Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ε.Σ.Δ.Α., Ηθική αυτουργία, Ακροάσεως έλλειψη, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση. Πλαστογραφία. 1) Ακυρότητα από έλλειψη ακροάσεως. 2) Έλλειψη αιτιολογίας. 3) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως. 4) Παρ. άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 1312/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αθανάσιο Γεωργακάκη και Κωνσταντίνο Μιχαλόπουλο, για αναίρεση της 'με αριθμό 281/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ1, η οποία δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Μαρτίου 2008, δύο (2) τον αριθμό αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 647/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 281/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείουσες καταδικάσθηκαν, η μεν πρώτη Χ1 σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) ημών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση και η δεύτερη Χ2, επίσης σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για πλαστογραφία, δεχθέντος ειδικότερα του δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο ήδη αποθανών ........, θείος της δεύτερης κατηγορουμένης και σύζυγος της τρίτης τούτων, Χ2, γνωστοποίησε ότι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, σύζυγος (Γ1) η οποία ήδη απεβίωσε και δύο κόρες του ........ (η τρίτη κατηγορουμένη και Ψ1, πολιτικώς ενάγουσα), που πέθανε, χωρίς να αφήσει διαθήκη την 13-5-1960, επιθυμούν πλέον την σύνταξη και της συμβολαιογραφικής πράξεως αποδοχής κληρονομιάς εκείνου, με μη αμφισβητούμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά μεταξύ άλλων 3/8 για τη σύζυγο και ανά 2/8 για εκάστην των άνω θυγατέρων εκείνου. Να σημειωθεί ότι πράγματι κατά τις διατάξεις των άρθρων 1846 επ. Α.Κ τόσον η πολιτικώς ενάγουσα όσον και η Τρίτη κατηγορουμένη ήταν κληρονόμοι του θανόντος πατρός των, κατά τα ανωτέρω ποσοστά και για την σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξεως της αποδοχής προσέφυγαν στην συγγενή τους, δεύτερη κατηγορουμένη συμβολαιογράφο Λάρισας. Έτσι άρχισε και η προδικασία και η συλλογή διαφόρων εγγράφων για τη σύνταξη της αποδοχής κληρονομιάς. Την δήλωση αυτή αποδοχής συνέταξε μεν η δεύτερη συμβολαιογράφος, συγγενής ως ειπώθηκε των λοιπών διαδίκων, όμως την καταχώριση της πράξεως αυτής την ενήργησε η πρώτη κατηγορουμένη, επίσης συμβολαιογράφος Λαρίσης, η οποία θήτευσε στην θέση της αυτή επί 43 περίπου έτη και ήδη συνταξιοδοτήθηκε. Οι δύο αυτές συμβολαιογράφοι, υπάλληλοι κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263 Π.Κ., στεγάζονται στην ίδια οικοδομή και συνεργάζονται. Την πράξη αυτή πράγματι καταχώρισε η πρώτη χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο της δηλώσεως των κληρονόμων και δη τα ανωτέρω μη αμφισβητούμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ενός εκάστου κληρονόμου και τα κληρονομιαία ακίνητα. Την 12-5-2000 συνετάγη η επίμαχη υπ' αριθ. ........ δήλωση αποδοχής κληρονομιάς την οποία συνέγραψε η δευτέρα κατηγορουμένη και η πρώτη υπέγραψε ως καταρτίσασα την δήλωση συμβολαιογράφος και καταχώρησε αυτή με τον παραπάνω αριθμό στο βιβλίο συμβολαιογραφικών πράξεων που η ίδια τηρούσε. Ήδη, α) η πρώτη κατηγορουμένη, σύμφωνα με τα στο κατηγορητήριο αναφερόμενα κατηγορείται για ψευδή βεβαίωση, συνισταμένη κυρίως ότι με πρόθεση, ψευδώς, κατά την ημερομηνία καταχωρήσεως της πράξεως δηλώσεως αποδοχής βεβαίωσε, ενώ δεν ήταν τούτο αληθές ότι μετέβη στην ιδιόκτητη κατοικία της τρίτης κατηγορουμένης, στη ...... προς σύνταξη και υπογραφή της πράξεως αυτής και ότι ενεφανίσθησαν ενώπιον της οι : Γ1, χήρα του θανόντος κατά το έτος 1960 ως άνω κληρονομούμενου, τρίτη κατηγορουμένη και η αδελφή της, πολιτικώς ενάγουσα για τη δήλωση αποδοχής κληρονομίας, για τα ανωτέρω μη αμφισβητούμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί αγρών, β) η δεύτερη κατηγορουμένη ότι με προτροπές και παραινέσεις προκάλεσε στην πρώτη απόφαση για την ως άνω ψευδή βεβαίωση και γ) η τρίτη τούτων έθεσε κατ' απομίμηση και εν αγνοία τους την υπογραφή της μητρός της, Γ1 και της ως άνω αδελφής της Ψ1. Κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, για την πρώτη κατηγορουμένη, εν όψει μάλιστα του γεγονότος ότι η πράξη της δηλώσεως αποδοχής ήταν έτοιμη από συνάδελφο της, δεύτερη κατηγορουμένη, συγγενή των λοιπών διαδίκων και η ίδια δεν γνώριζε τα μεταξύ των διαδίκων μερών (δεύτερης, τρίτης και πολιτικώς ενάγουσας) διαμειφθέντων για την υπόθεση, η κατηγορουμένη αυτή πρέπει να κηρυχθεί αθώα, κρίση η οποία στηρίζεται τόσον επί των μαρτυρικών καταθέσεως όσον και της απολογίας της ιδίας ως και της εμφανίσεως της και των εγγυήσεων που έδωσε στο ακροατήριο.Ένα μέλος του Δικαστηρίου και δη η Εφέτης Μαρία Γούλα είχε τη γνώμη ότι η κατηγορουμένη έπρεπε να κηρυχθεί ένοχη και τούτο γιατί η κατηγορουμένη αυτή γνώριζε και θέλησε να βεβαιώσει στην ως άνω αποδοχή κληρονομιάς περιστατικά που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, Και ειδικότερα αυτή γνώριζε ότι δεν είναι η ίδια η συντάξασα την αποδοχή συμβολαιογράφος. Εγνώριζε επίσης ότι ουδέποτε μετέβη εκτός του γραφείου της προς σύνταξη του εγγράφου αυτού αν και βεβαιώνει ότι δήθεν μετέβη στην επί της οδού ............ κατοικία της τρίτης κατηγορουμένης. Επιπλέον οι δηλούσες και αποδεχόμενες την κληρονομιάς ήτοι η πολιτικώς ενάγουσα και η υπέργηρη μητέρα τους ουδέποτε εμφανίστηκαν ενώπιον της ούτε υπέγραψαν το έγγραφο όπως βεβαιώνεται στη δήλωση. Η κατηγορουμένη αυτή ως υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13° και 263 Π.Κ. εγνώριζε πολύ καλά τις έννομες συνέπειες της πράξεως που επιχειρούσε, δηλαδή την περιέλευση του δικαιώματος κυριότητας στις άνω κληρονόμους με την μεταγραφή της δηλώσεως αυτής στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Η κατηγορουμένη όμως αυτή παρά το ότι γνώριζε τα άνω ψευδή περιστατικά βεβαίωσε αυτά στο εν λόγω δημόσιο έγγραφο, όπως επίσης γνώριζε και τις έννομες συνέπειες από την κατάρτιση αυτού, προέβη στην σύνταξη του εγγράφου τούτου, στην καταχώρηση του στο οικείο βιβλίο συμβολαίων, που αυτή τηρούσε και στην μεταγραφή του, προσδίδοντας έτσι κύρος δημοσίου εγγράφου το ψευδές κατά περιεχόμενο έγγραφο.
Συνεπώς η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, να τις αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2α και β Π.Κ. όπως και πρωτοδίκως προς σύνταξη του εγγράφου αυτού Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46,47 και 48 του Π.Κ., με την οποία καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξη για τη οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό αν πράττει εκ δόλου ή αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος που να αποκλείει τον καταλογισμό. Απ' αυτά παρέπεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας για το λόγο ότι απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή για το ότι βρισκόταν σε πραγματική, ή συγγνωστή νομική πλάνη, (βλ ΑΠ 20/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η δεύτερη κατηγορουμένη Χ1 διατηρούσε συμβολαιογραφικό γραφείο στην ίδια οικοδομή με την πρώτη κατηγορουμένη ......... επί της οδού ......αρ. ..... Είχε αναπτυχθεί δε μεταξύ τους σχέση συνεργασίας και καλής γειτονίας. Έτσι η δεύτερη αυτών, αφού ετοίμασε το σχετικό φάκελο, επισκέφθηκε την άνω συνάδελφο της και επικαλούμενη τις καλές συναδελφικές τους σχέσεις και με συνεχείς παρακλήσεις και παραινέσεις την έπεισε να εμφανιστεί αυτή ως συντάξασα την παραπάνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, συμβολαιογράφος, πράγμα το οποίο η πρώτη κατηγορουμένη και δέχθηκε. Κατόπιν τούτων η Χ1 συνέταξε την άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, την οποία υπέγραψε μόνο η εμφανισθείσα τρίτη κατηγορουμένη Χ2, η οποία όμως δεν έθεσε μόνο τη δική της υπογραφή επί του κειμένου, αλλά έθεσε επίσης, κατ' απομίμηση την υπογραφή της πολιτικώς ενάγουσας και της υπέργηρης μητέρας της Γ1, χωρίς να έχει την προς τούτο εντολή και εν αγνοία τους, αφού η μεν πρώτη διέμενε μόνιμα στην Αθήνα, η δε δεύτερη έχουσα ανάγκη περιθάλψεως βρισκόταν σε οίκο ευγηρίας στο Χαλάνδρι Αττικής. Όλο το φάκελο με υπογεγραμμένη την άνω πράξη παρέδωσε στην πρώτη κατηγορουμένη, η οποία, αφού υπέγραψε σ' αυτή ως να ήτο η συντάξασα αυτή συμβολαιογράφος και στη συνέχεια καταχώρησε στο τηρούμενο απ' αυτή βιβλίο συμβολαίων με αριθμό ..... και ημερομηνία ...... Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η δεύτερη κατηγορουμένη τέλεσε την αποδιδόμενη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, δοθέντος ότι στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ψευδούς βεβαιώσεως και αυτό ανεξαρτήτως του ότι η πρώτη κατηγορουμένη απαλλάχθηκε της αποδιδόμενης σ' αυτήν κατηγορίας του φυσικού αυτουργού για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης για έλλειψη δόλου.
Συνεπώς, η δεύτερη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κατά πλειοψηφία, να της αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του αρθ. 84 § 2α Π.Κ. όπως και πρωτοδίκως. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, ότι η τρίτη κατηγορουμένη έθεσε κατ' απομίμηση στο κείμενο της ως άνω αποδοχής κληρονομιάς της υπογραφές των δύο παραπάνω συγκληρονόμων της, χωρίς να έχει την προς τούτο εντολή ή τη συναίνεση τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Η πράξη της δε αυτή είχε ως αποτέλεσμα με την κατάρτιση και την μεταγραφή του εν λόγω δημοσίου εγγράφου από αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο, κατά την έννοια των αρθ. 13α και 263Α ΠΚ, την περιέλευση της κυριότητας και στις φερόμενες ως συμπράξασες κατά τη σύνταξη της πράξεως αυτής ήτοι στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 και στη μητέρα της Γ1.
Συνεπώς και η τρίτη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ' αυτήν πράξεως, να της αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του αρθ. 84 § 2α Π.Κ. όπως και πρωτοδίκως".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν μ σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η πρώτη αναιρεσείουσα και της πλαστογραφίας, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η δεύτερη αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46, 242 παρ. 1, 263 α' και 216 παρ.1 του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Αναφορικά με την αιτίαση που προβάλλει η πρώτη αναιρεσείουσα, ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση το όφελος ή η βλάβη που προξενήθηκαν από τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδής βεβαίωσης, για την ηθική αυτουργία του οποίου αυτή καταδικάσθηκε, (αυτή) είναι αβάσιμη, διότι η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου 242 Π.Κ., για παράβαση της οποίας αυτή καταδικάστηκε, αρκείται στην παραγωγή των, από την ψευδή βεβαίωση, εννόμων συνεπειών και όχι στην παραγωγή οφέλους ή βλάβης, που απαιτεί η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού. Οι λοιπές αιτιάσεις, αμφοτέρων των αναιρέσεων, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της ένδικης αναίρεσης της Χ1 και δεύτερος λόγος της ένδικης αναίρεσης της Χ2, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' Κ.Π.Δ. με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
ΙΙ. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η κατά το άρθρο 170 παρ. 2 έλλειψη ακροάσεως, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα επέρχεται στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο Εισαγγελέα ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα το οποίο ρητώς του παρέχει ο νόμος και το δικαστήριο αρνήθηκε σε οποιονδήποτε από αυτούς να το ασκήσει ή παρέλειψε ν' αποφανθεί σε σχετική η αίτησή τους. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι συνήγοροι των αναιρεσειουσών προσεκόμισαν και ζήτησαν να αναγνωσθούν τα υπ' αρ. 7521, 38282, 34794, 114543, 110892, 102051 και 14720 συμβόλαια, τα οποία και ανεγνώσθηκαν. Επομένως, ο πρώτος λόγος και των δύο αναιρέσεων, σύμφωνα με τον οποίο, το Δικαστήριο, ανέγνωσε μεν τα αναφερόμενα συμβόλαια, πλην, όμως, δεν τα έλαβε υπόψη του, με αποτέλεσμα να επέλθει ακυρότητα λόγω έλλειψης ακροάσεως, είναι απαράδεκτος, καθόσον, επίκληση κάποιου δικαιώματος, που ρητώς παρέχει ο νόμος στις αναιρεσείουσες και συνακόλουθη παραβίασή του από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν γίνεται. Η περαιτέρω αιτίαση ότι, με τα συμβόλαια αυτά αποδεικνύονταν πλήρως ότι, η στην πρωτόδικη δίκη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας ήταν ψευδής και, εφόσον το Δικαστήριο τα ελάμβανε υπόψη του, έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 38 Κ.Π.Δ., όπως ήταν υποχρεωμένο, είναι επίσης απαράδεκτη, διότι η φερόμενη παράβαση των διατάξεων του ως άνω άρθρου, δεν δημιουργεί λόγον αναιρέσεως. Τέλος, ο τέταρτος λόγος της πρώτης αναίρεσης και ο τρίτος λόγος της δεύτερης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που προβλέπει την αρχή της δίκαιης δίκης, με τις αιτιάσεις ότι "από ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων, που οι αναιρεσείουσες αποκάλυψαν με έγγραφα που προσεκόμισαν, χωρίς το Δικαστήριο να λάβει θέση επί των αιτιάσεών τους και χωρίς να ενεργήσει, όπως ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 του Κ.Π.Δ., κηρύχθηκαν ένοχες.....", είναι απαράδεκτοι, διότι η παραβίαση της δίκαιης δίκης που καθιερώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της απόφασης, πέραν των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγων, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, πλην δεν ιδρύουν τούτους οι προδιαληφθείσες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών. Μετά από αυτά οι συνεκδικαζόμενες από 28 Μαρτίου 2008 αιτήσεις αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 28 Μαρτίου 2008 αιτήσεις των α) Χ1 και β) Χ2, για αναίρεση της υπ'αρ. 281/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ την κάθε μία.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ