Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1895 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη σωματική βλάβη. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση ποινικής διάταξης. Πειθώ και φορτικότητα ήταν τα μέσα που χρησιμοποίησε ο ηθικός αυτουργός έναντι του αυτουργού.





Αριθμός 1895/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κώνστα, για αναίρεση της 851/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Με συγκατηγορούμενο τον X2 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος. Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1646/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και τον αυτοπροσώπως παραστάντα (ως δικηγόρος) πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά τη διάταξη του αρ. 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του Κ.Ποιν.Δ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δραστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου επειδή δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Λάρισας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 851/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 στην Καρδίτσα στις 17.3.2003 με πρόθεση προξένησε σ' άλλον σωματική βλάβη με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του και βαριά σωματική βλάβη. Συγκεκριμένα αφού, με πρόθεση επιτέθηκε εναντίον του Ψ1, δικηγόρου, κάτοικο ..... δια της χρήσεως ξύλινης ράβδου, μήκους 40 εκ. περίπου, έπληξε αυτόν εις την κεφαλήν με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει προκαλώντας του θλαστικό τριχωτού κεφαλής και εκδορές μετωπιαίας χώρας. Η πράξη του δε αυτή λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε για την τέλεσή της, της ευπάθειας των μερών όπου καταφέρθηκαν τα πλήγματα και της σφοδρότητας αυτών, τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του και βαριά σωματική βλάβη αυτού. Η παραπάνω πράξη φέρει το χαρακτήρα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και όχι της απόπειρας ανθρωποκτονίας, που ισχυρίζεται ο πολιτικώς ενάγων. Άρα πρέπει, αφού απορριφθεί ο σχετικός αντίθετος ισχυρισμός του πολιτικώς ενάγοντος ως αβάσιμος, να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που του αποδίδεται. Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 κατά τον ίδιο παραπάνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο με πρόθεση προκάλεσε στον ανωτέρω Α' συγκατηγορούμενό του την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης αφού παρακίνησε αυτόν με πειθώ, φορτικότητα, συμβουλές και παραινέσεις να πλήξει δια της χρήσης ξύλινης ράβδου τον Ψ1 με τρόπο που να τον προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη. Άρα πρέπει, αφού απορριφθεί ο σχετικός αντίθετος ισχυρισμός του πολιτικώς ενάγοντος περί ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας ως αβάσιμος, να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος ηθικής αυτουργίας στην πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που του αποδίδεται", στη συνέχεια δε επεβλήθηκε, στο μεν αυτουργό της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετία, στο δε ηθικό αυτουργό και ήδη αναιρεσείοντα, ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως.
Με τις πιο πάνω παραδοχές το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αναφορικά με τον αναιρεσείοντα ηθικό αυτουργό, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά τα περιστατικά, χωρίς το Δικαστήριο να έχει την υποχρέωση να προσδιορίσει τι συγκεκριμένα έχει προκύψει από το καθένα από αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την εισαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α και 308, 309 Π.Κ., τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με την παραδοχή του Δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Χ2, με πειθώ και φορτικότητα να διαπράξει σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, δικηγόρου, την άδικη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, με το να πλήξει αυτόν, εντός του γραφείου του, δια ξυλίνης ράβδου στην περιοχή της κεφαλής, με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό αποτελέσματα του τραυματισμού, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προκάλεσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στον πιο πάνω φυσικό αυτουργό, την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Ο ισχυρισμός ότι δεν τελέσθηκε από τον αναιρεσείοντα η προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη, είναι αρνητική της κατηγορίας ισχυρισμός και όχι αυτοτελής και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν τον ισχυρισμό με ιδιαίτερη αιτιολογία. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι το σκεπτικό είναι αντιγραφή του διατακτικού, αφού, πέρα από το γεγονός ότι το διατακτικό περιέχει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας, στο σκεπτικό διαλαμβάνονται και ιδιαίτερες σκέψεις ότι ορθώς χαρακτηρίστηκε η άδικη πράξη του αυτουργού ως επικίνδυνη σωματική βλάβη και όχι ως απόπειρα ανθρωποκτονίας, με συναφή παρακολουθηματικό χαρακτήρα και για την πράξη του ηθικού αυτουργού, όπως αβάσιμα υποστηρίχθηκε από την πλευρά της πολιτικής αγωγής. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ,. 1 Κ.Π.Δ) και στη δικαστική δαπάνη του νομίμως παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (αρ. 176 Κ.Πολ.Δικ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 35/2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 851/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιουλίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή