Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 104 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιγιαλός.




Περίληψη:
Ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός δια προσχώσεως, ανήκει στην εκτίμηση του τακτικού δικαστή και όχι της διοίκησης. Ο παλαιός αιγιαλός εξακολουθεί και μετά την πρόσχωση να ανήκει στο δημόσιο, περιερχόμενος όμως εφεξής στην ιδιωτική περιουσία αυτού. Λόγος αναίρεσης από το αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Για να μη στερείται από τη νόμιμη βάση της η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία γίνεται δεκτό ότι κάποια εδαφική έκταση αποτελεί αιγιαλό, πρέπει να αναφέρονται, ως παραδοχή του δικαστηρίου, τα περιστατικά, που κατά τη διάταξη του άρθρου 1 α.ν. 2344/1940 είναι αναγκαία για το χαρακτηρισμό της έκτασης αυτής ως αιγιαλού.




Αριθμός 104/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία: "Ανώνυμη Εταιρεία Εμπορικών - Αθλητικών - Τουριστικών - Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων Λίντο Α.Ε." και έδρα το ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βρέλλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/3/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 313/2004 του ιδίου Δικαστηρίου, 100/2007 μη οριστική και 285/2010 οριστική του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1/11/2010 αίτηση, τους από 8/11/2011 και τους από 6/12/2011 προσθέτους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 12/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων της καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 967 ΑΚ, μεταξύ των κοινής χρήσεως πραγμάτων περιλαμβάνεται και ο αιγιαλός. Είναι δε αιγιαλός, κατά τον ορισμό που δίνει το άρθρο 1 του α.ν. 2344/1940, που εφαρμόζεται διαχρονικούς στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ. και 34 παρ. 2 του ν. 2971/2001, "η περιστοιχούσα την θάλασσαν χερσαία ζώνη η βρεχομένη από τας μεγίστας πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων". Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα. Ο αιγιαλός ανήκει, κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο, (άρθρα 968 ΑΚ και 1 του α.ν. 2344/1940). Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου αυτού από τη διοικητική επιτροπή, που προβλέπεται στα άρθρα 2 και 3 του α.ν. 2344/1940, με απόφαση της, με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο στερείται τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δηλαδή σε έδαφος μη βρεχόμενο όπως πιο πάνω από τα θαλάσσια ύδατα. Και αυτό διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών, ενόψει ακριβώς των οποίων και θεσπίστηκαν τα όσα στο άρθρο 4 του ίδιου α.ν. 2344/1940 διαλαμβάνονται, κατά τα οποία τμήματα ιδιωτικών τμημάτων, που χαρακτηρίστηκαν από την προαναφερόμενη επιτροπή ως τμήματα που ανήκαν πλέον στον αιγιαλό, λογίζονται ότι κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα αναγκαστικώς υπέρ ου Δημοσίου συγχρόνως με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της έκθεσης και του διαγράμματος της ίδιας επιτροπής, εφαρμοζόμενης, κατά τα λοιπά, ως προς την αποζημίωση, της προβλεπόμενης στους ισχύοντες για τις απαλλοτριώσεις νόμους διαδικασίας. Έτσι η ιδιότητα του αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και σε κάθε τοπική περίπτωση ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός δια προσχώσεως, ανήκει στην εκτίμηση του τακτικού δικαστή και όχι της διοίκησης. Ο αιγιαλός, ως κοινής χρήσεως πράγμα που ανήκει στο Δημόσιο (ΑΚ 968, και για το προγενέστερο δίκαιο ν.93 βας.Ββ' ν.96, 112 πανδ.50, 16 και άρθρο 15 του Β.Δ. "περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων" της 10.7.1873) είναι εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτος χρησικτησίας, εκτός αν, λόγω προσχώσεων στην ακτή ή υποχώρησης του αιγιαλού στη θάλασσα, απέβαλε την ιδιότητά του αυτή, γιατί έπαυσε ο για την κοινή χρήση προορισμός του, οπότε εξακολουθεί και μετά την πρόσχωση να ανήκει στο δημόσιο, περιερχόμενος όμως εφεξής στην ιδιωτική περιουσία αυτού (Ολ.ΑΠ 75/1987). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192 αρ.1, 1194 και 1198 προκύπτει, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, ύστερα από συμφωνία, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τον τρόπο αυτό, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1046 και 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο για μια δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Και από τις διατάξεις των άρθρων 293, 294, 295, 302 και 199 του ισχύσαντος στην Κρήτη από 23.7.1904 μέχρι 23.2.1946, Κρητ.Α.Κ. προκύπτει, ότι ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία επί των κτημάτων του δημοσίου, όχι όμως και επί του έχοντος, κατά το άρθρο 199, την ιδιότητα του δημόσιου κτήματος αιγιαλού, εφόσον αυτή είχε συμπληρωθεί μέχρι τη 15.9.1915, σύμφωνα με τις διατάξεις αφενός μεν του νόμου ΔΣΗ/1912 και των αλλεπάλληλων διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που εκδόθηκαν με βάση το νόμο αυτό, αφετέρου δε του άρθρου 21 του ν.δ.της 22-4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", με τις οποίες απαγορεύτηκε εφεξής οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων του, άρα και η χρησικτησία τρίτων επ'αυτών. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικός τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, εφόσον το τελευταίο διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς. Ενόψει τούτων, για να μη στερείται από τη νόμιμη βάση της η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, με την οποία γίνεται δεκτό ότι κάποια εδαφική έκταση αποτελεί αιγιαλό, πρέπει να αναφέρονται, ως παραδοχή του δικάσαντος δικαστηρίου, τα περιστατικά, που κατά την ως άνω διάταξη (άρθρο 1 α.ν.2344/1940) είναι αναγκαία για το χαρακτηρισμό της έκτασης αυτής ως αιγιαλού. Απλή επανάληψη της νομικής έννοιας, η οποία προσδιορίζει την προϋπόθεση της εφαρμογής του νόμου δεν αρκεί (Ολ.ΑΠ 24/2000). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, διαπιστώνεται κενό ή αμφιβολία για την έννοια της βούλησης των μερών που δηλώθηκε. Παραβίαση δε των διατάξεων αυτών μπορεί να συντελείται και εκ πλαγίου, δηλαδή αν, μετά διαπίστωση της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας, εφαρμόσθηκαν κατά τρόπο που να μην καθιστά εφικτό τον έλεγχο του Αρείου Πάγου για την ορθή εφαρμογή τους, όπως όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν για τους σκοπούς της ερμηνείας της δικαιοπραξίας, οπότε ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 822/1998).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο, επιφάνειας 3.699,22 τμ, αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου ιδιοκτησίας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου (και ήδη αναιρεσιβλήτου) ευρισκομένου στη θέση ΤΟΠ-ΑΛΤΙ, Ξηροπόταμος - Αμμουδάρα, κτηματικής περιφέρειας Ηρακλείου, το οποίο έχει καταγραφεί στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων την 15-3-1970 με αριθμό 197. Το επίδικο τμήμα απεικονίζεται στο φωτοαντιγραφικό απόσπασμα του από Νοεμβρίου 1993 τοπογραφικού διαγράμματος (του καθορισμού με την υπ' αριθμ. 4217/3-6-2004 απόφαση Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης αιγιαλού - παραλίας - παλαιού αιγιαλού), όπως αυτό συντάχτηκε από τον Τοπογράφο Μηχανικό Κ. Α., μετατράπηκε σε σμίκρυνση σε κλίμακα 1:1000 και συμπληρώθηκε από την υπάλληλο της Κτηματικής Υπηρεσίας Κ. Ψ., Τοπογράφο Μηχανικό, με στοιχεία Κ1-Γ9-Γ10-Κ2-Κ3-Κ4-Κ5-Κ6-Κ7-Γ3-Γ4-Γ5-Γ6-Κ8-Κ1, καθώς και στο προσαρτώμενο στην αγωγή διάγραμμα από Ιουλίου 2003 του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Η. υπό στοιχεία 1-Α226-218-Μ2-Μ3-Μ5-Μ4-2024-2025-2026-2027-2029-2030-1053-Α216-2031 -2034-2037-2038-2041-2042-2044-2046-817-Δ1-Μ1, το οποίο είναι ταυτόσημο με το υπό στοιχεία Λ26-Σ8-Σ6-Σ5-Σ4-Σ3-Σ2-Σ1-Λ21-Λ22-Λ23-Λ24-Λ25-Λ26, απεικονιζόμενο στο Διάγραμμα Συμπερασμάτων, το οποίο επισυνάπτεται στην από 1-11-2009 πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονος Γ. Α.. Ειδικότερα το ακίνητο ΒΚ 197 έχει ως όρια ανατολικά τον ποταμό Γιόφυρο, δυτικά τον ποταμό Γαζανό, βόρεια το Κρητικό Πέλαγος και νότια τη χαραχθείσα γραμμή διανομής ανταλλάξιμων κτημάτων, όπως, ειδικότερα, τα διάφορα ανταλλάξιμα ακίνητα αναφέρονται στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων. Αποτελείται από δύο τμήματα με αριθμούς 51 και 1459, εμβαδού 395,8 στρεμμάτων και 151,49 στρεμμάτων, αντίστοιχα, συνολικά δε έχει εμβαδόν 547,29 στρεμμάτων. Τα τμήματα αυτά αποτυπώθηκαν και καταγράφηκαν κατά τη διανομή των ανταλλάξιμων εκτάσεων, η οποία έγινε τα έτη 1939-1945 από το Υπουργείο Γεωργίας, λόγω δε της σύστασης του εδάφους αυτών, το οποίο είναι χέρσο και αμμώδες, δεν καταγράφηκαν ως ανταλλάξιμα ακίνητα και δεν παραχωρήθηκαν σε πρόσφυγες, καθώς σε αυτούς παρεχωρούντο ακίνητα, τα οποία ήταν καλλιεργήσιμα και αποδοτικά, αφού σκοπός της παραχώρησης ήταν η αποκατάσταση τους με αγροτική περιουσία ικανή να αποδίδει καρπούς και έσοδα. Πριν από την καταγραφή του προαναφερόμενου ακινήτου προηγήθηκε το υπ' αριθμ. πρωτ. 44582/31-8-1966 έγγραφο της Νομαρχίας Ηρακλείου προς το Υπουργείο Οικονομικών -Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο υπήρξε αναφορά σε προσπάθειες κατάληψης του ακινήτου, το οποίο προσδιοριζόταν ανάμεσα στους ποταμούς Γιόφυρο και Γαζανό, το οποίο αργότερα καταγράφηκε με αριθμό 197 και ως προς τη φύση της έκτασης αυτής αναφερόταν ότι "... ουδόλως προσεφέρετο δ' εκμετάλλευσιν γεωργική ή κτηνοτροφικήν. Είναι έκτασις αμμώδης, γυμνή, κατά το παρελθόν δε μέγα μέρος της περιοχής ελίμναζεν εκ των υδάτων των παρακείμενων ποταμών ... η περιοχή ουδαμώς προσεφέρετο δι' αγροτικήν αποκατάστασιν ... πρόκειται περί αμμώδους παραλίας ...". Όλη η προαναφερόμενη αμμώδης έκταση, βόρεια της γραμμής διανομής, αποτελούσε παλαιό αιγιαλό που βρεχόταν από τις μέγιστες αλλά συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, τα οποία τον δημιούργησαν με την επί μακρά σειρά ετών, πολύ πριν του έτους 1935, εναπόθεση άμμου λόγω του έντονου κυματισμού, δεδομένου ότι στην περιοχή αυτή η θάλασσα είναι ανοικτή στους συνήθεις βορειοδυτικούς ανέμους, εξαιτίας των οποίων αναπτύσσεται μεγάλος κυματισμός που σταδιακά με την εναπόθεση άμμου επεξέτεινε τον αιγιαλό και μετατόπισε με την πάροδο των χρόνων βορειότερα την ακτογραμμή (διαχωριστική γραμμή ξηράς και θάλασσας σε ηρεμία). Βαθμιαία δημιουργήθηκε λόγω προσαμμώσεως της περιοχής είτε λόγω υποχώρησης της θάλασσας μεγαλύτερο πλάτος ξηράς, το οποίο έπαυσε πλέον να βρέχεται από τα κύματα και έτσι πλέον έγινε παλαιός αιγιαλός και ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του εναγομένου. Η ιδιότητα του εν λόγω κτήματος ΒΚ 197 ως παλαιού αιγιαλού αποδεικνύεται από το σύνολο των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα η σύσταση του εδάφους, το οποίο είναι άγονο, αμμώδες με παντελή έλλειψη στοιχείων καλλιέργειας συνηγορεί υπέρ της άποψης της ιδιότητας του ως παλαιού αιγιαλού (ΑΠ 1398/2003, ΣτΕ 1598/2003 Δημοσίευση Νόμος). Στη λωρίδα αυτή δεν έγιναν ποτέ πράξεις καλλιέργειας από οποιονδήποτε και δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο ιδιωτικών δικαιωμάτων. Η ιδιότητα δε του επίδικου τμήματος ως παλαιού αιγιαλού συνάγεται με σαφήνεια και από τη μελέτη φωτοερμηνείας της περιοχής αυτής της Υδρογραφικής Υπηρεσίας (ΥΥ) για την οποία ελήφθησαν υπόψη αεροφωτογραφίες ετών φωτοληψίας 1945 και 1960, τα διαγράμματα διανομής ανταλλάξιμων εκτάσεων 1939-1945, το διάγραμμα επανακαθορισμού των ορίων αιγιαλού, το οποίο συνοδεύει την υπ' αριθμ. 1109662/10795/Β0010/14 Δεκ. 2000/Αποφ. Υπ. Οικ. (ΦΕΚ 953Δ729-12-00) και το με αριθμό 9518/6 φωτογραμμετρικό διάγραμμα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ). Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή "το φυσικό όριο της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού ... ταυτίστηκε με τα προς την ξηρά όρια των αμιγώς αμμωδών, χαμηλών εκτάσεων, στις οποίες δεν διαπιστώθηκαν από τη φωτοερμηνεία σημαντικά ίχνη βλάστησης, νομής και κατοχής και οι οποίες τελούσαν υπό την άμεση επίδραση της ανάβασης του κυματισμού κατά το έτος 1945 ... η επίδικη έκταση χωροθετείται σχεδόν στο σύνολο της μέσα στη ζώνη του φυσικού παλαιού αιγιαλού ... η ίδια επίδικη έκταση όπως προκύπτει από τον συγκριτικό συσχετισμό των στοιχείων δεν περιλαμβάνεται μέσα στη διανομή των ετών 1939-1945 ..." (βλ. υπ' αριθμ. 544.5/346/06/2148/7-12-2006 έγγραφο της Υδρογραφικής Υπηρεσίας Πολεμικού Ναυτικού). Ενισχύεται επιπλέον η κρίση αυτή του Δικαστηρίου και από το γεγονός ότι και κατά το παρελθόν με αφορμή δίκες μεταξύ άλλων ιδιωτών και του Δημοσίου, οι οποίες αφορούσαν τμήματα του ΒΚ 197 ακινήτου, κρίθηκε από τα Δικαστήρια ότι αυτό αποτελούσε παλαιό αιγιαλό. Συγκεκριμένα α)με την υπ' αριθμ. 683/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση των υπ' αριθμ. 147/1988, 794/1992 αποφάσεων του Εφετείου Κρήτης και του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, η οποία αφορούσε διαφορά μεταξύ των ιδιωτών Ε. Σ. και άλλων και του Ελληνικού Δημοσίου, για ακίνητα σε απόσταση 1200 μέτρων από το επίδικο, κρίθηκε ότι το υπ' αριθμ. 197 δημόσιο κτήμα είναι αμμώδους κατά το πλείστον εκτάσεως και πρόκειται περί αιγιαλού (παλαιού και νέου), β)με την υπ' αριθμ. 145/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, επί διαφοράς μεταξύ Β. κλπ και του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εξαφανίστηκε με την υπ' αριθμ. 346/1999 απόφαση του Εφετείου Κρήτης, η οποία ακολούθως αναιρέθηκε με την υπ' αριθμ. 436/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου και παραπέμφθηκε προς εκδίκαση εκ νέου στο Εφετείο Κρήτης, το οποίο με την υπ' αριθμ. 37/2002 απόφαση του έκρινε ότι "η βορείως της γραμμής διανομής αμμώδης έκταση αποτελούσε παλαιό αιγιαλό", αφορούσε δε ακίνητα σε απόσταση 500 μ. περίπου από το επίδικο και γ) με την υπ' αριθμ. 14/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 343/2005 απόφασης του Εφετείου Κρήτης και αφορούσε διαφορά μεταξύ της εταιρείας Ι. Θ. ΑΕ Τουρισμός Ξενοδοχεία και του Ελληνικού Δημοσίου και ακίνητα σε απόσταση 2.400 μ. περίπου από το επίδικο, κρίθηκε ομοίως ο χαρακτήρας του ΒΚ 197 κτήματος ως παλαιού αιγιαλού. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας (και ήδη αναιρεσείουσας) ότι τμήμα της αρχικής της ιδιοκτησίας το οποίο απέκτησε δυνάμει του αναφερομένου κατωτέρω συμβολαίου, εκτάσεως 895,71 τμ, είχε χαρακτηριστεί ως παλαιός αιγιαλός με το ΦΕΚ 953/2000 και ότι με την υπ' αριθμ. 2500/2003 απόφαση του ΣτΕ ακυρώθηκαν μετά από άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως οι συναφείς βλαπτικές πράξεις, ήτοι α)η υπ' αριθμ. 1109662/10795/Β0010/14-12-2000 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, β)η από 5-2-1997 έκθεση της Επιτροπής Καθορισμού ορίων του αιγιαλού και της παραλίας Ν. Ηρακλείου και γ)η σύμφωνη γνώμη του ΓΕΝ διατυπωθείσα στο υπ' αριθμ. 544.5/605/00/Σ1192/18-9-2000 έγγραφο του, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση διαφορά, καθόσον η ιδιότητα του αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της πολιτείας (ΑΠ 33/2008 Δημοσίευση Νόμος). Αντίθετο προς τα προεκτεθέντα είναι το συμπέρασμα της προσκομιζόμενης από 1-11-2009 πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονος με την υπ' αριθμ. 100/2007 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου Γ. Α. σύμφωνα με την οποία "... το επίδικο δεν υπήρξε παλαιός αιγιαλός. Η μεταβολή της ακτογραμμής έμπροσθεν του επιδίκου έγινε από παρατεταμένες αμμοληψίες, οπότε και αφαιρέθηκαν ανυπολόγιστες ποσότητες άμμου. Η παλαιότερη καταγεγραμμένη ακτογραμμή είναι του 1932 και απέχει από τη βορειότερη πλευρά του επιδίκου κατά 98 μέτρα περίπου και η δυσμενέστερη που καταγράφηκε το 1993 απέχει κατά 47 μέτρα περίπου. Από τα υψόμετρα του επιδίκου που αναγράφονται στην αποτύπωση του 1932 δεν προκύπτει κατάκλιση από κυματισμό. Επίσης ανάλογο συμπέρασμα προκύπτει και από τη μελέτη της Α/Φ 1945 ... Ο ρόλος της υφάλου είναι καθοριστικός για τη μεταβολή της γεωμορφολογίας της περιοχής. Ο κυματισμός στην ακτογραμμή είναι μικρός αφού θραύεται σε ύφαλο βάθους στέψης 0,5-1 μέτρων που απλώνεται παράλληλα με την ακτογραμμή σε απόσταση περίπου 98 μέτρων από αυτή και στη συνέχεια αποσβένεται μεταξύ υφάλου και ακτογραμμής. Στην ίδια ύφαλο οφείλεται η παγίδευση της άμμου κατά μεγάλες ποσότητες. Η παγίδευση αυτή ερμηνεύει και τα υψόμετρα που καταγράφει το 1932 η παλαιοτέρα υφισταμένη αποτύπωση του Υ.Γ. ... Ο κυματισμός δεν αποσαθρώνει την ακτή αλλά την ενισχύει με την έννοια της παγίδευσης άμμου λόγω της υφάλου. Από τη μελέτη της υφάλου σαν κυματοθραύστη προκύπτει ότι ο κυματισμός εξέρχεται από την ύφαλο με ύψος περί τα 1.8 μέτρα και δεν μπορεί να ανέλθει σε υψόμετρο πάνω από το μισό του περίπου, έστω αγνοώντας την απόσβεση της δυναμικής ενέργειας λόγω τριβών του βυθού". Για να καταλήξει στο συμπέρασμα του αυτό ο πραγματογνώμονας εξέτασε εκτός των άλλων το οριστικό Διάγραμμα Διανομής του έτους 1932 από το οποίο προέκυπτε, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη ως άνω πραγματογνωμοσύνη, ότι "στις 11-11-1932 που έγινε η αποτύπωση Α. Το βορειότερο τμήμα του επιδίκου απείχε το έτος 1932 περί τα 98 μέτρα από την τότε ακτογραμμή. Β. Τα υψόμετρα στην βορειότερη πλευρά του επίδικου τριγώνου κυμαινόταν στα 4 έως 4.5 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και σήμερα κυμαίνονται στα 2.5 έως 3 μέτρα. Από τις παραπάνω δύο παρατηρήσεις προκύπτει ότι το 1932 η ακτογραμμή ήταν μακριά, το επίδικο ψηλά και δεν προεκτιμούν πιθανότητα ύπαρξης παλαιού αιγιαλού κατά την έννοια του νόμου". Το συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης αναιρείται όμως από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, επιπλέον δε και από το γεγονός ότι η σύσταση του εδάφους του επιδίκου είναι όμοια με εκείνη δυτικά αυτού, η οποία αποτυπώνεται ως αμμώδης έκταση στο διάγραμμα διανομής του 1932, ενώ ανατολικά έχουν καταγραφεί ιδιοκτησίες καλλιεργήσιμες. Περαιτέρω η ενάγουσα (και ήδη αναιρεσείουσα) ισχυρίζεται ότι είναι κυρία του επίδικου τμήματος, το οποίο απέκτησε αφενός μεν με παράγωγο τρόπο το έτος 1986 κατά τη σύσταση της ως ανώνυμης εταιρείας ως εισφορά σε είδος και κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της από το ιδρυτικό της μέλος Ε. Π., αφετέρου δε με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τακτική και έκτακτη χρησικτησία με τη συνεχή άσκηση πράξεων νομής με καλή πίστη για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, συνυπολογιζομένου στο χρόνο χρησικτησίας αυτής του χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου της από το έτος 1950. Ειδικότερα επικαλείται η ενάγουσα ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στους ακόλουθους τίτλους αυτής και του δικαιοπαρόχου της, ήτοι στο υπ' αριθμ. .../6-3-1986 συμβόλαιο σύστασης της, κατά μετατροπή υφισταμένης ατομικής επιχειρήσεως, με συνεισφορά ακινήτου της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Χαρίκλειας Περτσινάκη -Αναστασάκη και στους τίτλους του δικαιοπαρόχου της Ε. Π., ήτοι στα υπ' αριθμ. .../13-11-1950 και .../10-11-1950 συμβόλαια των συμβολαιογράφων Ηρακλείου Αντωνίου Γιάνναρη και Γεωργίου Καλουτσάκη, αντίστοιχα. Τη θέση αυτή της ενάγουσας υποστηρίζει και ο διορισθείς πραγματογνώμονας Γ. Π. με την από 14-5-2004 πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με την οποία ο Ε. Π. με τα προαναφερόμενα υπ' αριθμ. .../13-11-1950 και .../10-11-1950 συμβόλαια απέκτησε το όλο ακίνητο συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου. Τούτο όμως δεν είναι αληθές, καθόσον το ακίνητο, το οποίο περιλαμβάνεται στα δύο τελευταία συμβόλαια είναι το καταγεγραμμένο στο διάγραμμα διανομής 1932 με αριθμό 8895 (1735). Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ως προς το δυτικό όριο η τελευταία ιδιοκτησία δεν έχει καταγραφεί στο διάγραμμα με ακρίβεια, καθόσον το επίδικο είναι μέρος του 1735 ακινήτου, το οποίο είχε δυτικό όριο το δρόμο, όπου είχε κατασκευαστεί το έτος 1922 η σιδηροτροχιά της DECOVIL, αλλά κατά την αποτύπωση δεν συμπεριελήφθη, διότι το συνεργείο αποτύπωσης δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή, καθώς η όψη αυτού (επιδίκου) το οποίο εχρησιμοποιείτο για την φορτωεκφορτωση των βαγονιών ήταν διαφορετική σε σχέση με το υπόλοιπο καλλιεργημένο τμήμα και το συνεργείο ενδιαφερόταν μόνο για την ακριβή αποτύπωση των Μουσουλμανικών ακινήτων, τα οποία θα παραχωρούσε το Ελληνικό Δημόσιο στους πρόσφυγες, δεν είναι πειστικός διότι δεν είναι λογικό άλλα ακίνητα να αποτυπώνονται με ακρίβεια και άλλα όχι, καθόσον η εσφαλμένη αποτύπωση μερικών ακινήτων θα επηρεάσει και την αποτύπωση των γειτονικών. Εξάλλου η φερόμενη ως απώτατη δικαιοπάροχος της ενάγουσας Μ. Α., η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας ήταν ιδιοκτήτρια της μετέπειτα πωληθείσας ιδιοκτησίας στους δικαοπαρόχους του Ε. Π., δεν φέρεται ως δικαιούχος αποζημίωσης της απαλλοτριωθείσας έκτασης για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Λιμένος Ηρακλείου- Λατομείο Εσταυρωμένου. Επομένως το επίδικο δεν ενέπιπτε στην απαλλοτριωθείσα έκταση και συνεπώς το δυτικό όριο αυτού δεν ήταν ο δρόμος, όπου είχε κατασκευαστεί το έτος 1922 η σιδηροτροχιά της DECOVIL. Σε κάθε όμως περίπτωση και αν ακόμη το επίδικο τμήμα περιλαμβανόταν στους επικαλούμενους ως άνω τίτλους από την ενάγουσα, η τελευταία δεν απέκτησε την κυριότητα αυτού λόγω του χαρακτήρα του ως δημοσίου κτήματος, αλλά ούτε και με έκτακτη χρησικτησία ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας αυτού. Ειδικότερα υπό το καθεστώς του ισχύοντος από 23-7-1904 Κρητικού Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 199 του οποίου ο αιγιαλός ήταν δημόσιο κτήμα, μέχρι την 11-5-1915 δεν ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Από τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που κυρώθηκε με την 24/1926 Συντακτική Απόφαση και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝ.ΑΚ, (και του άρθρου 4 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938), με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού και, συνακόλουθα και επί του αιγιαλού, από της 16ης Μαΐου 1926 και εφεξής, καθώς και τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ71912 και των αλλεπάλληλων διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που εκδόθηκαν με βάση το νόμο αυτό, με τα οποία ανεστάλη κάθε παραγραφή και κάθε δικαστική προθεσμία επί αστικών διαφορών από τις 12.2.1915 και εφεξής και πέραν της 16ης Μαΐου 1926, προκύπτει, ότι επί δημόσιων κτημάτων η χρησικτησία τρίτων έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, γιατί μετά την πιο πάνω χρονολογία δεν επιτρέπεται πλέον ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου (ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 33/2008 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1512/2004 ΕλλΔνη 2005.820, ΑΠ 1398/2003 ΕλλΔνη 2005.738). Όμως η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί κτήματος του Δημοσίου στην Κρήτη και στην περίπτωση της περιουσίας του Κράτους (άρθρο 21 Κρητ. ΑΚ) δεν ήταν ποτέ δυνατή, γιατί από την ισχύ του Κρητικού ΑΚ (23-7-1904) μέχρι 11-9-1915 δεν είχε συμπληρωθεί 20ετία, με δεδομένο ότι κατά το οθωμανικό δίκαιο, ήταν άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας (ΑΠ 129/2000 ΝοΒ 2001.233, ΑΠ 1792/1983 ΝοΒ 32.1728). Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, το επίδικο τμήμα λόγω της ιδιότητάς του ως παλαιού αιγιαλού ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του (ήδη αναιρεσίβλητου) εναγομένου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένσταση ιδίας κυριότητας του ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένδικη - από 17.3.2003 - αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή της αναιρεσείουσας, που είχε ως κύρια βάση τον επικαλούμενο με αυτήν παράγωγο τρόπο, ήτοι ότι απέκτησε την κυριότητά του "ως εισφορά ... κατά τη σύστασή της από το ιδρυτικό της μέλος, Ε. Π., με το -πιο πάνω- .../6.3.1986 - συμβόλαιο, που έχει νόμιμα μεταγραφεί" και επικουρική τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας και ακολούθως δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την έφεση του ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν, απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή της αναιρεσείουσας ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσο καθόσον αφορά την παραδοχή της άνω ένστασης όσο καθ' όσον αφορά την απόρριψη της αγωγής, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων περί αιγιαλού και τη μη εφαρμογή των διατάξεων για κτήση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με τον προεκτεθέντα παράγωγο τρόπο ή τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας που αναφέρθηκαν. Αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, το Εφετείο δέχτηκε με σαφήνεια, ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του με τα στοιχεία ΒΚ 197 ακινήτου, ότι τόσο το επίδικο ακίνητο όσο και το με τα στοιχεία ΒΚ 197 ακίνητο προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατά θέση, έκταση και όρια και ότι το επίδικο, ως αποτελώντας τμήμα του με τα στοιχεία ΒΚ 197 ακινήτου, το οποίο "ως αμμώδης έκταση, βόρεια της γραμμής διανομής, αποτελούσε παλαιό αιγιαλό, που βρεχόταν από τις μέγιστες αλλά συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, τα οποία τον δημιούργησαν με την επί μακρά σειρά ετών πολύ πριν του έτους 1935 εναπόθεση άμμου λόγω του έντονου κυματισμού ..." αποτελούσε και αυτό - επίδικο ακίνητο - παλαιό αιγιαλό "και ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του (ήδη αναιρεσίβλητου) εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου". Ειδικότερος προσδιορισμός της παλαιάς και νέας ακτογραμμής δεν απαιτείται, αφού το Εφετείο δέχτηκε με σαφήνεια, ότι το με τα στοιχεία ΒΚ 197 ακίνητο - του οποίου το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - αποτελούσε παλαιό αιγιαλό. Η παραδοχή δε του Εφετείου, ότι "σε κάθε όμως περίπτωση, και αν ακόμη το επίδικο τμήμα περιλαμβανόταν στους επικαλούμενους ως άνω τίτλους από την ενάγουσα, η τελευταία δεν απέκτησε την κυριότητα αυτού λόγω του χαρακτήρα του ως δημόσιου κτήματος, αλλά ούτε και με έκτακτη χρησικτησία ήταν δυνατή η κτήση της κυριότητας αυτού" αποτελεί επάλληλη αιτιολογία η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης και δεν καθιστά ενδοιαστικό και αμφίβολο το σύνολο των παραδοχών του. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος, τρίτος, έκτος του κύριου δικογράφου, πρώτος και δεύτερος (μοναδικοί άλλωστε) του πρώτου δικογράφου πρόσθετων λόγων και πρώτος του δεύτερου δικογράφου πρόσθετων λόγων, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, η κρίση του Εφετείου "ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι...το επίδικο είναι μέρος του 1735 ακινήτου...αλλά κατά την αποτύπωση δεν συμπεριελήφθη, διότι το συνεργείο αποτύπωσης δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή, καθώς η όψη αυτού (επιδίκου)...ήταν διαφορετική σε σχέση με το υπόλοιπο καλλιεργημένο τμήμα και το συνεργείο ενδιαφερόταν μόνο για την ακριβή αποτύπωση των Μουσουλμανικών ακινήτων, τα οποία θα παραχωρούσε το Ελληνικό Δημόσιο στους πρόσφυγες, δεν είναι πειστικός διότι δεν είναι λογικό άλλα ακίνητα να αποτυπώνονται με ακρίβεια και άλλα όχι ..." συνιστά παραδοχή πραγματικού επιχειρήματος που αντλήθηκε από τις αποδείξεις και δεν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία ως προς το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι εδώ των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ - οι προϋποθέσεις των οποίων, με βάση της προεκτιθέμενες παραδοχές του Εφετείου δεν συνέτρεχαν - και συνεπώς η περιλαμβανόμενη στους ίδιους αναιρετικούς λόγους συναφής αιτίαση, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες και τα δικαστικά τεκμήρια, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 390 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι οι γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στη δεύτερη απ' αυτές, εφόσον συντάχθηκαν κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που υποβάλλεται στην ίδια ρύθμιση και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (Ολ ΑΠ 8/2005, 848/1981, 111/1981). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τους λόγους αναίρεσης, δεύτερο του κύριου δικογράφου και δεύτερο του δευτέρου δικογράφου πρόσθετων λόγων προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί αβασιμότητας της ένδικης αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα, ειδικότερα, μνημονευόμενα έγγραφα, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε με τις προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, α)προς απόδειξη του ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού της ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης που αυτή επικαλέστηκε του άμεσου δικαιοπαρόχου της Ε. Π. και β)προς ανταπόδειξη κατά του ουσιώδους ισχυρισμού του αντιδίκου της ότι το επίδικο είναι παλαιός αιγιαλός, δηλαδή: 1) τα .../1922 και .../1939 συμβόλαια - τίτλους κτήσης προηγούμενων ιδιοκτητών του ακινήτου με το οποίο συνόρευε προς δυσμάς το ακίνητο του πιο πάνω δικαιοπαρόχου της, στα οποία συμβόλαια αναφέρεται ότι το όριο των εν λόγω ακινήτων είναι η σιδηροδρομική γραμμή του λιμένος Ηρακλείου, 2) το .../1940 συμβόλαιο της απώτερης δικαιοπαρόχου της Μ. Α., με το οποίο πώλησε το επίδικο στην επίσης (απώτερο δικαιοπάροχό της) Α. Β., στο οποίο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το επίδικο συνορεύει προς τα δυτικά με την πιο πάνω σιδηροδρομική γραμμή και 3) τη γνωμοδότηση του Αρ.ΕΜΠ Ι.Α., η οποία αναφέρεται στη διαδικασία, με την οποία ένα αμμώδες έδαφος γίνεται γόνιμο. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα προσκομιζόμενα υπό των διαδίκων έγγραφα, τα οποία εκτιμώνται είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη", σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 520 παρ.1 και 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει αίτηση και τους λόγους αυτής. Και ως προς μεν την αίτηση, αυτή υπάρχει και είναι ορισμένη εάν ζητείται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχετικώς με το αιτητικό της αγωγής, ανταγωγής κλπ, οι δε λόγοι έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Στα τελευταία ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι εξ αυτής οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 922 ΚΠολΔ) επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ' άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 1183/1995 ΕλλΔνη 38.830-831). Στην προκείμενη περίπτωση, το ήδη αναιρεσίβλητο εναγόμενο, με τον πρώτο κατά το δεύτερο μέρος του λόγο της έφεσής του, όπως προκύπτει από το δικόγραφο αυτής, ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γιατί "κατ' εσφαλμένη εκτίμηση του συνόλου των προσαχθεισών και επικληθεισών αποδείξεων ειδικότερα δε του κτηματολογικού διαγράμματος και του πίνακα διανομής ανταλλαξίμων του Υπουργείου Γεωργίας ετών 1939-1945 στη θέση του επιδίκου ... η εκκαλούμενη απόφαση δέχτηκε την αγωγή, ενώ όφειλε να την είχε απορρίψει. Η εκκαλούμενη ειδικότερα όφειλε να είχε δεχτεί ότι το επίδικο από τη φύση του ως χέρσο και αμμώδες ήταν και είναι παλιός αιγιαλός που ανήκε και ανήκει στην πλήρη και αδιαφιλονίκητη κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, εμπίπτει στο ΒΚ 197 καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα, ουδέποτε δε αποτέλεσε αντικείμενο ιδιωτικής κτήσης και δη από πλευράς της αντίδικης ...". Ο λόγος αυτός έφεσης, έχοντας το περιεχόμενο αυτό, είναι, κατά την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, επαρκώς ορισμένος και επομένως το Εφετείο, εκφέροντας όμοια κρίση, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει το λόγο αυτό έφεσης απαράδεκτο λόγω δήθεν αοριστίας του, και, συνεπώς, ο πέμπτος του κύριου δικογράφου λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό (όχι 8 αλλά) 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
IV. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο (ΑΠ 2/2006). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1991 ΕλλΔνη 33.72), όπως, όταν λ.χ. τον αντιμετώπισε και τον απέρριψε εκ των πραγμάτων, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο του κύριου δικογράφου λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τη βάση της αγωγής για κτήση της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, όπως η βάση αυτή παραδεκτά (άρθρο 224 ΚΠολΔ) είχε συμπληρωθεί με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης της ήδη αναιρεσείουσας ενάγουσας και η τελευταία προέβαλε και με τις προτάσεις της στο Εφετείο προς υπεράσπιση κατά της έφεσης και ειδικότερα κατά του δεύτερου λόγου αυτής που έγινε δεκτός, δηλαδή, ότι το επίδικο (με απώτατο γνωστό οθωμανό δικαιοπάροχό της -της ήδη αναιρεσείουσας ενάγουσας- τον Α. Κ.) ήταν γαία τελείας ιδιοκτησίας (μουλκ), δηλαδή ελεύθερα μεταβιβάσιμο, ανήκε πάντοτε σε ιδιώτες από την εποχή της κατάληψης της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669 και ουδέποτε στο Δημόσιο και ότι επομένως η κυριότητα του επιδίκου μεταβιβάστηκε κατά παράγωγο τρόπο μεταξύ των δικαιοπαρόχων της κατά το Οθωμανικό Δίκαιο "και δή και κατά τον (μεταγενέστερο του 1669) Οθωμανικό Αστικό Κώδικα (άρθρο 1248) που ίσχυσε μέχρι 21.9.1904", ακολούθως μέχρι τις 23.2.1946 που ίσχυσε στην Κρήτη ο Κρητικός Αστικός Κώδικας κατά τις διατάξεις των άρθρων 278 επ. του Κρητικού Αστικού Κώδικα και από τις 23.2.1946 έως σήμερα - οπότε απέκτησε και αυτή (ήδη αναιρεσείουσα ενάγουσα) την κυριότητά του κατά παράγωγο τρόπο - κατά τις διατάξεις του άρθρου 1033 ΑΚ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους που η ήδη αναιρεσείουσα ενάγουσα επικαλέστηκε για κτήση από αυτήν και το δικαιοπάροχό της, Ε. Π., της κυριότητας του επιδίκου παραγώγως, "ήτοι στο υπ' αριθμ. .../6.3.1986 συμβόλαιο σύστασής της κατά μετατροπή υφιστάμενης ατομικής επιχειρήσεως με συνεισφορά ακινήτου της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Χαρίκλειας Περτσικάκη - Αναστασάκη και ... στα υπ' αριθμ..../13.11.1950 και .../10.11.1950 συμβόλαια των συμβολαιογράφων Ηρακλείου Αντωνίου Γιάνναρη και Γεωργίου Καλουτσάκη, αντίστοιχα". Με βάση δηλαδή την αιτιολογία αυτή το Εφετείο απέρριψε τη βάση της αγωγής για κτήση της κυριότητας του επιδίκου από την ήδη αναιρεσείουσα ενάγουσα παραγώγως, εφόσον δέχτηκε ότι το επίδικο δεν μεταβιβάστηκε σ' αυτήν από τους ως άνω - άμεσο και απώτερους - δικαιοπαρόχους της και έτσι απέρριψε εκ των πραγμάτων και τον προεκτεθέντα ισχυρισμό της, ότι απέκτησε την κυριότητά του, αφού "ήταν γαία τελείας ιδιοκτησίας (μουλκ) με απώτατο δικαιοπάροχό της τον (προαναφερόμενο) Οθωμανό".
Συνεπώς, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού έλαβε υπόψη και απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό και ο περί του αντιθέτου λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν η ένδικη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, η οποία ηττάται, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957 και τα άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1.11.2010 αίτηση και τους από 8.11.2011 και από 6.12.2011 πρόσθετους λόγους της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρεία Εμπορικών - Αθλητικών - Τουριστικών - Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων ΛΙΝΤΟ Α.Ε." για αναίρεση της 285/2010 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή