Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία με πρόθεση που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση. Απορρίπτει αναίρεση βουλεύματος για πλημμέλεια εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ ΚΠΔ. Δεν υφίσταται ακυρότητα όταν το Συμβούλιο αιτιολογημένα απορρίπτει αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου και των συνηγόρων του. Η παραμονή στη δικογραφία της έγγραφης κατάθεσης του κατηγορουμένου που λήφθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση, δεν δημιουργεί ακυρότητα. Η έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε από αναρμόδιο όργανο διατηρεί την εγκυρότητά της κατ’ άρθρο 127 ΚΠΔ. Η παρά το νόμο παράσταση πολιτικής αγωγής στην προδικασία, δεν αποτελεί λόγω αναιρέσεως κατά βουλεύματος. Απορρίπτει.
Αριθμός 1633/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1, κατοίκου ..., 2) Χ2, κατοίκου ..., 3) Χ3, κατοίκου ... και 4) Χ4, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 175/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με πολιτικώς ενάγουσες τις 1) Ψ1, κάτοικο ..., και 2) Ψ2, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Ιουλίου 2007, 23 Ιουλίου 2007 και 23 Ιουλίου 2007 τρεις αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1483/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, με αριθμό 57/6-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αριθμ. 11/2007, 10/2007, 9/2007 και 13/2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, των κατηγορουμένων 1) Χ4, 2) Χ2, 3) Χ3, κατοίκων ... και 4) Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 175/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, ως και το αίτημα αυτών για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιό σας, και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης, με το 112/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμοδίου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου τους κατηγορουμένους Χ4 και Χ2 για να δικασθούν ως υπαίτιοι, ο μεν πρώτος για ανθρωποκτονία με πρόθεση, που τελέστηκε με ήρεμη ψυχική διάθεση, οπλοχρησία, ασκόπους πυροβολισμούς οπλοφορία κατ'εξακολούθηση και κατοχή όπλου, η δε δεύτερη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση και υπεξαίρεση. Με το ίδιο βούλευμα κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Χ3 και Χ1 για άμεση συνέργεια στην ως άνω πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν έφεση οι κατηγορούμενοι Χ4 και Χ2 για το σύνολο των παραπεμπτικών διατάξεων, αλλά και οι πολιτικώς ενάγουσες για την απαλλακτική ως προς κατηγορουμένους Χ3 και Χ1 διάταξή του και ως προς την παραπομπή της κατηγορουμένης Χ2. Παράλληλα έφεση άσκησε και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ρεθύμνου, κατά του μέρους του βουλεύματος που έκρινε ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων Χ3 και Χ1 και κατά του μέρους της παραπομπής της Χ2 για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση. Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης με το υπ'αριθμ. 289/2006 βούλευμά του, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των Χ4 και Χ2, απέρριψε ως απαράδεκτες τις εφέσεις των πολιτικώς εναγουσών, όσον αφορά την παραπομπή της Χ2, δέχθηκε όμως αυτές ως ουσιαστικά βάσιμες, καθώς και την έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου και μεταρρυθμίζοντας το πρωτόδικο βούλευμα ως προς τα ζητήματα αυτά παρέπεμψε στο ακροατήριο την μεν Χ2 για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, τον δε Χ3 και Χ1 για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση. Κατόπιν αιτήσεων αναιρέσεως που άσκησαν οι κατηγορούμενοι κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 93/2006 απόφαση του δικαστηρίου σας, με την οποία αναιρέθηκε για έλλειψη αιτιολογίας το υπ'αριθμ. 289/06 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους από κείνους που δίκασαν προηγουμένως. Μετά ταύτα, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, εξέδωσε το υπ'αριθμ. 157/2007 βούλευμά του, με το οποίο: Α) 1) απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των κατηγορουμένων Χ4 και Χ2, 2) δέχθηκε: α) τυπικά και κατ'ουσία την από 28-7-2006 έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης κατά του υπ'αριθμ. 112/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης και β) εν μέρει τυπικά και κατ'ουσία τις από 8-8-2006 εφέσεις των Ψ1 και Ψ2 πολιτικώς εναγουσών, κατά του αυτού ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης, κατά το μέρος της απαλλακτικής για τους Χ3 και Χ1 διάταξης, Β) απέρριψε ως απαράδεκτες τις από 8-8-2006 εφέσεις των ως άνω πολιτικώς εναγουσών κατά του ανωτέρω πρωτοδίκου βουλεύματος κατά το σκέλος της παραπεμπτικής διάταξης για την Χ2 ως προς την απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, Γ) κήρυξε άκυρο το προσβαλλόμενο 112/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης, ως προς τις παραπεμπτικές του διατάξεις, διακράτησε την υπόθεση και εξαφάνισε αυτό ως προς την απαλλακτική διάταξη, αναφορικά με τους Χ3 και Χ1 για άμεση συνέργεια κατά συναυτουργία σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και, Δ) παρέπεμψε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης, που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης τους κατηγορουμένους: 1) Χ4, κάτοικο ..., 2) Χ2, κάτοικο ..., 3) Χ3, κάτοικο ... και 4) Χ1, κάτοικο ..., για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι: Α) Ο Χ4 με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, που τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές και χρηματική ποινή και ειδικότερα: 1) στην περιοχή ... στις 31-7-2005 και περί ώρα 16.10 με πρόθεση σκότωσε άλλον και συγκεκριμένα ενώ βρισκόταν εντός του υπ'αρ. 328 δωματίου (σουίτας) του ξενοδοχείου "..." εξήγαγε το υπ'αρ. ... πιστόλι τύπου JERICHO 941 FL; διαμετρήματος εννέα (9) χιλιοστομέτρων και πυροβόλησε κατά του Α σε δύο χρονικά στάδια, ρίπτοντας κατ'αυτού πέντε (5) βολές, από τις οποίες τις δύο βολές έρριψε όταν ο παθών είχε ήδη καταρρεύσει στον καναπέ, τοιουτοτρόπως δε προκάλεσε σ'αυτόν κακώσεις των σπλάχνων, του θώρακα και της κοιλίας του, με συνέπεια τον θάνατο του εξ αιτίας αιμορραγικής καταπληξίας, ενώ τελούσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως να θανατώσει το θύμα του και κατά το χρόνο εκτελέσεως της πράξεως, 2) στα ... στις 31-7-2005 με τη χρήση όπλου, διέπραξε κακούργημα και ειδικότερα έκανε χρήση του υπ'αρ. ... πιστολιού, τύπου JERICHO 941 FL, διαμετρήματος εννέα (9) χιλιοστομέτρων, για τη διάπραξη του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, 3) στον ... (δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου ...) Ρεθύμνης, κατά τις νυκτερινές ώρες της 29ης και 30ης Ιουλίου 2005 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση τoυ αυτού εγκλήματος; ενώ ήταν στρατιωτικός (λιμενικός), με πρόθεση πυροβόλησε αυτοβούλως και χωρίς εύλογη αιτία, σε ειρηνική περίοδο και συγκεκριμένα, ενώ ήταν λιμενοφύλακας, έλαβε μέρος σε εορταστικές εκδηλώσεις και πυροβόλησε πολλές φορές, όχι κατακαθορισμένου στόχου με το υπ7 αρ. ... πιστόλι, τύπου JERICHO 941 FL, διαμετρήματος εννέα (9) χιλιοστομέτρων και με πολυβόλο όπλο τύπου Καλάζνικωφ, 4) στον ... (δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου ...) Ρεθύμνης κατά τις νυκτερινές ώρες της 29ης και 30ης Ιουλίου 2005, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, αν και απαγορεύεται να φέρονται όπλα, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, έφερε πυροβόλο όπλο τύπου Καλάζνικωφ, χωρίς να έχει εφοδιαστεί με την ανωτέρω άδεια, 5) στον ... (δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου ...) Ρεθύμνης σε χρόνο προγενέστερο της 29ης και 30ης Ιουλίου 2005, αν και η κατοχή όπλου απαγορεύεται χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, κατείχε πυροβόλο όπλο τύπου Καλάζνικωφ, χωρίς να έχει εφοδιαστεί με την πιο πάνω άδεια . -Β) Η Χ2 με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές κα< ειδικότερα :1) στην περιοχή ... στις 31-7-2005 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη- πράξη που διέπραξε και ειδικότερα εκμεταλλευόμενη το γεγονός της συγγενικής σχέσης και με τον τρόπο που θα περιγραφεί, παρώθησε τον αδελφό της Χ4, να πραγματώσει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, όπως αυτό αναφέρθηκε παραπάνω, αφού ύστερα από φιλονικία με το σύζυγο της Α με τον οποίο είχε τελέσει νόμιμο γάμο την προτεραία (30-7-2005), ενημέρωσε μέλη του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος, με τελικό αποδέκτη τον Χ4, για την εκφρασθείσα σ; αυτήν βούληση του συζύγου της Α να αναχωρήσει μόνος του για τη ... και ανέμενε έξω από το ξενοδοχείο "...", στο οποίο εκείνη με το σύζυγο της είχαν διανυκτερεύσει κατά την πρώτη νύκτα του γάμου τους, τον Χ4, ενώ γνώριζε τον ευερέθιστο χαρακτήρα του και τη συνήθεια που είχε να μην αποχωρίζεται το όπλο του, όταν δε ο τελευταίος κατέφθασε στο ξενοδοχείο ,συζήτησε για λίγο μαζί του και ακολούθως κατόπιν προσκλήσεως της ,τον οδήγησε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου (αριθμ. 328), όπου είχαν διανυκτερεύσει και βρισκόταν ο Α, προς το οποίο η διέλευση του από το χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου θα ήταν ανεπίτρεπτη και παρέστη κατά την τέλεση της ανθρωποκτονίας, χωρίς να επιδιώξει την αποτροπή της, παρεμποδίζοντας τον Χ4 να ρίψει τους πιο πάνω πυροβολισμούς κατά του Α και εν συνεχεία μετά τη ρίψη των πυροβολισμών απομακρύνθηκε από το ξενοδοχείο ψύχραιμα, μαζί με τον αυτουργό, γεγονός ενισχυτικό της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας, ενώ τελούσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά το χρόνο λήψεως της απόφασης να καταστεί ηθική αυτουργός στην ανθρωποκτονία με πρόθεση του Α, όσο και κατά τον χρόνο πραγματώσεως της ηθικής αυτουργίας και 2) στα ... και στον ... κατά το χρονικό διάστημα από τις 31-7-2005 έως τις 15-12-2005 και σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε επακριβώς, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα ολικά κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή της και συγκεκριμένα εξαιτίας της θανατώσεως του συζύγου της Α, περιήλθαν στην κατοχή της ορισμένα κοσμήματα, που ανήκαν στην κυριότητα του τελευταίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν μία χρυσή πλακέτα, που απεικόνιζε τον Άγιο Γεώργιο, ένα χρυσό δακτυλίδι, ένας χρυσός σταυρός και μία χρυσή αλυσίδα, πράγματα τα οποία ήταν εξ ολοκλήρου ξένα προς την Χ2 και ανήκαν στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Α και δη στις εγκαλούσες Ψ1 και Ψ2, μητέρα και αδελφή του αντίστοιχα, καθώς και σε άλλους, πλην όμως η Χ2, αν και αποποιήθηκε την κληρονομιά στις 28-11-2005, τα παρακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως, η δε υπεξαίρεση έγινε από σύζυγο στην περιουσία, που άφησε ο σύζυγος της. Γ) Ο Χ3 και ο Χ1 στην περιοχή ... στις 31-7-2005, με πρόθεση καθένας εξ αυτών παρέσχε απλή (ψυχική) συνδρομή σε άλλον, πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε ο άλλος και ειδικότερα ο Χ3 μετέβη μαζί με τον Χ4 στο ξενοδοχείο "..." προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της Χ2 , που είχε ανακύψει από την φιλονικία της με τον Α- σύζυγο της, ο οποίος είχε δηλώσει προηγουμένως σ' αυτήν να αποστεί από την έγγαμη συμβίωση και να μεταβεί μόνος του στη ..., όπου βρισκόταν η συζυγική οικία, ενώ έξω από το ξενοδοχείο συναντήθηκαν με τον Χ1, ο οποίος είχε μεταβεί εκεί προκειμένου να συναντηθεί με την Χ2 και οι δύο δε (Χ3 και Χ1) τον συνόδευσαν στο δωμάτιο του Α, μολονότι γνώριζαν τον οξύθυμο χαρακτήρα του Χ4 και τη συνήθεια του να κυκλοφορεί οπλισμένος, παρά ταύτα όμως ουδέν έπραξαν προκειμένου να αποφευχθεί η χρήση του όπλου του, δίδοντας έτσι στον αυτουργό την πεποίθηση της επιδοκιμασίας της επιλογής του και της ανεπιφύλακτης υποστήριξης των ενεργειών του. Πράγματι δε αυτοί, εντός του δωματίου δεν παρενέβησαν για την αποτροπή της ρίψεως των πυροβολισμών κατά του Α, ακόμη και στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των διαφορετικών χρόνων ρίψεως των πυροβολισμών, αλλά αντίθετα αναχώρησαν μαζί του από το δωμάτιο του ξενοδοχείου μετά το τέλος των πυροβολισμών με ψυχραιμία και βοήθησαν στη διαφυγή του, τοιουτοτρόπως δε με ενεργό συμπεριφορά, παρείχαν με πρόθεση ψυχική συνδρομή στον Χ4, πριν και κατά την τέλεση της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ενισχύοντας την απόφαση του να τελέσει το εν λόγω έγκλημα, με τη δημιουργία συνθηκών μείζονος ασφαλείας και βεβαιότητας, ενώ τελούσαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά το χρόνο λήψεως της, αποφάσεως να συνεργήσουν στην ανθρωποκτονία με πρόθεση και κατά το χρόνο υλοποιήσεως της απλής συνδρομής. Κατά του ανωτέρω υπ'αριθμ. 175/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης στρέφονται ήδη οι αναιρεσείοντες Χ4, Χ2, Χ3 και Χ1, με τις υπ'αριθμ. 11/2007, 10/2007, 9/2007 και 13/2007, αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στους τρεις πρώτους στις 13-7-07 και στον τελευταίο στις 18-7-07, ενώ οι αναιρέσεις ασκήθηκαν αντίστοιχα στις 23-7-07 και 27-7-07) από πρόσωπα δικαιούμενα σε άσκηση αναιρέσεως και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως, ήτοι της απόλυτης ακυρότητας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπέρβασης εξουσίας (αρ. 462, 463, 473, 474, 482 § 1 στοιχ. α', 484 § 1 α', δ' και στ' Κ.Π.Δ.).
Συνεπώς, είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. ε' (και ήδη στοιχ. δ') του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα, όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το δικαστικό συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιο δικαστηρίου. Παραπέρα, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 στοιχ. ζ' (και ήδη στοιχ. στ') του ΚΠΔ, υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά το νόμο, για την άσκηση της ή όταν παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενες, για την άσκηση της, προϋποθέσεις. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 299 § 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη", ενώ κατά τη διάταξη της § 2 του ίδιου άρθρου "αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για την κατά το νόμο θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης κατά νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος (άρθρο 27 § 1 του ΠΚ), που συνίσταται στη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης της στην τέλεση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος δόλος, που συνίσταται στο ότι, παρά το γεγονός ότι ο δράστης προέβλεψε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξης ή παράλειψης του το θάνατο άλλου, εντούτοις δεν απέστη, αποδεχόμενος την πραγμάτωση τούτου. Από τη διατύπωση της § 2 του άρθρου 299 του ΠΚ συνάγεται ότι, για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και σε απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά τη λήψη της απόφασης, είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να ευρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης και αυτό γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι της § 2 του άρθρου 299 του ΠΚ για την προβλεπόμενη "απ' αυτή επιεική μεταχείριση. Ως βρασμός ψυχικής ορμής νοείται η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος (π.χ. οργής, φόβου, πάθους), η οποία, χωρίς να φθάσει μέχρι τη διατάραξη της συνείδησης (άρ. 34 και 36 Π.Κ.) ώστε να αποκλείει ή να μειώνει την ικανότητα προς καταλογισμό, αποκλείει τη σκέψη για στάθμιση των αιτίων που κινούν στην πράξη ή συγκρατούν από την τέλεση αυτής. 'Όταν συνεπώς το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο δέχεται ότι από τις αποδείξεις προέκυψε ότι ο δράστης ενήργησε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση συνάγεται ότι απέκλεισε το βρασμό ψυχικής ορμής (ΑΠ 1536/06, ΑΠ 2447/03). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 22 του ΠΚ, συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμυνας, ως λόγου που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, απαιτείται, εκτός των άλλων, άδικη επίθεση που στρέφεται κατά του αμυνόμενου ή άλλου και εκθέτει σε άμεσο κίνδυνο έννομα αγαθά αυτών, εφόσον είναι παρούσα, δηλαδή έχει αρχίσει και συνεχίζεται ή έληξε, αλλά υπάρχει κίνδυνος συνέχισης ή επανάληψης της προσβολής- Επομένως δεν θεωρείται παρούσα η επίθεση όταν εξέλιπεν εντελώς ο κίνδυνος που απείλησε τα έννομα αγαθά, γιατί κατέπαυσε κάθε ενέργεια εκ μέρους του επιτεθέντος, οπότε η μετά απ' αυτήν αντίδραση του προσβληθέντος δεν είναι άμυνα, αλλά εκδίκηση ανεπίτρεπτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 23 του ΠΚ, "όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας, τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε μ' αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 § ια ΠΚ για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, β) διάπραξη από τον άλλο της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Τέλος, από τη διάταξη του άρ. 47 § 1 Π.Κ. σε συνδυασμό με το αρ. 299 Π.Κ. προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία από πρόθεση είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στην γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) και τη βούληση να συμβάλλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ'οιονδήποτε τρόπο και την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως. Κατ'αρχήν, το αίτημα όλων των αναιρεσειόντων, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου σας προς παροχή διευκρινίσεων και ανάπτυξη των υπερασπιστικών τους επιχειρημάτων, είναι παραδεκτό και νόμιμο (αρ. 309 § 2, 485 § 1 Κ.Π.Δ.) αλλά πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού οι αναιρεσείοντες κατά τρόπο διεξοδικό αναπτύσσουν τις απόψεις τους στις αναιρέσεις τους, ώστε η παρουσία τους στο Συμβούλιό σας να μη προσφέρει οτιδήποτε με δεδομένα τα θέματα που κρίνονται στην παρούσα διαδικασία. Το έτερο δε αίτημα των αναιρεσειόντων όπως επιτραπεί στους συνηγόρους τους να αναπτύξουν προφορικά την υπόθεση στο συμβούλιό σας είναι εντελώς αόριστο και ως εκ τούτου απορριπτέο, αφού δεν προσδιορίζονται τα σημεία του προσβαλλομένου βουλεύματος, τα οποία ενόψει των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως έχουν ανάγκη προφορικής ανάπτυξης εκ μέρους των συνηγόρων των αναιρεσειόντων, δεδομένου ότι στο δικαστήριο σας σε Συμβούλιο δεν ερευνάται η ουσία της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει, από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 157/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, που το εξέδωσε, αφού προσδιορίζει κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία στήριξε την κρίση του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε τα ακόλουθα: Στις 30-7-2005 τελέσθηκε ο γάμος των Α, Χ2, κατοίκων ..., στο ..., ιδιαίτερη πατρίδα της νύμφης, επακολούθησε δε γαμήλια συνεστίαση, στην οποία παρευρέθηκε και ο αδελφός της Χ4, που επιδόθηκε σε ρίψη ασκόπων πυροβολισμών (στρατιωτικός ων, σε ειρηνική περίοδο), με το υπ'αριθμ. ... πιστόλιο τύπου JERICHO 941 FL διαμετρήματος εννέα χιλιοστομέτρων, νομίμως κατεχόμενο, καθώς και με πυροβόλο όπλο τύπου ΚΑΛΑΖΝΙΚΩΦ, το οποίο έφερε παράνομα, αλλά και κατείχε παράνομα, σε προγενέστερο χρόνο, ενώ εξ άλλου έκαστο των ποινικών αδικημάτων των ασκόπων πυροβολισμών από στρατιωτικό και της παράνομης οπλοφορίας, πραγματώθηκε κατ'εξακολούθηση με ενότητα δόλου, δεδομένου ότι ο Χ4 είχε πυροβολήσει αναιτίως, με τα δύο πυροβόλα όπλα (εκ των οποίων το όπλο τύπου ΚΑΛΑΝΖΝΙΚΩΦ έφερε παράνομα) και σε άλλη εορταστική εκδήλωση, που έλαβε χώρα στις 29-7-2005, παραμονή του γάμου. Οι νεόνυμφοι κατέλυσαν στο ξενοδοχείο ..., που ευρίσκεται στα ..., σημειώθηκε ωστόσο φιλονικία μεταξύ τους και περί ώρα 14.40 της 31ης-7-2005, η Χ2 ενημέρωσε τηλεφωνικά τον Β, φίλο του συζύγου της και της ιδίας, εν συνεχεία δε γνωστοποίησε τη βούληση του Α να επιστρέψει μόνος του στη ... στον επ' αδελφή γαμβρό της Χ1 (ο οποίος μετέβη προς συνάντηση της έξωθεν του ξενοδοχείου) και σε άλλα μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, με τελικό αποδέκτη το Χ4, τον οποίο ανέμενε, μαζί με το Χ1 και ο οποίος έσπευσε στο ξενοδοχείο, μαζί με τον αδελφό τους Χ3, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της Χ2, ενώ εξ άλλου, κατόπιν κλήσεως της τελευταίας, όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στο υπ' αριθμ. 328 δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου ευρισκόταν ο Α, σημειωτέον μάλιστα ότι η διέλευση των υπολοίπων προς το δωμάτιο, από το χώρο της υποδοχής του ξενοδοχείου, θα ήταν ανεπίτρεπτη, εάν δεν οδηγούντο υπό της Χ2, σύμφωνα με τα τηρούμενα στο ξενοδοχείο. Εντός του δωματίου διαμείφθηκε συζήτηση είκοσι λεπτών περίπου και τότε ο Χ4 εξήγαγε το πιστόλιο του, που έφερε μολονότι ευρισκόταν εκτός υπηρεσίας και περί ώρα 16.10, πυροβόλησε κατά του Α, σε δύο χρονικές φάσεις, ρίπτοντας πέντε βολές, (βλ και την υπ'αριθμ. πρωτ. .../13/15477α/2005 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου Ε.ΛΛ.ΑΣ), από τις οποίες τις δύο βολές έρριψε όταν ο παθών είχε ήδη καταρρεύσει στον καναπέ, τοιουτοτρόπως δε, όπως εξάγεται από την υπ' αριθμ. πρωτ. 87/2006 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Κρήτης, προκάλεσε κακώσεις των σπλάγχνων, του θώρακα και της κοιλίας του, ! με συνέπεια το θάνατο του, εξ αιτίας αιμορραγικής καταπληξίας, ενώ η ανθρωποκτόνος πρόθεση του Χ4 καταδεικνύεται από τον αριθμό των πυροβολισμών και τη στόχευση στα καίρια όργανα του παθόντος. Ο Χ4 διαμόρφωσε την απόφαση του να αποκτείνει το Α, καθ' όλο το διάστημα, αφ' ότου πληροφορήθηκε τη θέληση του να αποστεί του εγγάμου βίου, μέχρι τη στιγμή της διαπιστώσεως, εντός του ξενοδοχείου, ότι παρά τις παραινέσεις των τριών επισκεπτών του, ενέμενε στη θέση της χωριστής, από τη σύζυγο του, διαβιώσεως, τελούσε δε ο κατηγορούμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως να θανατώσει το θύμα του, αλλά και κατά το χρόνο εκτελέσεως της πράξεως, όπως συνάγεται από τη μετάβαση του στο ξενοδοχείο με το όπλο του έτοιμο προς πυροδότηση, την άνευ του ελαχίστου ενδοιασμού ή οίκτου, χρήση του και τη ψύχραιμη αποχώρηση από το ξενοδοχείο, με τη συνοδεία των υπολοίπων κατηγορουμένων και την απόκρυψη του έως τις 2-8-2005, οπότε συνελήφθη, έπειτα από προσέλκυση στο Τμήμα Ασφαλείας Ρεθύμνου, ενώ συνδρομή βρασμού ψυχικής ορμής, λόγω αιφνίδιας υπερδιεγέρσεως των συναισθημάτων του, ως συνέπεια της συμπεριφοράς του Α, προς τον ίδιο και την αδελφή του, η οποία επλήγη στο πρόσωπο, αποκλείεται, εφ' όσον και αληθών υποτιθεμένων των περιστατικών του επικαλείται, δεν δικαιολογούν την ένταση των συναισθημάτων, σε βαθμό επηρεασμού της λογικής σκέψεως, ούτε εξηγούν την πρακτική της αντεκδικήσεως, για λόγους οικογενειακούς και προσωπικούς, την οποία ο Χ4 εφήρμοσε η τη φυγή τούτου, με εγκατάλειψη του θύματος. Οι ισχυρισμοί του Χ4 περί ελλείψεως καταλογισμού ένεκα διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών, της συνειδήσεως και ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αποκλεισμού αδίκου, σε άμυνα και υπέρβαση των ορίων της, (που δεν προβλήθηκαν με την απολογία του στον Ανακριτή, αλλά μεταγενεστέρως), πέραν της αντιφατικής σωρρεύσεως, είναι αβάσιμοι, καθ' όσον εις ουδεμία σύγχυση - θόλωση περιήλθε, ούτε ηδύνατο να περιέλθει, οπλισμένος τυγχάνων και εκπαιδευμένος στη χρήση του όπλου, ενώ ο Α ήταν άοπλος, ως προς δε τον ισχυρισμό αμύνης και υπερβάσεως αυτής, δεν υφίστατο παρούσα επίθεση του τελευταίου, αντίθετα ο Χ4 και η αδελφή του, είχαν τη συμπαράσταση των δύο συνεργών, ενώ άλλωστε είχαν εκδηλώσει τη διάθεση εξόδου τους από το δωμάτιο, πράγμα το οποίο και ο Α επιζητούσε. Περαιτέρω η Χ2 συντέλεσε αποφασιστικά στο σχηματισμό της αποφάσεως του φυσικού αυτουργού, να θανατώσει το Α, όπως εναργώς εξάγεται από την αλληλουχία των κάτωθι γεγονότων, δηλαδή, α) γνωρίζοντας τον ευέξαπτο χαρακτήρα του αδελφού της και τη συνήθεια να μην αποχωρίζεται το πυροβόλο όπλο, για την οποία στο παρελθόν είχε εκφράσει την ανησυχία της, στην οικογένεια του Α, μερίμνησε να ενημερωθεί αυτός για το διαπληκτισμό με το σύζυγο της, β) καταλήφθηκε να αναμένει την έλευση του έξωθεν του ξενοδοχείου, γ) αν και για την τελική συνομιλία με το Α, προφανώς αρκούσε η παρουσία του μεγαλύτερου αδελφού της Χ3 και του Χ1, εκείνη εξασφάλισε την είσοδο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και του Χ4, αφού προηγουμένως συζήτησε μαζί του, δ) η παράσταση της στο δωμάτιο, κατά το χρόνο της ανθρωποκτονίας, την οποία δεν επιδίωξε να αποτρέψει όταν άρχισε η εκδήλωση της ή έστω στο μεσοδιάστημα παύσεως (προσωρινά) των πυροβολισμών, αλλά και η φυγή της, αμέσως μετά το τέλος των πυροβολισμών κατά του Α, ομού μετά του αυτουργού και των υπολοίπων, διατηρώντας την αυτοκυριαρχία της, συνιστούν συμπεριφορά, που ενισχύει την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Επιβεβαιώθηκε συνεπώς ότι η Χ2 παρακίνησε το Χ4 να πραγματώσει την ανθρωποκτονία με πρόθεση, δια του προμνησθέντος τρόπου και με μέσο, την εκμετάλλευση της συγγένειας, ενώ εξ άλλου τελούσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως, να καταστεί ηθική αυτουργός στην ανθρωποκτονία με πρόθεση του Α, όσο και κατά το χρόνο πραγματώσεως της ηθικής αυτουργίας, παρατηρείται δε ότι εσφαλμένως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την παρέπεμψε σε δίκη για απλή συνεργεία στην ανθρωποκτονία με πρόθεση, μεταβάλλοντας την ηθική αυτουργία (στην ανωτέρω πράξη), για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Ετέρωθεν οι Χ3, Χ1 με πρόθεση προσέφεραν απλή (ψυχική) συνδρομή στον αυτουργό, πριν και κατά την τέλεση της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, δεδομένου ότι ο Χ3 μετέβη μαζί με το Χ4 στο ξενοδοχείο και αμφότεροι τον συνόδευσαν στο σωμάτιο του Α, γνωρίζοντας τον οξύθυμο χαρακτήρα του Χ4 και τη συνήθεια να κυκλοφορεί οπλισμένος, παρά ταύτα ουδέν έπραξαν για να αποφευχθεί η χρήση του όπλου του, δίδοντες στον αυτουργό την πεποίθηση της επιδοκιμασίας της επιλογής του και της ανεπιφύλακτης υποστηρίξεως των ενεργειών του, πράγματι δε αυτοί, εντός του δωματίου δεν παρενέβησαν για την αποτροπή της ρίψεως πυροβολισμών κατά του Α ακόμα και στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των διαφορετικών χρονών των πυροβολισμών, αλλά αντίθετα αναχώρησαν μαζί του από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, μετά το τέλος των πυροβολισμών, με ψυχραιμία και βοήθησαν στη διαφυγή του, ούτως δε, με ενεργό συμπεριφορά, παρείχαν με πρόθεση, ψυχική συνδρομή στο Χ4, πριν και κατά την τέλεση της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, ενισχύοντας την απόφαση του να τελέσει το εν λόγω έγκλημα, με τη δημιουργία συνθηκών μείζονος ασφαλείας και βεβαιότητος. Η παραπομπή των Χ3, Χ1 για απλή συνεργεία, αποτελεί επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ενώ άλλωστε οι απλοί συνεργοί τελούσαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως τους να συνεργήσουν στην ανθρωποκτονία με πρόθεση, όσο και κατά το χρόνο υλοποιήσεως της απλής συνδρομής. Εξ ετέρου ο Γεώργιος Ιντζεϊδης κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, μεταξύ άλλων, από τις νυν εγκαλούσες Ψ1, μητέρα, και Ψ2, αδελφή, η Χ2 όμως, στην οποία, ένεκα της θανατώσεως του συζύγου της περιήλθαν ορισμένα κοσμήματα, ιδιοκτησίας του τελευταίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνοντο χρυσή πλακέτα, που απεικόνιζε τον Άγιο Γεώργιο, χρυσό δακτυλίδιο, χρυσός σταυρός και χρυσή αλυσίδα, στη χρονική, περίοδο από τις 31-7-2005 έως τις 15-12-2005, σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε εντελώς, τα παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, μολονότι αποποιήθηκε την κληρονομιά στις 28-11-2005, ο δε ισχυρισμός της ότι εμπίπτουν στο εξαίρετο, είναι ανακριβής, αφού δεν συνήχθη χρησιμοποίηση τους εκ μέρους και των δύο συζύγων η μόνο της Χ2, ούτε πάντως δικαιούτο στο εξαίρετο, εξ αιτίας της αποποιήσεως της κληρονομιάς (άρθρο 1820 Α.Κ.), ενώ η πράξη φέρει τη μορφή υφαιρέσεως - υπεξαιρέσεως από σύζυγο, στην περιουσία που άφησε ο σύζυγος του (άρθρο 378 β Π.Κ. βλ. σχετ. Εφ. Δωδ. 45/1991, Π.Χ. MB'. 598). Όσον αφορά στην αιτίαση για οικειοποίηση χρηματικού ποσού, οι απλές πιθανολογήσεις, που περιέχονται στην έγκληση, δεν επαληθεύθηκαν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και εντεύθεν το σχετικό τμήμα της κατηγορίας για υπεξαίρεση, πρέπει να απαλειφθεί (χωρίς να χρειάζεται απαλλακτική διάταξη, διότι η υπεξαίρεση έχει διαρθρωθεί ως μία ενιαία πράξη). Ως είναι γνωστό, η αποδεικτική αξιοποίηση των μαρτυρικών καταθέσεων του κατηγορουμένου, επάγεται απόλυτη ακυρότητα (βλ. σχετ. ΑΠ 1/2004 (Ολομ.), Π.Χ. ΝΕ\ 113), εφ' όσον δε στο πληττόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, α) αξιολογήθηκε η από 13-2-2006 ανώμοτη κατάθεση του Χ4, που λήφθηκε κατά τη διαδρομή προκαταρκτικής εξετάσεως εναντίον του για το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών, καίτοι ήταν ήδη κατηγορούμενος για την ίδια αξιόποινη πράξη και β) αξιολογήθηκε η από 4-8-2005 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου Χ3, που δόθηκε στο πλαίσιο αυτοψίας του Ανακριτή του Ναυτοδικείου Χανίων, το εκδοθέν βούλευμα πάσχει εξ απολύτου ακυρότητος, α) ως προς την παραπεμπτική διάταξη για το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών κατ' εξακολούθηση, β) ως προς όλες τις παραπεμπτικές διατάξεις και απαιτείται η κήρυξη του ως ακύρου, έστω και εάν η ακυρότητα δεν έχει προβληθεί με λόγο εφέσεως από τους Χ4, Χ2 (βλ. σχετ. Συμβ. Εφ. Πειρ. 72/2001. Πρ. Λογ. ΓΟΛ 2001. 145). Επειδή κατ' ακολουθία όσων αναλύθηκαν έως τώρα, ακυρουμένου του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης, αναφορικά με τις παραπεμπτικές διατάξεις, γεννώνται σοβαρές ενδείξεις προς παραπομπή σε δίκη, του κατηγορουμένου Χ4 με τις κατηγορίες της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της υπεξαιρέσεως - υφαιρέσεως (με απάλειψη της υπεξαιρέσεως χρηματικού ποσού), εξαφανιζομένου δε του ιδίου βουλεύματος, ως προς την απαλλακτική διάταξη για άμεση συνεργεία κατά συναυτουργία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, γεννώνται σοβαρές ενδείξεις προς παραπομπή σε δίκη, των κατηγορουμένων Χ3λάκη, με τις προκείμενες κατηγορίες, ως και της κατηγορουμένης Χ2, Χ1, για απλή συνεργεία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, αναφορικά με τις αποδιδόμενες στους αναιρεσείοντες αξιόποινες πράξεις, ήτοι στον μεν πρώτο Χ4 της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της παράνομης οπλοχρησίας, της παράνομης οπλοφορίας κατ'εξακολούθηση, της παράνομης κατοχής πολεμικού όπλου και των ασκόπων πυροβολισμών από στρατιωτικό σε ειρηνική περίοδο κατ'εξακολούθηση, στη δε δεύτερη Χ2 της ηθικής αυτουργίας στην ανθρωποκτονία από πρόθεση και της υπεξαίρεσης- υφαίρεσης και στους τρίτο και τέταρτο Χ3 και Χ1 της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εφόσον εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσαν ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες σ'αυτούς ως άνω αξιόποινες πράξεις, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των ανωτέρω κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 18, 26 § 1α, 27 § 1, 46 § 1α, 471 § 1, 94 § 1, 98, 299 § 1, 375 § 1α-378 β ΠΚ, 1α, 7 § 1, 2 και 8α, 10 § 1, 2 και 13α, 14 του ν. 2168/93 και 66 α του ν. 2287/95 του Σ.Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο προβαλλόμενος από όλους τους αναιρεσείοντες λόγο αναιρέσεως της ελλείψεως αιτιολογίας. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών, αναφέρει λεπτομερώς τον τρόπον και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων Χ4 διέπραξε τα ως άνω εγκλήματα και ιδία εκείνο της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, αιτιολογημένα δε απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς αυτού περί διαταράξεως της συνειδήσεώς του, όταν τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας, που του στέρησε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του γι'αυτό, άλλως της ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, άλλως ότι τέλεσε την πράξη αυτή σε βρασμό ψυχικής ορμής και ότι σε κάθε περίπτωση ενήργησε ευρισκόμενος σε άμυνα, υπό το κράτος φόβου και ταραχής. Επίσης με τις παραπάνω παραδοχές αιτιολογημένα στήριξε την κρίση του περί ηθικής αυτουργίας εκ μέρους της αναιρεσείουσας Χ2 και περί απλής συνέργειας εκ μέρους των λοιπών αναιρεσειόντων στην ως άνω πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Η αιτίαση δε των αναιρεσειόντων ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας , διότι δεν συνεκτίμησε και δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμη, και απορριπτέα, αφού, όπως προαναφέρεται, το προσβαλλόμενο προσδιορίζει τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη, κατά το είδος τους, ενώ αρκεί για την ύπαρξη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, η γενική κατά το είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να απαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού μέσου, ούτε τί προέκυψε από καθένα απ'αυτά, ούτε και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Επομένως είναι αβάσιμη και απορριπτέα η αιτίαση των δύο πρώτων αναιρεσειόντων ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του το από 31-7-2005 ιατρικό σημείωμα του Ιατρού της Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνης Γ, καθώς και η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Συμβούλιο τούτο δεν έλαβε υπόψη του το ιδιόχειρο σημείωμα του συζύγου της που μνημονεύεται στην από 1-8-2005 έκθεση αυτοψίας του Διευθυντή του Τμήματος Ασφάλειας Ρεθύμνου. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από όλους τους αναιρεσείοντες λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα για το λόγο ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε αναιτιολόγητα το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη ενώπιόν του εμφάνισή τους και για προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως από τους συνηγόρους τους, είναι αβάσιμος διότι το Συμβούλιο Εφετών, εκθέτοντας ότι "καθόσον αυτοί (κατηγορούμενοι) έχουν διατυπώσει με επάρκεια τις απόψεις τους και ειδικότερα ο Χ4 και Χ2 μετις από 3-8-2006 διεξοδικές εφέσεις τους, επιπλέον δε η Χ2 και με το από 28-4-2006 απολογητικό της υπόμνημα, που έχει υπογραφεί και από τους συνηγόρους της, ενώ ο Χ3 και ο Χ1 με τα λεπτομερή απολογητικά υπομνήματά τους, τα οποία έχουν υπογραφεί και από τους συνηγόρους τους, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών (απόψεων)" αιτιολογημένα απέρριψε στο σχετικό αίτημα των αναιρεσειόντων και συνεπώς δεν παρεβίασε το άρθρο 309 § 2 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 § 1 δ' ΚΠΔ (ΑΠ 1104/95), πέραν του ότι απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται μόνον όταν το Συμβούλιο δεν απαντά καθόλου στο αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου (ΑΠ 310/96, ΑΠ 1441/97). Επίσης ο προβαλλόμενος από τους αναιρεσείοντες Χ2, Χ3 και Χ1 λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας (αντί του ορθού απόλυτης ακυρότητας) διότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δη το υπ'αριθμ. 17/2005 βούλευμα του Ναυτοδικείου Χανίων, είναι αβάσιμος, και ως εκ τούτου απορριπτέος. Διότι από την επιτρεπτή επισκόπηση του ως άνω βουλεύματος για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο του Ναυτοδικείου Χανίων με το ως άνω βούλευμά του κήρυξε εαυτό καθύλη αναρμόδιο προς εκδίκαση της κατά του πρώτου αναιρεσείοντος ποινικής υπόθεσης, λόγω της διαφαινόμενης κατά την κρίση του συμμετοχής και ιδιωτών (δηλαδή των λοιπών αναιρεσειόντων) στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και παρέπεμψε την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης.
Συνεπώς, αποτελεί το βούλευμα αυτό νόμιμο στοιχείο της δικογραφίας. Όπως δε συνάγεται από το προσβαλλόμενο βούλευμα, ελήφθη υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών όχι για τη στήριξη της παραπεμπτικής του κρίσης, αλλά για τον έλεγχο της καθύλη αρμοδιότητας και του λόγου της ιδιότητας του πρώτου αναιρεσείοντος ως λιμενικού, αφού αναφέρεται διηγηματικά και μόνο στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος. Επίσης η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το προσβαλλόμενο δεχόμενο την ύπαρξη των καταθέσεων, που δεν έλαβε υπόψη, στη δικογραφία, παραβίασε το αρ. 31 § 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 171 § 1δ ΚΠΔ, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, αφού η τοιαύτη παραμονή δεν επιφέρει ακυρότητα (ΑΠ 976/04) και επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας. Τέλος, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται ότι το προσβαλλόμενο υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας διότι αφενός δέχθηκε ως παραδεκτές τις από 8-8-2006 εφέσεις των πολιτικώς εναγουσών Ψ1 και Ψ2, (μητέρας και αδελφής του θανόντος) κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης ως προς την απαλλακτική του διάταξη, με την οποία αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων Χ3 και Χ1 για άμεση συνέργεια κατά συναυτουργία σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και στη συνέχεια ερεύνησε κατ'ουσία την υπόθεση, ενώ έπρεπε να τις απορρίψει ως απαράδεκτες, αφετέρου απέρριψε αυτές (εφέσεις) ως προς την παραπομπή της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ2 ως απλής συνεργού στην ανθρωποκτονία από πρόθεση, γιατί κατά το σκέλος αυτό δεν είχαν (οι πολιτικώς ενάγουσες) δικαίωμα εφέσεως. Προς υποστήριξη δε των ισχυρισμών τους αυτών αιτιώνται ότι η δήλωση των ως άνω πολιτικώς εναγουσών για παράσταση πολιτικής αγωγής δεν ήταν νομότυπη για το λόγο ότι στη μήνυσή τους δήλωσαν ότι "παρίστανται ως πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, ποσού 44 ευρώ η καθεμία" και διόρισαν αντίκλητο τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Θωμά Νισύριο, δηλαδή αντίκλητο εκτός της έδρας του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, ενώ κατά την εξέτασή τους ως μάρτυρες στις 13-3-2006, ενώπιον του Ανακριτή Ρεθύμνης, δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής "για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για ποσό 44 ευρώ" και διόρισαν αντίκλητό τους τον δικηγόρο Ρεθύμνης Θωμά Λεχωβίτη, χωρίς να αναφέρουν ότι ο τελευταίος είναι και κάτοικος ... . Οι αιτιάσεις όμως αυτές είναι απαράδεκτες και ως εκ τούτου απορριπτέες. Διότι κατά το άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, επιφέρει η παράσταση παρά το νόμο του πολιτικώς ενάγοντος μόνο κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από την οποία απόλυτη ακυρότητα καθιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 § 1 στοιχ. α' ΚΠΔ, όχι όμως και όταν η εν λόγω παράβαση γίνεται στην προδικασία, η οποία περατώνεται με την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς περιλαμβάνει και τη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου (αρ. 309, 318 και 320 ΚΠΔ). Και αυτό γιατί η πλημμέλεια αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 ΚΠΔ (ΑΠ 1254/05, ΑΠ 497/81). Πέραν όμως αυτών, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής των ως άνω πολιτικώς εναγουσών που έγινε ενώπιον του Ανακριτή Ρεθύμνης είναι νομότυπη, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 84 ΚΠΔ στοιχεία, ενώ δεν επηρεάζεται το κύρος της δηλώσεώς τους από την αναφορά σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αντί του ορθού "λόγω ψυχικής οδύνης" (σχετ. ΑΠ 2396/04, ΑΠ 1277/80). Ακόμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ3 ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπόψη του μαρτυρική κατάθεσή αυτού, που είχε ληφθεί από τον Ανακριτή του Ναυτοδικείου Χανίων κατά τη διενέργεια της αυτοψίας στις 4-8-2005 πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, είναι αβάσιμη, αφού στο σκεπτικό του βουλεύματος ρητώς εκτίθεται ότι η κατάθεση αυτή του εν λόγω αναιρεσείοντος δεν λαμβάνεται υπόψη.
Συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (31 § 2 171 § 1δ και 484 § 1α' ΚΠΔ). Κατ'ακολουθία αυτών όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου σας καθώς για προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως εκ μέρους των συνηγόρων τους και 2) να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 11/2007, 10/2007, 9/2007 και 13/2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντιστοίχως, των 1) Χ4, 2) Χ2, 3) Χ3, κατοίκων ... και 4) Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 175/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 14 Νοεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 299 ΠΚ και της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, συνάγεται ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, απαιτείται αντικειμενικώς η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου και, υποκειμενικώς, δόλος, του οποίου γίνεται διάκριση σε προμελετημένο, απαιτουμένης σε αυτήν την περίπτωση, ψυχικής ηρεμίας του δράστη, είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως και απρομελέτητο, οπότε απαιτείται, για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, περιέλευση τούτου σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της πράξεως, προς ύπαρξη δε βρασμού ψυχικής ορμής, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος ή πάθους, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση να φθάνει σε ψυχική κατάσταση αποκλείουσα τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα σταθμίσεως των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν από αυτήν. Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α ΠΚ, συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς, α) πρόκληση στον αυτουργό να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, γενόμενη με οιονδήποτε τρόπο, αρκούντος ότι το μέσο που χρησιμοποιήθηκε, παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει αρχή εκτελέσεώς της και υποκειμενικός, δόλος, που έγκειται στην ηθελημένη παραγωγή στον αυτουργό της αποφάσεως, με γνώση και βούληση ή αποδοχή της πράξεως. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρ. 47 § 1 Π.Κ. σε συνδυασμό με το αρ. 299 Π.Κ., προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τελεσμένη ανθρωποκτονία από πρόθεση είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στην γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ'οιονδήποτε τρόπο και την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 22 του ΠΚ, συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμυνας, ως λόγου που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, απαιτείται, εκτός των άλλων, άδικη επίθεση, που στρέφεται κατά του αμυνόμενου ή άλλου και εκθέτει σε άμεσο κίνδυνο έννομα αγαθά αυτών, εφόσον είναι παρούσα, δηλαδή έχει αρχίσει και συνεχίζεται ή έληξε, αλλά υπάρχει κίνδυνος συνέχισης ή επανάληψης της προσβολής. Επομένως, δεν θεωρείται παρούσα η επίθεση όταν εξέλιπε εντελώς ο κίνδυνος που απείλησε τα έννομα αγαθά, γιατί κατέπαυσε κάθε ενέργεια εκ μέρους του επιτεθέντος, οπότε η μετά απ' αυτήν αντίδραση του προσβληθέντος δεν είναι άμυνα, αλλά εκδίκαση ανεπίτρεπτη. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο .Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου . Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
Κατ' αρχάς στις υπ'αρ. 9, 10, 11 και 13/2007 αιτήσεις αναιρέσεως κατά του υπ' αρ. 175/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης διατυπώνεται το αίτημα όλων των αναιρεσειόντων, το μεν για την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, για την παροχή διευκρινίσεων και ανάπτυξη σχετικών υπερασπιστικών τους επιχειρημάτων, το δε για να επιτραπεί στο συνήγορό τους να αναπτύξει προφορικά την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο. Το πρώτο αίτημα είναι νόμιμο, κατ' άρθρο 309 παρ. 2 και 485 Κ.Π.Δ., πλην, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενόψει του ότι οι αναιρεσείοντες κατά τρόπο διεξοδικό αναπτύσσουν τις απόψεις τους στις πολυσέλιδες αναιρέσεις τους, ώστε η παρουσία τους το Συμβούλιο να μην προσφέρει οτιδήποτε επιπλέον. Αντιθέτως, το δεύτερο αίτημα, είναι μη νόμιμο, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν παρέχεται η δυνατότητα στο συνήγορο του κατηγορουμένου να αναπτύσσει προφορικά την υπόθεση ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο ως άνω, βούλευμα, του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος των αναιρεσειόντων, για τις πράξεις, της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική διάθεση, οπλοχρησίας, ασκόπων πυροβολισμών, οπλοφορίας κατ' εξακολούθηση και κατοχής όπλου για τον Χ4, της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση και της υφαιρέσεως-υπεξαιρέσεως η Χ2 και της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση για τους Χ3 και Χ1, ήτοι για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 14, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α, 47 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 299 παρ. 1, 375 παρ. 1α - 378 παρ. β' ΠΚ, 1α, 7 παρ. 1, 2 και 8α, 10 παρ. 1, 2 και 13α, 14 του Ν. 2168/93 και 66α του Ν. 2287/1995.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, αφού προσδιορίζει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία στήριξε την κρίση του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Στις 30-7-2005 τελέσθηκε ο γάμος των Α, Χ2, κατοίκων ..., στο ..., ιδιαίτερη πατρίδα της νύμφης, επακολούθησε δε γαμήλια συνεστίαση, στην οποία παρευρέθηκε και ο αδελφός της Χ4, που επιδόθηκε σε ρίψη άσκοπων πυροβολισμών (στρατιωτικός ων, σε ειρηνική περίοδο), με το υπ'αριθμ. ... πιστόλιο τύπου JERICHO 941 FL, διαμετρήματος εννέα χιλιοστομέτρων, νομίμως κατεχόμενο, καθώς και με πυροβόλο όπλο τύπου ΚΑΛΑΖΝΙΚΩΦ, το οποίο έφερε παράνομα, αλλά και κατείχε παράνομα, σε προγενέστερο χρόνο, ενώ, εξ άλλου, έκαστο των ποινικών αδικημάτων των άσκοπων πυροβολισμών από στρατιωτικό και της παράνομης οπλοφορίας, πραγματώθηκε κατ'εξακολούθηση με ενότητα δόλου, δεδομένου ότι ο Χ4 είχε πυροβολήσει αναιτίως, με τα δύο πυροβόλα όπλα (εκ των οποίων το όπλο τύπου ΚΑΛΑΝΖΝΙΚΩΦ έφερε παράνομα) και σε άλλη εορταστική εκδήλωση, που έλαβε χώρα στις 29-7-2005, παραμονή του γάμου. Οι νεόνυμφοι κατέλυσαν στο ξενοδοχείο ..., που ευρίσκεται στα ..., σημειώθηκε ωστόσο φιλονικία μεταξύ τους και περί ώρα 14.40 της 31ης-7-2005, η Χ2 ενημέρωσε τηλεφωνικά τον Β, φίλο του συζύγου της και της ιδίας, εν συνεχεία δε γνωστοποίησε τη βούληση του Α να επιστρέψει μόνος του στη ... στον επ' αδελφή γαμβρό της Χ1 (ο οποίος μετέβη προς συνάντησή της έξωθεν του ξενοδοχείου) και σε άλλα μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, με τελικό αποδέκτη το Χ4, τον οποίο ανέμενε, μαζί με το Χ1 και ο οποίος έσπευσε στο ξενοδοχείο, μαζί με τον αδελφό τους Χ3, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της Χ2, ενώ, εξ άλλου, κατόπιν κλήσεως της τελευταίας, όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στο υπ' αριθμ. 328 δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου ευρισκόταν ο Α, σημειωτέον μάλιστα ότι η διέλευση των υπολοίπων προς το δωμάτιο, από το χώρο της υποδοχής του ξενοδοχείου, θα ήταν ανεπίτρεπτη, εάν δεν οδηγούντο υπό της Χ2, σύμφωνα με τα τηρούμενα στο ξενοδοχείο. Εντός του δωματίου διαμείφθηκε συζήτηση είκοσι λεπτών περίπου και τότε ο Χ4 εξήγαγε το πιστόλιό του, που έφερε μολονότι ευρισκόταν εκτός υπηρεσίας και περί ώρα 16.10, πυροβόλησε κατά του Α, σε δύο χρονικές φάσεις, ρίπτοντας πέντε βολές, (βλ και την υπ'αριθμ. πρωτ. .../13/15477α/2005 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου Ε.ΛΛ.ΑΣ), από τις οποίες τις δύο βολές έρριψε, όταν ο παθών είχε ήδη καταρρεύσει στον καναπέ τοιουτοτρόπως δε, όπως εξάγεται από την υπ' αριθμ. πρωτ. 87/2006 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Κρήτης, προκάλεσε κακώσεις των σπλάγχνων, του θώρακα και της κοιλίας του, με συνέπεια το θάνατο του, εξ αιτίας αιμορραγικής καταπληξίας, ενώ η ανθρωποκτόνος πρόθεση του Χ4 καταδεικνύεται από τον αριθμό των πυροβολισμών και τη στόχευση στα καίρια όργανα του παθόντος. Ο Χ4 διαμόρφωσε την απόφασή του να αποκτείνει το Α, καθ' όλο το διάστημα, αφ' ότου πληροφορήθηκε τη θέλησή του να αποστεί του εγγάμου βίου, μέχρι τη στιγμή της διαπιστώσεως, εντός του ξενοδοχείου, ότι παρά τις παραινέσεις των τριών επισκεπτών του, ενέμενε στη θέση της χωριστής, από τη σύζυγο του, διαβιώσεως, τελούσε δε ο κατηγορούμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως να θανατώσει το θύμα του, αλλά και κατά το χρόνο εκτελέσεως της πράξεως, όπως συνάγεται από τη μετάβασή του στο ξενοδοχείο με το όπλο του έτοιμο προς πυροδότηση, την άνευ του ελαχίστου ενδοιασμού ή οίκτου, χρήση του και τη ψύχραιμη αποχώρηση από το ξενοδοχείο, με τη συνοδεία των υπολοίπων κατηγορουμένων και την απόκρυψή του έως τις 2-8-2005, οπότε συνελήφθη, έπειτα από προσέλευση στο Τμήμα Ασφαλείας Ρεθύμνου, ενώ συνδρομή βρασμού ψυχικής ορμής, λόγω αιφνίδιας υπερδιεγέρσεως των συναισθημάτων του, ως συνέπεια της συμπεριφοράς του Α, προς τον ίδιο και την αδελφή του, η οποία επλήγη στο πρόσωπο, αποκλείεται, εφ' όσον, και αληθών υποτιθεμένων των περιστατικών του επικαλείται, δεν δικαιολογούν την ένταση των συναισθημάτων, σε βαθμό επηρεασμού της λογικής σκέψεως, ούτε εξηγούν την πρακτική της αντεκδικήσεως, για λόγους οικογενειακούς και προσωπικούς, την οποία ο Χ4 εφήρμοσε ή τη φυγή τούτου, με εγκατάλειψη του θύματος. Οι ισχυρισμοί του Χ4 περί ελλείψεως καταλογισμού ένεκα διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών, της συνειδήσεως και ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αποκλεισμού αδίκου, σε άμυνα και υπέρβαση των ορίων της, που προβλήθηκαν (όχι με την απολογία του στον Ανακριτή, αλλά μεταγενεστέρως), πέραν της αντιφατικής σωρρεύσεως, είναι αβάσιμοι, καθ' όσον εις ουδεμία σύγχυση - θόλωση περιήλθε, ούτε ηδύνατο να περιέλθει, οπλισμένος τυγχάνων και εκπαιδευμένος στη χρήση του όπλου, ενώ ο Α ήταν άοπλος, ως προς δε τον ισχυρισμό αμύνης και υπερβάσεως αυτής, δεν υφίστατο παρούσα επίθεση του τελευταίου, αντίθετα ο Χ4 και η αδελφή του, είχαν τη συμπαράσταση των δύο συνεργών, ενώ άλλωστε είχαν εκδηλώσει τη διάθεση εξόδου τους από το δωμάτιο, πράγμα το οποίο και ο Α επιζητούσε. Περαιτέρω η Χ2 συντέλεσε αποφασιστικά στο σχηματισμό της αποφάσεως του φυσικού αυτουργού, να θανατώσει το Α, όπως εναργώς εξάγεται από την αλληλουχία των κάτωθι γεγονότων, δηλαδή, α) γνωρίζοντας τον ευέξαπτο χαρακτήρα του αδελφού της και τη συνήθεια να μην αποχωρίζεται το πυροβόλο όπλο, για την οποία στο παρελθόν είχε εκφράσει την ανησυχία της, στην οικογένεια του Α, μερίμνησε να ενημερωθεί αυτός για το διαπληκτισμό με το σύζυγό της, β) καταλήφθηκε να αναμένει την έλευσή του έξωθεν του ξενοδοχείου, γ) αν και για την τελική συνομιλία με το Α, προφανώς αρκούσε η παρουσία του μεγαλύτερου αδελφού της Χ3 και του Χ1, εκείνη εξασφάλισε την είσοδο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και του Χ4, αφού προηγουμένως συζήτησε μαζί του, δ) η παράστασή της στο δωμάτιο, κατά το χρόνο της ανθρωποκτονίας, την οποία δεν επιδίωξε να αποτρέψει όταν άρχισε η εκδήλωσή της ή έστω στο μεσοδιάστημα παύσεως (προσωρινά) των πυροβολισμών, αλλά και η φυγή της, αμέσως μετά το τέλος των πυροβολισμών κατά του Α, ομού μετά του αυτουργού και των υπολοίπων, διατηρώντας την αυτοκυριαρχία της, συνιστούν συμπεριφορά, που ενισχύει την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Επιβεβαιώθηκε, συνεπώς, ότι η Χ2 παρακίνησε το Χ4 να πραγματώσει την ανθρωποκτονία με πρόθεση, δια του προμνησθέντος τρόπου και με μέσο, την εκμετάλλευση της συγγένειας, ενώ, εξ άλλου, τελούσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως, να καταστεί ηθική αυτουργός στην ανθρωποκτονία με πρόθεση του Α, όσο και κατά το χρόνο πραγματώσεως της ηθικής αυτουργίας, παρατηρείται δε ότι εσφαλμένως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την παρέπεμψε σε δίκη για απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία με πρόθεση, μεταβάλλοντας την ηθική αυτουργία (στην ανωτέρω πράξη), για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Ετέρωθεν οι Χ3, Χ1 με πρόθεση προσέφεραν απλή (ψυχική) συνδρομή στον αυτουργό, πριν και κατά την τέλεση της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, δεδομένου ότι ο Χ3 μετέβη μαζί με το Χ4 στο ξενοδοχείο και αμφότεροι τον συνόδευσαν στο δωμάτιο του Α, γνωρίζοντας τον οξύθυμο χαρακτήρα του Χ4 και τη συνήθεια να κυκλοφορεί οπλισμένος, παρά ταύτα ουδέν έπραξαν για να αποφευχθεί η χρήση του όπλου του, δίδοντες στον αυτουργό την πεποίθηση της επιδοκιμασίας της επιλογής του και της ανεπιφύλακτης υποστηρίξεως των ενεργειών του, πράγματι δε αυτοί, εντός του δωματίου δεν παρενέβησαν για την αποτροπή της ρίψεως πυροβολισμών κατά του Α, ακόμα και στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των διαφορετικών χρόνων των πυροβολισμών, αλλά, αντίθετα, αναχώρησαν μαζί του από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, μετά το τέλος των πυροβολισμών, με ψυχραιμία και βοήθησαν στη διαφυγή του, ούτω δε, με ενεργό συμπεριφορά, παρείχαν με πρόθεση, ψυχική συνδρομή στο Χ4, πριν και κατά την τέλεση της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, ενισχύοντας την απόφασή του να τελέσει το εν λόγω έγκλημα, με τη δημιουργία συνθηκών μείζονος ασφαλείας και βεβαιότητος. Η παραπομπή των Χ3, Χ1 για απλή συνεργεία, αποτελεί επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ενώ, άλλωστε, οι απλοί συνεργοί τελούσαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεώς τους να συνεργήσουν στην ανθρωποκτονία με πρόθεση, όσο και κατά το χρόνο υλοποιήσεως της απλής συνδρομής. Εξ ετέρου ο Α κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, μεταξύ άλλων, από τις νυν εγκαλούσες Ψ1, μητέρα, και Ψ2, αδελφή, η Χ2 όμως, στην οποία, ένεκα της θανατώσεως του συζύγου της περιήλθαν ορισμένα κοσμήματα, ιδιοκτησίας του τελευταίου, μεταξύ των οποίων .περιλαμβάνοντο χρυσή πλακέτα, που απεικόνιζε τον Άγιο Γεώργιο, χρυσό δακτυλίδιο, χρυσός σταυρός και χρυσή αλυσίδα, στη χρονική, περίοδο από τις 31-7-2005 έως τις 15-12-2005, σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε εντελώς, τα παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, μολονότι αποποιήθηκε την κληρονομιά στις 28-11-2005, ο δε ισχυρισμός της ότι εμπίπτουν στο εξαίρετο, είναι ανακριβής, αφού δεν συνήχθη χρησιμοποίησή τους εκ μέρους και των δύο συζύγων ή μόνο της Χ2, ούτε πάντως δικαιούτο στο εξαίρετο, εξ αιτίας της αποποιήσεως της κληρονομιάς (άρθρο 1820 Α.Κ.), ενώ η πράξη φέρει τη μορφή υφαιρέσεως - υπεξαιρέσεως από σύζυγο, στην περιουσία που άφησε ο σύζυγος του (άρθρο 378 β Π.Κ. βλ. σχετ. Εφ. Δωδ. 45/1991, Π.Χ. ΜΒ 598). Όσον αφορά στην αιτίαση για οικειοποίηση χρηματικού ποσού, οι απλές πιθανολογήσεις, που περιέχονται στην έγκληση, δεν επαληθεύθηκαν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και εντεύθεν το σχετικό τμήμα της κατηγορίας για υπεξαίρεση, πρέπει να απαλειφθεί (χωρίς να χρειάζεται απαλλακτική διάταξη, διότι η υπεξαίρεση έχει διαρθρωθεί ως μία ενιαία πράξη). Ως είναι γνωστό, η αποδεικτική αξιοποίηση των μαρτυρικών καταθέσεων του κατηγορουμένου, επάγεται απόλυτη ακυρότητα (βλ. σχετ. ΑΠ 1/2004 (Ολομ.), Π.Χ. ΝΕ 113), εφ' όσον δε στο πληττόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, α) αξιολογήθηκε η από 13-2-2006 ανώμοτη κατάθεση του Χ4, που λήφθηκε κατά τη διαδρομή προκαταρκτικής εξετάσεως εναντίον του για το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών, καίτοι ήταν ήδη κατηγορούμενος για την ίδια αξιόποινη πράξη και β) αξιολογήθηκε η από 4-8-2005 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου Χ3, που δόθηκε στο πλαίσιο αυτοψίας του Ανακριτή του Ναυτοδικείου Χανίων, το εκδοθέν βούλευμα πάσχει εξ απολύτου ακυρότητος, α) ως προς την παραπεμπτική διάταξη για το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών κατ' εξακολούθηση, β) ως προς όλες τις παραπεμπτικές διατάξεις και απαιτείται η κήρυξη του ως ακύρου, έστω και εάν η ακυρότητα δεν έχει προβληθεί με λόγο εφέσεως από τους Χ4, Χ2 (βλ. σχετ. Συμβ. Εφ. Πειρ. 72/2001. Πρ. Λογ. ΓίΛ 2001. 145). Επειδή κατ' ακολουθία όσων αναλύθηκαν έως τώρα, ακυρουμένου του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης, αναφορικά με τις παραπεμπτικές διατάξεις, γεννώνται σοβαρές ενδείξεις προς παραπομπή σε δίκη, του κατηγορουμένου Χ4, με τις προκείμενες κατηγορίες, ως και της κατηγορουμένης Χ2 με τις κατηγορίες της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της υπεξαιρέσεως υφαιρέσεως (με απάλειψη της υπεξαιρέσεως χρηματικού ποσού), εξαφανιζομένου δε του ιδίου βουλεύματος, ως προς την απαλλακτική διάταξη για άμεση συνεργεία κατά συναυτουργία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, γεννώνται σοβαρές ενδείξεις προς παραπομπή σε δίκη, των κατηγορουμένων Χ3, Χ1, για απλή συνεργεία σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, αναφορικά με τις αποδιδόμενες στους αναιρεσείοντες αξιόποινες πράξεις που προαναφέρθηκαν, την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αδικημάτων, για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτός στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α, 47 παρ. 1, 94 παρ.1, 98, 299 παρ. 1, 375 παρ. 1α - 378 β' του ΠΚ, 1α, 7 παρ. 1, 2 και 8α, 10 παρ. 1, 2 και 13α, 14 του Ν. 2166/93 και 66α του Ν. 2287/95, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία ο εκ των αναιρεσειόντων Χ4 διέπραξε τα εγκλήματα που του αποδίδονται και ιδία εκείνο της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, στο οποίο εστιάζονται και οι σχετικοί λόγοι της υπ' αυτού ασκηθείσας αναίρεσης, απορρίπτονται δε αιτιολογημένα οι αυτοτελείς του ισχυρισμοί, περί διαταράξεως της συνειδήσεώς του, κατά τον χρόνο τέλεσης της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, του ότι τέλεσε την πράξη αυτή σε βρασμό ψυχικής ορμής και του ότι, σε κάθε περίπτωση, ενήργησε ευρισκόμενος σε άμυνα υπό το κράτος φόβου και ταραχής, με κυριότερη παράθεση πραγματικών περιστατικού, το ότι ο αναιρεσείων ήταν οπλισμένος και εκπαιδευμένος στη χρήση των όπλων, είχε δε και τη συμπαράσταση των συνεργών του, ενώ το θύμα ήταν μόνο του, άοπλο και το μόνο που επιζητούσε ήταν να αποχωρήσουν από το δωμάτιο του ξενοδοχείου ο αναιρεσείων και οι συνεργοί του και, ως εκ τούτου, καμία διάθεση για επίθεση, μόνος εναντίον τεσσάρων, δεν μπορούσε να εκδηλώσει και ούτε άλλωστε εκδήλωσε. Επίσης, με τις προαναφερθείσες παραδοχές, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, αιτιολογημένα στήριξε την κρίση του περί ηθικής αυτουργίας εκ μέρους της αναιρεσείουσας Χ2 και περί απλής συνέργειας εκ μέρους των λοιπών αναιρεσειόντων στην ως άνω πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, με κυριότερη παράθεση πραγματικών περιστατικών, αναφορικά μεν με την ηθική αυτουργό, το ότι αυτή, μετά το επεισόδιο με το σύζυγό της, φρόντισε να το πληροφορηθεί ο αυτουργός της ανθρωποκτονίας αδελφός της Χ4, ο οποίος ήταν ευερέθιστος χαρακτήρας και πάντοτε οπλοφορούσε, κατάσταση για την οποία είχε εκφράσει στο παρελθόν την έντονη ανησυχία της ακόμη και στο περιβάλλον του συζύγου της, περίμενε να έλθει στην είσοδο του ξενοδοχείου, κουβέντιασε μαζί του, τον προσκάλεσε δε, μαζί με τους άλλους, να μεταβούν στο δωμάτιο όπου διέμενε με το σύζυγό της, μεσολάβησε δε, διότι άλλως ήταν αδύνατη η διεύλευση του αδελφού της, να εισέλθουν εντός του ξενοδοχείου και, τέλος, κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών, ουδεμία διάθεση αποτροπής της ανθρωποκτονία, εκδήλωσε, ως ενισχυτικό δε στοιχείο της όλης συμπεριφοράς της, αναφέρεται και το γεγονός ότι, μετά την ανθρωποκτονία, διατηρώντας ανεπηρέαστη την ψυχραιμία της, αποχώρησε μαζί με τους άλλους, από το ξενοδοχείο, αναφορικά δε με τους απλούς συνεργούς Χ3 και Χ1, ως κυριότερο πραγματικό περιστατικό, αναφέρεται το ότι αυτοί, πέραν της γνώσεως του ευερέθιστου χαρακτήρα του Χ4 και του γεγονότος ότι πάντοτε οπλοφορούσε, τον συνόδευσαν στο ξενοδοχείο, μετέβησαν μαζί του στο δωμάτιο όπου διέμεναν οι νεόνυμφοι, ενισχύοντας έτσι την απόφαση του αυτουργού, με την παρουσία τους στο δωμάτιο και τη μη αποτροπή των πυροβολισμών, στο να διαπράξει το ήδη αποφασισμένο έγκλημα, περιστατικά τα οποία όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που αποδίδονται στους αναιρεσείοντες. Είναι αβάσιμη η περαιτέρω αιτίαση των αναιρεσειόντων, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει αιτιολογία, διότι δεν εκτίμησε και δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, προσδιορίζει τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη, κατά το είδος τους, ενώ είναι αρκετή, για την ύπαρξη της απαιτούμενης αιτιολογίας, η γενική, κατά το είδος, αναφορά των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να απαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού μέσου, ούτε τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε και θα γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Στα πλαίσια αυτά, είναι αβάσιμη η αιτίαση των εκ των αναιρεσειόντων Χ4 και Χ2, ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του το από 31-7-2005 ιατρικό σημείωμα του ιατρού της Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνης Γ, καθώς και το ιδιόγραφο σημείωμα του θύματος, που μνημονεύεται στην από 1-8-2005 έκθεση αυτοψίας του Δ/ντή του Τμήματος Ασφαλείας Ρεθύμνου. Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος από όλους τους αναιρεσείοντες λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ.- Επειδή, απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ., η οποία δημιουργεί λόγον αναιρέσεως κατά του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν το συμβούλιο παραλείψει αδικαιολόγητα να διατάξει την αυτοπρόσωπη ενώπιόν του εμφάνιση του κατηγορουμένου, ο οποίος τη ζήτησε, όχι όμως και όταν το αίτημα αυτό απορρίφθηκε για ορισμένους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται στο σχετικό βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με δικές του σκέψεις, δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι (αναιρεσείοντες), έχουν διατυπώσει τις απόψεις τους και ειδικότερα, ο Χ4 και Χ2, με τις από 3-8-2006 διεξοδικές εφέσεις τους, επιπλέον δε η Χ2 και με το από 28-4-2006 απολογητικό της υπόμνημα, που έχει υπογραφεί και από τους συνηγόρους της, οι δε Χ3 και Χ1, με τα λεπτομερή απολογητικά τους υπομνήματα, τα οποία επίσης έχουν υπογραφεί και από τους συνηγόρους τους, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρινίσεις αυτών (απόψεων) και απέρριψε σχετικό αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιόν του και για προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως από τους συνηγόρους τους. Ενόψει τούτων, αιτιολογημένα απέρριψε το Συμβούλιο Εφετών το ως άνω αίτημα των αναιρεσειόντων και, συνεπώς, δεν παρεβίασε το άρθρο 309 παρ.2, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1δ' του Κ.Π.Δ., ο δε σχετικός λόγος όλων των αιτήσεων αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, ο προβαλλόμενος, από τους αναιρεσείοντες Χ2, Χ3 και Χ1, λόγος αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, στην πραγματικότητα όμως για απόλυτη ακυρότητα, καθόσον, το Συμβούλιο Εφετών, έλαβε υπόψη του απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, δηλαδή το υπ' αρ. 17/2005 βούλευμα του Ναυτοδικείου Χανίων, με το οποίο, το τελευταίο κηρύχθηκε αναρμόδιο προς εκδίκαση της κατά του Χ4 ποινικής υπόθεσης, συνεπεία της διαφενόμενης συμμετοχής στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και ιδιωτών (λοιπών αναιρεσειόντων), είναι αβάσιμος, διότι, το ως άνω βούλευμα, λήφθηκε υπόψη, όχι για τη στήριξη της παραπεμπτικής του κρίσης, αλλά για τον έλεγχο τόσο της καθ' ύλη αρμοδιότητάς του, όσο και της ιδιότητας του Χ4 ως λιμενικού οργάνου.
ΙΙΙ.- Επειδή, όπως προκύπτει από τα άρθρα 31 παρ. 2 και 105 Κ.Π.Δ., η παραμονή στη δικογραφία της ληφθείσας, κατά την προκαταρκτική εξέταση, έγγραφης κατάθεσης του κατηγορουμένου, χωρίς να αξιοποιηθεί σε βάρος του αποδεικτικώς, δεν επιφέρει καμία ακυρότητα, δεδομένου ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 Κ.Π.Δ δεν απαγγέλει τέτοια ακυρότητα και απλώς ορίζει, ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αξιοποιήσιμο μέρος της δικογραφίας, παραμένοντας στο γραφείο της Εισαγγελίας.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας Χ2, ότι, ναι μεν δεν επήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών οι μαρτυρικές καταθέσεις της κατά το στάδιο της προανάκρισης, που διενήργησε το Τμήμα Ασφαλείας Ρεθύμνου και ο Ανακριτής του Ναυτοδικείου Χανίων, πλην, όμως, αυτές παρέμειναν στη δικογραφία και έτσι επήλθε η επικαλούμενη εκ του άρθρου 171 παρ. 1δ' του Κ.Π.Δ ακυρότητα, συνεπεία της εκ του άρθρου 31 παρ. 2 απορρέουσας απαγόρευσης παραμονής αυτών στη δικογραφία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Στο σημείο αυτό, αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της αναίρεσης του Χ3, σύμφωνα με τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα, ενόψει του ότι, το Συμβούλιο Εφετών, δεν έλαβε μεν υπόψη του, με ρητή περί τούτου αναφορά την μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον του Ανακριτή του Ναυτοδικείου Χανίων, πλην όμως έλαβε υπόψη του την από 4-8-2005 έκθεση αυτοψίας του ως άνω Ανακριτή, ενώ έδει και αυτών να μη λάβει υπόψη του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, η ως άνω έκθεση αυτοψίας, μπορεί μεν να διενεργήθηκε από αναρμόδιο όργανο, διατηρεί όμως την εγκυρότητά της κατά τη ρητή περί τούτου διάταξη του άρθρου 127 Κ.Π.Δ και συνεπώς, εγκύρως λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών.
IV.- Η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος η οποία προβλέπεται από το άρθρο 171 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του ίδιου Κώδικα, εφόσον γίνεται στη διαδικασία του ακροατηρίου, εάν όμως γίνει στην προδικασία, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος, διότι δεν εμπίπτει σε κάποιον από τους αναφερομένους λόγους αναιρέσεως του άρθρου 484 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, όλοι οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, καθόσον έκρινε παραδεκτές τις από 8-8-2006 εφέσεις των πολιτικώς εναγουσών Ψ1 και Ψ2 (η πρώτη είναι η μητέρα και η δεύτερη αδελφή του θύματος) κατά του πρωτόδικου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου, ως προς την απαλλακτική του διάταξη, η οποία αφορούσε τους κατηγορουμένους Χ3 και Χ1, ενώ έπρεπε να τις κηρύξει απαράδεκτες, διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, η δήλωση των ως άνω πολιτικώς εναγουσών, για παράσταση πολιτικής αγωγής δεν ήταν νομότυπη, για το λόγο ότι, στη μήνυσή τους δήλωσαν ότι "παρίστανται ως πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης ποσού 44 ευρώ η καθεμία" και διόρισαν αντίκλητο τον δικηγόρο Θεσ/νίκης Θωμά Νισύριο, δηλαδή αντίκλητο εκτός της έδρας του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, ενώ, κατά την εξέτασή τους ως μάρτυρες, στις 13-3-2006, ενώπιον του ανακριτή Ρεθύμνου, δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής "για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για ποσό 44 ευρώ" και διόρισαν αντίκλητο δικηγόρο τους, τον δικηγόρο Ρεθύμνου Θωμά Λεχωβίτη, χωρίς, όμως, να αναφέρουν ότι ο τελευταίος είναι και κάτοικος ... . Οι αιτιάσεις αυτές και ο σχετικός λόγος αναίρεσης, ενόψει του ότι η φερόμενη απόλυτη ακυρότητα, για παρά το νόμο παράσταση πολιτικής αγωγής, αφορά εν προκειμένω το στάδιο της προδικασίας, η οποία περιλαμβάνει και τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου, και όχι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι, σύμφωνα με όσα προπαρατέθηκαν, απαράδεκτες και απορριπτέες, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, η ως άνω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που έγινε στον Ανακριτή Ρεθύμνου, είναι νομότυπη κατ' άρθρον 84 Κ.Π.Δ., ενώ δεν επηρεάζεται το κύρος της δήλωσης από την αναφορά σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αντί του ορθού "λόγω ψυχικής οδύνης".
Μετά από όλα αυτά και εφόσον κανένας λόγος των ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης δεν γίνεται ουσιαστικά δεκτός, πρέπει αυτές να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες και θα καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει Το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, αφενός μεν για παροχή διασαφήσεων και αφετέρου για προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως εκ μέρους των συνηγόρων τους.
Απορρίπτει τις υπ' αρ. 11/2007, 10/2007 9/2007 και 13/2007 αιτήσεις αντιστοίχως, των 1) Χ4, 2) Χ2, 3) Χ1, κατοίκων ... και 4)Χ2, Κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αρ. 175/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ