Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1937 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ηθική αυτουργία, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση. Ηθική αυτουργία. Έννοια όρων. Παράπονα ως προς απόρριψη αιτήματος αναβολής για νέες αποδείξεις. Αίτηση για αναίρεση λόγω ελλείψεως εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς ενοχή. Αίτημα για αυτεπάγγελτη εξέταση κάθε άλλου λόγου αναιρέσεως. Αιτίαση. Λόγος για απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας διότι έλαβε υπόψη έγγραφα που αναγνώστηκαν χωρίς να προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Λόγος για απόλυτη ακρότητα στο ακροατήριο, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο υπερασπίσεως, προς υποβολή ερωτήσεων. Απορρίπτει αιτήσεις. Καταδικάζει καθέναν ασκήσαντα αναίρεση στα δικαστικά έξοδα. Δικαστική δαπάνη παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος.




Αριθμός 1937/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της 433/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Σεραφείμ. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22.2.2008 δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 494/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το αρ. 224 παρ. 2 ΠΚ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή, τα οποία, ανεξαρτήτως από το εάν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, πρέπει να σχετίζονται με την υπόθεση και να αναφέρονται, προκειμένου μεν περί πολιτικής δίκης, στο αποδεικτέο θέμα, προκειμένου δε περί ποινικής δίκης, στα στοιχεία του διωκομένου εγκλήματος ή σε κάθε περίπτωση, στα άλλα πραγματικά γεγονότα, τα οποία συνδέονται αναποσπάστως με εκείνα και γ) να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους - εντελούς γνώσεως - επίγνωσης), ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Για το λόγο αυτό το δικαστήριο της ουσίας για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για ψευδορκία μάρτυρα, αποφάσεώς του, πρέπει να διαλάβει σ' αυτήν όχι μόνο τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο δράστης της πράξεως αυτής, αλλά και ποια ήταν τα αληθή, τα οποία αυτός γνώριζε και τη σχέση αυτών με το αποδεικτέο θέμα. Κατά δε το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με τον φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας τού τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα, απόφαση, που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για "κρείσσονες αποδείξεις" κατά το άρθρο 523 παρ. 3 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης - 433/2008 κυρίας αποφάσεώς του και θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται με την τελευταία (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠοινΔ), απέρριψε αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, για αναβολή της δίκης κατ' άρθρο 352 παρ. 3 ΚΠοινΔ για νέες αποδείξεις, υποβληθέν από τον συνήγορό τους και συγκεκριμένα αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομιστεί στο Δικαστήριο αυτό απόφαση δικαστηρίου που δικάζεται την 1.4.2008 για ακύρωση δικαιοπραξίας.
Το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά την απορριπτική για το αίτημα αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Επειδή ο κατηγορούμενος δεν επικαλείται ορισμένως πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η εκκρεμής δίκη έχει σχέση με την παρούσα ποινική δίκη, σε κάθε περίπτωση δε μέχρι να καταστεί τελεσίδικη ή αμετάκλητη η εκκρεμής αυτή πολιτική δίκη είναι βέβαιο ότι θα έχει παραγραφεί το αδίκημα που αποδίδεται στους κατηγορουμένους, τελεσθέν την 29-11-2001, ενώ η εκκρεμής αστική υπόθεση δεν έχει ακόμη εκδικασθεί ούτε σε πρώτο βαθμό, πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, για τον παραπάνω λόγο".
Στη συνέχεια το Δικαστήριο, αφού απέρριψε το παραπάνω αίτημα αναβολής, προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασής του. Η προαναφερόμενη αιτιολογία είναι η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρονται σ' αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και οι σκέψεις, με βάση τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική περί της αιτήσεως αναβολής κρίση του. Κατά συνέπεια, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον σχετικό λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες παραπονούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ και έτσι πρέπει να αναιρεθεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ και ως προς την περί ενοχής των κατηγορουμένων διάταξή της. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 433/2008 αποφάσεως του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Η δεύτερη κατηγορουμένη και ο εγκαλών είναι αδέλφια και συνιδιοκτήτες διαμερισμάτων πολυκατοικίας που βρίσκεται στην συμβολή των οδών ... στη ... και μεταξύ τους υπάρχει πολυετής σφοδρή αντιδικία. Ειδικότερα, ο εγκαλών είναι ιδιοκτήτης του δευτέρου ορόφου της παραπάνω πολυκατοικίας, που αντιστοιχεί στα 200% εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, που φέρεται ότι του μεταβίβασε η κατηγορουμένη αδελφή του δυνάμει του υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Πειραιώς Στ. Βλαχάκου, αντί φερομένου τιμήματος 235.000 δραχμών. Με την από 1-6-1998 αγωγή της, η δεύτερη κατηγορουμένη, Χ2, στρεφόμενη κατά του εγκαλούντος αδελφού της, Ψ, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η συναφθείσα μεταξύ τους παραπάνω σύμβαση πωλήσεως είναι άκυρη ως εικονική και υποκρύπτεται σε αυτή σύμβαση δωρεάς, την οποία ανακάλεσε λόγω αχαριστίας του δωρεοδόχου και να υποχρεωθεί ο εγκαλών να προβεί σε δήλωση βουλήσεως περί αναμεταβιβάσεως της οριζόντιας ιδιοκτησίας που αφορούσε η ανωτέρω σύμβαση. Για την αγωγή της αυτή εκδόθηκε η 745/2001 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέταξε αποδείξεις και εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας της ενάγουσας-κατηγορουμένης, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή και τα εξής: "....το 1976 μεταβίβασε η ενάγουσα στον εναγόμενο η Ψ τα 200 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου μετά του δικαιώματος να αναγείρει ο κ. Ψ με δαπάνες του το δεύτερο όροφο.... Η μεταβίβαση των ανωτέρω ποσοστών έγινε με συμβολαιογραφική πράξη πωλήσεως. Ως τίμημα στο συμβόλαιο πωλήσεως αναγράφετο νομίζω το ποσό των 235 δραχμών. Από ότι γνωρίζω για την εξόφληση του τιμήματος....ο εναγόμενος κ. Ψ δεν κατέβαλε χρήματα στην αδελφή του Χ2. Το γνωρίζω αυτό τόσο από την ίδια όσο και από τον κ. Ψ.... Ειδικότερα, το 1996 ο κ. Ψ, όταν έπινα τον καφέ μου και στη ... με πλησίασε έχοντας μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι, έπιασε συζήτηση μαζί μου και μεταξύ άλλων μου ομολόγησε ότι για αυτή την αγοραπωλησία δεν είχε πληρώσει λεφτά η αδελφή του.... η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων ήταν να γίνει δωρεά....". Όσα όμως παραπάνω κατέθεσε ο πρώτος κατηγορούμενος και αφορούν το πραγματικό γεγονός της συνάντησης αυτού και του εγκαλούντος στη ... και τα όσα ο τελευταίος του ομολόγησε, που συνιστούν εξώδικη ομολογία του περιεχομένου της αγωγής της δεύτερης κατηγορουμένης, είναι ψευδή και ο πρώτος κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους και εν επιγνώσει κατέθεσε αυτά, αφού ουδέποτε ο εγκαλών με τον κατηγορούμενο και κυρίως ουδέποτε ο εγκαλών του ομολόγησε τα ανωτέρω αναφορικά με την εικονικότητα της παραπάνω συναφθείσας μεταξύ αυτού εγκαλούντος και της κατηγορουμένης αδελφής του συμβάσεως πωλήσεως. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, την απόφασή του στον πρώτο κατηγορούμενο, να καταθέσει τα παραπάνω ψευδή, προκάλεσε η δεύτερη κατηγορουμένη, προσδοκώντας άμεση ωφέλεια από την πιο πάνω ψευδή κατάθεσή του και με γνώση αυτής, με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις και φορτικότητα. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τις σαφείς καταθέσεις των ... και ..., που εξετάσθηκαν πρωτόδικα, οι οποίοι είναι εξάδελφου των διαδίκων αδελφών και διατηρούν καλές σχέσεις με αμφοτέρους, οι οποίοι καταθέτουν ούτε δεν γνωρίζουν τον πρώτο κατηγορούμενο, ότι (ο πρώτος) θεωρεί αδιανόητο να έγινε η επίδικη συνάντηση στην ... μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και του εγκαλούντος και ότι ουδέποτε εχώρησε σύμβαση δωρεάς μεταξύ των διαδίκων αδελφών. Η εν λόγω συνάντηση δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τη μάρτυρα ..., ανιψιά της δεύτερης κατηγορουμένης, η οποία εξετάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και κατέθεσε: "Θεωρώ ότι ίσως και να έγινε η συνάντηση", όχι όμως και ότι: "Ίσως να ομολόγησε ο εγκαλών", θείος της.
Συνεπώς, ενόψει της σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως βεβαιότητας για την αλήθεια της κατηγορίας, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα ο πρώτος και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή η δεύτερη, που τους αποδίδονται. Να τους αναγνωρισθεί όμως το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ καθόσον προκύπτει ότι, μέχρι το χρόνο τέλεσης των παραπάνω πράξεων έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Στη συνέχεια, για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της ηθικής σε αυτήν αυτουργίας αντίστοιχα, οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι και ειδικότερα του ότι: "Στην ..., στις 29-11-2001: Α) Ο 1ος κατηγορούμενος Χ1, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας αποδείξεως ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν της υπ' αριθμ. 745/2001 προδικαστικής αποφάσεως του ως άνω Δικαστηρίου επί της από 1-6-1998 (αρ. εκθ. κατάθ. 6229/1998) αγωγής της Χ2 (δεύτερης κατηγορουμένης) κατά του εγκαλούντα Ψ, εν γνώσει του κατέθεσε ψεύδη γεγονότα και ειδικότερα: Στις 29-11-2001 "...Το 1976 μετεβίβασε η ενάγουσα στον εναγόμενο κ. Ψ τα 200 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου μετά του δικαιώματος να αναγείρει ο κ. Ψ με δαπάνες του τον δεύτερο υπέρ το ισόγειο όροφο της πολυκατοικίας που κείται στη .... Η μεταβίβαση η ανωτέρω των 200 χιλιοστών έγινε με συμβολαιογραφική πράξη πωλήσεως. Ως τίμημα στο συμβόλαιο πωλήσεως ανεγράφετο νομίζω το ποσό των δρχ. 235.000. Από ότι γνωρίζω για την εξόφληση του τιμήματος που αναγράφεται στη συμβολαιογραφική πράξη πωλήσεως ο κ. Ψ ο εναγόμενος δεν κατέβαλε χρήματα στην αδελφή του Χ2. Το γνωρίζω αυτό τόσο από την ίδια όσο και από τον κ. Ψ γνωρίζω ότι δεν καταβλήθηκαν χρήματα για την εξόφληση του τιμήματος του ανωτέρω, συμβολαίου πωλήσεως, ειδικότερα το 1996 ο κ. Ψ όταν έπινα τον καφέ μου στη ... με πλησίασε έχοντας μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι, έπιασε συζήτηση μαζί μου και μεταξύ άλλων μου ομολόγησε ότι για αυτήν την αγοραπωλησία δεν είχε πληρώσει λεφτά στην αδελφή του. B) Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ2, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και ειδικότερα να καταθέσει εν γνώσει του ψέματα κατά την ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας για ένορκη εξέταση αρχής. Συγκεκριμένα, προκειμένου να επιτύχει την απόδειξη των θεμάτων που έταξε η υπ' αριθμ. 745/2001 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της από 1-6-1998 (αρ. εκθ. κατάθ. 6229/1998) αγωγής της κατά του εγκαλούντα Ψ, με πειθώ, φορτικότητα, συνεχείς προτροπές και παραινέσεις έπεισε τον συγκατηγορούμενό της Χ1 κατά τις ένορκες καταθέσεις του ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να καταθέσει τα αναφερόμενα παραπάνω ψευδή πραγματικά περιστατικά, παρότι τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών. Το δικαστήριο δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλήμα έζησαν έντιμη, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, μετά την αναγνώριση σε κάθε κατηγορούμενο του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου βίου, επέβαλε σε καθέναν από αυτούς ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε για τρία (3) χρόνια.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1, 83, 84 παρ. 2 περ. α' 94 παρ. 1, 98 παρ. 1 και 224 παρ. 2 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 433/2008 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ... συζ. Ψ και ..., την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ και την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως, ..., ο οποίος, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, εξετάστηκε ενόρκως στο αυτό ακροατήριο.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καθένας από αυτούς καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι η αιτιολογία είναι τυπική, αφού δεν αναφέρονται σε αυτή πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καθένας από αυτούς κηρύχθηκε ένοχος, καθόσον τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρονται αφενός τα αληθή και τα ψευδή πραγματικά περιστατικά και αφετέρου τα μέσα με τα οποία η δεύτερη κατηγορουμένη προκάλεσε στον πρώτο από αυτούς την απόφαση, να καταθέσει αναληθή γεγονότα.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και ο αυτεπαγγέλτως κατά την ΚΠΔ 511, εφόσον παρίστανται οι αναιρεσείοντες και κρίθηκε παραδεκτός ο άνω λόγος, εξεταζόμενος της περ. Ε' της αυτής διατάξεως του ΚΠΔ, λόγος, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 § 1 στοιχ. δ', 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση, στο ακροατήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' - ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 356. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το αρθρ. 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς υπάρχει η ίδια ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής κάθε αναιρεσείοντος, αναφέρονται, τα ακόλουθα, για την ανάγνωση των οποίων δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση: 1) Η με αρ. 842/01 Εισηγητική έκθεση 2) η από 1-6-1998 αγωγή Χ2, 3) η με αρ. 745/2001 απόφαση Πολυμ. Πρωτοδ. Αθηνών, 4) η από 29-4-1996 αίτηση της Χ2 προς το Μον. Πρωτ. Αθηνών - διαδ. Ασφαλ. Μέτρων, 5) η με αρ. 3670 άδεια οικοδομής, 6) η με αρ. πρωτοκ. 2119 απόφαση του ΙΚΑ, 7) ιδιωτικό συμφωνητικό από 5/12/78, 8) σημείωμα με την ένδειξη "ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΙΣ 20-5-76", 9) Υπεύθυνη δήλωση προς τη ΔΕΗ Χ2, 10) το με αρ. 3281 συμβόλαιο τοκοχρεωλυτικού δανείου, 11) τα συμβόλαια με αριθμούς: α) ..-αγοραπωλησία διαμερίσματος β) ...-αγοραπωλησία οικοπέδου, γ) ...-πωλητήριο ακινήτου, δ) ...-αγορ/σία οικοπέδου, ε) ...-αγορ/σία διαμερίσματος, στ) ...-πώλησις οικοπέδου, ζ) ...-πωλητήριον οικοπέδου και η) ...-αγορ/σία ακινήτου, 12) οι παρακάτω αποφάσεις με αριθμούς: Α) 407/03 και 408/03 του Τριμ. Πλημ. Γυθείου, Β) 40/1996 και 6/1997 του Μον. Πρωτ. Γυθείου, Γ) 18/1999 του Εφετείου Ναυπλίου, Δ) 1178/1980 του Διοικητικού Πρωτοδ. Πειραιώς, Ε) 6270/1978 του Διοικητικού Πρωτ. Αθηνών, 13) Η έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα ..., 14) Η υπ' αριθμ. 25437/2007 απόφαση του Τριμ. Πλημ. Αθηνών. Τέλος, αναγνώσθηκαν και τα εξής έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν στο Δικαστήριο οι κατηγορούμενοι και ο πολιτικώς ενάγων: 1) Η υπ' αριθ. πρωτ. 2359/2006 βεβαίωση Ταμείου Προνοίας Δημοσίων υπαλλήλων, 2) Τα υπ' αριθμ. πρωτ. 6530/76 και 211/78 αποφ. ΙΚΑ, 3) Το υπ' αριθμ. 13.205/76 πωλητήριο, 4) Η αρ. 25024/2006 απόφαση Μον. Πρωτ. Αθηνών, 5) Η αρ. 13204/76 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, 6) Το 45° φύλλο της υπ' αριθμ. 842/2001 εισηγ. έκθεσης, 7) Κλήση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του Πολ. Πρωτ. Αθηνών του Ψ. Τα παραπάνω φερόμενα στην απόφαση ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, ορισμένα από αυτά, μπορεί να παρουσιάζουν ελλείψεις στον προσδιορισμό τους, που καθιστούν ανέφικτο τον προσδιορισμό της ακριβούς ταυτότητάς τους. Ενόψει, όμως, του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά των παραπάνω εγγράφων είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους σε κάθε κατηγορούμενο ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλει τις επ' αυτών παρατηρήσεις και απόψεις του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Τέλος, οι αναιρεσείοντες με τις αιτήσεις τους ισχυρίζονται κατά λέξη τα παρακάτω: "Μετά το τέλος της απολογίας τους, δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα και στους δικαστές, για να τους απευθύνουν ερωτήσεις και στη συνέχεια επακολούθησε η υποβολή τέτοιων ερωτήσεων και οι απαντήσεις τους επ' αυτών. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο με τους συνηγόρους υπερασπίσεώς τους Ηλία Μαλεβίτη και Βασίλειο Λαζαρίδη, προς τους οποίους, στο σημείο εκείνο της ακροαματικής διαδικασίας, δεν δόθηκε (στον ένα ή στον άλλο) ο λόγος προς άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος, το οποίο είχε ήδη ασκήσει ο Εισαγγελέας, δηλαδή του δικαιώματος να απευθύνουν σε αυτούς ερωτήσεις, πράγμα που συνάγεται στην "υπεράσπισή" τους και αναγνωρίζεται και από την, υπερνομοθετικής ισχύος, διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 3 στοιχ. ε' του Δ.Σ.Α.Π.Δ. (που κυρώθηκε με το Ν. 2462/97), ώστε η παράβασή του επάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά τοάρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ". Όπως όμως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την απολογία των κατηγορουμένων, ο Πρόεδρος τους υπέβαλε ερωτήσεις και κατόπιν έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα και στους Δικαστές για να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις, αν είχαν. Ο Εισαγγελέας και οι Δικαστές υπέβαλαν σχετικές ερωτήσεις προς τους κατηγορούμενους και εκείνοι απάντησαν όπως αναφέρεται στην απολογία τους. Μετά ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στους διαδίκους και στους συνηγόρους τους για να απευθύνουν, μέσω του Προέδρου, αν είχαν, ερωτήσεις προς τους κατηγορουμένους και αυτοί δεν υπέβαλαν ερωτήσεις. Μετά από αυτό ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους, εάν χρειάζονται συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και, όταν απάντησαν αρνητικά, ο Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανάπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την ενοχή τους. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος των αναιρεσειόντων για απόλυτη ακυρότητα (ΚΠΔ 171 παρ. 1δ' και 366 παρ. 1 εδ. τελ. του ιδίου Κώδικα, διότι δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους τους για να απευθύνουν, μέσω του Προέδρου, ερωτήσεις προς αυτούς, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση κάθε αναιρεσείοντος στο σύνολό της και να καταδικασθεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (ΚΠολΔ 176).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 22 Φεβρουαρίου 2008 (υπ' αριθ. πρωτ. 1799 και 1798/2008 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αιτήσεις των 1) Χ1 και 2) Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθ. 433/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή