Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία και χρήση πλαστού από τον ηθικό αυτουργό και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης λόγω ασαφειών και αντιφάσεων της αιτιολογίας. Παραδοχή των λόγων αυτών ως βάσιμων. Αναίρεση της απόφασης και παραπομπή της υπόθεσης για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε.
Αριθμός 2041/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τζαγκουρνή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Κ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σαμαρά, περί αναιρέσεως της 3367/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 740/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Επίσης, από το συνδυασμό των αυτών διατάξεων προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όταν δηλαδή ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Υπό την έννοια αυτή, χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά αντικειμενικώς και η υποβολή αυτού σε Δημόσια Αρχή προς παραπλάνηση της, ώστε να προβεί σε ενέργεια της αρμοδιότητας της. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη ηθελημένη ενέργεια του δράστη και τη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο (ο ενδεχόμενος δόλος ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, δεν αρκεί), περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει κατά τον αυτόν τρόπο, όπως και ο πλαστογράφος. Η χρήση δε του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά ιδιαίτερο αυτοτελές έγκλημα όχι μόνον όταν γίνεται από τρίτο, αλλά και από αυτόν τον πλαστογράφο, αλλά μόνον όταν αυτός για οποιαδήποτε λόγο δεν μπορεί να τιμωρηθεί για την πλαστογραφία.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, "όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση, για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα, κατά τις διατάξεις, για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν η, με εξαπάτηση του δημόσιου υπαλλήλου, με οποιαδήποτε, δηλαδή, απατηλή ενέργεια του δράστη, εξαιτίας της οποίας παρασύρεται ο υπάλληλος από ευπιστία ή και αμέλειά του, σε βεβαίωση ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη θέληση να προκαλέσει ο δράστης με οποιοδήποτε απατηλό μέσο την ψευδή βεβαίωση, και στη γνώση ότι το βεβαιούμενο σε δημόσιο έγγραφο περιστατικό είναι αναληθές και μπορεί να έχει έννομες συνέπειες για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο, δηλαδή να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσεως. Ενώ δημόσιο έγγραφο, κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στην περιοχή του ποινικού δικαίου, για το άρθρο 13γ του ΠΚ που δεν προσδιορίζει την έννοια του, είναι εκείνο που έχει συνταχθεί από τον καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή από πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη για όλους κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό, ότι έγινε από το πρόσωπο που συνέταξε ως άνω το έγγραφο ή ότι έγινε ενώπιον του. Δεν τελείται δε η πράξη αυτή, αν ο υπάλληλος απλώς καταχωρεί τη δήλωση του εμφανισθέντος, χωρίς να βεβαιώνει κάτι επί πλέον τούτου διαπιστωτικά περί της αληθείας, όπως όταν ο συμβολαιογράφος στηρίχτηκε απλώς στη δηλωθείσα βούληση των εμφανισθέντων ενώπιον του να συνάψουν κάποια δικαιοπραξία. Ο δόλος συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι το βεβαιούμενο περιστατικό είναι αναληθές και μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, είτε για τον εαυτό του είτε για τρίτο και ότι η βεβαίωση αυτή γίνεται σε δημόσιο έγγραφο, ως και να υπάρχει πρόθεση εξαπατήσεως του υπαλλήλου, γιατί αν ο υπάλληλος τελεί εν γνώσει ότι βεβαιώνει ψευδώς, πρόκειται για το αδίκημα του άρθρου 242 του ΠΚ και ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση η ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως.
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚποινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 3367/2010 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος είναι πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιασίου Ρουμανίας και για την αναγνώριση του πτυχίου του στην ημεδαπή, δηλαδή για τη βεβαίωση της ισοτιμίας του εν λόγω πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών με τα αντίστοιχα που εκδίδονται από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδος, υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στην πρώτη περίοδο των εξετάσεων που διενήργησε για το λόγο αυτό και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του στις 5 και 6 Απριλίου 2003 το Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Αναγνωρίσεως Τίτλων Σπουδών Αλλοδαπής (ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.) και ειδικότερα στο μάθημα της παθολογίας που είχε ορισθεί για τις 6-4-2003, και διενεργήθηκε στις Ιατρικές Σχολές των Ελληνικών πανεπιστημίων, μεταξύ των οποίων και αυτό της Αλεξανδρούπολης, όπου είχε δηλώσει ότι επιθυμεί να εξετασθεί ο κατηγορούμενος. Η διεξαγωγή των εξετάσεων έγινε σε αμφιθέατρο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου αυτού όπου υπήρχε ομάδα επιτηρητών εκ των οποίων ο ένας ήταν επί κεφαλής και του είχαν δοθεί οι ταινίες επικάλυψης των στοιχείων ταυτότητας των εξεταζομένων και μία σφραγίδα με την ένδειξη "ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.". Σε κάθε αμφιθέατρο αντιστοιχούσε μία σφραγίδα την οποία είχε μαζί του ο επικεφαλής της ομάδας επιτηρητών του κάθε αμφιθεάτρου. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθούνταν ταυτόχρονα με την παράδοση σ' αυτόν του γραπτού από τον κάθε υποψήφιο που είχε διαγωνισθεί, αφού προέβαινε σε ταυτοποίηση των στοιχείων με αυτά της αστυνομικής ταυτότητας, έθετε στο γραπτό, και συγκεκριμένα πάνω από τα στοιχεία του υποψηφίου, την ταινία επικάλυψης, έτσι ώστε τα στοιχεία αυτά να μην είναι πλέον ορατά και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας την προαναφερθείσα σφραγίδα έθετε το εκτύπωμά της στο τέλος του γραπτού και υπέγραφε ο επικεφαλής της ομάδας επιτηρητών και ο δεύτερος επιτηρητής. Παράλληλα, ο υποψήφιος, που παρέδιδε το γραπτό του, υπέγραφε σε μία κατάσταση συμμετοχής των διαγωνισθέντων στο συγκεκριμένο μάθημα. Πρέπει να σημειωθεί ότι έλεγχος των στοιχείων ταυτότητας των διαγωνιζομένων γινόταν και κατά την είσοδό τους στην αίθουσα αμφιθεάτρου όπου θα διενεργούνταν ο διαγωνισμός. Στις εξετάσεις που διενεργήθηκαν στις 6-4-2003 στο τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θράκης (Ιατρική Σχολή Αλεξανδρούπολης) και ειδικότερα στο μάθημα της παθολογίας, είχε προσέλθει και ο κατηγορούμενος (όπως ισχυρίσθηκε) και συμμετείχε στη γραπτή εξέταση του εν λόγω μαθήματος, υποβλήθηκε σε έλεγχο ταυτοπροσωπείας, όπως υποστήριζε, και ανέπτυξε επιτυχώς κατά την κρίση του τα θέματα των εξετάσεων, πλην όμως το γραπτό κείμενο που περιλαμβάνεται στην κατηγορία, δεν είναι αυτό που αυτός παρέδωσε, δεν έχει το γραφικό του χαρακτήρα και προέκυψε μετά από αντικατάσταση κατά τους ισχυρισμούς του επίσης, από άγνωστο πρόσωπο για άγνωστη αιτία και δεν έχει συνταχθεί από αυτόν. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι έγινε δειγματοληπτικός έλεγχος ορισμένων γραπτών που λήφθηκαν από το άνω εξεταστικό κέντρο του Πανεπιστημίου της Θράκης (Ιατρικής Σχολής Αλεξανδρούπολης), αλλά και άλλων εξεταστικών κέντρων, μετά από σχετική καταγγελία, χωρίς να κατονομάζεται συγκεκριμένο πρόσωπο). Πράγματι δε τόσο το γραπτό του κατηγορουμένου, όσο και άλλων συμμετεχόντων στις εξετάσεις αυτές, των οποίων είχαν ληφθεί τυχαία γραπτά, για τυχόν βασιμότητα της καταγγελίας, μετά από παραβολή με τα γραπτά τους των προηγουμένων εξεταστικών περιόδων κατά τις οποίες δεν είχαν επιτύχει στις εξετάσεις αυτές, δεν εμφάνιζαν καμία ομοιότητα ως προς το γραφικό χαρακτήρα. Αυτό ενισχύεται και από την με ημερομηνία 23-4-2004 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξαν οι δικαστικοί γραφολόγοι Π. Φ. και Β. Α., Αστυνόμοι Β' και Υπαστυνόμος Β' αντίστοιχα, σύμφωνα με την οποία το δοκίμιο δεν αποδίδεται στο φερόμενο ως χαράκτη του, δηλαδή στον κατηγορούμενο, η δε υπογραφή του στο παρουσιολόγιο δεν σχετίζεται γραφολογικά με την δική του. Αντικατάσταση του γραπτού του κατηγορουμένου από άλλο άγνωστο πρόσωπο και δη εκ των υπαλλήλων του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. όπως υπονοεί ο τελευταίος, λόγω προσωπικών διενέξεων και αντιπαραθέσεων μεταξύ αυτών (υπαλλήλων) δεν αποδείχθηκε. Ούτε εξ άλλου είναι πειστικός ο ισχυρισμός αυτός περί αντικαταστάσεως του γραπτού του, για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν είχε κανένας συμφέρον να προβεί σε μία τέτοια ενέργεια σε βάρος του κατηγορουμένου και εν αγνοία του, αφιερώνοντας μάλιστα και ικανό χρόνο προκειμένου να αναπτύξει τα τεθέντα προς εξέταση θέματα. Ακολούθως, στοιχειοθετείται το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου, διότι η πράξη που τέλεσε το αγνώστων στοιχείων πρόσωπο συμμετέχοντας στη θέση του κατηγορουμένου στις εξετάσεις του μαθήματος της παθολογίας, χωρίς οποιοδήποτε κατά νόμον δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του, συνιστά πλαστογραφία, καθώς στην περίπτωση αυτή οι απαντήσεις και εν γένει το γραπτό συνετάγη από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εμφανιζόταν ως συντάκτης του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αναληθής εντύπωση στους επιτηρητές και μεταγενέστερα τους διορθωτές, ότι το εν λόγω γραπτό συνετάγη και υπεγράφη από τον εμφανιζόμενο σ' αυτό ως εκδότη-συντάκτη του και να δημιουργείται αντίστοιχη παραπλάνηση. Ο δε κατηγορούμενος στην Αλεξανδρούπολη στις 6-4-2003 με πειθώ και φορτικότητα και παραινέσεις προκάλεσε στον παραπάνω άγνωστο την απόφαση να διαπράξει το αδίκημα της πλαστογραφίας. Στη συνέχεια, στον ίδιο τόπο και κατά τον ίδιο χρόνο, ο κατηγορούμενος επέτρεψε, στο άγνωστο αυτό πρόσωπο, μετά την ανάπτυξη και απάντηση των εξεταζομένων θεμάτων της παθολογίας, να καταθέσει το γραπτό αυτό στην εξεταστική επιτροπή, παραδίδοντάς το στους επιτηρητές και υπογράφοντας στο σχετικό βιβλίο παραδόσεώς του, αποφεύγοντας τη διαπίστωση της ελλείψεως της ταυτοπροσωπίας μεταξύ του συντάκτη και του εξεταζομένου και έτσι να τεθεί στο τέλος των απαντήσεων η σφραγίδα με την ένδειξη "ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α." η μονογραφή των επιτηρητών και η παραλαβή του από αυτούς. Με τον τρόπο αυτό εμφανιζόταν ότι ο κατηγορούμενος είχε προσέλθει και εξετασθεί στο ανωτέρω εξεταστικό κέντρο στο μάθημα της παθολογίας και ότι δήθεν ο ίδιος συνέταξε, παρέδωσε το γραπτό, φερόμενο ως προϊόν της δικής του πνευματικής προσπάθειας και γνώσεων επί του εξεταζομένου μαθήματος. Με τον τρόπο αυτό έθεσε το γραπτό του στη διαδικασία βαθμολογήσεως και αναγνώρισης της ισοτιμίας του πτυχίου του, του αλλοδαπού Πανεπιστημίου από τα αρμόδια όργανα του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. Το αίτημα του κατηγορουμένου περί επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας σε πλαστογραφία πιστοποιητικού του άρθρου 217 του ΠΚ πρέπει ν' απορριφθεί, διότι σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που ανωτέρω αναφέρεται, δεν συντρέχουν στοιχεία που να συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού, αφού στη διάταξη του άρθρου 217 δεν εμπίπτουν όλα τα, κατά την έννοια του άρ. 13 στοιχ. γ' έγγραφα, αλλά μόνον τα εις αυτό αναφερόμενα, ήτοι πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και άλλο έγγραφο συναφές, δυνάμενο συνήθως να χρησιμοποιηθεί ως τοιούτο, στοιχείο που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση του γραπτού του συμμετέχοντος σε εξετάσεις. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του έτους 2003 στην Αλεξανδρούπολη, με τη χρήση του πλαστού εγγράφου (τετραδίου απαντήσεων) στο μάθημα της παθολογίας, πέτυχε να βεβαιωθεί στον ειδικό χώρο αυτού, προορισμένο για τη βαθμολόγηση του εξεταζομένου, από τους εξεταστές-βαθμολογητές ότι είχε επιτύχει στις εξετάσεις του μαθήματος αυτού της εξεταστικής περιόδου του Απριλίου 2003, αφού η βαθμολογία που έλαβε ήταν έξι (6) από τον α' βαθμολογητή και επτά (7) από τον β' βαθμολογητή και έτσι να εξαχθεί ως μέσος όρος η βαθμολογία 6,5 που τον κατέτασσε στους επιτυχόντες του εν λόγω μαθήματος. Η βαθμολογία αυτή όμως στην πραγματικότητα, και η εξ αυτής επιτυχία του στις εξετάσεις, δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, διότι οι απαντήσεις που περιέχονταν στο κατατεθέν γραπτό, δεν ήταν προϊόν δικής του πνευματικής προσπάθειας και γνώσεων, πράγμα το οποίο δεν γνώριζαν οι βαθμολογητές, διότι διαφορετικά δεν θα προέβαιναν στην ενέργεια αυτή. Η βεβαίωση αυτή της επιτυχούς βαθμολογήσεως, μπορούσε να είχε έννομες συνέπειες, διότι θα τον κατέτασσε στους καταλόγους των επιτυχόντων, αφού το γραπτό του συμπεριελήφθη μεταξύ εκείνων που βαθμολογήθηκαν με βαθμούς επιτυχίας στο μάθημα της παθολογίας και έτσι θα μπορούσε να περιληφθεί στους καταλόγους επιτυχόντων του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. και να λάβει την έγγραφη βεβαίωση ισοτιμίας του πανεπιστημιακού του τίτλου (πτυχίου) με αυτούς που εκδίδονται από τα ανώτατα ελληνικά ιδρύματα για την αντίστοιχη σχολή. Οι βαθμολογητές ως μέλη Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού, έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13 και 263Α του ΠΚ, η δε από μέρους τους καταχώρηση της βαθμολογίας του εξεταζομένου στον ειδικό κάθε φορά χώρο βαθμολόγησης, συνιστά δημόσιο έγγραφο κατ' άρθρα 438 και 439 ΚΠΔ, αφού συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο υπάλληλο, δεν αποτελεί μόνο εσωτερικό έγγραφο της υπηρεσίας του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. όπως υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, αλλά προορίζεται και για εξωτερική χρήση με τη δημοσιοποίηση της βαθμολογίας αυτής και βεβαιώνεται σ' αυτό όχι μόνον η κρίση των βαθμολογητών περί της πληρότητας των απαντήσεων με την μορφή της βαθμολόγησης, αλλά και το γεγονός της συμμετοχής του εξεταζομένου στο διαγωνισμό, απορριπτόμενων ως αβασίμων των αντιθέτων ισχυρισμών του κατηγορουμένου.
Συνεπώς πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, όπως ειδικότερα καθορίζονται αυτές στο διατακτικό, και να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περ.ε' του ΠΚ, δεδομένου ότι μετά την τέλεση των παραπάνω πράξεων για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα επέδειξε καλή συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατάγεται από αγροτική οικογένεια, κατά το μετά την τέλεση των άνω πράξεων διάστημα, εργαζόταν παράλληλα με την προετοιμασία του για τις επόμενες εξετάσεις, ως διανομέας σε κατάστημα φαγητού, όπως δε προκύπτει από σχετική βεβαίωση του Ι. Κ., Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας του Γενικού Νοσοκομείου-Κέντρου Υγείας της Κω, ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το χρόνο που υπηρέτησε στο εν λόγω νοσοκομείο, επέδειξε εργατικότητα, υπευθυνότητα, επιστημονική επάρκεια και εξαίρετη συμπεριφορά". Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και της χρήσης πλαστού εγγράφου και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και του επέβαλε, με την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 περ.ε' του ΠΚ, συνολική ποινή επτά (7) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη.
Μ' αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για να στηρίξει την καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου που την εξέδωσε για τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και στη χρήση από τον ίδιο του πλαστού ως και στην υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης. Και τούτο, καθόσον, ενώ κατά τις στην αρχή του σκεπτικού αναφερόμενες παραδοχές, αφού γίνεται προηγούμενα λεπτομερής περιγραφή του τρόπου διεξαγωγής των εξετάσεων, και ειδικότερα ότι "Η διεξαγωγή των εξετάσεων έγινε σε αμφιθέατρο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου αυτού όπου υπήρχε ομάδα επιτηρητών εκ των οποίων ο ένας ήταν επί κεφαλής και του είχαν δοθεί οι ταινίες επικάλυψης των στοιχείων ταυτότητας των εξεταζομένων και μία σφραγίδα με την ένδειξη "ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.". Σε κάθε αμφιθέατρο, αντιστοιχούσε μία σφραγίδα την οποία είχε μαζί του ο επικεφαλής της ομάδας επιτηρητών του κάθε αμφιθεάτρου. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τη διαδικασίας που ακολουθούνταν, ταυτόχρονα με την παράδοση σ' αυτόν του γραπτού από τον κάθε υποψήφιο που είχε διαγωνισθεί, αφού προέβαινε σε ταυτοποίηση των στοιχείων με αυτά της αστυνομικής ταυτότητας, έθετε στο γραπτό και συγκεκριμένα πάνω από τα στοιχεία του υποψηφίου την ταινία επικάλυψης, έτσι ώστε τα στοιχεία αυτά να μην είναι πλέον ορατά και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας την προαναφερθείσα σφραγίδα έθετε το εκτύπωμά της στο τέλος του γραπτού και υπέγραφε ο επικεφαλής της ομάδας επιτηρητών και ο δεύτερος επιτηρητής. Παράλληλα ο υποψήφιος που παρέδιδε το γραπτό του, υπέγραφε σε μία κατάσταση συμμετοχής των διαγωνισθέντων στο συγκεκριμένο μάθημα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος των στοιχείων ταυτότητας των διαγωνιζομένων, γινόταν κατά την είσοδό τους στην αίθουσα του αμφιθεάτρου όπου θα διενεργούνταν ο διαγωνισμός ...", γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων είχε προσέλθει στη γραπτή εξέταση του μαθήματος της παθολογίας, υποβλήθηκε σε έλεγχο ταυτοπροσωπίας, και ανέπτυξε επιτυχώς κατά την κρίση του τα θέματα των εξετάσεων, αναφέρει δε περαιτέρω ότι το γραπτό το οποίο παρέδωσε ο ίδιος δεν είχε το δικό του γραφικό χαρακτήρα, δέχεται δε στη συνέχεια ότι την πράξη της πλαστογραφίας "τέλεσε το αγνώστων στοιχείων πρόσωπο συμμετέχοντας στη θέση του κατηγορουμένου στις εξετάσεις του μαθήματος της παθολογίας, χωρίς οποιοδήποτε κατά νόμον δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του". Και ενώ απορρίπτει ως μη αποδειχθέντα τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι άγνωστα άτομα για άγνωστους λόγους αντικατέστησαν το γραπτό του, αναφέροντας μάλιστα παρόμοια περιστατικά που συνέβησαν κατά τη ίδιες εξετάσεις, προβάλει ως ενισχυτικό επιχείρημά της για την απόρριψη του ισχυρισμού τούτου του κατηγορουμένου ότι η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε αποφαίνεται ότι δεν έχει τον γραφικό του χαρακτήρα η υπογραφή του στο παρουσιολόγιο, πράγμα το οποίο δεν έρχεται σε αντίφαση με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ενώ δεν γίνεται καθόλου λόγος στο σκεπτικό ότι αποδείχθηκε ότι αγνώστων στοιχείων πρόσωπο είχε προβεί σε πλαστογραφία και τη χρήση πλαστού εγγράφου, συμπεραίνει ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία και χρήση πλαστού, διότι η πράξη που τέλεσε το αγνώστων στοιχείων πρόσωπο συμμετέχοντας στη θέση του κατηγορουμένου στις εξετάσεις του μαθήματος της παθολογίας, χωρίς κανένα δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του, συνιστά το ως άνω αδίκημα της πλαστογραφίας και της χρήσης πλαστού εγγράφου από τον ίδιο. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν διέλαβε στο σκεπτικό της ούτε και στο διατακτικό αυτής που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αλληλοσυμπληρώνονται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν αναφέρει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα και επιπλέον έχουν εμφιλοχωρήσει σ' αυτά οι ως άνω ασάφειες και αντιφάσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται και νόμιμης βάσης. Επομένως, πρέπει κατά παραδοχή ως βασίμων των από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. σχετικών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περιττής καθισταμένης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3367/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ