Θέμα
Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Ολομέλεια Αρείου Πάγου.
Περίληψη:
Ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή και όταν απολείπεται ο αναιρεσείων. Μοναδική εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο η μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησής του ως ανυποστήρικτης εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 511 και 514 εδ. γ' ΚΠΔ κατά τις οποίες, είτε εμφανισθεί, είτε απολείπεται ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή. Το τεκμήριο παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από την αναίρεσή του ισχύει μόνον όταν ο αναιρεσείων δεν εμφανίζεται ενώπιον του Τμήματος ή της Ολομέλειας στην οποία εισήχθη απευθείας η αίτηση και όχι όταν αυτός απουσιάζει μόνον κατά την συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, στην οποία παραπέμφθηκαν από το Τμήμα οι λόγοι αναιρέσεως καθότι στην περίπτωση αυτή δεν εγκαταλείπει το ένδικο μέσο, απλώς επαφίεται στην κρίση της Ολομέλειας. Η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και παύει οριστικώς την ποινική δίωξη υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση περιέχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο σαφή και ορισμένο. Ειδικώς στην περίπτωση της απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως πρέπει ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως να είναι και ουσιαστικά βάσιμος, διότι αν το Εφετείο ορθώς έκρινε το εκπρόθεσμο της εφέσεως, η απόφαση μπορεί να έχει καταστεί αμετάκλητη, οπότε δεν γίνεται λόγος περί παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως. Η αναίρεση της αποφάσεως συνεπάγεται και την παύση της ποινικής διώξεως μόνον εφόσον κριθεί ότι η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς, διότι διαφορετικά η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου θα έχει καταστεί αμετάκλητη. Έγκυρη η επίδοση της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, και συνεπώς ορθή η απόρριψη της ασκηθείσης εφέσεως μετά 3,5 έτη από την επίδοση ως εκπρόθεσμης, καθόσον η επίδοση έγινε στη δημοτική υπάλληλο που όρισε ο Δήμαρχος, η ιδιότητα της υπαλλήλου αυτής προκύπτει από σχετική σφραγίδα, η διαφορά χρονολογίας μεταξύ επιδόσεως και τοιχοκολλήσεως είναι εν προκειμένω άνευ νομικής σημασίας δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει η έφεση ασκήθηκε 3,5 έτη μετά την τελευταία χρονολογία, στο αποδεικτικό επιδόσεως βεβαιώθηκε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και η ανυπαρξία συγγενών του, ενώ η μη βεβαίωση της έρευνας ευρέσεως συγγενών είναι άνευ έννομης σημασίας, αφού το αποδεικτικό έχει αποδεικτική δύναμη δεδομένου ότι δεν προσβλήθηκε ως πλαστό. Επί αναιρέσεως αποφάσεως, που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνον της κρίσεως αυτής και εντεύθεν απορρίπτεται ως απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως περί ακύρου επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος (Ολομ. ΑΠ 3/1995 Ποιν.Χρον. ΜΣΤ.815). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή και όταν απολείπεται ο αναιρεσείων. Μοναδική εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο η μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησής του ως ανυποστήρικτης εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 511 και 514 εδ. γ' ΚΠοινΔ κατά τις οποίες, είτε εμφανισθεί, είτε απολείπεται ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή. Το τεκμήριο παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από την αναίρεσή του ισχύει μόνον όταν ο αναιρεσείων δεν εμφανίζεται ενώπιον του Τμήματος ή της Ολομέλειας στην οποία εισήχθη απευθείας η αίτηση και όχι όταν αυτός απουσιάζει μόνον κατά την συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, στην οποία παραπέμφθηκαν από το Τμήμα οι λόγοι αναιρέσεως καθότι στην περίπτωση αυτή δεν εγκαταλείπει το ένδικο μέσο, απλώς επαφίεται στην κρίση της Ολομέλειας. Η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και παύει οριστικώς την ποινική δίωξη υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση περιέχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο σαφή και ορισμένο. Ειδικώς στην περίπτωση της απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως πρέπει ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως να είναι και ουσιαστικά βάσιμος, διότι αν το Εφετείο ορθώς έκρινε το εκπρόθεσμο της εφέσεως, η απόφαση μπορεί να έχει καταστεί αμετάκλητη, οπότε δεν γίνεται λόγος περί παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως. Η αναίρεση της αποφάσεως συνεπάγεται και την παύση της ποινικής διώξεως μόνον εφόσον κριθεί ότι η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς, διότι διαφορετικά η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου θα έχει καταστεί αμετάκλητη. Έγκυρη η επίδοση της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, και συνεπώς ορθή η απόρριψη της ασκηθείσης εφέσεως μετά 3,5 έτη από την επίδοση ως εκπρόθεσμης, καθόσον η επίδοση έγινε στη δημοτική υπάλληλο που όρισε ο Δήμαρχος, η ιδιότητα της υπαλλήλου αυτής προκύπτει από σχετική σφραγίδα, η διαφορά χρονολογίας μεταξύ επιδόσεως και τοιχοκολλήσεως είναι εν προκειμένω άνευ νομικής σημασίας δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει η έφεση ασκήθηκε 3,5 έτη μετά την τελευταία χρονολογία, στο αποδεικτικό επιδόσεως βεβαιώθηκε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και η ανυπαρξία συγγενών του, ενώ η μη βεβαίωση της έρευνας ευρέσεως συγγενών είναι άνευ έννομης σημασίας, αφού το αποδεικτικό έχει αποδεικτική δύναμη δεδομένου ότι δεν προσβλήθηκε ως πλαστό. Επί αναιρέσεως αποφάσεως, που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνον της κρίσεως αυτής και εντεύθεν απορρίπτεται ως απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως περί ακύρου επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος(Ολομ. ΑΠ 3/1995 Ποιν.Χρον. ΜΣΤ.815).
Αριθμός 3/1995 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Σε Ολομέλεια
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Κόκκινο, Πρόεδρο, Νικόλαο Καβάλλιέρο, Ίωάννη Λασκάριδη, Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και Κωνσταντίνο Δαφέρμο, Αντιπρόεδρους (κωλυομένων των λοιπών Αντιπροέδρων),Δημήτριο Καλομοίρη, Αθανάσιο Γκιούρά, Νικόλαο Βάρδα, Στέφανο Ματθία, Διονύσιο Κατσιρέά, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Μιχαήλ Φράγκο, Χαράλαμπο Παμπούκη, Νικόλαο Παραθύρα-Εισηγήτή, Δημήτριο Γουργουράκη, Γεώργιο Βελλή, Πολύβιο Μαντζιάρα, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Γεώργιο Σταθέα, Παναγιώτη Κωστάκο, Νικόλαο Θεόδωρόπουλο, Γεώργιο Αρβανίτη, Γεώργιο Σκαρλάτο, Δημοσθένη Πρίντζη, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Ανδρέα Κατσίφα, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Νικόλαο Ανδρουτσόπουλο, Ιωάννη Μυγιάκη, Ευάγγελο Περλίγκα, Προκόπιο Μάκο, Κωνσταντίνο Τρίγκα, Θεόδωρο Πρασουλίδη Ιωάννη Τέτόκα, Μιχαήλ Καρατζά, Γεώργιο Μπούτσικο, Ανδρέα Κατράκη, Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αναστάσιο Καραγιώργη και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών). Με την παρουσία και του Εισαγγελέα Αθανάσιου Σιούλα και της Γραμματέας Άννας Πιπερίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 1994, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Θ. Α., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, για αναίρεση της απόφασης με τον αριθμό 2834/1992 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του με τον αριθμό 2834/1992 απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση με αριθμό 2960/4-11-1991 του παραπάνω κατηγορουμένου κατά της απόφασης με τον αριθμό 21887/1986 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκε για παράβαση Ν.5960/1933 "περί επιταγών" σε φυλάκιση (18) μηνών.
Και ο κατηγορούμενος ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 1992 αίτησή του αναιρέσεως που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό, 447/1992.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1090/1993 απόφαση του Ε'Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Άκουσε
Τον Εισαγγελέα που πρότεινε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την απόφαση 1090/1993 του Ε' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι λόγοι αναίρεσης της αιτήσεως από 16-3-1992 του κατηγορουμένου Θ. Π., κατά της αποφάσεως 2834/1992 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, για να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα εάν, επί αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, ο Άρειος
ΙΙάγος θα παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως
τις διατάξεις για την παραγραφή, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή (ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο), ή εάν πρέπει να ερευνήσει και στην ουσία τους προβαλλόμενους λόγους και, εφόσον μεν κριθούν αβάσιμοι, να απορρίψει την αίτηση, εφόσον δε κριθεί βάσιμος ένας από αυτούς να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη ή να παραπέμψει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, αν χρειάζεται να ερευνήσει αυτό το παραδεκτό ή μη της εφέσεως και είτε να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, εάν η έφεση είναι παραδεκτή, έστω και αν απουσιάζει κατά τη συζήτηση ο εκκαλών (άρθρο 501 παρ\4 ΚΠΔ που προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. β ν.1941/1991) είτε να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στην Ολομέλεια ο αναίρεσείων δεν εμφανίστηκε με συνήγορο ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο (άρθρο 513 παρ. 3 ΚΠΔ). Προέχει, επομένως, η έρευνα των συνεπειών της απουσίας του. 2. Το άρθρο 514 ΚΠΔ ορίζει, ότι "αν δεν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται (ως ανυποστήρικτη). Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. Επίσης δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης. Κατ'εξαίρεση, ακόμη και αν δεν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον τυχόν επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται. " Από τις διατάξεις ,αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι ο νομοθέτης θεωρεί ότι ο αναιρέσειων κατηγορούμενος που κλητεύθηκε νομίμως και δεν εμφανίσθηκε εγκατέλειψε την αίτησή του και παραιτήθηκε από το ένδικο αυτό μέσο, για το λόγο δε αυτό και δεν του επιτρέπει την άσκηση ενδίκου, μέσου, κατά της απορριπτικής αποφάσεως, ούτε την άσκηση δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως, διαδηλώνοντας, με τον τρόπο αυτό τη βούλησή του να μην απασχολείται η δικαιοσύνη με παράπονα διαδίκου κατά ποινικής, αποφάσεως που έχει εκδοθεί, σε βάρος του, εφόσον ο ίδιος εγκατέλειψε αυτοβούλως την προσπάθεια ανατροπής της. Μοναδική εξαίρεση αυτού του κανόνα εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 511 και 514
εδ. γ' Κ.Π.Δ., κατά τις οποίες, είτε εμφανισθεί είτε απολείπεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που επήλθε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, προς τον οποίο όμως δεν εξομοιώνεται η παραγραφή, η οποία επήλθε μετά την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως και έως τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ή την έκδοση της σχετικής αποφάσεως με βάση τις ισχύουσες κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως διατάξεις για την παραγραφή (βλ. σχετ. Ολ. Α.Π 868/1992). Τα παραπάνω ισχύουν, βέβαια, για την περίπτωση κατά την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε να υποστηρίξει την αναίρεσή του ενώπιον του Τμήματος ή και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην οποία εισήχθη κατευθείαν η αίτηση αναιρέσεως, οπότε και μόνον λειτουργεί το καθιερούμενο από την προαναφερόμενη διάταξη τεκμήριο της παραιτήσεως από την αναίρεση. Ευλόγως δε, αφού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με την απουσία του, εκδηλώνει την αδιαφορία του για το ένδικο μέσο που άσκησε. Αντίθετα δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση που ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίσθηκε κανονικά κατά την ενώπιον του Τμήματος του Αρείου Πάγου συζήτηση της αναιρέσεώς του και υποστήριξε όλους τους λόγους της, απουσιάζει δε μόνο κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, στην οποία παραπέμφθηκαν οι λόγοι της αναιρέσεώς του. Και τούτο διότι προκύπτει μεν από τα άρθρα 3 και 4 του Ν.3810/21/27.12.1957 ( ο οποίος έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 64 παρ. 5 του Εισ. Ν. Κ. Πολ. Δ. ως προς τις ποινικές υποθέσεις) ότι η παραπομπή που γίνεται (στις περιπτώσεις που προβλέπεται, υποχρεωτικά ή δυνητικά) στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρ. 3 παρ.2 και 3) δεν αποτελεί απλώς ενδοδιαδικαστικό ζήτημα, αλλά συνεπάγεται νέα συζήτηση σε δημόσια συνεδρίαση του Αρείου Πάγου σε Ολομέλεια, στην οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κλητεύεται κανονικά από τον Εισαγγελέα (άρθρ. 4 παρ. 2) για να παραστεί και υποστηρίξει εκ νέου τους παραπεμπόμενους στην Ολομέλεια λόγους αναίρεσης, όμως, από το γεγονός ότι αναιρεσείων κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον του Τμήματος για την υποστήριξη της αναιρέσεώς και των λόγων της, συνάγεται, ότι εκδήλωσε ήδη, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως, τη θέλησή του να επιμείνει στο ένδικο αυτό μέσο που άσκησε, η δε απουσία του από τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας δεν έχει την έννοια ότι εγκαταλείπει το ένδικο αυτό μέσο, αλλά ότι επαφίεται στην κρίση της Ολομέλειας, όπου παραπέμφθηκαν όλοι ή ορισμένοι από τους λόγους της αναιρέσεώς του. Δεν έχει η περίπτωση αυτή ομοιότητα με εκείνη της εφέσεως, όπου, αν αναβληθεί η συζήτηση έστω και για κρείσσονες αποδείξεις και ο κατηγορούμενος εκκαλών απολείπεται κατά τη νέα συζήτηση, η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Διότι ενώπιον του παραπεμπτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η συζήτηση για την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως έχει ολοκληρωθεί παρόντος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο δε προβληματισμός του Τμήματος μόνον επί νομικών ζητημάτων, που οδηγεί στην παραπομπή στην Ολομέλεια ορισμένων ή όλων των λόγων της αναιρέσεως, δεν μπορεί να μεταφέρει σ' αυτήν το τεκμήριο παραιτήσεως από τη μη εμφάνιση ενώπιόν της του κατηγορουμένου που έχει ήδη υποστηρίξει τους παραπεμφθέντες λόγους αναιρέσεως, διαδηλώνοντας έτσι την εμμονή του στο ένδικο μέσο. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδιέξοδα, ιδίως στην περίπτωση που το παραπεμπτικό Τμήμα έχει κρατήσει κάποιους λόγους αναιρέσεως, αυτοί δε που παραπέμφθησαν στην Ολομέλεια είναι από τους εξεταζόμενους αυτεπαγγέλτως (άρθρ.511 ΚΠΔ). Επομένως, η Ολομέλεια θα προχωρήσει στη συζήτηση των λόγων αναίρεσης που έχουν παραπεμφθεί σ' αυτή παρά την απουσία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου υπό την προϋπόθεση ότι αυτός έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως (Ολ. Α.Π.35/1994). Εξάλλου, κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ'ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Αν πρόκειται για κατηγορούμενο που δήλωσε στην έκθεση ασκήσεως του ένδικου μέσου διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, τότε η κλήση επιδίδεται, σύμφωνα με το άρθρο 273 παρ. 1 εδ. ε'του ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.4 ν.δ. 1653/1986 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 ν. 1941/1991 και ισχύει κατά το χρόνο που εδώ ενδιαφέρει) μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρθρο 96 παρ. 1 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς, αν δε ο κατηγορούμενους δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου δικαστηρίου, στον οποίο και μόνο γίνεται η επίδοση της κλήσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν στη δικάσιμο αυτή χωρίς νέα κλήτευση, ακόμα και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση από την έκθεση αναιρέσεως, το ειδικό πληρεξούσιο 15.../1992 του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο ... και το αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Κ. Π. από 3-11-1993 προκύπτει α) ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δήλωσε στην έκθεση ασκήσεως αναιρέσεως ότι διαμένει στο ..., β) ότι διόρισε συνήγορό του και αντίκλητο μεταξύ άλλων και το δικηγόρο Αθηνών Αριστείδη Οικονομίδη και γ) ότι στον δικηγόρο αυτόν επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως η κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αρχική δικάσιμο της 27ης Ιανουαρίου 1994. Κατά τη δικάσιμο αυτή αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως με την απόφαση 2/1994 για την 24-2-1994, για να μπορέσει ο αναιρεσείων να προπαρασκευάσει την υπεράσπισή του. Στη συνέχεια, με τις αποφάσεις 3/1994, 23/1994 και 28/1994 αναβλήθηκε διαδοχικά η εκδίκαση της υποθέσεως για τη δικάσιμο της 17-3-1994, για τη δικάσιμο της17-3-1994, για τη δικάσιμο της 19-5-1994 και για την άνω δικάσιμο της 24-11-1994, αντίστοιχα, λόγω αποχής των δικηγόρων. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο δεν εμφανίστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με συνήγορο, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, αφού αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για την αρχική δικάσιμο, να προχωρήσει η Ολομέλεια στη συζήτηση της υποθέσεως.
3. Από τα άρθρα 111, 112 και 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.1738/1987, προκύπτει ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελήματος, είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τρίτων ετών.
Εξάλλου από τις ίδιες αυτές διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β και 511 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, που εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β' ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ, δηλαδή ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως και περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο, ήτοι ένα λόγο σαφή και ορισμένο από τους περιοριστικώς περιλαμβανόμενους στο άρθρο 510, χωρίς να απαιτείται να είναι αυτός και βάσιμος (Ολ. ΑΠ. 583-585/1991). Όμως, προϋπόθεση και θεμέλιο της ερμηνείας αυτής των παραπάνω διατάξεων είναι το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση δεν έχει καταστεί ακόμη αμετάκλητη, πράγμα που συμβαίνει , όταν το Εφετείο, δικάζοντας κατ' ουσίαν την υπόθεση, κατεδίκασε τον κατηγορούμενο και κατά της αποφάσεως αυτής έχει ασκηθεί νόμιμη και παραδεκτή αναίρεση, οπότε ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας παραδεκτή την αναίρεση αυτή και κάποιον από τους λόγους της, ερευνά κατά πρώτο λόγο και πριν από την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της, αν συντρέχει λόγος παραγραφής της αξιόποινης πράξεως, σε περίπτωση δε που η πράξη έχει παραγραφεί πράττει όσα αναφέρονται παραπάνω. Επομένως η λύση αυτή δεν αρμόζει στην περίπτωση κατά την οποία το Εφετείο απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση για εκπρόθεσμη άσκησή της, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Π.Δ. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση του Εφετείου, που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη, προσβάλλεται μόνο με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως (άρθρ. 476 παρ. 2 ΚΠΔ), αν δε ορθά έκρινε το ζήτημα του εκπρόθεσμου και συνεπώς του απαράδεκτου της εφέσεως, οπότε η καταδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι αμετάκλητη (αρθρ. 504 παρ. 1 ΚΠΔ), δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως. Γι αυτό δεν αρκεί στην περίπτωση αυτή η επίκληση κάποιου παραδεκτού απλώς λόγου αναιρέσεως, ο οποίος όμως δεν είναι και κατ' ουσίαν βάσιμος. Πρέπει, αντίθετα, ο προβαλλόμενος λόγος να είναι και ουσιαστικά βάσιμος για την αναίρεση της αποφάσεως που κήρυξε την έφεση απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Και τότε όμως η αναίρεση της αποφάσεως δεν συνεπάγεται την παύση της ποινικής διώξεως για τούτο και μόνον, δηλαδή διότι κάποιος λόγος αναιρέσεως κρίθηκε βάσιμος και έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Η βασιμότητα του λόγου δικαιολογεί μόνο την αναίρεση της αποφάσεως, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 2 και 510 επ. ΚΠΔ, αλλά όχι και την παύση της ποινικής διώξεως. Το ζήτημα τούτο θα εξεταασθεί μεν αυτεπαγγέλτως ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, αλλά μόνον εφόσον, μετά την αναίρεση της πλημμελούς αποφάσεως, που δεν ισχύει πλέον, κριθεί ότι η έφεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ασκήθηκε εμπροθέσμως και συνεπώς παρασεκτώς. Διότι αν δεν υπάρχει ο όρος αυτός και η έφεση είναι όντως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει καταστεί αμετάκλητη, δεν νοείται πλέον παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως, αλλά μόνο παραγραφή της ποινής, που είναι ασυμβίβαστη με την παύση της ποινικής διώξεως, η οποία (δίωξη) κατέληξε στην αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Γι αυτό και το δικαστήριο στο οποίο ενδεχομένως θα παραπέμψει ο Άρειος Πάγος την υπόθεση, μετά την παραδοχή ως ουσιαστικά βασίμου κάποιου λόγου αναιρέσεως, θα ερευνήσει πρώτα το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως και αν αυτή κριθεί εκπρόθεσμη θα απορριφθεί. Αν, αν αντίθετα, η έφεση κριθεί εμπρόθεσμη, οπότε η πρωτοβάθμια απόφαση δεν είναι αμετάκλητη και η πράξη έχει παραγραφεί, το Εφετείο θα παύσει και αυτεπαγγέλτως την ποινική δίωξη (Ολ. Α.Π. 8, 32 και 35/1994). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε με την απόφαση 21887/1986 του Β. Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 ν.δ. 1325/1972), που τελέστηκε στην ... στις 20-5-1983, σε φυλάκιση 18 μηνών και σε χρηματική ποινή 500.000 δραχμών. Στη δίκη αυτή είχε κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής, δεν εμφανίστηκε και δικάστηκε σαν να ήταν παρών. Η απόφαση του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής, επίσης, στις 2-5-1988, κατ' αυτής δε άσκησε έφεση στις 4-11-1991, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση 2834/1992 του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε εμπροθέσμως την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, αφού στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της πράξεως ως πλημμελήματος. Επομένως, για την ευδοκίμηση της αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, όχι μόνο να προτείνεται παραδεκτός λόγος αναίρεσης, αλλά κάποιος από τους λόγους που προβάλλονται να είναι και ουσιαστικά βάσιμος. Απομένει, λοιπόν, να ερευνηθούν οι λόγοι αναίρεσης.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 1653/1986, όπυ ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, αν ο δικαιούμενος είναι άγνωστης διαμονής, είναι 30 ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 156 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν.δ. 1160/1972, αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αίματος ή αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Αν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω στον τόπο κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στο δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη της επίδοσης, ο οποίος φροντίζει για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που του επιδόθηκε σε ένα από τα δημόσια σημεία και για την αποστολή σχετικής βεβαιώσεως στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση. Τέλος, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν δεν τηρηθούν οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 156 η επίδοση είναι άκυρη. Η έγκυρη επίδοση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποτελεί προϋπόθεση για να υπάρξει εκπρόθεσμη άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, γιατί, αν η επίδοση είναι άκυρη , δεν αρχίζει η προθεσμία άσκησης και η έφεση ασκείται εμπροθέσμως, η απόρριψη δε ως εκπρόθεσμου ένδικου μέσου, που ασκήθηκε εμπροθέσμως, θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. θ'του ΚΠΔ (υπέρβαση εξουσίας). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το αποδεικτικό επιδόσεως από 2-4-1988 του ανθυπαστυνόμου Κ. Κ. και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την απόφαση 21887/1986 του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στη δίκη αυτή είχε κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής, δεν εμφανίστηκε και δικάστηκε σαν να ήταν παρών, δεν είχε δε εξεταστεί προηγουμένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 273 ΚΠΔ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 10 παρ. 2 ν.1941/1991 και ισχύουν στην ένδικη περίπτωση, ώστε να εφαρμοστούν οι διατάξεις αυτές. Η καταδικαστική απόφαση του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής, επίσης, στις 2-5-1988. Η επίδοση της αποφάσεως έγινε στην υπάλληλο του Δήμου ... Κ. Ζ. που είχε σχετική ειδική εντολή από το Δήμαρχο .... Στο αποδεικτικό επιδόσεως το όργανο που ενήργησε την επίδοση βεβαιώνει ότι ο κατηγορούμενος δεν βρέθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του στη ... (συνοικισμός Δήμου ...) και ήταν άγνωστης διαμονής και ότι ύστερα από έρευνα διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει στην παραπάνω κατοικία ή αλλού συγγενής του κατηγορουμένου, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο156 ΚΠΔ. Η επίδοση αυτή υπήρξε σύνομη και η προθεσμία της έφεσης άρχισε από αυτή, η δε έφεση ασκήθηκε στις 4-11-1991 ( δηλαδή μετά από 3,5 έτη από την επίδοση και όχι σε 30 ημέρες από αυτή) και είναι εκπρόθεσμη, όπως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αναιρεσείων με τους δύο πρώτους λόγους αναίρεσης προβάλλει ακυρότητα της παραπάνω επιδόσεως και εσφαλμένη (καθ' υπέρβαση εξουσίας- άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. θ' ΚΠΔ) απόρριψη ως εκπρόθεσμης της εφέσεως που άσκησε κατ' αυτής, διότι 1) στο αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναγράφεται το όνομα του Δημάρχου ... και η ιδιότητα αυτής που το παρέλαβε, αναγράφεται δε ως χρονολογία επιδόσεως δεν συνέταξε βεβαίωση ούτε ενήργησε έρευνα για τη μη ύπαρξη συγγενών του στην ..., όπως αποδεικνύεται από τρία αποδεικτικά επιδόσεως με χρονολογία 22-10-1983 το ένα και 27-10-1983 τα άλλα δύο, με τα οποία επιδόθηκαν γι' αυτόν, ως άγνωστης διαμονής, στον αδελφό του Ξ. Π., κάτοικο ...ς, τρείς ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, διότι 1) εφόσον η επίδοση έγινε στη δημοτική υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος, το όνομα αυτής έπρεπε να αναγραφεί στο αποδεικτικό όπως και αναγράφηκε και όχι του Δημάρχου, 2) η ιδιότητα της Κ. Ζ. ως δημοτικής υπαλλήλου προκύπτει από τη χρησιμοποίηση της σφραγίδας του Δήμου ... και της σφραγίδας με τις λέξεις "ειδική εντολή", 3) η διαφορά χρονολογίας μεταξύ επιδόσεως και τοιχοκολλήσεως δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού η έφεση ασκήθηκε μετά 3,5 έτη από την τελευταία χρονολογία (2-5-1988), 4) από το αποδεικτικό επιδόσεως προκύπτει ότι το όργανο που ενήργησε την επίδοση βεβαίωσε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και την ανυπαρξία συγγενών του άρθρου 156 ΚΠΔ και 5) ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε έρευνα ανευρέσεως συγγενών κλπ. Είναι χωρίς νόμιμη επιρροή, αφού το αποδεικτικό επιδόσεως έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα, σύμφωνα με το άρθρ. 162 εδ. α'ΚΠΔ, τέτοια δε προσβολή δεν έγινε. Πρέπει, λοιπόν, ν' απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης.
5. Κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως κηρύσσεται απαράδεκτο, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνη του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. στ' ΚΠΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνο της κρίσεως αυτής, αποκλείεται δε η δυνατότητα προβολής και έρευνας οποιουδήποτε άλλου λόγου (βλ. Ολομ. 32/1994). Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι ήταν άκυρη η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον αναιρεσείοντα, γιατί παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 156 ΚΠΔ με αποτέλεσμα να είναι άκυρες όλες οι μεταγενέστερες πράξεις. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα παραπάνω, γιατί δεν αφορά την κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το απαράδεκτο (εκπρόθεσμο) της έφεσης.
6. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 θ'ΚΠΔ, επίσης, προβάλλεται ακυρότητα της επιδόσεως της παραπάνω εκκλητής καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου, γιατί έγινε κατ'ατις διατάξεις επιδόσεως σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής, ενώ ο αναιρεσείων κατηγορο'6υμενος κατά τον κρίσιμο χρόνο (2-5-1982) διέμενε στο ... της ... και η διαμονή του αυτή ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Κατερίνης, που παράγγειλε την επίδοση, αφού αυτός είχε ασκήσει προηγουμένως (4-11-2983) στην Εισαγγελία αυτή έφεση κατ' άλλης αποφάσεως, στην οποία έφεση, καθώς και στο σχετικό πληρεξούσιο αναγραφόταν η διεύθυνσή του στο .... Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως διότι από το πιστοποιητικό διαμονής με χρονολογία 12-9-1990 που υπάρχει στη δικογραφία αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος από 1-3-1987, δηλαδή πριν από την κρίσιμη επίδοση, είχε αλλάξει διεύθυνση, τη νέα δε αυτή διεύθυνσή του δεν την γνώριζε η εισαγγελική αρχή που παράγγειλε την επίδοση και ορθώς του επιδόθηκε η απόφαση κατά τις διατάξεις επιδόσεως σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής.
7. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 17 ν.2172/1993.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση από 16-3-1992 του Θ. Α., για αναίρεση της αποφάσεως 2834/1992 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα που καθορίζει σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 1995.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ