οι οποίοι είχαν έτσι τη δυνατότητα να υποβάλουν τις επ' αυτών παρατηρήσεις και απόψεις τους, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως τους, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητας τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και 3)ότι η αναιρεσιβαλλομένη παρεβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 100 επομ. Ν.1165/1918 καθώς και τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 216 Π.Κ. και του Ν.1608/50, διότι στο πόρισμα της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και λογικά κενά με αποτέλεσμα να στερείται αυτή νόμιμης βάσεως και να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' και Ε' Κ.Π.Δ.).
Ειδικότερα , έχουν εμφιλοχωρήσει στο σκεπτικό της αποφάσεως λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, και ως εκ τούτου, η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενόψει του ότι δεν διευκρινίζεται από ποια χώρα εισήχθησαν τα φερόμενα ως λαθραία τσιγάρα, για την κατοχή των οποίων κρίθηκαν ένοχοι, χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες γι' αυτό, δασμοί, φόροι κλπ. δικαιώματα του Δημοσίου, διευκρίνιση που ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι εάν εισήχθησαν από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτός που τα εισήγαγε δεν διέπραξε λαθρεμπορία, αλλά απλή τελωνειακή παράβαση και συνεπώς δεν είναι αξιόποινη η κατοχή αυτών (τρίτος λόγος). Αβάσιμα όμως και εδώ, διότι δεν υπάρχει ούτε ευθεία αλλά ούτε εκ πλαγίου παραβίαση με την προσβαλλομένη των άνω διατάξεων, το δικάσαν δε Δικαστήριο, με εκτενέστατη, πλήρη και σαφή αιτιολογία, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, έχει απαντήσει με την απορριπτική του διάταξη για τον και τότε υποβληθέντα από τους ήδη αναιρεσείοντες σχετικό τους γι'αυτά ισχυρισμό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι ότι κατείχαν ανεξακρίβωτη ποσότητα σιγαρέττων, τουλάχιστον όμως 556.720 πακέτα, που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, τα οποία δια τεχνάσματος, ήτοι κάνοντας χρήση των αναφερομένων στο διατακτικό της, πλαστών εγγράφων, σκόπευαν να τα θέσουν στην κατανάλωση, στερώντας το Ελληνικό Δημόσιο από δασμούς και φόρους και λοιπά δικαιώματα που ανέρχονται στο σημαντικό ποσό των 526.695.395 δραχμών και ήδη των 1.545.694 ευρώ, από το όλο δε περιεχόμενο του σκεπτικού, σε συνδυασμό με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι τα, κατά τις διατάξεις του αρθρ.100 παρ.2 του ισχύοντος κατά το χρόνο τελέσεως της κρινόμενης πράξεως, Ν.1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικος", λαθρεμπορικά προϊόντα, είχαν εισαχθεί από την αλλοδαπή από Κράτος εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κατοχή δε από τους κατηγορουμένους αυτών, αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από το ανερχόμενο στο άνω ποσό σημαντικό ποσό από διαφεύγοντες δασμούς, τέλη, φόρους και εισπραχθησόμενα δικαιώματα, κάνοντας χρήση των άνω πλαστών εγγράφων, δηλαδή με αυτό το τέχνασμα. Επίσης, για τους αυτούς λόγους είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του έκτου των αναιρεσειόντων και συγκεκριμένα ότι: 1)η αναιρεσιβαλλόμενη στερείται νομίμου βάσεως και, συνακόλουθα, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 45 και 216 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον δεν εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις στην ελάσσονα σκέψη της, ως αυτή συμπληρώνεται από το διατακτικό της, εάν και κατά πόσο συνέπραξα με εξωτερικές υλικές ενέργειες στην πραγμάτωση του συνόλου ή μέρους της πράξης της πλαστογραφίας των ως άνω παραστατικών εγγράφων, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση των εν λόγω υλικών ενεργειών ή εάν η αναιρεσιβαλλόμενη δέχεται ότι η σύμπραξη μου στην πράξη της πλαστογραφίας δεν περιλαμβάνει εξωτερικές υλικές ενέργειες πραγμάτωσης του συνόλου ή μέρους της αντικειμενικής υπόστασης της εν λόγω πράξης, αλλά περιορίσθηκε, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη μόνο στην υποκειμενική - βουλητική συναπόφαση με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους μου αναφορικά με την από κοινού τέλεση της εν λόγω πράξης. Επίσης, 2) ότι οι πραγματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αναφορικά, αφενός με την υπ' αυτού γνώση της λαθραίας φύσης των σιγαρέττων και αφετέρου της από μέρος του κατοχής από κοινού με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του των επιδίκων ποσοτήτων των λαθραίων σιγαρέττων, που είναι κρίσιμης ως συστατικές της τέλεσης, αντικειμενικώς και υποκειμενικώς από αυτόν της πράξης της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση κατά συναυτουργία, που έκρινε ότι τέλεσε η αναιρεσιβαλλόμενη, είναι παντελώς αναιτιολόγητες. Και τέλος, 3)ότι ουδεμία μνεία κάνει η αναιρεσιβαλλόμενη, είτε στις ως άνω σελ. 7, 8, 9 και 10, είτε στην ως άνω σελ. 40, 42, 49 και 50, είτε σε οιοδήποτε άλλο σημείο αυτής, ότι αναγνώσθηκαν και τα προαναφερόμενα παραστατικά έγγραφα, παρότι αυτά λήφθηκαν υπόψη από την αναιρεσιβαλλόμενη, με συνέπεια να παραβιασθεί το δικαίωμα του εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ να προβεί σε παρατηρήσεις και δηλώσεις, να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει εξηγήσεις σχετικά με τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα και, συνακόλουθα, παραβιάστηκαν οι αρχές της προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο, της δημοσιότητας και της κατ' αντιδικία διεξαγωγής της δίκης και, ως εκ τούτου, ιδρύονται αντιστοίχως οι εκ του άρθρου 510 παρ.1. Α' και Γ' ΚΠΔ αναιρετικοί λόγοι. Για τους παραπάνω λόγους, είναι αβάσιμες και οι αιτιάσεις του τρίτου αναιρεσείοντα και συγκεκριμένα: 1)όσον αφορά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, έχουν εμφιλοχωρήσει στο σκεπτικό της αποφάσεως λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, και ως εκ τούτου η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενόψει του ότι δεν διευκρινίζεται από ποια χώρα εισήχθησαν τα φερόμενα ως λαθραία τσιγάρα, για την κατοχή των οποίων κρίθηκε ένοχος, χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες γι' αυτό δασμοί, φόροι κ.λ.π. δικαιώματα του Δημοσίου και 2) ότι δεν συντρέχει η προαγωγική του αξιοποίνου επιβαρυντική περίσταση της πράξης της πλαστογραφίας, αφού η τελευταία δεν αποσκοπούσε στην κτήση του παρανόμου οφέλους ή στην βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου, αφού αυτά είχαν ήδη επιτευχθεί- επέλθει προηγουμένως δια της λαθραίας εισαγωγής. Επίσης, είναι αβάσιμες και οι αιτιάσεις του τέταρτου των αναιρεσειόντων και συγκεκριμένα ότι το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση: 1)απέρριψε ολοκληρωτικώς αναιτιολογητών, συνοπτικώς και συλλήβδην τον νομίμως και προσηκόντως από αυτόν προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό δια την έλλειψη καταλογισμού εις αυτόν υπογραφής του επιδίκου από 5.9.2001 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής μισθώσεως, ως, δήθεν, πράξεως συναυτουργίας, άλλως συμμετοχής του, εις τα κατηγορούμενα αδικήματα λόγω πραγματικής πλάνης του κατα την υπογραφή αυτού, συμφώνως προς τις οικείες διατάξεις του άρθρου 30 του Ποινικού Κωδικός. Και τούτο, διότι δεν υποβλήθηκε στο δικάσαν Δικαστήριο πλήρης και ορισμένος ισχυρισμός περί ελλείψεως καταλογισμού του και, κατά συνέπεια, δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει. 2)ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως ως προς την καταδίκη δια την λαθρεμπορία διότι όχι μόνο δεν διαλαμβάνει πώς αυτή τελέσθηκε, αλλά και δεν εκθέτει τα περιστατικά δια των οποίων με τα επίδικα πλαστογραφηθέντα έγγραφα αυτή τελέσθηκε, ήτοι τουλάχιστον πώς, πότε και ποιος τελωνειακός υπάλληλος παραπλανήθηκε δι' αυτών, αφού περιέχει όλα τα παραπάνω στοιχεία. Και 3) ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αλλά και κατά παράβαση των αρχών της προφορικότητος της συζητήσεως εις το ακροατήριο και της δημοσιότητας της δίκης και, επομένως, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας εις το ακροατήριο και δια τον ανωτέρω λόγο, για τους αναφερόμενους για τον πρώτο αναιρεσείοντα λόγους. Τέλος, είναι αβάσιμες για τους προεκτεθέντες λόγους και οι αιτιάσεις των πέμπτου και έβδομου των αναιρεσειόντων, που προβάλουν με τις ιδίου περιεχομένου αιτήσεις τους και συγκεκριμένα: 1) με όσα ανωτέρω δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη, δεν συντρέχουν οι προαγωγικές του αξιοποίνου της πράξης της πλαστογραφίας σε κακούργημα ως άνω προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ, καθώς και του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 και, συνεπώς, εσφαλμένα υπήγαγε, η αναιρεσιβαλλόμενη τα γενόμενα δεκτά υπ' αυτής πραγματικά περιστατικά στις ως άνω διατάξεις και, συνακόλουθα, εσφαλμένα εφάρμοσε αυτές και, ως εκ τούτου, είναι αναιρετέα εξ αυτού του λόγου. 2) Επίσης, δεχθείσα η αναιρεσιβαλλόμενη αφενός ότι τα πλαστά έγγραφα αναφέρονται σε ακατέργαστα δέρματα και αφετέρου ότι ήταν ικανά και πρόσφορα να παραπλανήσουν τις ελληνικές Αρχές αναφορικά με γεγονός δυνάμενο να έχει ως έννομη συνέπεια τη δασμοφορολογική νομιμοποίηση των σιγαρέττων και, συνακόλουθα, την αποστέρηση του Ελληνικού Δημοσίου από τους δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα του, εσφαλμένα υπήγαγε τα γενόμενα υπ' αυτής πραγματικά περιστατικά στη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ, κατά μείζονα δε λόγο στις διατάξεις της παρ. 3 του ως άνω άρθρου και του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, και, συνεπώς, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις. Άλλως, και σε κάθε περίπτωση, όφειλε να δεχθεί ότι συντρέχει μόνο το βασικό έγκλημα της πλημμεληματικής πλαστογραφίας του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ και, συνεπώς, εσφαλμένα εφάρμοσε τις λοιπές ως άνω διατάξεις της παρ. 3 του ως άνω άρθρου και του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950. 3)Επίσης, η αναιρεσιβαλλόμενη δεν εκθέτει κανένα απολύτως πραγματικό περιστατικό που να τους συνδέει με τις εν λόγω πράξεις και να επιστηρίζει και ενισχύει την ως άνω μεμονωμένη και ασθενή παραδοχή της. Αναφορικά με την εύρεση αποτυπώματος τους στην αποθήκη, που από μόνη της δεν είναι ικανή και πρόσφορη να διαμορφώσει με σαφήνεια και πληρότητα την ελάσσονα σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης, ώστε να μπορεί αυτή να υπαχθεί στις ως άνω εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 45 και 216 παρ, 1 του ΠΚ και, συνακόλουθα, να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς η ορθή εφαρμογή τους. Και τέλος, 4)το δικάσαν δικαστήριο για την περί ενοχής αυτών καταδικαστική κρίση του έλαβε υπόψη του έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν και συγκεκριμένα τα άνω τιμολόγια και φορτωτικές και έτσι παραβιάστηκε η αρχή της δημοσιότητας και προφορικότητας στο ακροατήριο, που ιδρύουν τον από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Α' και Γ' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως. Αβάσιμες επίσης είναι και οι αιτιάσεις περί ελλείψεως της απαιτούμενης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, που προβάλλουν οι πέμπτος, έκτος και έβδομος των αναιρεσειόντων, με τους προσθέτους λόγους των αιτήσεων αναιρέσεως.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν κρινόμενες αιτήσεις στο σύνολο της και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Α)Συμπληρώνει τη 2656/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και διατάσσει την απόδοση στην αιτούσα , Χ συζ.Ψ4, του ποσού των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, το οποίο είχε καταθέσει σε εκτέλεση του 2812/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, σε μετρητά στο Υπ/μα του Ταμείου Παρ/κων και Δανείων ... με το 27.828/10-12-03 γραμμάτιο και βάσει αυτού συντάχθηκε η ... έκθεση εγγυοδοσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Β)Απορρίπτει:1)τις ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αριθμ.πρωτ.των:1)από 4-12-09 (9.490/8-12-09) του Ψ4, 2)από 4-12-09 (9.456/7-12-09) του Ψ6, 3)από 7-12-09 (9.489/8-12-09) του Ψ5, 4)από 25-9-09 (9.437/4-12-09) του Ψ7, 5)από 8-12-09 (9.509/8-12-09) του Ψ1, 6)από 8-12-09 (9.503/8-12-09) του Ψ2 και 7)από 8-12-09 (με αρ.πρ.9.502/8-12-09) του Ψ3, αιτήσεις, Και 2)τους από 24-3-10 από τον πέμπτο, από τον έκτο και από τον έβδομο των αναιρεσειόντων, με ξεχωριστά δικόγραφα, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ασκηθέντες πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της με αριθμό 2.656/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Γ)Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή