Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1110 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Έλλειψη αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική υπεξαίρεση από κοινού. Αναιρεί και παραπέμπει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1110/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1 2. Χ2 και 3. Χ3, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 69/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και oι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Μαρτίου 2007, 9 Μαρτίου 2007 και 12 Μαρτίου 2007 τρεις χωριστές αιτήσεις αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 800/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 519/31-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 12-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ3, ως και την από 9-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 69/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής:
Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, κατά του υπ'αριθμ. 881/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, και παραπέμπονται αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), δια να δικασθούν δι'υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση, από κοινού, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 ευρώ συνολικώς, εμπιστευθέντος σ'αυτούς λόγω της ιδιότητός των ως εντολοδόχων. Προβάλλουν δε αυτοί, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ο δε εξ αυτών Χ2 και την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρ. 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι δια την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (εν όλω ή εν μέρει) κινητού πράγματος, περιελθόντος στην κατοχή του δράστου με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος αυτού ενέχων την γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και την θέλησή του να το ενσωματώση στην περιουσία του. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγρ. 2) όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως και εκείνη του εντολοδόχου (ΑΠ 1050/2005) Εξ άλλου, εκ της διατάξεως της παραγρ. 1 του ανωτέρω άρθρου (375 ΠΚ), εν συνδυασμώ προς εκείνη του άρθρου 45 ΠΚ, προκύπτει ότι αυτουργός της υπεξαιρέσεως δύναται να είναι μόνον αυτός ο οποίος έχει στην κατοχή του το ιδιοποιούμενο πράγμα, ενώ συναυτουργός υπεξαιρέσεως δύναται να είναι μόνον αυτός ο οποίος έχει την συγκατοχή τούτου, δηλαδή την από κοινού με άλλον πραγματική εξουσίαση του πράγματος, η οποία συντρέχει, όταν επ'αυτού δεν δύναται να επενεργή ακωλύτως και κατ'αρέσκεια ένα πρόσωπο, αλλά από κοινού και άλλο ή άλλα, λόγω της μεταξύ των ιδιαιτέρας σχέσεως επί των ειδικών συνθηκών. Δεν αρκεί ότι το πράγμα ευρίσκεται στην κατοχή άλλου συμμετόχου, έστω και αν συντρέχουν τα λοιπά της συναυτουργίας στοιχεία (ΑΠ 830/2004, εις ΠΧ/ΝΕ/318). Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα εθεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. 'Οσον αφορά την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους. Απαιτείται μόνο να προκύπτη ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, και όχι μόνο μερικά από αυτά (ΑΠ 114/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/29). Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι διάδικος, κατά την ποινική διαδικασία, αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και πρέπει, είτε να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία, μεταξύ των ληφθέντων υπ'όψη από το δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, είτε να προκύπτη από αυτή (αιτιολογία) με βεβαιότητα, ότι ελήφθη πράγματι υπ'όψη. 'αλλως, ιδρύεται ο ως άνω αναιρετικός λόγος (ΑΠ 1946/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/531). Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως κατ'άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνο όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθή, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμιφλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ενθ. ανωτ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτουσα και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 εις ΠΧ/ΝΓ'/638), ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων και ειδικότερα των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων και των απολογιών των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Οι εγκαλούντες Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4,Ψ5,, Ψ6, Ψ7, Ψ8 και Ψ9, τυγχάνοντες όλοι κάτοικοι ......Τροιζηνίας, γνώριζαν τον κατ/νο Χ3, κάτοικο ομοίως .....Τροιζηνίας, ο οποίος διατηρούσε γραφείο στην ..... και ασχολείτο με χρηματιστηριακά θέματα και ασφάλειες. Τον μήνα Απρίλιο του 1999, ο Χ3, μόνος - πλην των περιπτώσεων του Ψ3 και του Ψ8 , πλησίασε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας ".......", οι οποίες διατίθεντο σε ελκυστική τιμή, προ της εισόδου αυτής στο χρηματιστήριο και τους διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα τους θα πολλαπλασιασθούν μετά την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο. Τους διαβεβαίωσε επίσης ότι ακόμη και αν δεν έμπαινε η εταιρεία στο χρηματιστήριο θα τους επιστρεφόταν το κεφάλαιο άνευ τόκων. Στην περίπτωση του εγκαλούντος Ψ3 η επαφή έγινε από κοινού με τον Χ2, ενώ στην περίπτωση του Ψ8, ήρθε ο ίδιος ο εγκαλών με δική του πρωτοβουλία σε επαφή με τον Χ2, προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την αγορά μετοχών και ο τελευταίος του πρότεινε την αγορά μετοχών της ..... με τη μεσολάβηση της .... ΕΑΔΕ, ως συμφέρουσα. Με τον τρόπο αυτό, έπεισε τους εγκαλούντες να καταβάλλουν σε λογαριασμούς του εκπροσώπου της ΕΛΔΕ ..... Χ1 και της συζύγου του Β1 (κατά της οποίας είχε επίσης ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά απαλλάχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα) τα εξής ποσά: 1) Ο Ψ το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 25-11-99 και το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 30-11-99, τα οποία κατέθεσε στον υπ αριθμ ...... τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, με δικαιούχους τον πρώτο κατηγορούμενο (Χ1) και την Β1, 2) ο Ψ1 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 22-11-1999 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, 3) ο Ψ2 το χρηματικό ποσόν των δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 11-11-99 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, 4) ο Ψ3 το χρηματικό ποσόν των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999 από επενδυτικό του λογαριασμό στην ως άνω ΕΛΔΕ, 5) ο Ψ4 το χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, από το οποίο ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών κατέβαλε από επενδυτικό λογαριασμό του στην ως άνω ΕΛΔΕ την 16-8-1999, και ποσόν δέκα τεσσάρων εκατομμυρίων (14.000.000) δραχμών κατέθεσε τμηματικώς την 10-9-1999 και την 25-9-1999 στον υπ αριθμ. ...... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 6) ο Ψ5 το χρηματικό ποσόν των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τμηματικώς, την 6-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 11-11-1999 ποσόν τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών στον υπ'αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ, δικαιούχος του οποίου είναι, ο πρώτος κατηγορούμενος, 7) ο Ψ6 το χρηματικό ποσόν των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την 2-12-1999 ποσόν τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών και την 22-12-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, 8) ο Ψ7 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την 22-10-1999, ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, την 11-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 15-11-1999 ποσόν δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών" στον υπ' αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 9) ο Ψ8 το χρηματικό ποσόν των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 19-11-1999 στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως και 10) ο Ψ9 το χρηματικό ποσόν των δέκα επτά εκατομμυρίων (17.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την 24-11 -1999, την 29-11-1999 και την 7-12-1999 στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως. Τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν με την ρητή εντολή για αγορά μετοχών της εν-λόγω εταιρείας εκ μέρους της ..... ΕΛΔΕ. Από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1999, οι εγκαλούντες περίμεναν την μεταβίβαση των μετοχών ματαίως. Λόγω κυρίως του ναυαγίου του πλοίου Γ, ιδιοκτησίας της ....., η εταιρεία δεν μπήκε τελικά στο χρηματιστήριο, ενώ οι εγκαλούντες είχαν αρχίσει να ζητούν τα χρήματα τους ή το πακέτο των μετοχών, όποια και αν ήταν η αξία τους. Τότε ο Χ1 διαβεβαίωσε ορισμένους εκ των εγκαλούντων ότι τις μετοχές τις έχει η χρηματιστηριακή και θα τις παραδώσει λίγο πριν μπει η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Με τον τρόπο αυτό καθυστέρησε τις νόμιμες ενέργειες εκ μέρους των παθόντων . Μετά πάροδο έτους και δύο μηνών, δηλαδή την 7/3/2002, οι εγκαλούντες κοινοποίησαν εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία στον Χ1, με την οποία ζήτησαν εντός τριών ημερών να μεταβιβάσει τις μετοχές της ως άνω ναυτιλιακής εταιρείας που είχε εντολή να προαγοράσει για λογαριασμό τους, άλλως να επιστρέψει σ' αυτούς τα χρηματικά ποσά που του είχαν καταβληθεί. Ο Χ1 σε ουδεμία ενέργεια προέβη, εκδηλώνοντας έτσι την 10/3/2002 οριστικά την πρόθεση του και την πρόθεση των συγκατηγορουμένων του να ενσωματώσουν παρανόμως στην περιουσία τους τα καταβληθέντα από τους εγκαλούντες ποσά, με συνέπεια να υποβληθεί η κρινομένη έγκληση. Εκ των παθόντων ο μόνος ο οποίος πιθανόν ικανοποιήθηκε και του επεστράφησαν τα χρήματα ήταν ο Ψ8 με συνέπεια να δηλώσει ενώπιον του Ανακριτή ότι δεν εξαπατήθηκε από τον Χ2 και ότι παραιτείται της πολιτικής αγωγής. Έτσι όμως έχοντας τα πραγματικά περιστατικά, είναι προφανές ότι οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στον Χ1, με την εντολή να αγοράσει για λογαριασμό τους μετοχές της ..... Η ανωτέρω συμπεριφορά των κατηγορουμένων, συγκροτεί την νομοτυπική μορφή του· εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης συνολικώς το ποσό των 73.000 Ευρώ, η οποία ετελέσθη από εντολοδόχο και από κοινού. Η από κοινού διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος - παρ' ότι οι λογαριασμοί στους οποίους κατατέθηκαν τα χρήματα των παθόντων ανήκαν στον α' κατ/νο και στην δική του εταιρεία - προδήλως προκύπτει από τις ενέργειες και των λοιπών κατηγορουμένων, οι οποίοι · δρούσαν ως μία ομάδα σκοπό έχουσα την άγρα θυμάτων και την ιδιοποίηση των χρημάτων τους και ανεξαρτήτως του ότι, έναντι του Χ2, ο-Χ3 φαίνεται ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, έχοντας πλησιάσει τους περισσότερους των παθόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χ2, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι ήταν απλός υπάλληλος της ΕΛΔΕ και όχι συνεργάτης με ποσοστά επί των επενδύσεων.
Όμως, με τις παραδοχές αυτές του Συμβουλίου Εφετών, η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι ασαφής και ελλειπής. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι τα χρήματα των παθόντων κατετέθησαν εις λογαριασμούς ανήκοντες στον εκ των αναιρεσειόντων Χ1, στην σύζυγό του και στην εκπροσωπουμένη από αυτόν "ΕΛΔΕ .....", δεν διευκρινίζει πώς περιήλθον αυτά στην συγκατοχή όλων των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ούτε αν ο εξ αυτών Χ1 ηδύνατο να επιλαμβάνεται των ανωτέρω χρηματικών ποσών μόνος ή από κοινού μετά των λοιπών συγκατηγορουμένων του αναιρεσειόντων. Εξ άλλου, δεν αναφέρει, μεταξύ των ληφθέντων υπ'όψη αποδεικτικών μέσων, τις ανωμοτί καταθέσεις επτά πολιτικώς εναγόντων, ενώ από καμία άλλη αναφορά της αιτιολογίας και ολοκλήρου του βουλεύματος δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι ελήφθησαν πράγματι υπ'όψη από το Συμβούλιο και εξετιμήθησαν οι ανωμοτί αυτές καταθέσεις. Όμως, με τις ανωτέρω ασάφειες και ελλείψεις, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εκ των ως άνω δε ασαφειών στερείται τούτο και νομίμου βάσεως. Επομένως, είναι βάσιμοι οι ανωτέρω σχετικοί λόγοι αναιρέσεως και, κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω------------------------
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 69/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 17 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση αυτοτελείς αιτήσεις α) υπ' αριθμ.6/12-3-2007 του κατηγορουμένου Χ1, β)υπ' αριθμ.4/9-3-2007 του κατηγορουμένου Χ2 και γ) υπ' αριθμ.5/12-3-2007 του κατηγορουμένου Χ3, για αναίρεση του 69/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, πρέπει να συνεξεταστούν.
Α) Επί της αναιρέσεως του Χ1 Η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος , η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ.δ του ιδίου Κώδικος, λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και την μνεία των αποδεικτικών μέσων, κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη το συμβούλιο για να κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την παραπομπή του στο ακροατήριο. Ειδικότερη αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου, όπως τα ονόματα των εξετασθέντων μαρτύρων κλπ. δεν είναι αναγκαία, όπως και η ιδιαίτερη μνεία της αξιολογήσεως του περιεχομένου του , πρέπει, όμως, να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ, απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων, κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση, στην αιτιολογία του προσβαλλομένου υπ' αριθμ. 69/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Πειραιώς με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση , αναφέρεται, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του ".....τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων" .Από την ανωτέρω περικοπή δεν προκύπτει και μάλιστα αδιστάκτως ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις καταθέσεις των παθόντων Ψ, Ψ1, Ψ3, Ψ4, Ψ5, και Ψ7 που εξετάστηκαν ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγοντες στην κυρία ανάκριση. Β) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως των 1)Χ3 και 2)Χ2 Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Εντεύθεν έπεται ότι αυτουργός της υπεξαιρέσεως είναι μόνον αυτός που έχει στην κατοχή του το ιδιοποιούμενο πράγμα, ενώ συναυτουργός υπεξαιρέσεως μπορεί να είναι αυτός που έχει την συγκατοχή τούτου, δηλαδή την από κοινού μετ'άλλον πραγματική εξουσίαση του πράγματος, η οποία συντρέχει όταν επ'αυτού δεν μπορεί να επενεργεί ακωλύτως και κατ'αρέσκεια ένα πρόσωπο, αλλά από κοινού και άλλο, ή άλλα, λόγω της μεταξύ των ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών συνθηκών. Δεν αρκεί ότι το πράγμα βρίσκεται στην κατοχή άλλου συμμετόχου, έστω και αν συντρέχουν τα λοιπά της συναυτουργίας στοιχεία (45 ΠΚ). Για την κακουργηματική δε μορφή της υπεξαιρέσεως απαιτείται επί πλέον το αντικείμενο αυτής είτε να υπερβαίνει σε συνολική αξία το ποσό των 73.000 ευρώ. (άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όπως το τελευτ. εδαφ. αυτής προστ. με το άρθρο 14 παρ. 3 β του ν. 2721/3-6-1999) είτε να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω ορισμένων περιοριστικά αναφερομένων στην παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 , ιδιοτήτων αυτού, μεταξύ των οποίων και η ιδιότητα του ως εντολοδόχου του παθόντος. Επιβαρυντική δε περίσταση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως υπάρχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. β' του ΠΚ, όπως το εδαφ. αυτό προστ. με το άρθρο 14 παρ. 3β του ν. 2721/1999, όταν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατοχή δε, κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, που διαφέρει εν προκειμένω της αντιστοίχου εννοίας του ΑΚ, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση του αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με την λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε Τράπεζα με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 του ν.δ. 17.7/17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 721 και 719 ΑΚ ο μεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής, ο δε εντολοδόχος να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή τους. Ο εντολοδόχος δεν αποκτά κυριότητα επί των προκαταβαλλομένων σ' αυτόν χρημάτων, είτε η προκαταβολή γίνεται με παράδοση αυτών, είτε με την λογιστική μεταφορά τους στο προσωπικό λογαριασμό του εντολοδόχου σε Τράπεζα με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ν.δ. της 17-7/17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Γι' αυτό σε περίπτωση μη ανάλωσης και παράνομης ιδιοποίησης αυτών (προκαταβαλλομένων χρημάτων) διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του αρ. 375 ΠΚ.
Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών ή των υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο έκρινε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις τις οποίες έκανε το δικαστικό συμβούλιο για να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι από τα πραγματικά αυτά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς, ενδείξεις για να στηριχθεί κατά του κατηγορουμένου κατηγορία για ορισμένη αξιόποινη πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής : "Από το αποδεικτικό υλικό της ενεργηθείσας κυρίας Ανακρίσεως και ειδικότερα τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα , τις απολογίες και τις εφέσεις των κατηγορουμένων, προέκυψαν κατά την κρίση μας τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι εγκαλούντες Ψ,Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4, Ψ5, Ψ6, Ψ7, Ψ8 και Ψ9 τυγχάνοντες όλοι κάτοικοι ..... Τροιζηνίας, γνώριζαν τον κατ/νο Χ2, κάτοικο ομοίως ..... Τροιζηνίας, ο οποίος διατηρούσε γραφείο στην ..... και ασχολείτο με χρηματιστηριακά θέματα και ασφάλειες. Τον μήνα Απρίλιο του 1999, ο Χ3, μόνος - πλην των περιπτώσεων του Ψ3 και του Ψ8, πλησίασε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας ".........", οι οποίες διατίθεντο σε ελκυστική τιμή, προ της εισόδου αυτής στο χρηματιστήριο και τους διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα τους θα πολλαπλασιασθούν μετά την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο. Τους διαβεβαίωσε επίσης ότι ακόμη και αν δεν έμπαινε η εταιρεία στο χρηματιστήριο θα τους επιστρεφόταν το κεφάλαιο άνευ τόκων. Στην περίπτωση του εγκαλούντος Ψ3 η επαφή έγινε από κοινού με τον Χ2, ενώ στην περίπτωση του Ψ8 ήρθε ο ίδιος ο εγκαλών με δική του πρωτοβουλία σε επαφή με τον Χ2, προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την αγορά μετοχών και ο τελευταίος του πρότεινε την αγορά μετοχών της ...... με τη μεσολάβηση της .... ΕΛΔΕ, ως συμφέρουσα. Με τον τρόπο αυτό, έπεισε τους εγκαλούντες να καταβάλλουν σε λογαριασμούς του εκπροσώπου της ΕΛΔΕ ..... Χ1 και της συζύγου του Β1(κατά της οποίας είχε επίσης ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά απαλλάχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα) τα εξής ποσά: 1) Ο Ψ το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 25-11-99 και το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 30-11-99, τα οποία κατέθεσε στον υπ αριθμ ....... τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, με δικαιούχους τον πρώτο κατηγορούμενο και την Β1 2) ο Ψ1 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 22-11-1999 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως 3) ο Ψ2 το χρηματικό ποσόν των δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την ΠΙ 1-99 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, 4) ο Ψ3 το χρηματικό ποσόν των τριάντα εκατομμυρίων (30.000,000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999 από επενδυτικό του λογαριασμό στην ως άνω ΕΛΔΕ, 5) ο Ψ4 το χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, από το οποίο ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών κατέβαλε από επενδυτικό λογαριασμό του στην ως άνω ΕΛΔΕ την 16-8-1999, και ποσόν δέκα τεσσάρων εκατομμυρίων (14.000.000) δραχμών κατέθεσε τμηματικώς την 10-9-1999 και την 25-9-1999 στον υπ αριθμ. ...... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 6) ο Ψ5 το χρηματικό ποσόν των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τμηματικώς, την 6-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 11-11-1999 ποσόν τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ, δικαιούχος του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος 7) ο Ψ6 το χρηματικό ποσόν των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την 2-12-1999 ποσόν τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών και την 22-12-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, 8) ο Ψ7 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την 22-10-1999, ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, την 11-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 15-11-1999 ποσόν δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών' στον υπ' αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 9) ο Ψ8 το χρηματικό ποσόν των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 19-11-1999 στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως και 10) ο Ψ9 το χρηματικό ποσόν των δέκα επτά εκατομμυρίων (17.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την 24-11-1999, την 29-11-1999 και την 7-12-1999 στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως. Τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν με την ρητή εντολή για αγορά μετοχών της εν-λόγω εταιρείας εκ μέρους της .... ΕΛΔΕ. Από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1999, οι εγκαλούντες περίμεναν την μεταβίβαση των μετοχών ματαίως. Λόγω κυρίως του ναυαγίου του πλοίου Γ, ιδιοκτησίας της ...., η εταιρεία δεν μπήκε τελικά στο χρηματιστήριο, ενώ οι εγκαλούντες είχαν αρχίσει να ζητούν τα χρήματα τους ή το πακέτο των μετοχών, όποια και αν ήταν η αξία τους. Τότε ο Χ1 διαβεβαίωσε ορισμένους εκ των εγκαλούντων ότι τις μετοχές τις έχει η χρηματιστηριακή και θα τις παραδώσει λίγο πριν μπει η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Με τον τρόπο αυτό καθυστέρησε τις νόμιμες ενέργειες εκ μέρους των παθόντων . Μετά πάροδο έτους και δύο μηνών, δηλαδή την 7/3/2002, οι εγκαλούντες κοινοποίησαν εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία στον Χ1, με την οποία ζήτησαν εντός τριών ημερών να μεταβιβάσει τις μετοχές της ως άνω ναυτιλιακής εταιρείας που είχε εντολή να προαγοράσει για λογαριασμό τους, άλλως να επιστρέψει" σ' ιυτούς τα χρηματικά ποσά. που του είχαν καταβληθεί. Ο Χ1 σε ουδεμία ενέργεια προέβη, εκδηλώνοντας έτσι την 10/3/2002 οριστικά την πρόθεση του και την πρόθεση των συγκατηγορουμένων του να ενσωματώσουν παρανόμως στην περιουσία τους τα καταβληθέντα από τους εγκαλούντες ποσά, με συνέπεια να υποβληθεί η κρινομένη έγκληση. Εκ των παθόντων ο μόνος ο οποίος πιθανόν ικανοποιήθηκε και του επεστράφησαν τα χρήματα ήταν ο Ψ8 με συνέπεια να δηλώσει ενώπιον του Ανακριτή ότι δεν εξαπατήθηκε από τον Χ2 και ότι παραιτείται της πολιτικής αγωγής. Έτσι όμως έχοντας τα πραγματικά περιστατικά, είναι προφανές ότι οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στον Χ1, με την εντολή να αγοράσει για λογαριασμό τους μετοχές της ..... χωρίς να προηγηθούν ψευδείς παραστάσεις, παρά μόνο υποσχέσεις περί υψηλής αποδόσεως της επένδυσης, οι οποίες αποδείχθηκαν αναληθείς. Υποσχέσεις οι οποίες δεν συνιστούν "γεγονός" απαιτούμενο για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης "γεγονός". Το ψευδές γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε η κατηγορία της απάτης, δηλαδή αυτό της διαβεβαιώσεως περί "κατοχής" των μετοχών, αφενός μεν από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων προέκυψε ότι έλαβε χώρα, μετά την μεταβίβαση των χρημάτων στους κατ/νους και συνεπώς η μεταβίβαση αυτή δεν ήταν απότοκος αυτής της διαβεβαιώσεως και αφετέρου, ο ρόλος της ΕΛΔΕ είναι η διαμεσολάβηση στην αγορά μετοχών για λογαριασμό του επενδυτή, χωρίς να απαιτείται να κατέχει η ίδια η ΕΛΔΕ τις μετοχές. Τούτο σημαίνει ότι οι εγκαλούντες θα προέβαιναν ούτως ή άλλως στην περιουσιακή διάθεση, προκειμένου να αγοράσει για λογαριασμό τους η ΕΛΔΕ τις συγκεκριμένες μετοχές. Η συμπεριφορά αυτή των κατηγορουμένων, συγκροτεί την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελεσθείσα από εντολοδόχο και από κοινού, Η από κοινού διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος παρ' ότι οι λογαριασμοί στους οποίους κατατέθηκαν τα χρήματα των παθόντων ανήκαν στον α' κατ/νο και στην δική του εταιρεία - προδήλως προκύπτει από τις ενέργειες και των λοιπών κατηγορουμένων, οι οποίοι - δρούσαν ως μία ομάδα σκοπό έχουσα την άγρα θυμάτων και την ιδιοποίηση των χρημάτων τους και ανεξαρτήτως του ότι, έναντι του Χ2, ο-Χ3 φαίνεται ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, έχοντας πλησιάσει τους περισσότερους των παθόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χ2, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι ήταν απλός υπάλληλος της ΕΛΔΕ και όχι συνεργάτης με ποσοστά επί των επενδύσεων.
Ως προς τους ισχυρισμούς του Χ1 : α) Ορθώς το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου, δια ιδιοποιήσεως οφέλους των κατ/νων ανέρχεται στο ποσό των 169.500.000 δρχ. και όχι σε αυτό των 156.000.000 δρχ. διότι στην περίπτωση του Ψ3, στον οποίο ισχυρίζεται ότι επέστρεψε ποσό 8.000.000 δρχ. με επιταγή, η επιταγή ήταν ακάλυπτη και ουδέποτε πληρώθηκε, ενώ και το ποσό αυτό είχε δοθεί αρχικά με την εντολή αγοράς μετοχών. Στη δε περίπτωση του Ψ8, προέκυψε ότι πράγματι κατατέθηκε το ποσόν των 5.500.000 δρχ. σε λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως για αγορά μετοχών, ανεξαρτήτως του ότι παραιτήθηκε ο ανωτέρω από την πολιτική αγωγή, β) Ο ισχυρισμός του ότι κάλεσε τους εγκαλούντες για να τους μεταβιβάσει τις μετοχές, πλην όμως αυτοί αρνήθηκαν με διάφορες προφάσεις, ουδόλως υποστηρίχθηκε με κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να θεωρείται βάσιμος, γ) Τέλος, εφόσον η κρινομένη πράξη δεν έχει τα στοιχεία της απάτης αλλά της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, δεν έχει επιρροή ο ισχυρισμός του ότι οι ψευδείς παραστάσεις έλαβαν χώρα προ της ισχύος του Ν. 2721/99. - Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, φρονούμε ότι πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις κατ' ουσία και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα ποσού 220 ευρώ σε έκαστο των εκκαλούντων. Παράλληλα, θα πρέπει να διορθωθεί κατ'εφαρμογή του άρθρου 317 παρ. 2 του Κ.Π.Δ το αρ. 881/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να δοθεί ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός στην κρινομένη πράξη. Η πράξη αυτή, φέρει τα στοιχεία της από κοινού υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, δεδομένου ότι τα ποσά που αφορούν σε ένα έκαστο των παθόντων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελέσθηκε δε από δράστες που είχαν την ιδιότητα του εντολοδόχου και με την επιβαρυντική περίσταση του ότι το ολικό αντικείμενο αυτής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Πρέπει επομένως κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά για την ανωτέρω πράξη τους, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14,26 παρ. 1, 27, 45, 51, 52, 60, 79, 98 και 375 παρ. 2-1 Π.Κ και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τις λοιπές του διατάξεις.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της υπό του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, προβλεπομένης αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση και από κοινού ,αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου με την επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για την οποία υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τη διέπραξαν οι κατηγορούμενοι κατά συναυτουργία με τον Χ1 και έτσι απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις των κατά του 881/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που έκρινε ότι στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης κατά συναυτουργία, και κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχο προξενηθείσα ζημία υπερβαίνοντα συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ και παρέπεμψε αμφοτέρους να δικασθούν για την παραπάνω πράξη . Έτσι όμως που έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, δεν περιέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη κατά τα αναπτυχθέντα στη νομική σκέψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία . Ειδικότερα, 1) ενώ στο αιτιολογικό του αναφέρεται ότι "οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στον Χ1, με την εντολή να αγοράσει για λογαριασμό τους μετοχές της ...." στο διατακτικό του αντιφατικά φέρονται και οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ότι ενήργησαν ως εντολοδόχοι για την αγορά των μετοχών της ως άνω εταιρείας 2) ενώ στο σκεπτικό του αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων Χ2 ήλθε σε επαφή μόνο με δύο από τους εγκαλούντες και συγκεκριμένα συμβούλευσε τον Ψ8 και του πρότεινε να αγοράσει μετοχές της .... και έφερε σε επαφή τον εγκαλούντα Ψ3 με τον αναιρεσείοντα Χ3 προκειμένου να προβεί στην αγορά των ως άνω μετοχών στο διατακτικό αντιφατικά αναφέρεται ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ήλθαν σε προσωπική επικοινωνία με όλους τους εγκαλούντες και τους έπεισαν να αγοράσουν πακέτα μετοχών της ως άνω εταιρείας και 3) Ενώ κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα τα φερόμενα ως υπεξαιρεθέντα χρηματικά ποσά κατατέθηκαν από τους εγκαλούντες σε προσωπικό λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1 και σε λογαριασμό της εταιρείας ΕΛΔΕ της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και είχε πρόσβαση σ' αυτά στη συνέχεια δέχεται ότι συγκάτοχοι τούτων ήσαν και οι αναιρεσείοντες Χ3 και Χ2 χωρίς να διασαφηνίζει, πως αυτοί που φέρονται ως συνεργάτες του Χ1 ασκούσαν επ' αυτών συγκατοχή με την έννοια που προαναφέρθηκε και κυρίως δεν διευκρινίζει τα περιστατικά που θεμελιώνουν την από κοινού ενσωμάτωση των χρηματικών ποσών στην περιουσία των κατηγορουμένων και ειδικότερα με ποίο τρόπο ενσωμάτωναν στην περιουσία τους τα ως άνω χρηματικά ποσά των εγκαλούντων. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός, ως και κατ' ουσίαν βάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγος των κρινομένων αιτήσεων αναιρεσείων, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ) .


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 69/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς . Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή