Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1033 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δεδικασμένο, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) υπαλλήλου (Δασάρχη). Ένσταση δεδικασμένου. Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει σχετική ένσταση. Λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και για έλλειψη αιτιολογίας. Δάση. Με το άρθρο 14 του Ν. 998/1979 θεσπίζεται διαδικασία για το χαρακτηρισμό της έκτασης ως δασικής ή μη προς το σκοπό της επίλυσης του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό για τις διοικητικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες. Η απόφαση που εκδίδεται επί αντιρρήσεων κατά της απόφασης του Δασάρχη ή της πρωτοβάθμιας Επιτροπής είναι αμετάκλητη. Έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης ως προς την παραδοχή της ότι ο Δασάρχης ήταν αποκλειστικά αρμόδιος να εκδώσει βεβαίωση τελεσιδικίας ως προς τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δασικής ή μη, μετά την τήρηση της πιο πάνω διαδικασίας. Ασάφειες ως προς τι ακριβώς δέχεται η απόφαση ότι ζητούσε ο εγκαλών να βεβαιωθεί στην αίτηση. Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 1033/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μαρκάτο, για αναίρεση της 1070/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κουράκο-Μαυρομιχάλη.

Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 148/2009.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξης, γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται η του κατηγορουμένου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος έστω και αν μηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασμένο όνομα ή μεταβλήθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτού στοιχεία ή ιδιότητες. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ' όλη τη διαδρομή και καθ' όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Με άλλα λόγια ταυτότητα της πράξης υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το δεδικασμένο καλύπτει όχι μόνο την κατηγορία που εισάγεται για εκδίκαση στο ακροατήριο, αλλά και όλες ακόμα τις σιωπηρά συνεισαγόμενες κατηγορίες που προέρχονται από την επιτρεπτή μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αρχικής κατηγορίας υπό την προϋπόθεση της μη μεταβολής αυτής. Γιατί στην αντίθετη περίπτωση προκύπτει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1β του ΚΠΔ), που αποτελεί λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ). Προϋπόθεση δε για την επιτρεπτή μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης που εισάγεται για εκδίκαση είναι ότι τα νεότερα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού, υπάρχουν κατά χρόνο που εκδικάζεται η απόφαση του δικαστηρίου και είναι γνωστά σ' αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, το δεδικασμένο εξαντλείται, όχι στην ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξης αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης απετέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης και ως εκ τούτου δεδικασμένο, οσάκις τα περισσότερα αποτελέσματα μιάς φυσικής πράξης έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ίδιο έγκλημα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη υπόθεση, από την 461/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 αθωώθηκαν για την πράξη της παράβασης του άρθρου 232 Α παρ.1 του ΠΚ και ειδικότερα του ότι: "Στους ...κατά το χρονικό διάστημα 20η Μαρτίου μέχρι 4η Απριλίου 2001 με πρόθεση δεν συμμορφώθηκαν σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποίαν υποχρεώθηκαν σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη, που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή τους και πιο συγκεκριμένα ,με τις ιδιότητες του Δασάρχη ... ο α' κατηγορούμενος και του δασολόγου, υπηρετούντος στο δασαρχείο ... ο β' κατηγορούμενος ,καίτοι με την υπ'αριθ. 153/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, κατάστασης τελεσιδίκου μετά την έκδοση της υπ'αριθ.428/2000 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου, ο μηνυτής Ψ1 είχε αναγνωρισθεί κύριος ενός αγρού, εκτάσεως 11.418,19 τ.μ. ευρισκομένου στη θέση" ..." ή " ..." ή "...ι" εντός των ορίων του Δήμου ... και υποχρεωνόταν το Ελληνικό Δημόσιο να παύσει να τον διαταράσσει στην άσκηση των δικαιωμάτων της κυριότητας του στο παραπάνω ακίνητο με την παρεμπόδιση της καλλιέργειας και της ανοικοδόμησης σ' αυτό και αφού το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με το υπ' αριθ.5819/13.11.2000 πρακτικό της οικείας Τριμελούς Επιτροπής αποφαίνετο υπέρ της αποδοχής της υπ'αριθ. 428/2000 δικαστικής αποφάσεως, εγκρινόμενης με την από ... πράξη του Υπουργού Οικονομικών, ούτοι [κατηγορούμενοι] ως εκ των ως άνω ιδιοτήτων τους, τυγχάνοντες μόνοι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιοι κατ' άρθρον 14 Ν.998/79 για την έκδοση πράξεων χαρακτηρισμού δασικών ή μη εκτάσεων για τις περιοχές της Επικράτειας για τις οποίες δεν έχει συνταχθεί δασολόγιο, όπως η περιοχή, όπου κείται η ιδιοκτησία του μηνυτού, αρνήθηκαν σε υποβληθείσες σ' αυτούς εκ μέρους του μηνυτού σχετικές αιτήσεις την χορήγηση στον τελευταίο βεβαίωσης με την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού, ότι ο εν λόγω αγρός δεν αποτελεί δασική έκταση, η οποία {βεβαίωση} ήταν απαραίτητη προϋπόθεση κατά τις πολεοδομικές διατάξεις για την έκδοση αδείας οικοδομής στις εκτός ρυμοτομικού σχεδίου κτηματικές περιοχές, πράξη της οποίας η εκτέλεση κατά Νόμον, εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση τους, παρεμποδίζοντας το μηνυτή στην ανοικοδόμηση της προαναφερθείσης ιδιοκτησίας του και παραβιάζοντας έτσι την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου" . Με την προσβαλλόμενη 1070/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου ο ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για παράβαση καθήκοντος ( άρθρο 259 του ΠΚ και ειδικότερα του ότι στους ... κατά το από 3-8-2001 έως 30-11-03 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, όντας υπάλληλος και δη Δασάρχης ... παρέβη με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να βλάψει κάποιον άλλο. Πιο συγκεκριμένα δε γιατί στον παραπάνω τόπο και χρόνο και με την προρρηθείσα ιδιότητά του, με σκοπό να βλάψει τον εγκαλούντα Ψ1 εμποδίζοντας τον να αξιοποιήσει, με την ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων επ' αυτού, αγρό ιδιοκτησίας του εκτάσεως 11,418 περίπου στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ..., παρέβη με πρόθεση και εξακολουθητικά τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, με τις εκτιθέμενες ειδικότερα κατωτέρω ενέργειες και παραλείψεις του και δεν του χορήγησε, όπως όφειλε, βεβαίωση από την οποία να συνάγεται ο μη δασικός χαρακτήρας του ανωτέρω αγρού, ώστε να δυνηθεί αυτός (εγκαλών) ακολούθως να λάβει από την αρμόδια Πολεοδομία την σχετική οικοδομική άδεια, βλάπτοντας έτσι οικονομικά, αλλά και ηθικά τον ανωτέρω. Ειδικότερα η υπηρεσία του θεωρώντας κατ' αρχήν ότι ο ανωτέρω αγρός του εγκαλούντος ήταν δασική έκταση εξέδωσε σε βάρος του το έτος 1985 το υπ' αριθμ. πρωτ. ... Π.Δ.Α, αποβάλλοντας τον από αυτόν. Το Πρωτόκολλο όμως αυτό ακυρώθηκε αμετακλήτως με την υπ' αριθμ. 115/1989 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, με συνέπεια ο Νομάρχης Λακωνίας να ανακαλέσει εν συνεχεία, με την υπ'αριθμ.... απόφαση του, την υπ'αριθμ. ... ομοία που είχε κηρύξει τον αγρό του αναδασωτέο, δεχθείς πλάνη περί τα πράγματα. Με βάση την απόφαση αυτή ο τότε Δασάρχης Σ1, απαντώντας σε σχετική αίτηση του εγκαλούντος χαρακτήρισε, όπως είχε άλλωστε αρμοδιότητα από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 998/79, με την υπ' αριθμ. πρωτ. ... απόφαση του, την έκταση που καταλαμβάνει ο προαναφερθείς αγρός ως μη δασική (δηλαδή ως αγροτική), επιλύοντας έτσι κάθε αμφισβήτηση περί τον δασικό ή μη χαρακτήρα της. Μετά την έκδοση δε της υπ'αριθμ. 153/1996 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης με την οποία αναγνωρίστηκε αμετακλήτως κύριος της ανωτέρω εκτάσεως (αγρού) και δικαστικώς πλέον ο εγκαλών, ο τελευταίος προκειμένου να τακτοποιηθεί οριστικά το ιδιοκτησιακό καθεστώς ταύτης με την χορήγηση βεβαιώσεως περί του τελεσιδίκου χαρακτηρισμού της ως μη δασικής από τον αρμόδιο προς τούτο Δασάρχη ... και κατηγορούμενο, ώστε να δυνηθεί στη συνέχεια να οικοδομήσει νόμιμα επ' αυτής, προέβη στις ενέργειες που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 998/79, δημοσιεύοντας την προαναφερθείσα υπ' αριθμ. ... απόφαση του Δασάρχη ... με την οποία χαρακτηριζόταν η έκταση αυτή ως μη δασική (δηλαδή ως αγροτική τοιαύτη) σε δύο ημερήσιες εφημερίδες και στο Δημοτικό κατάστημα... ώστε αυτή να καταστεί τελεσίδικη. Μετά την τελεσιδικία της, που επήλθε ουσιαστικά στις 31-7-01, ο εγκαλών ζήτησε από τον Δασάρχη ... και κατηγορούμενο με την από 2-8-01 αίτηση του, που πρωτοκολλήθηκε στο Δασαρχείο ... με αριθμό ... την 3η του ιδίου μηνός, να του χορηγήσει πλέον βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού της εκτάσεως αυτής ως μη δασικής. Ο κατηγορούμενος όμως παρά τις συστάσεις του τμήματος νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο με το υπ'αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο του, του επεσήμανε την υποχρέωση του αυτή, με σκοπό να βλάψει κατά τα προεκτεθέντα τον εγκαλούντα, δεν του χορήγησε, κατά σαφή παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 14 του παραπάνω νόμου 998/79 και τις προαναφερθείσες οδηγίες της προϊσταμένης του αρχής, τη βεβαίωση αυτή, όπως όφειλε. Για να είναι δε τυπικά καλυμμένος στην άρνηση του αυτή, μια και γνώριζε το περιεχόμενο της αιτήσεως του εγκαλούντος από την εσπευσμένη (πριν την τελεσιδικία) υποβολή του ιδίου αιτήματος την 1-6-01 εκ μέρους τούτου στην υπηρεσία του, έσπευσε με πρόθεση κωλυσιεργίας και μόνον και υπέβαλε ολίγον νωρίτερα και δη στις 10-7-2001 προδήλως αβάσιμες αντιρρήσεις, κατά της μελλούσης να τελεσιδικήσει υπ' αριθμ....αποφάσεως του προκατόχου του, ενώπιον της Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λακωνίας, με τη σύνταξη και αποστολή του υπ' αριθμ. πρωτ. ... σχετικού εγγράφου της Υπηρεσίας του προς αυτήν ώστε τυπικά να μην επέλθει τελεσιδικία, παρά το γεγονός ότι δεν νομιμοποιείτο από τη σαφή διατύπωση της γνωστής εις αυτόν, λόγω της ιδιότητος του, διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 3 του Ν. 998/79, στην υποβολή των αντιρρήσεων αυτών. Περαιτέρω και ενώ η πιο πάνω Επιτροπή απέρριψε ομόφωνα για το λόγο αυτό τις αντιρρήσεις του ως απαράδεκτες, με την υπ' αριθμ. ... σχετική απόφαση της, η οποία κατέστη αμετάκλητη, όπως συνάγεται από το υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο της Δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α του Ν. Λακωνίας προς τον εγκαλούντα, που κοινοποιήθηκε και στην υπηρεσία του κατηγορουμένου, ο τελευταίος αρνήθηκε επιμόνως, με τον προαναφερθέντα πάντα σκοπό βλάβης του εγκαλούντος, να χορηγήσει σε αυτόν επανειλημμένως στις 18-7 και 24-9-02 βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού εκ μέρους της υπηρεσίας του, της ιδίας ως άνω εκτάσεως, ως μη δασικής, κατά σαφή και πάλι παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων που απορρέουν από τις προαναφερθείσες ήδη διατάξεις του άρθρου 14 του Ν.998/79 και τις σχετικές οδηγίες των προϊσταμένων του, όπως αυτές προκύπτουν από τα υπ' αριθμ. ....και ...έγγραφα του Υπουργείου Γεωργίας και του Διευθυντού Δασών του Νομού Λακωνίας, αντίστοιχα, προς την υπηρεσία του, με τα οποία του συνιστούσαν να εκδώσει μετά την τελεσιδικία του χαρακτηρισμού τέτοια βεβαίωση, οχυρούμενος ανεπίτρεπτα στην έλλειψη ιδιαιτέρων νομικών γνώσεων τούτου (εγκαλούντος), ο οποίος στις σχετικές από 18-7 και 24-9-02 αιτήσεις του προς αυτόν δεν ζητούσε βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού της ανωτέρω εκτάσεως ως μη δασικής, αλλά βεβαίωση ότι η έκταση αυτή δεν είναι δασική και αναδασωτέα τοιαύτη, αλλά αγροτική. Ταύτα πάντα δε παρά το γεγονός ότι γνώριζε από την μακρόχρονη αντιδικία της υπηρεσίας του με τον εγκαλούντα, τι είδους βεβαίωση ήθελε ουσιαστικά και τυπικά ο τελευταίος για την ανοικοδόμηση του ακινήτου του. Την ίδια άρνηση και με τον ίδιο πάντα σκοπό προέβαλε ο κατηγορούμενος και το τρίτο δεκαήμερο του μηνός Νοεμβρίου του 2003, παρ' ότι ο εγκαλών με την από 17-11-03 σχετική αίτησή του ζήτησε, ορθά τη φορά αυτή, τη χορήγηση βεβαιώσεως τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού της αυτής ως άνω εκτάσεως με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του προκατόχου του, ως μη δασικής".
Από την αντιπαραβολή των δύο πιο πάνω αποφάσεων προκύπτει ότι η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία αθωώθηκε με την 461/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, με την έννοια ότι αυτή δεν συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία, αφού η πράξη για την οποία καταδικάστηκε αφορούσε παράβαση καθήκοντος, μη συνισταμένη στη μη συμμόρφωση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος σε διάταξη δικαστικής απόφασης , με την οποίαν υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη, που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, δηλαδή στην 153/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, που κατέστη τελεσιδίκη μετά την έκδοση της υπ'αριθ.428/2000 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου, αλλά στην αναφερόμενη πιο πάνω κατ' εξακολούθηση παράβαση καθήκοντος, πράξη που έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και, επομένως, αφορά και γεγονότα, τα οποία δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της 461/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης και στηρίζουν την κατηγορία ως συστατικά στοιχεία αυτής, χωρίς να εμποδίζεται η νέα δίωξη του αναιρεσείοντος για την πράξη αυτή της παράβασης καθήκοντος από το ότι στοιχεία της πράξης αυτής περιλαμβάνοται και εκείνα που επίσης απετέλεσαν στοιχεία του εγκλήματος του άρθρου 232Α του ΠΚ, το οποίο έχει κριθεί.
Ο αναιρεσείων πρόβαλε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου αυτοτελή ισχυρισμό επικαλούμενος ότι, ως προς την πράξη της παράβασης καθήκοντος που του αποδίδεται και για την οποία είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, υπήρχε δεδικασμένο που παρήχθη από την προηγούμενη 461/205 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης. Το Τριμελές Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν με την ακόλουθη αιτιολογία : ".....Στην προκειμένη περίπτωση με την 461/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, ο κατηγορούμενος Χ1 κηρύχθηκε αθώος της αποδιδόμενης σ'αυτόν πράξεως που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 232 Α παρ. 1 Π.Κ., συνισταμένης στο ότι ως Δασάρχης ..., κατά το χρονικό διάστημα από 20.3.2001 μέχρι 4.4.2001 με την παραπάνω ιδιότητα του δεν συμμορφώθηκε σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη, που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του. Συγκεκριμένα, ενώ με την 153/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της 428/2000 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου, ο μηνυτής Ψ1 είχε αναγνωρισθεί κύριος ενός αγρού, εκτάσεως 11.418, 19 τ.μ. , που βρίσκεται στη θέση "...", ή "...", ή "..." εντός των ορίων του Δήμου ... και υποχρεωνόταν το Ελληνικό Δημόσιο να παύσει να τον διαταράσσει στην άσκηση των δικαιωμάτων της κυριότητας του στο παραπάνω ακίνητο με την παρεμπόδιση της καλλιέργειας και της ανοικοδομήσεως σ'αυτό και αφού το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με το 5819/13.11.2000 πρακτικό της οικείας Τριμελούς Επιτροπής αποφαινόταν υπέρ της αποδοχής της 428/2000 δικαστικής αποφάσεως, εγκρινόμενης με την από 27.11.2000 πράξη του Υπουργού Οικονομικών, αυτός (κατηγορούμενος) ως εκ της ως άνω ιδιότητας του, ως ο μόνος καθύλη και κατά τόπο αρμόδιος κατ'άρθρο 14 Ν. 998/1979 για την έκδοση πράξεων χαρακτηρισμού δασικών ή μη εκτάσεων για τις περιοχές της επικράτειας, για τις οποίες δεν έχει συνταχθεί δασολόγιο, όπως η περιοχή όπου κείται η ιδιοκτησία του μηνυτή, αρνήθηκε σε υποβληθείσες σ'αυτόν εκ μέρους του μηνυτή σχετικές αιτήσεις τη χορήγηση στον τελευταίο βεβαιώσεως με την έκδοση πράξεως χαρακτηρισμού, ότι ο εν λόγω αγρός δεν αποτελεί δασική έκταση , ενώ η βεβαίωση αυτή ήταν απαραίτητη προϋπόθεση κατά τις πολεοδομικές διατάξεις για την έκδοση άδειας οικοδομής στις εκτός ρυμοτομικού σχεδίου κτηματικές περιοχές, πράξη της οποίας η εκτέλεση κατά νόμο εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του, παρεμποδίζοντας το μηνυτή στην ανοικοδόμηση της προαναφερομένης ιδιοκτησίας του και παραβιάζοντας έτσι την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος διώκεται για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος κατ'εξακολούθηση και ειδικότερα αποδίδεται σ'αυτόν ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3.8.2001 μέχρι 30.11.2003 παρέβη εξακολουθητικά τα καθήκοντα του ως Δασάρχης... με σκοπό να βλάψει το μηνυτή, εμποδίζοντας τον να αξιοποιήσει την ως άνω εδαφική έκταση ιδιοκτησίας του, και δεν του χορήγησε, όπως όφειλε, βεβαίωση από την οποία να συνάγεται ο μη δασικός χαρακτήρας αυτής, ώστε να δυνηθεί ακολούθως να λάβει άδεια ανοικοδόμησης από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία. Πιο συγκεκριμένα δε αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι με την προαναφερόμενη ιδιότητα του και με τον ως άνω σκοπό προέβη στις ακόλουθες πράξεις: α) ενώ ο μηνυτής αναγνωρίσθηκε αμετάκλητα κύριος της ως άνω εδαφικής εκτάσεως και προέβη στις ενέργειες που απαιτούσε η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 998/79, δημοσιεύοντας σε δύο ημερήσιες εφημερίδες και στο Δημοτικό Κατάστημα ... την με αριθμό πρωτοκόλλου ... απόφαση του προηγούμενου Δασάρχη Σ1, με την οποία ο τελευταίος απαντώντας σε σχετική αίτηση του μηνυτή είχε χαρακτηρίσει την έκταση ως μη δασική, ώστε να καταστεί η απόφαση αυτή τελεσίδικη , και μετά την τελεσιδικία της ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του χορηγήσει πλέον βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού της εκτάσεως ως μη δασικής, ο τελευταίος δεν την χορήγησε, παρά το γεγονός ότι η υποχρέωση του προς τούτο του είχε επισημανθεί και από το νομικό τμήμα του Υπουργείου Γεωργίας, β) επί πλέον για να κωλυσιεργήσει ακόμη περισσότερο τον μηνυτή έσπευσε να υποβάλει στις 10.7.2001 αντιρρήσεις ενώπιον της Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λακωνίας, κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως του προκατόχου του, ώστε να καθυστερήσει η τυπική επέλευση της τελεσιδικίας της, παρά το γεγονός ότι δεν νομιμοποιούνταν προς τούτο, ζήτημα το οποίο γνώριζε, γ) όταν η ως άνω Επιτροπή απέρριψε ομόφωνα τις εν λόγω απαράδεκτες αντιρρήσεις με την ... απόφαση της που κατέστη αμετάκλητη, σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο της Δευτεροβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. του Ν. Λακωνίας που κοινοποιήθηκε και στην υπηρεσία του κατηγορουμένου και πάλι ο τελευταίος αρνήθηκε επιμόνως να χορηγήσει τη σχετική βεβαίωση κατά σαφή παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων που απορρέουν όχι μόνο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 998/79, αλλά και από τις οδηγίες των προϊσταμένων από τα ... και ... έγγραφα του Υπουργείου Γεωργίας και του Διευθυντού Δασών του Νομού Λακωνίας αντίστοιχα, προς την υπηρεσία του, με τα οποία του συνιστούσαν να εκδώσει τέτοια βεβαίωση μετά την τελεσιδικία του χαρακτηρισμού της ως άνω εδαφικής εκτάσεως, δ) την ίδια άρνηση και με τον ίδιο σκοπό προέβαλε ο κατηγορούμενος και το τρίτο δεκαήμερο του μηνός Νοεμβρίου 2003, παρότι ο εγκαλών με την από 17.11.2003 σχετική αίτηση του ζήτησε τη χορήγηση βεβαιώσεως τελεσιδικίας της αποφάσεως του προκατόχου του, για τον χαρακτηρισμό της αυτής ως άνω εκτάσεως ως μη δασικής. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η πράξη για την οποία κατηγορείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος αφορά και γεγονότα, τα οποία δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της 461/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης και στηρίζουν την κατηγορία ως συστατικά στοιχεία αυτής, καθόσον η ως άνω 461/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης που έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από 20.3.2001 μέχρι 4.4.2001, ενώ στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος κατηγορείται για πράξεις του που έλαβαν χώρα κατά το μεταγενέστερο διάστημα από 3.8.2001 μέχρι 30.11.2003, κατά τα προαναφερόμενα και αφορούν και ζητήματα που δεν είχαν λάβει χώρα όταν εκδόθηκε η ως άνω αμετάκλητη απόφαση, κατά τα προαναφερόμενα. Επομένως δεν υφίσταται ταυτότητα της πράξεως, καθόσον δεν πρόκειται για το ίδιο ιστορικό γεγονός κατά χρόνο, αλλά πρόκειται για νέα πράξη ανεξάρτητη της πρώτης, με αποτέλεσμα, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 57 ΚΠΔ, να είναι απορριπτέος ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί κηρύξεως απαράδεκτης της προκειμένης ποινικής διώξεως, λόγω δεδικασμένου, ορθώς δε απορρίφθηκε και από την εκκαλουμένη απόφαση...".
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, επομένως, με το να απορρίψει την πιο πάνω ένσταση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος με την προαναφερόμενη αιτιολογία, δεν παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την 461/2005 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, ούτε στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του περί δεδικασμένου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος και, συνεπώς, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ, και ΣΤ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της υπό κρίση αιτήσεως στον οποίο διαλαμβάνονται οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις.
ΙΙ. Κατ' άρθρο 259 ΠΚ, ο υπάλληλος, ο οποίος παραβαίνει από πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή κάποιον άλλον παράνομο όφελος, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια, αν άλλη ποινική διάταξη δεν τιμωρεί την πράξη αυστηρότερα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι υποκείμενο της παραβάσεως καθήκοντος είναι ο υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ και ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτούνται: α) παράβαση από τον υπαίτιο των καθηκόντων της υπηρεσίας του, δηλαδή των καθηκόντων, τα οποία επιβάλλονται στον υπάλληλο από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητικές πράξεις ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχουν σ' αυτήν την ίδια τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρονται στην έκφραση απ' αυτόν της θελήσεως της πολιτείας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι σε τρίτους, β) η παράβαση αυτή να γίνει από πρόθεση, ήτοι ο υπαίτιος να γνωρίζει, ότι ενεργώντας παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και να θέλει να παραβεί αυτά και γ) ο υπαίτιος να ενεργεί με σκοπό, είτε να ωφελήσει παράνομα τον εαυτό του ή άλλον είτε να βλάψει το κράτος ή άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Περαιτέρω στον ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας" (Α 289) προβλέπεται η χαρτογράφηση των δασών και των δασικών εκτάσεων και η σύνταξη δασικού χάρτου, ο οποίος, μετά την τήρηση ορισμένης διαδικασίας, κυρώνεται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (άρθρο 12), καθώς και η τήρηση γενικού δασολογίου στην Κεντρική Δασική Υπηρεσία και τοπικού δασολογίου σε κάθε δασαρχείο, όπου καταχωρίζονται τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που αποτυπώνονται στους δασικούς χάρτες (άρθρο 13). Εξάλλου, στο άρθρο 14 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: "1. Εάν δεν έχη καταρτισθή εισέτι δασολόγιον, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά τας εν άρθρω 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ` αίτησιν οιουδήποτε έχοντος έννομον συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως διά πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξις, ερειδομένη επί σχετικής εισηγήσεως αρμοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταμένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένη, δι` αναφοράς εις την μορφολογίαν του εδάφους, το είδος, την σύνθεσιν, την έκτασιν της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τας τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή καταστροφάς ως και παν έτερον χρήσιμον στοιχείον προς χαρακτηρισμόν της εκτάσεως. Η πράξις αύτη κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετικήν αίτησιν ιδιώτην ή νομικόν πρόσωπον ή δημοσίαν υπηρεσίαν, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα μερίμνη του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικάς εφημερίδας ή εις μιαν τοπικήν και μιαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. 3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης αι προηγούμεναι παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομου συμφέροντος φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή, εφ` όσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουμένην παράγραφον δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρο 10 παρ. 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτησιν έκτασις ή το μεγαλύτερον τμήμα αυτής. Η επιτροπή ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ` όψιν τον σχετικόν φάκελον και τας προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτου, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήση αυτοψίαν προς μόρφωσιν ασφαλεστέρας γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογημένως εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων. 4. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον αποφάσεις των επιτροπών, δι` ων χαρακτηρίζονται περιοχαί τινές ή τμήματα αυτών ως δάση ή δασικαί εκτάσεις, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ` όψιν κατά την μεταγενεστέραν χαρτογράφησιν και την σύνταξιν του δασολογίου της περιοχής ή κατά την συμπλήρωσιν αυτού, συμφώνως προς τα εν άρθροις 12 και 13 οριζόμενα". Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 998/1979 θεσπίζουν για πρώτη φορά ειδική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη ,προς τον σκοπό της επιλύσεως του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τις διοικητικές αρχές, ενώπιον των οποίων προβάλλει ως πρόκριμα ο εν λόγω χαρακτήρας της εκτάσεως, όσο και για τους ενδιαφερομένους ιδιώτες. Ενόψει του χαρακτήρος και των συνεπειών τους, η απόφαση του Δασάρχου ή η απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων κατά της αποφάσεως του Δασάρχου ή η απόφαση της Δευτεροβαθμίου Επιτροπής που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων κατά της αποφάσεως της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής είναι αμετάκλητες . Ο δασάρχης υποχρεούται να ακολουθήσει την πιο πάνω διαδικασία του νόμου και δεν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα. Η απόφαση του δασάρχη τελειούται ως διοικητική πράξη, από της εκδόσεως και αποστολής της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή τον οικείο οργανισμό τοπική αυτοδιοικήσεως, μετά δε την κατά τον τρόπο αυτό τελείωση της πράξεως, δεν δικαιούται πλέον ο δασάρχης να επανέλθει επί της υποθέσεως ανακαλώντας ή τροποποιώντας την απόφασή του, η οποία υπόκειται μόνο σε ακύρωση ή μεταρρύθμιση από τις αρμόδιες επιτροπές κατά τη θεσπιζόμενη από το νόμο ενδικοφανή διαδικασία. Οι έννομες όμως συνέπειες, ως προς το χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δασικής ή μη, επέρχονται, μόνον από της τηρήσεως όλων των πιο πάνω αναφερομένων των διατυπώσεων δημοσιότητας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη ου εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένοι μόνο από αυτά. Επίσης, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε. Εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

ΙΙΙ.- Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, με την ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, πλήττει την 1070/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία καταδικάσθηκε για παράβαση καθήκοντος και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, που καθιδρύουν τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε Κ.Π.Δ λόγους αναιρέσεως. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατ'είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "... Ο κατηγορούμενος στους ... κατά το από 3.8.2001 μέχρι 30.11.2003 χρονικό διάστημα με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, όντας υπάλληλος και συγκεκριμένα Δασάρχης ...παρέβη με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να βλάψει κάποιον άλλο. Ειδικότερα προέκυψε ότι ο εγκαλών Ψ1 με το .... συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Κων/νο Φουντούκη, αγόρασε από τους δικαιοπαρόχους του Κ2, ... και Κ1 άγονο αγρό που βρίσκεται στη θέση "..." του συνοικισμού ... . Η έκταση του αγρού αυτού προσδιορίσθηκε στο ως άνω συμβόλαιο στα 10 στρέμματα, χωρίς να έχει γίνει επί τόπου καταμέτρηση της, και είχε περιέλθει στους δικαιοπαρόχους του εγκαλούντος κατ' ισομοιρία από κληρονομιά από τον πατέρα τους ..., στον οποίο επίσης είχε περιέλθει από τον πατέρα του Κ1, αφού προηγουμένως μεταξύ του απώτερου δικαιοπαρόχου του εγκαλούντος και του αδελφού του Κ2, είχε χωρήσει άτυπη διανομή, σύμφωνα με την οποία, ο πρώτος είχε λάβει το προς το νότο ήμισυ της εν λόγω εκτάσεως και ο δεύτερος το προς το βορρά ήμισυ αυτής. Στον δε Κ1 είχε περιέλθει η έκταση αυτή μαζί με άλλη έκταση εμβαδού επίσης 10 στρεμμάτων και συνολικά 20 στρεμμάτων δυνάμει του ... παραχωρητηρίου του Υπουργείου Οικονομικών. Κατά το έτος 1978 ο εγκαλών, έχοντας αποφασίσει να αναγείρει στην παραπάνω περιοχή ξενοδοχείο και θέλοντας να υποβάλει τα αναγκαία δικαιολογητικά και τους τίτλους για τη χορήγηση σ'αυτόν τραπεζικού δανείου, επιχείρησε ουσιαστικότερο έλεγχο των τίτλων των δικαιοπαρόχων του, οπότε και προέκυψε αμφισβήτηση από την πλευρά συγκληρονόμων τους, λόγω της προγενέστερης άτυπης διανομής, η οποία όμως επιλύθηκε γρήγορα λόγω συμφωνίας μεταξύ τους. Τον Φεβρουάριο του έτους 1978 ο εγκαλών, για τον ίδιο σκοπό ανέθεσε στον αρχιτέκτονα μηχανικό Μ1 την σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος της έκτασης που είχε αγοράσει, το οποίο και συντάχθηκε και πέντε έτη αργότερα, το 1983, μετά την παροχή σχετικών κινήτρων από την Πολιτεία αποφάσισε να ολοκληρώσει τη διαδικασία για την ανέγερση ξενοδοχείου στην έκταση αυτή, απευθυνόμενος στο Πολεοδομικό γραφείο ..., προκειμένου να επιτύχει την έκδοση οικοδομικής αδείας. Η Υπηρεσία όμως αυτή, μεταξύ των άλλων δικαιολογητικών ζήτησε από το μηνυτή να προσκομίσει και βεβαίωση του Δασαρχείου ... ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν ήταν δημόσια δασική. Τότε ο μηνυτής υπέβαλε στο Δασαρχείο ... την από 16.8.1983 σχετική αίτηση μαζί με αντίγραφα του συμβολαίου, του παραχωρητηρίου και του τοπογραφικού διαγράμματος που προαναφέρθηκαν, ο δε τότε Δασάρχης ... Δ1, όταν διαπίστωσε ότι για την έκταση αυτή υπήρχε παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου παρέπεμψε το μηνυτή αρχικά στον αρμόδιο για το λόγο αυτό Οικονομικό Έφορο ..., ο οποίος έπρεπε να βεβαιώσει προηγουμένως ότι η συγκεκριμένη έκταση ήταν δημόσια ή ιδιωτική. Κατόπιν αυτού στις 27.7.1983 ο εγκαλών Ψ1 υπέβαλε σχετική αίτηση στην Οικονομική Εφορία ... μαζί με τους παραπάνω τίτλους και το από Φεβρουαρίου 1978 τοπογραφικό διάγραμμα, θεωρημένο στις 25.7.1983 από την πολιτικό μηχανικό Μ2. Ο Οικονομικός Έφορος ... επισκέφθηκε την επίμαχη έκταση ομού με τον Δασάρχη Δ1 και διαπίστωσαν ότι αυτή πράγματι αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως 20 στρεμμάτων της οποίας είχε γίνει παραχώρηση με το ως άνω παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών. Μετά από αυτά ο Οικονομικός Έφορος βεβαίωσε επί του τοπογραφικού διαγράμματος όσα είχε διαπιστώσει και το διαβίβασε με το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο του στον Δασάρχη ..., ο οποίος ακολούθως εξέδωσε την με αριθμό πρωτοκόλλου ...βεβαίωση, στην οποία βεβαίωσε ότι η συγκεκριμένη έκταση είναι ιδιωτική. Δύο έτη αργότερα, και συγκεκριμένα το έτος 1985 μετά από καταγγελίες που έγιναν στο Δασαρχείο ... ότι η συγκεκριμένη έκταση που είχε οριοθετηθεί και χαρακτηρισθεί ως ιδιωτική με την παραπάνω διαδικασία δεν αποτελούσε πράγματι τμήμα της έκτασης που αφορούσε το ως άνω παραχωρητήριο και έρευνα που διενεργήθηκε για το ζήτημα αυτό, ο οικονομικός Έφορος ..., κατόπιν υποδείξεων υπαλλήλων του Δασαρχείου ... σχημάτισε την εντύπωση ότι δεν είχε γίνει ορθή εφαρμογή του παραχωρητηρίου και ότι τούτο αναφέρεται σε άλλη έκταση και κατόπιν αυτού ανακάλεσε την προηγούμενη από 27.7.1983 βεβαίωση του επί του τοπογραφικού διαγράμματος που προαναφέρθηκε, με την αιτιολογία ότι αυτή είχε εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και κοινοποίησε την απόφαση του αυτή στο Δασαρχείο ..., ενώ στη συνέχεια με την ....απόφαση του Νομάρχη Λακωνίας ανακλήθηκε το παραπάνω .... έγγραφο του τότε Δασάρχη ..., που βεβαίωνε ότι η συγκεκριμένη έκταση είναι ιδιωτική και με την .... απόφαση του ίδιου Νομάρχη η έκταση αυτή κηρύχθηκε αναδασωτέα. Περαιτέρω εκδόθηκε κατά του εγκαλούντος το ... πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής από την πιο πάνω έκταση, η οποία κατόπιν λεπτομερούς καταμέτρησης από δασικούς υπαλλήλους βρέθηκε να έχει εμβαδόν 11,418 στρέμματα και ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του ίδιου για παράβαση του άρθρου 280 παρ. 1 του Ν. Δ. 86/1969 και του άρθρου 71 παρ. 3-4 του Ν. 998/1979 , όπως επίσης για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως και ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό προσπορίσεως αθέμιτου οφέλους και βλάβης άλλου, για τα όσα βεβαιώθηκαν από τον Δασάρχη Δ1 και τους πολιτικούς μηχανικούς Μ1 και Μ2 οι οποίοι επίσης κατηγορήθηκαν ως φυσικοί αυτουργοί της τελευταίας πράξεως αυτής, και για άμεση συνεργεία στην πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Με το 41/1988 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σπάρτης έπαυσε οριστικά η εν λόγω ποινική δίωξη για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 280 παρ. 1 Ν.Δ. 86/1969 και για την πράξη της απλής συνέργειας στην υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως λόγω παραγραφής, ενώ για τις υπόλοιπες πράξεις το εν λόγω Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, επειδή δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο, δέχθηκε δε τούτο ότι η συγκεκριμένη έκταση είναι ιδιωτική και όχι δασική. Παράλληλα ο μηνυτής άσκησε ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Επιδαύρου - Λιμηράς κατά του παραπάνω πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, η οποία όμως απορρίφθηκε με την 35/1986 απόφαση τούτου, μετά όμως από την άσκηση εφέσεως από τον μηνυτή κατ'αυτής εκδόθηκε η 115/1989 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης , με την οποία έγινε δεκτή κατ'ουσία η έφεση, εξαφανίσθηκε η απόφαση του Ειρηνοδικείου, ακυρώθηκε το εν λόγω πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και διατάχθηκε η επανεγκατάσταση του μηνυτή στην συγκεκριμένη εδαφική έκταση, από την οποία είχε αποβληθεί. Με την απόφαση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης δέχθηκε ότι η έκταση αυτή που αγόρασε ο μηνυτής αποτελεί το νότιο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης των 20 στρεμμάτων του αγρού που ορίζει το προαναφερόμενο παραχωρητήριο και ότι αυτή δεν ανήκει στο Δημόσιο. Ακολούθως με την ... απόφαση του Νομάρχη Λακωνίας ανακλήθηκε η προαναφερόμενη ... απόφαση του ίδιου περί κηρύξεως αναδασωτέας της συγκεκριμένης εκτάσεως. Η ανακλητική όμως απόφαση αυτή ακυρώθηκε με την ... απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Γεωργίας, που προκλήθηκε ύστερα από ενέργειες του Δασάρχη Σ1, η οποία όμως ακυρώθηκε με την 1770/1991 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τότε με ενέργειες του κατηγορουμένου και ήδη Δασάρχη ... , ο οποίος συντάσσει τα ... και ... έγγραφα του που απευθύνονται προς τη Νομαρχία Λακωνίας , επιτυγχάνεται η έκδοση της ...αποφάσεως του Νομάρχη Λακωνίας , με την οποία η επίμαχη έκταση κηρύσσεται και πάλι αναδασωτέα, η απόφαση αυτή όμως ακυρώνεται στη συνέχεια με την 1868/1994 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην απόφαση αυτή μνημονεύεται τόσο η προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, όσο και το 41/1988 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σπάρτης, αλλά και το μεταγενέστερο με αριθμό 90/1990 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου που αθώωσε λόγω ελλείψεως δόλου, δασικούς υπαλλήλους και εφοριακούς κατά των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη , μετά από έγκληση του ήδη εγκαλούντος, για ψευδείς βεβαιώσεις και ψευδείς ένορκες καταθέσεις για το δασικό χαρακτήρα της επίμαχης έκδοσης, με τη μνεία ότι τόσο στην απόφαση όσο και στα βουλεύματα αυτά γίνεται δεκτό ότι η συγκεκριμένη έκταση περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έκταση, που είχε παραχωρηθεί με το προαναφερόμενο παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών. Παρά την έκδοση και αυτής της αποφάσεως ο κατηγορούμενος απευθύνει την ... νέα πρόταση του προς τον Περιφερειακό Διευθυντή του Νομού Λακωνίας περί κηρύξεως αναδασωτέας της ίδιας εκτάσεως, η οποία και κηρύσσεται ως τέτοια με την ... απόφαση του τελευταίου, που και πάλι ακυρώθηκε με την 794/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και αναπέμφθηκε προς τη Διοίκηση "δια νέαν επαρκώς ητιολογημένην κρίσιν". Ήδη όμως κατόπιν σχετικής αιτήσεως του μηνυτή στο Δασαρχείο ...., ο προηγούμενος Δασάρχης τούτου Σ1 με το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο του αναφέρει απαντώντας στον εγκαλούντα ότι η συγκεκριμένη έκταση για την οποία ο τελευταίος ζητούσε χαρακτηρισμό, έχει αποχαρακτηρισθεί με την ... απόφαση της Νομαρχίας Λακωνίας-Δ/νσης Δασών, η οποία δέχεται ότι πρόκειται για αγροτικό ακίνητο και ότι επομένως υπό την ισχύ της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί ο Δασάρχης να κάνει αντίθετο χαρακτηρισμό, παρά τις εκπεφρασμένες αντίθετες απόψεις του. Αναγνωρίζει δηλαδή ο προηγούμενος Δασάρχης ... με το έγγραφο του αυτό ότι η συγκεκριμένη εδαφική έκταση έχει χαρακτηρισθεί ως αγροτική και ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να δεχθεί τον χαρακτηρισμό αυτό, παρά το ότι είχε διαφορετική άποψη, προφανώς ότι δηλαδή πρόκειται περί δασικής εκτάσεως. Στη συνέχεια τούτων, ύστερα από υποβολή της από 9.10.1991 αιτήσεως του εγκαλούντος προς το Νομάρχη Λακωνίας, εκδίδεται το ... έγγραφο του Νομάρχη Λακωνίας στην οποία επισημαίνεται ότι η ως άνω ... απόφαση του ίδιου η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, έχει άρει τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης εκτάσεως ως αναδασωτέας , ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Σ.τ.Ε. αποτελεί συνταγματική επιταγή, παράβαση της οποίας δημιουργεί ευθύνη του υπαιτίου οργάνου και ότι ενόψει των ανωτέρω και βάσει των απόψεων του Δασάρχου ... δόθηκε "εντολή προς αυτόν όπως ασκεί τις αρμοδιότητες του μέσα στα πλαίσια των ανωτέρω δεδομένων". Ο προηγούμενος όμως Δασάρχης Σ1 εμμένοντας στις ως άνω απόψεις του προτείνει την έγερση διεκδικητικής αγωγής από το Δημόσιο για την επίμαχη έκταση και ενόψει του γεγονότος αυτού το τμήμα Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Γεωργίας συνέστησε 4μελή Επιτροπή, ζητώντας από αυτήν την υποβολή κοινής εκθέσεως περί της ταυτότητας ή μη της διεκδικούμενης εκτάσεως με το ως άνω παραχωρητήριο και διενεργήθηκε αυτοψία σ'αυτήν, κατόπιν της οποίας συντάχθηκαν τρεις διαφορετικές εκθέσεις. Η από 15.2.1993 κοινή έκθεση του Επιθεωρητού Δασών και του Δ/ντού Δασών και η με αριθμό πρωτοκόλλου .... έκθεση του Αναπληρωτού Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Δημοσίων Κτημάτων του Νομού Λακωνίας αποφαίνονται ότι η κατεχόμενη από τον μηνυτή έκταση των 11,41 στρεμμάτων ταυτίζεται όντως με το ... παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών και ότι ουδεμία άλλη θέση στην περιοχή δίδει λύση στον εντοπισμό της θέσης, αφού γύρω αυτής υπάρχουν άλλοι νόμιμοι και αναμφισβήτητοι παρά του Δημοσίου και τρίτων ιδιοκτήτες. Εξαιτίας όμως της διαφωνίας του κατηγορουμένου ως προς το ζήτημα τούτο δεν συντάχθηκε κοινή έκθεση, κατά τα προαναφερόμενα, αλλά ο ίδιος αποστέλλει την δική του από 9.2.1993 έκθεση προς τη Γενική Γραμματεία Δασών με το από ...έγγραφο του προς αυτήν. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο έγγραφο του αυτό ο κατηγορούμενος βάλλει εμμέσως πλην σαφώς κατά των παρισταμένων στην εν λόγω αυτοψία Οικονομικού Εφόρου ..., υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας και του εκπροσώπου των Τεχνικών Υπηρεσιών, ισχυριζόμενος ότι η "πομπώδης αυτή αυτοψία", όπως την χαρακτηρίζει δεν έγινε, κατά την γνώμη του, για να διερευνηθούν επί τόπου τυχόν στοιχεία της έκτασης που θα οδηγούσαν στην διαμόρφωση ενιαίας απόψεως περί του επίμαχου ζητήματος, από όλους τους προαναφερόμενους αρμόδιους παράγοντες, αλλά για να ενισχυθούν τα , επίσης κατά τη γνώμη του, ανυπόστατα επιχειρήματα του μηνυτή. Με τον τρόπο αυτό αποδίδει μομφή στους λοιπούς παριστάμενους κατά την εν λόγω αυτοψία, θεωρώντας ότι έχει διοργανωθεί κοινό μέτωπο ώστε να γενικευθεί η άποψη που ενισχύει τους ισχυρισμούς του μηνυτή σε βάρος του Δημοσίου και εμμένει στην δική του άποψη περί του ότι η συγκεκριμένη έκταση είναι δασική. Ενόψει δε του γεγονότος ότι το Δημόσιο δεν προχωρεί στην έγερση διεκδικητικής αγωγής, για την επίλυση του ζητήματος αυτού ο εγκαλών ασκεί ο ίδιος αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου επί της οποίας εκδίδεται η 153/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, η οποία και μετά από διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την 85/1995 προδικαστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου για την εφαρμογή των τίτλων του εγκαλούντος , δέχθηκε την αγωγή τούτου, αναγνώρισε την κυριότητα του επί της επίδικης εδαφικής εκτάσεως, δεχόμενη ότι πρόκειται περί αγρού, και όχι περί δασικής εκτάσεως, επί του οποίου δεν υφίστανται δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου και υποχρέωσε το τελευταίο να παύσει να διαταράσσει τον εγκαλούντα στην άσκηση των δικαιωμάτων του στο ακίνητο αυτό, με την παρεμπόδιση της καλλιέργειας και της ανοικοδόμησης του. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη με την 428/2000 οριστική απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, που την επικύρωσε, ενώ είχαν προηγηθεί δύο προδικαστικές αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι 338/1997 και 338/1998 με τις οποίες είχε διαταχθεί νέα πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία του επιδίκου ακινήτου αντίστοιχα. Κατά την διενέργεια της αυτοψίας αυτής παρέστη ως εκπρόσωπος του Δημοσίου ο κατηγορούμενος, ο οποίος, όπως αναφέρεται στην 12/1999 έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε στο επίδικο ακίνητο από το Εφετείο Ναυπλίου προσδιόρισε την θέση του αναφερόμενου στο παραχωρητήριο ακινήτου σε άλλο σημείο , υποδεικνύοντας ότι τούτο βρίσκεται στη θέση "..." και το τοποθετεί προς την ανατολική πλευρά του παραχωρουμένου αυτού ακινήτου και προς την θάλασσα, την παλαιά οδό προς την ..., η ύπαρξη της οποίας διαπιστώνεται από το χάρτη, όχι όμως από την διενέργεια της αυτοψίας. Επισημαίνεται πάντως ότι η έκταση αυτή ανήκει σε ιδιώτες. Στην ενώπιον του Εφετείου δίκη κατατέθηκε και η από 27.6.1996 έκθεση του κατηγορουμένου, ως τεχνικού συμβούλου του Δημοσίου, όπου υποστηρίζει τα όσα υποστήριξε και κατά τη διενέργεια της αυτοψίας. Επί του ζητήματος αυτού έχουν κριθεί με την ως άνω εφετειακή απόφαση τα ακόλουθα : " Δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το παραπάνω παραχωρητήριο στη θέση "..." , όπως υποδεικνύει ο τεχνικός σύμβουλος του εκκαλούντος Χ1 διότι η περιοχή είναι απομακρυσμένη από το χωριό ... που αναφέρει το παραχωρητήριο, το ρέμμα που υποδεικνύει δεν πρόκειται για ρέμμα αλλά για ξηροχάνδακα, ο δρόμος που επίσης υποδεικνύει είναι ανύπαρκτος σήμερα, ενώ στο χάρτη ΓΥΣ αναφέρεται ως ημιονικός δρόμος, που εφόσον δεν υπάρχει σήμερα επρόκειτο για μονοπάτι μέσω ιδιωτικών κτημάτων και πάντως δεν αποδείχθηκε ότι στην περιοχή αυτή, που σήμερα ανήκει σε τρίτους ιδιώτες, είχαν ποτέ ιδιοκτησία 20 στρεμμάτων οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος". Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει τις απόψεις του, που θέλουν την επίδικη έκταση δασική, και αντιλαμβανόμενος ότι δημιουργούνται αποφασιστικά προσκόμματα στην υλοποίηση της εκ του γεγονότος ότι αναγνωρίζεται με δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα, ότι αυτή αποτελεί τμήμα μείζονος εκτάσεως που είχε παραχωρηθεί στον απώτατο δικαιοπάροχο του εγκαλούντος με το προαναφερόμενο παραχωρητήριο, υποδεικνύει στο Εφετείο που διενήργησε αυτοψία άλλη έκταση σε εντελώς διαφορετικό σημείο, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού γίνεται αντιληπτό από το εν λόγω Δικαστήριο, ότι καμμία σχέση δεν υφίσταται μεταξύ της υποδεικνυόμενης από τον κατηγορούμενο εκτάσεως και εκείνης που ανήκε στους δικαιοπαρόχους του εγκαλούντος, αλλά και ότι η έκταση που υποδεικνύει ο κατηγορούμενος ανήκει σε τρίτους ιδιώτες. Η Τριμελής Επιτροπή του Δικαστικού Γραφείου Ναυπλίου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αποδέχεται ομόφωνα την άποψη του εισηγητή να μην ασκηθεί αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου, αντίγραφο δε του πρακτικού της αποστέλλεται με το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο της προς το Δασαρχείο ... με την επισήμανση ότι η εφετειακή αυτή απόφαση έγινε δεκτή από το Δημόσιο και παράκληση για τις σχετικές ενέργειες του εν λόγω Δασαρχείου. Ακολουθεί η από 20.3.2001 αίτηση του εγκαλούντος προς το ως άνω Δασαρχείο με την οποία ζητεί να εκδοθεί βεβαίωση περί του ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δασική, ούτε έχει κηρυχθεί αναδασωτέα για να τη χρησιμοποιήσει στην αρμόδια Πολεοδομία για την έκδοση αδείας οικοδομής και στον Ε.Ο.Τ. για την τουριστική αξιοποίηση της, ενώ στη συνέχεια ο εγκαλών υποβάλει και νέα από 28.3.2001 αίτηση στο ως άνω Δασαρχείο, με το ίδιο αίτημα προσκομίζοντας και σχετικά έγγραφα. Επειδή δεν λαμβάνει απάντηση, αλλά ούτε ασφαλώς και την αιτούμενη βεβαίωση ο εγκαλών προβαίνει σε νέα από 4.4.2001 αίτηση προς τον κατηγορούμενο Δασάρχη ..., την οποία κοινοποιεί και στον Εισαγγελέα Σπάρτης. Στην αίτηση αυτή ο εγκαλών επικαλείται όλο το ιστορικό της υποθέσεως όπως αυτό περιγράφεται παραπάνω και δηλώνει ότι ο κατηγορούμενος είναι ο μόνος που υποστηρίζει ότι η ιδιοκτησία του είναι δασική είναι ο τελευταίος, καταθέτοντας πότε ως μάρτυρας ενώπιον ακροατηρίου και πότε ενώπιον ανακριτή, προσάγων στα δικαστήρια τις εκθέσεις που συνέταξε ο ίδιος είτε ως δασολόγος προϊστάμενος του Δασαρχείου , είτε ως τεχνικός σύμβουλος του Δημοσίου, και παριστάμενος στις αυτοψίες που διενεργήθηκαν στην επίδικη έκταση, επισημαίνει δε ότι όλες οι απόψεις του κατηγορουμένου δεν έχουν κριθεί βάσιμες από τα δικαστήρια, αλλά και από τους προαναφερόμενους παράγοντες που επιλήφθηκαν της υποθέσεως. Ήδη δε το Δασαρχείο ...με το από 23.3.2001 έγγραφο του, που περιήλθε ταχυδρομικώς στον εγκαλούντα κατά τις αρχές Απριλίου 2001, απαντά στον τελευταίο ότι η διαδικασία της έκδοσης πράξεως χαρακτηρισμού, είναι ανεξάρτητη της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που προσκόμισε ο ίδιος, δηλαδή την ως άνω αμετάκλητη απόφαση που επέλυσε το ιδιοκτησιακό καθεστώς, και απαιτείται για την έκδοση της πράξεως αυτής η διενέργεια αυτοψίας, η μελέτη του σχετικού φακέλλου κλπ. από τον εισηγητή δασολόγο, καταλήγει δε αναφέροντας: " Λόγω ελλείψεως επαρκούς προσωπικού στην υπηρεσία μας και επειδή εκκρεμούν παλαιότερα αιτήματα, δεν είναι δυνατή η άμεση εξέταση της αιτήσεως σας". Το ως άνω έγγραφο δεν υπογράφεται από τον κατηγορούμενο Δασάρχη ..., όπως θα ήταν εύλογο, αφού ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τη συγκεκριμένη υπόθεση , είχε παραστεί σε αυτοψίες, είχε εκθέσει τις απόψεις του σε πλείστα έγγραφα προς αρμόδιες αρχές, είχε συντάξει εκθέσεις προς υποστήριξη τους και είχε συμμετάσχει στις δικαστικές διαμάχες μεταξύ εγκαλούντος και Δημοσίου περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της επίμαχης έκτασης, στις οποίες αναγκαστικά γινόταν αναφορά στον δασικό ή μη χαρακτήρα αυτής, κατά τα προαναφερόμενα. Αντίθετα τούτο υπογράφεται από τον υφιστάμενο του κατηγορουμένου δασολόγο Χ2, πρόσωπο δηλαδή που δεν έχει ασχοληθεί μέχρι τότε με την επίμαχη υπόθεση. Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου να αναθέσει τη μελέτη των αιτήσεων του εγκαλούντος σε τρίτο πρόσωπο, άσχετο με το συγκεκριμένο ζήτημα είναι προφανές ότι εντάσσεται στα πλαίσια της προθέσεως του να μην χορηγηθεί τελικά η αιτούμενη βεβαίωση στον εγκαλούντα. Αποφεύγει δε να απαντήσει ο ίδιος, γιατί αντιλαμβάνεται ότι θα έχει συνέπειες η κωλυσιεργία της χορηγήσεως βεβαιώσεως από αυτόν, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά ως εμπλεκόμενος στην υπόθεση, όλα τα γεγονότα και δεν θα ήταν δυνατό να επικαλεσθεί ανάγκη μελέτης του φακέλου, διενεργείας αυτοψίας, έλλειψης προσωπικού και παλαιότερες εκκρεμείς αιτήσεις για να πετύχει τον σκοπό του που είναι η μη χορήγηση της σχετικής βεβαιώσεως, με αποτέλεσμα την ηθική και οικονομική βλάβη του εγκαλούντος, ο οποίος, δεν έχει τη δυνατότητα αξιοποιήσεως της ιδιοκτησίας του. Και ο σκοπός αυτός της ηθικής και οικονομικής βλάβης του εγκαλούντος , επιτυγχάνεται, αφού ο τελευταίος, αναγκάζεται να προβεί σε νέες διαδικασίες προκειμένου να δυνηθεί να οικοδομήσει στην ιδιοκτησία του. Έτσι ο εγκαλών επισκέπτεται την προϊσταμένη του τμήματος Νομικών Υποθέσεων Γεν. Γραμ. Δασών Κ.Φ.Π. Υπουργείου Γεωργίας, η οποία, αφού της εκθέτει ότι επί σειρά ετών ταλαιπωρείται γενικά από το Δασαρχείο ... και από τον κατηγορούμενο, τον συμβουλεύει να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 14 του Ν. 998/79 και ειδικότερα να δημοσιοποιήσει την προαναφερόμενη ... έγγραφη βεβαίωση του Δασάρχη ..., με την οποία χαρακτηριζόταν η ιδιοκτησία του ως αγροτική και μετά την τελεσιδικία των δημοσιεύσεων να ζητήσει από το Δασάρχη βεβαίωση τελεσιδικίας. Πράγματι ο εγκαλών ακολούθησε τη διαδικασία αυτή δημοσιεύοντας την ως άνω έγγραφη βεβαίωση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες και στο Δημοτικό κατάστημα ..., ώστε αυτή να καταστεί τελεσίδικη. Ο κατηγορούμενος στην εξακολουθητική προσπάθεια του να επιβάλλει την άποψη του περί του ότι η επίμαχη έκταση είναι δασική, υποβάλει το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο του προς το Τμήμα Νομικών Υποθέσεων της Γενικής Γραμματείας Δασών, αναφέροντας σ'αυτό το προαναφερόμενο ιστορικό, όσον αφορά την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του εν λόγω ακινήτου, του σκεπτικού αυτής ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν ξηρικός αγρός, άγονος και πετρώδης, πλην όμως καλλιεργούμενος και όχι δάσος ή δασική έκταση και το γεγονός της κηρύξεως αναδασωτέας αυτής και της ακυρώσεως των σχετικών αποφάσεων. Στη συνέχεια δε ζητεί από την εν λόγω Υπηρεσία να του γνωρίσει αν το Δασαρχείο θα πρέπει να επανέλθει με νέα αιτιολογημένη πρόταση για την κήρυξη της έκτασης αυτής ως αναδασωτέας, ή να προβεί στην έκδοση Πράξης Χαρακτηρισμού, αγνοώντας τα στοιχεία του φακέλου που καταγράφουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, βεβαιώνοντας ο ίδιος ότι από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η έκταση αυτή ήταν ανέκαθεν δασικού χαρακτήρα και ως τέτοια διαχειρίζεται από την εν λόγω Υπηρεσία του Δασαρχείου. Υποβάλει δηλαδή ο κατηγορούμενος με τέτοιο τρόπο το ερώτημα του προς την ως άνω Υπηρεσία, όχι βεβαίως για να δυνηθεί να απαντήσει στον εγκαλούντα, αφού στην ενέργεια αυτή θα μπορούσε να προβεί και μόνο από το γεγονός του προηγούμενου χαρακτηρισμού της επίμαχης εκτάσεως ως μη δασικής αλλά αγροτικής με την προαναφερόμενη ... βεβαίωση του προηγούμενου Δασάρχη Σ1, χωρίς ο ίδιος να έχει τη δυνατότητα να κάνει αντίθετο χαρακτηρισμό, όπως δεν είχε τη δυνατότητα αυτή και ο εν λόγω προηγούμενος Δασάρχης, παρά τις αντίθετες απόψεις του, γεγονότα που αναφέρονται στην ίδια βεβαίωση, κατά τα προαναφερόμενα. Αντίθετα στην κατάθεση του ως άνω εγγράφου προέβη ο κατηγορούμενος, ώστε να δυνηθεί να κλονίσει την άποψη της εν λόγω Νομικής Υπηρεσίας και να έχει την κάλυψη της ώστε τελικά να μην χορηγήσει την αιτούμενη βεβαίωση. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προβαίνει σε ελλιπή αναφορά προς την ως άνω Υπηρεσία, αποκρύπτοντας από αυτήν και ουδόλως μνημονεύοντας :α) την έκδοση της βεβαιώσεως αυτής, β) και την ύπαρξη του ...παραχωρητηρίου του Υπουργείου Οικονομικών, γ) τις προαναφερόμενες εκθέσεις του Επιθεωρητού Δασών, του Διευθυντού Δασών και του Αναπληρωματικού Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, σύμφωνα με τις οποίες η κατεχόμενη από τον εγκαλούντα εδαφική έκταση ταυτίζεται με το ως άνω παραχωρητήριο, δ) το γεγονός ότι η επίσης προαναφερόμενη 1668/1994 απόφαση του Σ.τ.Ε. με την οποία ακυρώθηκε η ... απόφαση του Νομάρχη Λακωνίας περί κηρύξεως αναδασωτέας της επίμαχης εκτάσεως, λαμβάνει υπόψη της, τόσο την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που ακύρωσε το πρωτόκολλο αποβολής που είχε εκδοθεί κατά του εγκαλούντος, χαρακτηρίζοντας αυτή ως μη δασική, όπως και τα βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σπάρτης που ήδη αναφέρθηκαν και περιέχουν τον ίδιο χαρακτηρισμό αυτής. ε) την αυτοψία που διενεργήθηκε από το Εφετείο Ναυπλίου και τα αποτελέσματα της. Αναφέρει επίσης ο κατηγορούμενο στο ως άνω έγγραφο ότι δεν διαπιστώθηκε από το Εφετείο Ναυπλίου η ανυπαρξία των στοιχείων που διαθέτει ο σχετικός φάκελος του Δασαρχείου ..., από τα οποία, κατά την προεκτεθείσα άποψη του, προέκυπτε ότι η επίμαχη έκταση ήταν δασική, ζήτημα εντελώς αντίθετο με την πραγματικότητα, αφού η ως άνω απόφαση αντιτίθεται σαφώς με τα στοιχεία που προσκόμισε ο κατηγορούμενος, επιχειρώντας να τοποθετήσει την επίμαχη έκταση σε διαφορετική από την πραγματική της θέση κατά την αυτοψία αυτής και τα οποία επίσης επισημάνθηκαν στην σχετική έκθεση που κατέθεσε ως τεχνικός σύμβουλος του Δημοσίου, διαφωνώντας σαφώς μ'αυτά, με πλήρη αιτιολογία, η οποία και προεκτέθηκε. Τούτο πράττει ο κατηγορούμενος γιατί γνωρίζει ότι σύμφωνα με την 794/1999 απόφαση του Σ.τ.Ε., την οποία αρκούντως επικαλείται στο ως άνω έγγραφο του προς τη Νομική Υπηρεσία, αλλά και ως ισχυρισμό υπερασπίσεως του, " τυχόν εκδιδόμεναι αποφάσεις Πολιτικών ή Ποινικών Δικαστηρίων δεν ασκούν κατ'αρχήν επιρροήν επί του χαρακτηρισμού μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη, δοθέντος ότι κατά την έννοια του άρθρου 26 του Συντάγματος τα εν λόγω Δικαστήρια μόνο παρεπιπτόντως δύνανται να κρίνουν το ζήτημα τούτο, εκτός εάν την παρεμπίπτουσαν ταύτην κρίσιν των διαπιστώσουν ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών εφ'ών εστηρίχθη η κρίσις της Διοικήσεως. Εις την τελευταίαν δε ταύτην και μόνον περίπτωσιν κλονίζεται η πραγματική βάσις της κρίσεως αυτής, εις πάσαν δε άλλην περίπτωσιν αϊ αποφάσεις των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων αποτελούν στοιχεία συνεκτιμητέα μετά των λοιπών εις την διάθεσιν της Διοικήσεως ευρισκομένων στοιχείων". Ενώ λοιπόν ο κατηγορούμενος επικαλείται την ως άνω απόφαση για να αιτιολογήσει το γεγονός ότι παρακάμπτει την έκδοση πολιτικών αποφάσεων και βουλευμάτων που χαρακτηρίζουν παρεπιπτόντως την επίμαχη έκταση ως μη δασική, προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, με την απόκρυψη των παραπάνω στοιχείων, από τα οποία ήταν ευχερώς να διαγνωσθεί από την ως άνω Νομική Υπηρεσία, ότι συνέτρεχε η διαλαμβανόμενη στην εν λόγω απόφαση του Σ.τ.Ε. περίπτωση του κλονισμού της κρίσεως της Διοίκησης περί του ότι η έκταση είναι δασική, αφού πράγματι από το Εφετείο Ναυπλίου διαπιστώνεται η ανυπαρξία περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση αυτή, δηλαδή των απόψεων του κατηγορουμένου και των στοιχείων επί των οποίων στηρίζονται οι απόψεις αυτές. Με το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο της η ως άνω Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας απαντά στο έγγραφο του κατηγορουμένου ,ότι οι αμετάκλητες αποφάσεις των Δικαστηρίων επί αγωγών κυριότητας, δεν επιλύουν το χαρακτήρα της έκτασης, επισημαίνοντας ότι για την οριστική επίλυση του θέματος απαιτείται έκδοση πράξης χαρακτηρισμού ή αν έχει δοθεί άλλη βεβαίωση στο παρελθόν, θα πρέπει να δημοσιευθεί προκειμένου να αποκτήσει έννομες συνέπειες έναντι παντός και αφού τελεσιδικήσει να δοθεί στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού. Στην τελευταία αυτή διαδικασία είχε προβεί ήδη ο εγκαλών, όπως ειπώθηκε, ο οποίος υπέβαλε στον κατηγορούμενο Δασάρχη ... την από 31.5.2001 αίτηση του, υποβάλλοντας μ'αυτήν τα αποδεικτικά δημοσιότητας της ως άνω ... βεβαιώσεως του Δασάρχη Σ1, αιτούμενος την "άμεσον βεβαίωσιν τελεσιδικίας", καθιστώντας έτσι γνωστό στον κατηγορούμενο, ότι έχει προβεί στην σχετική διαδικασία. Ενόψει τούτου, αλλά και του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος αντιλαμβάνεται από το ως άνω έγγραφο της εν λόγω Νομικής Υπηρεσίας ότι μετά την τελεσιδικία της προηγούμενης βεβαιώσεως που είχε εκδοθεί από τον προκάτοχο του, υποχρεωνόταν να εκδώσει βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού στον ενδιαφερόμενο εγκαλούντα, σπεύδει με τον ίδιο σκοπό της βλάβης του τελευταίου, να κωλυσιεργήσει και πάλι και να μην προβεί στην παραπάνω ενέργεια, όπως όφειλε, αφού ο ίδιος ζήτησε τη συνδρομή της Νομικής Υπηρεσίας για τις πράξεις στις οποίες έπρεπε να προβεί, σπεύδει να καταθέσει τις από 10.7.2001 αντιρρήσεις του ενώπιον της Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λακωνίας του άρθρου 10 του ν. 998/1979, οι οποίες απορρίπτονται ως απαράδεκτες με την ... απόφαση της, ως ασκηθείσες από πρόσωπο που δεν νομιμοποιούνταν στην άσκηση τους, γεγονός που ο κατηγορούμενος ασφαλώς γνώριζε. Με την ίδια απόφαση γίνεται δεκτό ότι η χορηγηθείσα έγγραφη βεβαίωση του προκατόχου του κατηγορουμένου Δασάρχη ... τελειούται ως διοικητική πράξη από της εκδόσεως και αποστολής της στον ιδιώτη , μετά δε της κατά τον τρόπο αυτό τελείωσης της πράξεως δεν δικαιούται ο Δασάρχης να επανέλθει επί της υποθέσεως ανακαλώντας ή τροποποιώντας ο ίδιος την απόφαση του, ακόμη και για τυπικούς λόγους νομιμότητας, παρά μόνο προσφυγή από τον αρμόδιο Νομάρχη (Περιφερειάρχη) στην Α' βάθμια Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων μετά την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας είναι παραδεκτή, σύμφωνα με την Ολομέλεια Σ.τ.Ε. 1038/1988 και 1898/1996). Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται ακόμη περισσότερο ότι ο κατηγορούμενος, ως μόνος αρμόδιος, όφειλε να εκδώσει βεβαίωση στον εγκαλούντα που να αναφέρει ότι με την βεβαίωση του προκατόχου του είχε επιλυθεί το ζήτημα του χαρακτηρισμού της επίμαχης εκτάσεως ως μη δασικής, αυτός όμως παραβαίνοντας το υπηρεσιακό του καθήκον που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 998/79 , παρέλειψε να προβεί στην ενέργεια αυτή, επικαλούμενος ότι η ανωτέρω βεβαίωση του προκατόχου του ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα και δεν χαρακτήριζε την έκταση, ούτε επέλυε το ζήτημα, ερχόμενος σε αντίθεση τόσο με την απόφαση της ως άνω Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λακωνίας, όσο και με τα αναφερόμενα στη ίδια τη βεβαίωση από τον προκάτοχο του, αλλά και τα διαλαμβανόμενα στις σχετικές αποφάσεις του Σ.τ.Ε. Παρά δε τις επισημάνσεις προς αυτόν τόσο με το έγγραφο της Νομικής Υπηρεσίας της Προϊσταμένης του αρχής, δηλαδή του Υπουργείου Γεωργίας, στην οποία ο ίδιος απευθύνθηκε κατά τα προαναφερόμενα, με σκοπό και πάλι να βλάψει τον εγκαλούντα κατά τον προδιαληφθέντα τρόπο δεν χορήγησε την αιτούμενη βεβαίωση τελεσιδικίας που του ζητούσε ο τελευταίος, αλλά υπέβαλε εν γνώσει του τις εν λόγω απαράδεκτες αντιρρήσεις με σκοπό την περαιτέρω κωλυσιεργία της επίλυσης του επίμαχου ζητήματος και έτσι πράγματι καθυστέρησε να επέλθει η εν λόγω τελεσιδικία, η οποία ουσιαστικά θα επερχόταν στις 31.7.2001, αν δεν είχαν υποβληθεί οι αντιρρήσεις. Ακόμη όμως και μετά την επερχόμενη τελικά τελεσιδικία αυτή με την ως άνω ...απόφαση της αρμόδιας επιτροπής που απέρριψε τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου και πάλι ο τελευταίος αρνήθηκε να χορηγήσει τη σχετική βεβαίωση τελεσιδικίας στον εγκαλούντα, με την πρόφαση ότι αυτός δεν ζητεί τέτοια βεβαίωση, αλλά αντίστοιχη περί του ότι η προκειμένη έκταση δεν είναι δασική και αναδασωτέα, απαντώντας με το ... έγγραφο του ότι είναι αναρμόδιος να βεβαιώσει ότι το επίμαχο ακίνητο είναι αγροτικό, πολύ δε περισσότερο όταν έχουν επιληφθεί οι επιτροπές επιλύσεων δασικών αμφισβητήσεων, ενώ καλώς γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα ο εγκαλών ζητεί βεβαίωση τελεσιδικίας, όπως σαφώς διαλαμβάνεται στην προηγούμενη από 31.5.2001 αίτηση τούτου Στη συνέχεια κοινοποιείται στο Δασαρχείο ... το με αριθμό πρωτοκόλλου ... της Γενικής Διεύθυνσης Περιφέρειας Πελοποννήσου -Διεύθυνσης Δασών Ν. Λακωνίας στο οποίο διαλαμβάνονται τα εξής: "Το έγγραφο του Δασαρχείου ... αριθμ. ..., έπειτα από την έκδοση της τελεσίδικης και αμετάκλητης υπ'αριθμ. .... απόφασης της Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Λακωνίας που αφορά την έκταση των 11.418,19 τ.μ. στη θέση "..." , έχει καταστεί οριστικό και αμετάκλητο καθόσο αναφέρεται στο χαρακτήρα της ανωτέρω έκτασης...Με τα δεδομένα αυτά παρακαλούμε όπως βεβαιώσετε επί του υποβαλλομένου αιτήματος ότι το έγγραφο σας αριθμ. ... επιβάλλει αποφεύγοντας οποιαδήποτε περαιτέρω υπηρεσιακή παρέλκυση, όπως και το έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας αριθμ. ...σας δίδει εντολή επί σχετικού ερωτήματος σας. Ο εγκαλών επανέρχεται με νέα αίτηση από 18.9.2002 πλην όμως και πάλι ο κατηγορούμενος εξακολουθώντας να παραβαίνει τα υπηρεσιακά του καθήκοντα δεν του χορηγεί την αιτούμενη βεβαίωση, πράγμα που δεν πράττει επίσης και το τρίτο δεκαήμερο του μηνός Νοεμβρίου του 2003, παρότι ο εγκαλών πλέον με την από 17.11.2003 αίτηση του ζητούσε ορθά αυτή τη φορά τη χορήγηση βεβαιώσεως τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού της αυτής ως άνω εκτάσεως με την ... απόφαση του προκατόχου του ως μη δασικής. Στις παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις προέβη ο κατηγορούμενος παραβαίνοντας εξακολουθητικά τα υπηρεσιακά του καθήκοντα με πρόθεση και σκοπό να βλάψει ηθικά και οικονομικά τον εγκαλούντα, γεγονός που επιτεύχθηκε τελικά, αφού ο τελευταίος ταλαιπωρήθηκε επί σειρά ετών μεγαλύτερη της δεκαετίας, προστρέχων με συνεχείς αιτήσεις σε αρμόδια όργανα και αναλωμένος σε δικαστικές διαμάχες, χωρίς να έχει κατορθώσει να αξιοποιήσει την ιδιοκτησία του με την ανοικοδόμηση της, όπως είχε το δικαίωμα, αφού αυτή είχε αναγνωρισθεί ως μη δασική, αλλά αγροτική και είχε επιλυθεί οριστικά τόσο το ζήτημα του χαρακτήρα αυτής, αλλά και το ιδιοκτησιακό της θέμα. Η πρόθεση δε του κατηγορουμένου προκύπτει σαφώς από όλες τις προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις του, που κατέτειναν στην επίμονη αποφυγή της χορηγήσεως της επίμαχης βεβαιώσεως, όπως επιβαλλόταν όχι μόνο από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 998/79, αλλά και τις σχετικές οδηγίες των προϊσταμένων του, όπως αυτές προκύπτουν από τα ως άνω .... και ... έγγραφα του Υπουργείου Γεωργίας και του Διευθυντού Δασών Ν. Λακωνίας αντίστοιχα, επιμένοντας στις δικές του απόψεις που δεν έγιναν δεκτές σε καμία περίπτωση και παρά το γεγονός ότι με τις οδηγίες αυτές σαφέστατα εντέλλεται να προβεί στην έκδοση της σχετικής βεβαιώσεως, αφού περί εντολής γίνεται λόγος στο δεύτερο των εγγράφων τούτων, προερχομένης από το πρώτο, με συνακόλουθη παράκληση να εκτελέσει την εντολή αυτή και να αποφύγει κάθε περαιτέρω υπηρεσιακή παρέλκυση σχετικά με το επίμαχο ζήτημα. Παρά ταύτα ο κατηγορούμενος συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται περί εντολών των προϊσταμένων του και απολογούμενος εμμένει στις απόψεις του, υποστηρίζοντας και μετά από όσα έχουν λάβει χώρα ότι η προκειμένη έκταση είναι δασική. Κατά συνέπεια ενεργώντας με τον προαναφερόμενο τρόπο ο κατηγορούμενος παρέβη με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, δηλαδή τα καθήκοντα που επιβάλλονταν σ' αυτόν από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητικές πράξεις, ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες ή εγκυκλίους των προϊσταμένων του ή υπερκειμένων αρχών, με τον σκοπό οικονομικής και ηθικής βλάβης του εγκαλούντος, όπως αυτός αναλυτικά προσδιορίσθηκε παραπάνω και κατά συνέπεια πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως, της κατ' εξακολούθηση παραβάσεως καθήκοντος, η οποία στοιχειοθετείται πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση, σύμφωνα με τα όσα διεξοδικά εκτέθηκαν παραπάνω, απορριπτόμενων όλων των αντιθέτων ισχυρισμών του" .


ΙΙΙ.-. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου διέλαβε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την κρίση του σχετικά με το μη δασικό χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 14 του ν. 998/1979 διαδικασίας και ως προς την υποχρέωση της διοίκησης να χορηγηθεί στον εγκαλούντα πιστοποιητικό τελεσιδικίας ως προς τον χαρακτηρισμό αυτό του ακινήτου του. Οι διαλαμβανόμενες στην αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις ότι δήθεν το ... έγγραφο του τότε Δασάρχη ... δεν συνιστούσε πράξη που επείχε θέση πράξης χαρακτηρισμού της επίμαχης έκτασης ως αγροτικής και συνεπώς μη δασικής, η οποία κατέστη οριστική και τελεσίδικη μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν.998/79,είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1Ε του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 259 του ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ν. 998/79, με τις πιο πάνω αιτιάσεις , είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Δεν διέλαβε όμως το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προ την έκθεση των περιστατικών που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση παράβασης καθήκοντος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Ειδικότερα: Α. Ενώ το Δικαστήριο δέχεται, ότι, σύμφωνα με την ... απόφαση της Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λακωνίας του άρθρου 10 του ν. 998/1979, με την οποία απορρίπτονται ως απαράδεκτες οι από 10.7.2001 αντιρρήσεις του κατηγορουμένου " ότι η χορηγηθείσα έγγραφη βεβαίωση του προκατόχου του κατηγορουμένου Δασάρχη ... τελειούται ως διοικητική πράξη από της εκδόσεως και αποστολής της στον ιδιώτη , μετά δε της κατά τον τρόπο αυτό τελείωσης της πράξεως δεν δικαιούται ο Δασάρχης να επανέλθει επί της υποθέσεως ανακαλώντας ή τροποποιώντας ο ίδιος την απόφασή του, ακόμη και για τυπικούς λόγους νομιμότητας, παρά μόνο προσφυγή από τον αρμόδιο Νομάρχη (Περιφερειάρχη) στην Α' βάθμια Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων μετά την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας είναι παραδεκτή.....", δεν καθίσταται σαφές πότε το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος όφειλε να εκδώσει βεβαίωση στον εγκαλούντα που να αναφέρει ότι με την βεβαίωση του προκατόχου του είχε επιλυθεί το ζήτημα του χαρακτηρισμού της επίμαχης εκτάσεως ως μη δασικής, ήτοι, αν έπρεπε να εκδώσει την βεβαίωση αυτή μετά την έκδοση της ... απόφαση της Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λακωνίας, όπως αυτό συνάγεται από την πιο πάνω παραδοχή του σκεπτικού, αλλά και από την αναφορά σε αυτό ότι ο αναιρεσείων αρνήθηκε να εκδώσει την βεβαίωση που ζήτησε ο εγκαλών και "μετά την επερχόμενη τελικά τελεσιδικία αυτή με την ως άνω ... απόφαση της αρμόδιας επιτροπής", ή, αν έπρεπε να εκδώσει αυτή την βεβαίωση μετά από τις 31.7.2001, ημερομηνία κατά την οποία "ουσιαστικά θα επερχόταν (η τελεσιδικία) αν δεν είχαν υποβληθεί οι αντιρρήσεις". Ο σαφής καθορισμός δε της ημερομηνίας που δέχεται το Δικαστήριο ότι επήλθε η πιο πάνω τελεσιδικία είναι στην προκειμένη περίπτωση κρίσιμος, δεδομένου ότι η πρώτη επί μέρους πράξη του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, φέρεται ότι τελέστηκε στις 3/8/2001 (δηλαδή πριν από την έκδοση της 25/27.11.2001 απόφασης). Β. Περαιτέρω δεν καθίσταται σαφές, αν κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο εγκαλών ζητούσε από τον κατηγορούμενο βεβαίωση για το μη δασικό χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης ή πιστοποιητικό τελεσιδικίας που επήλθε μετά την περάτωση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 14 του ν. 998/79. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της απόφασης, ο κατηγορούμενος "δεν χορήγησε την αιτούμενη βεβαίωση τελεσιδικίας που του ζητούσε ο τελευταίος....Ακόμη όμως και μετά την επερχόμενη τελικά τελεσιδικία αυτή με την ως άνω ... απόφαση της αρμόδιας επιτροπής που απέρριψε τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου και πάλι ο τελευταίος αρνήθηκε να χορηγήσει τη σχετική βεβαίωση τελεσιδικίας στον εγκαλούντα, με την πρόφαση ότι αυτός δεν ζητεί τέτοια βεβαίωση, αλλά αντίστοιχη περί του ότι η προκειμένη έκταση δεν είναι δασική και αναδασωτέα, απαντώντας με το ... έγγραφο του ότι είναι αναρμόδιος να βεβαιώσει ότι το επίμαχο ακίνητο είναι αγροτικό,.... ενώ καλώς γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα ο εγκαλών ζητεί βεβαίωση τελεσιδικίας, όπως σαφώς διαλαμβάνεται στην προηγούμενη από 31.5.2001 αίτηση τούτου....". Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι γίνεται δεκτό στο σκεπτικό της απόφασης ότι ο αναιρεσείων ζητούσε βεβαίωση ότι η ... απόφαση του τότε Δασάρχη ... επέχουσα θέση πράξης χαρακτηρισμού ως μη δασικής της έκτασης του εγκαλούντος, κατέστη οριστική και τελεσίδικη μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 998/79. Όμως η παραδοχή αυτή αντιφάσκει με το γεγονός ότι ο αναιρεσείων, όπως αναφέρεται στην απόφαση, "στις σχετικές από 18-7 και 24-9-02 αιτήσεις του προς αυτόν δεν ζητούσε βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού της ανωτέρω εκτάσεως ως μη δασικής, αλλά βεβαίωση ότι η έκταση αυτή δεν είναι δασική και αναδασωτέα τοιαύτη, αλλά αγροτική". Δεν συνιστά δε επαρκή αιτιολογία της απόφασης ότι ο αναιρεσείων, όφειλε να εκδώσει, αν και δεν του είχε ζητηθεί, το πιο πάνω πιστοποιητικό τελεσιδικίας, (εκτός από την αίτηση που υπέβαλε τελικά στις 17/11/2003), απλώς και μόνο διότι γνώριζε ότι ο εγκαλών είχε διατυπώσει το πιο άνω αίτημα λόγω της "έλλειψης ιδιαιτέρων νομικών γνώσεων", ενώ ο κατηγορούμενος γνώριζε "τι είδους βεβαίωση ήθελε ουσιαστικά". Το γεγονός δε ότι "στην προηγούμενη από 31.5.2001 αίτηση τούτου", ζητήθηκε βεβαίωση τελεσιδικίας, δεν αιτιολογεί την παραδοχή της απόφασης ότι και εκ τούτου γνώριζε ο κατηγορούμενος τι είδους βεβαίωση ήθελε ο εγκαλών και με τις μεταγενέστερες αιτήσεις του. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα πιο πάνω γενόμενα δεκτά στο σκεπτικό της απόφασης, στην αρχή του διατακτικού αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος για παράβαση καθήκοντος, διότι δεν χορήγησε στον εγκαλούντα "όπως όφειλε, βεβαίωση από την οποία να συνάγεται ο μη δασικός χαρακτήρας του ανωτέρω αγρού, ώστε να δυνηθεί αυτός (εγκαλών) ακολούθως να λάβει από την αρμόδια Πολεοδομία την σχετική οικοδομική άδεια, βλάπτοντας έτσι οικονομικά, αλλά και ηθικά τον ανωτέρω", ενώ στη συνέχεια του διατακτικού γίνεται και πάλι γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος δεν χορήγησε στον εγκαλούντα το πιο πάνω πιστοποιητικό τελεσιδικίας. Από όσα δε έχουν ήδη εκτεθεί, προκύπτει, ότι η έκδοση του πιστοποιητικού τελεσιδικίας, από τον αρμόδιο Δασάρχη, με το προαναφερθέν περιεχόμενο, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 993/79, αφού με την βεβαίωση, αυτή απλώς βεβαιώνεται ότι η προηγούμενη απόφαση (...) του τότε Δασάρχη ..., σχετικά με τον χαρακτηρισμό ως μη δασικής της έκτασης του εγκαλούντος, κατέστη οριστική και τελεσίδικη μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 998/79. Αντίθετα δεν είναι επιτρεπτή έκδοση (νέας) βεβαίωσης ως προς τον δασικό ή όχι χαρακτήρα της αυτής έκτασης, όπως ζητούσε ο αναιρεσείων με τις από 18-7 και 24-9-02 αιτήσεις του και όπως αντιφατικά (σε σχέση με τις λοιπές παραδοχές της απόφασης) γίνεται δεκτό ότι ζητούσε ο αναιρεσείων με την πιο πάνω αναφορά στην αρχή του διατακτικού της απόφασης. Γ. Η αιτιολογία της απόφασης, ως προς την παραδοχή της ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων ενήργησε "κατά παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων που απορρέουν από τις προαναφερθείσες ήδη διατάξεις του άρθρου 14 του Ν.998/79 και τις σχετικές οδηγίες των προϊσταμένων του, όπως αυτές προκύπτουν από τα υπ' αριθμ. ... και 1... έγγραφα του Υπουργείου Γεωργίας και του Διευθυντού Δασών του Νομού Λακωνίας, αντίστοιχα, προς την υπηρεσία του, με τα οποία του συνιστούσαν να εκδώσει μετά την τελεσιδικία του χαρακτηρισμού τέτοια βεβαίωση...", είναι ελλιπής και ασαφής . Από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν.998/79, προκύπτουν όσα πιο πάνω έχουν αναφερθεί, ενώ σε σχέση με την έκδοση της βεβαίωσης τελεσιδικίας από τον Δασάρχη, το μόνο το οποίο προκύπτει είναι, όπως προαναφέρθηκε, ότι ουδόλως εμποδίζεται από τη διάταξη ο Δασάρχης να εκδώσει αυτήν. Δεν γίνεται, όμως στο εν λόγω άρθρο ειδικότερη αναφορά για το ποιος εκδίδει τη σχετική βεβαίωση, μετά την ολοκλήρωση των οριζόμενων στις διατάξεις αυτές διαδικασιών, ότι, δηλαδή, η αμφισβήτηση ως προς τον δασικό ή μη χαρακτήρα έκτασης έχει επιλυθεί τελεσιδίκως. Επίσης, στα ... και ... έγγραφα του Υπουργείου Γεωργίας και του Διευθυντού Δασών του Νομού Λακωνίας, αντίστοιχα, όπως το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων εκτίθεται και γίνεται δεκτό στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, στο μεν πρώτο τούτων αναφέρεται ότι ".....αν έχει δοθεί άλλη βεβαίωση στο παρελθόν (δηλ. πράξης χαρακτηρισμού, όπως στην προκειμένη περίπτωση έγινε με την ... βεβαίωση του Δασάρχη...), θα πρέπει να δημοσιευθεί προκειμένου να αποκτήσει έννομες συνέπειες έναντι παντός και αφού τελεσιδικήσει να δοθεί στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού", χωρίς, όμως, να προσδιορίζεται από ποιον "θα δοθεί" τον εν λόγω πιστοποιητικό. Ομοίως με το δεύτερο των εγγράφων αυτών παρακαλείται ο αναιρεσείων να βεβαιώσει "....επί του υποβαλλομένου αιτήματος ό,τι το έγγραφο σας αριθμ. ... επιβάλλει....", όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να διευκρινίζεται τι επιβάλλει το πιο πάνω έγγραφο και χωρίς αναφέρεται ρητώς η υποχρέωση του κατηγορουμένου να δοθεί στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση τελεσιδικίας του χαρακτηρισμού (ενόψει μάλιστα και του μεταγενέστερου αναγνωσθέντος (μνημονευόμενου στα πρακτικά της δίκης με αριθμό 65) ... εγγράφου της αυτής Διεύθυνσης Δασών Ν.Λακωνίας, όπου ρητώς αναφέρεται ότι δεν χορηγεί βεβαίωση τελεσιδικίας ο Δασάρχης, αλλά, κατά περίπτωση, η Α/θμια ή Β/θμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων). Τέλος δεν αιτιολογείται η παραδοχή της απόφασης ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ήταν ο "μόνος αρμόδιος" για να εκδώσει την πιο πάνω βεβαίωση τελεσιδικίας και όχι η Α/θμια ή Β/θμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, που είχαν επιληφθεί της υποθέσεως, ή και γιατί δεν επαρκούσε το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Περιφέρειας Πελοποννήσου -Διεύθυνσης Δασών Ν. Λακωνίας στο οποίο, διαλαμβάνονται, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, τα εξής: " Το έγγραφο του Δασαρχείου ...αριθμ. ..., έπειτα από την έκδοση της τελεσίδικης και αμετάκλητης υπ'αριθμ. ... απόφασης της Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Λακωνίας που αφορά την έκταση των 11.418,19 τ.μ. στη θέση ..., έχει καταστεί οριστικό και αμετάκλητο καθόσον αναφέρεται στο χαρακτήρα της ανωτέρω έκτασης...", εφόσον βεβαίως το Δικαστήριο δέχεται ότι ο εγκαλών ζητούσε από τον Δασάρχη βεβαίωση με αυτό το περιεχόμενο και όχι (νέα) πράξη χαρακτηρισμού που εκδίδεται μόνο από τον αρμόδιο Δασάρχη, αλλά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 998/79, η οποία (βεβαίωση) στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν θα ήταν σύννομη, για τους λόγους που ήδη έχουν αναπτυχθεί. Με τα δεδομένα αυτά, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη.
Συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 259 του Π.Κ, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 14 του ν.998/79, που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του δικαστηρίου για την ορθή εφαρμογή του νόμου, μόνο, όμως, λόγω των πιο πάνω ασαφειών και αντιφάσεων, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. IV. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1070/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου . Και.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή