Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Επανάληψη διαδικασίας.
Περίληψη:
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση λόγω αοριστίας των προβαλλομένων με αναίρεση λόγων ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας - εφαρμογής, του απορριπτικού αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αίτηση που είχε ασκήσει ο αιτών, καταδικασθείς αμετακλήτως με 4 αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για παράβαση Ν. 5960/33 (Ολ ΑΠ 2/2002, ΑΠ 406, 417/2006).
ΑΡΙΘΜΟΣ 481/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1324/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1729/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 554/2.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 22-10-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ'αριθμ. 1324/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη η από 19-6-2008 αίτηση του αναιρεσείοντος, περί επαναλήψεως διαδικασίας περατωθείσης αμετακλήτως διά των υπ'αριθμ. 57351/1999, 9433/2000 και 17992/1999 αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρ. 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναιρέσεως, από τους αναφερομένους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, πρέπει να προσδιορίζεται με την αίτηση αναιρέσεως σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν αντιφάσεις ή ασάφειες στην αιτιολογία ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν έχουν ληφθή υπ'όψη ή δεν εκτιμήθηκαν (βλ. Ολ. ΑΠ 2/2002, ΑΠ 417/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/909).
Εξ άλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υφίσταται όταν ο δικαστής προσδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε ορθώς τα περιστατικά που δέχθηκε στις εφαρμοσθείσες διατάξεις. Για να είναι δε ο λόγος αυτός ορισμένος πρέπει να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, καθώς και της αποδιδομένης σε σχέση με την διάταξη αυτή πλημμελείας, δηλαδή σε τί συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διατάξεως που εφαρμόσθηκε. Διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι αόριστος (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος διά τους εξής λόγους: "1ον. Διότι λόγος αναιρέσεως του Βουλεύματος είναι κατ'άρθρον 484 παρ. 1 περίπτωση (δ) Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η έλλειψις της επιβαλλομένης κατ'άρθρον 139 του ειρημένου Κώδικα και υπό του Συντάγματος αξιουμένη αιτιολογία, συνεπώς οι αποφάσεις και τα Βουλεύματα των Δικαστηρίων πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως ητιολογημένες.
Εν προκειμένω το προσβαλλόμενο Βούλευμα δεν απεφήνατο ητιολογημένα δια την απόρριψη της αιτήσεως μου δια την επανάληψη των δι'αμετακλήτου αποφάσεων περατωθείσα ποινική διαδικασία προς το συμφέρον του επί πλημμελήματι καταδικασθέντος πατρός μου Χ, δυνάμει των αμετακλήτων με αριθμούς 57331/12.5.1999, 2571/17.6.2008, 17992/10.2.99 και 19433/2008 Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του άρθρου 79 του Νόμου 5960/33.
2ον Διότι αυτεπαγγέλτως προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία του όρου "βαρύτερο έγκλημα" που περιέρχεται στην διάταξη του άρθρου 52 Κ.Ποιν.Δικ/μίας πρέπει να κριθεί βάσιμος και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα καθ'όσον η ερμηνευομένη εκδοχή του Συμβουλίου Εφετών που διατυπώθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα σχετικώς με το νόημα του όρου "βαρύτερο έγκλημα" δεν είναι ορθή κατά το άρθρον 515 § 1 Κ.Ποινικής Δικονομίας αφού ο συγκριτικός βαθμός "βαρύτερο" δεν χαρακτηρίζει μόνο το έγκλημα διαφορετικών αντικειμένων, χαρακτηρίζει και διαφορετικές μορφές εμφανίσεως του ιδίου εγκλήματος "τελεσμόν, απόπειρα, αυτουργία, συνεργεία" και ενώ έγινε δεκτή η Εισαγγελική πρόταση χωρίς όμως εν αυτή να γίνεται μνεία και να εκείνεται σαφώς, πλήρως και ορισμένως τα πραγματικά περιστατικά εξών ήχθη εις τον σχηματισμόν της κρίσεως του, και εξών να συναχθεί καθισταμένου εφικτού υπό του Αρείου Πάγου ελέγχου της ορθής εφαρμογής του αριθμ. 525 Κ.Ποινικής Δικονομίας.
Συνεπώς το πληττόμενο Βούλευμα περί του αντιθέτου απεφήνατο δεξάμενο την Εισαγγελική πρόταση, έχουσα όμως ανεπαρκείς αιτιολογίες επί αιτημάτων ασκούντων ουσιώδη επιρροή στην εφαρμογή του αρθρ. 525 Ποινικής Δικονομίας". 'Ετσι, όμως, δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι, αφού δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένως και με σαφήνεια οι επικαλούμενες πλημμέλειες. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται σε τί συνίσταται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και σε ποιές παραδοχές εμφανίζεται (βλ. και ΑΠ 1177/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/156). Επίσης, δεν αναφέρεται ποιές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις παρεβιάσθησαν και σε τί συγκεκριμένως συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή των.
Επομένως, με το ως άνω περιεχόμενο, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να απορριφθή η από 22-10-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ'αριθμ. 1324/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 21 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 παρ.1 ΚΠοινΔ, κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου των Εφετών που επιλαμβάνεται, κατά το άρθρο αυτό, της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, στον εισαγγελέα και εκείνον που ζήτησε την επανάληψη, κατά τα άρθρα 484 και 485. Από τα τελευταία αυτά άρθρα προκύπτει ότι αρμόδιο να κρίνει την αναίρεση αυτή είναι το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο και ότι ως λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται εκείνοι που δίδονται κατά βουλεύματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.2 ΚΠοινΔ, η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων και βουλευμάτων, στην έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως ενδίκου μέσου, πρέπει, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτό ασκείται. Διαφορετικά, αν δεν περιέχεται σε αυτή ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 484 ΚΠοινΔ, όταν πρόκειται για βούλευμα, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ και απορρίπτεται χωρίς άλλη έρευνα. Από την ανωτέρω αξίωση του νόμου, να είναι, δηλαδή, σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος στο ανωτέρω άρθρο 484 παρ 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως δεν αρκεί, αλλά απαιτείται να προσδιορίζονται συγκεκριμένα περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη νομική πλημμέλεια. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο η συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικώς προς το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (ΟλΑΠ 2/2002, 19/2001).
Οι ανύπαρκτοι δε λόγοι αναιρέσεως και οι εξομοιούμενοι με αυτούς ασαφείς και αόριστοι λόγοι, που είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, δε μπορούν να ερευνηθούν αυτεπάγγελτα από τον 'Αρειο Πάγο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 3 και 511 του ΚΠοιν.Δ., οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. (ΟλΑΠ 2/2002).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά του με αριθ. 1324/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε, μετά από ουσιαστική έρευνα, η από 18-6-2008 αίτηση του αναιρεσείοντος, για, κατ'άρθρο 525 ΚΠοινΔ, επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με τις αμετάκλητες με αριθμούς 57331/1999, 17992/1999, 2571/2008 και 19433/2008 αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι οποίες τον καταδίκασαν για τα σε αυτές πλημμελήματα, για παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933.. Στην αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά με δήλωση του αναιρεσείοντος, δια της εξουσιοδοτημένης θυγατέρας του Α, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, (έκθεση 174/22-10-2008), ζητείται η αναίρεση του ανωτέρω βουλεύματος για τους εξής λόγους, κατά λέξη:
"1ον. Διότι λόγος αναιρέσεως του Βουλεύματος είναι κατ' άρθρον 484 παρ. 1 περίπτωση (β) Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η έλλειψις της επιβαλλομένης κατ' άρθρον 139 του ειρημένου Κώδικα και υπό του Συντάγματος αξιουμένη αιτιολογία, συνεπώς οι αποφάσεις και τα Βουλεύματα των Δικαστηρίων πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως ητιολογημένες.
Εν προκειμένω το προσβαλλόμενο Βούλευμα δεν απεφήνατο ητιολογημένα δια την απόρριψη της αιτήσεώς μου δια την επανάληψη των δι' αμετακλήτου αποφάσεων περατωθείσα ποινική διαδικασία προς το συμφέρον του επί πλημμελήματι καταδικασθέντος πατρός μου Χ, δυνάμει των αμετακλήτων με αριθμούς 57331/12.5.1999, 1571/17.6.2008, 17992/10.2.99 και 19433/2008 Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του άρθρου 79 του Νόμου 5960/33.
2ον. Διότι αυτεπαγγέλτως προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία του όρου "βαρύτερο έγκλημα" που περιέρχεται στην διάταξη του άρθρου 52 ΚΠοινΔικ/μίας πρέπει να κριθεί βάσιμος και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα καθ' όσον η ερμηνευομένη εκδοχή του Συμβουλίου Εφετών που διατυπώθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα σχετικώς με το νόημα του όρου "βαρύτερο έγκλημα" δεν είναι ορθή κατά το άρθρον 515 παρ. 1 ΚΠοινικής Δικονομίας αφού ο συγκριτικός βαθμός "βαρύτερο" δεν χαρακτηρίζει μόνο το έγκλημα διαφορετικών αντικειμένων, χαρακτηρίζει και διαφορετικές μορφές εμφανίσεως του ιδίου εγκλήματος "τελεσμόν, απόπειρα, αυτουργία, συνέργεια" και ενώ έγινε δεκτή η Εισαγγελική πρόταση χωρίς όμως εν αυτή να γίνεται μνεία και να εκείνεται σαφώς, πλήρως και ορισμένως τα πραγματικά περιστατικά εξών ήχθη εις τον σχηματισμόν της κρίσεώς του, και εξών να συναχθεί καθισταμένου εφικτού υπό του Αρείου Πάγου ελέγχου της ορθής εφαρμογής του αριθμ. 525 Κ.Ποινικής Δικονομίας.
Συνεπώς το πληττόμενο Βούλευμα περί του αντιθέτου απεφήνατο δεξάμενο την Εισαγγελική πρόταση, έχουσα όμως ανεπαρκείς αιτιολογίες επί αιτημάτων ασκούντων ουσιώδη επιρροή στην εφαρμογή του άρθρ. 525 Ποινικής Δικονομίας". Οι λόγοι αυτοί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, είναι αόριστοι, διότι ο αιτών δεν προσδιορίζει σε τι συνίσταται η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση με συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος και από ποίες παραδοχές του βουλεύματος αυτού συνάγεται η έλλειψη αυτή, ενώ δεν προσδιορίζονται στην αίτηση οι παραδοχές της ενσωματωμένης στο προσβαλλόμενο βούλευμα Εισαγγελικής προτάσεως, με νόμιμη αναφορά στην οποία, εκδόθηκε το βούλευμα αυτό, ώστε να κριθεί αν οι παραδοχές αυτές, στοιχειοθετούν την προσήκουσα κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ αιτιολογία. Επίσης, δεν αναφέρει ποίες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις παραβιάστηκαν και σε τι συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτών.
Επομένως, η ένδικη αίτηση, πρέπει, μετά και την, κατ'άρθρον 476 παρ.1 εδ.β ΚΠοινΔ, νόμιμη κλήτευση και μη εμφάνιση του διορισθέντος αντικλήτου του αναιρεσείοντος, για να εκθέσει τις απόψεις του, (βλ. προσαγόμενο από 15-1-2009 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου .....), να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1, 583 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 171/22-10-2008 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του με αριθ. 1324/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ