Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2664 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδορκία μάρτυρα, με την επίκληση των λόγων: α) ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄, 510 παρ. 1 περ. Α΄ του ΚΠΔ). Ανεπάρκεια αιτιολογίας, ως προς το στοιχείο του άμεσου δόλου και αντιφατικές παραδοχές. Αναιρεί. Παρέλκει η έρευνα του λόγου για απόλυτη ακυρότητα. Παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2664/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2664/2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο, περί αναιρέσεως της 4812/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1915/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 του Π.Κ, και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 362 του Π.Κ, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή". Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξάλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Εξάλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν στο δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία της κατηγορουμένης στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η κατηγορουμένη είναι αποκλειστική κυρία του διαμερίσματος στην οδό ..... στην ..... . Αρχικά στο χώρο που είναι κτισμένος η πολυκατοικία υπήρχε ένα ισόγειο σπίτι εμβαδού 87,69 m² και συμπεριλαμβανόταν στην παραπάνω ιδιοκτησία του αρχικού δικαιοπαρόχου της παραπάνω και ένα μικρό οικόπεδο 35,0m στο οποίο υπήρχε ένα κατάστημα. Στο ευρύτερο οικόπεδο που είχε ανεγερθεί η νυν ιδιοκτησία της κατηγορουμένης, υπήρχαν άλλες έξι κατοικίες οι οποίες εξυπηρετούσαν από ένα κοινόχρηστο διάδρομο. Ένα από τα ισόγεια διαμερίσματα με το ..... συμβόλαιο της συμ/φου της Αθήνας Θ. Καραπέρη αγοράστηκε από τον Α. Τα παραπάνω ακίνητα, ας σημειωθεί ότι παραχωρήθηκαν στους δικαιοπαρόχους των παραπάνω αναφερομένων προσώπων κατά πλήρη κυριότητα από το ελληνικό Δημόσιο, και στα δύο παραχωρητήρια αναφέρεται ρητά ότι μεταξύ των ιδιοκτησιών παρεμβάλλεται κοινόχρηστος διάδρομος. Η είσοδος στην ιδιοκτησία του Α, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί η τωρινή κατάσταση όλων των ιδιοκτησιών γίνεται από τον παραπάνω διάδρομο διότι η είσοδος της ιδιοκτησίας της κατηγορουμένης είναι πλέον στην πρόσοψη. Τουλάχιστον από το έτος 1966 ο κοινόχρηστος διάδρομος που αναφέρθηκε έπαυσε να λειτουργεί ως κοινόχρηστος και ο δικαιοπάροχος του Α έκλεισε τη δεκαετία του '60 την εξωτερική κύρια του διαδρόμου χωρίς να διαμαρτυρηθεί κανείς και τη διαμορφωμένη πλέον αυτή κατάσταση συνέχισε και ο αγοραστής της ιδιοκτησίας αυτής. Και ενώ ήταν έτσι διαμορφωμένη αυτή κατάσταση ανεχόταν η κατηγορουμένη αυτή άσκησε αγωγή επί της οποίας τελικά εκδόθηκε η 5186/99 απόφαση του εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίθφηκε. Στη συνέχεια το έτος 2002 η κατηγορουμένη κατέθεσε μήνυση κατά του νυν εγκαλούντος Ψ δικηγόρου Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης ισχυριζόμενη ότι ο Ψ τελώντας εν γνώσει της νόθευσης του ..... συμβολαίου που αναφέρθηκε το χρησιμοποίησε στο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο και Εφετείο) και ειδικότερα ότι πλαστογράφησε σε παραπομπή της υπογραφή του δικαιοπαρόχου του πελάτου του, η οποία δεν υπήρχε στο συμβόλαιο και τέθηκε σε αυτό με παραπομπή το έτος 1990 μετά την άσκηση της αγωγής και συγκεκριμένα στο από στοιχείο 2 τμήμα του κειμένου του συμβολαίου προστέθηκε σημάδι παραπομπής μετά τη λέξη διαμέρισμα, στο δεξιό περιθώριο της σελίδας το κείμενο ότι συνορεύει ανατολικώς με πρώην κοινόχρηστο διάδρομο ιδιοκτησιών 14, 13 και 12 και ήδη με ιδιοκτησία του πωλητή και διάδρομος ως πρώην κοινόχρηστος". Με το 931/04 βούλευμα του Συμβουλίου Πλη/κών Αθηνών κρίθηκε ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις κατά του κατηγορουμένου για την πράξη της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Επί ασκηθείσης εφέσεως από την κατηγορουμένη κατά του παραπάνω βουλεύματος εκδόθηκε το 1597/04 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η παραπάνω έφεση, το βούλευμα δε αυτό κατέστη αμετάκλητο (βλ. 11/06 πιστοποιητικό του Εφετείου Αθηνών και 161/06 όμοιο του ΑΠ). Ηδη όμως απομένει να ερευνηθεί αν η κατηγορουμένη με τη μείωση που αναφέρθηκε γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ανέφερε στη μήνυσή της. Η κατηγορουμένη είναι εγγράμματη και γνώριζε τουλάχιστον από το έτος 1960 ότι ο δικαιοπάροχος του Α (πελάτου και εντολέα του εγκαλούντος) είχε κλείσει τον κοινόχρηστο διάδρομο, την ήδη δε διαμορφωμένη αυτή κατάσταση συνέχισε και ο Α. Η κατηγορουμένη επίσης λόγω της εμπλοκής της, εξαιτίας της διεκδίκησης του διαδρόμου αυτού, σε δικαστικούς αγώνες, γνώριζε ότι ο εγκαλών ως δικηγόρος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του εντολέα του και μόνο, και όφειλε και λόγω του πνευματικού δυναμικού της, να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, όταν ισχυρίστηκε ότι ο Ψ γνώριζε για την πλαστογραφία του εγγράφου και παρά τη γνώση του αυτή χρησιμοποίησε το πλαστογραφημένο έγγραφο προσκομίζοντάς το στο Δικαστήριο. Εξάλλου στο ..... συμβόλαιο που έχει μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο της Αθήνας της 1-7-82 υπάρχουν αυτούσιες όλες οι παραπομπές και διορθώσεις, για τις οποίες η εγκαλούσα ισχυρίζεται ότι προστέθηκαν μεταγενέστερες και η κατηγορουμένη, πριν προβεί στην υποβολή έγκλησης με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε, μπορούσε να ελέγξει το βάσιμο του ισχυρισμού της. Εξάλλου η ίδια κατά την απολογία της αναφέρει ότι έκανε το έκανε για ν' ανοίξει ο διάδρομος τον οποίο χρειάζεται η ίδια και παρά την έκδοση του απαλλακτικού για τον εγκαλούντα βουλεύματος, που αναφέρθηκε, επιμένει απολογούμενη ότι ο εγκαλών έσβησε με "μπλάνκο" την ημερομηνία ταφής του Α. Και μόνη όμως η καθυστέρηση στην υποβολή της έγκλησης μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου που αναφέρθηκε (τρία περίπου έτη) μαρτυρεί ότι μοναδικός σκοπός της κατηγορουμένης ήταν να εκβιάσει και να ταλαιπωρήσει τον κατηγορούμενο με τους ψευδείς ισχυρισμούς που αναφέρθηκαν. Ο αυτοτελής ισχυρισμό της περί ρητώς εκφρασθείσας αμφιβολίας της και έκφρασης άποψης λόγω της αναφοράς στη μήνυσή της, ότι η υπογραφή έχει τεθεί ή υπό το μηνυόμενο ή από τον Α" είναι αβάσιμος εφόσον την κρινόμενη μήνυση στρέφει κατά το Ψ. Εφόσον λοιπόν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη στην Αθήνα την 2-12-02 καταμήνυσε ψευδώς εν γνώσει της τον εγκαλούντα για την αξιόποινη πράξη που αναφέρθηκε πρέπει να κυρωθεί ένοχη της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης. Η ίδια στον ίδιο τόπο και χρόνο κατέθεσε την παραπάνω μήνυση και εν γνώσει της ισχυρίστηκε προς τον Εισαγγελέα, τη Γραμματεία της Εισαγγελίας και την Πταισματοδίκη Αθηνών και του γραμματέα της κατά την προανάκριση, και των μαρτύρων και του δικαστικού επιμελητή που θυροκόλλησε την κλήση στο γραφείο του εγκαλούντος για τον Ψ ότι αυτός συνέδραμε στη νόθευση του ..... συμβολαίου υπογράψαντος εκ των υστέρων την επίσης εκ των υστέρων τεθείσα παραπομπή στο πρωτότυπο του συμβολαίου - στίχους 24 έως 27 της 6ης σελίδας και 1-2 της 7ης σελίδας της παραπάνω μείωσης "ο Α, ο οποίος το 1990 που του κοινοποιήθηκε η αγωγή κατασκεύασε με τον τρόπο αυτό ανταποδοτικό ισχυρισμό. Για να προστεθεί όλη η παραπομπή με την οποία νοθεύτηκε το έγγραφο, χρειαζόταν η άμεση συνδρομή του Ψ, ο οποίος υπέγραψε εκ των υστέρων την παραπομπή. Η υπογραφή αυτή τέθηκε ή από τον Α ή από το Ψ κ.λ.π.". Το συμβόλαιο αυτό που ήταν πλαστά ο εγκαλών ως δικηγόρος του Α κατέθεσε την 4-5-99 στο Εφετείο για την απόκρουση της έφεσης της κατηγορουμένης. Αυτά όμως τα αναφερόμενα ήταν ψευδή, η κατηγορουμένη γνώριζε την αναλήθειά της και με την υποβολή της μείωσης και έβλαψε την τιμή και την υπόληψη του Ψ.
Συνεπώς αυτή έχει διαπράξει και το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Η ίδια την 2-12-02 εξεταζόμενης σε μάρτυρα ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών της Αθήνας βεβαίωσε ότι το περιεχόμενο της κατατεθείσας μήνυσης είναι αληθινό ενώ εγνώριζε ότι αυτό ήταν αληθές. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα". Στη συνέχεια το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε την κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα, ένοχη των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος και της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για το ότι η αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη είχε γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων και ενόρκως βεβαιωθέντων, καθώς και όσων για τον εγκαλούντα ισχυρίσθηκε, καίτοι από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό δεν είναι καθόλου αυτονόητη τέτοια γνώση. Σε σχέση δε με το στοιχείο αυτό το άμεσου δόλου (γνώσης), η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της, α) ότι η κατηγορουμένη λόγω της εμπλοκής της, εξαιτίας της διεκδίκησης του διαδρόμου αυτού, σε δικαστικούς αγώνες, γνώριζε ότι ο εγκαλών ως δικηγόρος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του εντολέα του και μόνο, β) ότι η κατηγορουμένη όφειλε, λόγω του πνευματικού δυναμικού της, να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, όταν ισχυρίστηκε ότι ο Ψ (εγκαλών), γνώριζε για την πλαστογραφία του εγγράφου...., γ) ότι η κατηγορουμένη, πριν προβεί στην υποβολή της έγκλησης, μπορούσε να ελέγξει το βάσιμο του ισχυρισμού της, στο Υποθηκοφυλακείο, όπου υπάρχουν όλες οι παραπομπές και διορθώσεις..., και δ) η κατηγορουμένη, αναφέρει στην απολογία της, ό,τι έκανε το έκανε, για να ανοίξει ο διάδρομος. Οι παραπάνω παραδοχές, στις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση στήριξε την άμεση γνώση της αναιρεσείουσας και την, εξ' αυτής κήρυξη της ως ενόχου των ως άνω πράξεων, περιέχουν ασάφειες, είναι ελλιπείς και αντιφατικές, και ως εκ τούτου στερούν την απόφαση από τη νόμιμη βάση της. Τούτο γιατί, πρώτον, μόνη η παραδοχή ότι η κατηγορουμένη, λόγω της δικαστικής της διένεξης, γνώριζε ότι ο εγκαλών εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του εντολέα του, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνδυασθεί με τη γνώση της, ότι όσα κατήγγειλε για τον εγκαλούντα και βεβαίωσε ενόρκως, προσέτι δε ότι ισχυρίστηκε γι' αυτόν, όχι μόνο είναι ψευδή, αλλά και ότι τελούσε σε γνώση τους. Δεύτερον, η παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα, λόγω του πνευματικού της δυναμικού, όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, για όσα κατέθεσε και βεβαίωσε ενόρκως, αλλά και ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα, ακόμη δε ότι πριν υποβάλει αυτή την έγκλησή της κατά του ήδη εγκαλούντος, μπορούσε να ελέγξει τη βασιμότητα του ισχυρισμού της, αναμφίβολα, δεν συνέχεται με τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης, αλλά ενδεχομένως με βαρεία αμέλειά της ή ακόμη με ενδεχόμενο δόλο της, που δεν εξαρκούν για τη στοιχειοθέτηση των ως άνω εγκληματικών πράξεων. Τέλος, η παραδοχή της αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η κατηγορουμένη, κατά την απολογία της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ανέφερε ό,τι έπραξε σε βάρος του εγκαλούντος, το έκανε προκειμένου να επιτύχει την ελεύθερη πρόσβαση στο διάδρομο, ενδεχομένως να συνέχεται ή μη με οποιοδήποτε κίνητρό της, πλην όμως δε καμία περίπτωση δεν ανάγεται στο αναγκαίο στοιχείο του άμεσου δόλου της. Είναι, συνεπώς, βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, με τους οποίους αποδίδονται οι παραπάνω πλημμέλειες στην απόφαση και ειδικότερα, τόσο της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσο και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Πρέπει, λοιπόν, κατά παραδοχή των λόγων αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ, παρέλκει μετά από αυτά η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως, της απόλυτης ακυρότητας. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο, όμως, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 4812/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και,

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Δεκεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή