Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Βεβαίωση ένορκη, Αυτοτελείς ισχυρισμοί.
Περίληψη:
Αβάσιμος ο λόγος 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, όταν το εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτο ισχυρισμό του εκκαλούντος, που δεν είχε προβληθεί νομίμως στο πρωτοδικείο. Αβάσιμος ο λόγος 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, όταν το εφετείο μνημονεύει ρητώς τις ένορκες βεβαιώσεις, των οποίων τη μη λήψη υπ' όψη προβάλλει ο αναιρεσείων. Απαράδεκτος ο λόγος 559 αρ.8 και 9 ΚΠολΔ, όταν το εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη ισχυρισμό που δεν είχε προβληθεί νομίμως στο πρωτοδικείο.
Αριθμός 817/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Ε. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ" όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη … και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Κόκκινου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Α. Δ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ζερβού.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-10-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 6/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 9/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-9-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 25-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 115 παρ.3, 256 παρ.1δ', 591 παρ.1 και 666 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς, πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επί πλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, οπότε η καταχώρηση στα πρακτικά αρκεί να γίνει επιγραμματικά. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, προφορική προβολή των ισχυρισμών και αντίστοιχη καταχώρηση στα πρακτικά, τα οποία αποτελούν την πλήρη (και μόνη) απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενο αυτής (ΚΠολΔ 259). Η προφορική προβολή των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει ευθέως από την καταχώρησή τους στο τμήμα των πρακτικών, όπου γίνεται μνεία περί των προτάσεων και δηλώσεων των διαδίκων. Έμμεση συναγωγή αυτής, από το περιεχόμενο είτε των μαρτυρικών καταθέσεων, που επακολουθούν είτε των προτάσεων, που κατατίθενται στην έδρα, δεν επιτρέπεται (ΟλΑΠ 2/2005). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 527 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ, στην κατ' έφεση δίκη είναι απαράδεκτη η εκ μέρους του εκκαλούντος προβολή πραγματικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προταθεί στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Ο διάδικος, που ως εκκαλών προβάλλει τέτοιους ισχυρισμούς, οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων, που επιτρέπουν την όψιμη προβολή τους. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.8 περ. β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης. Ο λόγος αναιρέσεως, όμως, δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη τον προταθέντα ισχυρισμό, αλλά τον απέρριψε ως απαράδεκτο ή αβάσιμο. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο (ΑΠ 585/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, χαρακτήρισε ως απαράδεκτο τον περί εξοφλήσεως των ενδίκων αποδοχών της αναιρεσίβλητης (ως ενάγουσας και εφεσίβλητης) ισχυρισμό της αναιρεσείουσας (ως εναγομένης και εκκαλούσας) και, κατ' αποτέλεσμα, δεν τον έλαβε υπ' όψη, αν και είχε επαναφερθεί με λόγο έφεσης, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί νομίμως ενώπιον του πρωτοδικείου. Από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, που πιστοποιούν τις γενόμενες στο ακροατήριο διαδικαστικές πράξεις, προκύπτει ότι κατά την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης δεν προβλήθηκε, εκ μέρους της αναιρεσείουσας, ρητός και σαφής ισχυρισμός περί εξοφλήσεως των ενδίκων αποδοχών. Έμμεση συναγωγή της προβολής του, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν ήταν κατά νόμον επιτρεπτό να επιχειρηθεί. Επίκληση νόμιμου λόγου όψιμης προβολής δεν προκύπτει από το δικόγραφο της εφέσεως ούτε και τώρα μνημονεύεται εκ μέρους της αναιρεσείουσας, που περιορίζεται στην επιχειρηματολογία περί εμμέσου συναγωγής. Εξ αυτών συνάγεται ότι το Εφετείο, που δέχθηκε ότι η προβολή της ενστάσεως εξοφλήσεως μόνο με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και η επαναφορά αυτής με λόγο έφεσης είχαν γίνει απαραδέκτως, ουχί παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα και ορθώς δεν έλαβε υπ' όψη πράγμα μη νομίμως προταθέν. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ή, άλλως, αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας ή β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς, που είχαν τεθεί από τους διαδίκους υπ' όψη του δικαστηρίου της ουσίας. Ισχυρισμοί που δεν είχαν προβληθεί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν για τη θεμελίωση λόγων αναιρέσεως, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Ο αναιρεσείων φέρει το βάρος να επικαλεσθεί τη νόμιμη προβολή των ισχυρισμών στο δικαστήριο της ουσίας και να την αποδείξει με τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα. Αν δεν συμβεί αυτό, ο Άρειος Πάγος οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν οι ισχυρισμοί είχαν προβληθεί νομίμως και, σε περίπτωση παράλειψης, πρέπει να απορρίψει ως απαράδεκτο το λόγο αναιρέσεως, που στηρίζεται σε μη προβληθέντα ισχυρισμό (ΑΠ 1482/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπ' όψη τον εν μέρει καταλυτικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας (ως εναγομένης και εκκαλούσας) σύμφωνα με τον οποίο η αναιρεσίβλητη (ως ενάγουσα και εφεσίβλητη) είχε αποχωρήσει, οικειοθελώς, από την εργασία κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2008, με συνέπεια να μη δικαιούται ένα μέρος των ενδίκων αποδοχών, γεγονός που συνομολογούσε η ίδια. Παρατηρείται, όμως, ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός είχε προταθεί κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, περιστατικό που προκύπτει από την έλλειψη οποιασδήποτε μνείας στα πρακτικά συνεδριάσεως εκείνου. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο δεν είχε δικονομικά τη δυνατότητα να τον λάβει υπ' όψη και εκ του λόγου αυτού δεν είχε ούτε την υποχρέωση να απαντήσει επί του λόγου εφέσεως, με τον οποίο είχε διατυπωθεί σχετικό παράπονο ενώπιόν του. Επομένως, ο εξεταζόμενος τέταρτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ή, άλλως, αρ.9 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.
3. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς (ΑΠ 1102/2003).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίσθηκε εγγράφως την 7-9-2005, η εναγομένη εταιρία προσέλαβε την ενάγουσα προκειμένου να απασχοληθεί ως προϊσταμένη σε τεχνικά έργα ειδικότητας πολιτικού μηχανικού. Ότι η διάρκεια της συμβάσεως ορίσθηκε τριετής και οι ετήσιες αποδοχές της ενάγουσας προσδιορίσθηκαν στο ποσό των 15.000 ευρώ. Ότι αν και η ενάγουσα πρόσφερε προσηκόντως τις υπηρεσίες της, η εναγομένη κατέβαλε προς αυτήν τις συμφωνημένες αποδοχές για το πρώτο έτος (2006), αλλά παρέλειψε να καταβάλει τις εν λόγω αποδοχές για τα επόμενα δύο έτη (2007 και 2008). Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας, αφού έκρινε απαράδεκτο το λόγο της έφεσης με τον οποίο επαναφερόταν η μη νομίμως προταθείσα ένσταση εξοφλήσεως της εναγομένης, απέρριψε τη έφεση ως αβάσιμη και με τον τρόπο αυτό επικύρωσε την απόφαση του πρωτοδικείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή και επιδικασθεί στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του όλα τα πραγματικά περιστατικά, με τα οποία θεμελιώνεται η ένδικη αξίωση της αναιρεσίβλητης(ενάγουσας) και ουδεμία υποχρέωση είχε να αιτιολογήσει, αναλυτικότερα, την παραδοχή ότι είχαν καταβληθεί οι αποδοχές του πρώτου έτους παροχής της εργασίας της αναιρεσίβλητης, αφού η αναφορά σ' αυτές έγινε ιστορικά και δεν ήταν ουσιώδης. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
4. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδεται η αναιρετική πλημμέλεια ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπ' όψη τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες είχαν ληφθεί με επιμέλεια της αναιρεσείουσας και τις οποίες αυτή είχε νομίμως επικαλεσθεί και προσκομίσει ενώπιόν του. Παρατηρείται, όμως, ότι από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση διαβεβαίωση, κατά την οποία οι προαναφερθείσες (βλ. παραπάνω, αρ.3) ουσιαστικές παραδοχές αυτού προήλθαν, εκτός των άλλων, από τις ... και .../19-5-2011 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου Μαρίας Καρποδίνη - Καντιδνού, καθώς και από την 9226/8-2-2013, μεταγενέστερη, ένορκη βεβαίωση ενώπιον της αυτής συμβολαιογράφου, δεν μένει καμία αμφιβολία ως προς το ότι το Εφετείο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος περί των ενδίκων αξιώσεων της αναιρεσίβλητης, εκτίμησε και τις ως άνω, τρεις ένορκες βεβαιώσεις. Επομένως, ο εξεταζόμενος δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-9-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 9/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.100) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ