Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης. Ανάγνωση εγγράφων. Προσδιορισμός ταυτότητας αυτών. Όχι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης από κατηγορουμένη με λόγο την έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής σε βάρος της απόφασης.
Αριθμός 1726/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ'αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή- Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία Ζωγράφου, περί αναιρέσεως της 7208/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1, 2. Ψ2 και 3. Ψ3, ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος ΨΨ, κατοίκους ..., που δεν παραστάθηκαν.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 381/2009.
Αφού άκουσε
Την πληρεξουσία δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως περί του οποίου το άρθρο 363 ΠΚ, απαιτείται η ύπαρξη των εις το άρθρο 363 ΠΚ στοιχείων, τα οποία απαρτίζουν το έγκλημα της απλής δυσφημήσεως και ειδικότερα να ισχυρίσθη κάποιος ή να διέδωσε καθ' οιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιο άλλο πρόσωπο γεγονός, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, 2) το γεγονός αυτό να ήταν ψευδές και 3) ο ισχυρισθείς ή διαδόσας το ψευδές γεγονός να ετέλει εν γνώσει της αναληθείας αυτού. Περαιτέρω γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά που ανάγονται στο παρόν ή το παρελθόν και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Βάσει αυτών, για να είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ θα πρέπει να εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτοί διατυπώθηκαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικώς δε πρέπει να αιτιολογείται ότι, το με την παραπάνω έννοια γεγονός, το οποίο, ισχυρίσθη ή διέδωσε ο κατηγορούμενος είναι ψευδές και ότι είχε γνώση του ψευδούς αυτού.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 περ.δ', 329, 331 παρ.1, 333, 364, 369 και 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠΔ συνάγεται, ότι επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναίρεσης απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο προς σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του ευθέως και αμέσως, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν κατά την δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και τοιαύτα, που δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και εντεύθεν δεν προκύπτει αναμφιβόλως η ταυτότητα καθενός από αυτά, οπότε παραβιάζει την άσκηση του από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα πηγάζοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 7208/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και τα πρακτικά της, ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία συνεκτίμησε με όλα τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και έλαβε υπόψη του δικαστήριο, μεταξύ άλλων, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανσή τους, αναφέρονται και τα : 1) υπ'αρ.3 αναφερόμενο έγγραφο με τίτλο "Η με αριθμ. 11 σελίδα της έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα" και 2) το υπ'αριθμ. 7 έγγραφο με τίτλο "Έκθεση ενόρκου εξέτασης μάρτυρα, χωρίς άλλο ειδικότερο προσδιορισμό τους. Σημειώνεται ότι τα δύο αυτά έγγραφα αναγνώσθηκαν και στο ακροατήριο της πρωτοβάθμιας δίκης, με την παρουσία του συνηγόρου της αναιρεσείουσας Δημοσθένη Τσαγκράσουλη που την εκπροσώπησε λόγω της απουσίας της (βλ. την υπ'αριθμ. 32258/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπου στις σελίδες 21 και 22 των ταυτάριθμων πρακτικών αναφέρονται τα ίδια ως άνω δύο έγγραφα με αριθμ. 2 και 6). Εξάλλου, η αναιρεσείουσα τόσο στον πρώτο βαθμό δια του συνηγόρου της που την εκπροσώπησε όσο και στο δεύτερο βαθμό που παρέστη με δύο συνηγόρους, όταν ρωτήθηκαν από τον Πρόεδρο ή Προεδρεύοντα του αντίστοιχου Δικαστηρίου λίγο πριν τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αν έχουν ανάγκη να διασαφηνισθεί κάποιο στοιχείο, απάντησαν αρνητικώς (βλ. σελίδα 25 της πρωτοβάθμιας απόφασης και 9 της δευτεροβάθμιας προσβαλλόμενης). Κατόπιν αυτών και του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του κάθε εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον ως άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά του Δικαστηρίου των ως άνω δύο εγγράφων καθορίζει επαρκώς την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με τα ανωτέρω στοιχεία δεν αναγνώσθηκαν, με την, χωρίς οποιαδήποτε αντίρρηση, ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους στην κατηγορουμένη, η οποία είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλει επ'αυτών τις παρατηρήσεις και απόψεις της, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται στα πρακτικά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ προβαλλόμενος κατ'εκτίμηση, λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω δύο έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζεται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ'αριθμ. 7208/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: Ο εγκαλών ΨΨ ήταν συντονιστής Μέσης Εκπαίδευσης των Ελλήνων εκπαιδευτικών στη ... της ... . Κατά το εκπαιδευτικό έτος 2000-2001 προσέφερε τις υπηρεσίες του ως δάσκαλος στην πιο πάνω πόλη και ο σύζυγος της κατηγορουμένης ΑΑ. Ο εγκαλών με την προαναφερόμενη ιδιότητά του σε συγκέντρωση που είχε γίνει πρότεινε στους εκπαιδευτικούς την εκ περιτροπής προσφορά υπηρεσίας όλων των εκπαιδευτικών της ... 5ετούς απόσπασής τους, γεγονός που το δέχθηκαν αυτοί, μεταξύ των οποίων και ο σύζυγος της κατηγορουμένης. 'Ετσι για το καλοκαίρι του 2001 όρισε για την πρώτη περίοδο τον σύζυγο της κατηγορουμένης και τη δεύτερη περίοδο την ΒΒ. Στη συνέχεια καταρτίσθηκε πράξη απασχόλησης και κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους. 'Όμως το ΥΠΕΠΘ/Δ' ΠΟΔΕ τους κοινοποίησε έγγραφο, μετά από αυτά, με την οποία καθόριζε τον τρόπο λήψης της κανονικής άδειας των εκπαιδευτικών. Μετά από αυτά ο σύζυγος της κατηγορουμένης δεν εκτέλεσε τα καθήκοντά του κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα το γραφείο του συντονιστή εκπαίδευσης στη ... να είναι κλειστό. Για το λόγο αυτό το Α' δεκαήμερο του Αυγούστου 2001 να κληθεί ο εκπαιδευτικός ΓΓ, που βρισκόταν σε διακοπές στην Ελλάδα, να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο γραφείο, παραλαμβάνοντας τα κλειδιά του γραφείου από την Ελληνική Πρεσβεία της ... (βλ. ένορκη εξέτασή του στο από 17-12-2001 πόρισμα της Ε.Δ.Ε.). μετά από αυτά ο εγκαλών καθόρισε συνάντηση των εκπαιδευτικών Μέσης εκπαίδευσης στη ... της ..., στις 21-8-2001, προκειμένου να συζητήσουν διάφορα θέματα και να τους δοθούν σχετικές οδηγίες. Στη συνάντηση αυτή παραβρέθηκαν 10 τουλάχιστον εκπαιδευτικών μεταξύ των οποίων ο σύζυγος της κατηγορουμένης, αυτή (κατηγορουμένη) και η ΔΔ, που ήταν εκπαιδευτικός σε άλλη πόλη. Είναι γεγονός ότι σε άλλες συναντήσεις παρευρίσκονταν και οι γυναίκες των εκπαιδευτικών. Κατά την συγκεκριμένη συνάντηση ο εγκαλών (συντονιστής εκπαίδευσης) ζήτησε από την κατηγορουμένη να αποχωρήσει από την συγκέντρωση. 'Όμως αυτή αρνήθηκε να αποχωρήσει και δήλωσε ότι θα παραμείνει στην συγκέντρωση τότε ο εγκαλών απευθύνθηκε στο σύζυγό της, να την πείσει να αποχωρήσει από την αίθουσα. Αυτός άρχισε να λέγει "γιατί φοβάστε κ. Ψ, ποιόν φοβάστε, δεν θα φύγει". Ο εγκαλών ανακοίνωσε, ότι θα ματαιώσει την συγκέντρωση". Τότε η ΔΔ αποχώρησε από την συγκέντρωση πλην όμως η κατηγορουμένη αρνούνταν να αποχωρήσει. Ο εγκαλών ζήτησε από την τελευταία και πάλι να αποχωρήσει, διότι θα καλέσει την αστυνομία. Η κατηγορουμένη σε έξαλλη κατάσταση είπε στον εγκαλούντα "γιατί με διώχνεις, δεν έχεις το δικαίωμα". Στη συνέχεια αυτή πήγε προς το τηλέφωνο της Γραμματείας, για να τηλεφωνήσει στο ΥΠΕΠΘ. Ο εγκαλών της είπε φωναχτά ότι δεν μπορείς να τηλεφωνήσεις από το τηλέφωνο της υπηρεσίας και την έπιασε δυνατό από το μπράτσο της, με αποτέλεσμα να την γρατζουνήσει σ'αυτό και τελικά την έβγαλε έξω. Κατά την στιγμή εκείνη η κατηγορουμένη τον χαστούκισε στο πρόσωπο. Το χαστούκι ακούσθηκε στην αίθουσα. Τότε ο σύζυγος της κατηγορουμένης, νομίζοντας ότι ο εγκαλών χαστούκισε την σύζυγό του, βγήκε έξω και του είπε "τόλμησες να χαστουκίσεις την γυναίκα μου". 'Όμως το αντίθετο είχε συμβεί, αφού το μάγουλο του εγκαλούντος είχε κοκκινίσει από το χτύπημα. Για τα περιστατικά αυτά κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο εγκαλών του παρόντος δικαστηρίου. Αντίθετα κατά την εξέταση της κατηγορουμένης, από τον ιατρό ... διαπιστώθηκε ότι ήταν ανήσυχη και αγχωμένη είχε γρατζουνιές στο δεξί μπράτσο, πλην όμως στο πρόσωπο δεν υπήρχε ορατό τραύμα και η κατάσταση ήταν κανονική, επί πλέον δε αυτή αρνήθηκε να υποβληθεί σε ιατροδικαστική εξέταση, διότι δεν θα αποδεικνύονταν το χαστούκι στο πρόσωπο (βλ. από 15-12-2003 πιστοποιητικό του εν λόγω ιατρού). Εξάλλου η κατηγορουμένη με την με αρ. πρωτ. ... έγγραφη καταγγελία της προς τον προϊστάμενος της Δνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (τμήμα ΔΙ.ΠΟ.ΔΕ.), που κοινοποίησε α) στον υφυπουργό ΥΠ.Ε.Π.Θ. κ. ..., β) την ειδική γραμματέα ΥΠ.Ε.Π.Θ. ... και γ) τον Πρέσβη της Ελλάδας στη Σουηδία κ. ..., ανέφερε εκτός των άλλων τα ακόλουθα: "ο ΨΨ με ακολούθησε, με έπιασε από τα χέρια και με έσπρωξε 2-3 φορές στον τοίχο. Με γρατσούνισε στο δεξί χέρι και με χαστούκισε, πάντα ουρλιάζοντας "πέρασε έξω" καταγγέλλω την απαράδεκτη πρωτόγονη και αγενέστατη αυτή συμπεριφορά του ΨΨ. Θεωρώ ότι είναι ντροπή, εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας και μάλιστα στον ευαίσθητο μάλιστα στον ευαίσθητο χώρο της ομογένειας, να είναι ανίκανος να φερθεί πολιτισμένος, με στοιχειώδη αυτοέλεγχο και αξιοπρέπεια. Είναι βίαιος και επικίνδυνος και μάλλον θα ήταν φρόνιμο να του αφαιρεθεί κάθε εξουσία που έχει". 'Όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ήταν ψευδή, διότι ο εγκαλών δεν της φέρθηκε βίαια, δεν την έσπρωξε στον τοίχο, απλά την έπιασε δυνατά και την έβγαλε έξω από την αίθουσα, με αποτέλεσμα να την γρατζουνήσει στο δεξί μπράτσο, δεν την χαστούκισε, αφού τον χαστούκισε η ίδια και γενικά δεν της φέρθηκε με πρωτόγονη και αγενέστατη συμπεριφορά, γεγονός που το γνώριζε η κατηγορουμένη. Αυτά περιήλθαν σε γνώση στα προαναφερόμενα πρόσωπα και αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος. Επομένως, συντρέχει οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη αυτού, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατηγορουμένη μέχρι την τέλεση της πράξης, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και πρέπει να της αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2 περ.α' του ΠΚ).
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.ια, 27 παρ.1, 363 σε συνδ. με το362 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης ... και ... . Επομένως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Ιανουαρίου 2009 (υπ'αριθμ. πρωτ. 1398/2009) αίτηση της Χ για αναίρεση της με αριθμό 7208/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ